Σημειώσεις Κεφαλαίου 6

Σημειώσεις Κεφαλαίου 6

[←1]

Συρόπουλος 6: Τμῆμα ςον. Ἐν ᾧ περί τοῦ ἐν Φεραρίᾳ περιορισμοῦ καί τῆς ἐκεῖσε πλημμελείας. καί περί τῆς προκαταστάσεως τῶν συνοδικῶν διαλέξεων, καί ὅπως ἐγίνοντο αἱ διαλέξεις. καί περί τῶν τρόπων καί τῆς μεταχειρίσεως τοῦ πνευματικοῦ. ἀπομνημονευμάτων ἕκτον.

[←2]

Συρόπουλος 6.1: Ἔθος ἐστίν ἐν λατινικαῖς ἐπαρχίαις καί πόλεσι τηρούμενον ἀκριβῶς μή ἐξεῖναί τινι ἐξιέναι ἤ μεταβαίνειν ἀπό ἐπαρχίας ἤ πόλεως εἰς ἑτέραν ἄνευ θελήματος καί βούλλης τῶν ἐκεῖσε κυρίων, καί τοῦτο τηρεῖται ἀπό τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων καί αὐτῶν δή τῶν καλουμένων πελεγρίνων· ἄνευ γάρ βούλλης ἀδύνατόν ἐστιν ὁδοιπορίαν ἀνῦσαί τινα. ὡς οὖν ἡμεῖς εἰς τήν Φεραρίαν πάντες συνήχθημεν διεμηνύσατο ὁ βασιλεύς τῷ ἄρχοντι τῆς Φεραρίας τῷ μαρκέσῃ, ἵνα προστάξῃ τοῖς διενεργοῦσι ταύτην τήν βούλλαν μηδενί τῶν Γραικῶν δοῦναι, εἰ μή ἴδωσι πρότερον βούλλαν βασιλικήν. ἐποίησεν οὖν τοῦτο ὁ μαρκέσης κατά τήν τοῦ βασιλέως παρακέλευσιν. ἐπέστησε δέ καί ὁ βασιλεύς πρός τοῦτο τόν Ἰάγαριν, ὅν εἶχεν ἐκεῖ δεύτερον μεσάζοντα, ἵν΄ εἴ ποτε θελήσει τις ἐξελθεῖν, καί ἄλλοθί που ἀποδημῆσαι, προσέρχηται καί λέγῃ τοῦτο τῷ Ἰάγαρι, ὁ δέ ἐξετάζῃ τό ποῦ καί τίνος χάριν ἀπέρχεται, καί ἀναφέρῃ τοῦτο τῷ βασιλεῖ, καί εἰ ἔχει αὐτός θέλημα, ὁρίζῃ καί διδῷ ὁ Ἰάγαρις βούλλαν· εἰ δέ μή, ἵνα κωλύῃ αὐτόν. ἐπράττετο οὖν τοῦθ΄ ὡς τετύπωται, καί ἐντεῦθεν ἐγνώσθη ἡμῖν ὁ πρῶτος ἡμῶν περιορισμός· δηλωθήσονται δέ καί οἱ λοιποί ἐν τῷ προσήκοντι. ἐκαθήμεθα οὖν ἀλγοῦντες οὐ μόνον ἐπί τοῖς προσοῦσί τε καί ἐπερχομένοις ἡμῖν δεινοῖς, ἀλλά καί ἐπί τῆς ἐλευθερίας ἀφαιρέσει, ὅτι ὡς δοῦλοι συνεκλείσθημεν.

[←3]

O Laurent 1971: 294 σημ. 1, λέει ότι η συμφωνία τής 17ης Ιανουαρίου 1438 μεταξύ τού πάπα και τού μαρκησίου τής Φερράρας περιλάμβανε δύο άρθρα: ένα για την ελεύθερη κυκλοφορία στην πόλη την ημέρα και τη νύχτα και ένα άλλο που εξασφάλιζε για όλα τα μέλη τής συνόδου και ονομαστικά για τούς Γραικούς τη δυνατότητα να φεύγουν ελεύθερα από το έδαφος τής Κοινότητας. Η παρέμβαση τού αυτοκράτορα περιόρισε για τούς δικούς του την εφαρμογή αυτών των όρων, μέχρι το σημείο που αργότερα η έξοδος από τη Φλωρεντία προϋπέθετε, σε κάθε περίπτωση, τη δική του έγκριση, όπως συνέβη με τον Βησσαρίωνα (βλέπε κεφ. η΄, παρ. 10).

[←4]

Η λατινική λέξη peregrinus (προσκυνητής). Κατά τον Laurent 1971: 295 σημ. 2, ο όρος αυτός επιδέχεται πολλές έννοιες. Κατ΄ αρχήν εννοεί αυτό που φαίνεται από την πρώτη ματιά, δηλαδή προσκυνητές, άτομα που πηγαίνουν σε κάποιον τόπο από ευσέβεια. Μπορεί επίσης ως περεγρίνοι (προσκυνητές) να εννοούνται οι σταυροφόροι για την υπεράσπιση των Αγίων Τόπων, Βλέπε για παράδειγμα Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, 13.12.28:
«Αλλά οι μάρτυρες που ήσαν παρόντες και υπέγραψαν από κάτω, ενώπιον των οποίων έγιναν αυτά τα πράγματα, είναι οι εξής: οι πολύ αγαπητοί στον Θεό επίσκοποι, ο επίσκοπος Μαύρος τού Αμάλφι και ο Ρενάρδος τού Τάραντα και οι μαζί του κληρικοί. Ο σεβασμιώτατος ηγούμενος τής ιεράς μονής τού Αγίου Ανδρέα στη Λομβαρδία που βρίσκεται στο νησί τού Μπρίντιζι και δύο μοναχοί τής ίδιας. Οι αρχηγοί των Περεγρίνων που έβαλαν τα σημάδια τους από κάτω με τα ίδια τους τα χέρια…»
(Οἱ μέντοι παρουσιάσαντες μάρτυρες καί ὑπογεγραφότες, ὧν ἐναντίον ταῦτα τετέλεστο, εἰσίν οὗτοι· οἱ θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, ὅ τε Ἀμάλφης Μαῦρος καί ὁ τοῦ Τερεντοῦ Ῥενάρδος καί οἱ σύν αὐτῷ κληρικοί· ὁ εὐλαβέστατος καθηγούμενος τῆς ἐν Λογγιβαρδίᾳ σεβασμίας μονῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, τῆς ἐν τῇ νήσῳ τοῦ Βρεντησίου, καί τινες αὐτῶν δύο μοναχοί· οἱ ἄρχοντες τῶν περεγρίνων, ὧν τά μέν σίγνα αὐτοί διεχάραξαν οἰκειοχείρως…)
Επίσης η λέξη μπορεί να εννοεί τον ξένο ή τελικά και τον φτωχό περιπλανώμενο, χωρίς εστία ή τόπο. Κατά τον Laurent αυτό το τελευταίο πρέπει να είναι το νόημα που χρησιμοποιεί ο Συρόπουλος εδώ, όπως προκύπτει από την έκφραση ἀπό τῶν ἐσχάτων που προηγείται.

[←5]

Ἰάγαρις: Τρεις αδελφοί με αυτό το όνομα συμμετείχαν μαζί με τον αυτοκράτορα στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας: ο Μάρκος, ο Ανδρόνικος και ο Μανουήλ. Κατά τον Laurent 1971, ο εδώ Ἰάγαρις πρέπει να είναι ένας από τούς δύο τελευταίους, πιθανότατα ο Ανδρόνικος. Πρώτος μεσάζων κατά τη διάρκεια τής συνόδου ήταν ο Γεώργιος Φιλανθρωπινός.

[←6]

Συρόπουλος 6.2: Ὡς δέ παρῆλθον μῆνες τρεῖς καί ἐπέκεινα, καί ἐδυσχέραινον πάντες ὑπό τῶν τῆς ξενιτείας δεινῶν καί τῆς στενότητος τῶν πραγμάτων καί τῆς στερήσεως τοῦ σιτηρεσίου, ἠκούοντο δέ καί οἱ φόβοι τοῦ Νικολό Πιτζινή, ἀναγκασθέντες τρεῖς τῶν κληρικῶν ἐφεῦρον τρόπον (εὐμήχανον γάρ καί ἐφευρετικόν ἡ ἀνάγκη), καί λαβόντες βούλλαν εἰς τήν Βενετίαν ἀφίκοντο· ὅπερ μαθών ὁ πατριάρχης καί δεινόν ἡγησάμενος, ἔγραψεν εὐθύς εἰς τόν δούκα τῆς Βενετίας. ὅ δε εὗρε, καί ἔστειλεν αὐτούς τῷ πατριάρχῃ. ἔσκωψεν οὖν αὐτούς ὁ πατριάρχης καί βάρος ἐνεδείξατο μέγιστον καί ἠπείλησε δεινῶς· οἱ δέ εἶπον αὐτῷ ἀναφανδόν, ὅτι· οὐ δυνάμεθα ἐπί πλέον ἐνταῦθα ταλαιπωρεῖν καί οὐ προσμενοῦμεν ἄκοντες, οὐδέ ἀνεχόμεθα τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν στερηθῆναι, οὐδέ φέρομεν τόν τῆς δουλείας δεσμόν. ἀπελευσόμεθα, καί ὡς ἔχεις θέλημα, ποίησον. καί μεθ΄ ἡμέρας τινάς ἐξῆλθον καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ᾤχοντο· ὁ δέ πατριάρχης ἔγραψε τῷ σακκελίου, ἵνα ἔχῃ αὐτούς ἀργούς τῆς ἱερωσύνης· καταφρονήσαντας δέ τῆς ἀργίας, ἵνα προστάξῃ τοῖς ὑπηρέταις καί κατά γῆς δείρωσιν αὐτούς ἐν τῇ τοῦ μιλίου λεωφόρῳ. οὕτως ὁ πνευματικός ἀνήρ τιμᾶν ἔγνω τούς τοῦ ἁγίου πνεύματος ὑπηρέτας καί τοιαύταις ἐλπίσι παρεμυθεῖτο τοῖς ἐκεῖσε ταλαιπωροῦσιν.

[←7]

Οι Γραικοί έφτασαν στη Φερράρα στις 4 Μαρτίου, οπότε ήταν Ιούνιος τού 1438.

[←8]

Σακκελίου: Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεγάλο σακκελάριο, που ήταν τότε ο Μανουήλ Χρυσοκόκκης και έπαιρνε μέρος στη σύνοδο. Ο σακκελίου είχε κυρίως αστυνομικά καθήκοντα, όπως η εποπτεία των γυναικείων μοναστηριών, η αστυνόμευση των ενοριακών εκκλησιών και εκείνων που υπηρετούσαν σε αυτές. Προφανώς με την τελευταία αυτή αρμοδιότητα ο σακκελίου έπρεπε να πατάξει τούς φυγάδες. Βλέπε Laurent 1971: 296 σημ. 2.

[←9]

Μίλιον: Αρχικά μία στήλη στην Κωνσταντινούπολη, από την οποία ξεκινούσε η Μέση οδός. Στη συνέχεια στον χώρο τής στήλης αυτής υψώθηκε τετράγωνο οικοδόμημα. Αποτελούσε το σημείο από το οποίο μετρούνταν οι αποστάσεις στην αυτοκρατορία. Η ακριβής τοποθεσία τού Μιλίου δεν είναι γνωστή, πιθανότατα όμως βρισκόταν βορειοδυτικά τής Αγίας Σοφίας. Αρκετοί χρονογράφοι αναφέρονται σε γεγονότα που συνέβησαν στο Μίλιον. Φαίνεται ότι ενίοτε εκτελούνταν εκεί δημόσια ποινές. Αυτό ακριβώς εννοεί ο Συρόπουλος.

[←10]

Συρόπουλος 6.3: Ὁ δέ βασιλεύς ἐζήτει δοθῆναι αὐτῷ ἐκ τοῦ πάπα ἵππους πρός ἱππασίαν ἑαυτοῦ τε καί τῶν ἀρχόντων. μετά παρέλευσιν οὖν μηνῶν τριῶν καί μετά πολλάς ἀπαιτήσεις ἔστειλεν αὐτῷ παριππίδια ἕνδεκα, μηδέν ἀγαθόν ἤ προτέρημα ἵππου ἔχοντα. καί ὡς οὐδέν ἐξ αὐτῶν ἦν ἁρμόδιον τῷ βασιλεῖ, ἔτυχε δ΄ ἐγγύς τότ΄ ἐλθών ὁ Γουδέλης ἐκ τῆς Ῥωσίας, ἐξωνήσατο ὁ βασιλεύς ἵππον ἕνα ἐξ αὐτοῦ, οὗ ἐπιβαίνων τοῖς κυνηγεσίοις ἐσχόλαζε· τούς δέ λοιπούς τοῦ Γουδέλη ἵππους ἐπρίατο ὁ δεσπότης κῦρ Δημήτριος. εὑρών δέ ὁ βασιλεύς μοναστήριον ἀπέχον τῆς Φεραρίας ὡσεί μίλια ἔξ, κατῴκησεν ἐν αὐτῷ μετ΄ ὀλίγων ἀρχόντων καί στρατιωτῶν καί γιανιτζάρων, τούς πλείους καταλιπών ἐν τῇ Φεραρίᾳ, καί ἀεί τῇ θήρᾳ ἐνησχολεῖτο, μηδένα λόγον ποιούμενος περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν.

[←11]

Γουδέλης: Κατά τον Laurent 1971: 297 σημ. 5, ο διπλωμάτης αυτός ονομαζόταν Νικόλαος. Είχε, στην υπηρεσία τής αυτοκρατορίας, μακρά καριέρα ως διπλωμάτης και στρατιωτικός και πολέμησε στην πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης το 1453, υπερασπιζόμενος τις προσεγγίσεις στην Πύλη Σηλυβρίας. Κατά τη διάρκεια τής Συνόδου ο Νικόλαος στάλθηκε με δαπάνες τής παπικής κούρτης να εκπροσωπήσει τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο στη Δίαιτα τής Νυρεμβέργης (Οκτώβριος-Νοέμβριος 1438).

[←12]

Δηλαδή 9 περίπου χιλιόμετρα. Το συγκεκριμένο μοναστήρι δεν έχει εντοπιστεί.

[←13]

Στο κείμενο, γιανιτζάρων. Bλέπε σημ. 146 κεφαλαίου γ΄.

[←14]

Το κυνήγι αποτελούσε πάντοτε μεγάλη διασκέδαση των βυζαντινών αυτοκρατόρων.

[←15]

Συρόπουλος 6.4: Προσεκαλέσατο δέ καί ὁ πάπας τόν πατριάρχην ἵνα διημερεύσῃ μετ΄ αὐτοῦ· ἔστειλε δέ καί ἵππους, καί ἀπῆλθεν ὁ πατριάρχης καί οἱ ἄρχοντες τοῦ κλήρου αὐτοῦ καί τινες τῶν ἀρχιερέων ἔφιπποι εἰς τήν κούρτην τοῦ πάπα, καί ὡμίλουν ὅ τε πάπας καί ὁ πατριάρχης μεμονωμένοι διά μεταγλωττιστοῦ τοῦ Χριστοφόρου μέχρι τῆς τοῦ ἀρίστου ὥρας. τότε δέ ἀπαγαγόντες τόν πατριάρχην εἰς ἴδιον κελλίον ἡτοίμασαν τό ἄριστον τοῦ πάπα καί διεκόμιζον τούς μίνσους ἐκ τοῦ δομεστικίου μετά κιβωτιδίων χαλκῶν κεκλειδωμένων, ὡσαύτως καί τόν οἶνον καί τό ὕδωρ· καί αὐτό γάρ τό φρέαρ, ἀφ΄ οὗ τό ὕδωρ ἤντλουν, κεκλειδωμένον ἦν. εἶτα ἡτοίμασαν καί τό ἄριστον τοῦ πατριάρχου. καί φαγών καί αὐτός, ἀνεπαύσατο ἐν τῷ κελλίῳ ἐκείνῳ. ἔπειτα εἱστίασαν καί ἡμᾶς εἰς ἕτερον κελλίον ἐν δυσί τραπέζαις, ἀρχόντων παρισταμένων τιμίων καί τοῦ ἀσημογράφου καθημένου ἐφ΄ ὑψηλοῦ καί γράφοντος τά σκεύη, ἐπεί πάντα ἦσαν ἀργυρέα μέχρι καί τῶν ταλιουρίων· τινές δέ τῶν ἡμετέρων ἀπῆλθον εἰς τά ἴδια τό κώνιον ὑποπτεύσαντες. μετά δέ τόν μετ΄ ἄριστον ὕπνον εἰσῆλθε πάλιν ὁ πατριάρχης εἰς τόν πάπαν καί ἐκάθητο ὁμιλῶν ἐκείνῳ, καί περί δείλην ἐξῆλθε καί ἐκάθισεν εἰς τό δηλωθέν κελλίον, καί ἔφερον ἡμῖν κουφέτα δαμασκηνά καί οἶνον, καί οὕτως ὑπεστρέψαμεν μετά τοῦ πατριάρχου εἰς τά ἴδια· οἱ δέ δειλιάσαντες, εἰ καί ἦλθον ὕστερον συνοδοιπορῆσαι τῷ πατριάρχῃ, ἀλλ΄ οὖν οὐδ΄ ἐκ τῶν ὀπωρῶν ἅψασθαί τινος ἠθέλησαν, οὐδέ πόσεως ὅλως μετέσχον.

[←16]

Στο κείμενο μίνσοι, από το λατινικό missus.

[←17]

Δομεστίκιον: Το παρασκευαστήριο. Πρβλ. περιγραφή Κωδινού Κουροπαλάτη:
«Ο δομέστικος κουβαλάει από το δομεστίκιο πιάτα [μίνσους], τα οποία πρόκειται να φάει ο αυτοκράτορας, και τα δίνει στον δομέστικο τού τραπεζιού, ενώ ο δομέστικος τού τραπεζιού τα δίνει κι εκείνος πάλι στον μεγάλο δομέστικο και ο μέγας δομέστικος τα βάζει μπροστά στον αυτοκράτορα»
(Διακομίζοντος δέ μίνσους τοῦ δομεστίκου τοῦ δομεστικίου, οὕς μέλλει φαγεῖν ὁ βασιλεύς, καί διδόντος τῷ ἐπί τῆς τραπέζης, τοῦ δέ τῷ τῆς τραπέζης δομεστίκῳ, τούτου δέ αὖ πρός τόν μέγαν δομέστικον, ὁ μέγας δομέστικος τίθησιν αὐτούς ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως).
(Γεωργίου Κωδινοῦ τοῦ Κουροπαλάτου, Περί τῶν Ὀφφικιαλίων τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Βόννη, 1839, σελ. 59).

[←18]

Στο κείμενο, ταλιούρια. Ταλιούρι: σανίδι, ξύλο όπου σερβίρεται ή κόβεται το κρέας, πιάτο. Ίσως από το ιταλ. tagliere (κρεατοσάνιδο).

[←19]

Συρόπουλος 6.5: Ὁ δέ μαρκέσης ὡς ἑώρα τό ἄμετρον τοῦ κυνηγίου τοῦ βασιλέως καί τήν φθοράν τῶν κτημάτων, παρεδήλωσε διά τινος τῷ βασιλεῖ, ἵνα γένηται μετριώτερον τό κυνήγιον καί μηδέ τά τῶν ἀνθρώπων φθείρωνται κτήματα, προσθείς, ὅτι· ἀλλαχόθεν διεκόμισα ἐγώ ἐνταῦθα τά πλείω τῶν ζώων, τούς τε ὄρτυγας καί τούς φασιανικούς, ὀρεγόμενος ἐνοικῆσαι τούτους τῷ παρόντι τόπῳ, καί διά τοῦτο παρακαλῶ πεφεισμένως γινέσθω τό κυνήγιον. ὁ δέ βασιλεύς οὐκ ἐφρόντισε περί τούτου, καίτοιγε τιμήν καί θεραπείαν καί φιλοφροσύνην ὅτι πλείστην εὑρίσκων ἀεί παρά τοῦ μαρκέση· οὗπερ αὖθις μεθ΄ ἡμέρας τά αὐτά διαμηνυσαμένου, ὁ βασιλεύς ἔτι πλέον τῇ θήρᾳ κατεκέχρητο.

[←20]

Συρόπουλος 6.6: Ἡμεῖς δ΄ καθήμεθα εἰκῇ καί μάτην ταλαιπωροῦντες καί σχετλιάζοντες καί τῇ ἐνδείᾳ πιεζόμενοι τοῦ σιτηρεσίου· μνήμη γάρ δόσεως οὐκ ἦν οὐδαμοῦ. ὁρῶντες δέ τήν τετράμηνον διωρίαν φθίνουσαν, ἠρξάμεθα λέγειν τῷ πατριάρχῃ· ἰδού ἡ διωρία παρέρχεται. χρή οὖν σκέψασθαι καί προκαταστῆσαι εἴ τι ἄν δέοιτο διορθώσεως πρός τήν τῆς μελετωμένης συνόδου κατάστασιν. ὁ δέ ἔλεγεν· οὐκέτι παρῆλθεν ἡ διωρία, καί οὐκ ἔχομεν λέγειν τι. παρελθούσης δέ αὐτης, εἴπομεν· ἤδη παρῆλθεν ἡ διωρία. οὐ δεῖ τοίνυν ἐπί πλέον καταναλοῦν ματαίως τόν καιρόν ἐν ἀλλοδαπῇ. ὁ δέ πατριάρχης ὤκνει προβαλλόμενος, ὅτι· οὐκ ἔχομέν τι πράττειν, ἀποδημοῦντος τοῦ βασιλέως. καί μεθ΄ ἡμέρας αὖθις ἐπετέθημεν τῷ πατριάρχῃ καί ἠξιώσαμεν, ἵνα διαμηνύσῃ περί τούτου τῷ βασιλεῖ, ὅ καί πεποίηκεν. ἀπεκρίθη δέ ὁ βασιλεύς, ὅτι· ἡμεῖς ἐκδεχόμεθα πρέσβεις ἐκ τῶν ῥηγῶν καί τῶν αὐθεντῶν, ἐκδεχόμεθα καί πλείονας ἐπισκόπους καί καρδηναλίους. πῶς οὖν ποιήσομεν σύνοδον, μή ἐλθόντων ἐκείνων; οὐ γάρ ἤλθομεν ποιῆσαι τήν οἰκουμενικήν σύνοδον μετά μόνων τῶν Φεραρίων. ἐξ ἀνάγκης οὖν ἐκαθήμεθα καί ἄκοντες.

[←21]

Συρόπουλος 6.7: Ἐν τῷ μεταξύ δέ καί νόσος ἐνέσκηψε λοιμώδης τῇ χώρᾳ, καί ἀπό τοῦ βουβωνικοῦ πάθους ἔθνησκον καθ΄ ἑκάστην πολλοί. ἔφυγον οὖν διά τόν θάνατον οἱ πλείους καί τῶν καρδηναλίων καί τῶν ἐπισκόπων· ὅτε μέν γάρ ἐγένετο ἡ ἀνακήρυξις ἦσαν καρδηνάλιοι ἕνδεκα καί ἐπίσκοποι ἑκατόν πεντήκοντα· ὅτε δ΄ ἡ σύνοδος ἐγεγόνει, ἐναπελείφθησαν καρδηνάλιοι πέντε καί ἐπίσκοποι πεντήκοντα. οἱ δ΄ ἡμέτεροι πάντες προσέμενον πάντες μεταξύ τῶν θνησκόντων, καί οὐδείς τέθνηκεν ἤ ἐνόσησεν ἐν τῷ καιρῷ τοῦ θανατικοῦ ἐκείνου, καί ἔδοξε παράδοξον· εἰς τήν τοῦ Ῥωσίας δέ οἰκίαν καί μόνην ἐνόσησαν καί ἀπέθανον οἱ πλείους τῶν Ῥωσίας.

[←22]

Κατά τον Laurent 1971: 299 σημ. 1, η επιδημία πρέπει να εμφανίστηκε στις αρχές τής άνοιξης τού 1438 και ο Διονύσιος των Σάρδεων να υπήρξε από τα πρώτα θύματά της. Φαίνεται όμως ότι επιδεινωνόταν ιδιαίτερα από τον Ιούλιο, γιατί στις 16 τού μηνός ο Αμπρότζιο Τραβερσάρι έγραφε στον Κόσιμο Μέδικο, ότι, λόγω τού τρόμου που είχε καταλάβει τούς ανθρώπους, είχε σχεδόν ληφθεί απόφαση για μεταφορά τής συνόδου στην Πίζα ή αλλού. Η επιδημία, που έπληξε και άλλες πόλεις τής Ιταλίας, όπως τη Μπολώνια, δεν επρόκειτο να σταματήσει μέχρι τον Οκτώβριο.

[←23]

Τα Λατινικά Πρακτικά τής Συνόδου δίνουν συνολικά 160 «μίτρες», λέξη που δεν σημαίνει επισκόπους. Ένα άλλο έγγραφο τής εποχής σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή δεν αριθμεί περισσότερες από 118, συμπεριλαμβανομένου τού πάπα, 10 καρδιναλίων, 76 πατριαρχών, αρχιεπισκόπων ή επισκόπων και 31 ηγουμένων (Laurent 1971: 299 σημ. 2).

[←24]

Κατά τον Laurent 1971: 301 σημ. 1, πρόκειται για ξεκάθαρη υπερβολή, αφού η ιστορία τού Ρώσου Ανωνύμου όχι μόνο δεν αναφέρει την επιδημία, αλλά ούτε δίνει την εντύπωση ότι η πανούκλα είχε δημιουργήσει τέτοιον κενό γύρω από τον Ισίδωρο.

[←25]

Συρόπουλος 6.8: Οἱ μέντοι Λατῖνοι διεφήμισαν καθ΄ ἡμῶν ὅτι ἔχομεν αἱρέσεις πεντήκοντα τέσσαρας, καί γράψαντες ἐν τετραδίοις, ἐπ΄ ἀγορᾶς πρός διάπρασιν προετίθουν. ἠκούσαμεν οὖν τοῦτο καί ἡμεῖς καί δεινότατον ἡγησάμεθα, καί τῷ πατριάρχῃ εἴπομεν, ὅτι· ὁποίαν σύνοδον ποιήσουσι μεθ΄ ἡμῶν οἱ λέγοντές τε καί γράφοντες ὅτι τοσαύτας ἔχομεν αἱρέσεις; πῶς ἄν εἰς λόγους συνέλθοιμεν ἐκείνοις; δέον ἐστίν ἐξετασθῆναι τό περί τούτου. καί πολλούς λόγους εἴπομεν πάντες ὑπέρ τούτου τῷ πατριάρχῃ. παρῆσαν δέ ἐκεῖ τότε καί οἱ Δισύπατοι καί ἐπεχείρουν καταστέλλειν ἡμᾶς, λέγοντες ὅτι· ταῦτά εἰσιν ἔργα μωρῶν ἀνθρώπων· οὔτε γάρ ἡ σύνοδος τοῦ πάπα, οὔτε τις τῶν χρησίμων παρ΄ ἐκείνοις εἶπε τοιοῦτόν τι καθ΄ ἡμῶν, μᾶλλον δέ τιμῶσι καί ἐπαινοῦσιν ἡμᾶς· ἅπερ δέ ἠκούσατε, παρά κακῶν καί ἀπαιδεύτων ἀνθρώπων ἐλαλήθησαν, καί οὐ δεῖ ἡμᾶς σκανδαλισθῆναι διά λόγους κακῶν ἀνθρώπων καί συγχέαι τά πράγματα. ἡμῶν δέ ἐνισταμένων καί λεγόντων· λοιπόν δεῖ ἐξετασθῆναι καί φανῆναι ὅτι κακοί ἄνθρωποί εἰσι οἱ γράψαντες τά τοιαῦτα καί παιδευθῆναι παρά τῶν καλῶν, οἱ μέν Δισύπατοι συμβουλευτικῶς ἔλεγον καταλιπεῖν ἡμᾶς ταῦτα· ὁ δέ πατριάρχης καί σκωπτικῶς ἀπεῖρξεν ἡμᾶς. εἴπομεν δέ καί ἡμεῖς ὅτι· τό παρ΄ ἐκείνων γεγονός οὐχ ἡμῶν μόνων ἀλλά πάντων καθάπτεται τῶν Γραικῶν. εἰ οὖν ὑμεῖς παραιτεῖσθε τοῦτο, ἐξ ἀνάγκης σιωπῶμεν καί ἡμεῖς, καί ἄν μή δέον.

[←26]

Συρόπουλος 6.9: Ἡμέραι παρῆλθόν τινες καί πάλιν ἐπετέθημεν καί ἠξιώσαμεν τόν πατριάρχην δίς τε καί τρίς, καί διεμηνύσατο τῷ βασιλεῖ, μετά τοῦ Λακεδαιμονίας καί ἐμοῦ, ὅτι· καιρός παρῆλθε πολύς ἡμῶν καθημένων ἀργῶν (παρῆλθε γάρ μήν καί ἐπέκεινα μετά τήν διωρίαν)· πάσχουσι δέ καί κακοπαθοῦσι καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ λοιποί πάντες. διά τοῦτο ἄν ὁρίσῃ ἡ ἁγία βασιλεία σου, ἐλθέ ἐνταῦθα, ἵνα βουλευσώμεθα περί τοῦ πρακτέου. ἀπεκρίθη οὖν πρός ταῦτα ὁ βασιλεύς· περί μέν τοῦ καιρού οἶδα κἀγώ κρεῖττον ᾗπερ ὑμεῖς· γινώσκω δέ ὅτι ὁ καιρός οὔπω ἐστίν ἁρμόδιος πρός τό γενέσθαι τήν σύνοδον· ὅταν δέ ἴδω τόν προσήκοντα καιρόν, τότε γενήσεται καί ἡ σύνοδος. ὅτι δέ λέγετε, κακοπαθοῦσι, θαυμάζω· πόσον γάρ καιρόν ἔχουσιν; ἀκμήν οὔτε δύο, οὔτε τρεῖς χρόνους ἑκαρτέρησαν ἐνταῦθα. καί ποία ἔνι ἡ κακοπάθεια ἥν ἐκακοπάθησαν; καί τίνος δέ χάριν ἦλθον ἐνταῦθα; πάντως ἵνα γένηταί τι ἀγαθόν έν τῇ πατρίδι· τοῦτο δέ οὐ ῥᾴδιον γενέσθαι εἰ μή μετά κόπου καί κακοπαθείας καί παρατάσεως καιροῦ. τί δέ; οὐκ εἰσί καλόγηροι; τῶν τοιούτων δέ ἐστι τό κακοπαθεῖν. ὅτι δέ λέγετε ἵνα βουλευσώμεθα, ἴσως ἀεί καλόν ἐστι τό βουλεύεσθαι, ἀλλά νῦν οὐ κατεπείγει τι, καί διά τοῦτο περισσόν ἐστι κατά τό παρόν· ὅταν δέ γένηται χρεία τούτου, γενήσεται καί παρ΄ ἐμοῦ. ἄπιτε οὖν καί ἀναπαύεσθε, καί ὅταν ἰδῶ ἐγώ τόν καιρόν ἐπιτήδειον, τότε φροντίσω πῶς ταῦτα γενήσονται. ἡμεῖς ἐκδεχόμεθα καί πρέσβεις ἐκ τῶν ῥηγῶν, καί χρή ἔτι προσμεῖναι καί δι΄ ἐκείνους. τότε γάρ ἀπεδήμει ὁ Κρήτης ὡς ἐνομίζομεν εἰς τήν Φράντζαν ἐγγύς πέντε μήνας. ἦλθε δέ ἄνθρωπος πρό ἡμερῶν ὀλίγων ἐκ τῆς Φράντζας, ὡς ἔλεγον, εἰς τόν πάπαν, εἰς τόν βασιλέα καί εἰς τόν πατριάρχην, καί ἵνα τοῖς ἐκείνου χρήσωμαι ῥήμασιν, εἶπεν ὅτι· ᾠκονόμησαν ἀποκρισιαρίκιον ἐλθεῖν εἰς τήν σύνοδον, ὁποῖον οὐ γέγονεν ἐκ τῆς Φράντζας πρό πεντακοσίων χρόνων τοιοῦτον· ἔρχονται γάρ ἄλογα τριακόσια, καί ἐστάλην πληροφορῆσαι ὑμᾶς τοῦτο. μεθ΄ ἡμέρας δέ τινας ἦλθεν ὁ Κρήτης μόνος· ἡ δέ ἀλογία τοῦ ἀποκρισαρικίου τοσοῦτον ἦν πολλή καί βαρεῖα, ὅτι οὐκ ἔφθασεν ἐλθεῖν οὔτε ὄντων ἡμῶν ἐν Ἰταλίᾳ, οὔτε ἀποδημησάντων· ὑποστρέψαντες δέ ἡμεῖς ἐκ τοῦ βασιλεως, εἴπομεν τάς ἀπολογίας τῷ πατριάρχῃ· ὡς δέ ἐναπελείφθην ἐγώ καί ἰδίως εἰς πλάτος πάντα ἀνέφερον, εἶπέ μοι ὁ πατριάρχης· ἴδε, ὅτι οὐδέ κἄν γελοίως θεραπεῦσαι καταδέχεται τούσδε τούς ταλαιπώρους καί δυστυχεῖς.

[←27]

Ήταν λοιπόν Σεπτέμβριος τού 1438, αφού ο Φαντίνο Βαλαρέσο είχε φύγει στα μέσα Απριλίου (βλέπε πιο πάνω, κεφ. ε΄ παρ. 1).

[←28]

Μέχρι το 752 (καταστροφή τής Εξαρχίας Ραβέννας από τούς Λομβαρδούς) η εκλογή επισκόπου (πάπα) Ρώμης προϋπέθετε επικύρωση από τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τον Laurent 1971: 303 σημ. 1, είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι κυκλοφορούσε τέτοια φήμη στους συνοδικούς κύκλους, όπου έπρεπε να είναι γνωστή η θέση τού βασιλιά τής Γαλλίας. Μάλιστα την 1η Μαΐου τού προηγούμενου έτους είχε συγκαλέσει βασιλικό συμβούλιο στη Μπουργκ (Bourges), για να αποφασιστεί η στάση που έπρεπε να τηρηθεί απέναντι στη Σύνοδο τής Βασιλείας και τον πάπα. Ο Βαλλαρέσσο, ο οποίος ήταν εκεί, είχε προτρέψει τον Κάρολο Ζ΄ και τούς συμβούλους του να αναγνωρίσουν τη Σύνοδο τής Φερράρας και να στείλουν εκεί αντιπροσωπεία. Όμως ο βασιλιάς, που έκλινε περισσότερο προς τις θεωρίες τής Συνόδου τής Βασιλείας, όπως αποδείχθηκε σχεδόν αμέσως με την Πραγματιστική Κύρωση τής Μπουργκ, αποφάσισε να παραμείνει ουδέτερος. Επομένως δεν είναι σαφές πώς θα μπορούσε να σταλεί αγγελιοφόρος, για να ανακοινώσει την επερχόμενη άφιξη τέτοιας αποστολής. Η ίδια η έκταση που είχε δοθεί σε αυτή την πληροφορία έπρεπε να έχει κινήσει υποψίες.

[←29]

Στο κείμενο, ἀποκρισιαρίκιον.

[←30]

Συρόπουλος 6.10: Παρήρχοντο οὖν αἱ ἡμέραι, καί ἡμεῖς ἠλγοῦμεν, μάτην τοῦ χρόνου διατρέχοντος, καί ἐπετιθέμεθα τῷ πατριάρχῃ. μετά παραδρομήν οὖν ἡμερῶν τινων διεμηνύσατο αὖθις τῷ βασιλεῖ μετά τοῦ Ἐφέσου, τοῦ Μολδοβλαχίας καί ἐμοῦ λέγων, ὅτι· καιρός παρῆλθε πολύς, καί ὁ πάπας διεμηνύσατό μοι ἵνα μηδέν καθήμεθα ἀργοί, ἀλλά χωρήσωμεν πρός τήν σύνοδον. οἱ ἡμέτεροι πάντες ταλαιπωροῦσι καί στενοχωροῦνται, ἐπεί οὐδέ τό σιτηρέσιον δίδοται. παρακαλοῦμεν οὖν τήν ἁγίαν βασιλείαν σου, ἵνα ἔλθῃς καί εὑρίσκῃ ἐν τῷ δοθέντι σοι παλατίῳ καί βουλευσώμεθα καί πράττωμέν τι περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν· δι΄ ἐκεῖνα γάρ ἐνταῦθα συνήλθομεν. οὕτω δέ ζητεῖ καί βουλεύεται καί ὁ πάπας. ὁ δέ βασιλεύς ἀπεκρίνατο, ὅτι· οἶδα κἀγώ τόν καιρόν καί οὐκέτι μοι δοκεῖ ἔγκαιρος πρός τήν σύνοδον· ὅτι δέ λέγετε ὅπως στενοχωροῦνται οἱ ἡμέτεροι, νομίζετε ἴσως ὅτι οἱ τοῦ ἑτέρου μέρους οὐ στενοχωροῦνται; ἀλλ΄ ἐγώ οἶδα ὅτι πολλοί ἐξ ἐκείνων τῶν ἐπισκόπων στεροῦνται πλέον ἤπερ οἱ ἡμέτεροι, καί οἶδα ὅτι εἷς ἐξ ἐκείνων διεπράσατο κούπαν καί ἕτερος μουλάριον ὅπερ εἶχε, καί τρέφονται ἐξ αὐτῶν· ἐκ δέ τῶν ἡμετέρων οὐδείς μέχρι τοῦ νῦν διεπράσατο κούπαν ἤ ἕτερον εἶδος αὐτοῦ. τίς οὖν ἔνι ἡ στέρησις δι΄ ἥν στενοχωροῦνται; πῶς δέ καί διεμηνύσατο ὁ πάπας τῷ πατριάρχῃ γενέσθαι τήν σύνοδον, ἐμοί δέ οὐδόλως εἶπέ τι περί τούτου; καίτοι καθ΄ ἡμέραν σχεδόν ἔρχονται καί καρδηνάλιοι καί ἐπίσκοποι εἰς ἐμέ, καί ἐμοί ἔλεγον ἄν, εἰ ἤθελον εἰπεῖν τι περί συνόδου· ἐγώ δέ ἔδωκα καί ἀφορμάς ἐκείνοις πρός τό χωρῆσαι εἰς ταύτην τήν ὕλην, κἀκεῖνοι οὐδόλως ἠθέλησάν τι περί ταύτης κινῆσαι. καί νῦν δέ ἦλθον οἱ καρδηνάλιοι πρό ἡμῶν καί οὐδέν μοι εἶπον περί τούτου. οἶδα οὖν ἐγώ πόθεν κινοῦνται οὗτοι οἱ λόγοι· διό λέγω, κάθησθε καί ἀναπαύεσθε, καί ὅταν ἰδῶ ἐγώ τό ἔγκαιρον, ἐλεύσομαι καί διαπράξομαι τό προσῆκον. εὕρομεν δέ ἡμεῖς τότε τούς καρδηναλίους συνόντας τῷ βασιλεῖ καί περιεμείναμεν μέχρι τοῦ ἐξελθεῖν ἐκείνους, καί οὕτως εἰσήλθομεν· ἐμάθομεν δέ ὅτι κἀκεῖνοι περί τῆς συνόδου ἔλεγον τῷ βασιλεῖ. ἐλθόντες δ΄ ἀνηγγείλαμεν πάντα τῷ πατριάρχῃ, καί ἐμένομεν ἄπρακτοι.

[←31]

Συρόπουλος 6.11: Εἶτα εἰδώς ὁ πάπας τήν ἄμετρον καί ματαίαν βραδύτητα, διεμηνύσατο τῷ βασιλεῖ καί ἀπῄτησεν ἐνεργεῖσθαι τά τῆς συνόδου. μόλις οὖν μετά τάς ἀπαιτήσεις τοῦ πάπα, οὐκ οἶδα πόσας, ἦλθεν ὁ βασιλεύς καί ἐβουλεύσατο μετά τοῦ πατριάρχου ἰδίως καί ἀπῆλθε· καί πάλιν ἦλθε καί εἶδε τόν πατριάρχην ἰδίως, καί συμφωνήσαντες ἔστειλαν εἰς τόν πάπαν τόν Ἐφέσου, τόν Ῥωσίας, τόν μέγαν χαρτοφύλακα καί ἐμέ τόν μέγαν ἐκκλησιάρχην ἐροῦντας τάδε· ἰδού ἀπαιτεῖ ἡ μακαριότης σου συστῆναι τήν οἰκουμενικήν ταυτηνί σύνοδον καί πράττειν τά προκείμενα αὐτῇ πρᾶξαι, οὐδέ ἡμεῖς ἀπαγορεύομεν τοῦτο, ἐπεί καί τούτου χάριν συνεληλύθαμεν· πλήν ἡ παροῦσα σύνοδος κατά τι μέν ἐστιν ὁμοία ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις, ἔν τισι δέ διαφέρει. ὅτι μέν γάρ πάρεστιν ἐν αὐτῇ καί ἡ μακαριότης σου καί οἱ σύν αὐτῇ, πάρεστι δέ καί ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί οἱ τοποτηρηταί τῶν τῆς Ἀνατολῆς πατριαρχῶν καί τό κρεῖττον μέρος τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, κατά τοῦτο οἰκουμενική ἐστι σύνοδος τελεῖα καί ἀνελλιπής· ὅτι δ΄ ἐν ἐκείναις μέν ταῖς οἰκουμενικαῖς πάντες ἦσαν ἡνωμένοι καί ὁμογνώμονες, μέρος δέ τι ἐλάχιστον ἦν τό διαφερόμενον, ὅπερ καί ἐκρίνετο καί κατεδικάζετο παρά τῶν πολλῶν, νῦν δ΄ οἱ ἐν ταύτῃ τῇ συνόδῳ συνελευσόμενοι καί κρινοῦντες αὐτοί εἰσιν οἱ διαφερόμενοι καί διχῆ διῃρημένοι εἰσί. κατά τοῦτο ἔχει ἐναλλαγήν καί διαφοράν πρός ἐκείνας τάς οἰκουμενικάς. διό οὐδέ αἱ προχωρήσεις ταύτης τῆς συνόδου, οὐδέ τά συμπεράσματα ὀφείλουσι γίνεσθαι κατά τήν ἐκείνων προχώρησιν, ἀλλ΄ ἔχειν δεῖ καί αὐτά τήν προσήκουσαν ἐναλλαγήν, ἐπεί καί ὑμεῖς μέν ὑπάρχετε πολλοί, ὡς ἐν τοῖς ἰδίοις ὑμῶν εὑρισκόμενοι τόποις, οἱ δέ ἡμέτεροι ὀλίγοι, χρή οὖν καί ὑμᾶς εἰδέναι ἅ λέγομεν ἡμεῖς, καί ἡμᾶς μαθεῖν ἅπερ ὑμεῖς βούλεσθε.

[←32]

Συρόπουλος 6.12: Tαῦτα εἶπεν ὁ Ἐφέσου, ἱσταμένων ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ πάπα καθημένου ἐπί θρόνου ὑψηλοῦ καί ἐπηρμένου, ὑποκαθημένων καί καρδηναλίων καί ἐπισκόπων ὅσους εἶχε συμβούλους. εἶτα ἤγαγον ἡμᾶς εἴς τι δωμάτιον καί ἐκαθίσαμεν, ἐκεῖνοι δέ ἐβουλεύοντο ὥραν ἱκανήν. μετά τοῦτο δέ προσεκαλέσαντο καί ἔστησαν ἡμᾶς ὡς καί πρότερον· ἔδωκε δέ τάς ἀπολογίας ὁ πάπας εἰπών, ὅτι· ἐγώ ἔστειλα τά κάτεργα καί ἔφθασαν εἰς ὑμᾶς κατά τόν σεπτέμβριον, καί ἦν ἀρκετόν ἵνα ἔλθητε ἐνταῦθα μέχρι τῆς δεκάτης ὀγδόης τοῦ νοεμβρίου ἤ καί δι΄ ὅλου τοῦ αὐτοῦ μηνός· ὑμεῖς δέ ἤλθετε τόν φεβρουάριον. καί ἐνόμιζον ὅτι μετά τό ἐλθεῖν ὑμᾶς ἐνταῦθα ἀρκέσουσι δύο μῆνες συμπερᾶναι τήν ἕνωσιν καί εἰς τρίτον μῆνα ἵνα οἰκονομηθῆτε καί ἀπέλθετε ἐις τά ἴδια· ὑμεῖς δ΄ ἐπί τοσοῦτον καιρόν κάθησθε ἀργοί καί ἄπρακτοι. ἀπῃτήσαμεν ἵνα συνέρχησθε καί συστήσομεν τήν σύνοδον καί γίνωνται διαλέξεις, καί νῦν λέγετε ὅτι διαφέρει αὕτη ἐκείνων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, καί δεῖ ἔχειν καί τάς προχωρήσεις ἐναλλαγήν. ὁποίαν οὖν ἐναλλαγήν θέλετε ἔχειν αὐτήν, οὐκ οἴδαμεν. ἡμεῖς ἐτάξαμεν ἵνα γένηται σύνοδος οἰκουμενική, καί δεῖ αὐτήν ἀκολουθεῖν ταῖς προλαβούσαις οἰκουμενικαῖς· οὐδέ γάρ ἄλλην τάξιν ἔχομεν νῦν ποιεῖν εἰς αὐτήν. ἄπιτε τοίνυν, καί ἐπιμεληθήτωσαν οἱ ὑμέτεροι ἵνα συστῇ ἡ σύνοδος καί γίνωνται καί διαλέξεις. ὡς οὖν προσκυνήσαντες αὐτόν ἐξηρχόμεθα, εἶπε πρός ἡμᾶς, ὅτι· ἔχετε εἰς τήν Ἰταλίαν μῆνας ἑπτά καί ἐποιήσατέ μοι μίαν τζέτουλαν, καί ἐνθυμίζω ὑμῖν τοῦτο. τζέτουλαν δ΄ ἐκάλεσε τό γραμμάτιον τῆς ἀνακηρύξεως.

[←33]

Τζέτουλα: H λατινική λέξη cedula (πρόγραμμα).

[←34]

Συρόπουλος 6.13: Ὑποστρέψαντες οὖν ἀνηγγείλαμεν ταῦτα τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· ὁ δέ βασιλεύς καί αὖθις τῇ θήρᾳ ἐσχόλαζε. μεθ΄ ἡμέρας δέ τινας διεμηνύσατο ὁ βασιλεύς τῷ πατριάρχῃ, ὅτι· ὁ πάπας στελεῖ καρδηναλίους πρός ἡμᾶς ἐροῦντας λόγους τοῦ πάπα· ἐλεύσομαι οὖν αὐτόθι καί συναχθήτωσαν καί οἱ ἡμέτεροι. ἦλθεν τοίνυν ὁ βασιλεύς καί ἐκάθισε μετά τοῦ πατριάρχου. συνήχθησαν καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ σταυροφόροι καί οἱ ἡγούμενοι, καί ὥρισεν ὁ βασιλεύς, ὅτι· οἱ ἐκ τοῦ πάπα ἐροῦσι λόγους, οὐκ οἶδα δέ καί ὁποίους, πλήν ἔνι χρεία ἵνα ἀπολογήσωνταί τινες ἐκ τῶν ἡμετέρων. ἐκλεχθήτωσαν οὖν οἱ ἀπολογησόμενοι, ἵνα ἀκούσωσι προσεχῶς καί σκέπτωνται πρός ἀπολογίαν. καί ἐξελέξαντο τόν Ἐφέσου καί τόν Νικαίας. καί εἶπεν ὁ πατριάρχης· χρή λοιπόν ἵνα κάθηται καί ὁ Νικαίας μετά τοῦ Ἐφέσου, ἐπεί μέλλουσιν ἀπολογεῖσθαι κοινῶς, καί ἐκάθισεν εὐθύς μετά τόν Ἐφέσου· ὅπερ ἰδών ὁ Ῥωσίας, ἀναστάς ἐκ τοῦ σκίμποδος, κάτω ἐκάθισεν.

[←35]

Συρόπουλος 6.14: Ἦλθον δέ ἐκ τοῦ πάπα δύο καρδηνάλιοι, ὁ Ἰουλιανός καί ὁ Φιρμάνος, καί ἐπίσκοποι ἕξ, ὧν εἷς ὁ Ῥόδου ἐτύγχανε, καί εἶπεν ὁ Ἰουλιανός ὡς ἀπό τοῦ πάπα λόγους περί καταστάσεως τῆς συνόδου καί ὅπως οἱ ἀπόστολοι ἐποίησαν σύνοδον καί παρέδωκαν καί τό ἅγιον σύμβολον· αἱ δέ μετά ταῦτα οἰκουμενικαί σύνοδοι οὐκ ἠρκέσθωσαν εἰς τό τῶν Ἀποστόλων σύμβολον, ἀλλά καί ἡ πρώτη ἐποίησε σύμβολον καί ἡ δευτέρα μετεποίησε αὐτό καί προσέθηκε. καί περί τῶν ἐφεξῆς εἶπε συνόδων καί ἑτέρους πολλούς λόγους μετά φιλοτιμίας καί δεινότητος ῥητορικῆς, καί ὅτι κατ΄ ἐκείνας δεῖ καί τήν παροῦσαν σύνοδον προχωρεῖν καί μή βραδύνειν, μηδ΄ ἐναλλάσσειν αὐτήν. ἀντεπήγαγε δέ ὁ Ἐφέσου πρός πάντας τούς λόγους τοῦ Ἰουλιανοῦ γενναίας ἀπολογίας καί ἀρκετάς· περί δέ τῆς συνόδου τῶν Ἀποστόλων καί τοῦ συμβόλου αὐτῶν εἶπεν, ὅτι· ἡμεῖς οὔτε ἔχομεν, οὔτε εἴδομεν σύμβολον τῶν Ἀποστόλων· σύνοδον δέ Ἀποστόλων λέγεις τήν συνέλευσιν ἐκείνην, καθ΄ ἥν συνελθόντες διωρίσαντο ἀπέχεσθαι τῶν εἰδωλοθύτων καί τοῦ πνικτοῦ καί ἑτέρων τινῶν; συνῆλθον γάρ καί διωρίσαντο καί ἐκανόνισαν καί ἐνομοθέτησαν αὐτοί τε καί πρό αὐτῶν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὡς αὐτοί φασίν, ἀπέχεσθαι τοῦ πνικτοῦ καί τῶν ἄλλων· πλήν οὐκ ὀνομάζεται ἐκείνη σύνοδος τῶν Ἀποστόλων.

[←36]

Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, 15: 28-29:
Ἔδοξε γάρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν μηδέν πλέον ἐπιτίθεσθαι ὑμῖν βάρος πλήν τῶν ἐπάναγκες τούτων, ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καί αἵματος καί πνικτοῦ καί πορνείας.

[←37]

Συρόπουλος 6.15: Μετά δέ τάς τοῦ Ἐφέσου ἀποκρίσεις πρός πάντα τά παρά τοῦ Ἰουλιανοῦ εἰρημένα δοθείσας, ἤρξατο ὁ Ἰουλιανός, καί πρῶτον μέν ἐπῄνεσε τόν Ἐφέσου ὡς συνετῶς ἄγαν καί σοφῶς ἀπολογηθέντα· εἶτα διεῖλε τήν ἀπολογίαν αὐτοῦ εἰς κεφάλαια ὀκτωκαίδεκα, εἰπών πρῶτον μέν εἴρηκας τόδε, δεύτερον τόδε, τρίτον δέ τόδε, καί ἐφεξῆς μέχρι τῶν ὀκτωκαίδεκα· εἶτα τάς ἰδίας προσετίθει ἀπολογίας, φάσκων· εἰς μέν τό πρῶτον κεφάλαιον εἰπόντος σου τόδε, ἀποκρίνομαι τόδε· εἶτα εἰς τό δεύτερον, ὅ ἦν τόδε, ἀποκρίνομαι τόδε, καί εἰς τά λοιπά ὁμοίως. ἀντέθηκεν οὖν ἀπολογίας εἴς τινα μέν γενναίας καί ἰσχυράς, εἰς τά πλείω δέ ὑποσάθρους· παρεσιώπησε δέ τό περί τῆς συνόδου τῶν Ἀποστόλων καί τό τοῦ πνικτοῦ· τό δέ συμβολον τῶν Ἀποστόλων ἔφη εὑρίσκεσθαι παρ΄ ἐκείνοις. ἐθαύμασαν οὖν αὐτόν πάντες ἐπί τῇ ἀναμνήσει καί τῇ διαιρέσει τῶν κεφαλαίων, καί αὖθις ἐπί τῇ τάξει τῆς ἀνακεφαλαιώσεως· κατά γάρ τήν τῶν λόγων ποιότητα, τῇ ἀληθείᾳ, ἰσχυρότεροι ἦσαν οἱ τοῦ Ἐφέσου ᾗπερ οἱ τοῦ Ἰουλιανοῦ. καί ἐπί τούτοις διελύθη ὁ σύλλογος, καί ἀπήλθομεν εἰς τά ἴδια.

[←38]

Συρόπουλος 6.16: Ὁ δέ βασιλεύς ἀεί ἐνετρύφα τοῖς κυνηγεσίοις. πρό καιροῦ οὖν ἐζήτησεν ὁ νομοφύλαξ ὁ Εὐγενικός ἵν΄ ἀπέλθῃ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, καί ἔλαβεν ἔνδοσιν παρά τοῦ βασιλέως· ὁμοίως καί ὁ Ἡρακλείας ὁρῶν τήν πολλήν πλημμέλειαν καί ἀργίαν, ἐζήτησε καί ἔλαβεν ἔνδοσιν, ἵν΄ ἀπέλθῃ εἰς τήν Βενετίαν. ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἦλθεν ὁ Νικαίας πρωῒ εἰς τόν πατριάρχην καί εἶπεν, ὅτι· ἔμαθον ὅπως ἀπεδήμησεν ὁ Ἡρακλείας μετά παντός οὗπερ εἶχεν ἐνταῦθα βίου, ὡσαύτως δέ καί ὁ Ἐφέσου καί ὁ νομοφύλαξ. εἰ οὖν οὗτοι ἀπέλθωσιν, ἤδη ἐπαύσατο καί ἡ σύνοδος· εἰσί γάρ καί οἱ δύο τοποτηρηταί καί ἀποδημησάντων αὐτῶν οὐ δυνήσονται συμπερᾶναι τι οἱ ἐνταῦθα καταλειφθέντες. ἔχει δέ καί ὁ πάπας αἰτιάσασθαι ἡμᾶς εὐλόγως· ἐρεῖ γάρ ὅτι ἐκουσίως κατελύσαμεν τήν σύνοδον καί ὀφείλομεν ἀντιστρέψαι τάς ἐξόδους πάσας, καί μέγα δεινόν ἐπακολουθήσει ἡμῖν. διό χρή γενέσθαι διασυντόμως ἐπιμέλειαν, ἵνα φθάσωσί τινες μετά σπουδῆς καί ὑποστρέψωσιν αὐτούς. ἔστειλεν οὖν εὐθύς ὁ πατριάρχης, καί εἰς μέν τό κελλίον τοῦ Ἡρακλείας οὔτε ἄνθρωπον εὗρον οὔτε κατούναν· εἰς δέ τοῦ Ἐφέσου εὗρον καλόγηρον καί ὀλίγην κατούναν. ἠρώτησαν δέ τόν καλόγηρον περί τοῦ Ἐφέσου, καί εἶπε μή εἰδέναι ποῦ ἀπῆλθε.

[←39]

Έφυγε από τη Φερράρα στις 14 Σεπτεμβρίου (Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Ι, σελ. 276), αλλά πέρασε πολύς χρόνος μέχρι να φτάσει στο τέλος τού ταξιδιού του (βλέπε πιο πάνω, κεφ. δ’ σημ. 14). Την ιστορία που άφησε πίσω του επιμελήθηκε ο Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Ι, σελ. 271-314.

[←40]

Συρόπουλος 6.17: Καί εὐθύς ἔστειλεν ἐμέ ὁ πατριάρχης εἰς τόν δεσπότην ἵνα διηγήσομαι περιπαθῶς τό γεγονός καί τό ἐκ τούτου προσδοκώμενον δεινόν, καί ζητήσω καί ἵππον ὡς ἄν φθάσω καί ὑποστρέψω αὐτούς. ἐλθών οὖν εἰς τόν δεσπότην, εἶπον αὐτῷ ταῦτα, καί ἔδοξαν κἀκείνῳ δεινά· πλήν οὐκ ἔδωκέ μοι ὁ δεσπότης ἵππον. ἔστειλε δέ ὁ πατριάρχης καί ἕτερον εἰς τόν βασιλέα περί τούτου· ὁ δέ ἔστειλε τόν Λάσκαριν ἔφιππον καί ἵππον, οὗ ἐπέβην ἐγώ, καί ἀπήλθομεν δρομαῖοι εἰς τό Φραγκουλίν· εὕρομεν δέ τόν μέν Ἐφέσου περί τήν ὄχθην τοῦ ποταμοῦ διατρίβοντα μετά τοῦ νομοφύλακος, τόν δ΄ Ἡρακλείας ἐντός τοῦ πλοίου καθήμενον μετά τῆς ἰδίας κατούνης. εὐθύς οὖν εἰσήλθομεν καί ἡμεῖς εἰς τό πλοῖον καί ἐλέγομεν τῷ Ἡρακλείας ὁρισμόν τοῦ βασιλέως ὥστε ὑποστρέψαι· ὁ δέ οὐκ ἤθελε προβαλλόμενος ὅτι μετά θελήματος τοῦ βασιλέως ἀπέρχεται εἰς τήν Βενετίαν καί ἐπανελεύσεται πάλιν. εἴπομεν δέ αὐτῷ, ὅτι· ὁ μέν ὁρισμός ἐκεῖνος ἦν προγενέστερος, καί οὐδεις ἄν ἦν λόγος, εἰ τότε ἀπήρχου· σήμερον δέ ὁριζει καί ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης ἵνα ὑποστρέψῃς· ἀξιοῦμεν δέ τοῦτο καί ἡμεῖς ὡς φίλοι, ἐπειδή καί ἑτοιμάζονται πρός τάς συνοδικάς συνελεύσεις καί διαλέξεις. ὁ δέ εἶπε πολλά πρός ἀποφυγήν καί ὅτι ἀπατῶσιν ἡμᾶς ἀλλ΄ οὐ ποιήσουσι συνόδους καί ὅτι εἰς αἰσχύνην αὐτῷ ἔσται ἐξελθεῖν καί ὑποστρέψαι μετά τῆς κατούνης. ὡς δέ οὐκ ἐπείθετο λόγοις, ἐποιήσαμεν περιορισμόν τοῦ πλοίου καί ἐξ ἀνάγκης ὑπέστρεψαν ὅ τε Ἡρακλείας καί ὁ νομοφύλαξ· ὁ δ΄ Ἐφέσου χάριν συνοδίας τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ εἶπεν ἐλθεῖν, καί ὑποστρέφει. ὡς οὖν εἶδον τήν ἐκβολήν αὐτῶν οἱ προστάται ἡμῶν καί πῶς πρό τοῦ ἐνοχλῆσαι ἤ βιάσασθαί τινας εἰς ὅπερ οὐ βούλονται ἀποδιδράσκουσιν, ἔκτοτε ἐσκέπτοντο ὁ βασιλεύς τε καί ὁ πατριάρχης ἰδίᾳ καί ἐβουλεύοντο ὅπως ἄν ἐνδοτέρω ἡμᾶς ἀπαγάγωσιν εἰς μείζονα καί ἀσφαλέστερον περιορισμόν. διό καί μετά τοῦ πάπα τήν εἰς Φλωρεντίαν ἀποδημίαν λαθραίως ἐπραγματεύοντο.

[←41]

Ίσως ακόμη τον Ματθαῖο Λάσκαρι, σε συμμαχία με την οικογένεια των Παλαιολόγων, τον οποίο βλέπουμε το 1422 να διεκπεραιώνει δύσκολη διπλωματική αποστολή στους Τούρκους. Ο Αθανάσιος Λάσκαρις, ο οποίος υπέγραψε το 1451, στο όνομα τού κυρίου του Δημήτριου, δεσπότη τού Mοριά, συμφωνία με εμπόρους στη Φλωρεντία για εμπορικά προνόμια, φαίνεται ότι είναι πολύ μεταγενέστερος, όπως και ο Μιχαήλ, ιππότης τής Κωνσταντινούπολης, αναφερόμενος στη Μπρυγκ και υποχρεωμένος στον δούκα τής Βουργουνδίας Φίλιππο τον Ωραίο (Laurent 1971: 308 σημ. 1).

[←42]

Φρανκολίνο, βλέπε σημ. 128 κεφαλαίου δ΄.

[←43]

Τού Πάδου, βλέπε σημ. 128 κεφαλαίου δ΄.

[←44]

Τον Ἰωάννη Εὐγενικό, ο οποίος στις Ευχαριστίες του (Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Ι, σελ. 275-276), εξηγεί τούς λόγους για τούς οποίους καθένας έπρεπε να φύγει από μια χώρα που μαστιζόταν από την πανούκλα και τις απειλές πολέμου.

[←45]

Κατά τον Laurent 1971: 309 σημ. 4, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ των προτέρων ότι αυτή η ανησυχία ήρθε πολύ νωρίς στο μυαλό τού αυτοκράτορα, αλλά δεν θα μπορούσε να αποτελεί αποφασιστικό λόγο, πόσο μάλλον που η Βενετία, τής οποίας η άποψη έπρεπε αναγκαστικά να λαμβάνεται υπόψη, ήταν εναντίον κάθε μεταφοράς τής συνόδου σε έδαφος που θα προσέγγιζε αισθητά το λιμάνι της. Αρχική σκέψη τού πάπα ήταν να πάει όχι στη Φλωρεντία, αλλά στην Πάδουα ή στο Τρεβίζο.

[←46]

Συρόπουλος 6.18: Ὀλίγαι παρῆλθον ἡμέραι μετά τήν δηλωθεῖσαν συνέλευσιν τήν μετά τοῦ Ἰουλιανοῦ καί τῶν λοιπῶν, καί πάλιν ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πατριάρχην καί συνῆξε τούς ἀρχιερεῖς, ἡμᾶς τε καί τούς ἡγουμένους καί προέτρεψε βουλεύσασθαι πῶς δεῖ τήν σύνοδον ἄρξασθαι καί προχωρεῖν. εἶπον οὖν ὅτι· τό μέν ἄρξασθαι καί προχωρεῖν εὔκολόν ἐστι· κινηθήσεται τό ζήτημα τό διαιροῦν ἡμᾶς καί ἐπί τούτῳ λαληθήσονται λόγοι καί ἀπολογίαι, καί ἐντεῦθεν προβήσονται αἱ διαλέξεις· πλήν μετά τάς διαλέξεις χρεία ὑπάρξει συμπεράσματος καί δεῖ σκέψασθαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ νῦν, πῶς ἄν γένοιτο τό συμπέρασμα, σωζομένου τοῦ λυσιτελοῦντος ἡμῖν. ἀνάγκη γάρ γνωμοδοτῆσαι πάντας τούς ἐν τῇ συνόδῳ, καί εἰ τῇ τάξει καί τῇ συνηθείᾳ τῶν συνόδων δεῖ παρακολουθῆσαι, ὥστε τῶν πλειόνων τήν ψῆφον νικᾶν, συναχθήσονται παρά τοῦ λατινικοῦ μέρους εἰ θελήσουσι ὡς ἐν βραχεῖ ἐπέκεινα τῶν διακοσίων· οἱ δέ ἡμέτεροί εἰσιν ἐλάττους τῶν τριάκοντα. ὁμογνωμονήσουσιν οὖν καί συμφωνήσουσι πάντως ἐκεῖνοι, πρός οὕς οἱ ἡμέτεροι, εἰ διαφωνήσουσιν ἐκείνων, οὐδέν λογισθήσονται, ἀλλ΄ ἰσχύσουσιν αἱ φωναί ἐκείνων ὡς πλειόνων καί ἐπιψηφιοῦνται, καί κατακρινοῦσι τούς ἡμετέρους. διά τοῦτο χρή μή πρός τάς τῶν πλειόνων φωνάς κεῖσθαι τήν ψῆφον. πολλῶν οὖν λόγων περί τούτου κινηθέντων, ἔδοξε καλόν ἵνα περιστῇ ἰσχύειν τάς φωνάς τοῦ ἑνός μέρους ὡς τοῦ ἑτέρου καί τάς γνώμας τῶν ἡμετέρων εἴκοσιν ἐπίσης ἰσχύειν ὡς τῶν παρ΄ ἐκείνοις διακοσίων, πλήν ἵνα ζητηθῇ πρῶτον καί στερχθῇ τοῦτο καί παρά τῶν Λατίνων. ἀλλ΄ ἐν τῇ τούτου γυμνασίᾳ καί ἕτερόν τι ἀνεφύη. εἶπον γάρ τινες ἐξ ἡμῶν, ὡς· καί εἰ ἐπίσης ταχθῇ ἰσχύειν τό ἕν μέρος ὡς τό ἕτερον, εἶτα τυχόν προστεθῇ εἷς ἤ καί πλείους ἀπό τοῦ ἑνός μέρους πρός θατερον, ὅ καί ἐδεδίειμεν ἀεί μή τινι τῶν ἡμετέρων τοῦτο συμβῇ, εἰ οὖν τοιοῦτόν τι γένηται, τότε οὐκ ἔτι ἰσορρεπής, ἀλλ΄ ἑτερορρεπής ἔσται ἡ ἰσχύς τῶν γνωμῶν· ἐρεῖ γάρ ὁ ἀπό τοῦ μέρους τυγχάνων τοῦ δεξαμένου τόν προστεθέντα αὐτῷ, ὅτι· τό ἐμόν μέρος ἴσχυεν ὡς τό σόν, νῦν δέ προσετέθη μοι καί εἷς ἀπό τοῦ σοῦ μέρους, καί ἤδη τό μέν σόν ἠλάττωται μέρος, ηὔξηται δέ τό ἐμόν· καί λοιπόν ἐμοί πρόσεστι τό νικᾶν καί αἱ τῶν ἡμετέρων ἰσχύουσι γνῶμαι. τίνα οὖν θεραπείαν ἔξομεν τότε εἰπεῖν; καί ἕτεροι λόγοι πολλοί κεκίνηνται περί τούτου, καί ἀπορίᾳ συνείχοντο σχεδόν πάντες. εἶπε δέ ὁ βασιλεύς, ὅτι· τοῦτο ἔσται εἰς τήν ἄδειαν ἡμῶν, ἵνα χρησώμεθα τοῖς οἰκείοις ἡμῶν καθώς ἄν ἐθέλωμεν, καί οἱ Λατῖνοι πάλιν τοῖς οἰκείοις, καθώς ἄν ἐθέλωσιν. ἦν δέ καί τοῦτο ψυχρά καί ἀθεράπευτος θεραπεία. εἶτ΄ ἐζητήθη, τίνες ἄρα ἀπελεύσονται εἰς τόν πάπαν ἀναγγελοῦντες καί διαπραξόμενοι τά δηλωθέντα ὡς δεῖ; εἰ μή γάρ διαπραχθῇ τοῦτο καλῶς καί στερχθῇ καί βεβαιωθῇ παρ΄ ἐκείνων, οὐ χρή ἡμᾶς ὅλως χωρῆσαι πρός σύνοδον, μιᾷ φωνῇ ἔλεγον οἱ ἡμέτεροι πάντες. ἔφη δέ ὁ βασιλεύς, ὡς· ἐμοί δοκεῖ ὅτι εἰ παραγενοίμεθα ἐγώ τε καί ὁ πατριάρχης εἰς τόν πάπαν, ἐξοικονομήσοιμεν τό περί τούτου καλῶς, καί βεβαιώσοιμεν αὐτό καθώς προσήκει. ἐπῄνεσαν δέ τοῦτο πάντες· τίς γάρ εἶχεν ἀντιλέγειν εἰ καί ἐβούλετο, τοῦ βασιλέως οὕτως ἀποφηναμένου;

[←47]

O Laurent 1971: 311 σημ. 1, σημειώνει, ότι κάτω από το Διάταγμα τής Ένωσης θα έμπαιναν τελικά 150 υπογραφές, από τις οποίες 117 από Λατίνους συμπεριλαμβανομένου τού πάπα και 33 από Γραικούς μαζί με εκείνη τού αυτοκράτορα. Στην πραγματικότητα λοιπόν, η αριθμητική υπεροχή των Λατίνων θα ήταν αντίστοιχη με εκείνη που αναφέρει εδώ ο Συρόπουλος.

[←48]

Συρόπουλος 6.19: Τό δέ τοιοῦτον ζήτημα διεκωδωνίζετο καί πρότερον παρ΄ ἡμῶν, καί μέγιστον καί ὀλέθριον κίνδυνον ὑφωρώμεθα ἐκ τούτου· διό καί ἐζητοῦμεν ἀεί πρός ἀλλήλους εἴ πως εὕροιμέν τινα θεραπείαν πρός αὐτό. ὡς οὖν ἤκουσε τοῦτο ὁ σοφός Γεμιστός παρά τινων λεγόμενον, ἔφη, ὅτι· ἐγώ πρό δύο καί δέκα χρόνων εἶπον περί τούτου τῷ βασιλεῖ. ὅταν γάρ ἐπιδεδήμηκε τῇ Πελοποννήσῳ ὁ βασιλεύς, ἐν μιᾷ τῶν αὐτοῦ ὁμιλιῶν προέτεινεν, ὅτι ἡμεῖς διά τό σχῖσμα τῆς Ἐκκλησίας ἐστείλαμεν πρέσβεις εἰς τόν πάπαν, καί πρόκειται ἵνα καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν καί ποιήσωμεν σύνοδον οἰκουμενικήν. εἶπε οὖν, καί αὐτος, ἔφη πρός ἐμέ, τί σοι δοκεῖ περί τούτου; καί ἀνάγγειλον ὅ τι ἄν νομίσῃς λυσιτελήσειν ἡμῖν ἐν τῇ συνόδῳ; ἀνέφερον οὖν, ὅτι τό μέν ἀπελθεῖν ὑμᾶς εἰς τήν Ἰταλίαν οὐδόλως ἡγοῦμαι καλόν, οὐδέ προβήσεται ὡς νομίζω ἐπί ἡμετέρῳ συμφέροντι· ἤν δέ γένηται ἴσως μέν μετά σκέψεως, εὑρήσει τις πολλά ζητητέα καί στερκτέα εἰς ὠφέλειαν ἡμῶν, ἅ καί εὑρήσουσιν οἱ τότε περί τῶν τοιούτων βουλευόμενοι· ἐγώ δ΄ ὡς ἐξ ὑπογύου ἐνθυμίζω τοδί. εἰ ἀπέλθοιτε ἐκεῖσε, ἀπελεύσεσθε πάντως ὀλίγοι πρός ἐκείνους πλείστους ὄντας. εἰ οὖν ἁπλῶς καί ἀπερισκέπτως ἀπελθόντες ποιήσετε σύνοδον, ἑλκύσουσι πάντως ἐκεῖνοι τό τῶν πλειόνων τήν ψῆφον ἰσχύειν, καί λοιπόν οὐκ ἀπελεύσεσθε εἰς σύνοδον, ἀλλ΄ εἰς κατάκρισιν. διά τοῦτο χρή πρότερον ζητηθῆναι καί στερχθῆναι τό μή τῶν πλειόνων τήν ψῆφον ἰσχύειν, ἀλλά τό ἕν μέρος ἐπίσης ἰσχύειν ὡς θάτερον, κἄν τό μέν πλεῖστον, τό δ΄ ἔλαττόν ἐστι, καί οὕτως ἀπελθεῖν καί ποιῆσαι τήν σύνοδον. τοῦτο οὖν μοι ἐπῆλθε κατά τό παρόν καί ἀνήνεγκα δοκοῦν μοι συμφέρον. ὥρισε δέ τότε ὁ βασιλεύς ὅτι· καλόν δοκεῖ τοῦτο κἀμοί καί μέλλομεν φροντίσειν ὅπως ἄν καί τοῦτο διευθετήσωμεν. ἐνόμιζον οὖν, ἔφη ὁ Γεμιστός, ὅτι ἐπράχθη τοῦτο πρό τοῦ ἐξελθεῖν ἡμᾶς ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

[←49]

Ο αυτοκράτορας είχε πάει στην Πελοπόννησο το φθινόπωρο τού 1426 ή, αν η διατύπωση τού Γεμιστού είναι, όπως φαίνεται, μόνο κατά προσέγγιση, το 1426-1427, την εποχή δηλαδή που ο Ιωάννης Η΄ διεξήγαγε πόλεμο στη χερσόνησο εναντίον τού Τόκκο, άρχοντα τής Γλαρέντζας. Τότε ο Πλήθων δίδασκε στον Μυστρά (Laurent 1971: 313 σημ. 1).

[←50]

Συρόπουλος 6.20: Ἐτάχθη δέ ἡμέρα καί ἀπῆλθεν ὁ βασιλεύς μετά τοῦ πατριάρχου εἰς τόν πάπαν, καί ὡμίλησαν αὐτῷ ὥραν ἱκανήν, συνόντος αὐτοῖς καί τοῦ δεσπότου κῦρ Δημητρίου· καί τῇ ἐπιούσῃ ἦλθεν ὁ βασιλεύς καί εἶδε τόν πατριάρχην, καί ἐβουλεύοντο μόνοι οἱ δύο πολύ μέρος τῆς ἡμέρας· ἦλθε δέ καί ὁ δεσπότης μετά τοῦ βασιλέως, πλήν ἀφῆκε αὐτόν ὁ βασιλεύς καί ἵστατο ἔφιππος ἐν τῇ αὐλῇ, ἐν ὄσῳ ἐκεῖνοι οἱ δύο ἐβουλεύοντο. και τῇ μετ΄ ἐκείνην πάλιν ὁ πατριάρχης μετεκαλέσατο τούς ἀρχιερεῖς καί τούς σταυροφόρους καί τούς ἡγουμένους δι΄ ἐμοῦ πέμψαντος ὑπηρέτας καί συναγαγόντος αὐτούς ἅμα πρωΐ. εἶπέ μοι δέ καί τοῦτο ὁ πατριάρχης, ὅτι· οὐκ ἀποδέχεται ὁ βασιλεύς τό γενόμενον· λέγει γάρ, ὡς· οὐκ ὡς ὀφείλω ἐγώ βουλεύεσθαι τά τοιαῦτα μετά τῶν ἀρχιερέων· τά γάρ τῆς συνόδου ὀφείλουσιν ἀκούειν αὐτοί καί εἰς ἐκεῖνα βουλεύεσθαι, τά δέ παρόντα εἰσίν ἴδια ἐμά καί ἐπ΄ ἐμοί ἐστι βουλεύεσθαι ταῦτα μεθ΄ ὧν ἄν ἐθέλω. οὐ μήν δ΄ ἔχω ἀνάγκην καί μετ΄ αὐτῶν ταῦτα βουλεύεσθαι. ἔφην δ΄ ἐγώ, ὅτι· μᾶλλον οἱ ἀρχιερεῖς ὀφείλουσι εἰδέναι καί βουλεύεσθαι περί τῶν τοιούτων· ταῦτα γάρ εἰσι δεσμός τῆς συνόδου καί αὐτῶν. εἰ οὖν περί τούτων οὐκ ἔχουσιν εἴδησιν, πῶς ἀγωνιοῦνται καί προχωρήσουσιν ἐν τοῖς συνοδικοῖς; εἶπεν οὖν ὁ πατριάρχης· ἐπειδή ἐμηνύθησαν, ἐλεύσονται καί ἀκούσουσι τά γεγονότα. ἦλθεν οὖν ὁ βασιλεύς καί οἱ δηλωθέντες ἅμα πρωΐ, καί καθεσθέντων πάντων ἤρξατο ὁ βασιλεύς καί εἶπεν ὅπως αὐτός τε καί ὁ πατριάρχης εἶδον τόν πάπαν καί διεξῆλθον λόγους πολλούς καί καλούς, καί ἤκουσαν πάλιν λόγους φιλικούς καί καλούς. καί περί τοῦ προκειμένου ζητήματος εἶπον ὅσα ἦν ἁρμόδια πρός τό πρᾶγμα. καί τελευταῖον εἶπεν· ἐποιήσαμεν καλῶς καί λίαν καλῶς, καί ἔστησε τόν λόγον μέχρι τούτου. ἐπεί δέ ὥρα παρῆλθεν ἱκανή καί οὐκ εἶπέ τι πλέον, ἠρώτησαν οἱ ἡμέτεροι εἰπόντες· ὅρισον ἡμῖν πλατύτερον, ἐστέρχθη τό ζήτημα, καθώς εἴπομεν, ἤ οὐκ ἐστέρχθη; εἶπε δέ ὁ βασιλεύς· ἐπεί λέγομεν ὅτι ἐποιήσαμεν καλῶς καί λίαν καλῶς, περισσόν ἐστι ζητεῖν πῶς τοῦτ΄ ἐπράξαμεν· ἰδού δέ καί ὁ πατριάρχης καί εἰπάτω καί αὐτός εἴ τι βούλεται. ἔφη δέ καί ὁ πατριάρχης, ὅτι· μετά τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ ἐποιήσαμεν καλῶς, καθώς ὁρίζει τοῦτο καί ὁ βασιλεύς, καί λίαν καλῶς ἐπράξαμεν ὅπερ ἐστήσαμεν μεθ΄ ὑμῶν. καί εἰπόντων ἡμῶν πάλιν· ὁρίσατε ἡμῖν πῶς ἐδέξατο τοῦτο ὁ πάπας καί ποταπόν ἐστι τό συμπέρασμα, ἀπεκρίνατο ὁ βασιλεύς, ὅτι· ὁ πάπας ἐδέξατο τοῦτο καλῶς, καί εὕρομεν αὐτόν εἰς τοῦτο πολλῷ καλλίονα ἤπερ ἠλπίζομεν, καί καλῶς αὐτό διεπραξάμεθα. ἡμεῖς δέ πάλιν εἴπομεν· ἐπεί καλῶς διεπράξασθε, οὕτω γάρ ἔδει, τί τό κωλῦον καί οὐ πληροφορεῖτε ἡμᾶς τό γεγονός σαφέστερον; καί εἶπεν ὁ βασιλεύς· διότι οὐ πάρεισι ἐνταῦθα οἱ καρδηνάλιοι, διά τοῦτο οὐ βούλεται ὁ πάπας ἀκουσθῆναι, ὅτι περιέστησεν αὐτός τι ἀπόντων ἐκείνων. καί εὐθύς εἴπομεν ἡμεῖς· λοιπόν εἰ ἔλθωσιν οἱ καρδηνάλιοι, οὐ στέρξουσιν ὅπερ ὁρίζετε ὅτι ἐποιήσατε καλῶς. καί εἶπεν ὁ πατριάρχης· ἀλλ΄ οὕτω λέγουσιν ἡμῖν, ὅτι πᾶν ὅπερ ἄν ποιήσῃ ὁ πάπας, οὕτω στέργουσι πάντες τοῦτο, ὡς εἰ παρά τοῦ Θεοῦ ἐγεγόνει. στέρξατε οὖν καί ὑμεῖς ὅτι καλῶς ἐποιήσαμεν ὅπερ ἐζητήσατε. ἡμεῖς δέ ἀεί ἀπῃτοῦμεν ἵνα εἴπωσιν ἡμῖν σαφῶς τό γεγονός· καί ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης ἔλεγον, ὅτι· λίαν καλῶς ἐποιήσαμεν καί ὅτι ἐπράξαμεν πᾶν εἴ τι ἠθέλωμεν, καί πρέπει θαρρεῖν ὑμᾶς, ὅτι καλῶς ἐποιήσαμεν. ἐκάθητο δέ καί ὁ πνευματικός πλησίον τοῦ δεσπότου χαμαί καί ἀπῄτει καί αὐτός μετά τῶν ἄλλων τήν διασάφησιν τοῦ γεγονότος, καί στραφείς πρός τόν δεσπότην εἶπε· κἄν ἡ βασιλεία σου ὅρισεν ἡμῖν ὅπερ ζητοῦμεν, ἐπειδή καί αὐτός παρῇς εἰς τόν πάπαν, ὅτε ἐπράχθη ὅπερ νῦν ἀπαιτοῦμεν μαθεῖν. ἔφη δέ ὁ δεσπότης· μή ἀπαίτει παρ΄ ἐμοῦ· ἐγώ γάρ οὐ λέξω τι ἀφ΄ ὧν ἀπῃτεῖτε. ἡμεῖς οὖν ἀεί ἀπῃτοῦμεν πάντες ἕκαστος ἐκ διαδοχῆς καί ἐνιστάμεθα ζητοῦντες καθαρῶς μαθεῖν τό γεγονός· ὁ δέ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης οὐκ ἔλεγόν τι περισσότερον, εἰ μή ὅτι· καλῶς ἐποιήσαμεν· πῶς γάρ ἡμεῖς οὐκ ἐμέλλομεν φροντίσειν ὑπέρ τοῦ ἡμετέρου συμφέροντος καί ὑπέρ πάντας ὑμᾶς ἐπιμελήσεσθαι; μετά δέ τούς πολλούς λόγους καί ἐρωταποκρίσεις, εἶπεν ὁ πατριάρχης· ἅγε δή, πόσον ἐστί τό ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν δύο αὐθέντας, βασιλέα λέγω καί πατριάρχην, καί ὑποστρέψαντας λέγειν, ὅτι πάνυ καλῶς ἐποιήσαμεν ὅπερ ἠθέλομεν, καί μή ἀρκεῖσθαι τούς ἀκούοντας, ἀλλ΄ ἐπί τοσοῦτον ἐξετάζειν καί πολυπραγμονεῖν; καί εὐθύς στραφείς ὁ πνευματικός λέγει τῷ δεσπότῃ· καί νῦν τί; ἀπέμεινεν ἡ βασιλεία σου ἔξω εὑρεθεῖσα τῶν αὐθεντῶν; ἐπί τοῖς τοιούτοις οὖν λόγοις παρετάθη τό ἕκτον τοῦ νυχθημέρου, καί ἐδυσχέραινον πολλοί τῶν γερόντων. ἀγανακτήσας δέ πλέον τῶν ἄλλων ὁ Μονεμβασίας ἔφη· περισσόν ἐστιν ὅ ζητοῦμεν. ὁ τυχών πρέσβις πεμφθείς παρ΄ oἱουδήτινος ἄρχοντος εἰς ἕτερον, εἰ ἐπανέλθοι καί ἐρωτηθείς τί ἐποίησε ἀποκριθείη ὅτι καλῶς, στέργεται παρά πάντων· νῦν δέ ἀπῆλθον ὅ τε αὐθέντης ἡμῶν ὁ βασιλεύς καί ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ πατριάρχης, καί λέγουσιν ὅτι ἐποίησαν καλῶς. οὐ δεῖ καί ἡμᾶς στέργειν τοῦτο καί μή πολυπραγμονεῖν; πάντως γάρ καλῶς ἔμελλον ποιήσειν. προσετέθησαν δέ τούτῳ καί οἱ λοιποί τῶν ἀφελεστέρων, καί οὕτως ἔπαυσέ τε τό ζήτημα καί διελύθη ὁ σύλλογος. ἔξεστι δέ γε τοῖς βουλομένοις στοχάζεσθαι ὁποῖον ἦν τό βούλευμα, ὅπερ μετά τό ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν ἐβουλεύετο ὁ βασιλεύς μόνος μετά τοῦ πατριάρχου ὥραν πολλήν καί ἐμελέτων πῶς ἄν ἐξαγγείλωσι τοῦτο τῇ ὑστεραίᾳ πᾶσιν ἡμῖν. εἶπον δή μόνον ὅ πολλάκις εἴρηται, τό· ἐποιήσαμεν λίαν καλῶς, οὗ οὐδέ τόν δεσπότην ἠθέλησαν ἔχειν συνίστορα· βουλευόμενοι γάρ καί συσκευάζοντες τοῦτο, κατέλιπον αὐτόν ἔξω ἵστασθαι ἔφιππον, ἵνα μηδ΄ αὐτός εἰδοίη πρό ἡμῶν τό· ἐποιήσαμεν καλῶς, καί ταῦτα συνόντα καί αὐτόν αὐτοῖς εἰς τόν πάπαν ὅτ΄ ἐκεῖνο τό καλῶς ἐτεκταίνετο, εἴπερ ἐγένετο.

[←51]

Στο κείμενο, τό ἕκτον τοῦ νυχθημέρου, δηλαδή τέσσερις ώρες.

[←52]

Συρόπουλος 6.21: Μετά ταῦτα προὔβαινον αἱ περί τῆς συνόδου προκαταστάσεις καί διασκέψεις· ἐπεδήμουν γάρ οἱ καρδηνάλιοι συνεχῶς εἰς τόν βασιλέα καί ἔλεγον καί ἔπραττον τα συντείνοντα πρός τό συστῆναι καί διενεργεῖσθαι τήν σύνοδον· ἑώρων γάρ ὅτι ὁ μέν πατριάρχης ὀλίγον πάνυ εἰς ταῦτα συνεβάλλετο, πάντα δέ διά τοῦ βασιλέως κατεσκευάζοντο καί ἐκ τῆς ἐκείνου γνώμης ἤρτηντο τά καθόλου. μετεκαλέσατο δέ ὁ βασιλεύς ἕξ τῶν ἀρχιερέων τούς πρώτους, ἐκ δέ τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων τόν μέγαν χαρτοφύλακα καί τόν μέγαν ἐκκλησιάρχην ἐμέ, ἐκ τῶν ἡγουμένων τόν τοῦ Παντοκράτορος καί τόν τοῦ Καλέως, καί ἱερομόναχον Μωϋσῆν τόν Ἁγιορείτην, μεθ΄ ὧν καί τόν διδάσκαλον τόν Γεμιστόν, <τόν> διδάσκαλον τόν Σχολάριον καί τόν Ἀμηροῦτζιν. ὧν συναχθέντων ἐν τῷ παλατίῳ, ὥρισεν ὁ βασιλεύς· ἰδού χρεία ἐστίν ἵνα σύν Θεῷ ἀρξώμεθα τῶν συνοδικῶν συνελεύσεων. ἐν ταύταις οὖν πόθεν φαίνεται ὑμῖν καλόν ἄρξασθαι; ἐμοί δοκεῖ διαιρεῖσθαι εἰς δύο τό ἡμέτερον ζήτημα, εἴς τε τό περί τῆς δόξης, ἵνα ἐξετασθῇ δηλονότι εἰ ἄρα σύμφωνος ἐστί τῇ παραδόσει τῆς εὐσεβείας ἡμῶν ἡ δόξα, ἥν ἡ λατινική Ἐκκλησία ἐδόξασεν, ἤ ἐπισφαλής, καί εἰς τό περί τῆς προσθήκης, εἰ ἄρα εἶχον ἄδειαν, εἰ καί υγιής ἦν, προσθεῖναι ταύτην ἐν τῷ συμβόλῳ. πότερον οὖν δοκεῖ ὑμῖν ζητηθῆναι πρότερον; ἔνιοι μέν οὖν εἶπον ὅτι τό περί τῆς προσθήκης δεῖ κινηθῆναι πρότερον, ἔνιοι δ΄ αὖ τό περί τῆς δόξης. οἱ μέν οὖν εἰπόντες δεῖν ἐξετασθῆναι πρῶτον τό περί τῆς δόξης, κατεσκεύαζον οὕτως· δεῖ πρῶτον εὑρεθῆναι εἰ ὑγιής ἐστιν ἡ δόξα ἤ ἐπισφαλής· εἰ γάρ δυνηθεῖεν ἴσως ἐκεῖνοι ὑγιᾶ αὐτήν ἀποδεῖξαι, ἔχομεν ἡμεῖς τότε κινῆσαι τό· ἀλλ΄ εἰ καί ὑγιής ἐστιν, ἀλλ΄ οὐκ ἐξῆν προστεθῆναι ἐν τῷ συμβόλῳ. μή δυνηθέντων δέ δεῖξαι, πολλῷ γε μᾶλλον οὐκ ἐξῆν. οἱ δέ λοιποί ἔλεγον· διά τήν προσθήκην διέστημεν ἀπό τῶν Λατίνων. δέον οὖν ἐστι ζητηθῆναι πρῶτον τό τῆς διαστάσεως αἴτιον, εἶτα τό περί τῆς δόξης. λόγων οὖν πολλῶν κινηθέντων περί τούτου ἀφ΄ ἑκατέρου μέρους καί παρ΄ αὐτοῦ τοῦ βασιλέως καί τοῦ ζητήματος κατά τό ἐγχωροῦν γυμνασθέντος, ὕστερον ἀπῃτήθησαν γνῶμαι πρός τοῦτο. ὁ μέν οὖν Ἐφέσου καί ὁ Γεμιστός εἶπον ὅτι τό αἴτιον καί ἡ ἀρχή τοῦ σχίσματος γέγονεν ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. ἐκ τούτου οὖν δεῖ καί τήν ἀρχήν γενέσθαι τῶν διαλέξεων. τῇ δέ τοιαύτῃ τούτων γνώμῃ προσετέθησαν καί οἱ πλείους. ὁ δέ Νικαίας, ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος καί ὁ Ἀμηρούτζης εἶπον δεῖν εἶναι πρῶτον τήν δόξαν ἐξετασθῆναι, μεθ΄ ὧν καί αὐτος εἶπον, ὅτι· τό καθόλου ζήτημα κατ΄ ἔνστασιν προβαίνει καί ἀντιπαράστασιν. δεῖ οὖν καί ἡμᾶς χρήσασθαι πρῶτον τῇ ἐνστάσει, εἰς ἥν ἀνάγεται ἡ ἐξέτασις τῆς δόξης. εἶθ΄ οὕτως τῇ ἀντιπαραστάσει, εἰς ἥν ἀνάγεται ἡ προσθήκη. ἔχομεν δ΄ εἰς τοῦτο παράδειγμα τόν ἅγιον τόν Καβάσιλαν, ὅς μετά τό ἐλέγξαι διά πολλῶν τήν δόξαν, ὕστερον χωρεῖ κατά τῆς προσθήκης. ἐπί τούτοις ὁ βασιλεύς ἐβεβαίωσε τῶν πλειόνων τήν ψῆφον, ἐπεί καί πρότερον αὐτῇ συνηγόρει· ἐζήτησε δέ καί τόν δεσπότην γνώμην εἰρηκώς· εἰπέ καί σύ ἀδελφούτζικε τί σοι δοκεῖ περί τούτου; ἔφη δέ ὁ δεσπότης· ἐγώ οὐκ οἶδα λέγειν περί τῶν τοιούτων· τί γάρ ἄν εἴπω εἰς ὅ οὐκ ἐπίσταμαι; ὄμως ἐπειδή ὁρίζεις ἵνα εἴπω τι, φαίνεταί μοι κάλλιον εἶναι τό ταῖς τῶν πλειόνων ἕπεσθαι γνώμαις.

[←53]

Αργότερα, σε επιστολή του προς τον Αλέξιο Λάσκαρι Φιλανθρωπινό, ο Βησσαρίων επιβεβαιώνει τα λεγόμενα τού Συρόπουλου και εξηγεί τούς λόγους τής αντίθεσής του με την άποψη τής πλειοψηφίας (Ρatrologia Graeca 161, 337Β-340A):
«Καθώς πλησίαζε η ώρα, μάς φάνηκε καλό να χωρίσουμε το ζήτημα στα δύο, δηλαδή, πρώτον, ότι δεν έπρεπε να προστεθεί στο Σύμβολο ούτε η ίδια η αλήθεια, και δεύτερον, ότι ούτε είναι αληθές αυτό το συμπέρασμα, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ τού Υιού. Αυτό λοιπόν μάς φάνηκε καλό. Και συζητούσαμε για το ποιο από τα δύο έπρεπε να συζητηθεί πρώτο. Επικράτησε [να συζητηθεί πρώτο] το ότι δεν έπρεπε να προστεθεί τίποτε στο Σύμβολο, αν και εγώ δεν το ήθελα, αλλά διαφωνούσα φανερά. Γιατί έλεγα ότι αυτό το πρόβλημα ή ισχυρότερο είναι υπέρ μας από το δεύτερο ή ασθενέστερο. Αν λοιπόν είναι ασθενέστερο, δεν χρειάζεται να ηττηθούμε αρχίζοντας από το ασθενέστερο, και έχοντας υποστεί την ήττα από την αρχή κιόλας τού αγώνα, να μπούμε στο δεύτερο ταραγμένοι και φοβισμένοι. Γιατί υπήρχε φόβος μήπως η αλλαγή στο πρώτο γινόταν για εμάς αιτία για αλλαγή και στο δεύτερο. Αν όμως ήταν ισχυρό, έπρεπε να φυλάμε το ισχυρό για το τέλος. Γιατί έχοντας νικήσει στο πρώτο, στη συνέχεια και στο δεύτερο θα τούς αλλάζαμε τη γνώμη με πολύ θάρρος. Ενώ αν επικρατούσαμε σε εκείνο, δηλαδή στο δόγμα, τότε και στο δεύτερο θα νικούσαμε, έχοντας αποδείξει ότι δεν έπρεπε αυτό να προστεθεί στο σύμβολο. Άλλωστε, επειδή και στη φύση πάντοτε είναι καλύτερο εκείνο που γίνεται με λιγότερα από εκείνο που γίνεται με περισσότερα, εκείνο πρέπει να προτιμηθεί, έλεγα εγώ, και για εκείνο να συζητήσουμε πρώτα, ύστερα από το οποίο δεν θα έχει θέση το άλλο. Γιατί αν το δόγμα αποδειχθεί ψευδές, δεν έχει θέση η συζήτηση για το αν έπρεπε να προστεθεί ή όχι. Ώστε αν αρχίσουμε από το δόγμα, με έναν αγώνα θα κατατροπώσουμε εντελώς τούς απέναντι. Ενώ αν αποδειχθεί ότι δεν έπρεπε να προστεθεί κάτι, απομένει ακόμη να εξεταστεί αν το δόγμα είναι αληθές. Κι ενώ έλεγα αυτά, δεν έπειθα τούς δικούς μας, αλλά ήθελαν με κάθε τρόπο να συζητήσουν πρώτα για αυτό. Τα έλεγα αυτά, με μάρτυρα τον Θεό και ενσυνείδητα, έχοντας πάντοτε στο μυαλό μου την τιμή τού έθνους μας, και επιδιώκοντας με κάθε τρόπο τη δική του δόξα. Γιατί ήθελα είτε να χωριστούμε εμείς ενδόξως από τούς Λατίνους, έχοντας φανεί ότι επικρατήσαμε απέναντί τους, ή να ενωθούμε ενδόξως με αυτούς, και χωρίς να φαίνεται ότι ηττηθήκαμε και δεν είχαμε ισχυρά επιχειρήματα. Όμως τα πράγματα προχώρησαν διαφορετικά από εκείνα που έλεγα εγώ, ενώ εκείνα που κάναμε ήσαν εντελώς αντίθετα. Γι’ αυτό και μετάνιωσαν αρκετοί για αυτή την απόφαση και μάλιστα οι πιο μυαλωμένοι. Τι έκανα λοιπόν εγώ; Δεν σιώπησα αμέσως, αλλά βλέποντάς τους να θέλουν αυτό και τίποτε άλλο (πράγμα που πάθαιναν επειδή νόμιζαν ότι εμείς υπερισχύαμε περισσότερο σε αυτό παρά στο δόγμα), θέλοντας να τούς εμποδίσω να το κάνουν, είπα λόγια εναντίον, σε επήκοο τού σοφού μας αυτοκράτορα, δείχνοντας την αδυναμία τού επιχειρήματος, και ότι είναι αστείο να θεωρούμε ότι δεν πρέπει να προστίθεται στο Σύμβολο η αλήθεια. Και τα λόγια ήσαν τόσο ισχυρά, που δεν μπόρεσε κανένας από τούς παρόντες να τα ανατρέψει. Όμως επικύρωσαν εκείνο που ήθελαν, και εγώ ακολουθούσα, έχοντας πει εκείνα που έπρεπε, θεωρώντας ότι όφειλα να πω εκείνα που συμφέρουν τον Θεό και το έθνος, και ύστερα από αυτά να ακολουθήσω τούς περισσότερους και να αγωνιστώ μαζί με αυτούς. Και έτσι εισήλθαμε στον αγώνα περί αυτού τού ζητήματος, και αρχίσαμε να συζητάμε με τούς Λατίνους, δείχνοντας σε αυτούς ότι δεν έπρεπε να προσθέσουν στο Σύμβολο τίποτε, ούτε κι αυτήν ακόμη την αλήθεια» (
Τοῦ καιροῦ δ΄ ἐπιστάντος, ἔδοξεν ἡμῖν εἰς δύο μερίσαι τό ζήτημα, δηλαδή, τό τε μή δεῖν μηδ΄ αὐτήν τήν ἀλήθειαν ἐν τῷ Συμβόλῳ προσθεῑναι, καί δεύτερον τό μηδ΄ άληθές εἶναι τό συμπέρασμα τοῦτο, τό τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι. Ἔδοξε μέν οὖν τοῦτο· ἐζητεῖτο δέ περί ποτέρου τούτων πρότερον εἶναι διαλεκτέον. Καί ἐκράτησε τό περί τοῦ μή δεῖν ὅλως προσθεῖναι, καίτοι γ΄ ἐμοῦ μή βουλομένου, ἀλλά φανερῶς ἀντιλέγοντος. Ἔλεγον γάρ ὡς ἤ ἰσχυρότερόν ἐστιν ὑπέρ ἡμῶν τοῦτο τό πρόβλημα ἤπερ τό δεύτερον, ἤ ἀσθενέστερον· εἰ μέν οὖν ἀσθενέστερον, οὐ χρή ἀπό τοῦ ἀσθενεστἐρου ἀρξαμένους ἠττηθῆναι, καί τήν ἦτταν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τοῦ ἀγῶνος παθόντας, τεταραγμένους καί πεφοβημένους εἰς τό δεύτερον εἰσελθεῖν. Δέος γάρ μή ποτε ἡ τροπή ἡ ἐπί τῷ πρώτῳ κἀπί τῷ δευτέρῳ τροπῆς αἰτία ἡμῖν γένηται· εἰ δέ ἰσχυρόν ἐστι, δεῖ τό ἰσχυρόν φυλάττειν ὕστερον· νικήσαντες μέν γάρ ἐν τῷ πρώτῳ, μετά ταῦτα κἀν τῷ δευτέρῳ ἐκ πολλῆς αὐτούς τῆς περιουσίας τρεψόμεθα. Εἰ δέ κρατηθῶμεν ἐν εκείνῳ τῷ δόγματι δηλαδή, τότε κἀν τό δεύτερον νικήσωμεν, μή δεῖν αὐτό τῷ συμβόλῳ προσθεῖναι διδάξαντες. Ἄλλως τε ἐπεί τό δι΄ ἐλαττόνων ἀεί κἀν τῇ φύσει βέλτιον τοῦ διά πλειόνων, ἐκεῖνο προκρίνειν δεῖ, ἐγώ ἔλεγον, καί περί ἐκείνου πρῶτον διαλεχθῆναι, μεθ΄ ὅ τό λοιπόν χώραν οὐκ ἔχει. Τοῦ μέν οὖν δόγματος φανέντος ψευδοῦς, τό μή προσθεῖναι χώραν οὐχ ἕξει λοιπόν. Ὥστε ἑνί ἀγῶνι τελέως τούς ἐναντίους τρεψόμεθα, ἄν ἀπό τοῦ δόγματος ἀρξώμεθα. Τοῦ δέ μή δεῖν προσθεῖναι δειχθέντος, ἔτι λείπεται ἐξετάσαι το δόγμα, εἰ ἀληθές. Ταῦτα δέ λέγων τούς ἡμετέρους οὐκ ἔπειθον. Ἀλλ΄ ἐκ παντός ἐβούλοντο τρόπου περί τούτου πρῶτον διαλεχθῆναι. Ταῦτα δ΄ ἐγώ ἔλεγον μαρτυροῦντός μοι τοῦ Θεοῦ, καί τῆς συνειδήσεως, τῆς τοῦ γένους ἡμῶν ἀεί τιμῆς στοχαζόμενος, καί τήν αὐτοῦ δόξαν ἐκ παντός τρόπου πραγματευόμενος. Ἤ γάρ ἐνδόξως ἐβουλόμην ἡμᾶς Λατίνων διαζευχθῆναι, καί μετά τοῦ δοκεῖν κεκρατηκέναι αὐτῶν, ἤ ἐνδόξως αὐτοῖς ἑνωθῆναι, καί ἄνευ τοῦ δόξαι ἠττηθῆναι, καί ἀσθενῆσαι πρός τάς ἀποδείξεις. Τούτων δ΄ ἑκάτερον, ἐκ μέν ὧν ἐγώ ἔλεγον, ἠκολούθει· ἐκ δέ ὧν διεπραξάμεθα, πᾶν τοὐναντίον. Ὅθεν καί μετεμέλησεν οὐκ ὀλίγοις τῆς βουλῆς ταύτης, καί μάλιστα τοῖς νουνεχέσιν. Τί οὖν ἐγώ; Οὐκ εὐθύς ἐσιώπησα, ἀλλ΄ ἰδών αὐτούς τοῦτο θέλοντας καί οὐκ ἄλλο (τοῦτο δέ ἔπασχον διά τό οἴεσθαι πλέον ἡμᾶς ἰσχύειν ἐν τούτῳ ἤ ἐν τῷ δόγματι), βουλόμενος αὐτούς ἀποτρέψαι τοῦ προκειμένου εἶπον λόγους εἰς τοὐναντίον ἐπ΄ ἀκροάσει τοῦ σοφοῦ ἡμῶν βασιλέως, τήν ἀσθένειαν δεικνύς τοῦ προβλήματος, καί ὅτι γελοῖόν ἐστιν οἴεσθαι μή δεῖν τήν ἀλήθειαν τῷ Συμβόλῳ προσθεῖναι. Οἱ δέ λόγοι οὕτως ἰσχυροί ἦσαν, ὥστε οὐδείς μέν αὐτούς τῶν παρόντων ἴσχυσε λῦσαι· ὅμως δέ ὅπερ ἐβούλοντο ἐκύρωσαν, καί ἐγώ εἱπόμην, εἰπεῖν μέν τά δοκοῦντα συνοίσειν νομίζων ὀφείλειν Θεῷ καί τῷ γένει, μετά δέ ταῦτα τοῖς πλείοσιν ἀκολουθεῖν, καί σύν αὐτοῖς ἀγωνίζεσθαι· καί οὕτως εἰσήλθομεν τόν περί τούτου ἀγῶνα, καί μετά τῶν Λατίνων ἠρξάμεθα διαλέγεσθαι, δεικνύντες αὐτοῖς, μή δεῖν τῷ Συμβόλῳ μηδέν, μηδ΄ αὐτήν τήν ἀλήθειαν ὅλως προσθεῖναι).

[←54]

Μάλιστα κατά τον Laurent 1971: 319 σημ. 2, ο Νείλος Καβάσιλας φαίνεται να θεωρεί την προσθήκη ως δευτερεύουσα, αν κρίνουμε από τη θέση –την τελευταία– και τις διαστάσεις –ένα κεφάλαιο από τα 49 ή 11 φύλλα έναντι 311– που τής δίνει στο δογματικό ζήτημα.

[←55]

Συρόπουλος 6.22: Καί μεθ΄ ἡμέρας δύο ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πατριάρχην. μετεκαλέσαντο καί τέσσαρας τῶν ἀρχιερέων τούς πρώτους, τόν τε μέγαν χαρτοφύλακα καί ἐμέ. εἶτα τόν πνευματικόν καί ἕξ τῶν συγκλητικῶν, καί εἶπεν ὁ βασιλεύς· οἱ καρδηνάλιοι ἦλθον εἰς ἐμέ καί περιεστήσαμεν ἵνα συνερχώμεθα καί ποιῶμεν συνόδους τρίς τῆς ἑβδομάδος ἀπαραιτήτως· καί εἰ συμβῇ ἀγανακτῆσαι τόν πατριάρχην ἤ τόν βασιλέα κατ΄ αὐτήν τήν τεταγμένην ἡμέραν, ἵνα μή ἐμποδίζηται ἡ σύνοδος δι΄ ἀγανάκτησιν ἑνός ἐξ ἡμῶν· εἰ δέ καί ὁ προσδιαλεγόμενος ἀγανακτήσει, ἵνα ἀναπληροῖ τήν διάλεξιν αὐτοῦ ἕτερος τῶν ἐκλελεγμένων, ἤ ἵνα γίνηται ἡ διάλεξις τῇ μετ΄ ἐκείνην ἡμέρᾳ. ὡσαύτως καί εἰ τύχοι ἑορτάσιμον εἶναι τήν ἡμέραν, ἵνα γίνηται ἡ σύνοδος τῇ μετ΄ ἐκείνην ὡς ἄν γίνωνται τρεῖς συνοδικαί διαλέξεις καθ΄ ἑκάστην ἑβδομάδα ἀπαραιτήτως· ἵνα δέ συνερχώμεθα πρωῒ καί ἄρχωνται αἱ διαλέξεις ἀπό μιᾶς καί ἡμισείας ὥρας τῆς ἡμέρας, παύωνται δέ περί τήν ἕκτην ὥραν. συνεφωνήσαμεν οὖν καί περιεστήσαμεν ταῦτα. καί ἀπῄτησαν ἡμῖν ἐπί τούτοις γράμμα, ὅ καί πεποιήκαμεν εἰς βεβαίωσιν τῶν συμφωνηθέντων. εἶτα εἶπον ἵνα λάβωμεν ἡμεῖς ὁποῖον ἄν ἑλώμεθα, ἤ ἵνα προτείνωμεν ἡμεῖς κἀκεῖνοι ἀπολογῶνται, ἤ τό ἀνάπαλιν. ἐκλέξασθε οὖν ὁποῖον ἄν φανῇ λυσιτελέστερον ἡμῖν, ἐπεί τήν αἵρεσιν ἡμῖν ἐπέτρεψαν. ἀπεκρίναντο δέ οἱ ἡμέτεροι, ὅτι· ἡμῖν ἀνήκει τό προτείνειν· ἡμεῖς γάρ ἐσμέν οἱονεί ἐνάγοντες, καί περιέρχεται ἡμῖν ἀπαιτεῖν τούς Λατίνους, τίνι λόγῳ τήν προσθήκην πεποιήκασιν, ἐκεῖνοι δέ ὀφείλουσιν ἀπολογεῖσθαι. λυσιτελεῖ δέ τοῦτο ἡμῖν καί κατ΄ ἄλλους τινάς τρόπους. περιέστη οὖν ἵνα προτείνωμεν ἡμεῖς. ἐπί τούτοις εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐκλέξασθε τίνες ἔσονται οἱ προσδιαλεγόμενοι. ἐξελέξαντο οὖν ἕξ, τόν Ἐφέσου, τόν Ῥωσίας, τόν Νικαίας, τόν σοφόν Γεμιστόν, τόν μέγαν χαρτοφύλακα καί ἐμέ. ἐγώ δέ πολλά ἱκετεύσας τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην ἵνα ἐκβάλωσί με τῆς τοιαύτης τάξεως, εἶτα καί τόν πνευματικόν εἰς τοῦτο εὑρών συνεργόν, μόλις εὗρον τό ἀπεῖναί με τοῦ τοιούτου κόπου· διό καί ἀντ΄ ἐμοῦ ἔταξαν τόν μέγαν σκευοφύλακα. ἐτάχθησαν δέ καί ἀπό τοῦ μέρους τῶν Λατίνων ἐκλελεγμένοι, καρδηνάλιος ὁ Ἰουλιανός, ὁ Ῥόδου Ἀνδρέας, ὁ ἐπίσκοπος Φρουλιένσης, πρεβεντζιάλιος ὁ Ἰωάννης καί ἕτεροι δύο. ὑπετύπωσε δέ πάλιν ὁ βασιλεύς ἵνα διαλέγωνται οἱ δύο μόνοι, ὁ Ἐφέσου καί ὁ Νικαίας.

[←56]

Ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι γράφει στον Τραβερσάρι στις 17 Οκτωβρίου 1438: «Με δεδομενη την επιλογή να εισηγηθούν ή να απαντήσουν, επέλεξαν να εισηγηθούν» (Data est optio an vellent arguere vel respondere. Elegerunt arguere) (Laurent 1971: 319 σημ. 3).

[←57]

Ο Ισίδωρος δεν φαίνεται να είχε κάνει καμία μεγάλη ομιλία κατά τη διάρκεια των συνοδικών συνεδριάσεων. Παρ΄ όλα αυτά συνέθεσε αρκετές ομιλίες για την περίσταση, σχέδια ομιλιών, ακόμη και διατριβή με 52 επιχειρήματα για να απαντήσει στον καρδινάλιο Τσεζαρίνι. Τίποτε δεν φαίνεται να έχει παρουσιαστεί δημοσίως, αν κρίνουμε από την αποσπασματική φύση τού υλικού που έχει βρεθεί (Laurent 1971: 319 σημ. 4).

[←58]

Ο Θεόδωρος Ξανθόπουλος, για τον οποίο βλέπε κεφ. γ’ σημ. 117.

[←59]

Ἐπίσκοπος Φρουλιένσης: Ο Φραγκισκανός Λοντοβίκο ντα Πιράνο, επίσκοπος Φορλί (1437-1446), εκπρόσωπος των Λατίνων στην όγδοη συνεδρίαση στις 8 Νοεμβρίου 1438 (Laurent 1971: 319 σημ. 6). Πρεβεντζιάλιος ή προβεντζιάλιος: Από το λατινικό provincialis (επαρχιακός). Εδώ ο Γενουάτης Τζιοβάννι ντι Μοντενέρο, επαρχιακός των Δομινικανών τής Άνω Λομβαρδίας. Λεγόταν γι΄ αυτόν ότι «δεν ήταν μόνο θεολόγος αλλά και φιλόσοφος» (non theologus tantum sed et philosophus). Ήταν με λίγα λόγια ο ομιλητής που χρειαζόταν να μιλήσει με τούς Γραικούς. Ωστόσο δεν παρενέβη στη Φερράρα, αλλά στη Φλωρεντία θα ήταν ο κύριος εκπρόσωπος των Λατίνων (Laurent 1971: 320 σημ. 1). Ἕτεροι δύο: Ο Φραγισκανός Πιέρ Πορκέ και ο Αυγουστινιανός Ζαν ντε Σαιν-Τομά (Laurent 1971: 321 σημ. 2).

[←60]

Συρόπουλος 6.23: Εἶτα ἐφάνη καλόν ἵνα ἀπέλθωσί τινες εἰς τόν πάπαν δηλώσοντες τά γενόμενα αὐτῷ. Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς κῦρ Ἀνδρόνικον τόν Ἰάγαριν καί ἐμέ, ἵνα ἀπέλθωμεν εἰς τόν πάπαν καί πρῶτον μέν εἴπωμεν αὐτῷ ὅπως· ἐσμέν παρεσκευασμένοι εἰς τήν σύνοδον, καί ταχθήτω ἡμέρα καθ΄ ἥν βούλεσθε συνελθεῖν· δεύτερον, ὅτι· ἡμεῖς μέλλομεν ἔχειν τό προτείνειν· τρίτον, ἵνα· ζητήσωμεν γίνεσθαι τάς συνόδους ἐν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς, εἰ καί μή πάσας ἀλλ΄ οὖν τάς πλείους, εἰ δ΄ οὖν, τάς πρώτας τρεῖς ἤ δύο ἤ τό ἔλαττον κἄν τήν πρώτην, ἵνα σπουδάσωμεν γενέσθαι ἀπαραιτήτως εἰς τήν ἐπισκοπήν. ἀπήλθομεν οὖν εἰς τήν κούρτην καί ἐλθόντων πρός ἡμᾶς τῶν καρδηναλίων καί ἠρωτησάντων, τίνος χάριν παρεγενόμεθα, εἴπομεν αὐτοῖς τά δηλωθέντα καί ἀπῃτήσαμεν ἐπιμελῶς, ἵνα γένωνται αἱ διαλέξεις ἐν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς. οἱ δέ ἀπῆλθον καί ἀνήγγειλαν ταῦτα τῷ πάπᾳ, εἶτ΄ ἐλθόντες εἶπον ἡμῖν, ὅτι στέργομεν ἵνα ἔχητε ὑμεῖς τό προτείνειν· ἡμέραν δέ λέγομεν τήν δευτέραν, ἥτις ἦν ἕκτη τοῦ ὀκτωβρίου· αἱ σύνοδοι δέ καί αἱ διαλέξεις γενήσονται ἐν τῷδε τῷ παλατίῳ τοῦ πάπα. εἴπομεν οὖν ἡμεῖς πρός τοῦτο, ὅτι ἐν τῷ ναῷ ἐν ᾧ γέγονεν ἡ ἀνακήρυξις καί διεφημίσθη πανταχοῦ ὅτι συνέστη ἡ σύνοδος, ἐν αὐτῷ δεῖ γενέσθαι καί τήν ἀρχήν. οἱ δέ εἶπον οὐκ ἔνι τοῦτο ἀναγκαῖον. ἡμεῖς δ΄ ἔφημεν· ἀλλά τοῖς ἡμετέροις ἀναγκαῖον δοκεῖ τοῦτο, ὅτι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι πᾶσαι ἐν ἱεροῖς ναοῖς συνηθροίζοντο, καί τήν παροῦσαν οἰκουμενικήν σύνοδον γινομένην ἀκολουθῆσαι δεῖ τῇ τάξει τῶν πρό αὐτῆς. ἀπόκρισις δέ ἦν αὐτῶν· ἄφετε τοῦτο· οὐ γάρ γενήσεται ὡς ζητεῖτε. ἡμεῖς δέ πάλιν ἠναγκάσαμεν αὐτούς ποιῆσαι τάς πρώτας συνελεύσεις τρεῖς, ἤ κἄν δύο ἐν τῷ ναῷ· ἐκεῖνοι δέ ἀπεφήναντο· οὐ ποιήσει τοῦτο ὁ πάπας· ἀπᾷδον γάρ ἐστι καί ἀνάρμοστον τῇ μεγαλειότητι καί ὑπεροχῇ τοῦ πάπα ἀπέρχεσθαι αὐτόν εἰς τήν ἐπισκοπήν καί διέρχεσθαι πλήθη ἀνθρώπων μετά τεσσάρων ἤ πέντε καρδηναλίων καί ὀλίγων ἐπισκόπων. παρῆσαν δέ τότε ἐκεῖ ἐπίσκοποι ἐγγύς πεντήκοντα· ἡ δέ τῆς ἐπισκοπῆς διάστασις ἦν ὡσεί λίθου βολή. αὖθις οὖν ἐνστατικῶς ἡμῖν ἀπαιτησάντων, κἄν τήν πρώτην γενέσθαι εἰς τήν ἐπισκοπήν, ἐνστατικώτερον ἐκεῖνοι ἀπηγόρευσαν τοῦτο, εἰπόντες· καί ἡ πρώτη καί αἱ ἐφεξῆς πᾶσαι ἐν τῷ παλατίῳ τοῦ πάπα γενήσονται.

[←61]

Ωστόσο ο Laurent 1971: 321 σημ. 3, υπογραμμίζει ότι τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, 35) δίνουν σε αυτή την παπική απαίτηση μια πιο έγκυρη εξήγηση: ο πάπας έπασχε από ουρική αρθρίτιδα:
«Στις 8 Οκτωβρίου λοιπόν τής δευτέρας ινδικτιώνος άρχισε να συζητάει η αγία και οικουμενική σύνοδος. Την Τετάρτη λοιπόν ημέρα τής εβδομάδας έγινε η συνεδρίαση, όχι στην επισκοπή όπου ανακηρύχθηκε η οικουμενική σύνοδος αλλά στο παλάτι τού πάπα, σε εκκλησία τού παλατιού, επειδή ήταν αυτός άρρωστος. Γιατί αυτός υπέφερε από ποδάγρα και δεν μπορούσε να κάνει τις συνεδριάσεις στην επισκοπή, παρότι η εκκλησία τής επισκοπής ήταν ευρύχωρη και είχε διαρρυθμιστεί για να γίνονται πάντοτε εκεί οι συνεδριάσεις»
(Καί δή ὀκτωβρίῳ η΄, ἰνδικτιῶνος β΄, ἤρξατο διαλέγεσθαι ἡ ἁγία καί οἰκουμενική σύνοδος. τετάρτῃ οὖν ἡμέρᾳ ἑβδομάδος ἐγένετο ἡ συνέλευσις οὐκ ἐv τῇ ἐπισκοπῇ, ἔνθα ἡ οἰκουμενική σύνοδος ἀνεκηρύχθη, ἀλλ΄ ἐν τῷ παλατίῳ τοῦ πάπα, ἐν ναῷ τοῦ παλατίου, διά τό εἶναι αὐτόν ἀσθενῆ· ποδαλγία γάρ κατεῖχεν αὐτόν, καί οὐκ ἠδύνατο τάς συνελεύσεις ποιεῖν ἐν τῇ ἐπισκοπῇ, καίτοιγε τοῦ ναοῦ τῆς ἐπισκοπῆς εὐρυχώρου ὄντος καί προκατεσκευασμένου πρός τό γίνεσθαι ἀεί ἐκεῖ τάς συνελεύσεις).

Επίσης ο Laurent ό.π., δεν βλέπει τον λόγο για τον οποίο η παπική πομπή θα ήταν τόσο ολιγάρθμη, αφού οι περισσότεροι πατέρες είχαν επιστρέψει στη σύνοδο.

[←62]

Στο κείμενο ὡσεί λίθου βολή, δηλαδή τόσο μακριά, όσο φτάνει μια πέτρα πετώντας την.

[←63]

In majori capella palatii apostolici λένε τα Λατινικά Πρακτικά. Βλέπε επίσης τα Ελληνικά (Gill, Acta, σελ. 35. Laurent 1971: 321 σημ. 4):
«Στις 8 Οκτωβρίου λοιπόν τής δευτέρας ινδικτιώνος άρχισε να συζητάει η αγία και οικουμενική σύνοδος. Την Τετάρτη λοιπόν ημέρα τής εβδομάδας έγινε η συνεδρίαση, όχι στην επισκοπή όπου ανακηρύχθηκε η οικουμενική σύνοδος αλλά στο παλάτι τού πάπα, σε εκκλησία τού παλατιού, επειδή ήταν αυτός άρρωστος»
(Καί δή ὀκτωβρίῳ η΄, ἰνδικτιῶνος β΄, ἤρξατο διαλέγεσθαι ἡ ἁγία καί οἰκουμενική σύνοδος. τετάρτῃ οὖν ἡμέρᾳ ἑβδομάδος ἐγένετο ἡ συνέλευσις οὐκ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ, ἔνθα ἡ οἰκουμενική σύνοδος ἀνεκηρύχθη, ἀλλ΄ ἐν τῷ παλατίῳ τοῦ πάπα, ἐν ναῷ τοῦ παλατίου, διά τό εἶναι αὐτόν ἀσθενῆ).

[←64]

Συρόπουλος 6.24: Μέχρι μέν οὖν τῆς παρούσης καταστάσεως, εἰσήρχοντο καί οἱ ἄρχοντες οἱ βουλευταί τοῦ βασιλέως, ὅτε ὁ βασιλεύς μετά τοῦ πατριάρχου καί τῶν ἀρχιερέων ἐβουλεύοντο· ἀρξαμένων δέ τῶν συνοδικῶν διαλέξεων, ἐκώλυσεν ὁ βασιλεύς συνέρχεσθαι τούς ἄρχοντας εἰς τάς ἐκκλησιαστικάς σκέψεις, εἰρηκώς ὅτι· εἰς τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα οὐ δοκεῖ μοι ἁρμόδιον παρεῖναι καί τούς ἄρχοντας, μήποτε ἔχωσι λέγειν οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἠναγκάζοντο παρά τῶν ἀρχόντων πράττειν καί ὅ οὐκ ἐβούλοντο, ἀλλά βουλεβάσθωσαν καί πραττέτωσαν ταῦτα μόνοι οἱ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπεί ἴδιά εἰσιν αὐτῶν. τό δέ ἦν ἵνα τό δεινόν φορτίον μόνῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τεχνηέντως ἐπιθήσῃ. παρῆν γάρ ἀεί ὁ βασιλεύς καί αὐτός μόνος ἀρκετός ἦν ἀντί πάντων τῶν ἀρχόντων· αὐτός γάρ συνεῖχε πάντας καί ἀντελαμβάνετο τῶν λόγων καί τῶν ζητημάτων καί πάντα πρός τό ἴδιον εἷλκε καί κατεσκεύαζε βούλημα, καί οὐδείς εἶχεν ἐλευθερίαν λέγειν ὡς ἐβούλετο, οὐχ οἷός τε ὤν ἀντιλέγειν τῷ βασιλεῖ.

[←65]

Συρόπουλος 6.25: Ἐπέστη τοίνυν ἡ ἀποταχθεῖσα ἡμέρα, καί ἔστειλαν ἵππους διά τε τόν πατριάρχην καί τούς ἀρχιερεῖς καί τούς ἄρχοντας τῆς Ἐκκλησίας· διό καί ἀπήλθομεν πάντες ἔφιπποι εἰς τό παλάτιον τοῦ πάπα. διαφημισθέντος δέ τοῦ λόγου τῆς συνόδου, συνῆλθον ἐκεῖσε πλήθη ἀνθρώπων καί πάντα τά τοῦ παλατίου μέρη ἄνω τε καί κάτω ἀνθρώπων πλήρη ἐτύγχανον. ἀπήγαγον οὖν τόν πατριάρχην μετά τῶν περί αὐτόν πάντων εἴς τι κελλίον καί ἐκαθήμεθα ἐν αὐτῷ, ἕως οὗ ἦλθε καί ὁ βασιλεύς· ἐκτός γάρ ἦν εἰς τό μοναστήριον, ἀφ΄ οὗ εἶχεν εὐκόλως κεχρῆσθαι τοῖς κυνηγεσίοις, ὅς καί ἀνέβη εἰς τό παλάτιον τοῦ πάπα ἔφιππος. καί οἱ παπικοί ἵσταντο ἐκδεχόμενοι αὐτόν πεζεῦσαι εἰς τήν ἀρχήν τοῦ πρώτου τρικλίνου, ἔνθα ἐπέζευε καί ἄλλοτε, ὅτε εἰς τόν πάπαν ἀπήρχετο. ὁ δέ βασιλεύς ἐβούλετο διελθεῖν τόν πρῶτον τρίκλινον καί τόν μετ΄ ἐκεῖνον ἐγκαρσίως κείμενον τρίκλινον καί μετά τοῦτον κελλίον, ἐκ δέ τοῦ κελλίου εἰσελθεῖν εἰς ἕτερον μέγαν τρικλινον, ὅν διεχώρισεν ὁ πάπας κιγκλίσιν καί εἰς τύπον εἶχε ναοῦ, ἐν ᾧ καί τό ἀλτάριον ἦν, καί ἐγγύς τούτου πεζεῦσαι καί εὐθύς εἰς τόν ἑτοιμασθέντα αὐτῷ θρόνον καθίσαι, καί οὕτω παρεῖναι ἐν τῇ συνόδῳ. οἱ ὑπηρέται οὖν τοῦ πάπα ὡς εἶδον τόν βασιλέα βουλόμενον προβαίνειν ἔφιππον περαιτέρω, ἐκώλυον αὐτόν παντελῶς καί οὐκ εἴων εἰς τό πρόσω χωρεῖν. ὡς δέ εἶδον αὐτόν καταφρονοῦντα καί τοῦ σεμνοῦ ἐκείνων ἐμποδισμοῦ καί τόν ἵππον ὠθοῦντα προέρχεσθαι, τοῦ χαλινοῦ δραξάμενοι, ἐνστατικῶς ἐπέσχον τήν τοῦ ἵππου φοράν καί οὐδόλως ἐνέδωκαν προελθεῖν, καί οὕτως ἀναγκασθείς ἐπέζευσεν ἄκων· εἰσῆξαν δέ αὐτόν οἱ ἴδιοι αὐτοῦ εἴς τι κελλίον, εἶτ΄ ἐκεῖθεν ἐσκόπουν ὅθεν ἄν διά κελλίων, ἔνθα μή πάρεισιν ἄνθρωποι, ἀγάγωσιν αὐτόν ἐν τῇ συνοδικῇ καθέδρᾳ. ἦλθον οὖν εἰς τό κελλίον, ἐν ᾧ ὁ πατριάρχης ἐκάθητο, καί εἶπον αὐτῷ ἐκβαλεῖν πάντας ἡμᾶς ἐκεῖθεν, ἵν΄ ἐκ τούτου διέλθῃ ὁ βασιλεύς· ὁ δέ πατριάρχης ἔφη· ἐκβληθήσονται οἱ περισσοί· οἱ δ΄ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἄρχοντές μου οὐκ ἐκβληθήσονται. εἶτα ἦλθεν ὁ δεσπόπης ὑπέρ τούτου. ὥρισεν οὖν ὁ πατριάρχης, καί ἐξῆλθον πάντες πλήν τῶν ἀρχιερέων καί τῶν σταυροφόρων. καί πάλιν ἦλθεν ὁ Δερμοκαΐτης, εἶτ΄ αὖθις ὁ δεσπότης. ἔλεγεν οὖν ὁ πατριάρχης, ὅτι· οὔτε τούς ἀρχιερεῖς ἐκβαλεῖν με προσήκει, οὔτε τούς σταυροφόρους. καί ἐξ ἀνάγκης ἐνέδωκε δι΄ ἡμῶν παρελθεῖν. καί μετ΄ οὐ πολύ ὁρῶμεν τούς κελλιώτας τόν Δερμοκαΐτην καί τόν Μανουήλ κατέχοντας αὐτόν ἐκ τῶν ἀγκαλῶν καί τό δοκεῖν ὑπανέχοντας, τῇ δ΄ ἀληθείᾳ ἀπαιωροῦντας, ὡς μήδόλως δυναμένων τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ προσεγγίσαι καί στηριχθῆναι, καί οὕτω πως δρόμῳ πολλῷ διαγαγόντας αὐτόν ἐλεεινῶς ἀφ΄ ἡμῶν καί εἰς ἕτερον κελλίον εἰσαγαγόντας μεστόν ἀνθρώπων τῶν παρατυχόντων, αὖθις ἐκ τούτου εἰς τόν τρίκλινον, ἐν ᾧ αἱ καθέδραι ἦσαν, εἰσαγαγόντας καί ὥσπερ τινά φόρτον διακομίσαντας καί ἐνθρονίσαντας αὐτόν τῷ ἑτοιμασθέντι αὐτῷ θρόνῳ. εἶτα παρεγένετο καί ὁ πατριάρχης μετά τῶν ἀρχιερέων καί μεθ΄ ἡμῶν πάντων. μετ΄ ὀλίγον δ΄ ἦλθε καί ὁ πάπας· προηγεῖτο δέ αὐτοῦ σταυρός καί κανονικοί καί οἱ πρωτονοτάριοι καί οἱ τάς ἀργυρέας τράπας κατέχοντες, περισχίζοντες καί εὐτακτοῦντες τόν λαόν, καί μετά τούτους ὁ πάπας· εἵποντο δέ αὐτῷ οἱ καρδηνάλιοι, ὧν εἷς τά κράσπεδα ἐβάσταζε τοῦ μανδύου τοῦ πάπα· μετ΄ αὐτούς δέ εἵποντο οἱ ἐπίσκοποι.

[←66]

Η 8η Οκτωβρίου. Βλέπε πιο κάτω, σημ. 48 αυτού τού κεφαλαίου.

[←67]

Βλέπε πιο πάνω, κεφ. β’ σημ. 24.

[←68]

Μανουήλ: Πιθανότατα ο Μανουήλ Αδάμ κατά τον Laurent 1971: 323 σημ. 3.

[←69]

Στο κείμενο, ἐλεεινῶς. Κατά τον Laurent 1971: 323 σημ. 4, αυτό το επίρρημα εκπλήσσει κάτω από την πέννα ενός Βυζαντινού, εκτός αν θέλει να τονίσει το κωμικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να παράγει αυτός ο τρόπος μεταφοράς στον δυτικό θεατή. Στην Ανατολή αυτός ο τρόπος μεταφοράς τού ηγεμόνα δεν θα εξέπληττε. Ήταν καλή πρακτική και θα διαιωνιζόταν στην αυλή των σουλτάνων προς όφελος άλλων προσωπικοτήτων. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον πρέσβη τού Λουδοβίκου ΙΔ΄ να εισάγεται στην αίθουσα ακροάσεων από δύο αυλικούς, που τον στήριζαν από κάθε πλευρά.

[←70]

Χτυπημένος από την ποδάγρα, ο Ιωάννης Η΄ μετακινούνταν με δυσκολία. Περιστασιακά μεταφερόταν πάνω σε πολυθρόνα στον τόπο όπου ο πάπας τού χορηγούσε ακρόαση. Μιαν άλλη φορά, κατά τη διάρκεια εκδρομής στην περιοχή γύρω από τη Φλωρεντία (όπως θα δούμε στο προτελευταίο κεφάλαιο αυτού τού βιβλίου), τον βλέπουμε να μπαίνει με το άλογο μέσα σε ένα σπίτι, στην τραπεζαρία, και να τον κατεβάζουν χωρίς να τον έχει δει κανένας ξένος.

[←71]

Συρόπουλος 6.26: Αἱ μέν οὖν καθέδραι ἐτέθησαν ὡς καί ἐν τῇ τῆς συνόδου ἀνακηρύξει διετυπώθησαν· καί ἐκ μέν τοῦ δεξιοῦ μέρους ὁ πάπας μετά τῶν καρδηναλίων καί ἐπισκόπων ἐκάθισεν, ἐκ δέ τοῦ ἀριστεροῦ ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί ἐφεξῆς οἱ τοποτηρηταί καί οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ σταυροφόροι ὡς ἔτυχεν· ἐν δέ τῷ μεταξύ διαστήματι τῷ ἀπό τοῦ πάπα πρός τόν βασιλέα σκίμποδες δύο ἐτέθησαν, εἷς μέν πρός τό ἀνατολικώτερον μέρος, ἅτερος δ΄ ἀπέναντι τούτου πρός δυσμάς, μῆκος ἔχοντες ὅσον ἕξ καθῆσθαι τούς προσδιαλεγομένους, διάστημ΄ ἀπέχοντες ἀλλήλων ἱκανόν, καί οὕτω πως τεθειμένοι ὥστε καί τόν πάπαν καί τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην μετ΄ ἐλευθερίας ὁρᾶν καί ἀλλήλους καί ἑκάτερον μέρος τῶν προσδιαλεγομένων. ἐκάθισαν οὖν ἐν τούτοις οἱ προσδιαλεγόμενοι, οἱ μέν Λατῖνοι ἐπί τοῦ ἀνατολικωτέρου σκίμποδος, ἐκ δεξιῶν ἔχοντες τόν πάπαν, οἱ δέ ἡμέτεροι ἐπί τοῦ δυτικωτέρου, ἐκ δεξιῶν καί αὐτοί τόν βασιλέα ἔχοντες· ἔμπροσθεν δέ τούτων ἐπί τοῦ καταστρώματος ὅ τε μεταγλωττιστής καί οἱ τοῦ πατριάρχου καί τῶν Λατίνων γραμματικοί γράφοντες τούς λόγους τῶν προσδιαλεγομένων. τό δέ ἔδαφος ἅπαν καταστρωμένον ἦν τζόχαις πρασίνοις· ὕπερθεν δέ τοῦ ἀνατολικωτέρου σκίμποδος τῶν προσδιαλεγομένων, καταντικρύ τοῦ ἀλταρίου, σελλίον ἐτέθη ὑψηλόν χρυσοκοκκίνῳ χασδέῳ περικεκαλυμμένον πάντοθεν καί προσκεφάλαιον ἐπικείμενον ἔχον ἕν καί ἕτερον ἔμπροσθεν αὐτοῦ, κείμενον ἐπ΄ ἐδάφους, ἐκ τοῦ αὐτοῦ χασδέου καί ταῦτα ἐνδεδυμένα. μέχρις οὖν τούτου παραγινόμενος ὁ πάπας καί γονυκλιτῶν ὑπανεῖχεν ἑαυτόν, ἐρείδων τάς χεῖρας ἐπί τοῦ σελλίου, καί καθ΄ ἑαυτόν προσηύχετο· εἶτ΄ ἀνιστάμενος ἀπήρχετο καί ἐκάθιζεν εἰς τόν ἴδιον θρόνον, καί οὕτως ἐποίει ὁσάκις εἰς τήν σύνοδον συνηθροιζόμεθα. ἐπάνω δέ τοῦ ἀλταρίου ἔκειτο ἅγιον εὐαγγέλιον ἠνεωγμένον, καί ἐκ δεξιῶν μέν αὐτοῦ ἵστατο εἷς ἀνδριάς μικρός ἀργυροδιάχρυσος κατέχων τάς κλείς εἰς τύπον τοῦ ἁγίου Πέτρου, ἐξ ἀριστερῶν δέ ἕτερος τοιοῦτος ξῖφος ὄρθιον προδεικνύων εἰς τύπον τοῦ ἁγίου Παύλου, καί μετά τούτους ἀργυροδιάχρυσα μανουάλια μικρά πολύτιμα, τρία μέν ἐκ τοῦ ἑνός μέρους, τρία δ΄ ἐκ τοῦ ἑτέρου τοῦ ἀλταρίου ἐπέκειντο, τά μέν δύο τά ἐξ ἑκατέρου μέρους πρῶτα προβεβηκότα τῷ μήκει, τά δέ δεύτερα ὑποδεέστερα, καί ἔτι τά μετ΄ ἐκεῖνα χθαμαλώτερα. ἐν τούτοις οὖν λαμπάδες ἐπήγνυντο καί φῶτα ἀνήπτοντο. καί οὕτω μέν ὁ τήν σύνοδον δεχόμενος τρίκλινος ηὐτρέπιστο· ἐκάθηντο δέ ὁ μέν βασιλεύς ἐπί τοῦ θρόνου, ὡς δεδήλωται (ἵστατο δέ ὁ Φιλανθρωπινός πλησίον τό βασιλικόν ξῖφος κατέχων κατά τό ἔθος), μετά δέ τόν βασιλέα ὁ πατριάρχης, εἶτα οἱ τοποτηρηταί καί οἱ ἀρχιερεῖς· ἐκ δεξιῶν δέ τοῦ βασιλέως, ὁ δεσπότης καί μετ΄ ἐκεῖνον οἱ ἄρχοντες ἐπί τοῦ ἐδάφους· καί τό μεταξύ δέ τῶν σκιμπόδων ἔδαφος μεστόν ἦν ἀνθρώπων παρακαθημένων καί μάλιστα ταχυγράφων Λατίνων. κύκλῳ τε περιειστήκει πλῆθος παρατυχόντων ἀνθρώπων.

[←72]

Στο κείμενο σκίμποδες.

[←73]

Μανουάλια: Κηροπήγια στις εκκλησίες με επιδαπέδια βάση και υποδοχές για κεριά. Μεσαιωνική ελληνική λέξη λατινικής προέλευσης: candelabrum manuale (κηροπήγιο φορητό).

[←74]

Υπό τούς Παλαιολόγους το δικαίωμα να φέρει το αυτοκρατορικό ξίφος είχε ο μέγας δομέστικος, στην απουσία του ο πρωτοστράτωρ και ύστερα οι παρακοιμώμενοι τής σφενδόνης (σφραγίδας) και τής βασιλείου κλίνης (Laurent 1971: 325 σημ. 1).

[←75]

Συρόπουλος 6.27: Ἐν μέν οὖν τῇ πρώτῃ συνελεύσει, ἥτις κατά τήν ἕκτην τοῦ ὀκτωβριου ἐγένετο, εὐθύς κατ΄ ἀρχάς ἀνέγνω λατινικῶς ὁ Ῥόδου Ἀνδρέας προσφώνημα, ὅπερ ἐποίησε πρός τόν πάπαν καί πρός τήν σύνοδον· εἶθ΄ ὁ Νικαίας ἕτερον ἀνέγνω ἑλληνικῶς, ὅ πρός τόν βασιλέα ἐπεποιήκει καί πρός τόν πάπαν τε καί τήν σύνοδον, καί μετεγλώττιζε τοῦτο λατινικῶς ὁ Σεκουνδινός. μετά δέ τήν τούτων ἀνάγνωσιν ἤρξατο ὁ Ἐφέσου προοιμιασάμενος, ὅπως· χρή μετά ἀγάπης τούς λόγους ποιεῖσθαι, ἐπεί καί περί εἰρήνης ἐστίν ὁ λόγος καί ταύτην κατέλιπεν ὁ κύριος ἡμῖν ὥσπερ τινά κλῆρον ἐπί τό πάθος ἐρχόμενος, εἰρηκώς· εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν ἀφίημι ὑμῖν· ἀπῄτησε δ΄ ἀντ΄ αὐτῆς ἕτερόν τι, ὅπερ ἐστίν οἱονεί κάρπος τῆς ἡμῶν προαιρέσεως, τήν ἀγάπην δηλαδή. χρή οὖν ἡμᾶς ταύτην ἀεί πραγματεύεσθαι καί μάλιστα ἐν τῇ παρούσῃ τῶν λόγων ὕλῃ, καί ἀπ΄ ἀρχῆς ἄχρι τέλους τῶν λόγων τήν ἀγάπην τηρεῖν. οὕτως οὖν προοιμιασάμενος, καί μέτριά τινα τοιαῦτα εἰπών, προανεφώνησεν ὅπως βούλεται περί τῆς προσθήκης τόν λόγον ποιήσασθαι καί δεῖξαι ὅτι οὐκ ἐξῆν αὐτοῖς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθεῖναι. ἀπελογήσατο οὖν ὁ Ῥόδου Ἀνδρέας καί ἐπῄνεσε καί ἐκεῖνος τάς μετά ἀγάπης διαλέξεις, εἶτα καί περί τῆς προσθήκης ἠθέλησεν ἀπολογεῖσθαι. εἶπε δ΄ αὐτῷ ὁ Ἐφέσου· ἡμεῖς οὐ δεόμεθα νῦν ἀπολογίας, ἐπεί οὐδέ εἴπομεν ὅ προεθέμεθα· μετά γάρ τό εἰπεῖν ὅ βουλόμεθα, τότε δεξόμεθα καί τάς ἀπολογίας. ὁ δέ Ἀνδρέας καί ἔτι ἐβούλετο χωρεῖν πρός ἀπολογίαν. ὡς δέ καί αὖθις διεκώλυσεν αὐτόν ὁ Ἐφέσου, μόλις ποτέ ἐνέδωκε καί τοῦ λέγειν ἐπαύσατο. εἶπεν οὖν ὁ Ἐφέσου, πρῶτον μέν ὅπως ἐστίν ἀναγκαιωτάτη ἡ εἰρήνη, ἥν κατέλιπεν ἡμῖν ὁ δεσπότης ἡμῶν ὁ Χριστός, καί ἀγάπη· δεύτερον, ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία τήν ἀγάπην καί διελύθη καί ἡ εἰρήνη· τρίτον, ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία τήν τότε καταλειφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵν΄ ἔλθωμεν ἐνταῦθα καί ἐξετάσωμεν τάς μεταξύ ἡμῶν διαφοράς· τέταρτον, ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τήν εἰρήνην, ἐάν μή λυθῇ τό τοῦ σχίσματος αἴτιον· καί πέμπτον, ἵνα καί οἱ ὅροι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄν φανῶμεν καί ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατρᾶσι καί ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις ἀκόλουθος. ταῦτα εἶπεν ὁ Ἐφέσου πεπλατυσμένως καί λογικῶς, ἅπερ οἱ ἀκριβῶς εἰδέναι βουλόμενοι ἐν τοῖς ὑπομνήμασι τῆσδε τῆς συνόδου εὑρήσουσιν· ἀπελογήσατο δέ πρός ταῦτα ὀλίγα τινά καί ὁ Ἀνδρέας καί ἐπί τούτοις διελύθη ἡ σύνοδος.

[←76]

Στις 8 Οκτωβρίου, όπως προτείνει η συμφωνία μεταξύ των Ελληνικών Πρακτικών και άλλων πηγών (Laurent 1971: 326 σημ. 1).

[←77]

Βλέπε Gill, Acta, σελ. 47-48:
«Όταν λοιπόν ήρθε το Σάββατο και έγινε ησυχία, ο Ρόδου Ανδρέας, από τούς επίλεκτους Λατίνους, μιμούμενος σε όλα τον Νικαίας, επαίνεσε και αυτός τον κύριό μας [αυτοκράτορα] και τον αγιότατο πατριάρχη, και καλοτύχισε τη σύνοδο με τον κατάλληλο τρόπο. Και συναγωνιζόμενος αγόρευσε έτσι, μέχρι που βράδιασε»
(Τοῦ σαββάτου τοίνυν ἐλθόντος καί τῆς τάξεως γενομένης, ὁ ἀπό τῶν ἐκλελεγμένων Λατίνων ὁ Ῥόδου Ἀνδρέας, κατά πάντα μιμηθείς τόν Νικαίας, ἐγκωμίασε καί αὐτός τόν τε κύριον ἡμῶν, καί τόν ἁγιώτατον πατριάρχην, καί τήν σύνοδον ἐμακάρισεν ὡς εἰκός· καί φιλοτιμηθείς ἐδημηγόρησεν οὕτως, ἕως οὗ ἑσπέρα ἐγένετο).

[←78]

Κείμενο στο Gill, Acta, σελ. 37-46.

[←79]

Κατά τον Laurent 1971: 327 σημ. 2, ο Συρόπουλος έχει αντιστρέψει εδώ τη σειρά. Στην πραγματικότητα ήταν ο Βησσαρίων εκείνος στον οποίο δόθηκε η τιμή να ξεκινήσει τις δημόσιες συζητήσεις, πράγμα πού έκανε με μακροσκελή προσφώνηση προς τον πάπα, τον αυτοκράτορα, τον πατριάρχη και τη σύνοδο. Τα Ελληνικά και τα Λατινικά Πρακτικά συμφωνούν στο σημείο αυτό και αναφέρουν τα κείμενα των ομιλιών με τη σειρά με την οποία αυτά εκφωνήθηκαν. Για παράδειγμα [Gill, Acta, 37]:
«…Παραχωρήθηκε σε εμάς η εναρκτήρια ομιλία. Ο Νικαίας λοιπόν, αφού παρακινήθηκε και αγόρευσε, επαίνεσε τη σύνοδο και καλοτύχισε τούς επικεφαλής της με τον κατάλληλο τρόπο.…»
(… ἐφιλοτημήθη ἡμῖν ἡ ἔναρξις τῆς διαλέξεως. Προτραπείς οὖν ὁ Νικαίας καί δημηγορήσας, ἐγκωμίασε τήν σύνοδον καί ἐμακάρισε τούς ἐξάρχους αὐτῆς ὅσον τό ἱκανόν. …).
Για τη συνέχεια [Gill, Acta, 47] βλέπε προηγούμενη υποσημείωση.

[←80]

Κείμενο στο Gill, Acta, σελ. 49-53.

[←81]

Κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, 14.27: Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν.

[←82]

Κείμενο στο Gill, Acta, σελ. 53-56.

[←83]

Ο Laurent 1971: 327 σημ. 8, σημειώνει ότι αυτή η πρώτη αψιμαχία παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο στα Ελληνικά (Gill, Acta, σελ. 56-58) και στα Λατινικά Πρακτικά τής συνόδου και ότι αποδεικνύεται, ωστόσο, ότι ο Μάρκος Εφέσου εκμεταλλεύτηκε αυτή την πρώτη συνάντηση, που φαινόταν να είναι απλώς εθιμοτυπική, για να προχωρήσει χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση σε επίθεση στη Ρωμαϊκή Εκκλησία.

[←84]

Συρόπουλος 6.28: Ὁ δέ βασιλεύς λίαν λελύπητο ἐφ΄ οἷς εἰς αὐτόν διεπράξαντο ἐν τῇδε τῇ πρώτῃ συνελεύσει· αἰσχύνην γάρ μεγίστην αὐτῷ προεξένησαν. διό καί οὐκ ἠθέλησεν αὖθις ἐλθεῖν κατά τήν ἀποτεταγμένην ἡμέραν· διεμηνύσατο δέ αὐτῷ ὁ πατριάρχης μετ΄ ἐμοῦ, ὅτι· οὐ δοκεῖ μοι καλόν μή γενέσθαι τήν δευτέραν συνέλευσιν ἐν τῇ συμπεφωνημένῃ ἡμέρᾳ. διά τοῦτο ἀξιῶ ἄν ὁρίσῃς ἵνα συνέλθωμεν αὔριον εἰς τήν σύνοδον μήποτε δόξωμεν τοῖς πολλοῖς ὅτι ἐκ πρώτης ἀφετηρίας ἀθετοῦμεν τάς συμβιβάσεις ἡμῶν, ἤ ὅτι οὐκ ἔχομεν λόγους ἱκανούς πρός τόν προκείμενον ἀγῶνα κἀντεῦθεν ὑποχωροῦμεν. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· οὐκ ἀπελεύσομαι, εἰ μή ὅταν μοι φανῇ ἁρμόδιον. ὡς δέ καί αὖθις καθικέτευσα αὐτόν, ὡς ἦν ἀνατεθειμένος, ἔφη πάλιν ὁ βασιλεύς· τότε ἀπελεύσομαι καί γενήσεται σύνοδος, ὅταν γνῶσιν οἱ Λατῖνοι ὁποῖόν τι ἦν ὅ πεποιήκασι. παρῆλθον οὖν ἡμέραι τινές ἀργαί. διό ἀναγκασθέντες οἱ Λατῖνοι, διορύξαντες τοῖχον ἐν τῇ πρώτῃ εἰσόδῳ τοῦ πρώτου τρικλίνου, οὗ ὁ βασιλεύς ἐπέζευεν, ἠνέωξαν πύλην, δι΄ ἧς εἰσῆγον αὐτόν εὐθύς εἰς κελλίον, κἀκ τούτου φοράδην αὐτόν διακομίζοντες, διήρχοντο ἐπέκεινα τῶν δέκα κελλίων, μηδενός παρόντος ἐκεῖσε, εἰ μή τῶν πρός τοῦτο ἀποτεταγμένων καί συνήθων. ὧν τό τελευταῖον κελλίον θύραν εἶχεν εἰσάγουσαν εἰς τόν τρίκλινον, εἰς ὅν συνεκροτεῖτο ἡ σύνοδος. εὐθύς οὖν ἐν τῇ γωνίᾳ ταύτης τῆς θύρας ἔκειτο ὁ θρόνος τοῦ βασιλέως, ὅν καί ἐξάγοντες τοῦ κελλίου ἐκείνου ἐκάθιζον αὐτόν ταχέως ἐπί τοῦ θρόνου, παρισταμένων ἔμπροσθέν τινων ἀρχόντων καί τάς ὄψεις τῶν πολλῶν ἀποτοιχιζόντων, μέχρις ἄν διευθετήσωσιν αὐτόν, καί τότε ὑπεχώρουν ἄδειαν ποιοῦντες πᾶσιν ὁρᾶν αὐτόν ἀκωλύτως.

[←85]

Με τον ίδιο τρόπο είχε πάει ο αυτοκράτορας στην ακρόαση τού πάπα.

[←86]

Συρόπουλος 6.29: Μετά τό κατασκευασθῆναι ταῦτα καί ταχθῆναι τήν πρός τήν καθέδραν δίοδον τοῦ βασιλέως, ὡς δεδήλωται, ἦλθεν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης ἐν δευτέρᾳ συνελεύσει· τρίτη καί δεκάτη δέ ἦν ὀκτωβρίου, ἡμέρα Δευτέρα. καί ἀρξαμένου τοῦ Ἀνδρέου καί βουλομένου συνείρειν ἀπολογίας, ὁ Ἐφέσου διεκώλυεν αὐτόν λέγων, ὅτι· ἔνι δίκαιον ἵνα εἴπωμεν ἡμεῖς πρῶτον ὅσα θέλωμεν ὑπέρ συστάσεως ὧν προτείνομεν, καί τότε ἵνα δεχώμεθα ἐξ ὑμῶν τάς ἀπολογίας. ὁ Ῥόδου δ΄ ἐπετίθετο καί ἠνάγκαζεν ἀπολογηθῆναι· ἔλεγον δέ καί ὁ Ἐφέσου καί ὁ Νικαίας, ὅτι· πρό τοῦ εἰπεῖν ἡμᾶς ὅσα βουλόμεθα καί συστῆσαι ὅ προετείναμεν, ἤγουν τό οὐκ ἐξῆν ὑμῖν προσθεῖναι ἐν τῷ συμβόλῳ, οὐ δεῖ ὑμᾶς ἀπολογηθῆναι. ἐκινήθησαν οὖν πολλοί λόγοι περί τούτου, τοῦ μέν Ἐφέσου ζητοῦντος εἰπεῖν ὅσα προέθετο πρός σύστασιν ὧν προέτεινε καί τούς ὅρους ἀναγνῶναι τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, τοῦ δέ Ῥόδου φιλονεικώτερον κωλύοντος τόν Ἐφέσου καί πρός ἀπολογίαν ἐπειγομένου καί τήν ἀνάγνωσιν τῶν ὅρων μηδ΄ ἄκροις ὠσί παραδεχομένου, περισσήν δέ εἶναι φάσκοντος καί ἀνόνητον καί σκάνδαλον προξενήσουσαν. τί γάρ κερδανεῖτε, ἔλεγεν, εἰ τό ἀνάθεμα εἰς ἡμᾶς ἀνακηρύξετε; μετά δέ τούς πολλούς λόγους καί τάς ἐπί τούτοις φιλονεικίας, εἶπεν ὁ Ἰουλιανός πρός τόν βασιλέα· ὁρίζει με ὁ μακαριώτατος πατήρ ἵνα εἴπω, ὅτι διό ἐνομίσαμεν πρό τῆς χθές ὡς ὁ Ῥόδου μέλλει ἀπολογήσεσθαι καί ἦν ἕτοιμος πρός τοῦτο, διά τοῦτο οὐδέ ἐνεδώκαμεν εἰπεῖν πλατύτερον ὅ ἐβούλεσθε· ἐπεί δέ παρεκάλεσε πολλάκις ὁ Ῥόδου καί οὐκ ἀρέσει, φαίνεται καλόν τῷ ἄκρῳ ἀρχιερεῖ ἵνα ἀναστῶμεν, καί ἐν ἄλλῃ ἡμέρᾳ διαλέξωνται ἰδίως οἱ ἐκλελεγμένοι. ἀπελογήσατο οὖν πρός ταῦτα ὁ βασιλεύς ὀλίγον τι, καί οὕτως ἀπήλθομεν.

[←87]

Πρβλ. Gill, Acta, σελ. 59-66. Κατά τον Laurent 1971: 329 σημ. 2, κρίνοντας από τον διάλογο που αναφέρεται στα επίσημα πρακτικά, ο Συρόπουλος παρουσιάζει εδώ αρκετά καλά τον χωρίς λόγο ταραγμένο χαρακτήρα αυτής τής συνεδρίασης.

[←88]

Συρόπουλος 6.30: Τῇ δ΄ ἐπιούσῃ, ἥτις ἦν τετάρτη καί δεκάτη τοῦ ὀκτωβρίου, συνῆλθον ὅπου ἦν ὁ πατριάρχης ὅ τε βασιλεύς καί οἱ καρδηνάλιοι, ὅ τε Ἰουλιανός καί ὁ Φιρμάνος καί τινες τῶν λατινεπισκόπων καί οἱ ἡμέτεροι ἀρχιερεῖς πάντες, ἐξωκατάκηλοί τε καί ἡγούμενοι. ἠγωνίσαντο οὖν οἱ μέν Λατῖνοι παντί τρόπῳ μή ἀναγνωσθῆναι τούς ὅρους τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἤ τό ἔλαττον ἀναγνωσθῆναι ἐν ἰδίᾳ συνελεύσει· οἱ δέ ἡμέτεροι ἀντέστησαν πάντες καί εἶπον μή περαιτέρω προβῆναι, κἄν εἴ τι καί γένηται, εἰ μή πρῶτον ἀναγνωσθῶσιν οἱ ὅροι εἰς ἐπήκοον πάντων. μετά δέ τούς πολλούς λόγους καί τάς ἐνστάσεις, μόλις ποτέ ἐνέδωκαν ἐκεῖνοι ἀναγνωσθῆναι τούτους συνοδικῶς.

[←89]

Βλέπε τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ 66):
«Και γινόταν μεγάλη συζήτηση και από τα δύο μέρη. Οι μεν Λατίνοι, με μεγάλο ζήλο και δύναμη, προσπαθούσαν ή να εμποδίσουν εντελώς την ανάγνωση τής απόφασης ή να διαβαστεί αυτή σε ιδιαίτερη συνεδρίαση. Οι δε Γραικοί διαμαρτύρονταν και έλεγαν, πως ό τι κι αν γίνει, δεν θα προχωρήσουν πιο κάτω, αν δεν αναγνωστούν πρώτα η απόφαση και το σύμβολο ενώπιον όλων. Και αποφασίστηκε να γίνει έτσι και να διαβαστούν σε συνεδρίαση τής συνόδου»
(καί ἐγένετο λόγος πολύς παρ΄ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν· τῶν μέν Λατίνων πάσῃ σπουδῇ καί δυνάμει ἀγωνισθέντων ἤ ἵνα παντελῶς κωλύσωσιν ἀναγνωσθῆναι τούς ὅρους ἤ ἴνα ἀναγνωσθῶσιν ἐν ἰδίᾳ συνελεύσει· τῶν δέ Γραικῶν ἐνισταμένων καί λεγόντων ὡς κἄν εἴ τι καί γένηται οὐ προβήσονται περαιτέρω, εἰ μή οἱ ὅροι καί τό σύμβολον ἀναγνωσθῶσι πρῶτον ἐνώπιον πάντων· καί περιέστη ἵνα γένηται οὔτως καί ἀναγνωσθῶσι συνοδικῶς).

Σύμφωνα με τα Λατινικά Πρακτικά, ο πάπας και ο Τσεζαρίνι υποχώρησαν από αγάπη για την Ένωση (Laurent 1971: 330 σημ. 1).

[←90]

Συρόπουλος 6.31: Συνηθροίσθη τοίνυν ἤδη τρίτον ἡ σύνοδος τῇ έκτῃ καί δεκάτῃ ὀκτωβριου ἡμέρᾳ πέμπτῃ, καί ἀνεγνώσθησαν οἱ ὅροι. ἐν τῇ τοιαύτῃ δέ συνελεύσει ἐμηχανήσαντο οἱ Λατῖνοι μήτε τό πολύ πλῆθος τό συναγόμενον ἐξ ἐκείνων συνελθεῖν καί εἴασαν καί τό ἅγιον εὐαγγέλιον κεῖσθαι ἐν τῷ ἀλταρίῳ ἐσφαλισμένον καί τούς τῶν ἀποστόλων ἀνδριάντας κεῖσθαι ὑπτίους, καί οὐδέ τάς λαμπάδας ἀνῆψαν. ἀρξαμένου δέ τοῦ Ἐφέσου καί εἰπόντος, ὅτι· καθώς ἐτάξαμεν ἀναγνωσθῆναι τούς ὅρους, ζητησάντων ἡμῶν καί ἐνδεδωκότων ὑμῶν τοῦτο, ἤδη ἀναγνωσθήσονται· παρακαλοῦμεν δέ καί ὑμᾶς ἀκούειν καί τούς ὅρους καί τούς λόγους ἡμῶν μετά μακροθυμίας. εἶτα καί ἄλλα τινά ὡρμημένου λέγειν, εἶπεν ὁ Ἰουλιανός· καθώς πρό τῆς χθές συνεφωνήσαμεν, προχωρήσατε καθώς βούλεσθε. εἰ καί τόν Ῥόδου ἐχρῆν ἀπολογηθῆναι πρός ἅ πρότερον εἶπεν ὁ Ἐφέσου, πλήν οἱ ὅροι ἀναγνωσθήτωσαν, εἰ θέλετε διά ὑμετέραν σύστασιν, οὐ μήν ὡς ἀπό κοινῆς ἤ ἡμετέρας θελήσεως. ἀνεγνώσθησαν οὖν οἱ ὅροι, λέγοντος τοῦ Ἐφέσου καί ἐν ἀρχῇ καί ἐν τῷ τέλει ἑκάστου ὅρου ἐπεξεργασίας ὅσαι ἦσαν ἁρμόδιαι ὑπέρ ἡμῶν. ὅτε δέ ἀνεγινώσκετο ὁ ὅρος τῆς ἑβδόμης συνόδου, προεκόμισαν οἱ Λατῖνοι βιβλίον ἑλληνικῶς ἔχον τά πρακτικά δήθεν τῆς ἑβδόμης συνόδου, οὗ προσέκειτο ἐν τῷ συμβόλῳ τό «ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορευόμενον», καί ἐπεδείκνυον τοῦτο ὡς παλαιόν καί βεμβράνον, ἐπεί ταῖς βεμβράναις τό ἀξιόπιστον ἐκεῖνοι παρέχουσι, καί ἐκ τῶν ὑπογραφῶν καί τινων ἑτέρων τήν πρός τά ἡμέτερα συμφωνίαν ἐδοκίμαζον καί ἐνίσταντο, ὡς οὕτως ἀνεγνώσθη τό σύμβολον, ἐν τῇ ἑβδόμῃ συνόδῳ. εἶπε δέ καί ὁ Ἰουλιανός, ὅτι· τό βιβλίον ἔνι παλαιότατον καί ἀδύνατόν ἐστιν ὑπονοῆσαι γενέσθαι τινά ἐναλλαγήν εἰς αὐτό· ἔχομεν δέ καί ἱστορικόν ἄνδρα παλαιόν καί σοφόν γεγραφότα περί ἄλλων πολλῶν, διεξιόντα δέ καί περί τούτου, ὅτι τό σύμβολον οὕτως ἐξετέθη ἐν τῇ ἑβδόμῃ συνόδῳ, καί συνιστῶμεν τοῦτο καί ἀπό τῶν ἐκείνου φωνῶν. εἶπεν οὖν ὁ σοφός Γεμιστός πρός τοῦτο, ὅτι· καί εἴπερ εἶχεν ἡ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία συνιστᾶν ἅ λέγετε νῦν ἀπό τε βιβλίων καί ἀπό ἱστορικοῦ τοῦ περί τούτου συγγραψαμένου, περίεργον ἐποίουν οἱ γεγραφότες ὑπέρ Λατίνων, τόν Θωμᾶν φημι καί τούς πρό αὐτοῦ, διά πλείστων μέν λόγων τε καί βιβλίων ἀγωνιζόμενοι τήν προσθήκην ἀποδεικνύειν ὡς εὐλόγως τε καί δεόντως γεγονυῖαν ὑπό τῆς ὑμῶν Ἐκκλησίας, τήν δέ κυριωτέραν ὑπέρ ὧν προέθεντο λέγειν σύστασιν παριδεῖν, ὡς μηδέν ἐκείνοις συμβαλλομένην· ἤρκει γάρ ἀντί πάντων ὧν ἐφεῦρον ἐπιχειρημάτων τε καί συλλογισμῶν εἰπεῖν ὅτι προῆν ἡ προσθήκη ἐν τῷ συμβόλῳ καί μετά τῆς προσθήκης ἀνεγνώσθη καί ἐστέρχθη ἐν τῇ ἑβδόμῃ συνόδῳ· ὅτι δέ οὐδόλως προέβη ἐν τῇ ἑβδόμῃ συνόδῳ, καθώς ὑμεῖς λέγετε, διά τοῦτο οὐδέ οἱ γράψαντες ὑπέρ Λατίνων περί τούτου ἐμνήσθησαν. ἐπί τοῖς τοιούτοις οὖν διελύθη ἡ συνέλευσις.

[←91]

Από τον ρεφερεντάριο με λαμπρή φωνή και άμεση μετάφραση στα λατινικά από τον Σεκουνδινό. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 66 σημείωση (Laurent 1971: 330 σημ. 2).

[←92]

Μάλιστα ο Ρώσος ιερέας Συμεών ισχυρίζεται, ότι οι Λατίνοι έφυγαν από τη συνεδρίαση όταν ο Μάρκος Εφέσου άρχισε να διαβάζει τα πρακτικά τής Εβδόμης Συνόδου (Laurent 1971: 330 σημ. 3).

[←93]

Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: Η τελευταία Οικουμενική Σύνοδος τής ενωμένης Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Συγκλήθηκε το 787 στη Νίκαια τής Βιθυνίας και ασχολήθηκε με το θέμα τής προσκύνησης των ιερών εικόνων, με τούς εικονολάτρες και τούς εικονομάχους. Από τότε συγκροτήθηκαν και άλλες γενικότερες ή μερικότερες σύνοδοι τής Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας ή τής Ρωμαιοκαθολικής Δυτικής Εκκλησίας ή και από κοινού, όπως η σύνοδος Φερράρας–Φλωρεντίας τού βιβλίου, και ασχολήθηκαν με διάφορα θέματα. Καμμία όμως δεν αναγνωρίστηκε, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, απ΄ όλη την Εκκλησία και απ΄ όλους τούς χριστιανούς ως η 8η Οικουμενική Σύνοδος.

[←94]

Κατά τον Laurent 1971: 330 σημ. 5, ο Συρόπουλος κάνει λάθος. Το χειρόγραφο ήταν λατινικό σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 85):
«Ενώ λοιπόν διαβαζόταν αυτό από εμάς, παρουσιάστηκε από τούς Λατίνους άλλο παλαιό βιβλίο, γραμμένο στα λατινικά, που περιείχε την ίδια απόφαση αυτής τής συνόδου»
(Τούτου οὖν παρ΄ ἡμῶν ἀναγινωσκομένου, προεκομίσθη παρά τῶν Λατίνων βιβλίον ἕτερον παλαιόν Λατινικόν γεγραμμένον, τόν αὐτόν ὅρον τῆς συνόδου ταύτης περιέχον).

Επίσης ήταν λατινικό σύμφωνα με τα Λατινικά Πρακτικά, τη μαρτυρία τού ίδιου τού Σχολαρίου (βλ. Scholarios, Œuvres, III, σελ. 62) και ειδικότερα την επιστολή τού καρδινάλιου Τσεζαρίνι με ημερομηνία 17 Οκτωβρίου 1438 προς τον Τραβερσάρι, που βρισκόταν τότε στη Φλωρεντία:
«Όπως διαβάστηκε στην Έβδομη Σύνοδο, έχουμε το δικό μας στα λατινικά, σε αρχαιότατο χειρόγραφο σε ένα τόμο, στο οποίο είναι έξι έως επτά, που νομίζω ότι έχετε δει (όταν είχατε έρθει στο μοναστήρι των Ιεροκηρύκων στο Ρίμινι) και διαβάσει»
(Dum legeretur VII concilium, nos habentes nostrum in latino de litera antiquissima in uno volumine in quo est VI et VII quod puto te vidisse (venit enim e conventu Praedicatorum Arimini) legimus ipsum).

[←95]

Ακριβέστερα στη συνοδική προσφώνηση των πατριαρχών τής Ανατολής από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιο το 785, όπου η έκφραση διά τοῦ Υἱοῦ, που είναι ειδική για τον δικό του τρόπο έκφρασης σε αυτό το σημείο τής τριαδικής θεολογίας, μετατράπηκε στα λατινικά σε αυτή την άλλη: et ex Filio (καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ). Από την άλλη πλευρά σε ένα άλλο αντίγραφο, ελληνικό αυτή τη φορά, των πρακτικών τής ίδιας εβδόμης συνόδου, που είχε φέρει από την Κωνσταντινούπολη ο Νικὀλαος Κουζάνος (Nicholas of Cusa), ο Τσεζαρίνι είχε την εντύπωση ότι είχε διαβάσει με τα ίδια του τα μάτια το σύμβολο με το ἐκ τοῦ Υἱοῦ γδαρμένο, αλλά όχι σε βαθμό που να μην είναι πια διακριτό. Θα έδινε, έλεγε, εκατό δουκάτα, για να το είχε στα χέρια του κατά τη διάρκεια τής συνεδρίασης τής 16ης Οκτωβρίου (Laurent 1971: 330 σημ. 6).

[←96]

Βλέπε Gill, Acta, σελ. 87:
«Γαληνότατε αυτοκράτορα, το σύμβολο τής εβδόμης συνόδου που παρουσιάστηκε από εμάς υπάρχει σε πολύ παλαιό βιβλίο, και είναι αδύνατο να υπονοηθεί ότι έχει γίνει κάποια αλλαγή σε αυτό»
(Γαληνότατε βασιλεῦ, τό προκομισθέν παρ΄ ἡμῶν σύμβολον ἐν τῇ ἑβδόμῃ συνόδῳ ἐστί ἐν βιβλίῳ παλαιοτάτῳ, καί ἀδύνατον ὑπονοῆσαι γενέσθαι τινά ἐναλλαγήν ἐν αὐτῷ).
Κατά τον Laurent 1971: 331 σημ. 7, «ήταν προφανές ότι έμπαιναν σε κακή περίπτωση και σύμφωνα με τον Scholarios, Œuvres, III, σελ. 52, συγγραφέας πρέπει να ήταν ο Ρόδου Ανδρέας. Οι Γραικοί, που γνώριζαν τον τρόπο έκφρασης τού πατριάρχη Ταράσιου (προέδρου τής 7ης Οικουμενικής Συνόδου Νικαίας), θα είχαν γελάσει δυνατά και οι κοροϊδίες τους θα είχαν τόσο ντροπιάσει τούς Λατίνους, που θα είχαν αποκλείσει τον Ανδρέα από τον αριθμό των ομιλητών. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, επειδή τον βλέπουμε να μιλάει στις επόμενες συνεδριάσεις. Ωστόσο παραμένει το γεγονός, ότι αυτό το ατυχές περιστατικό ενίσχυσε μεταξύ των Γραικών την πεποίθηση, ότι τα ευνοϊκά για το Filioque γραπτά των Λατίνων Πατέρων ήσαν πλαστά, όπως και τα πρακτικά των Οικουμενικὠν Συνόδων που είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα τους. Στην καλύτερη περίπτωση, φαινόταν συνετό για τούς Γραικούς να τα αγνοούν». Ακολουθεί η θέση τού Μάρκου Εφέσου στο Petit, Documents, XIII, σελ. 438-439:
«Τις απόψεις των δυτικών πατέρων και διδασκάλων, οι οποίες παραχωρούν την ευθύνη για το Άγιο Πνεύμα στον Υιό, ούτε τις γνωρίζω (γιατί ποτέ δεν μεταφράστηκαν στη δική μας γλώσσα, ούτε εξετάστηκαν σε οικουμενικές συνόδους), ούτε τις δέχομαι, θεωρώντας ότι είναι παραποιημένες και πλαστές, για πολλούς άλλους λόγους, αλλά και επειδή χτες και πιο πριν παρουσιάστηκε από αυτούς βιβλίο τής έβδομης οικουμενικής συνόδου, που περιείχε την απόφαση μαζί με την προσθήκη στο σύμβολο. Γνωρίζουν οι τότε παρόντες πόση ντροπή έπεσε πάνω σε εκείνους, όταν διαβάστηκε αυτό το βιβλίο. Αλλά ούτε αντίθετα με τις οικουμενικές συνόδους και τα κοινά τους δόγματα, ούτε καθόλου ασύμφωνα με τούς ανατολικούς διδασκάλους έγραψαν οι Πατέρες εκείνοι, ούτε ανακόλουθα με εκείνους, όπως αποδεικνύεται από άλλα πολλά δικά τους ρητά. Γι’ αυτό αρνούμαι τις τέτοιες επικίνδυνες απόψεις για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος, και συμφωνώντας με τον Άγιο Δαμασκηνό, δεν λέω «ἑκ τού Υιού το Πνεύμα», ακόμη κι αν άλλος νομίζει ότι αυτό λέει [ο άγιος], ούτε θεωρώ τον Υιό αίτιο ούτε προβολέα τού Αγίου Πνεύματος, για να μην υπάρχει δεύτερος αίτιος στην Αγία Τριάδα και στο εξής να αναγνωρίζονται δύο αίτιοι και δύο αρχές. Γιατί εδώ δεν είναι ουσιώδες το αίτιο, ώστε να είναι κοινό και στα τρία πρόσωπα, και γι’ αυτό οι Λατίνοι σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο δεν θα αποφύγουν τις δύο αρχές, όσο θεωρούν τον Υιό αρχή τού Αγίου Πνεύματος. Γιατί η αρχή είναι κάτι προσωπικό και ξεχωρίζει τα πρόσωπα»
(Τάς δέ τῶν δυτικῶν πατέρων καί διδασκάλων φωνάς, αἵ τήν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τῷ Υἱῷ διδόασιν, οὔτε γνωρίζω (καί γάρ οὐδέ μετεβλήθησάν ποτέ πρός τήν ἡμετέραν γλῶτταν, οὐδ΄ ὑπό τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐδοκιμάσθησαν), οὔτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ὅτι διεφθαρμέναι εἰσί καί παρἐγγραπτοι διά τε πολλῶν ἄλλων καί διά τοῦ χθές καί πρώην προενεχθέντος παρ΄ αὐτῶν βιβλίου τῆς οἰκουμενικῆς ἑβδόμης συνόδου τόν ὅρον ἔχοντος μετά τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης· ὅπερ ἀναγνωσθέν, ὁπόσην αὐτῶν αἰσχύνην κατέχεεν, ἴσασιν οἱ τότε παρόντες. Ἀλλ΄ οὐδ΄ ἄν ἐναντία ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις καί τοῖς κοινοῖς αὐτῶν δόγμασιν, οὐδ΄ ἄν ὅλως ἀσύμφωνα τοῖς ἀνατολικοῖς διδασκάλοις ἔγραψαν οἱ Πατέρες ἐκεῖνοι, οὐδέ αὐτοῖς ἀνακόλουθα, καθάπερ δι΄ ἄλλων πολλῶν ἐκείνων ῥητῶν ἀποδείκνυται. Διά τοῦτο τάς τοιαύτας ἐπικινδύνους φωνάς περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπορεύσεως ἀθετῶ, καί συμφωνῶν τῷ ἁγίῳ Δαμασκηνῷ, ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα οὐ λέγω, κἄν ὁστισοῦν ἕτερος τοῦτο λέγειν δοκῇ, οὔτε λέγω τόν Υἱόν τοῦ Πνεύματος αἴτιον οὐδέ προβολέα, ἵνα μή δεύτερος αἴτιος ἐν τῇ Τριάδι κἀντεῦθεν δύο αἴτιοι καί δύο ἀρχαί γνωρισθῶσιν· οὐδέ γάρ οὐσιῶδες ἐνταῦθα τό αἴτιον, ἵνα κοινόν καί ἕν τοῖς τρισί προσώποις ὑπάρχῃ, καί διά τοῦτο τάς δύο ἀρχάς οὐδαμῇ οὐδαμῶς οἱ Λατῖνοι φεύξονται, μέχρις ἄν τόν Υἱόν λέγωσιν ἀρχήν τοῦ Πνεύματος· ἡ δέ ἀρχή προσωπικόν ὑπάρχει καί διακρῖνον τά πρόσωπα).

[←97]

Βλέπε Gill, Acta, σελ. 87:
ἔχομεν δέ καί ἱστορικόν ἄνδρα παλαιόν καί σοφόν γεγραφότα περί πολλῶν ἄλλων, καί δέ καί περί τούτου διειληφότα, ὅτι τό σύμβολον οὕτως ἐξετέθη καί ἀναγνώσθη παρά τῆς ἑβδόμης συνόδου· καί συνιστῶμεν τοῦτο καί ἀπό τῶν ἐκείνου φωνῶν.

Κατά τον Laurent 1971: 332 σημ. 1, ο Τσεζαρίνι το έθεσε έτσι:
«Έχουμε προσθέσει…, και δεν νομίζω ότι αυτό είναι σφάλμα ή λάθος τού γραφέα, επειδή το Χρονικό τού Μαρτίνου, που έχει ήδη εκδοθεί, λέει ότι στην 7η Σύνοδο προστέθηκε αυτό το στοιχείο “Και εκ τού Υιού”»
(Adiecimus…, ne putet hoc factum culpa vel errore scriptoris, quoniam Chronica Martiniana quae iamdiu edita est narrat qualiter in concilio VII fuit addita illa particule “Filioque”).
Το εν λόγω Χρονικό τού Μαρτίνου ήταν το Χρονικό Ποντιφήκων και Αυτοκρατόρων (Chronicon pontificum et imperatorum) τού Μάρτιν φον Τρόππαου (Martinus Oppaviensis), που πέθανε ως αρχιεπίσκοπος τού Γκνιέζνο τής Πολωνίας το 1278. Το απόσπασμα που ανέφερε πιο πάνω ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι είναι το εξής:
«…στη δεύτερη σύνοδο Νικαίας 350 αγίων πατέρων, όπου επιβεβαιώθηκε, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό»
(… secunda synodus Nicaena 350 sanctorum patrum, in qua affirmatum est Spiritum Sanctum a Patre et Filio procedere).
Σύμφωνα με τον επιμελητή τής έκδοσης, το τμήμα σε πλάγια γράμματα, δηλαδή το εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό (a Patre et Filio procedere), θα αναπαρήγαγε την πηγή που χρησιμοποίησε ο χρονικογράφος μόνο σύμφωνα με την έννοια τού χωρίου που αναφέρεται εδώ, όπου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το Filioque. Όμως στην κριτική αναθεώρηση στην οποία αναφέρεται ο Τσεζαρίνι πρέπει να υπήρχε. Ο ίδιος συγγραφέας θα αναφερθεί, σε άλλη περίπτωση, από τον Χουάν ντε Τορκεμάδα.

[←98]

Θωμάς Ακινάτης (Thomas Aquinas, 1224-1274): Δομινικανός θεολόγος. Στα ογκώδη έργα του περιλαμβάνεται η Summa Theologica, στην οποία αναπτύσσει συστηματικά τη θεολογία χρησιμοποιώντας τη φιλοσοφική σκέψη τού Αριστοτέλη. Το έργο αυτό έγινε το θεμέλιο τού δυτικού σχολαστικισμού, που επηρέασε Ορθόδοξους συγγραφείς όπως ο Δημήτριος Κυδώνης, ο Πρόχωρος Κυδώνης και ο Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος. Ο ίδιος ο Ακινάτης επηρεάστηκε από τον ανατολικό θεολόγο Ιωάννη Δαμασκηνό. Κατά τον Laurent 1971: 332 σημ. 1, ο Γεμιστός αναφερόταν κυρίως στο Contra errores Graecorum (Εναντίον των λαθών των Γραικών) τού Ακινάτη.

[←99]

Συρόπουλος 6.32: Ὅσοι δέ παρέτυχον τότε τῶν ἐκκρίτων Λατίνων καί τῶν ἐναρέτων μοναχῶν (πολλοί γάρ εἰσι παρ΄ ἐκείνοις τήν ὄντως μοναχικήν μετιόντες διαγωγήν), ὡς ἤκουσαν τούς ὅρους καί τά ἐπί τούτοις παρά τοῦ Ἐφέσου λεγόμενα, ἔλεγον ὅτι· ἡμεῖς οὔτε οἴδαμεν οὔτ΄ ἠκούσαμέν ποτε τά τοιαῦτα, οὐδέ οἱ διδάσκαλοι ἡμῶν ἐδίδαξαν ἡμᾶς περί τούτων. νῦν δέ ὁρῶμεν ὅτι οἱ Γραικοί λέγουσιν ὀρθώτερον ἤ ἡμεῖς, καί παντες τόν Ἐφέσου ἐθαύμαζον. οἱ δ΄ ἡμέτεροι ἐστεροῦντο τῶν ἀναγκαίων, καί οἱ μέν ἐπίπρασκον, οἱ δ΄ ἐνεχυρίαζον τά ἴδια μέχρι καί τῶν ἐνδυμάτων αὐτῶν· οὔπω γάρ ἦν μνήμη τοῦ σιτηρεσίου παρά τοῖς ὑπεσχημένοις λαμπράς ποιεῖν ἡμῖν τάς ἐξόδους. τῇ δέ ἑβδόμῃ καί δεκάτῃ ὀκτωβρίου συνήχθησαν οἱ ἐκλελεγμένοι ἐν τῷ σκευοφυλακίῳ τοῦ ἁγίου Φραγκίσκου, καί πρῶτον μέν ἐζήτησεν ὁ Ἰουλιανός καί ἔλαβεν ἀπό τῶν ἡμετέρων τά ῥητά τῶν ἁγίων τά κατά τήν ἕκτην καί δεκάτην ἐν τῇ συνόδῳ προσκομισθέντα ἐγγράφως, εἶτα ἀντεβλήθησαν καί ἐξητάσθησαν καί τά ἀπό στόματος εἰρημένα ἀφ΄ ἑκατέρου μέρους· οὕτω γάρ ἐτάχθη γίνεσθαι, ὁσάκις ἄν διάλεξις γένηται.

[←100]

Σύμφωνα με τον Δούκα, 31, οι Ενετοί θα βίωναν παρόμοια συναισθήματα, ύστερα από βυζαντινή λειτουργία στον Άγιο Μάρκο:
«Φύλαξε εσύ Κύριε άτρωτη την Εκκλησία σου από τα βέλη τού πονηρού. Ένωσέ την εσύ σ΄ ένα. Βγάλε εσύ τις διαφωνίες από τη μέση. Γιατί εμείς, που δεν είχαμε δει ποτέ Γραικούς, ούτε γνωρίζαμε τη δική τους λειτουργία, από αυτά που ακούγαμε, τούς θεωρούσαμε βαρβάρους. Τώρα γνωρίζουμε κι έχουμε πιστέψει ότι αυτοί είναι οι πρωτότοκοι γιοι τής εκκλησίας και ότι πνεύμα Θεού είναι εκείνο που μιλά μέσα τους»
(«κύριε, σύ φύλαξον τήν ἐκκλησίαν σου ἄτρωτον ἀπό τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ, σύ εἰς ἕν σύναψον, σύ τά σκάνδαλα ἐκ μέσου διάρρηξον· ἡμεῖς γάρ οἱ μήπω ἑωρακότες Γραικούς, οὔτε τήν αὐτῶν τάξιν εἰδότες, ἠκούομεν ἐξ ἄκρας φωνῆς καί ὡς βαρβάρους ἐλογιζόμεθα. νῦν δέ οἴδαμεν καί πεπιστεύκαμεν ὅτι οὗτοί εἰσιν οἱ πρωτότοκοι τῆς ἐκκλησίας υἱοί, καί πνεῦμα θεοῦ ἐστι τό λαλοῦν ἐν αὐτοῖς»).

[←101]

Ή μάλλον στις 18 Οκτωβρίου, όπως αποδεικνύεται από τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 88):
Τῇ ὀγδόῃ καί δεκατῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός ἐγένετο ἑτέρα συνάθροισις ἰδίᾳ ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου Φραγκίσκου.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα Λατινικά Πρακτικά, οι νοτάριοι έπρεπε να συναντηθούν στις 17 τού μηνός, τη δέκατη πέμπτη ώρα. Συνεπώς οι εργασίες ελέγχου μπορούσαν να αρχίσουν εκείνη την ημέρα και να συνεχιστούν την επόμενη. Μάλιστα ήταν κατανοητό, ότι οι επίτροποι που είχαν διορίστεί από τις δύο πλευρές θα συναντιούνταν ύστερα από κάθε συνεδρίαση, για να εξετάζουν τα χειρόγραφα που είχαν αναφερθεί την προηγούμενη μέρα και να συγκρίνουν τα κείμενα που είχαν συνταχθεί από τούς Λατίνους και τούς Γραικούς νοτάριους. Αυτές οι συναντήσεις, που πραγματοποιούνταν στο σκευοφυλάκιο τής εκκλησίας τού Αγίου Φραγκίσκου, ήσαν ιδιωτικές (Laurent 1971: 332 σημ. 3).

[←102]

Συρόπουλος 6.33: Ἀναγνωσθέντων τοίνυν τῶν ὅρων, ἐπεί ἔγνωσαν οἱ Λατῖνοι ὅτι πολλοί τῶν ἰδίων ἐσκανδαλίσθησαν ὡς εἴρηται, ἐσπούδασαν εὐθύς γενέσθαι συνέλευσιν· καί γενομένης ἀπολογίας ἤ μᾶλλον εἰπεῖν μακρολογίας συνέρραψαν πρός τούς ὅρους καί τούς λόγους τοῦ Ἐφέσου, ἅς καί ἐμακρηγόρησεν ὁ Ῥόδου, ἵνα τάς τῶν πολλῶν καταντλήσῃ ἀκοάς. τετάρτη δέ ἦν ἡ τοιαύτη συνέλευσις, ὅτε μετά τῶν ἄλλων καί συνόδους προεκόμιζε, μίαν μέν ἐν Τολέτῳ συστᾶσαν, ἑτέραν δέ οὐκ οἶδα ὅπου, ἀναθέματι καθυποβαλούσας τούς μή στέργοντας τήν ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκην, καί ἕτερα πολλά εἶπεν ὑπέρ συστάσεως μέν τῆς ἰδίας αὐτῶν Ἐκκλησίας, μέμψεως δέ τῆς ἡμετέρας.

[←103]

Όπως συμφωνούν τα Ελληνικά και τα Λατινικά Πρακτικά, η τέταρτη συνεδρίαση πραγματοποιήθηκε στις 20 Οκτωβρίου. Κατ΄ αυτήν ο Ρόδου Ανδρέας άρχισε την απάντηση-ποταμό στον Mάρκο Εφέσου. Σημειώστε επίσης ότι η αντίκρουση τού Ανδρέα έγινε σε δύο συνεδριάσεις (duas collationes, όπως δηλώνει ο Αντρέ ντε Σάντα Κρότσε), όχι σε τρεις. Συνεπώς ο Συρόπουλος χωρίζει τη συνεδρίαση τής 20ής τού μηνός και δημιουργεί λανθασμένα μια τέταρτη και μια πέμπτη συνεδρίαση, παραμορφώνοντας έτσι την αρίθμηση των δημοσίων συνεδριάσεων. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο καρδινάλιος Αλμπεργκάτι, που είχε σταλεί ως λεγάτος στη Γερμανία, δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν από τον Οκτώβριο τού 1438 μέχρι τον Φεβρουάριο τού 1439 (Laurent 1971: 333 σημ. 4).

[←104]

Στο κείμενο, ἐν Τολέτῳ. Στον Creyghton 1660, ἐν τῷ λετῷ. Η τρίτη σύνοδος τού Τολέδο (589) σηματοδότησε την είσοδο τής Βισηγοτθικής Ισπανίας στην Καθολική Εκκλησία και την προσθήκη τού “καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ” (filioque) στο σύμβολο τής πίστεως τής Δυτικής Χριστιανοσύνης. Η σύνοδος θέσπισε επίσης περιορισμούς για τούς Εβραίους, ενώ ο προσηλυτισμός τής χώρας στον χριστιανισμό οδήγησε σε επανειλημμένες διώξεις των Εβραίων. Κατά τον Laurent 1971: 334 σημ. 1, ούτε τα Ελληνικά ούτε τα Λατινικά Πρακτικά την αναφέρουν και δεν μπορεί να ειπωθεί για ποια από τις πολλές Συνόδους τού Τολέδο πρόκειται εδώ. Πιθανότατα ήταν εκείνη τού 589, η τρίτη, η οποία αναθεμάτιζε για πρώτη φορά εκείνους που αρνούνταν να πιστέψουν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι αυτή η σύνοδος εφάρμοσε ή διέταξε την προσθήκη. Σε κάθε περίπτωση, ο Συρόπουλος πρέπει να κάνει λάθος δηλώνοντας ότι η εν λόγω σύνοδος αναθεμάτισε εκείνους που αρνούνταν την προσθήκη στο Σύμβολο τής Πίστεως.

[←105]

Κατά τον Laurent 1971: 334 σημ. 2, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία για την Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο τού 869. Στη σύνοδο εκείνην αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής τής τέταρτης συνεδρίασης. Ο Laurent ό.π., παραπέμπει στα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 90, 91), όπου όμως διαβάζουμε τον Μάρκο Εφέσου να λέει τα αντίθετα:
«Εφέσου: Εκείνο που απαντήσαμε, αυτό λέμε και τώρα: ότι τίποτε δεν θα μάς εμποδίσει να παρουσιάσουμε κάποιο βιβλίο, όταν υπάρχει ανάγκη. Το να παρουσιάσουμε όμως κάποιο που λείπει από εμάς, είναι δύσκολο. Το συγκεκριμένο βιβλίο δεν είναι εύκολο να το παρουσιάσουμε. Αν το είχαμε, δεν θα υπήρχε ανάγκη να συναριθμήσουμε στις οικουμενικές άλλη σύνοδο, η οποία όχι μόνο δεν έγινε καθόλου αποδεκτή, αλλά ακυρώθηκε κιόλας. Γιατί αυτή η σύνοδος στην οποία αναφέρεσαι περιλαμβάνει αποφάσεις εναντίον τού Φώτιου την εποχή τού πάπα Νικόλαου και τού πάπα Αδριανού. Ύστερα από αυτά έγινε άλλη σύνοδος, η οποία αποκατέστησε τον Φώτιο. Αυτή η σύνοδος έγινε την εποχή τού πάπα Ιωάννη και αποκατέστησε τον Φώτιο και ακύρωσε την προηγούμενη σύνοδο. Τού οποίου πάπα Ιωάννη υπάρχουν επιστολές υπέρ τού Φώτιου. Η σύνοδος αυτή ονομάστηκε και ογδόη σύνοδος. Συζήτησε αυτή η σύνοδος και για την προσθήκη στο σύμβολο και αποφάσισε να βγει [η προσθήκη] εντελώς. Και νομίζουμε ότι ούτε εσείς αγνοείτε ούτε τη σύνοδο ούτε τις επιστολές τού πάπα Ιωάννη. Και επειδή ακυρώθηκαν τα [πρακτικά] τής συνόδου εκείνης, δεν είναι δίκαιο να ζητάμε αυτήν, αλλά [είναι] πολύ καλύτερο [να ζητάμε] την μετά από αυτήν. Από τότε λοιπόν μέχρι τώρα έτσι διαβάζεται [το σύμβολο] στη μεγάλη εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης. Όλα [όσα γράφηκαν] εναντίον των αγίων πατριαρχών Φώτιου και Ιγνάτιου είναι αναθεματισμένα. Γι’ αυτό εκείνα που ακυρώθηκαν δεν πρέπει να παρουσιάζονται εδώ»
(Ο Εφεσου. Ὅ ἀπεκρινάμεθα, τοῦτο καί νῦν λέγομεν· ὅτι οὐδέν θέλει ἐμποδισθῆναι, νά δείξωμεν βιβλίον, ὅταν ἔνι χρεία. τό δέ νά δώσωμεν νά λείπῃ ἀφ΄ ἡμῶν ἔνι δύσκολον· περί δέ τοῦ βιβλίου τούτου, οὐδέν έστιν εὔκολον νά τό δώσωμεν. εἰ δέ καί είχομέν το, οὐδέν ἔχομεν ἀνάγκην ἵνα συναριθμήσωμεν ταῖς οἰκουμενικαῖς ἄλλην σύνοδον, ἥτις οὐδέ ἐστέρχθη ὅλως, ἀλλά μᾶλλον ἠκυρώθη. αὕτη γάρ ἡ σύνοδος ἥν λέγεις ἔχει πράξεις κατά τοῦ Φωτίου ἐν τῷ καιρῷ τοῦ πάπα Νικολάου καί τοῦ πάπα Ἀδριανοῦ. μετά ταῦτα ἐγένετο ἄλλη σύνοδος ἥτις ἀνώρθωσε τόν Φώτιον. αὐτή ἡ σύνοδος ἐγένετο ἐπί τοῦ πάπα Ἰωάννου καί ἀνώρθωσε τόν Φώτιον καί ἠκύρωσε τήν πρώτην σύνοδον· οὗ τινος πάπα Ἰωάννου εὑρίσκονται ἐπιστολαί ὑπέρ τοῦ Φωτίου, ἥτις ὠνομάσθη καί ὀγδόη σύνοδος. ἐζήτησε δέ ἡ σύνοδος αὕτη καί περί τῆς προσθήκης τοῦ συμβόλου, καί ἔκρινεν ἵνα ἐξαιρεθῇ παντελῶς. καί νομίζομεν ὅτι οὐδέ ὑμεῖς ἀγνοεῖτε οὔτε τήν σύνοδον οὔτε τάς ἐπιστολάς τοῦ πάπα Ἰωάννου. καί ἐπειδή ἠκυρώθησαν τά τῆς συνόδου ἐκείνης, οὐδέν ἐστι δίκαιον ἵνα ζητῶμεν αὐτήν, ἀλλά τήν μετ΄ αὐτήν μάλιστα. ἀπό τότε γοῦν μέχρι τοῦ νῦν ἀναγινώσκεται ἐν τῇ μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως οὕτως· Ἅπαντα τά κατά τῶν ἁγίων πατριαρχῶν Φωτίου καί Ἰγνατίου, ἀνάθεμα. διά τοῦτο ἅπερ ἀνετράπησαν οὐδέν πρέπει ἵνα ἔλθωσιν εἰς τό μέσον).
Ο Laurent ό.π., συνεχίζει: «Ο Συρόπουλος δεν μπορούσε να επηρεάσει τη συνεδρίαση αφού δεν θυμόταν τη σύνοδο. Πρέπει να ήταν λατινική σύνοδος. Οι δυτικοί θεολογούντες τού Μεσαίωνα δεν συμφωνούν για τη σύνοδο που έκανε την προσθήκη τού Filioque στο Σύμβολο τής Πίστεως. Το Contra Graecos, ανώνυμο έργο που ολοκληρώθηκε το 1252 και γνώρισε αναβίωση τής τύχης του κατά τη διάρκεια τής Συνόδου τής Φλωρεντίας, είναι τόσο διακριτικό σε αυτό το σημείο, όσο και ο Συρόπουλος. Για τον συγγραφέα του θα ήταν επίσης δυτική σύνοδος, χωρίς περισσότερα, η οποία, με την εξουσιοδότηση τού πάπα, θα είχε κάνει την προσθήκη που ενοχοποιείται από τούς Γραικούς. Είναι πιθανό ο ομιλητής τής τέταρτης συνεδρίασης να μην ήταν πιο συγκεκριμένος. Ωστόσο, αν πιστέψουμε την εκδοχή Β τού χειρογράφου, θα είχε αναφέρει δεδομένα που περιέχονται σε άλλη ιστορία, την οποία μπορούσε να γνωρίζει καλά. Ο συγγραφέας, Δομινικανός τής Ανατολής, δηλώνει μάλιστα, ότι έχει βρει σε συλλογή κανόνων στη Φιλαδέλφεια τής Λυδίας, την επιβεβαίωση ότι η προσθήκη είχε γίνει από λατερανή σύνοδο, την εποχή τού πάπα Αδριανού, τού πατριάρχη Ευθύμιου Α΄ (907-912) και τού αυτοκράτορα Ρωμανού Α΄ (920-944). Αυτός ο μη φυσιολογικός συγχρονισμός θα υποδείκνυε τη Σύνοδο Ρώμης τού 964, πράγμα που δεν μπορεί να ισχύει. Σημειώστε επίσης ότι μια άλλη βυζαντινή παράδοση, την οποία αναπαρήγαγε ο Βυζαντινός λόγιος Αλέξιος Αριστηνός, απέδιδε στον πάπα Δαμάσιο Α΄ και σε Ρωμαϊκή Σύνοδο (τού Λατερανού το 380;) την πρωτοβουλία για την προσθήκη».

[←106]

Συρόπουλος 6.34: Τῇ δέ εἰκοστῇ τοῦ ὀκτωβριου, ἡμέρᾳ δευτέρᾳ, ἐγένετο συνέλευσις πἐμπτη. καί εἶπεν ὁ Ῥοδου Ἀνδρέας πάλιν ἀπολογίας πρός τά παρά τοῦ Ἐφέσου εἰρημένα, ἅς οὐδέ ἔφθασε τελειῶσαι, διαλυθέντος τοῦ συλλόγου· ἐτάχθη δέ ἵνα ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει ἀναπληρῶσαι αὐτάς. ἀλλ΄ ἐπειδή οἱ ἡμέτεροι ἐπιέζοντο ὑπό τῆς ἐνδείας (τό γάρ σιτηρέσιον ἐκρατήθη ἐπέκεινα τῶν τεσσάρων μηνῶν παρωχηκότων, καθ΄ οὕς οὐ δεδώκασι τό τυχόν), καί στερουμένων πάντων καί δυσχεραινόντων τῷ πολλάκις μέν ζητῆσαι, ἀποπεμφθῆναι δέ, μόλις μετά τήν πέμπτην διάλεξιν, ὅτε ἐν τῇ παρούσῃ καταστάσει τῶν λόγων γεγόναμεν, δεδώκασιν ἡμῖν ὑπέρ δύο μηνῶν παρελθόντων ἤγουν τοῦ τετάρτου καί τοῦ πέμπτου μηνιαίου σιτηρεσίου κατά τήν πρώτην καί εἰκοστήν τοῦ ὀκτωβρίου φλωρία χίλια διακόσια δέκα ὀκτώ.

[←107]

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω (σημ. 69), αυτή η συνεδρίαση δεν είναι η πέμπτη, αλλά η τέταρτη. Στην πραγματικότητα ο Ρόδου Ανδρέας υποχρεώθηκε να αναβάλει για την επόμενη συνεδρίαση τη συνέχιση τής ομιλίας του. Τα Λατινικά Πρακτικά δηλώνουν ότι δεν αναφέρουν τα κείμενα των δύο αυτών συνεδριάσεων, «επειδή επισήμως δεν είχαν συλλεγεί» (quia formaliter collecte non fuere) (Laurent 1971: 335 σημ. 3).

[←108]

Συρόπουλος 6.35: Τῇ δέ πέμπτῃ καί εἰκοστῇ τοῦ ὀκτωβρίου, ἡμέρᾳ σαββάτῳ, ἐγένετο συνέλευσις ἕκτη, καί συνῆψεν ὁ Ῥόδου τήν ἀπολογίαν, ἥν ἐν τῇ προλαβούσῃ ὁμιλίᾳ οὐκ ἔφθασε τελειῶσαι, καί εἰς πολύ πλάτος λόγων ἐνέπεσεν καί ῥητά ἁγίων προεκόμιζεν εἰς σύστασιν τῶν ἑαυτοῦ λόγων, ὅτε μετά τῶν ἄλλων καί τό μέρος τῆς πρός Μαρῖνον ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Μαξίμου εἰς μέσον παρήγαγεν, ἐξαιτιώμενος διά τούτου τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ῥώμης, ὅτι καί κατά τούς καιρούς ἐκείνους ἦν ἡ προσθήκη ἐν τῷ συμβόλῳ, ὡς ὁ Μάξιμος μαρτυρεῖ· ὅμως ἡ ἀνατολική Ἐκκλησία ἡνωμένη ἦν μηδέν ἐγκαλοῦσα τήν δυτικήν, καί ἔσπευδεν ἀποδεῖξαι ὅτι οὐ διά τήν προσθήκην τό σχῖσμα γέγονεν, ἀλλά δι΄ ἄλλας αἰτίας. συνηγόρει δέ τούτῳ μεταξύ καί ὁ Ἰουλιανός, καί μόλις ἐν τῇ δευτέρᾳ συνελεύσει ἐκείνῃ τήν ὁμιλίαν ἑτελείωσεν ὁ Ἀνδρέας. ἡμεῖς δέ ὡς μέγα κέρδος ἐδεξάμεθα τό προενεγκεῖν ἐκείνους τήν τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἐπιστολήν· ἐδυσχεραίνομεν γάρ προενεγκεῖν αὐτήν, χρείας καλούσης, ἐπεί οὐχ ὁλόκληρος εὑρίσκεται ἡ ἐπιστολή· ἐπεί δέ παρ΄ ἐκείνων προεκομίσθη, ἐλέγομεν, ὅτι δεχθήσεται καί παρ΄ αὐτῶν, ὅτε παρ΄ ἡμῶν προκομισθῇ. ὡσαύτως ἥσθημεν καί ὅτε τό βιβλίον τῆς ἑβδόμης συνόδου μετά τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης προεκομίσθη· ἐλέγομεν γάρ καί ἐν τούτῳ, ὡς ἤδη ἔχομεν ἐλέγχειν αὐτούς ἐκ τούτου ὅτι ἐνοθεύθησαν καί τά ῥητά τῶν δυτικῶν ἁγίων.

[←109]

Πέμπτη συνεδρίαση σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 107-137. Τα Λατινικά Πρακτικά δεν αναφέρουν αυτή τη συνεδρίαση (Laurent 1971: 335 σημ. 4).

[←110]

Τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, Ἴσον ἐπιστολῆς πρός τόν κύριον Μαρῖνον, τόν ἐπίσκοπον τῆς Κύπρου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἅπαντα, Patrologia Graeca, τόμος 91, 134-136. Βλέπε πιο κάτω, κεφ η΄ σημ. 9.

[←111]

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (βλέπε Gill, Acta, σελ. 132), ο Σεκουνδινός είχε αμφισβητήσει κατά τη διάρκεια τής συνεδρίασης την ερμηνεία που είχε δώσει ο Ρόδου Ανδρέας για τα λόγια τού Αγίου Μαξίμου. Επίσης είχε επισημάνει, ότι μια άλλη παραπομπή που είχε αποδοθεί, προφανώς από τον ομιλητή, στον Άγιο Μάξιμο, δεν ήταν από αυτόν τον διδάσκαλο αλλά από έναν συγγραφέα μετά το σχίσμα (από τον Φώτιο) (Laurent 1971: 335 σημ. 6):
«Την οποία, επειδή διαβάστηκε στα ελληνικά, ο Ρόδου μετέφρασε στον πάπα στα λατινικά. Τότε ο διερμηνέας Νικόλαος Σεκουνδινός σηκώθηκε, κατ’ απαίτηση των μητροπολιτών, όπως έλεγε, και είπε στον Ρόδου. Νικόλ.: Πάτερ, δεν μετέφρασες σωστά το ρητό, όταν αναφέρεις ότι οι Ρωμαίοι μίαν αρχήν τού Αγίου Πνεύματος γνωρίζουν. Γιατί δεν λέει αυτό ο Άγιος Μάξιμος, αλλά ότι δεν θεωρούν τον Υιό ως αιτία τού Αγίου Πνεύματος. Ύστερα συνεχίζει: Γιατί μίαν ουσία γνωρίζουν τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος: τον Πατέρα. Ρόδου: Αυτά είναι αρκετά για το εδώ ζήτημα. Σε άλλη [συνεδρίαση] θα εξετάσουμε και θα αποδείξουμε ότι ο άγιος οδηγεί στο ίδιο νόημα. Γιατί προς το παρόν μάς αρκεί ότι ο μακάριος Μάξιμος λέγει ότι αδίκως κατηγορούνται οι δυτικοί. Στη συνέχεια διαβάστηκε κι ένα άλλο ρητό, όπως θέλησε ο Ρόδου, ενώ πάλι σηκώθηκε ο Νικόλαος και είπε: Νικόλ.: Να ξέρετε, σεβασμιότατοι πατέρες, ότι εκείνο που διαβάστηκε μετά την επιστολή δεν είναι τού Μάξιμου, αν και έχει αποσιωπηθεί το όνομα εκείνου που το έκανε, αλλά είναι κάποιου άλλου, που έγραψε τέτοια πράγματα μετά το σχίσμα»
(Ἧς ἀναγνωσθείσης ἑλληνιστί, ὁ Ῥόδου λατινικῶς πρός τόν πάπαν ἡρμήνευσεν. ἐφ΄ οἷς Νικόλαος ἑρμηνεύς ὁ Σεκουνδινός ἀνέστη βουλήσει τῶν μητροπολιτῶν, ὡς ἔλεγε, καί εἶπε πρός τόν Ῥόδου. νικολ. Οὐ καλῶς ἡρμήνευσας, πάτερ, τό ῥητόν, ἐν οἷς λέγεις τόν ἅγιον λέγοντα, μίαν εἰδέναι τούς Ῥωμαίους ἀρχήν τοῦ Πνεύματος· οὐχ οὕτω γάρ φησιν ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀλλ΄ ὅτι τόν Υἱόν οὐ ποιοῦσιν αἰτίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος· εἶτα ἐπάγει· Μίαν γάρ ἴσασιν αἰτίαν Υἱοῦ καί Πνεύματος τόν Πατέρα. ο ρόδου. Ἀρκεῖ τά περί τούτου, ἐν ἄλλοις σκεψόμεθα καί ἀποδείξομεν εἰς τήν αὐτήν ἔννοιαν τόν ἅγιον φέροντα. ἀρκεῖ γάρ ἡμῖν κατά τό παρόν τόν μακάριον Μάξιμον λέγειν ἀδίκως τούς δυτικούς ἐγκαλεῖσθαι. Μετά ταῦτα ἀνεγνώσθη και ἄλλο τι ῥητόν, ὡς ὁ Ῥόδου ἠθέλησε, καί πάλιν ἀνέστη ὁ Νικόλαος, καί φησι. νικολ. Γινώσκετε, πατέρες αἰδεσιμώτατοι, ὅτι τό μετά τήν ἐπιστολήν ἑφεξῆς ἀναγνωσθέν οὐκ ἔστι τοῦ Μαξίμου, εἰ καί τοῦ πεποιηκότος τό ὄνομα σεσιώπηται, ἀλλ΄ ἔστιν ἑτέρου τινός μετά τό σχίσμα τοιαῦτα συγγράψαντος).

[←112]

Συρόπουλος 6.36: Ἀλλ΄ ὅτε πάλιν ἐν τῷ σκευοφυλακίῳ τοῦ ἁγίου Φραγκίσκου συνήχθησαν, ἐδοκίμασαν ἐκείνους οἱ ἡμέτεροι περί τῆς ἐπιστολῆς καί εἶπον πρός αὐτούς· εἰ στέργεται παρ΄ ὑμῶν αὕτη ἡ ἐπιστολή, εὐκόλως προβήσεται καί ἡ ἕνωσις. ἀπηγόρευσαν οὖν ταύτην οἱ Λατῖνοι, εἰπόντες ὅτι· ἡμεῖς ἐσκώψαμεν καί τόν Ῥοδου ἕνεκεν αὐτῆς, ὅτι παρά γνώμην ἡμῶν προκεκόμικε ταύτην· οὐ γάρ στέργομεν αὐτήν, ἐπεί οὐδέ ὁλόκληρος εὑρίσκεται. περί δέ τοῦ βιβλίου τῶν πρακτικῶν τοῦ ἔχοντος τό σύμβολον μετά τῆς προσθήκης οὐκέτι ἐμνήσθησαν, καίτοι ἐν τοῖς ἄλλοις περί τῶν αὐτῶν πολλάκις τά αὐτά λέγοντές τε καί ἐπαναλαμβάνοντες.

[←113]

Μια πρώτη ιδιωτική συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 24 Οκτωβρίου, για να συγκεντρωθούν και να εξεταστούν τα κείμενα που είχαν δοθεί στην προηγούμενη συνεδρίαση (Laurent 1971: 336 σημ. 1).

[←114]

Ο Laurent 1971: 336 σημ. 2, σημειώνει ότι παρ΄ όλα αυτά η επιστολή παρουσιάστηκε στη συνέχεια στους Λατίνους, ως ακρογωνιαίος λίθος τής ορθοδοξίας των Γραικών σε θέματα τριαδικού δόγματος.

[←115]

Συρόπουλος 6.37: Ἐν ὅσῳ δέ ἐγίνοντο αἱ διάλέξεις, συνήρχοντο ἐκ διαλειμμάτων οἱ ἡμέτεροι εἰς τόν πατριάρχην καί ἐγύμναζόν τινα ζητήματα, ἐπεί ὁ βασιλεύς ἀπεδήμει ἐκτός εἰς τό μοναστήριον καί ἔργον εἶχε τά κυνηγέσια. ἀρξαμένου δέ κἀμοῦ ἐν τοιούτῳ τινί καιρῷ εἰπεῖν τι πρός τό ζητούμενον, εἶπέ μοι εὐθύς ὁ Νικαίας· εἰ μέν τῶν ἐκλελεγμένων ὑπάρχεις, εἰπέ· εἰ δ΄ οὐχ ὑπάρχεις, μή λέγε τι. ἔφην δ΄ ἐγώ, ὡς· ἐπεί οὔτε ἐνταῦθα οὔτε ἐν ταῖς συνόδοις ἔχομεν ἄδειαν εἰπεῖν τι, περισσόν ἐστιν εἶναι ἡμᾶς ᾧδε. δότωσαν ἡμῖν ἄδειαν ἀπελθεῖν οἴκαδε· εἰ δέ καρτεροῦμεν σιωπῶντες, ὡς καί αὐτός θέλεις, σύ μέν ἴσως κατασκευάσεις καί ἐρεῖς ὡς βούλει τήν σήν ἀπόφασιν, ἡμεῖς δέ ἀσύμφωνοι εὑρεθησόμεθα· καί ἄλλοτε γάρ ἐν τῇ συνόδῳ εἰπόντος μού τι πρός ἀνάμνησιν τῷ Ἐφέσου, ἔφη ὁ Νικαίας· οὐ θέλομεν λέγειν ἐνταῦθά τινα πλήν τῶν ἐκλελεγμένων.

[←116]

Έκτη κατά τα Ελληνικά και τα Λατινικά Πρακτικά. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 138-156 (Laurent 1971: 336 σημ. 3).

[←117]

Συρόπουλος 6.38: Τῇ δέ πρώτῃ τοῦ νοεμβρίου ἡμέρᾳ σαββάτῳ γέγονε συνέλευσις ἑβδόμη καί διεξῆλθε τήν διάλεξιν ὁ Νικαίας, ἀνασκευάσας τά εἰρημένα παρά τοῦ Ἀνδρέου γενναίως καί λογικῶς· ταῦτα δέ πάντα ἦσαν μεμελητημένα καί ἐσχεδιασμένα παρά τοῦ διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου, δόντος αὐτοῦ ταῦτα τῷ βασιλεῖ καί αὐτοῦ αὖ τῷ Νικαίας, ὅς καί ἀπεστομάτισεν αὐτά· καί εἰς πολύ μῆκος ἐκτεταμένων τῶν λόγων, διέκοψε τήν ὁμιλίαν ταμιευσάμενος τά ἐναπολειφθέντα ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει.

[←118]

Ο Σχολάριος, Œuvres, II, 258-15 επιβεβαιώνει εδώ τον Συρόπουλο, προσθέτοντας με κάποια κακία ότι ο αυτοκράτορας ανέθεσε στον Βησσαρίωνα να αποστηθίσει και να εκφωνήσει τη δική του ομιλία:
«Εγώ ήμουν ο πατέρας τής ομιλίας τού Νικαίας. Γιατί εγώ ήμουν εκείνος που έδωσε στον αυτοκράτορα τις απαντήσεις προς τον [επίσκοπο] Ρόδου. Κι εκείνος πρόσταξε τον Νικαίας να τις πει. Και τις είπε, αν και δεν τις είχε απομνημονεύσει πολύ καλά»
(τῶν τοῦ Νικαίας λόγων ὁ πατήρ ἦν ἐγώ· ἐτύγχανον γάρ ἐγώ τῷ βασιλεῖ τάς πρός τόν Ῥόδου δεδωκώς ἀποκρίσεις· ὁ δέ ταύτας τόν Νικαίας λέγειν ἐκέλευσε· καί εἶπεν, οὐδέ πάνυ καλῶς ἀπομνημονεύσας).
Αντιθέτως ο Βησσαρίων υπερηφανευόταν στον Αλέξιο Φιλανθρωπινό (Patrologia Graeca 156, 341C), ότι ο ίδιος είχε παράσχει τα κυριότερα επιχειρήματα:
«Προχωρώντας λοιπόν σε αυτό το ζήτημα, ενώ ακόμη βρισκόμασταν στις αρχές και τα προοίμια, θεωρούσαμε ότι εμείς επικρατούσαμε, και πραγματικά επικρατούσαμε. Γιατί τίποτε άξιο λόγου και σχετικό με αυτό το ζήτημα δεν απάντησαν σε εμάς οι Λατίνοι, με εκείνους να μιλούν εκτός τού προκειμένου ζητήματος και εμάς να αντιστεκόμαστε σε εκείνα [που έλεγαν] με μεγάλη ευκολία. Τότε νομίζω ότι τα ισχυρότερα επιχειρήματα που είπαν οι Γραικοί εγώ ήμουν εκείνος που τα βρήκε και τα είπε. Μέχρι που πήρε τον λόγο ο σε όλα άριστος και θαυμαστός άνδρας, δόξα τού έθνους των Λατίνων και στολίδι τής φύσης, ο Ιουλιανός, ο πανάξιος καρδινάλιος τής αγίας Εκκλησίας των Ρωμαίων»
(Προχωροῦντες οὖν εἰς τοῦτο τό ζήτημα, ἔτι μέν περί τάς ἀρχάς ὄντες καί τά προοίμια, ἡμεῖς ἐδοκοῦμεν ἐπικρατεῖν, καί ὄντως ἐπεκρατοῦμεν· οὔπω γάρ ἡμῖν ἄξιόν τι λόγου καί πρός αὐτό τό πρᾶγμα παρά τῶν Λατίνων ἀπήντηκεν, ἔξω τοῦ προκειμένου ἐκείνων τε λεγόντων, ἡμῶν τε πρός ταῦτα ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος ἀνθισταμένων· ὅτε καί θαῥῥῶ λέγειν, τούς ἰσχυροτέρους τῶν παρά Γραικῶν εἰρημένων λόγων αὐτός ἦν ὁ καί εὑρών καί εἰπών. Ἕως τόν λόγον διεδέξατο ὁ πάντ΄ ἄριστος ἀνήρ καί θαυμάσιος, καί τοῦ Λατίνων γένους ἄγαλμα, καί κόσμος τῆς φύσεως, Ἰουλιανός ὁ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας Ῥωμαίων καρδινάλις ἀξιώτατος).

Κατά τον Laurent 1971: 337 σημ. 4, είναι επομένως πιο πιθανό να βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμη περίπτωση συνεργασίας.

[←119]

Έβδομη κατά τα Ελληνικά και τα Λατινικά Πρακτικά. Βλέπε Gill, Acta, σ. 156-160 (Laurent 1971: 337 σημ. 5).

[←120]

Συρόπουλος 6.39: Ὄθεν καί συνήλθομεν κατά τήν τετάρτην τοῦ νοεμβρίου ἡμέρᾳ τρίτῃ, καί ἀνεπλήρωσεν ὁ Νικαίας ὅσα οὐκ ἔφθασεν εἰπεῖν ἐν τῇ πρό ταύτης συνελεύσει καί ἀνέστρεψεν ὅσα εἶπεν ὁ Ἀνδρέας, καί εἰς πεῦσιν τόν λόγον προήγαγεν. ἠρώτησε γάρ, εἰ τά κωλύματα καί οἱ διορισμοί τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων πρός τό τῆς πίστεως σύμβολον ἀφορῶσιν ἤ πρός ἄλλο τι ἐξωτερικόν; καί ἐζήτησε πρός τοῦτο ἀπόκρισιν. ἀναστάντες δ΄ οἱ ἐκλελεγμένοι τῶν Λατίνων καί πλησιάσαντες τῷ πάπᾳ καί συνδιασκεψάμενοι ἐφ΄ ἱκανόν μετά τῶν καρδηναλίων καί τινων ἐπισκόπων, ἐκάθισαν· καί δέον ἀπολογηθῆναι πρός τήν ἐρώτησιν τοῦ Νικαίας ἤ καί πρός τούς λοιπούς αὐτοῦ λόγους· οἱ δέ οὐδέν ἀπεκρίναντο περί τούτου· μόλις δέ ποτε ὁ Ἀνδρέας ἀρξάμενος πρόσφορον μέν τι οὐδέν εἶπε, περιττολογίαις δέ κεναῖς συγχέας τό ἀκροατήριον καί τήν τεταγμένην ὥραν ἐπί ματαίῳ παρακρουσάμενος διέλυσε τόν σύλλογον.

[←121]

Όγδοη σύμφωνα με τα ίδια. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 161-176 (Laurent 1971: 338 σημ. 2).

[←122]

Συρόπουλος 6.40: Τῇ δέ ὀγδόῃ τοῦ νοεμβρίου, ἡμέρᾳ σαββάτῳ, γέγονε συνέλευσις ἐνάτη, καί εἶπεν ὁ ἐπίσκοπος Φρουλιένσης ἀντίρρησιν τῶν παρά τοῦ Νικαίας εἰρημένων, ἐγγράφως ταύτην κατέχων κἀκ τοῦ σχεδίου ὁρῶν καί λέγων ἡμῖν διά τοῦ ἑρμηνέως· ὅς καί πρός σύστασιν τῶν ἑαυτοῦ λόγων τόν Αὐγουστῖνον προεβάλλετο καί τόν Μποναβεντοῦραν.

[←123]

Ο επίσκοπος Φορλί Λοντοβίκο ντα Πιράνο. Ο Laurent 1971: 338 σημ. 2, επισημαίνει ότι ενώ τα Λατινικά Πρακτικά παρέχουν την ομιλία του αυτολεξεί και τα Ελληνικά Πρακτικά καταγράφουν το μεγαλύτερο μέρος της (βλέπε Gill, Acta, σελ. 161-176), ο Συρόπουλος δεν αναπαράγει τίποτε.

[←124]

Αυγουστίνος: Ο Άγιος Αυγουστίνος (354-430) υπήρξε θεολόγος τού οποίου τα γραπτά είχαν πολύ μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη τού δυτικού χριστιανισμού και τής δυτικής φιλοσοφίας. Ήταν επίσκοπος τού Hippo Regius (στην Αλγερία), στη ρωμαϊκή επαρχία τής Αφρικής. Γράφοντας την εποχή των Πατέρων τής Εκκλησίας, θεωρείται στη Δύση και ο ίδιος ως ένας από τούς σημαντικότερους Πατέρες. Όταν η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άρχισε ν΄ αποσυντίθεται, ο Αυγουστίνος ανέπτυξε την έννοια τής Καθολικής Εκκλησίας ως πνευματικής Πόλης τού Θεού. Οι σκέψεις του επηρέασαν βαθιά τη μεσαιωνική κοσμοθεωρία. Η Πόλη τού Θεού τού Αυγουστίνου ταυτιζόταν με το τμήμα τής Εκκλησίας που παρέμενε προσκολλημένο στην έννοια τής Αγίας Τριάδας, όπως αυτή οριζόταν από τη σύνοδο τής Νίκαιας και τη σύνοδο τής Κωνσταντινούπολης. Στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία πολλές από τις διδασκαλίες του δεν γίνονται δεκτές. Ωστόσο εξακολουθεί να θεωρείται άγιος.

[←125]

Μποναβεντούρα: Ο Άγιος Μποναβεντούρα (1221-1274) των Καθολικών, που γεννήθηκε ως Τζιοβάννι ντι Φιντάντσα, ήταν Ιταλός σχολαστικός θεολόγος και φιλόσοφος τού μεσαίωνα. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκλογή τού πάπα Γρηγορίου Ι΄, ο οποίος τον επιβράβευσε με τον τίτλο τού καρδινάλιου επισκόπου τού Άλμπανο και επέμεινε να είναι παρών στη Β΄ Σύνοδο τής Λυών το 1274. Εκεί, ύστερα από σημαντική συμβολή που οδήγησε στην «ένωση» τής ελληνικής και τής λατινικής εκκλησίας, ο Μποναβεντούρα πέθανε ξαφνικά και κάτω από ύποπτες συνθήκες. Μποναβεντούρα είναι επίσης η ονομασία που δίνεται στους συντάκτες σειράς μεσαιωνικών λατρευτικών έργων, τα οποία θεωρούνταν τότε λανθασμένα ως έργα τού Αγίου Μποναβεντούρα. Η ακριβής λοιπόν έννοια εκείνου που αναφέρει εδώ ο Συρόπουλος, προϋποθέτει την ανάλυση των επιχειρημάτων τού επισκόπου Φρουλιένσης. Κατά τον Laurent 1971: 338 σημ. 3, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο φυσιολογικό, από το ότι ένας Φραγκισκανός επικαλούνταν αυτόν τον δάσκαλο, τον οποίο βλέπουμε να παραθέτει αρκετές φορές.

[←126]

Ένατη σύμφωνα με τα Ελληνικά (Gill, Acta, σελ. 176-186) και τα Λατινικά Πρακτικά. Κατά την έναρξη τής συνεδρίασης ο Λοντοβίκο ντα Πιράνο ολοκλήρωσε την αντίκρουση των επιχειρημάτων τού Bησσαρίωνος και ο Τσεζαρίνι μίλησε αργότερα (Laurent 1971: 338 σημ. 4).

[←127]

Συρόπουλος 6.41: Πάλιν τῇ ἐνδεκάτῃ νοεμβρίου ἡμέρᾳ τρίτῃ ἐγένετο συνέλευσις δεκάτη, ἐν ᾗ κατεσκεύαζε καί συνεπέραινεν ὁ Ἰουλιανός, ὅτι· τά κωλύματα τῶν ὅρων ἑτέραν πίστιν κωλύουσι προσθεῖναι ἤγουν ἐναντίαν, οὐ μήν τήν αληθῆ οὐδέ τήν ἀνάπτυξιν· ἡ γάρ ἀνάπτυξις οὔκ ἐστι προσθήκη. καί ἀπῄτησεν ἵνα καταλείψωμεν τούς περί τοῦ οὐκ ἔξεστι προσθεῖναι λόγους καί χωρήσωμεν πρός τό· εἰ ἀληθές ἐστι τό καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα, εἴτε ψευδές; καί εἰ μέν ψευδές ἀποδειχθῇ, τότε ὁμολογήσει καί αὐτός, ὅτι ὄντως προσθήκη ἐστί τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ· εἰ δέ χρήσιμον φανῇ καί ἀληθές, ἔσται ἀνάπτυξις.

[←128]

Στις 14 Νοεμβρίου, τρεις ημέρες μετά την ομιλία τού Τσεζαρίνι, ο Ισίδωρος Κιέβου έγραψε μακρά αντίκρουση, βασισμένη σε 52 επιχειρήματα. Η ομιλία τού Τσεζαρίνι εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Βησσαρίωνα, που τον οδήγησε να εξετάσει πιο προσεκτικά και πιο αντικειμενικά τις δογματικές θέσεις των Λατίνων (Laurent 1971: 339 σημ. 5).

[←129]

Τα Ελληνικά Πρακτικά συμφωνούν με τον Συρόπουλο, αλλά τα Λατινικά Πρακτικά δίνουν αυτή τη σύνοδο ως δέκατη (Laurent 1971: 339 σημ. 6).

[←130]

Συρόπουλος 6.42: Τῇ ὀγδόῃ καί δεκάτῃ τοῦ νοεμβρίου, ήμέρᾳ τρίτῃ, ἐγένετο συνέλευσις ἑνδεκάτη, καθ΄ ἥν ὁ πνευματικός καί ὁ Ἀμηρούντζης μεθ΄ ἑτέρου τινός ἀπελθόντες ἐκάθισαν ἐν τῇ ἀνατολικωτέρᾳ γωνίᾳ τοῦ τρικλίνου, ὄπισθεν μέν πάντων καί πόρρω ἀπέναντι δέ τοῦ Ἐφέσου, τά παρ΄ αὐτοῦ λεγόμενα εἰρωνευόμενοι καί ὑπ΄ ὀδόντα γελῶντες τε καί ἐμπαίζοντες. οὕτω συνηγόρουν καί συνηγωνίζοντο οἱ ἡμέτεροι τῷ τῆς ἡμῶν ἐκκλησίας προασπιστῇ ἐν τῷ σταδίῳ ὑπέρ εὐσεβείας ἀγωνιζομένῳ. ὅμως ὁ Ἐφέσου ἤρξατο ἐπιχειρεῖν πρός τά παρά τοῦ Ἰουλιανοῦ εἰρημένα καί πρός πεῦσιν καί ἀπόκρισιν τόν λόγον προήγαγε, καί ἀπῄτει τόν Ἰουλιανόν ἀποκρίνεσθαι. ὁ δ΄ ἐκ μέρους ἐξέφευγεν· εἰ δέ καί ἀπεκρίνετο, εἰς μῆκος τάς ἀποκρίσεις ἐξέτεινεν, ἵνα λεληθότως τό κατά πεῦσιν καί ἀπόκρισιν κωλύσῃ. ἐγένετο οὖν μετ΄ αὐτοῦ διάλεξις μεγάλη διά τό ἀσύμμετρον τῶν λόγων τοῦ Ἰουλιανοῦ, ἐν οἷς καί ἀπῄτησε πάλιν ἵν΄ ἐάσωσι τούς περί τῆς προσθήκης λόγους καί μεταβῶσιν εἰς τούς περί τῆς δόξης, καί εἰς τοῦτο τόν λόγον κατέπαυσε.

[←131]

Στις επόμενες συνεδριάσεις, οι μερικές φορές εκτεταμένες ομιλίες έδιναν τη θέση τους σε διάλογο ή μάλλον σε διαμάχη, στην οποία ο Τσεζαρίνι, διακόπτοντας συχνά τον Μάρκο τής Εφέσου, μιλούσε περισσότερο από αυτόν. Είναι αλήθεια ότι ο Έλληνας ιεράρχης, αλλάζοντας τακτική, είχε προκαλέσει κάπως με τις ερωτήσεις του τον καρδινάλιο, που ήταν μάλλον διακριτικής φύσης. Οι συνεδριάσεις σέρνονταν ολοένα και περισσότερο, σε σημείο που η επόμενη –η δωδέκατη– έληξε όταν όλοι είχαν εξαντληθεί από το κρύο και την κούραση, ενώ ο ίδιος ο Σεκουνδινός δεν μπορούσε πια να μεταφράζει (Laurent 1971: 339 σημ. 7).

[←132]

Συρόπουλος 6.43: Τῇ ἑβδόμῃ καί εἰκοστῇ τοῦ νοεμβρίου, ήμέρᾳ πέμπτῃ, ἐγένετο συνέλευσις καί ἦλθον πρέσβεις τοῦ ῥηγός τῆς Μπουργουντίας εἰς προσκύνησιν τοῦ πάπα, οἵ καί ἦσαν ἐπίσκοποι τέσσαρες, ἀρχιδιάκονος εἷς καί ἄρχοντες καβαλλάριοι δύο καί ἕτεροι μετ΄ αὐτῶν ἱερομόναχοι καί κοσμικοί. Ὁ οὖν τρίκλινος, εἰς ὅν ἐγίνοντο αἱ σύνοδοι, ἦν διῃρημένος διά κιγκλίδων, καί ἔσωθεν πλησίον τῶν κιγκλίδων καί κύκλωθεν ἔκειντο σκίμποδες, ἀλλά δή καί ἐκ διαστημάτων ἐν τῷ μεταξύ· ἡ δέ θύρα τῶν κιγκλίδων ἦν ἀπό τοῦ μέρους οὗ ἐκάθητο ὁ βασιλεύς. ἀπό τούτου οὖν τοῦ μέρους ἦν ἡ δίοδος καί διήρχετο μέχρι τοῦ βασιλικοῦ θρόνου, κἀκεῖθεν ἐστρέφετο καί διήρχετο μεταξύ τῶν σκάμνων τῶν προσδιαλεγομένων καί ἔληγε μέχρι τοῦ παπικοῦ θρόνου· τά δέ ἕτερα μέρη ἐκεκώλυτο διά τῶν σκάμνων καί τῶν προσκαθημένων. ἐτέτακτο δέ καί εἷς ἐκ τῶν Λατίνων καμίσιον λευκόν ἐνδεδυμένος εὐτακτεῖν ἐν ταῖς συνόδοις καί ὁδηγεῖν τούς εἰσαγομένους. εἰσελθόντας οὖν καί τούς εἰρημένους πρέσβεις προοδοποιήσας ὁ δηλωθείς, διεβίβασεν αὐτούς διά τῆς διόδου μέχρι καί τοῦ βασιλέως, κἀκεῖθεν στραφείς, εἰς τόν πάπαν προσῆξεν αὐτούς, μήτ΄ αὐτός ὑποδείξας ἐκείνοις πρόσχημά τι τιμῆς ἀπονεῖμαι τῷ βασιλεῖ, μήτ΄ ἐκεῖνοι οἴκοθεν τό τυχόν σχηματισάμενοι αὐτῷ σέβας, ἀλλ΄ ὁρῶντες μόνον αὐτόν, ὅτ΄ ἐγγύς που παρῄεσαν, εὐθύς ἐστρέφοντο καί τῷ πάπᾳ προσήρχοντο. προσεκύνησαν οὖν καί ἠσπάσαντο πάντες τόν πόδα, τήν χεῖρα καί τήν παρειάν τοῦ πάπα καί δεδώκασιν αὐτῷ καί γράμματα τοῦ ῥηγός· εἶτα ὡδήγησε καί ἔστησεν αὐτούς ὁ δηλωθείς εἰς σκάμνον κείμενον ἐν ταῖς κιγκλίσιν, οὗ στάντες προσεφώνησαν ἐγκωμιαστικῶς τῷ πάπᾳ ὥραν ἱκανήν. καταναλωθείσης δέ τῆς τεταγμένης ὥρας ἀνέστησαν· οὔτε δέ πρῶτον, οὔθ΄ ὕστερον προσεκύνησαν, ἤ ὅλως προσῆλθον τῷ βασιλεῖ, ὅ καί μεγάλην λύπην προὐξένησεν αὐτῷ· συνέρρευσαν γάρ καί πλήθη Λατίνων τε καί Γραικῶν ἰδεῖν τούς πρέσβεις πῶς προσελεύσονται τῷ πάπᾳ καί τῷ βασιλεῖ· ὁ γάρ πατριάρχης οὐ παρῆν νόσῳ κατασχεθείς. δεινόν οὖν τι ἐνόμισαν πάντες τήν τοσαύτην τοῦ βασιλέως περιφρόνησιν, καί ὁ βασιλεύς σφόδρα ἐλελύπητο ἐπί τῷ πάπᾳ διά τοῦτο· ἔλεγε γάρ, ὡς· ἔδει τήν ὀφειλομένην προσκύνησιν ἀποδοθῆναι κἀμοί καί γράμμα παρά τῶν πρέσβεων. ὅ μαθών ὁ πάπας εἶπεν, ὅτι· ἐμοί προσῆλθον, ἐπεί καί εἰς ἐμέ ἀπεστάλησαν· οἱ πρέσβεις δέ εἶπον, ὅτι· οὐκ εἴχομεν γράμμα πρός τόν βασιλέα, διό οὐδέ ἐδώκαμεν.

[←133]

Κατά τον Laurent 1971: 340 σημ. 1, ο Συρόπουλος δεν δίνει αριθμό σε αυτή τη συνεδρίαση, αναμφίβολα επειδή ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στην επίσημη ακρόαση που παραχωρήθηκε στους Βουργουνδούς. Το ίδιο ισχύει και στα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 212), καθώς και στα Λατινικά που μιλούν γι΄ αυτήν μόνο παρεμπιπτόντως.

[←134]

Βουργουνδία: Διοικητική και ιστορική περιοχή τής ανατολικής κεντρικής Γαλλίας. Κατά τη διάρκεια τού Μεσαίωνα η Βουργουνδία υπήρξε έδρα σημαντικών Δυτικών εκκλησιών και μοναστηριών, όπως εκείνων των Κλουνύ, Σιτώ και Βεζελαί. Κατά τη διάρκεια τού Εκατονταετούς Πολέμου (1337-1453) ο βασιλιάς Ιωάννης Β΄ (1319-1364) τής Γαλλίας έδωσε το δουκάτο τής Βουργουνδίας στον μικρότερο γιο του, τον Φίλιππο τον Τολμηρό (1342-1404). Το δουκάτο έγινε σύντομα σημαντικός ανταγωνιστής για το γαλλικό στέμμα. Η αυλή τής Ντιζόν επισκίασε τη γαλλική αυλή οικονομικά και πολιτιστικά. Το 1477, στη μάχη τού Νανσύ, κατά τη διάρκεια των Βουργουνδικών Πολέμων (1474-1477), ο τελευταίος δούκας Κάρολος τής Βουργουνδίας σκοτώθηκε στη μάχη και το δουκάτο προσαρτήθηκε στη Γαλλία κι έγινε επαρχία. Την εποχή τής συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, δούκας Βουργουνδίας ήταν ο Φίλιππος Γ΄ ο Καλός (βασ. 1419-1467). O Laurent 1971: 340 σημ. 2, σημειώνει ότι σκοπός αυτής τής πρεσβείας, που αναχώρησε από το Καμπραί στις 18 Αυγούστου, ήταν όχι μόνο να χαιρετίσει τον πάπα, αλλά κυρίως να εκπροσωπήσει τη Βουργουνδία και τον ηγεμόνα της στη σύνοδο. Μάλιστα η πρεσβεία έπρεπε να παραμείνει μέχρι το τέλος των συζητήσεων και να υπογράψουν οι επικεφαλής της το διάταγμα τής ένωσης, τού οποίου ειδικό αντίγραφο θα έστελνε ο επίσκοπος τής Τερουάν στον δούκα τής Βουργουνδίας.

[←135]

Κατά τον Laurent 1971: 340 σημ. 3, υπήρχαν τρεις μόνο επίσκοποι: ο Ζαν Ζερμαίν από το Σαλόν-συρ-Σαόν, επικεφαλής τής αποστολής, καθώς και δύο άλλοι που βρίσκονταν ήδη στην παπική κούρτη: ο Ζαν Βιβιέν τής Νεβέρ και ο Ζαν ο Νεώτερος τής Τερουάν, που θα γινόταν καρδινάλιος στις 18 Δεκεμβρίου 1439. Ο κατά Συρόπουλο τέταρτος επίσκοπος δεν ήταν άλλος από τον Ζαν Πικάρ, ηγούμενο τού Σιτώ. Η ακολουθία αυτών των αρχιερέων ήταν πολυάριθμη και ποικίλη. Ο επικεφαλής τής αποστολής, ο επίσκοπος Σαλόν-συρ-Σαόν, αναφέρει: «Αργότερα, το έτος 1434, όταν συγκαλούνταν η οικουμενική σύνοδος τού εν λόγω πάπα Ευγενίου στον τόπο τής Φερράρας και προήδρευε ο ιερός αυτοκράτορας τής Ρώμης Αλβέρτος, δούκας τής Αυστρίας και ηγεμόνας τής Μοραβίας, ως ένδειξη δημόσιας ομολογίας στάλθηκαν εκ μέρους τού ισχυρού ηγεμόνα Φιλίππου, δούκα Βουργουνδίας και Μπραμπάντ, για εκείνον και τούς υπηκόους του, ο Ζαν, επίσκοπος Σαλόν και συγγραφέας τού παρόντος, ο Ζαν, ηγούμενος τού Σιτώ, ο κύριος Σιμόν ντε Λαλαίν, υππότης, ο κοσμήτορας τού Σαιν Ομέρ και τώρα αρχιεπίσκοπος Μπεζανσόν, ο αρχιδιάκονος τού Τουρναί, ο αρχιδιάκονος Βρυξελλών, ο ηγούμενος τής Λιόν, ο κύριος Ζαν Τρονκόν από τον επίσκοπο τής Νεβέρ, ο κύριος Γκυγιώμ λε Γιοσν και ο κύριος Γκρεγκουάρ, εφημέριος τού Καμπραί, πρεσβευτές, προκειμένου να παροτρύνουν τις παρατάξεις να αγκαλιάσουν την προαναφερθείσα ιερή ένωση με δύο προτάσεις που έγιναν από τούς πιο πάνω αιδεσιμότατους πατέρες, πρώτα από τον εν λόγω επίσκοπο Σαλόν που αρχίζει:
“Νομίζω ότι θα μπορούσε, Άγιε Πατέρα, αυτή η ιερά σύνοδος (Existimare poterat, Beatissime Pater, hec sancta synodus), να οδηγήσει σε ευόδωση την καλή ειρήνη με τούς εν λόγω αυτοκράτορα και πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, παρουσιάζοντας αυτές τις προτάσεις”».
Όπως μπορεί να παρατηρηθεί, ο συγγραφέας δεν κατονομάζει τούς δύο συναδέλφους του, τον Τερουάν και τον Νεβέρ, οι οποίοι, ευρισκόμενοι ήδη εκεί, ενώθηκαν μαζί του, αλλά δεν ήσαν στο ίδιο ταξίδι.

[←136]

Κατά τον Laurent 1971: 341 σημ. 4, η εκδοχή Β τού χειρογράφου αναφέρει πιο λογικά δύο αρχιδιακόνους, συμπεριλαμβανομένου εκείνου τού Τουρναί, τού Ζαν ντε Τουασύ. Ο δεύτερος πρέπει να ήταν ο αρχιδιάκονος τής Τρουά (Troyes), ο Πιέρ Λεκλέρκ, τον οποίο ο επίσκοπος τής Σαλόν (βλέπε προηγούμενη σημείωση) αποκαλεί αρχιδιάκονο Βρυξελλών, επειδή έπαιρνε επίδομα εφημερίου από εκείνη την πόλη.

[←137]

Καβαλλάριοι: Ιππότες. Ήσαν ο Σιμόν ντε Λαλαίν, άρχοντας τού Μοντινύ και ο άρχοντας τής Κοντάυ (Laurent 1971: 341 σημ. 5).

[←138]

Υπήρχαν και άλλες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο Κεντέν Μενάρ, επικεφαλής τού Σαιν-Ομέρ και υποψήφιος για την επισκοπή τού Αρράς, ο Ζαν Ντυκέσν, ηγούμενος τού Λιόν (Lihons) και άλλοι (Laurent 1971: 341 σημ. 6).

[←139]

Στο κείμενο καμίσιον. Κατά τον Κοραή (Άτακτα, τόμος 1, Παρίσι, 1828, σελ. 55) καμίσιον δεν σήμαινε το ὑποκάμισον, δηλαδή τον χιτώνα, αλλά εκείνο που φοριόταν πάνω από τον χιτώνα και ήταν φτιαγμένο από διαφορετικό ύφασμα.

[←140]

Σύμφωνα με τα Λατινικά Πρακτικά, ο επίσκοπος Σαλόν-συρ-Σαόν μίλησε πρώτος. Παρά την κλήτευσή του στις 18 Φεβρουαρίου 1437 από τον Ευγένιο Δ΄, ο ιεράρχης αυτός είχε παραμείνει πιστός στη Βασιλεία, όπου εκπροσωπούσε τον κύριό του, τον δούκα τής Βουργουνδίας. Αλλά την επίσημη δημηγορία έκανε ο ηγούμενος τού Σιτώ (1428-1440), ο Ζαν Πικάρ, ο οποίος βρισκόταν επίσης στη Βασιλεία με την ίδια ιδιότητα. Τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 212) καθιστούν σαφές ότι οι ομιλίες δεν μεταφράστηκαν και ότι οι Γραικοί δεν κατάλαβαν τίποτε (Laurent 1971: 341 σημ. 7):
«Όταν ήρθαν λοιπόν αυτοί οι τοποτηρητές και απεσταλμένοι τού δούκα [τής Βουργουνδίας], όπως είπαμε, και έγινε ησυχία, προσκύνησαν μόνο τον πάπα, όπως συνηθίζουν, και ασπάστηκαν όλοι το δεξί του χέρι και το μάγουλό του, ενώ εκείνος καθόταν. Όμως καθόλου δεν χαιρέτισαν ή προσκύνησαν τον αυτοκράτορά μας, αλλά αφού πέρασαν από τη μεριά των Λατίνων, κάθισαν. Παρέδωσαν όμως τα γράμματα που είχαν φέρει στη σύνοδο και τα διάβασαν στα λατινικά. Εμείς δεν καταλάβαμε τίποτε από αυτά, επειδή δεν μάς τα διάβασαν στα ελληνικά, και αμέσως σηκωθήκαμε. Και έτσι λύθηκε η συνεδρίαση»
(Οὗτοι τοίνυν οἱ τοποτηρηταί καί ἀποκρισιάριοι τοῦ δουκός ἐλθόντες, ὡς εἴπομεν, καί τῆς τάξεως γενομένης, προσεκύνησαν μόνον τόν πάπαν κατά τό ἔθος αὐτῶν, καί ἠσπάσαντο πάντες τήν δεξιάν αὐτοῦ καί τήν παρειάν καθημένῳ· τόν βασιλέα δέ ἡμῶν οὐδ΄ ὅλως ἤ ἐχαιρέτησαν ἤ προσεκύνησαν, ἀλλά τό μέρος τῶν Λατίνων διελθόντες ἐκάθισαν. ἀλλ΄ ὅμως τά κομισθέντα τῇ συνόδῳ γράμματα ἔδωκαν καί λατινικῶς ταῦτα ἀνέγνωσαν, καί ἡμεῖς οὐδέν ἐξ αὐτῶν ἐκατελάβομεν, ἐπεί ἑλληνιστί οὐκ ἀνέγνωσαν ταῦτα ἡμῖν, καί εὐθέως ἀνέστημεν. καί οὕτως ἐλύθη ἡ σύνοδος).

[←141]

Κατά τον Laurent 1971: 341 σημ. 8, δεν αποτελεί έκπληξη η μεγάλη δυσαρέσκεια την οποία προκάλεσε η συμπεριφορά αυτής τής πρεσβείας. Ο δούκας τής Βουργουνδίας Φίλιππος ο Ωραίος εκπροσωπούνταν στη σύνοδο και επομένως γνώριζε, αφού είχε ενημερωθεί επίσημα από τον πάπα, ότι ήταν παρών ο αυτοκράτορας τής Κωνσταντινούπολης. Ο Laurent ό.π., δυσκολεύεται να καταλάβει «πώς ο δούκας, ο οποίος καιγόταν τόσο πολύ από την επιθυμία να πολεμήσει τούς Τούρκους, για να εκδικηθεί την τιμή τού πατέρα του, τού Ιωάννη τού Ατρόμητου, τού νικημένου τής Νικόπολης (1396) και για να ικανοποιήσει το σταυροφορικό του ιδανικό, δεν άρπαξε, στην περίπτωση αυτή, την ευκαιρία, να έρθει σε επαφή με τον Ιωάννη Η΄, σίγουρο σύμμαχο και πιθανό υποτελή»!

[←142]

Συρόπουλος 6.44: Ὅμως ὁ βασιλεύς ἐκάθητο ἀργῶν καί τάς συνελεύσεις, μέχρις ἄν γένηται εἰς αὐτόν θεραπεία. ἀναγκασθέντες οὖν ἐποίησαν γράμμα πλαστόν δοῦναι τῷ βασιλεῖ. τινές οὖν τῶν ἡμετέρων συνεβούλευον παραιτήσασθαι τοῦτο, ἐπεί διεφημίσθη τό πλάσμα πολλοῖς, ἤ, εἰ οὐ παραιτεῖται, ἵνα διακομίσωσιν οἱ πρέσβεις τό γράμμα πρός αὐτόν εὐρισκόμενον ἐν τῷ δοθέντι αὐτῷ παλατίῳ. ὁ δέ ἀπῄτησεν ἵνα, παρόντος τοῦ πάπα καί αὐτοῦ καί πάντων ἐν ταῖς συνοδικαῖς καθέδραις, ἐκεῖσε προσενέγκωσιν αὐτῷ καί τό γράμμα· ὅ καί γέγονε μεθ΄ ἡμέρας τινάς. παρῆν μέν γάρ ὁ πάπας καί ὁ βασιλεύς καί πάντες ὅσοι εἰς τήν σύνοδον συνηθροίζοντο ἄνευ μόνου τοῦ πατριάρχου· ἦλθον δέ οἱ πρέσβεις οὐ πάντες, καί προσάξαντος αὐτούς τῷ βασιλεῖ τοῦ τήν τάξιν ἔχοντος, ὡς εἴρηται, μετρίως προσεκύνησαν αὐτόν καί δεδώκασιν ἁπλῶς τό πιττάκιον, μήτε οἴκοθεν, μήτε ἐκ τοῦ ῥηγός αὐτῶν ὅλως πρόσρησιν ἐπειπόντες· καί δεδωκότες εὐθύς ἀπῆλθον, οὐδ΄ ἐν τῇ συνόδῳ κινηθέντων ὅλως λόγων οὔτε πρό τοῦ ἐλθεῖν, οὔτε μετά τό ἀπελθεῖν ἐκείνους· ταχέως δέ συνήλθομεν καί ἀπήλθομεν, ὅ καί μᾶλλον εἰς κατάγνωσιν γέγονε καί αἰσχύνην· ἔδοξε γάρ ὅτι ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πάπαν, ἵνα παρουσίᾳ τούτου δέξηται πιττάκιον ἀνά χεῖρας, ὅ καί τις τῶν ἐπιφανῶν ἀρχόντων, εἰ ἐποίει, μεμπταῖος ἄν ἦν. γεγόνασι καί ἕτεραι δύο ή τρεῖς συνελεύσεις, εἶτ΄ ἐπαύσαντο· ἀπῄτουν δέ λέγειν περί τῆς δόξης.

[←143]

Πιθανώς στις 4 Δεκεμβρίου, όπως υποδεικνύει η σύντομη περιγραφή στα Λατινικά Πρακτικά (Laurent 1971: 342 σημ. 1).

[←144]

Πιττάκιον: Γράμμα, σημείωμα.

[←145]

Αυτό θα σήμαινε σιωπηλή σκηνή, που θα πρόσθετε τη γελοιοποίηση στην έλλειψη σεβασμού. Στην πραγματικότητα ο Αντρέ ντε Σάντα Κρότσε πρέπει να λέει την αλήθεια: Ο επίσκοπος τής Τερουάν (Morinensis) πρόφερε λίγα λόγια χαιρετισμού παρουσιάζοντας την ψευδή διαπιστευτήρια επιστολή, δηλώνοντας ότι ήταν έτοιμος να μεταβεί στην αυτοκρατορική κατοικία για περισσότερες επεξηγήσεις. Θα ήταν ενδιαφέρον να γνωρίζουμε αν υπήρξε συνέχεια σε αυτή την παρατήρηση και αν ξεκίνησε τις αναγκαίες ανταλλαγές απόψεων, τις οποίες ο αυτοκράτορας και ο δούκας τής Βουργουνδίας δεν θα είχαν στο εγγύς μέλλον (Laurent 1971: 342 σημ. 2).

[←146]

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 213), η πρωτοβουλία για αυτή την αποκατάσταση είχε προέλθει από τον πατριάρχη, που είχε αποσπάσει την έγκριση τού πάπα και την αποδοχή τού αυτοκράτορα για την οργάνωση συνάντησης, κατά την οποία οι Βουργουνδοί θα υπέβαλλαν φόρο τιμής (Laurent 1971: 343 σημ. 3):
«Όταν λοιπόν στάλθηκαν πρέσβεις από τον πάπα στον αυτοκράτορα, ο πατριάρχης μεσολάβησε και έπεισε τον αυτοκράτορα να συγκαλέσει συνεδρίαση και εκείνο που δεν έκαναν οι τοποτηρητές στην προηγούμενη συνεδρίαση, θα το έκαναν τώρα. Γιατί ήταν και ο πατριάρχης μας άρρωστος, αλλά δεν παραμέλησε τη διόρθωση τού ζητήματος, αλλά και τον αυτοκράτορα αποδοκίμασε και τον πάπα διόρθωσε και έβαλε τούς τοποτηρητές να προσκυνήσουν τον αυτοκράτορα»
(πρέσβεων οὖν γενομένων ἀπό τοῦ πάπα τῷ βασιλεῖ, ὁ πατριάρχης μεσολαβήσας ἔπεισε τόν βασιλέα ἵνα τήν σύνοδον ποιήσῃ καί ὅπερ οὐκ ἐποίησαν οἱ τοποτηρηταί τῇ παρελθούσῃ συνελεύσει, ποιήσωσι νῦν. καί γάρ ἦν ὁ πατριάρχης ἠμῶν ἀσθενής, ἀλλ΄ ὅμως οὐκ ἠμέλησε τήν διόρθωσιν τοῦ πράγματος, ἀλλά καί τόν βασιλέα ἐδυσώπησε καί τόν πάπαν ἐδιώρθωσε καί εἰς τούς τοποτηρητάς ἐποίησεν ἵνα τόν βασιλέα προσκυνήσωσι).

[←147]

Για τις υπόλοιπες συνεδριάσεις τα Λατινικά Πρακτικά είναι ανακριβή. Τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 214-224) αναφέρουν τρεις, ενώ τη συνεδρίαση τής 4ης Δεκεμβρίου ακολουθεί μια δέκατη τρίτη στις 8 και μια δέκατη τέταρτη στις 13 τού ίδιου μήνα (Laurent 1971: 343 σημ. 4).

[←148]

Συρόπουλος 6.45: Συνείρχοντο δέ ἐν ταῖς διαλέξεσι καί τινες τῶν ἐρημιτῶν καί ἀπροΐτων μοναχῶν ἐξερχόμενοι τότε διά τό ἀναγκαῖον τῶν διαλέξεων. ὡς οὖν ἤκουσαν τά παρά τῶν ἡμετέρων εἰρημένα, ἔλεγον ὅτι· ὁμολογουμένως οἱ Γραικοί τῆς ἀληθοῦς ἀντέχονται πίστεως καί τά ὑγιῆ τετηρήκασι δόγματα. τούτου δέ διαφημιζομένου, δεινόν ἡγησάμενοι οἱ τῆς κούρτης εἰ οὕτως πλατύνοιτο, προσκεκληκότες τούς μοναχούς εἰς τήν κούρτην εἶπον αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐστέ μοναχοί καί οἴδατε τά περί τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί περί τῆς τοιαύτης διαγωγῆς· περί δέ θεολογίας οὐκ οἴδατε, ἀλλ΄ οἴδασιν αὐτά οἱ τήν θεολογίαν πεπαιδευμένοι. διά τοῦτο ὁρίζει ὁ πάπας, ἵνα· σιωπᾶτε καί μή ταράττητε τόν λαόν, ἐπεί οὐκ οἴδατε λέγειν τι περί τῶν θεολογικῶν. καί οὕτως ἔσκωψαν καί κατεσίγασαν αὐτούς.

[←149]

Συρόπουλος 6.46: Μεθ΄ ἡμέρας δέ τινας ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πατριάρχην· συνῆξε δέ τούς ἀρχιερεῖς, ἡμᾶς τε καί τούς ἡγουμένους, καί προέτεινεν ὅπως· ζητοῦσιν οἱ Λατῖνοι καταλιπεῖν τάς περί τῆς προσθήκης διαλέξεις καί διαλέγεσθαι περί τῆς δόξης. ἐπεί οὖν ἱκανῶς διελέχθητε περί τῆς προσθήκης, σκέψασθε εἰ δεῖ καί ἡμᾶς ποιῆσαι ὅ νῦν ζητοῦσιν. εἶπον οὖν οἱ ἡμέτεροι, ὅτι· οἱ Λατῖνοι ὁρῶντες τό κεφάλαιον τοῦτο ἰσχυρόν ὄν ὑπέρ ἡμῶν καί μή ἔχοντες προσφόρους ἀπολογίας πρός τοῦτο, ἀποδέχονται ἐκβαλεῖν ἡμᾶς ἀπό τούτου, τό ἴδιον συμφέρον πραγματευόμενοι. δεῖ οὖν καί ἡμᾶς ἀντέχεσθαι τοῦ ἡμετέρου συμφέροντος καί μή παραιτήσασθαι τήν ἡμετέραν ἰσχύν. ὁ πνευματικός δέ μόνος εἶπεν, ὅτι· ἐπεί οἱ Λατῖνοι καί ὁ Ἰουλιανός ἀπῄτησαν τό ζήτημα τοῦτο, ζητηθήσεται καί παρά τοῦ πάπα καί δοθήσεται ἐξ ἀνάγκης. βέλτιον οὖν ἐστι δοθῆναι νῦν τοῦτο εὐκόλως παρ΄ ἡμῶν καί μετ΄ ἐλευθερίας ἤ ὕστερον μετ΄ ἀνάγκης.

[←150]

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά, αυτή η κατ΄ ιδίαν συνάντηση των Γραικών πραγματοποιήθηκε στην κατοικία τού πατριάρχη δεκαέξι μέρες μετά τη συνεδρίαση τής 8ης τού μηνός, δηλαδή την παραμονή των Χριστουγέννων, εκτός αν πραγματοποιήθηκε μετά τη σύνοδο τής 13ης Δεκεμβρίου, η οποία δεν συζητείται εδώ, οπότε θα μάς φέρει στις 29 Δεκεμβρίου (Laurent 1971: 343 σημ. 5). Βλέπε Gill, Acta, σελ. 218:
«Ενώ λοιπόν αυτά λέγονταν, πέφτει ο αυτοκράτορας σε πόνους ρευματισμού, αρρωσταίνει και ο πατριάρχης, δεν μπορεί ούτε να ακούει ούτε να μιλάει, και ο κόσμος αδιαφορεί. Αφού λοιπόν πέρασαν δεκαέξι ημέρες και ο πατριάρχης συνήλθε κάπως, συγκεντρωθήκαμε όλοι σε αυτόν, και αφού τον παρακαλέσαμε, με δυσκολία μπόρεσε, με τη βοήθεια φορείου, να πάει στον αυτοκράτορα. Αφού έμεινε δύο ημέρες και συζητούσε με τον αυτοκράτορα, μαζευτήκαμε κοντά τους κι εμείς οι αρχιερείς. Κι όταν έγινε δική μας συνεδρίαση στο παλάτι τού αυτοκράτορα, αγόρευσε ο αυτοκράτορας λέγοντας…»
(Τούτων οὕτω λεγομένων, πίπτει ὁ βασιλεύς ἐν ὀδύνῃ ῥευματισμοῦ, καί ὁ πατριάρχης ἀσθενεῖ καί οὐδέ κἄν δύναται ἀκούειν ἤ λαλεῖν, καί ὁ λαός πλημμελεῖ. διαγενομένων οὖν ἡμερῶν δεκαέξ, τοῦ πατριάρχου μικρόν ἀναζωοποιηθέντος, συνήλθομεν πάντες ἐπ΄ αὐτόν, καί παρακαλέσαντες αὐτόν μόλις ἠδυνήθη μετά φορείου βασταζόμενος καί ἀπελθεῖν ἐν τῷ βασιλεῖ. δύο οὖν ἡμέρας ποιήσας καί βουλευόμενος σύν τῷ βασιλεῖ, συνήλθομεν παρ΄ αυτῶν οἱ ἀρχιερεῖς· καί συνόδου ἡμετέρας γενομένης ἐν τῷ παλατίῳ τοῦ βασιλέως, ἐδημηγόρησεν ὁ βασιλεύς λέγων…)

[←151]

Συρόπουλος 6.47: Ἀλλ΄ ἐνταῦθα χρή καί τό ποικίλον τε καί πολύτροπον δηλῶσαι τοῦ πνευματικοῦ. οὗτος γάρ ὁ κῦρ Γρηγόριος μετά τό περιμεῖναι ἡμᾶς δύο μῆνας ἐν τῇ Φεραρίᾳ, ἐπεί ἑώρα τούς ἡμετέρους ταλαιπωροῦντας καί πάσχοντας, καί μάλιστα τούς ὑποδεεστέρους, ἐλέγετο δέ ὅτι καί ὁ Ἀμηρᾶς ἑτοιμάζεται ἐλθεῖν κατά τῆς Πόλεως, καί λόγοις καί ἔργοις ἠλέει καί συνήλγει τοῖς ταλαιπώροις, ὑπέρ αὐτῶν τε καί τῆς Πόλεως ἔλεγε ἀεί πρός τε τόν πατριάρχην καί πρός τόν βασιλέα, καί πᾶσι τρόποις παρεκίνει καί ἐπετίθετο προνοοεῖσθαι καί τῶν ἐν τῇ ξενιτείᾳ ταλαιπωρούντων καί τῆς πατρίδος αὐτῆς. ἐν τῷ λεγειν οὖν τά τοιαῦτα πολλάκις πρός τόν πατριάρχην καί φορτικός φαίνεσθαι, εἶπε μετά τῶν ἄλλων, ὅτι μέχρις ἄν βλέπῃ τούς ἀνθρώπους πάσχοντας, καί ὡς ἄνθρωπος λαλεῖν μέλλει καί ὡς ὄνος καί αὐτός ὀγκᾶσθαι καί ὡς κύων ὑλακτεῖν καί ὡς ἀλέκτωρ κοκκύζειν, καί οὐ παύσεται βοῶν τά συμφέροντα. διά γοῦν τῶν τοιούτων πρῶτον μέν ἐπεσπάσατο τήν εὔνοιαν τῶν πολλῶν καί ἐν τῶν πάντων στόμασιν ἐξόχως ἦν τό ὄνομα τοῦ πνευματικοῦ, καί πάντες μετά μεγίστης τιμῆς καί ἀγάπης καί εὐφημίας αὐτῷ προσήρχοντο· ἔλεγε δέ τήν ἀρχήν καλῶς καί περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί τά δέοντα συμβουλεύειν ἐδόκει καί συναγωνίζεσθαι. μετά δέ τῷ ἑλκῦσαι τούς πολλούς ὑπέρ ἑαυτοῦ, ἤρξατο σκώπτειν τούς ἄρχοντας, καί μάλιστα ὅτε συνέβαινεν εἰπεῖν τινα ἐξ αὐτῶν τι περί ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος, προβαλλόμενος ὅτι οὐκ ἔξεστιν αὐτοῖς λέγειν εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας ζητήματα οὐδέ προσήκει ἡμῖν παραχωρεῖν αὐτοῖς ὅλως λέγειν εἰς ταῦτα. ἔσκωπτεν οὖν αὐτούς θρασέως καί ἀναιδῶς, παρόντος τε καί ἀπόντος τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου· οἱ δέ αἰδούμενοι ἐσιώπων. εἶτα ὁδῷ προβαίνων τά αὐτά καί εἰς τούς ἀρχιερεῖς καί εἰς τούς ἄρχοντας τῆς Ἐκκλησίας ἐποίει, πῇ μέν σκώπτων, πῇ δέ εἰρωνευόμενος, ἄλλοτε δέ ὀνειδίζων καί προαρπάζων τούς λόγους καί ἀντιλέγων πρό τοῦ ἀποδοῦναι τόν λέγοντα τό ἴδιον βούλημα, καί οὕτω πως ἀναγκάζων αὐτόν καί ἄκοντα σιωπᾶν. διά γοῦν τῶν τοιούτων τρόπων καί μεταχειρίσεων διεπραγματεύσατο πάντων τήν σιωπήν. καί ὅτε μέν αὐτός ἔλεγε, εἰς πλάτος ἄμετρον τούς ἰδίους ἐμήκυνε λόγους καί συνεπέραινεν ὅ ἐβούλετο, καθώς ἤθελεν. ὅτε δ΄ ἔλεγεν ἕτερος, προελάμβανε τόν αὐτοῦ λόγον καί συνέχεε καί ἐκώλυε συμπερᾶναι τό αὐτοῦ βούλημα, ἀντειπεῖν δέ τις αὐτῷ οὐκ ἐτόλμα, δεδιώς τά αὐτοῦ ἱταμώτατα σκώμματα. διά τῶν τοιούτων οὖν ποικίλων τρόπων καί λόγων ἔπραττεν ἅ ἐβούλετο. ἀλλ΄ ἕως ἔτι ὑγιῶς εἶχε περί τά δόγματα, ἦν σύμβουλος τῷ πατριάρχῃ καλῶν· οὐδέ γάρ δίκαιον εἴ τι κἄν καλόν εἶχε σιωπηθῆναι, ἐπειδή πανταχοῦ τ΄ ἀληθῆ προειλόμην γράφειν. ἔλεγε τοίνυν πολλάκις τῷ πατριάρχῃ· οὐκ ἔστι καλόν καθῆσθαι ἡμᾶς ἀργούς· δέον ἐστί σκέπτεσθαι καί βουλεύεσθαι περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. καί περί τά τέλη τῶν περί τῆς προσθήκης διαλέξεων εἶπε τῷ πατριάρχῃ, παρόντος καί τοῦ Νικαίας καί ἐμοῦ· παρακαλῶ μηδέν καθήμεθα ἀργοί, ἀλλά, ἄν ὁρίσῃς, καλόν ἐστιν ἵνα σκεπτώμεθα καί βουλευώμεθα. δέον οὖν μοι δοκεῖ ἵνα εἰδῶμεν εἰ ἔχομεν χρήσασθαί τινι οἰκονομίᾳ ἤ οὐκ ἔχομεν· καί εἰ μέν ἔχομεν ἔνδοσιν καί ἄδειαν παρά τῶν ἁγίων χρήσασθαι τῇ οἰκονομίᾳ, ὅπερ, ὅσον ἐγώ νομίζω, οὐκ ἔστιν ἐνδεδομένον, ὅμως εἰ εὑρεθῇ, φυλαττέσθω παρ΄ ἡμῖν ἀνέκφορον· εἰ δέ ἐστιν ὅτι οὐκ ἔχομεν ἄδειαν οἰκονομεῖν, εἰς ὅ καί μᾶλλον συντίθεμαι, ἀπαγορευθήτω τοῦτο τῷ βασιλεῖ, ἵνα πληροφορηθῇ καί ἐκεῖνος, ὅτι οὐχ εὑρήσει παρ΄ ἡμῶν τινα οἰκονομίαν καί εἰδῇ πῶς ἄν τό πρᾶγμα οἰκονομήσειε, μήποτε θαρρῶν εἰς οἰκονομίαν μετέωρα ποιεῖ τά συνοδικά. εἰ ὁρίσεις οὖν, συναχθήτωσαν ἐνταῦθα οἱ κρείττονες πέντε ἤ ἕξ οἱ δυνάμενοι καλῶς σκέπτεσθαι, καί δι΄ ἐρεύνης καί συζητήσεως ἀκριβοῦς συμβουλευσάσθωσαν καί περιστησάτωσαν τό ποιητέον. ἔφη πρός ταῦτα ὁ πατριάρχης· οὐ δεῖ βουλεύεσθαι ἡμᾶς, ἀπόντος τοῦ βασιλέως· δόξειε γάρ ἄν εἶναί τις διαφορά μεταξύ ἡμῶν τε κάκείνου· ἄλλως τε ὅτι ὁ βασιλεύς εἰσβάλλει καλῶς ἐν τοῖσδε τοῖς συνοδικοῖς καί ἀναγκαῖόν ἐστι παρεῖναι καί αὐτόν. ὁ δέ πνευματικός εἶπε· τῆς ἐκκλησίας ἐστί τό σκέπτεσθαι καί βουλεύεσθαι περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, καί ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου ὀφείλεις συγκαλεῖσθαι ἐκ τῶν τῆς Ἐκκλησίας τροφίμων τούς εἰδημονεστέρους καί συζητεῖν τά δέοντα καί βουλεύεσθαι (περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί οὕτως ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου ποιεῖν όφείλεις κατά κανόνας), καί οὐ γενήσεταί τις ἐκ τούτου διαφορά· ἔργον γάρ ἐστι τῆς Ἐκκλησίας καί αὐτή ἐργάζεται τά ἑαυτῆς, ὁσάκις ἄν περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν βουλεύηται. ἐγώ δέ καί ἕτερόν τι δειλιῶ, ἔφη, διό καί ἀναφέρω σοι. ἀκούων ὅτι ὁ πάπας βούλεται μεταβῆναι ἀλλαχόσε· νομίζω δέ ὅτι καί ὁ βασιλεύς ἔχει εἴδησίν τινα εἰς τοῦτο. εἰ οὖν μεταβῇ ὁ πάπας καί ἑλκύσῃ καί ἡμᾶς πορρωτέρω, οὐδέν καλόν γενήσεται ὑπέρ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ἀλλά ποιήσουσι πᾶν ὅ τι ἄν ὀρέγωνται οἱ Λατῖνοι. διά τοῦτο παρακαλῶ βουλεύθητι καλῶς καί περί τούτου καί περί οὗ προείρηκα· εἰ γάρ ἀπαγορεύσεις τά δύο ταῦτα τῷ βασιλεῖ, ἕν μέν, τό τῆς οίκονομίας, ὅτι οὐχ εὑρήσει ταύτην παρ΄ ἡμῶν, ἐπειδή οὐδέ ἡμεῖς ὡς οἶμαι ἔχομεν ἔνδοσιν εἰς ταύτην παρά τῶν ἁγίων, ἕτερον δέ τό τῆς μεταβάσεως, ὅτι ἐνδοτέρω οὐ μεταβησόμεθα, κἄν εἴ τι καί γένηται, <εἰ> καί ὡς ὁμολογούμενα καί ἀμεταποίητα πληροφορηθῇ ταῦτα ὁ βασιλεύς, αὐτός πάλιν ἐπιμελήσεται καί ἐλευθερώσει ἡμᾶς ἐντεῦθεν καί εἰς τήν πατρίδα ἐπανασώσει· αὐτός γάρ ἐστι φρονιμώτερος καί ποριμώτερος πάντων τῶν ἐκεῖθεν ἐνθαδί παραγεγονότων, καί διά τῆς θαυμαστῆς αὐτοῦ γνώσεως εὑρήσει τρόπους καί πόρους, δι΄ ὧν ἐπανασώσει καλῶς ἡμᾶς οἴκαδε. ὡς οὖν ἤκουσε ταῦτα ὁ πατριάρχης, ἔφη, ότι· λέγεις μοί τινα ἅπερ ἔχεις ἐξ ὑπονοίας. πῶς ἄν οὖν εἴπω ἐγώ τι τῷ βασιλεῖ μή ἔχων τοῦτο ὁμολογούμενον ἀλλ΄ ἐξ ὑποψίας σου ἤ ἄλλου τινός; ὁ δέ πνευματικός εἶπεν· οὐκ ἤθελον ἀναφέρειν τι ἤ τῇ μεγάλη ἁγιωσύνῃ σου ἤ τῷ βασιλεῖ τῷ ἁγίῳ, εἰ μή εἶχον πρότερον ὁμολογούμενον τό παρ΄ ἐμοῦ λεχθησόμενον. καί ἐν τῷ παρόντι οὖν πρῶτον ἐπληροφορήθην παρά τινος τῶν εἰδότων ἀκριβῶς τά παρά τοῦ βασιλέως πραττόμενα, καί οὕτως σοι ἀνέφερον τοῦτο. καί ὁ πατριάρχης ἔφη· εἰ εἴποις μοι τό πρόσωπον, τότε ἴσως ἔχω ἄν τι λέγειν τῷ βασιλεῖ· ἄνευ δέ τούτου οὐ προσήκει μοι λέγειν. καί εἶπεν ὁ πνευματικός· τό μέν πρόσωπον ἀδύνατόν μοί ἐστιν ἐξαγγεῖλαι, τό δέ πρᾶγμά ἐστιν ὁμολογούμενον· παρά γάρ τοῦ εἰδότος καλῶς τοῦτο πεπληροφόρημαι. ὅμως φανερόν ἐστιν ὅτι ὁ πάπας συμβιβάζεται ἀπελθεῖν ἀλλαχόσε. καί εἶπεν ὁ πατριάρχης· τί πρός ἐμέ, εἰ ἀπέλθοι ὁ πάπας, ἐπεί οὐ διεμηνύσατό μοί τι περί τούτου; ἀπελθέτω ὅποι βούληται· καί εἰ διαμηνύσει μοι, τότε ἐρῶ, ὅτι· οὐδέ ᾔδειν, οὔτε συνεβουλευσάμην τι περί τούτου· διό οὐδέ ἀκολουθήσω σοι. καί εἶπεν ὁ πνευματικός· δειλιῶ μήποτε προφθάσῃ ὁ βασιλεύς καί δώσει λόγον περί τουτου τῷ πάπᾳ. εἰ οὖν εὑρεθῇ τότε ὁ βασιλεύς προδεδωκώς συγκατάθεσιν, ἀδύνατόν ἐστιν ἐᾶσαί τινα ποιῆσαι ἄλλο, παρό ἐκεῖνος συνέθετο, καί πρό πάντων ἑλκύσῃ τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου. ὁ δέ πατριάρχης ἔφη· πρῶτον δεῖ πληροφορηθῆναί με, ὅτι γίνεται ὅ λέγεις, καί τίς ἐστιν ὁ εἰδώς καί εἰπών σοι τοῦτο· οὕτω δέ ἁπλῶς λέγειν τῷ βασιλεῖ λόγους κενούς οὐ προσήκει μοι. καί οὕτω παρεκρούσατο τούς λόγους τοῦ πνευματικοῦ. ἕως μέν οὖν ὑγιῶς ὡς ἔφην διέκειτο, καί καλῶς συνεβούλευε καί συνήργει καί διά τιμῆς ἦγε πάντας· ὅτε δ΄ ἄλλην ἐτράπετο, τότε καί τἀναντία τούτων ἐποίει καί ἔσκωπτε καί εἰρωνεύετο καί ἠναισχύντει· καί ὁσάκις εἰς λόγους καί συζητήσεις ἐχώρουν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου, αὐτός μέν ὁ πνευματικός ἐπί μήκιστον ἐξέτεινε τούς ἰδίους λόγους, τῶν δ΄ ἄλλων τούς λόγους προανήρπαζε καί συνέστελλε καί ἀντέλεγε καί ἐνέκοπτε. καί ποτε καί ὁ Ἀγχιάλου ἀρξάμενος ὀλίγον τι εἰπεῖν καί κωλυθείς παρ΄ αὐτοῦ, ἀγανακτήσας εἶπε· κύριε ἐλέησον, σύ ἐν πάσαις ταῖς συνελεύσεσι λέγεις λόγους πλείους τοῦ ἔμελλεν ἄρα καί ἰδιοποιῇ καί καταναλίσκεις τό πλεῖον τῆς ἀποταχθείσης ὥρας εἰς τούς λόγους σου· ἐγώ δέ ἐν πάσαις οὐκ εἶπον ὅσα τά τοῦ Πάτερ ἡμῶν εἰσι ῥήματα, καί κἄν ἄφες μοι ἵνα τελειώσω τά δύο ἡ τρία μου λογίδρια. καί εὐθύς εἶπεν ὁ πνευματικός· καλῶς λέγεις, καλῶς, καί λοιπόν ἵνα σιωπῶ. ἔκτοτε οὖν ἐσιώπα εἰς τό φανερόν καί τόν Ἀγχιάλου ὁρῶν ἔλεγεν· ἰδού καί ὁ παιδευτής μου. ὕστερον δέ καί ὁ πατριάρχης ηὐχαρίστησε τῷ Ἀγχιάλου, ὅτι ἐκ μέρους συνέστειλεν αὐτόν, καί οὐκ ἐπλατύνετο μέχρι τινός. ὅτε δέ ἤρξαντο λέγειν περί μεσοτήτων ἑνωτικῶν, τότε καί πλέον ἤ πρότερον καί ἔλεγε καί ἔπραττε καί πάντα τά περί ἑνώσεως δι΄ αὐτοῦ συνεσκευάζοντο.

[←152]

Κατά τον Laurent 1971: 349 σημ. 1, υπάρχει προφανής αντίφαση ανάμεσα σε αυτή την επαναλαμβανόμενη δήλωση και στο σχέδιο που αποδιδόταν στον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, να μεταφέρουν τούς Γραικούς πιο βαθιά στο εσωτερικό τής χώρας. Κατά τον ίδιο μάλλον δεν επρόκειτο για σχέδιο, αλλά για θέσεις που υιοθετούνταν διαδοχικά, ανάλογα με τις συνθήκες τόπου και χρόνου.

[←153]

Κατά τον Laurent 1971: 349 σημ. 2, ο Creyghton 1660 προσθέτει ακόμη περισσότερα σ΄ εκείνα τού Συρόπουλου, η κρίση τού οποίου έρχεται σε αντίθεση με την αίσθηση των συγχρόνων, Γραικών και Λατίνων. Ο Πίος Β΄, Commentarii rerum memorabilium, Frankfurt 1614, I, xi, σελ. 300, λέει ακόμη ότι ο Γρηγόριος πέθανε στη Ρώμη (το 1459) με οσμή αγιότητας.

[←154]

Συρόπουλος 6.48: Ἀλλ΄ ἐπανακτέον τόν λόγον ὅθεν ἐξέβη. παυσαμένων τῶν διαλέξεων πάλιν ἐν ἀργίᾳ καί ἐνδείᾳ ἦμεν πολλῇ· τό γάρ δοθέν σιτηρέσιον προκατηνάλωτο καί τῷ πατριάρχῃ ἐπιτιθέμεθα, λέγοντες ὅτι· ἡμεῖς ὁρῶμεν τούς Λατίνους οὐδ΄ ὅλως ἐνδίδοντάς τι ἀφ΄ ὧν εἰπεῖν φθάσουσιν· ἀκούομεν δέ ὅτι βούλονται καί ἐνδοτέρω ἡμᾶς ἀπαγαγεῖν (ἤρξατο γάρ πλατύνεσθαι, ὅτι ὁ πάπας βούλεται μεταβῆναι)· διά τοῦτο παρακαλοῦμεν ἵνα σπουδάσῃ ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου ἐπιμελῶς καί καταπείσῃς τόν βασιλέα, ἵνα ἐντεῦθεν ὑποστρέψωμεν οἴκαδε· πληροφορούμεθα γάρ ὡς οὐ γενήσεταί τις διόρθωσις εἰς τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα. ἔλεγεν οὖν ὁ πατριάρχης, ὅτι· μηδέν ἔχετε λογισμόν περί τούτου· ὑποστρέψομεν γάρ καί οὐδέ περαιτέρω μεταβησόμεθα.

error: Content is protected !!
Scroll to Top