Σημειώσεις στην αφήγηση Δούκα

Σημειώσεις στην αφήγηση Δούκα

[←1]

Δούκας, Historia Byzantina, CSHB (Βόννη, 1834), 31, 212-216.

Επίσης Decline and Fall of Byzantium to the Ottoman Turks by Doukas, An Annotated Translation of "Historia Turco-Byzantina" by Harry J. Magoulias, Wayne State University Press, Detroit 1975.

[←2]

Αυτή την ταπεινωτική συνθήκη διαπραγματεύτηκε ο Ιωάννης Η’ το 1424, όταν ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ ήταν ακόμη ζωντανός αλλά υπέφερε από παραλυτικό εγκεφαλικό επεισόδιο.

[←3]

[Δούκας 29.1] Ὁ βασιλεύς οὖν Ἰωάννης ποιήσας κατάστασιν καί τελείαν εἰρήνην μετά τοῦ Μωράτ δούς αὐτῷ τάς πόλεις καί κώμας, ἅς εἶχεν ἡ Ποντική θάλασσα πλήν τῶν κάστρων, ὧν οὐκ ἠδυνήθη λαβεῖν ἐν τῇ μάχῃ, οἷον Μεσεμβρίαν, Δέρκους καί ἄλλα, καί τό Ζητούνιον σύν ταῖς λοιπαῖς χώραις τοῦ Στρυμόνος καί κατ’ ἔτος τέλος ἀσπρῶν ,τ εἰρηνεύων κατά τό δυνατόν ἐκάθητο.

[←4]

[Δούκας 29.2] Ὁ δέ Μωράτ, ὡς ἡ τύχη πρός αὐτόν χαροπόν ἔβλεψε καί πάντας τούς ἐχθρούς αὐτοῦ εἰς τέλος ἠφάνισεν καί οὐκ εἶχε τόν φοβήσαντα ἤ τόν κωλύσαντα, περᾷ τήν Θρᾴκην καί ἐν Προύσῃ γέγονεν· κἀκεῖθεν ἀπάρας καί τήν γέφυραν περάσας τοῦ Λοπαδίου κατῆλθεν εἰς Πέργαμον, ἀπό δέ Περγάμου εἰς Μαγνησίαν ἀφίκετο, ἀπό δέ Μαγνησίας εἰς Σμύρνην, ἀπό δέ Σμύρνης εἰς Θύραια καί Ἔφεσον.

[←5]

Ο μεγάλος δούκας Λουκάς Νοταράς ήταν δεύτερος σε δύναμη στην Κωνσταντινούπολη μετά τον αυτοκράτορα, τού οποίου είχε υποστηρίξει την άνοδο στον θρόνο. Τόσο ο Μανουήλ Β’ όσο και ο Ιωάννης Η’ είχαν εντυπωσιαστεί πολύ από τον ρεαλισμό και την ευφυΐα του. Φαίνεται μάλιστα ότι είχε διαμορφώσει τις εξωτερικές σχέσεις τής αυτοκρατορίας κατά τα τελευταία χρόνια τής βασιλείας τού Ιωάννη Η’. Αν και ο Νοταράς ήταν κορυφαίος ανθενωτικός, η θέση του δεν ήταν τόσο άκαμπτη όσο την έχουν παρουσιάσει οι εχθροί του (π.χ. οι ενωτικοί όπως ο Δούκας). Ο Σχολάριος τον εκτιμούσε πολύ και τού βρίσκει μόνο το σφάλμα ότι ήταν πρόθυμος να «διακηρύξει στις εκκλησίες μας ότι ο πάπας έχει το αλάθητο, αλλά εμείς είμαστε ακόμη Ορθόδοξοι, παρόλο που πιστεύουμε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που πιστεύει ο πάπας και δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πιστέψουμε διαφορετικά».

[←6]

Λάζαρ ήταν ο Στέφαν Λαζάρεβιτς (1402-1427). Άρχοντας τής Μυτιλήνης (Λέσβου) ήταν ο Τζάκοπο Γκατελούζο (1401–1427). Η μαόνα των Τζουστινιάνι κυβερνούσε τη Χίο. Και μεγάλος μάγιστρος τής Ρόδου ήταν ο Καταλανός Αντουάν Φλουβιάν (ντε λα Ριβιέρ) (1421-1437).

[←7]

[Δούκας 29.3] Συνέρρεον δέ τῶν πέριξ ἡγεμόνων ἀποκρισιάριοι, ἀλλά καί τῶν μακράν. Ἔστειλε γάρ ὁ βασιλεύς τόν κύρ Λουκᾶν Νοταρᾶν τόν αὐτοῦ μεσάζοντα σύν δώροις πολλοῖς, ὁμοίως καί Λάζαρος ὁ δεσπότης Σερβίας, ἀλλά καί Ντάνας ὁ Βλαχίας ἡγεμών, ὁ Μιτυλήνης αὐθέντης καί Χῖοι καί Ῥόδιοι, ἅπαντες εὐφημήσοντες. Πάντες οὖν ἔλαβον πίστεις παρ’ αὐτοῦ καί ἔδωκαν τοῦ εἶναι εἰρηναῖοι καί φιλίας μεστοί σύν αὐτῷ καί αὐτός σύν αὐτοῖς πλήν τῶν Βενετικῶν δι’ αἰτίαν τήν ἥν λέξων ἔρχομαι.

[←8]

Επιληψία. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Ανδρόνικος υπέφερε από ελεφαντίαση ή λέπρα.

[←9]

Ο άρρωστος εικοσιπεντάχρονος δεσπότης τής Θεσσαλονίκης, ο Ανδρόνικος (1408–1423), δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τη Θεσσαλονίκη από την έντονη πολιορκία των Τούρκων και έτσι αποφασίστηκε να παραχωρηθεί η πόλη στους Ενετούς. Η ασυνήθιστη προσφορά έγινε δεκτή στις 27 Ιουλίου 1423. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1423 οι Ενετοί ανέλαβαν τον έλεγχο τής δεύτερης πόλης τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο ισχυρισμός ότι ο Ανδρόνικος πούλησε στους Ενετούς τα δικαιώματά του επί τής Θεσσαλονίκης για το ποσό των 50.000 χρυσών νομισμάτων φαίνεται να είναι ψευδής. Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 4 Μαρτίου 1428.

[←10]

Ο ισχυρισμός τού Δούκα ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις αρχές τής δεκαετίας τού 1390 δεν γίνεται γενικά αποδεκτός από τούς σύγχρονους ιστορικούς. Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου 1387, όταν η πόλη υποτάχθηκε χωρίς αιματοχυσία. Έχει επίσης προταθεί το 1394 καθώς και το 1391 ως το έτος ανακατάληψης τής Θεσσαλονίκης από τον Βαγιαζήτ. Όμως καμία ημερομηνία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με βεβαιότητα. Ορισμένοι ιστορικοί συμφωνούν ότι η Θεσσαλονίκη δεν καταλήφθηκε από τους Έλληνες το 1391 ή το 1394 και δεν ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους. Άλλοι τείνουν να αποδεχθούν την πιθανότητα ανακατάληψής της την άνοιξη του 1394, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι το 1394 ο Βαγιαζήτ υπέβαλε τη Θεσσαλονίκη σε πιο άμεσο και αυστηρό τουρκικό έλεγχο ή ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί μια εξέγερση από την πλευρά των Θεσσαλονικέων. Κάποιοι αποδέχονται τις 12 Απριλίου 1394 ως ημερομηνία ανακατάληψης τής Θεσσαλονίκης από τούς Τούρκους. Ο Δούκας, ωστόσο, εμφανίζεται απόλυτα συνεπής, αν αποδώσουμε τις τουρκικές κατακτήσεις στα έτη 1394-1395.

[←11]

[Δούκας 29.4] Ὁ δεσπότης Ἀνδρόνικος, ὁ μετά τόν βασιλέα Ἰωάννην καί Θεόδωρον τρίτος υἱός τοῦ βασιλέως Μανουήλ, ἦν δεσπόζων Θεσσαλονίκης ὅς καί ὑπό τῆς ἱερᾶς νόσου ἔφθαρτο. Ἐν δέ τῷ καιρῷ τῆς μάχης τοῦ Μωράτ, λέγω καί πρό τῆς μάχης τῆς Πόλεως, ἀφ’ οὗ ὁ Μουσταφᾶς ἐξῆλθε τῆς Λήμνου, εἶχε μάχην Θεσσαλονίκη καί πάντες οἱ ἀρχηγοί τῆς Θετταλίας, Αἰτωλίας, Φθίας, Θηβῶν καί πέρα Ἰωαννίνων συνέθλιβον καί ἀπέκλειον Θεσσαλονίκην, οἱ τοῦ Ἀβρανέζη υἱοί καί ὁ Τουραχάν καί ἕτεροι πλεῖστοι. Ἀγανακτήσαντες οὖν οἱ Θεσσαλονικεῖς τήν καθ’ ἑκάστην ἔφοδον τῶν Τούρκων, καί μή ἔχοντες ἐλπίδα ποθέν (ἡ γάρ πόλις ἔφερε τά κατ’ αὐτῆς δεινά καί οὐχ ὑπέφερεν· ἐλίμωττον γάρ οἱ Θεσσαλονικεῖς ἐνδείας τῶν ἀναγκαίων), στέλλουσί τινας τῶν ἀρχόντων πρός Βενετικούς μετά βουλῆς, τοῦ δεσπότου θέλοντος ἤ καί μή θέλοντος, τοῦ παραδοῦναι τήν Θεσσαλονίκην αὐτοῖς. αὐτοί δέ οἱ Βενετικοί ἀσπασίως τήν ἀγγελίαν δεξάμενοι συνέθεντο τοῦ φυλάξαι καί θρέψαι καί εὐτυχῆσαι τήν πόλιν καί εἰς δευτέραν Βενετίαν μετασχηματίσαι· καί αὐτοί Θεσσαλονικαῖοι ἔστερξαν τοῦ εἶναι πιστοί ἐν τῇ κοινότητι τῶν Βενετικῶν, ὥσπερ αὐτούς τούς ἐν Βενετίᾳ καί γενηθέντας καί τραφέντας. γενομένων οὖν τῶν συνθηκῶν διά δέκα τριήρεων ἄγουσι δοῦκαν ἐν Θεσσαλονίκῃ, καί εἰσάγουσιν αὐτόν ἐντός, καί ἐξάγουσι τόν δεσπότην Ἀνδρόνικον. Καί τόν νέον δοῦκαν εὐφημήσαντες ὑπέστρεψαν αἱ τριήρεις ἐν Βενετίᾳ, καί ἦν ἰδεῖν ἔκτοτε πλῆθος πολέμων, λέγοντες οἱ Τοῦρκοι «ἡ πόλις αὕτη ἡμετέρα ὑπάρχει· εἰ γάρ ἡμεῖς ταύτην ἀσθενοῦσαν οὐκ ἀπεδείξαμεν, οὐκ ἄν εἰς ὑμᾶς ἀπέκλινεν.» ἐν γάρ τούτῳ τῷ φρονήματι καρτερά μάχη ἐγένετο, καί ὑπερίσχυον οἱ Τοῦρκοι, ἐλίμωττον δέ οἱ Θεσσαλονικεῖς. Οἱ δέ Λατῖνοι φοβούμενοι μή πως οἱ Ῥωμαῖοι στενοχωρηθέντες ποιήσουσιν ἄνταρσιν καί εἰσάξουσι τούς Τούρκους, τούς δέ Βενετικούς διώξουσιν (ἦν γάρ καί προλαβών ἡ πόλις τῶν Τούρκων), ἤρξαντο τούς τῶν εὐγενῶν Ῥωμαίων οἴκους μεταστέλλειν, τούς μέν εἰς Εὔβοιαν, τούς δέ ἐν Κρήτῃ, ἄλλους ἐν Βενετίᾳ. Ἡ ᾀδομένη οὖν ἐπίπλαστος ἀφορμή, ὅτι τά πρός χρείαν εἰσί σπάνια, οἷον σίτος, κριθαί, ὄσπρια, κρέη καί ἄλλο εἴ τι τρόφιμον· διά τό ἀραιῶσαι οὖν τάς οἰκίας, μετοικησάτωσαν οἱ προὔχοντες ἕνεκα τῆς στενοχωρίας ταύτης καί εἰς τό μετέπειτα Θεοῦ ἀρωγοῦντος ἐπανελεύσονται. Μετήγαγον οὖν πλείστους ὦδε κἀκεῖσε καί πολλούς ἐν τῷ βυθῷ ἔρριψαν, ἄλλους ὡς ἀπίστους ἐκόλαζον, τούς δέ ἐναπολειφθέντας ἐν μυρίαις ἀσελγείαις ἐκάκουν, μετά δέ τό ὑποστρέψαι τόν Μωράτ ἐκ τῆς Ἀσίας εἰς Θρᾴκην ἔστειλαν οἱ Βενετικοί ἀποκρισιαρίους πρός αὐτόν αἰτοῦντες εἰρήνην. ὁ δέ οὐκ ἀπόκρισιν παρέσχεν αὐτοῖς, ἀλλά μόνον ὅτι “ἡ πόλις αὕτη πατρικοῦ μου κτήμά ἐστιν, καί ὁ ἐμός πάππος Παγιαζήτ δυνάμει χειρί παρά τῶν Ῥωμαίων ταύτην ἔλαβεν. εἰ γάρ ἦσαν Ῥωμαῖοι οἱ δυναστεύοντές μοι, εἶχον ἄν πρόφασιν τοῦ λέγειν ὁ ἀδικῶν. ὑμεῖς δέ Λατῖνοι ὄντες καί ἀπό Ἰταλίας, τίς ἡ προσχώρησις τῶν ὧδε; μετανάστητε, εἰ βούλεσθε· εἰ δέ μή, ἔρχομαι ταχύ.” στραφέντες οὖν ἄπρακτοι ἔγραψαν τήν ἀπόκρισιν ἐν Βενετίᾳ σύν ταῖς τριήρεσι τῆς γαρδίας ἤγουν τῆς παραφυλακῆς.

[←12]

Η Θεσσαλονίκη έπεσε στις 29 Μαρτίου 1430.

[←13]

[Δούκας 29.5] Ὁ δέ Μωράτ ἔαρος ἀρξαμένου ἀπάρας ἐκ τῆς Ἀδριανοῦ εἰς Σέρρας ἦλθε, κἀκεῖ τόν στρατόν συναθροίσας ἐκ τῆς δύσεως ἔγραψε τῷ Χαμζᾷ λαβεῖν τάς δυνάμεις τῆς ἕω καί περᾶσαι τόν πορθμόν τοῦ ἐλθεῖν ἐν Θετταλίᾳ. συναφθέντες οὖν ὁμοῦ στέλλει τοῦτον ἐν Θεσσαλονίκῃ σύν πάσαις ταῖς δυνάμεσιν. ὁ δέ Μωράτ ἦν ἐν Σέρραις κατατρυφῶν τῶν ἐκεῖ ἀγαθῶν· ἦν γάρ φιλῶν τά συμπόσια· νέος γάρ ὑπῆρχε τότε, ἄγων ἔτος που εἰκοστόν πέμπτον. ὁ δέ Χαμζᾶς ἐδίδου σκόλοπα τό καθ’ ἑκάστην πολεμίζων Θεσσαλονίκην· οἱ δέ ἐντός ὡς πρός τούς ἔξω ἦσαν ἑκατόν πρός ἕνα. τότε κατασκευάσας κλίμακας καί ἑλεπόλεις πλείστας καί κατασκευάς πολλάς ἐμήνυσε τῷ Μωράτ τοῦ ἐλθεῖν, ἵνα δώσωσιν τόν πόλεμον. οἱ δέ ἐντός ἵσταντο ἐκδεχόμενοι τάς τριήρεις ἀπό τῆς Βενετίας. καί ὁ Μωράτ ἦλθε, καί τά τοῦ πολέμου καλῶς κατεσκεύαστο, καί αἱ τριήρεις οὐκ ἦσαν. τότε ὁ Μωράτ ἐκήρυξε διά τῆς σάλπιγγος, λέγων “ ἰδού, δίδωμι πάντα τά ἐν τῇ πόλει ταύτῃ ὑμᾶς, ἄνδρας γυναῖκας παιδία, ἄργυρον χρυσόν· μόνον τήν πόλιν ἐμοί ἄφετε”. τότε ἠχησάντων τῶν ὀργάνων καί τῶν κλιμάκων τεθέντων ( τί γάρ εἶχον πρᾶξαι πεντακόσιοι ἤ χίλιοι ἤ δισχίλιοι ἄνδρες ἐν τοσαύτῃ πόλει; μόλις γάρ ἐν δέκα προμαχῶσιν εἷς τζαγραβόλος ἵστατο) ἐπιβάντες οὖν ταῖς κλίμαξιν αὐθωρόν ἐντός εὑρέθησαν, καί ἀνοίξαντες μίαν πύλην, ὡς σμῆνος μελισσῶν ἅπας ὁ στρατός ἐντός εἰσῄει. καί ἦν ἰδεῖν ξένον τέρας, ἄνδρας καί γυναῖκας σύν νέοις καί παρθένοις ἀφήλιξι καί βρεφυλλίοις, ὁρμαθούς ὁ καθείς τῶν ἱππέων ἔχων ἐν χερσίν ἕλκοντας· αὐτοί δέ οὐαί μόνον ἑλκόμενοι ἔκραζον, καί οὐκ ἦν ὁ ἐλεών οὐδέ ὀρέγων χεῖρα βοηθείας. ἀπαρχή κακή καί ἀπαίσιος τῶν μελλόντων κακῶν ἐν τῇ βασιλευούσῃ· ἐγυμνώθησαν οἶκοι, ἐρημώθησαν ναοί, ἐκκλησιῶν εὐπρέπειαι, κειμήλια ἱερά ἐν χερσί μιαρῶν, παρθένοι σεμναί ἐν ἀγκάλαις ἀσώτων, γυναῖκες εὐγενεῖς ἐν χερσίν ἀγενῶν, καί τά πάντα κακά· τί καί πῶς καί διά τί; διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν. ἐν μιᾷ οὖν ἡμέρᾳ κενωθεῖσα ἡ τοσαύτη πόλις ἔμεινεν ἔρημος. ὁ δέ ἡγεμών ἀθροίσας ἐκ τῶν πέριξ χωρίων καί πόλεων ἐγκατοίκους Τούρκους σύν γυναιξί καί τέκνοις κατέστησεν, κελεύσας, εἴ τις τῶν Ῥωμαίων ἐξαγορασθείη καί ἐλευθερωθείη, ἐχέτω ἄδειαν τοῦ ἐλθεῖν καί οἰκῆσαι πάλιν ἐν αὐτῇ τῇ πόλει. τά δέ τῶν μοναστηρίων κρειττότερα, ὧν αἱ φῆμαι πανταχοῦ ἐκηρύττοντο, ἐποίησε βωμούς τῆς αὐτῶν θρησκείας, πλήν τοῦ ναοῦ τοῦ μεγάλου μάρτυρος Δημητρίου· καί γάρ ἐν αὐτῷ εἰσελθών καί θύσας κριόν ἕνα οἰκείαις χερσίν προσηύξατο, εἶτα ἐκέλευσε τοῦ εἶναι ἐν χερσί τῶν Χριστιανῶν· πλήν καί τόν τοῦ τάφου κόσμον καί τοῦ ναοῦ καί τῶν ἀδύτων ἅπαντα οἱ Τοῦρκοι ἐνοσφίσαντο, τοίχους μόνον ἀφέντες κενούς· ἀπάρας δέ ἐκ τῆς Θεσσαλονίκης ἦλθεν ἐν Ἀδριανουπόλει, μετ' όλίγον δέ οἱ Βενετικοί στείλαντες ἀποκρισιαρίους ἐποίησαν εἰρήνην, φοβούμενοι μή πως ὀλέσωσι καί τήν Εὔβοιαν.

[←14]

[Δούκας 29.6] Ἐν δέ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἠγέρθη τις τῶν υἱῶν τοῦ βεηβόδα Βλαχίας Μίλτζου· εἶχε γάρ πολλούς νόθους ἀσώτως ζῶν. Καί ἀπάρας ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἦν γάρ ἐκεῖ διάγων ἐν τῷ παλατίῳ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου ἐν στρατιωτικῷ σχήματι καί συνομιλῶν καθ’ ἑκάστην σύν νεωτέροις καί πρός τά μάχιμα καί ἀνταρτικά ἐπιδεξίοις· ἦσαν γάρ καί Βλάχοι τινές εὑρισκόμενοι τῷ τότε καιρῷ ἐν τῇ Κωνσταντίνου. Καί δή λαβόντες αὐτόν ἀπῄεσαν ἐν ἑνί ἄκρῳ Βλαχίας κἀκεῖ ἀθροισθέντες ἱκανοί, τό καθ’ ἡμέραν ἠθροίζοντο καί παρεμβολή κραταιά ἐγένετο. Ἦν γάρ τό γένος τῶν Βλάχων ἀσύστατον καί πρός ἐπιβουλίαν τῶν ἡγεμόνων ρέπον τήν γνώμην εὐκίνητον.

[←15]

[Δούκας 29.7] Ὁ γάρ βεηβόδας τοῦ τότε καιροῦ ὑπῆρχεν ἀνεψιός τοῦ Μίλτζα, υἱός ἀδελφοῦ, Νδάνου ἐπονομαζομένου. Μαθών οὖν, ὅτι τέθνηκε Μίλτζας, — ἐκεῖνος δέ ἦν διάγων σύν τῷ Μωράτ, ὅτε ἐστράτευσε κατά τῆς πόλεως καί ὡς ἐν παρατάξει πολέμου ἕτοιμος καί αὐτός σύν τοῖς Τούρκοις δραμών εἰς ἐνέδραν,— ἔλαθεν εἰσελθών ἐν τῇ πόλει. Καί ἐμφανῆ ποιήσας ἑαυτόν τῷ βασιλεῖ ἐξήρχετο σύν τοῖς Ῥωμαίοις καί ἠνδραγάθει κατά τῶν Τούρκων. Ὡς οὖν ὁ Μωράτ ἀπέστη τῆς πόλεως μή τυχών, ὅ ἐν ἐλπίσιν ἦν, ἀλλ’ ἀποτυχών τοῦ σκοποῦ, καί ὁ Νδάνος προσκυνήσας τῷ βασιλεῖ ἐζήτει ἐλευθερίαν καί ὁδόν εὐθείαν τοῦ ἐλθεῖν εἰς τά ἴδια. Ὁ βασιλεύς φιλοτιμήσας δέ καί εἰς μίαν τῶν μεγίστων νηῶν εἰσάξας ἔστειλεν αὐτόν ἀπό τοῦ Ποντικοῦ Πελάγους εἰς τό Ἀσπρόκαστρον. Ἐκεῖ δέ οἱ τῆς Βλαχίας εὑρισκόμενοι ἄρχοντες εὐφήμησαν αὐτόν ὡς ἡγεμόνα καί εἰς τήν παππικήν ἡγεμονίαν ἀπεκατέστησαν, κτείναντες τόν νόθον υἱόν τοῦ Μίλτζα. Ὡς δ’ ἐγένετο κύριος πάσης Βλαχίας, ἔστειλεν εἰς τόν Μωράτ ἀποκρισιαρίους εἰρηνεύσων αὐτόν· καί ἐγένετο, ἦν γάρ χρηστός τῷ ἤθει καί ἥμερος ὁ Μωράτ. Ἐδίδοτο γοῦν παρ’ αὐτοῦ τό κατ’ ἔτος τέλος καί εἶχε παντοίαν ἀνάπαυσιν καί τήν Βλαχίαν ὁ Νδάνος αὐθέντευεν.

[←16]

[Δούκας 29.8] Ἀλλ’ ἐπανίτω μοι νῦν ὁ λόγος εἰς τόν Δραγούλιον· οὕτω γάρ ἐκαλεῖτο, πανοῦργος τοῖς τρόποις ὤν· καί γάρ τό Δραγούλιος ὄνομα πονηρός ἑρμηνεύεται. Κροτήσας οὖν πόλεμον μετά τοῦ Νδάνου ἀπέτεμε τήν αὐτοῦ κεφαλήν καί κύριος τῆς ἡγεμονίας τοῦ πατρός αὐτοῦ κατέστη. Ὁ δέ Μωράτ μαθών τό δρᾶμα βαρέως ἔφερεν· εἶχε γάρ ἐν χερσίν ἄλλον ἀδελφόν τοῦ Νδάνου καί, βουληθείς τοῦ καταστῆσαι αὐτόν ἡγεμόνα ἀντί τοῦ φονευθέντος ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ἔστειλεν αὐτόν σύν δυνάμει ἐν Βλαχίᾳ. Ὁ δέ Δραγούλιος πόλεμον στερρόν ἐγείρας κατά τῶν ἐπεμβαινόντων, ἔτρεψε καί εἰς τέλος ἠφάνισε καί τόν ἀδελφόν τοῦ Νδάνου ἔκτεινε καί αὐτός τήν ἡγεμονίαν ἐκληρονόμησε.

[←17]

[Δούκας 29.9] Ἐν ἐκείνῳ δέ τῷ ἔτει ἦλθεν εἷς ἐκ τῶν τοῦ Καραμάν ἀπαγγέλων τῷ Μωράτ, ὅτι ἐν τοῖς ἵπποις αὐτοῦ ἐστίν εἷς τῶν Ἀραβικῶν ἵππων ἔν τε πράξει ἔν τε ἡλικίᾳ, ἐν χρώματι, ἐν ἰσότητι τῶν μελῶν τε καί ἄρθρων ὡς οὐδείς τῶν παρά τοῖς Ἄραψι καλῶς καί ἐπιμελῶς τρεφομένων καί παιδευομένων. Ὁ Μωράτ οὖν ἐλθών εἰς ἐπιθυμίαν τοῦ ἵππου στέλλει ἕνα τῶν τιμίων αὐτοῦ δούλων καί ζητεῖ τόν ἵππον, ἐλπίζων ὁ Μωράτ κατά τήν πρώτην ἀγγελίαν τοῦ δοῦναι τόν ἵππον χάριν φιλίας ἤ ἀνταλλαγῆς τινος τιμήματος· ἦν γάρ ὁ Μωράτ ἀεί δέρων καί ἐπαπειλῶν αὐτόν πάντοτε, ἐκ πατρόθεν καί πάππων εὐτυχής ὤν κατά τῆς ἡγεμονίας τοῦ Καραμάν. Ἐθάρρει τοίνυν κατά πολλούς τρόπους τοῦ ἔχειν τόν ἵππον. Ὁ δέ Καραμάν τά ἐναντία φρονῶν ἀπελογίσατο τῷ δούλῳ τοῦ Μωράτ· « Δύναται ὁ κύριός σου ἐπιβῆναι τῷ ἵππῳ τούτω;» δεικνύων δακτυλοδείκτως, καί τόν ἵππον. Ὁ δέ εἶπεν· « Εἰ δύναται ἤ οὐ δύναται, οὐκ ἐμοί τυγχάνει τήν ἀπόκρισιν δοῦναι· αὐτός γάρ δύναται τοῦ ἀνταποκριθῆναί σοι· ἐμοί δέ ἀπόκριναι τί τό μέλλον ἀνταποκρῖναι τῷ κυρίῳ μου.» Ὀ δέ Καραμάν ἔφη· « Ἀνάγγειλον τῷ κυρίῳ σου, ὅτι· « Οὐ δυνήσῃ καθίσαι ἐν τῷ ἵππῳ, ἀγέρωχος ὑπάρχων· μόλις γάρ ἐγώ τήν ἐπίβασιν τίθημι· καί διά τοῦτο οὐ πέμπω σοι.» Ὁ δέ Μωράτ ἀκούσας τούς λόγους ἐσκληρύνθη καί, σπουδῇ τά στρατεύματα συναγαγών καί περάσας τόν πορθμόν, εἰς Προῦσαν ἀφίκετο κἀκεῖ μικρόν ἀναμείνας, ἕως καί τά τῆς ἀνατολῆς συναχθῶσι.

[←18]

[Δούκας 29.10] Καί ὁ πρό μικροῦ ρηθείς Δραγούλιος, ὁ βεηβόδας Βλαχίας, ἔφθασε διαβάς τόν πορθμόν καί ἐν τῇ Προύσῃ τυχών τῷ ἀμηρᾷ Μωράτι· καί προσκυνήσας αὐτῷ ὑπετάγη ὑποσχεθείς, ὁπόταν δεῃ περᾶσαι ὁ Μωράτ ἐν τῇ Οὐγγρίᾳ, αὐτός δώσει πόρον, αὐτός γενήσεται προοδοποιός ἄχρις ὁρίων Ἀλαμανίας τε καί Ῥωσίας. Ὁ δέ Μωράτ ἀγασθείς ἐπί τοῖς ὑποσχεθεῖσι καί ὁμοτράπεζον καί συμπότην αὐτόν ποιήσας καί λίαν φιλοτιμήσας καί δῶρα πλεῖστα αὐτόν τε καί τούς σύν αὐτῷ, ἦσαν γάρ ὑπέρ τούς τριακοσίους, καί ἀσπασάμενος ἀπέλυσεν.

[←19]

Αυτό έγινε το 1444.

[←20]

[Δούκας 29.11] Ὁ δέ Μωράτ ἐκ τῆς Προύσης εἰς Κοτυάειον ἐλθών, ἐκεῖθεν ἀπάρας εἰσῆλθεν ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ Καραμάν. Καί χειρωσάμενος πόλεις δύο, ἡ μία καλεῖται κατά τήν τῶν Τούρκων γλῶτταν Ἄκσιαρι, ἡ δέ ἑτέρα Πέγσιαρι· ἦν δέ ἡ πόλις αὕτη ἐγγύς Ἰκονίου, ἀπέχουσα δύο ἡμερῶν ὁδόν. Τότε ὁ Καραμάν μή ἔχων τί δρᾶσαι, στέλλει πρός αὐτόν πρέσβεις τούς ἐντιμοτέρους τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ καί χρήματα ἱκανά καί τόν ἵππον καί τάς δύο πόλεις, ἅς ἔλαβε, σύν τοῖς κάμποις καί τοῖς χωρίοις μόνον τοῦ στραφῆναι εἰς τά ὀπίσω, στείλασα καί γραφάς παρακλητικάς ἡ ἀδελφή αὐτοῦ πρός αὐτόν, ἦν γάρ ὁ Καραμάν γαμβρός ἐπ’ ἀδελφῇ τοῦ Μωράτ. Ὁ δέ καμφθείς ταῖς παρακλήσεσιν αὐτῶν ἐποίησεν εἰρήνην σύν ὅρκοις καί ὑπέστρεψεν.

[←21]

Ο Στέφαν Λαζάρεβιτς πέθανε στις 19 Ιουλίου 1427 και τον διαδέχθηκε ο Γεώργιος (Τζούρατζ) Βούκοβιτς Μπράνκοβιτς, πρώτος ως άρχοντας (1427-1429) και μετά ως δεσπότης Σερβίας (1429-1456). Ο Μπράνκοβιτς παντρεύτηκε την Ειρήνη Καντακουζηνή (περίπου 1400-1457), αδελφή τού Γεώργιου Παλαιολόγου Καντακουζηνού, στις 26 Δεκεμβρίου 1414. Από τα πέντε παιδιά του, τρία αγόρια και δύο κορίτσια, τέσσερα ήσαν πιθανώς παιδιά τού Γεώργιου και τής Ειρήνης, ενώ η Μάρα ήταν κόρη του από προηγούμενη σύζυγο. Το 1435 έδωσε την κόρη του Μάρα (βλ. Nl75) σε γάμο με τον Μουράτ Β’. Το 1446 ο μικρότερος γιος του Λάζαρ παντρεύτηκε μια κόρη τού Θωμά, δεσπότη τού Μοριά, και ο παππούς της Ιωάννης Η’ τού χορήγησε τον τίτλο τού δεσπότη. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου 1456 ενώ η Ειρήνη, η οποία είχε υποφέρει τη θλίψη τής τύφλωσης των δύο γιων της από τον Μουράτ Β’ το 1441, πέθανε στις 2-3 Μαΐου 1457.

[←22]

Η Μάρα ή Μαρία Μπράνκοβιτς ήταν η κόρη τού Γεώργιου Μπράνκοβιτς από τον πρώτο του γάμο με μια αδελφή τού Ιωάννη Δ’, αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας. Παντρεύτηκε τον Μουράτ Β’ στις 4 Σεπτεμβρίου 1436. Όταν ο Μουράτ πέθανε το 1451, προτάθηκε να παντρευτεί τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο, αλλά εκείνη αρνήθηκε, γιατί είχε δώσει όρκο αγνότητας όταν ο Μεχμέτ Β' τής επέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα της. Τον Μάρτιο τού 1459 ο σουλτάνος τής έδωσε την πλήρη κατοχή τού μοναστηριού τής Αγίας Σοφίας στη Θεσσαλονίκη. Πέθανε στο μοναστήρι τής Θεοτόκου Εικοσιφοίνισσας (Κοσίνιτσα) κοντά στη Δράμα.

[←23]

Το Σμεντέρεβο (Σεμέντρια), το ισχυρό φρούριο που χτίστηκε από τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς στον Δούναβη το 1430, ήταν η τελευταία πρωτεύουσα τής μεσαιωνικής Σερβίας. Ο Μουράτ Β’ το πήρε ύστερα από πολιορκία τριών μηνών στις 18 Αυγούστου 1439. Το 1444 το Σμεντέρεβο επιστράφηκε στον Μπράνκοβιτς.

[←24]

[Δούκας 30.1] Ἐλθών δέ ἐν Ἀδριανουπόλει καί μαθών ὅτι ὁ δεσπότης Σερβίας, υἱός τοῦ Λαζάρου καί γυναικαδελφός τοῦ Παγιαζήτ, ἀπέθανεν, ὅν ὁ λόγος ἐν τοῖς τοῦ Παγιαζήτ χρόνοις, τοῦ Ἰλτρήμ λέγω, ἱστόρησεν, πέμπει πρός τόν αὐτοῦ διάδοχον ἀποκρισιαρίους, ζητῶν τήν ἅπασαν Σερβίαν. Ἦν γάρ ὁ ἀποθανών μή ἔχων κληρονόμον καί γάρ ἄπαις ἐτελεύτησεν. Εἶχεν οὖν ἀδελφιδοῦν ἐκ τῆς Μάρω, τῆς θυγατρός Λαζάρου καί ἀδελφῆς αὐτοῦ τοῦ τεθνηκότος Στεφάνου· ἦν γάρ Γεώργιος, υἱός Βούλκου καί γαμβρός Λαζάρου. Ἰδών οὖν τούς ἀποκρισιαρίους καί τιμήσας αὐτούς, ὡς ἐχρῆν, καί κατά νοῦν λαβών τάς τοῦ δράκοντος ἐπηρείας, ὅτι, εἰ μέν φάγῃ καί κορεσθῇ, μικρόν ταπεινωθήσεται, εἰ δ’ οὖν, καί Σερβίαν καί Βουλγαρίαν καί τούς πατρικούς τόπους αὐτοῦ, ἅπαντα χανών ροφήσει, καί πραγματεύεται τόν καιρόν καί δίδωσιν αὐτῷ τήν αὐτοῦ θυγατέρα εἰς γάμον καί τό πλεῖστον μέρος τῆς Σερβίας εἰς προῖκα τάχα, μόνον ἐνόρκως ποιήσωσι τήν εἰρήνην. Χρυσίου δέ καί ἀργυρίου ταλάντων ἀριθμόν τίς διηγήσεται; Στέλλει ἀποκρισιαρίους καί πείθουσι τόν ἡγεμόνα· καί πέμπει τόν Σαρητζίαν, ἕνα τῶν βεζιρήδων τοῦ μνηστεῦσαι τήν κόρην καί δοῦναι ὅρκους τῷ Γεωργίῳ καί λαβεῖν παρ’ αὐτοῦ ἀσφάλειαν. Ἐντυχών οὖν ὁ Σαρητζίας τῷ δεσπότῃ Γεωργίῳ καί τελειώσας τήν τῶν μνήστρων πρᾶξιν ἐπανῆλθεν. Αἰτήσας λύσιν τοῦ οἰκοδομῆσαι πολίχνιον ἐν τῇ ἀκτῇ τοῦ Δανούβεως, δέδωκεν αὐτήν ὁ Μωράτ· καί ἀπελύθη ὁρισμός εἰς αὐτόν καί ἤρξατο κτίζειν ὁ δεσπότης τό Σμέδροβον.

[←25]

Ο Λάντισλας ή Βλάντισλαβ Γ’, ο νεαρός Γιαγκελλόνιος, ήταν βασιλιάς τής Πολωνίας και κράλης τής Ουγγαρίας (1440-1444).

[←26]

Μέγας δομέστικος ήταν ο βυζαντινός τίτλος για τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων. Αυτός ήταν ο Γιάνος Κορβίνους Χούνιαντι. Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι ήταν νόθος γιος τού Σίγκισμουντ, αυτοκράτορα τής Γερμανίας. Όμως ο Balint Homan τον αποκαλεί μεγαλύτερο γιο τού Βάικ, ενός ιππότη στην αυλή τού Σίγκισμουντ, και μιας Μαγυάρας γυναίκας. Ο Βάικ έγινε Ούγγρος ευγενής και έλαβε το κάστρο τού Χούνιαντ στην Τρανσυλβανία. Το 1439 ο βασιλιάς Άλμπερτ έβαλε τον Γιάνος επικεφαλής τού βανάτου τού Σορένι (Σέβεριν) στον Δούναβη, στη Βλαχία. Υπό τον Βλάντισλαβ Γ’ τής Πολωνίας και τής Ουγγαρίας διορίστηκε βοεβόδας τής Τρανσυλβανίας και έγινε διοικητής των στρατευμάτων που πολεμούσαν τούς Τούρκους. Μετά τον θάνατο τού Βλάντισλαβ Γ’ στη Βάρνα το 1444, ο Χούνιαντι εξελέγη αντιβασιλέας και κυβερνήτης τής Ουγγαρίας, όσο ήταν ανήλικος και απουσίαζε ο Λάντισλας Ε’ Ποστχούμους, γιος τού Άλμπερτ (βλέπε. N212). Στην πράξη ο Χούνιαντι ήταν βασιλιάς ακόμη και μετά την ανάληψη τής βασιλικής εξουσίας από τον Λάντισλας Ε’ Ποστχούμους το 1453, διατηρώντας τη δύναμή του και την εξουσία του ως αντιβασιλέας και στρατιωτικός διοικητής. Ο γιος του, ο Ματίας Κορβίνους Χούνιαντι, έγινε μάλιστα βασιλιάς τής Ουγγαρίας (1458-1490).

[←27]

[Δούκας 30.2] Ὁ δέ Μωράτ ἤδη θέρους ὥρας ἐγγύς οὔσης στρατεύει εἰς Οὐγγρίαν καί περάσας τόν Δάνουβιν διά τῆς Νικοπόλεως, συναντᾷ τοῦτον Δραγούλιος καί μετά περιχαρείας ἀσπασάμενος σύν τῷ στρατῷ αὐτοῦ συνοδεύει τῷ Μωράτ. Καί εἰσβάσας αὐτόν ἐντός τεττάρων ἡμερῶν πορείαν, εὗρεν ἔρημον τόν τόπον. Μαθόντες γάρ οἱ Οὖγγροι τήν ἐπέλευσιν τοῦ Μωράτ, ἐμετοίκισαν τάς κώμας καί τά μικρά πολίχνια. Καί κατεπάτησαν οἱ Τοῦρκοι γῆν πολλήν ἔρημον, μή κερδήσαντές τι πλήν ἑνός κάστρου σμικροτάτου καί αὐτό παρ’ ἐλπίδα. Οἱ γάρ ἄνδρες ἐξελθόντες τοῦ εὑρεῖν τά τῶν ἀναγκαίων χρειώδη καί μείναντες ἔξω τῆς πόλεως, οἱ Τοῦρκοι πρωΐ παρατρέχοντες εὗρον τάς πύλας ἀνεῳγμένας καί εἰσῆλθον, τινός μή ὄντος τοῦ ἀντιπαρατάττοντος· λαβόντες δέ τήν λεῖαν ἐξήεσαν. Ἐλθόντες δέ ἄχρι Ζιπηνίου, —αὕτη δέ ἐστι μία τῶν περιφανῶν πόλεων Οὐγγρίας,— οὐκ ἐτόλμησαν προσεγγίσαι. Οἱ πολῖται δέ ἀγριωπόν πρός τούς Τούρκους βλέψαντες καί κατά στόμα ἀντιμαχησάμενοι, μή κλείσαντες τάς πύλας, ἦσαν γάρ ἀνεῳγμέναι, καί πολλούς τῶν Τούρκων φονεύσαντες, ὀπισθώρμησαν ἔχοντες ἀεί τόν Δραγούλιον προοδοποιόν· ἐφοβήθη γάρ ὁ Μωράτ, μήπως ἐνέδρα γένηται κατ’ αὐτοῦ παρά τοῦ Δραγουλίου. Καί ἐλθόντες ἐν τῇ ἀκτῇ τοῦ ποταμοῦ ἐπέρασαν. Ἦv γάρ τοῦ τότε καιροῦ ρήξ βρεφύλλιον καί οὐκ ἦν ὁ ἐπιτροπεύων. Ὡς εἶδον τοίνυν τήν τόλμην τῶν Τούρκων, ἔστησεν ἡ ρήγενα τῶν γενναίων ἕνα μέγα δομέστικον τοῦ φωσάτου, ἄνδρα τολμηρόν καί εὐκάρδιον καί πρός τά πολεμικά ἕτερον Ἀχιλλέα ή Ἕκτορα.

[←28]

Ο Ιωάννης Η’ έστειλε τον Γεώργιο Φιλανθρωπηνό στη Σερβία, για να απονείμει στον Γεώργιο Μπράνκοβιτς τα διακριτικά τού αξιώματος τού δεσπότη Σερβίας το 1429. Ο Δούκας τοποθετεί το γεγονός αυτό το 1435, την ίδια χρονιά με το γάμο τής Mάρα με τον Μουρατ Β’, όταν ο Μπράνκοβιτς ήταν ήδη δεσπότης.

[←29]

Ο Μουράτ Β’ συνήψε το 1423 συνθήκη ευνοϊκή για τον εαυτό του με τον Ισφεντιγιάρ, ηγεμόνα Κασταμονής, και παντρεύτηκε την κόρη του. Ο Ισφεντιγιάρ παραχώρησε ταυτόχρονα στον Μουράτ Β’ μια περιοχή πλούσια σε ορυκτά κοιτάσματα.

[←30]

[Δούκας 30.3] Ὁ δέ Μωράτ διαβάς τόν ποταμόν καί ἐν Ἀδριανοῦ καταντήσας στέλλει τόν Σαρητζίαν ὡς νυμφαγωγόν τοῦ ἀγαγεῖν τήν νύμφην ἐκ τῆς Σερβίας. Καί ἐλθών καί δεξιωσάμενος αὐτόν ὁ δεσπότης φιλοτίμως, ἦν γάρ ἐν ἐκείνῳ τῷ χειμῶνι στεφθείς· ὁ γάρ βασιλεύς Ἰωάννης πέμψας Γεώργιον τόν Φιλανθρωπινόν σύν τοῖς παρασήμοις, ἐποίησεν αὐτόν δεσπότην Σερβίας. Ἀπάρας οὖν ὁ νυμφαγωγός σύν τῇ νύμφῃ, ἔχοντες θησαυρούς ἀμετρήτους καί χρυσοϋφάντους στολάς, ἄγουσα μετ’ αὐτῆς καί τούς δύο ἀδελφούς αὐτῆς, ἐλθόντες δέ καί χαράν μεγάλην καί γάμους ποιήσαντες, —ἦν γάρ ἔχων καί ἑτέραν προλαβών, τοῦ Σπεντιάρ θυγατέραν, γυναῖκα, ἀλλά ταύτην ἐπόθει πλέον ὡραίαν οὖσαν καί ψυχῇ καί σώματι,— τῶν γάμων δέ πληρωθέντων καί τούς γυναικαδέλφους αὐτοῦ ἀσμένως ἀποπέμψας μετά δώρων πολλῶν, αὐτός ἐν Ἀδριανουπόλει φθινοπώρου ἀρχομένου ἐκάθητο, πῇ μέν ἐν κυνηγεσίοις ἐξερχόμενος, πῇ δέ ἐν θεάτροις καί πότοις ἀσχολούμενος.

[←31]

Γρηγόριος ήταν το όνομα τού μεγαλύτερου γιου τού Γεωργίου Μπράνκοβιτς. Δεν είναι βέβαιο αν ήταν γιος τού Γεώργιου και προηγούμενης συζύγου ή τής Ειρήνης Καντακουζηνής. Ο Γρηγόριος και ο αδελφός του Στέφαν τυφλώθηκαν από τον Μουράτ Β’ στην Αμάσεια τής Μικράς Ασίας στις 8 Μαΐου 1441. Έτσι ήταν ο μικρότερος γιος Λάζαρ εκείνος που διαδέχθηκε τον πατέρα του που πέθανε τον Δεκέμβριο του 1456. Ο Λάζαρ καταδίωκε τη μητέρα του και τον Γρηγόριο, και όταν η Ειρήνη πέθανε το 1457, ο Γρηγόριος διέφυγε στην αυλή τού σουλτάνου Μεχμέτ Β’. Πέθανε ως μοναχός Γερμανός στη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος στις 16-17 Οκτωβρίου 1459. Ο γιος του Βουκ Μπράνκοβιτς ήταν δεσπότης στην Ουγγαρία υπό τον Ματίας Κόρβινους και πέθανε στις 16 Απριλίου 1485.

Ο Θωμάς Καντακουζηνός ήταν αδελφός τής Ειρήνης Καντακουζηνής, συζύγου τού Γεώργιου Μπράνκοβιτς. Μπήκε στην υπηρεσία τού Μπράνκοβιτς το 1414, μετά τον γάμο τής αδελφής του με τον δεσπότη. Όταν πέθανε η αδελφή του το 1457, κατέφυγε στον σουλτάνο στην Αδριανούπολη με την ανιψιά του Μάρα και τον ανιψιό του Γρηγόριο. Πέθανε στις 25 Ιουλίου 1463.

[←32]

Το Νόβο Μπέρντο (Novus Mons ή Novomonte) στη Σερβία που είχε σημαντικά ορυχεία που παρήγαγαν glama ή ασήμι που περιείχε ορισμένο ποσοστό χρυσού. Το Νόβο Μπέρντο έπεσε στους Τούρκους τον Ιούνιο του 1441. Ο Ζαγανός πασάς χρησιμοποίησε επαγγελματίες μεταλλωρύχους από τα αργυρωρυχεία του Νόβο Μπέρντο, για να υπονομεύσει διάφορα μέρη των τειχών τής Κωνσταντινούπολης κατά την τελική πολιορκία τού 1453.

[←33]

[Δούκας 30.4] Ἔαρος δέ ἀρχομένου βουλήν βουλεύεται πονηράν κατά τοῦ δεσπότου καί πενθεροῦ αὐτοῦ, ἔχων εἰς τοῦτο ἕνα τῶν μεγιστάνων αὐτοῦ σύμβουλον, ἄνθρωπον κακοποιόν καί τῶν χριστιανῶν ἐχθρόν ἄσπονδον, ὀνόματι Φαδουλάχ. Οὗτος γάρ ἦν πρῶτον τῶν εἰσοδημάτων τῆς ἡγεμονίας μέγας χαρτουλάριος· εἶτα ὁρῶν αὐτοῦ τό πανούργον ὁ ἡγεμών ὀξύ καί πρός τάς βουλάς αὐστηρόν καί κατά τῶν χριστιανῶν ἐχθρωδῶς διακείμενον, ποιεῖ αὐτόν καί μεσάζοντα. Καί τῷ Μωράτ μιᾷ τῶν ἡμερῶν εἴρηκεν « Ἵνα τί, κύριε, τούς ἐχθρούς τῆς ἡμετέρας πίστεως εἰς τέλος οὐκ ἀφανίζεις; Θεός γάρ διδούς τήν τοσαύτην ἡγεμονίαν, σύ καταφρονῶν αὐτήν οὐκ ἐπιβλέπεις εἰς αὐτούς, ὡς τῷ Θεῷ δοκοῦν, ἀλλά φιλανθρώπως εἰς μακροθυμίαν τούς ἀπίστους περιθάλπεις. Οὐκ ἔστιν οὖν τοῦτο, οὐκ ἔστι Θεῷ βουλητόν, ἀλλ’ ή μάχαιρά σου φαγέτω κρέα τῶν ἀσεβῶν, ἕως οὗ ἐπιστρέψωσιν ἐν τῇ τοῦ μόνου Θεοῦ καί τοῦ μεγάλου προφήτου διδασκαλίᾳ. Γίνωσκε οὖν, ὦ ἡγεμών, ὅτι τό πολίχνιον, ὅ ἐπῳκοδόμησεν ὁ δεσπότης Σερβίας, οὐκ ἔστι συμφέρον ἡμέτερον. Ἀρθήτω οὖν ἀπ’ αὐτοῦ καί ἕξομεν αὐτό διάβασιν ἀπό Σερβίας εἰς Οὐγγρίαν. Ἄρωμεν ἀπ’ αὐτοῦ τάς πηγάς τάς ἀειζώους, τούς βρυούσας ὡς ὕδωρ ἀένναον τόν ἄργυρον καί τόν χρυσόν καί σύν αὐτάς κερδήσομεν Οὐγγρίαν καί ἐπέκεινα Ἰταλίας φθάσομεν, ταπεινώσοντες τούς ἐχθρούς τῆς ἡμετέρας πίστεως.» Ὁ δέ ἡγεμών ἁπλούστατος ὤν καί μή ἔχων πονηρίαν ἐν καρδία, ἔδωκεν ὦτα τοῖς λόγοις τοῦ Σατανᾶ. Πέμπει οὖν ἀποκρισιαρίους εἰς τόν δεσπότην Σερβίας ζητῶν τό πολίχνιον, ὅ νεωστί ἐδείματο, οἷον τό Σμέδροβον. Ὁ δέ ἀνταπέστειλεν αὐτῷ λόγους ἀναμιμνήσκων τούς ὅρκους καί τήν συγγένειαν. Ὁ δέ τύραννος μηδ’ ὁπωσοῦν εἰς νοῦν λαβών τά τοῦ δεσπότου ρήματα στρατεύει κατ’ αὐτοῦ. Καί δή πρῶτον ἔρχεται εἰς Σμέδροβον ὥρᾳ θέρους· ἦν γάρ ἡ σιτοθήκη τοῦ κάστρου κενή καί τά λοιπά τῶν τροφῶν ταμεῖα. Καί σκοπήσας καιρόν ἀπέκλεισε τό πολίχνιον καί παρακαθίσας αὐτῷ μῆνας τρεῖς, ἀπό τῆς ὑστερήσεως τῶν αὐταρκιῶν παρεδόθη, ὅρκους δούς καί πίστεις τοῦ μή ἀδικῆσαί τινα. Ἀνοίξαντες δέ τάς θύρας ἐξῆλθον εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ. Ἦσαν δέ ἐντός ὁ πρῶτος υἱός τοῦ δεσπότου καί ὁ πρός μητρός θεῖος αὐτοῦ Θωμᾶς ὁ Καντακουζηνός. Ἔβαλε γοῦν Τούρκους ἱκανούς εἰς φύλαξιν, αὐτός δέ ἀπάρας ἐκεῖθεν ἔρχεται εἰς Νοβόπριδον, μητέρα τῶν πόλεων· καί καταπολεμήσας εἷλε ταύτην καί παρέδωκε Τούρκοις καί ὅλην Σερβίαν. Χειμῶνος δέ φθάσαντος ἐστράφη ἐν τῇ Ἀδριανοῦ· τούς δέ δύο υἱούς τοῦ δεσπότου, ἦν γάρ ὁ εἷς εὑρεθείς ἐν Ἀδριανουπόλει, στρατεύοντος ἐν τῷ Σμεδρόβῳ τοῦ Μωράτ, ὁ δέ ἕτερος συλληφθείς ἐν αὐτῷ τῷ πολιχνίῳ ἤχθη ἐν Ἀδριανοῦ, πέμψας οὖν αὐτούς δεσμίους ἐν τῇ ἀνατολῇ ἐν Ἀμασείᾳ, ἐξορύττει τούς ὀφθαλμούς καί τῶν δύο συμβουλίᾳ τοῦ Φαδουλάχ.

[←34]

[Δούκας 30.5] Ὁ δέ Δραγούλιος ἐλθών εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ, πέμπει αὐτόν δέσμιον ἐν Καλλιουπόλει φυλακίσας αὐτόν ἐν τῷ πύργῳ, εὑρῶν αἰτίαν, ὅτι ἐν τῇ Οὐγγρίᾳ ἔμελλε προδώσειν αὐτόν, ὅτε προωδοποίει, καί ἀλλα τινά ἐφευρέματα, ἅ διενόει ὁ Φαδουλάχ. Ποιήσας οὖν ἡμέρας πολλάς ἐν τῷ πύργῳ, ἐζήτησαν παρ’ αὐτοῦ τούς υἱούς αὐτοῦ ὁμήρους· καί πέμψας ἔφερε καί παρέδωκεν αὐτούς, ἔτι ἀφήλικες ὄντες. Ὁ δέ λαβών αὐτά στέλλει ἐν τῇ ἀνατολῇ ἐν Ἀσίᾳ ἐν κάστρῳ τινί, Νύμφαιον ἐπονομαζόμενον, παραγγείλας φυλάττειν ἐπιμελῶς αὐτά. Τόν δέ Δραγούλιον, δούς ὅρκους καί λαβών, ὡς ἔσται πιστός ἀπό τοῦ νῦν καί εἰς τό ἑξῆς, ἀπέλυσεν ἐν Βλαχίᾳ.

[←35]

Αυτός ήταν ο Γερμανός βασιλιάς Σίγκισμουντ, γιος τού Καρόλου Δ΄, ο οποίος ήταν επίσης βασιλιάς τής Ουγγαρίας (1387-1437) και αυτοκράτορας τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1411-1437). Όταν πέθανε ο Στέφαν Λαζάρεβιτς στις 19 Ιουλίου 1427, ο ανιψιός του και διάδοχος Γεώργιος Μπράνκοβιτς έδωσε όρκο πίστης στον βασιλιά Σίγκσμουντ και τού παρέδωσαν το Βελιγράδι.

[←36]

[Δούκας 30.6] Ἔαρος δέ ἀρξαμένου στρατόν ἐγείρει μέγα καί πολύ ἔκ τε Ἀσίας καί Θρᾴκης καί κατά τοῦ Πελογράδω ἐστράτευσεν. Ἦν δέ τό Πελογράδω πόλις Σερβίας ὀχυρά καί δυσάλωτος, ἔχον τούς θεμελίους ἀναμέσον ποταμών δύο, Δανούβεώς τε καί Σάβα. Πρό ὀλίγου δέ αἰτήσας αὐτήν τήν πόλιν ὁ κράλης Οὐγγρίας, δέδωκε πρός αὐτόν ὁ δεσπότης Γεώργιος φοβούμενος, μήπως οἱ Τοῦρκοι παραλαβόντες αὐτήν, τήν περαίαν διαβάντες ἕλωσι τάς πόλεις Οὔγγρων τε καί τοῦ δεσπότου. Ἔχει γάρ ὁ Σέρβος ἐν τῇ περαίᾳ πόλεις ἱκανάς. Ὡς δυνατωτέρους τοίνυν καί μαχιμωτέρους, ἔδωκεν αὐτήν πρός τούς Οὔγγρους, ἵνα φυλάττωσιν. Καί γάρ ὁ δεσπότης εἶχε περάσας τόν Ἴστρον, ὅτε ὁ Μωράτ ἐζήτει τό Σμέδροβον, καί ἦν αὐλιζόμενος ἐν ταῖς αὐτοῦ πόλεσιν, ἔχων φυλλάσσοντας αὐτόν τούς Οὔγγρους. Ἐν τούτῳ καί οἱ Τοῦρκοι ἐχθροδῶς διετέθησαν εἰς αὐτόν.

[←37]

Η ανεπιτυχής εξαμηνιαία πολιορκία τού Βελιγραδίου από τον Μουράτ Β’ πραγματοποιήθηκε το 1440.

[←38]

[Δούκας 30.7] Ἐλθών δέ ἐν τῷ Πελογράδω καί τάς σκηνάς πήξας γύροθεν καί πετροβολισμούς πολλούς κατασκευάσας, μικρούς τε καί μεγάλους, καί χώματα ἀνεγείρας καί διά τοῦ ποταμοῦ τριήρεις ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν πλέειν ἑτοιμάσας, ἐν ὅλοις ἕξ μησίν παρακαθίσας καί διά ξηρᾶς καί διά τοῦ ποταμοῦ, οὐδέν ὤνησεν, ἄλλα μᾶλλον ἀπεβάλετο καί πολλούς τῶν μεγιστάνων καί τῶν δούλων αὐτοῦ διά τε τῆς λοιμώδους νόσου καί διά τῶν μηχανῶν τῶν πεμπομένων ἐκ τοῦ κάστρου. Ἔπεμπον γάρ εἰς αὐτούς βολίδας μολυβδίνας, ὅσον καρύου Ποντικοῦ τό μέγεθος, ἀπό κατασκευῆς χαλκῆς ἐχούσης ἐντός τάς βολίδας καθ’ ὁρμαθόν πέντε ἤ καί δέκα. Ἐξόπισθεν οὖν τῆς χαλκῆς καλάμου βοτάνης σκευασία ἐκ νίτρου, τεάφης καί καρβούνου ἰτέας πλήρης, ὁρμήν οὖν ἀσπίθης ἤγουν σπινθῆρος πυρός εἰ πλησιάσειεν τῇ ἀναμιγῇ ταύτῃ, αἴφνης ἐξάπτει καί στενοχωρουμένου τοῦ πνεύματος ὑπό τῶν βολίδων ἐξ ἀνάγκης ὠθεῖ τάς βολίδας καί ὠθουμένων ἡ πρός τήν βοτάνην ἐγγύς ὠθεῖ τήν πρό αὐτῆς, ἡ δ’ αὐτή τήν ἔμπροσθεν. Καί οὕτως ἡ δύναμις μέχρι τήν εἰς τό στόμιον προκειμένην βολίδα πέμπεται καί ἀποπέμπει ταύτην ἄχρι μιλίου ὁδόν, καί τόν τυχόντα εἴτε ἄνθρωπον εἴτε ζῷον, εἰ καί σιδηροφοροῦσιν ἀλλ’ ἡ δύναμις τῆς βοτάνου τόσον ὑπερισχύει, ὅσῳ καί περονήσασα ἡ βολίς τόν ἕνα οὐ χαυνοῦται πρός τόν ἕτερον· καί οὐδέ ἐν τοῖς δυσί σώμασιν ἀτονεῖται ἡ δύναμις, εἰ καί σιδηροφόροι καί ἔνοπλοι, ἀλλ’ ὅταν ἡ βολίς τύχη σιδήρου ἤ ἄλλης τινός ὕλης ὁπλοποιείων, στενοχωρουμένης, τό σφυρῶδες εἰς γραμμήν μετασχηματίζει καί ὥσπερ ἧλος ὁ βόλος γίνεται καί διέρχεται τοῖς τῶν ἐγκάτων ἐντέροις καθά ποταμός πύρινος.

[←39]

Τα κενά βρίσκονται στο αρχικό κείμενο.

[←40]

[Δούκας 31.1] Ἐν δέ τῷ ἔτει ἐκείνῳ ἔπλει ὁ βασιλεύς Ἰωάννης ἐν Ἰταλίᾳ, σύν τῷ πατριάρχῃ κυρίῳ Ἰωσήφ καί λοιποῖς ἐπισκόποις καί ἄρχουσι, κροτῆσαι τήν σύνοδον. ἦν γάρ προμεμελετηκώς τήν ἕνωσιν, καί πέμψας ἐν Ῥώμῃ πρέσβεις προλαβών τῷ πάπᾳ Εὐγενίῳ, ὑπέσχετο τήν πᾶσαν καθ΄ ὁδόν δαπάνην αὐτός δοῦναι, καί προσόδους ἐν Ἰταλίᾳ τοῖς τοῦ παλατίου καί τῆς ἐκκλησίας ἄρχουσι καί αὐτῷ βασιλεῖ καί τῷ πατριάρχῃ. Οἱ δέ ἀθροισθέντες ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐκ τῆς Ἀσίας καί Θρᾴκης καί τῶν τῆς νήσου εὑρισκομένων, τῶν ἐκ τοῦ ἁγίου ὄρους εὑρισκομένων μοναχῶν τόν ἀριθμόν ὡς … Καί οἱ τοῦ παλατίου σύν τῷ βασιλεῖ ὡς … Καί τριήρεις πέμψας ὁ πάπας ἐξ Ἰταλίας καί τά πρός δαπάνην νομίσματα, εἰσῄεσαν πλέοντες ἀπό τῆς Κωνσταντίνου εἰς Βενετίαν. Ἐξελθόντες οὖν εἰς Βενετίαν, ἀσπασίως ἐδέξαντο οἱ Βενετικοί τούς Ῥωμαίους, τόν βασιλέα ὡς δεύτερον μονάρχην καί προνοητήν τῆς τῶν ψυχῶν σωτηρίας, ὁμοίως καί τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς ἀρχιερεῖς. ἔδωκαν οὖν αὐτοῖς καί ἱερόν τέμενος, καί εἰσῆλθον ἐκτελέσοντες τήν ἀναίμακτον θυσίαν. ἠθροίσθησαν γοῦν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἅπαντες οἱ ἐν τῇ πόλει ἄνδρες τε καί γυναῖκες τοῦ ἰδεῖν καί ἐνωτίσασθαι θείαν καί ἱεράν μυσταγωγίαν κατά τό ἔθος τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας. Καί ἰδόντες καί δακρύσαντες, καί ἐκ βάθους ψυχῆς κράξαντες τό «κύριε, σύ φύλαξον τήν ἐκκλησίαν σου ἄτρωτον ἀπό τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ, σύ εἰς ἕν σύναψον, σύ τά σκάνδαλα ἐκ μέσου διάρρηξον· ἡμεῖς γάρ οἱ μήπω ἑωρακότες Γραικούς, οὔτε τήν αὐτῶν τάξιν εἰδότες, ἠκούομεν ἐξ ἄκρας φωνῆς καί ὡς βαρβάρους ἐλογιζόμεθα. νῦν δέ οἴδαμεν καί πεπιστεύκαμεν ὅτι οὗτοί εἰσιν οἱ πρωτότοκοι τῆς ἐκκλησίας υἱοί, καί πνεῦμα θεοῦ ἐστι τό λαλοῦν ἐν αὐτοῖς.»

[←41]

[Δούκας 31.2] Ἀπάραντες οὖν ἐκ Βενετίας διά ξηρᾶς ἔλθασιν ἐν Φεραρίᾳ. Κἀκεῖ ἀρξάμενοι τά τῆς συνόδου, κατέλαβε θανατηφόρος ἐν Φεραρίᾳ νόσος· κἀκεῖθεν ἀπάραντες ἦλθον ἐν Φλωρεντίᾳ, ἐν δέ τῇ Φλωρεντίᾳ ἐπληρώθη ἡ σύνοδος.

[←42]

Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο Τσεζαρίνι θα υποκινούσε αργότερα τη σταυροφορία που οδήγησε στην καταστροφή στη Βάρνα στις 10 Νοεμβρίου 1444. Έχασε τη ζωή του στην ίδια μάχη με τον Βλάντισλαβ Γ’.

[←43]

Δηλαδή, κλασική ελληνική ή προχριστιανική ελληνική γνώση.

[←44]

Πρώην μαθητής τού Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος, ο Βησσαρίων καταγόταν από την ελληνική αυτοκρατορία τής Τραπεζούντας. Έγινε αρχιεπίσκοπος Νικαίας και τελικά καρδινάλιος τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Υπήρξε επιφανής λόγιος και μεγάλος ανθρωπιστής και η Ιταλική Αναγέννηση επωφελήθηκε πολύ από το έργο του. Η βιβλιοθήκη του έγινε ο πυρήνας τής Μαρκιανής Βιβλιοθήκης στη Βενετία.

[←45]

Ο Ισίδωρος, ηγούμενος τού μοναστηριού τού Αγίου Δημητρίου στην Κωνσταντινούπολη, προήχθη στην Έδρα τού Κιέβου και όλης τής Ρωσίας το 1436. Όταν ο Ισίδωρος, μετά τη Σύνοδο τής Φλωρεντίας στην οποία υπέγραψε την Πράξη τής Ένωσης, επέστρεψε στη Μόσχα το 1441 ως παπικός λεγάτος, εκθρονίστηκε αμέσως και συνελήφθη από τον μεγάλο δούκα Βασίλειο Β΄, επειδή πρόδωσε την πίστη. Αργότερα έγινε καρδινάλιος τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Στο εξής ο μητροπολίτης Ρωσίας θα ήταν Ρώσος.

[←46]

Ο Μιχαήλ Βαλσαμών, ο μεγάλος χαρτοφύλακας, επιλέχθηκε ως ένας από τούς έξι ομιλητές που θα εκπροσωπούσαν την Ελληνική Εκκλησία στη Σύνοδο τής Φλωρεντίας. Υπέγραψε το διάταγμα τής Ένωσης, αλλά μόνο κάτω από την πίεση και «απειλές για την αυτοκρατορική δυσαρέσκεια», και τελικά παραιτήθηκε από το αξίωμά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ο Μιχαήλ Βαλσαμών καταγόταν πιθανώς από την οικογένεια τού μεγάλου νομικού τού εκκλησιαστικού δικαίου τού 12ου αιώνα Θεόδωρου Βαλσαμώνος, ο οποίος υπηρέτησε διαδοχικά ως διάκονος τής Αγίας Σοφίας, νομοφύλαξ και χαρτοφύλαξ και εξελέγη πατριάρχης Αντιοχείας κάπου μεταξύ 1185 και 1191 σε ηλικία ογδόντα ετών. Όμως δεν έφυγε ποτέ από την Κωνσταντινούπολη και πέθανε πριν από το 1195.

[←47]

Ο διάσημος Έλληνας ανθρωπιστής Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων τού Μυστρά. Έβλεπε τη σωτηρία τού ελληνικού έθνους στην αναγέννηση τού Ελληνισμού και βάσιζε το σύνταγμα τής ουτοπίας του στην Πολιτεία τού Πλάτωνα. Προσκλήθηκε στη Φλωρεντία από τον Κόσιμο Μέδικο για να αναβιώσει τη μελέτη τού Πλατωνισμού στην Ιταλία, στη νεοσύστατη Πλατωνική Ακαδημία.

[←48]

Ο Γεώργιος Γεννάδιος Σχολάριος (περίπου 1403-1472), ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση (1453-1456, 1462-1463, 1464-1465), θα μετάνιωνε για τη συμμετοχή του στη Σύνοδο τής Ένωσης. Ήταν πολιτικά δραστήριος κατά τη βασιλεία τού Ιωάννη Η’, έχοντας υπηρετήσει ως γενικός δικαστής, πρώτος γραμματέας και επίσημος κήρυκας στην αυλή. Στην ακαδημαϊκή αρένα αντιτασσόταν πεισματικά στα ειδωλολατρικά δόγματα τού Πλατωνιστή Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνος, υποστηρίζοντας την Αριστοτελική φιλοσοφία. Το 1444–1445 δημοσίευσε την Υπεράσπισή του στον Αριστοτέλη. Ο Σχολάριος ήθελε να επεκταθεί η πολιτιστική κληρονομιά τού Βυζαντίου, ώστε να συμπεριλάβει τις προόδους που επέφερε ο δυτικός σχολαστισμός, ιδιαίτερα το επίτευγμα των Θωμιστών που συμφιλίωνε τον Αριστοτέλη με τη χριστιανική αποκάλυψη.

Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος μεταρρύθμισε το βυζαντινό δικαστικό σώμα το 1329, δημιουργώντας ένα ανώτατο δικαστήριο τεσσάρων ανδρών, δύο εκκλησιαστικών και δύο λαϊκών, γνωστών ως Γενικών Δικαστών (Καθολικών Κριτών) των Ρωμαίων. Αποτελούσαν ανώτατο δικαστήριο και οι αποφάσεις τους θεωρούνταν οριστικές και αμετάκλητες. Αν και αποδείχθηκαν εξαγοραζόμενοι, ο θεσμός συνέχισε να υφίσταται μέχρι το 1453. Αργότερα διορίστηκαν τοπικοί επικεφαλής δικαστές για τον Μοριά, τη Θεσσαλονίκη και τη Λήμνο.

[←49]

Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ενωτικός, μετακόμισε στην Ιταλία και έγινε ένας από τούς εμπνευστές των ελληνικών φιλολογικών σπουδών. Ήταν δάσκαλος γραμματικής στην Κωνσταντινούπολη και δίδαξε ελληνικά στην Πάδουα. Το 1456 ο Κόσιμο Μέδικος τον διόρισε καθηγητή αρχαίων ελληνικών στο πανεπιστήμιο τής Φλωρεντίας. Προσκλήθηκε στη Ρώμη από τον πάπα Σίξτο Δ’, όπου και πέθανε στις 26 Ιουνίου 1487 σε δυσχερείς συνθήκες. Vacalopoulos, OGN, pp. 245-47.

[←50]

[Δούκας 31.3] Ἦν δέ ἔξαρχος τοῦ μέρους τῶν Γραικῶν ἀπό τῶν ἀρχιερέων ὁ Ἐφέσου Μάρκος, ἀπό δέ τοῦ μέρους τῶν Ἰταλῶν ὁ καδδηνάλιος τοῦ τιμίου σταυροῦ Ἰουλιανός, μέγας ἐν τῇ ἔξω σοφίᾳ καί ἐν τοῖς δόγμασι τῆς τῶν Χριστιανῶν πίστεως. Ὁ Ἐφέσου Μάρκος ἐν Ἑλληνικοῖς μαθήμασιν καί ὁρίοις τῶν ἁγίων συνόδων κανών καί στάθμη ἀπαρέκβατος. Ὁ Βησσαρίων Νικαίας καί ὁ Ῥωσίας Ἰσίδωρος. Οὗτοι δέ ἦσαν οἱ λογιώτεροι τῶν ἀρχιερέων, καί μέγας χαρτοφύλαξ ὁ Βαλσαμών καί ἀρχιδιάκονος. ἀπό δέ τῆς συγκλήτου ὁ Γεμιστός ἐκ Λακεδαιμονίας, Γεώργιος ὁ σχολάριος καί καθολικός κριτής, καί Ἀργυρόπουλος· οὗτοι δέ ἦσαν οἱ μετέχοντες λόγου, ἐκ μέρους δέ καί Ῥωμαϊκοῦ μαθήματος· ἀπό δέ τοῦ μέρους τῶν Λατίνων πολλοί.

[←51]

Για τη λατινική προσθήκη τής ρήτρας filioque (και εκ τού Υιου) στο Σύμβολο τής Πίστεως των Συνόδων Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως βλέπε στην Εισαγωγή αυτού τού βιβλίου.

[←52]

Αναφορά στον ύμνο που ψάλλεται στην Ελληνική Εκκλησία και συνέθεσε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ σε προσπάθεια να καθησυχάσει τούς Μονοφυσίτες.

[←53]

[Δούκας 31.4] Ἐγεγόνεισαν δέ συνελεύσεις πολλαί. Τέλος παυσαμένης τῆς φιλονεικίας, εἰς ἕν ὁμονοήσαντες Ἰταλοί καί Γραικοί πλήν Μάρκου, ὑπεστρώθη ὅρος, ὀμόσαντες καί ἀράς ἐπιθέντες, ὡς οὐκ ἐναντιολογήσουσι πώποτε. Ὁ δέ καρπός τοῦ ὅρου, ὅτι τό πνεῦμα ἅγιον ἐκπορεύεται ἐκ πατρός καί υἱοῦ ὡς ἐκ μιᾶς ἀρχῆς καί μοναδικῆς προβολῆς, τό ὅπερ λέγουσιν οἱ Γραικοί ἐκ πατρός δι΄ υἱοῦ. Πάντες οὖν ὑπογράψαντες ἐν αὐτῇ τῇ ὁμολογίᾳ, ἐξηλθον ἐκ τῆς Φλωρεντίας συλλειτουργήσαντες πρῶτον καί συγκοινωνήσαντες καί ἀσπασάμενοι ἀλλήλους, πλήν Μάρκου, τό δέ κνίζον τοῦ Μάρκου ἦν ἡ προσθήκη τοῦ συμβόλου, λέγων «ἀπαλείψατε αὐτήν ἐκ τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως, καί ὅπου ἄν βούλησθε τιθέσθω, καί ᾀδέσθω ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, ὡς ἐν ἄλλοτε τό ὁ μονογενής υἱός καί λόγος τοῦ θεοῦ ἀθάνατος ὑπάρχων.» οἱ δέ Λατῖνοι ἀντέλεγον «εἰ ἔχει τό βλάσφημον ἡ προσθήκη, δεῖξον, καί ἀπαλείψομεν αὐτό καί ἀπό τοῦ ἁγίου συμβόλου καί ἀπό πάντων βίβλων ὧν ἐθεολόγησαν οἱ πατέρες, λέγω Κύριλλος, Ἀμβρόσιος, Γρηγόριος καί Γρηγόριος, Βασίλειος, Ἱερώνυμος, Αὐγουστῖνος καί ὁ Χρυσόστομος καί ἕτεροι πλεῖστοι. Εἰ δέ ὁμολογοῦντες ἡμεῖς οἱ Λατῖνοι μίαν ἀρχήν καί αἰτίαν καί πηγήν καί ῥίζαν τόν πατέρα τοῦ υἱοῦ καί τοῦ πνεύματος, μή ποιοῦντες δύο ἀρχάς, τίς ἡ χρεία τοῦ ἀπαλείφειν προσθήκην; καί γάρ ἡμεῖς οὐ προσθήκην ταύτην καλοῦμεν, ἀλλά σαφήνειαν καί ἀνάπτυξιν.»

[←54]

Ο Ιωσήφ Β’, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1416-1439), γεννήθηκε περί το 1360 στη Βουλγαρία, όντας ίσως νόθος γιος τού μελλοντικού Βουλγάρου τσάρου Σισμάν και Ελληνίδας μητέρας. Έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στις 21 Μαΐου 1416, αφού υπηρέτησε ως μητροπολίτης Εφέσου. Ήταν λοιπόν σχεδόν ογδόντα ετών, όταν πέθανε. Η ημερομηνία που παρέχεται για τον θάνατο τού πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ είναι η 10η Ιουνίου 1439. Την επόμενη ημέρα θάφτηκε στη Δομινικανή εκκλησία τής Σάντα Μαρία Νοβέλλα, νότια του σκευοφυλάκιου.

[←55]

[Δούκας 31.5] Ἐκοιμήθη οὖν καί ὁ πατριάρχης μετά τήν ἕνωσιν ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ.

[←56]

[Δούκας 31.6] Ἀπάραντες δέ ὁ βασιλεύς καί ἡ σύνοδος ἤλθοσαν ἐν Βενετίᾳ διά ξηρᾶς σύν ἀναλώμασι καί δαπάναις τοῦ πάπα, ἀπό δέ Βενετίας ἐν Βοιωτίᾳ σύν τριήρεσι τῶν Βενετικῶν δι΄ ὁρισμοῦ τοῦ πάπα, καί ἀπό Βοιωτίας εἰς Κωνσταντινούπολιν σύν τριήρεσι βασιλικαῖς καί τῶν Βενετικῶν.

[←57]

Ο Δούκας αγνοεί το γεγονός ότι ο Δημήτριος συνόδευσε τον αδελφό του, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’, στη Φλωρεντία. Σίγουρα δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η σύζυγος του Δημητρίου πρέπει να ονομάζεται αυτοκράτειρα, βασίλισσα όπως είναι στο κείμενο. Στην πραγματικότητα ο Δημήτριος δεν έγινε δεσπότης τού Μοριά, παρά μόνο μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η’. Με την άνοδό του στον θρόνο το 1449, ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ διόρισε τούς δύο αδελφούς του, τον Δημήτριο και τον Θωμά, από κοινού δεσπότες τού Μοριά (1449-1460). Ο Θωμάς κυβερνούσε το βορειοδυτικό τμήμα τού δεσποτάτου με την Αχαΐα και τις πόλεις τής Πάτρας και τής Γλαρέντζας. Ο Δημήτριος κυβερνούσε τα υπόλοιπα μέρη από τον Μυστρά. Ο Δημήτριος είναι γνωστό ότι είχε παντρευτεί δύο φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Ζωή, κόρη τού Μεγάλου Δούκα Παρασπονδύλη. Η δεύτερη ήταν η Θεοδώρα, η κόρη τού Παύλου Ασάν. Ο Δημήτριος και η Θεοδώρα είχαν μια κόρη, την Ελένη, η οποία, αν και οδηγήθηκε στο χαρέμι τού σουλτάνου μετά την Άλωση, διατήρησε την παρθενιά της. Πέθανε στην Αδριανούπολη, αφήνοντας τα υπάρχοντά της στο Πατριαρχείο.

[←58]

[Δούκας 31.7] Ἐλθόντες δέ εὗρον τήν δέσποιναν Κυραμαρίαν τεθνηκυῖαν τοῦ βασιλέως Ἰωάννου, καί τήν βασίλισσαν τοῦ δεσπότου Δημητρίου ἀδελφοῦ τοῦ βασιλέως.

[←59]

Φραγκία εδώ είναι η Ιταλία. Το να γίνεις Φράγκος σήμαινε ότι είχε προσηλυτιστεί στον Ρωμαιοκαθολικισμό. Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται στην Ελλάδα μέχρι σήμερα.

[←60]

Στην πραγματικότητα ο Ιωάννης Η’ παρέμεινε πιστός στην Ένωση τής Φερράρας-Φλωρεντίας και κατά συνέπεια, όταν πέθανε, τού αρνήθηκαν τις τελετές της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

[←61]

[Δούκας 31.8] Ὁ δέ βασιλεύς πέμπει πρέσβεις πρός τόν Μωράτ δεικνύων εὐγνωμοσύνην καί ἀκραιφνῆ φιλίαν εἰς αὐτόν. ἦν προκατειλημμένος ὁ λογισμός αὐτοῦ ὡς διαβάς ἐν Φραγκίᾳ ὁ βασιλεύς ἐποίησεν ὁμόνοιαν σύν τοῖς Φράγκοις καί ἐγεγόνει Φράγκος, καί μέλλουσι στρατεῦσαι κατά τοῦ Μουράτ ἀπό γῆς καί θαλάσσης τοῦ ἐξᾶραι αὐτόν ἐκ τῆς δύσεως. Οἱ δέ πρέσβεις ἀπαγγείλαντες αὐτῷ καί παραστήσαντες ὅτι περί τῶν ὧν ἠκούσθησαν ῥημάτων οὐκ ἐπέρασεν ὁ βασιλεύς ἐν Ἰταλίᾳ, ἀλλά περί διαφορᾶς δογμάτων τῆς αὐτῶν πίστεως, ἱλαρώθη τῇ γνώμῃ.

[←62]

Μια πολύ απτή διαφορά μεταξύ τού λατινικού και τού ελληνικού χριστιανισμού ήταν η χρήση στην Αγία Κοινωνία άζυμης όστιας (άζυμα) από τούς Λατίνους και ζυμωμένου ψωμιού (ένζυμο) από τούς Έλληνες. Ο όρος Αζυμίτης ισοδυναμούσε με προδοσία τής πίστης τού Ελληνικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού και προσηλυτισμό στον Ρωμαιοκαθολικισμό.

[←63]

Ψαλμός 78:21.

[←64]

[Δούκας 31.9] Οἱ δέ ἀρχιερεῖς εὐθέως ἀπό τῶν τριήρεων ἀποβάντες, καί οἱ τῆς Κωνσταντίνου κατά τό σύνηθες ἠσπάζοντο αὐτούς, ἐρωτῶντες “πῶς τά ὑμέτερα; πῶς τά τῆς συνόδου; εἰ ἄρα ἐτύχομεν τήν νικῶσαν;” οἱ δέ ἀπεκρίνοντο “πεπράκαμεν τήν πίστιν ἡμῶν, ἀντηλλάξαμεν τῇ ἀσεβείᾳ τήν εὐσέβειαν, προδόντες τήν καθαράν θυσίαν ἀζυμῖται γεγόναμεν”. ταῦτα καί ἄλλα αἰσχρότερα καί ῥερυπασμένα λόγια, καί ταῦτα τίνες; οἱ ὑπογράψαντες ἐν τῷ ὅρῳ, ὁ Ἡρακλείας Ἀντώνιος καί οἱ πάντες. εἰ γάρ τις πρός αὐτούς ἤρετο “καί διά τι ὑπεγράφετε;” ἔλεγον “φοβούμενοι τούς Φράγκους”. καί πάλιν ἐρωτῶντες αὐτούς εἰ ἐβασάνισαν οἱ Φράγκοι τινά, εἰ ἐμαστίγωσαν, εἰ εἰς φυλακήν ἔβαλον, οὐχί. ἀλλά πῶς; “ἡ δεξιά αὕτη ὑπέγραψεν” ἔλεγον “κοπήτω· ἡ γλῶττα ὡμολόγησεν, ἐκριζούσθω”. Οὐκ ἄλλο εἶχον τί λέγειν· καί γάρ ἦσάν τινες τῶν ἀρχιερέων ἐν τῷ ὑπογράφειν λέγοντες «οὐχ ὑπογράφομεν, ἐάν μή τό ἱκανόν ἡμῖν τῆς προσόδου παράσχητε». Οἱ δέ ἔδιδον, καί ἐβάπτετο κάλαμος, ὑπέρ ἀριθμόν γάρ ἦσαν τά δαπανηθέντα εἰς αὐτούς νομίσματα καί τά ἐν χερσί μετρηθέντα ἑκάστου τῶν πατέρων· εἶτα μεταμεληθέντες οὐδέ τά ἀργύρια μετέστρεψαν. Πρός τήν φωνήν οὖν αὐτῶν ὅτι τήν πίστιν αὐτῶν πέπρακαν, καί ἐπέκεινα τοῦ Ἰούδα ἥμαρτον τοῦ στρέψαντος τά ἀργύρια. ἀλλ΄ οἶδε κύριος, καί ἀνεβάλλετο· καί πῦρ ἀνήφθη ἐν Ἰακώβ, καί ὀργή ἀνέβη ἐπί τόν Ἰσραήλ.

[←65]

Πρωτοστράτωρ είναι το βυζαντινό αξίωμα τού αρχηγού τού ιππικού, που ισοδυναμεί με το βαθμό τού στρατάρχη και βρίσκεται κάτω από εκείνο τού μεγάλου δομέστικου. Γιάνος είναι ο Γιάνος Κορβίνους Χούνιαντι.

[←66]

Στη μάχη τού Ιζλάντι (Ζλάτικα) στις 12 Δεκεμβρίου 1443 οι Σταυροφόροι αντιμετώπισαν τόσο σκληρή αντίσταση, που αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω, συνεχίζοντας ωστόσο να πετυχαίνουν νίκες επί τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής υποχώρησής τους.

[←67]

Οι Οθωμανοί υπέστησαν σοβαρή οπισθοδρόμηση στις αρχές του 1444 στο βουνό τής Kουνοβίτσα.

[←68]

Λόγω αυτής τής ευνοϊκής παραχώρησης ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς δεν συμμετείχε στη Σταυροφορία τής Βάρνας.

[←69]

Ο Δούκας έχει μπερδέψει εντελώς τις προσωπικότητες και τα γεγονότα που περιγράφει εδώ! Ταυτίζει λανθασμένα τον Βλάντισλαβ Γ΄ πρώτα με τον Λάντισλας Ε’ Ποστχούμους και έπειτα με τον «βασιλιά των Σαξόνων». Μια σύντομη συζήτηση για τις περίπλοκες υποθέσεις τής Ουγγαρίας εκείνη την εποχή θα είναι χρήσιμη για να ξεμπερδευτεί η ασαφής διήγηση τού Δούκα.

Ο Γιαγκελλόνιος (Βλάντισλαβ Β΄), βασιλιάς τής Πολωνίας, πέθανε στις 31 Μαΐου 1434 σε ηλικία ογδονταέξι ετών. Είχε νικήσει το Τευτονικό Τάγμα Ιπποτών στη μάχη τού Τάννενμπεργκ το 1410. Τον διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος της τέταρτης συζύγου του, ο Βλάντισλαβ Γ΄, ο οποίος ήταν δέκα ετών. Καθώς ήταν πολύ νέος για να κυβερνήσει, διορίστηκε αντιβασιλεία αποτελούμενη από τούς ευγενείς της Μικρής Πολωνίας, τις οικογένειες Τετσύνσκι και Ολεσνίτσκι, με τον Ζμπίγκνιεφ, επίσκοπο Κρακοβίας, επικεφαλής τους. Αν και στέφθηκε το 1434, ο Βλάντισλαβ Γ΄ δεν ανέλαβε τα ηνία τής κυβέρνησης μέχρι το 1439, όταν έγινε δεκαπέντε ετών.

Με τον θάνατο τού Σίγκσμουντ, τού Αγίου Ρωμαίου Αυτοκράτορα, μια πλειοψηφία των Μαγυάρων ευγενών έδωσε το στέμμα τής Ουγγαρίας στον Βλάντισλαβ Γ΄ τής Πολωνίας. Ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος, επειδή τέσσερις μήνες μετά τον θάνατο τού βασιλιά Αλβέρτου των Αψβούργων, γεννήθηκε ο μεταθανάτιος (ποστχούμους) γιος του τον Φεβρουάριο τού 1440. Η χήρα τού Αλβέρτου, η Ελισάβετ, ήταν κόρη τού Σίγκισμουντ και έθεσε το βρέφος γιο της, τον Λάντισλας Β’ Ποστχούμους, υπό την κηδεμονία τού θείου του, τού Γερμανού βασιλιά Φρειδερίκου Γ’ τής Στυρίας. Στις 14 Μαΐου 1440 ο Λάντισλας Ε’ στέφθηκε βασιλιάς τής Ουγγαρίας από την παράταξη των Αψβούργων, μέσω νόμιμης κληρορονομιάς. Η παράταξη των Γιαγκελλόνιων από την άλλη πλευρά, ανέβασε τον Βλάντισλαβ Γ΄ τής Πολωνίας στον θρόνο τής Ουγγαρίας με εκλογή. Μόνο όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε στη Βάρνα το 1444, η Μαγυάρικη Δίαιτα αναγνώρισε τον Λάντισλας Ε’ Ποστχούμους ως βασιλιά τής Ουγγαρίας. Ο Φρειδερίκος Γ’ αρνήθηκε να παραδώσει το αγόρι, επειδή ήταν επίσης διάδοχος τής Βοημίας και τής Αυστρίας. Οι Μαγυάροι προχώρησαν στον αποκλεισμό τού Φρειδερίκου από τις ουγγρικές υποθέσεις και έκαναν τον Γιάνος Χούνιαντι αντιβασιλέα και διοικητή τής Ουγγαρίας. Το 1446 ο Χούνιαντι εισέβαλε στην Αυστρία, αλλά ο Γερμανός βασιλιάς ήταν πεισματικά προσκολλημένος στην κηδεμονία του. Τελικά ο Φρειδερίκος Γ’ αναγκάστηκε να παραδώσει τον νεαρό βασιλιά, όταν ο Ούλριχ τού Τσίλλι, εξάδελφος τού Λάντισλας, ηγήθηκε εξέγερσης Αυστριακών γαιοκτημόνων εναντίον του. Το 1453 ο Λάντισλας Ε’ στέφθηκε βασιλιάς τής Ουγγαρίας και έλαβε το στέμμα τής Βοημίας στην Πράγα, όπου πέθανε από την πανούκλα στις 23 Νοεμβρίου 1457. Οι Πολωνοί θεωρούσαν ότι ο Βλάντισλαβ Γ΄ ήταν ζωντανός μετά την καταστροφή τής Βάρνας και ως εκ τούτου ακολούθησε διάστημα μεσοβασιλείας (1444-1447). Τελικά ο Κάζιμιρ Δ’ (1447–1492), ο μικρότερος αδελφός τού Βλάντισλαβ, εξελέγη νέος βασιλιάς τής Πολωνίας.

Τα πολλά λάθη τού Δούκα μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: Το 1444, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη τού Σέγκεντιν, ο Λάντισλας Ε’ Ποστχούμους ήταν τεσσάρων ετών, ενώ ο Βλάντισλαβ Γ΄ ήταν είκοσι. Η συνθήκη δεν αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων των Τούρκων με τον «βασιλιά των Σαξόνων», δηλαδή τον Φρειδερίκο Γ’ ως κηδεμόνα τού Λάντισλας Ε’, αλλά με τον Βλάντισλαβ Γ΄ ως βασιλιά τής Ουγγαρίας και τής Πολωνίας. Ο Δούκας αργότερα αναφέρεται λανθασμένα στον Βλάντισλαβ Γ΄ στη μάχη τής Βάρνας ως «ο Σάξονας βασιλιάς»!

[←70]

[Δούκας 32.1] Ὁ δέ προρρηθείς δεσπότης Γεώργιος ἰδών τήν αὐτοῦ γυμνωθεῖσαν δεσποτείαν, καί μή ἔχων ἑτέραν ἐλπίδα πλήν ὀλίγων πολιχνίων κειμένων ἐν τῇ Οὐγγρίᾳ, καί στενάζων τό καθ’ ἑκάστην, καί οὐκ ἦν ὁ ἐλεῶν, ἔρχεται πρός κράλην Οὐγγρίας (ἦν γάρ νέος πάνυ˙ πλήν τά πάντα ἐκυβερνῶντο διά χειρός τῆς ῥηγένης τῆς μητρός αὐτοῦ καί Ἰάγγου τοῦ πρωτοστράτορος) καί παρακαλεῖ καί ὀδύρεται τοῦ τυχεῖν ἐλέους. ἡ δέ ῥήγενα καμφθεῖσα, μᾶλλον καί φοβηθεῖσα μή πως ἐρήμη καταλιμπανομένη Σερβία καί εἰς Οὐγγρίαν ὁ φθορεύς φθάσει, κελεύει τόν στρατηγόν σύν τοῖς ἀναλώμασι Γεωργίου τοῦ βοηθῆσαι˙ ἦν γάρ πλούσιος σφόδρα, καί δή ῥογεύσας καί λαβών ἱππεῖς καί τοξότας ἄχρι χιλιάδας εἴκοσι πέντε περᾷ τόν ποταμόν, καί ταχυδρομήσαντες ἕως τῆς πόλεως τῆς καλουμένης Σοφίας καί πῦρ βάλλοντες ἐνέπρησαν, καί τάς πέριξ πάσας πόλεις καί κώμας, μηδέν ἀφέντες˙ τήν δέ λείαν πᾶσαν πέμψαντες ἐν τῷ ποταμῷ διεπέρασαν, οἱ δέ πρός τήν Φιλιππόπολιν ἤλαυνον. Ὁ δέ Μουράτ τόν τῆς δύσεως στρατόν ἀθροίσας (ούκ εἶχε γάρ εὐχερίαν τοῦ μετακαλέσασθαι καί τά τῆς ἀνατολῆς φωσάτα) ἦλθεν εἰς τήν Φιλιππόπολιν. Οἱ δέ Οὖγγροι σύν τῷ δεσπότῃ ἐλθόντες μέχρι τῆς κώμης τῆς καλουμένης Ἰζλατή κατά τήν τῶν Βουλγάρων γλῶτταν, ὅ ἑρμηνεύεται χρυσῆ, ἦν γάρ τό χωρίον ἀνά μέσον Σοφίας καί Φιλιππουπόλεως, ἐν δέ τῷ μεταξύ ὄρη καί δρυμῶνες δύσβατοι ἕως ἐγγύς Φιλίππου. Ἐβούλοντο γάρ περᾶσαι τά ὄρη, πλήν διά πελεκυφόρων καί δενδροτόμων ἀνδρῶν ποιῆσαι πορείαν πρῶτον, εἶτα εἰσελθεῖν. Οἱ δέ Τοῦρκοι περάσαντες τά δύσβατα καί ἐλθόντες ἄντικρυ τοῦ φωσάτου τῶν Οὔγγρων, δειλιάσαντες οὐ κατῆλθον ἐκ τοῦ ὄρους ἐν τῷ πεδίῳ. Οἱ δέ Οὖγγροι καί μάλα θαρσαλέως ἀνέβησαν ἕως ἡμίσεος τοῦ ὄρους. Οἱ δέ Τοῦρκοι τοξοβολοῦντες οὐκ ἐπαύοντο, πλήν οὐδέν ἤνυον. Τέλος ὁρῶντες τά δύο μέρη μηδέν ἀρεϊκόν πράττοντες διά τήν δυσκολίαν τοῦ τόπου, ἐστράφησαν ὄπισθεν ὅθεν ἦλθεν ὁ καθείς. Τότε ὁ Μουράτ ἐδειλίασεν, βαλών κατά νοῦν ὅτι ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ οὐκ ἴδεν δύναμιν Οὔγγρων διαβῆναι τόν ποταμόν, καί νῦν ὁ δεσπότης τοῦτο ἐνήργησε. πέμπει ἀποκρισιάριον εἰς τόν δεσπότην, καί δίδωσι τάς πόλεις ἁπάσας αὐτοῦ καί τόν Σμέδροβον. Πέμπει οὖν καί τούς υἱούς αὐτοῦ τυφλούς ὄντας, καί τοῦ Δραγουλίου ὁμοίως, καί ποιεῖ συνθήκας ἐνόρκους. Καί μηνύει ἐν Οὐγγρίᾳ τῇ ῥηγένῃ καί τῷ τοποτηρητῇ τῆς βασιλείας. ἦν γάρ πρωτοστράτωρ ὁ Ἰάγγος, ὁ δέ τοποτηρητής τοῦ κράλη Οὐγγρίας ἦν ὁ ῥήξ τῶν Σάξων˙ μετεκαλέσαντο γάρ αὐτόν καί ἐποίησαν ἐπίτροπον διά τό εἶναι νέον τόν καθολικόν κράλην˙ ἦν γάρ τότε πεντεκαιδέκατον ἄγων ἔτος. Καί ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι ἐν Οὐγγρίᾳ, ἤγουν οἱ πρέσβεις, καί δίδωσιν ὅρκους τῷ ῥηγί Σαξων, καί λαμβάνουσιν ὅρκους τοῦ εἶναι φίλοι καί ἠγαπημένοι˙ μήτε οἱ Οὖγγροι περάσουσι τόν ποταμόν τοῦ ἐλθεῖν κατά τοῦ Μουράτ, μήτε οἱ Τοῦρκοι κατά τῶν Οὔγγρων. Ὁ δέ Ἰάγγος οὐκ ὤμοσεν λέγων «ἐγώ δεσπόζομαι, οὐ δεσπόζω».

[←71]

Οι Οθωμανοί μπορεί να έβλεπαν καχύποπτα την Ένωση τής Φερράρας-Φλωρεντίας το 1439 μεταξύ των δύο Εκκλησιών επειδή φοβούνταν πιθανή στρατιωτική βοήθεια στο Βυζάντιο, αλλά ο πραγματικός κίνδυνος προερχόταν από την Ουγγαρία. Ο Γιάνος Κορβίνους Χούνιαντι, ο βοεβόδας τής Τρανσυλβανίας, κέρδιζε λαμπρές νίκες απέναντι στους Τούρκους στη Σερβία και τη Βλαχία. Ο Βλάντισλαβ Γ’, ο Γιαγκελλόνιος βασιλιάς τής Πολωνίας και τής Ουγγαρίας, μαζί με τον Χούνιαντι και τον εκθρονισμένο δεσπότη τής Σερβίας, τον Τζούρατζ Μπράνκοβιτς, οδήγησαν στρατό δύναμης 25.000 στρατιωτών. Οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν την επίθεσή τους το 1443. Νίκησαν τον Τούρκο κυβερνήτη τής Ρούμελης στη Νις και μετά πήραν τη Σόφια. Στις αρχές τού 1444 οι Σταυροφόροι επέφεραν σοβαρή ήττα στους Οθωμανούς στο όρος Κουνόβιτσα. Οι Οθωμανοί αμύνονταν τώρα. Ο Γεώργιος Καστριώτης, ο αρχηγός τής Αλβανίας, ηγήθηκε ηρωικά μιας εξέγερσης εναντίον ανώτερων οθωμανικών δυνάμεων προς θαυμασμό των γειτόνων του. Ταυτόχρονα στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος, ο από κοινού δεσπότης τού Μυστρᾶ, ο οποίος είχε επισκευάσει το κατεδαφισμένο τείχος τού Εξαμιλίου στο Ισθμό τής Κορίνθου, κατέλαβε τόσο την Αθήνα όσο και τη Θήβα. Ακόμη και ο Λατίνος δούκας τής Αθήνας, ο Nέριο Β’ Ατσαγιόλι (1435-1439, 1441-1451), μέχρι τώρα υποτελής τού σουλτάνου, αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως άρχοντά του και τού πλήρωνε φόρο υποτέλειας. Οι επιτυχίες των χριστιανών έπεισαν τον Μουράτ Β’ να συμβιβαστεί με τούς αντιπάλους του τον Ιούνιο τού 1444. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς και ο Γιάνος Χούνιαντι, ως εκπρόσωποι τού βασιλιά Βλάντισλαβ, ήρθαν στην Αδριανούπολη και στις 12 Ιουνίου 1444 συμφώνησαν σε ευνοϊκή ανακωχή για δέκα χρόνια. Στη συνέχεια μια τουρκική πρεσβεία συνόδευσε τούς χριστιανούς απεσταλμένους στο Σέγκεντιν, για να επιβεβαιώσει ο Βλάντισλαβ ενόρκως τη συνθήκη. Δεν έχει επιλυθεί οριστικά από τούς ιστορικούς αν ο Βλάντισλαβ, βασιλιάς τής Πολωνίας-Ουγγαρίας, υπέγραψε πραγματικά τη Συνθήκη τού Σέγκεντιν στις 15 Ιουλίου 1444. Η παραδοσιακή άποψη είναι ότι ο Βλάντισλαβ υπέγραψε, με την έγκριση των Χούνιαντι και Μπράνκοβιτς, αλλά χωρίς τη γνώση τού καρδινάλιου Τζουλιάνο Τσεζαρίνι. Έτσι όχι μόνο υπήρχε ειρήνη δέκα ετών, επιβεβαιωμένη μεταξύ Ουγγαρίας και Μουράτ Β’, αλλά η Ουγγαρία διατηρούσε επίσης τη Βλαχία, η Σερβία είχε επιστραφεί στον Μπράνκοβιτς και ο Μουράτ Β’ κατείχε τη Βουλγαρία. Όμως ο παπισμός ήταν απογοητευμένος με αυτή την εξέλιξη των γεγονότων, επειδή φαινόταν ότι οι Τούρκοι θα μπορούσαν να απομακρυνθούν εντελώς από τα Βαλκάνια. Κατά συνέπεια, ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι απάλλάξε τον Βλάντισλαβ από τον όρκο του με έναν άπιστο και οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν νέα εκστρατεία τον Σεπτέμβριο, αν και σημαντικά αποδυναμωμένοι, επειδή ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς από τους όρους τής συνθήκης είχε εξασφαλίσει την επιστροφή του στη Σερβία. Όμως άλλοι υποστηρίζουν ότι η Συνθήκη τού Σέγκεντιν είναι μόνο θρύλος και ότι ο νεαρός Βλάντισλαβ δεν ήταν ένοχος για παραβίαση τού όρκου του.

[←72]

Ο μεγαλύτερος αδελφός τού Mεχμέτ Β’, ο Αλά εντ-Ντιν, δολοφονήθηκε μυστηριωδώς στην Aμάσεια το 1443.

[←73]

[Δούκας 32.2] Τότε εἰρηνεύσαντες οἱ Τοῦρκοι, ὁμοίως καί Οὖγγροι καί Σέρβοι, αὐτός κατά τοῦ Καραμάν ποιεῖται τήν παρασκευήν. Καί συναθροίσας πᾶσαν τήν τῆς Θρᾴκης καί Θετταλίας δύναμιν καί διαβάς τόν πορθμόν, πήξας τάς σκηνάς ἐν τῇ Προύσῃ παρεσκεύαζε καί τά ἀνατολικά στρατεύματα. Ὁμοίως πέμπει καί πρός τόν υἱόν αὐτοῦ τόν πρῶτον, Ἀλατήνην ὀνόματι, τοῦ συλλέξαι στρατόν ἐκ τῆς Ἀμασείας καί ἐλθεῖν ἐν Ἰκονίῳ· ὅ καί πεποίηκεν. Ὁ γάρ Καραμάν, ὅτε ὁ δεσπότης σύν τῷ Ἰάγγῳ ἤλθασιν κατά τοῦ Μωράτ, εὑρῶν καί οὗτος χώραν κατῆλθε καί ἔλαβε τάς πόλεις αὐτοῦ, ἅς προλαβών εἷλεν ὁ Μωράτ· καί αὕτη ἐστίν ἡ αἰτία τῆς μάχης. Ἀπάρας δέ ἐκ Προύσης ἦλθεν εἰς Κοτυάειον, ἐκεῖθεν ἐν Σαλουταρίᾳ· κἀκεῖ ποιήσας παρασκευήν ικανήν, ἔρχεται εἰς Ἰκόνιον. Ὁ δέ Καραμάν φυγών σύν τῷ στρατεύματι εἰσῆλθεν ἐν τοῖς ὁρίοις τοῖς πρός Συρίαν ἐν ὄρεσιν ὀχυροῖς. Μωράτ δέ τό Ἰκόνιον ἀφειδῶς κουρσεύσας καί χρυσόν καί ἄργυρον ἱκανόν ἐκεῖθεν κομίσας, ἐν τῇ τῶν Λαρανδῶν ἔρχεται πόλει κἀκεῖ πάνδεινα κακά ἐργασάμενος τοῖς Λαρανδινοῖς, ἐστράφη λεηλατῶν καί κουρσεύων πᾶσαν πόλιν καί χώραν τοῦ Καραμάν, τήν ζημίαν ποιῶν ὁμοίοις αὐτοῦ Τούρκοις. Βουλόμενος δέ ἐξελθεῖν ἐκ τῆς γῆς τοῦ Καραμάν ἀπέλυσε τόν υἱόν αὐτοῦ σύν τῷ στρατῷ· καί ἐστράφη εἰς Ἀμάσειαν, αὐτός δέ κατελθών ἐν τῇ Προύσῃ ἐπέρασεν εἰς Θρᾴκην θέρους ἤδη παρερχομένου. Ὁ δέ Καραμάν ἐστράφη πάλιν ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτοῦ τόποις.

[←74]

Στην πραγματικότητα ο Μουράτ Β’ παραιτήθηκε υπέρ τού Μεχμέτ Β’ μετά τη νίκη του στη Βάρνα. Πήγε στη Μαγνησία (Μανίσα) κάποια στιγμή τον Δεκέμβριο του 1444 ή τον Ιανουάριο του 1445. Το 1444 ο Μεχμέτ Β’ ήταν μόλις δώδεκα ετών.

[←75]

[Δούκας 32.3] Χειμῶνος δέ ἄρξαντος ἦλθεν ἐξ Ἀμασείας εἷς τῶν δούλων τοῦ Ἀλατήν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ μηνύων τόν αὐτοῦ θάνατον. Ὁ δέ Μωράτ μέγα πένθος ποιήσας, ἦν γάρ ὁ Ἀλατήν ἄγων ἔτος ὀκτωκαιδέκατον, ὡραῖος πάνυ καί εὔτολμος, μετά δέ τό πένθος καλέσας πάντας τούς ἀρχηγούς καί σατράπας αὐτοῦ ἀπέδειξεν ἡγεμόνα καί ἀρχηγόν τοῦ ὑπηκόου παντός τόν δεύτερον υἱόν αὐτοῦ τόν Μεχεμέτ, ἀφήλιξ ἔτι καί παιδίον νέον ὑπάρχων. Αὐτός δέ περάσας ἐν τῇ ἀνατολῇ, ἰδιωτεύων ἐν Προύσῃ ἐκάθητο.

[←76]

Ο Σαρουτζά πασάς ήταν βοηθός βεζύρης τού Χαλίλ πασά.

[←77]

Ο Μουράτ Β’ συνάντησε τον χριστιανικό στρατό κοντά στη Βάρνα τής Βουλγαρίας, κοντά στις ακτές τού Ευξείνου Πόντου, στις 10 Νοεμβρίου 1444. Τόσο ο βασιλιάς Βλάντισλαβ όσο και ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι έπεσαν και οι Σταυροφόροι εξοντώθηκαν. Ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος έστειλε συγχαρητήρια και δώρα στον σουλτάνο.

[←78]

[Δούκας 32.4] Ἔαρος δέ ἀρξαμένου ἤλθασι κατάσκοποι ἐκ τῶν τῆς Οὐγγρίας μερῶν ἀπαγγέλλοντες τῷ νέῳ ἡγεμόνι καί τοῖς φροντίζουσιν αὐτῷ, Χαλίλ, Σαρητζία καί Ζαγανός, ὅτι ἐν ταῖς ὄχθαις τοῦ Ἴστρου συνάγεται πλῆθος Οὔγγρων καί Βλάχων πολύ. Ὁ δέ Μεχεμέτ μηνύει τῷ πατρί αὐτοῦ. Ὁ δέ Μωράτ θαυμάσας ἐπί τῇ παραβάσει τῶν ὅρκων ἐλογίζετο, τί ἄρα μέλλει γενέσθαι. Θέρους οὖν ἀρχομένου ἐκάλει πρός αὐτόν τάς ἁπανταχοῦ δυνάμεις τῆς ἕω, πρός τάς τοῦ κυνός ἐπιτολάς. Καί ἐξ Αἰγαίου Πελάγους ἀνεφάνησαν τριήρεις εἴκοσι πέντε καί ἐλθοῦσαι ἄντικρυ Καλλιουπόλεως ἐκώλυον τόν πόρον. Ὁμοίως καί μέρος τῶν αὐτῶν τριήρεων ἔπλεεν μέχρι τοῦ Ἱεροῦ Στομίου κωλύουσαι τάς ἐκεῖ πορείας. Οἱ δέ Οὖγγροι περάσαντες τόν πόρον τοῦ Δανούβεως ἤρχοντο ἀδεῶς· καθαίροντες τήν ὁδόν καί λαμβάνοντες τά κάστρα ἤλθοσαν οὖν μέχρι Βάρνας. Ὁ δέ Μωράτ μή εὑρίσκων πορείαν ἤσχαλλεν, οἱ δέ τοῦ Μεχεμέτ ἐν ἀπορίᾳ ὄντες ἀθύμουν. Τότε ἀναβάς πρός τό τοῦ Ἱεροῦ Στόμιον ἐγγύς καί εὑρῶν ἄδειαν ἀπό τῶν τριήρεων ἐπέρασε καί αὐτός καί οἱ μετ’ αὐτοῦ. Οἱ δέ τοῦ Μεχεμέτ κρατῶντες βίγλας καί μαθόντες τήν διάβασιν τοῦ Μωράτ, ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἡνώθησαν καί δι’ ἑτέρας δύο ἡμέρας ἔφθασαν ἐν τῇ Βάρνῃ. Καί τῇ ἐπιούσῃ συνάψαντες πόλεμον φοβερόν καί φρικώδη, ἀπό πρωΐας ἕως ὥρας ἐννάτης κατέκοπτον ἀφειδῶς οἱ χριστιανοί τούς Τούρκους. Περί δέ ὥραν δεκάτην, μείνας μόνος σύν πεντακοσίοις ἤ πλέον ἤ ἕλαττον, στρέφει τάς ἡνίας τοῦ ἵππου ὁ ρήξ Σάξων κατ’ αὐτοῦ. Ὁ δέ Ἰάγγος ἐκώλυεν· αὐτός δέ οὐκ ἐπείσθη. Καί προσεγγίσας, καιρίαν δέχεται ὁ ἵππος τήν πληγήν καί τόν ἀναβάτην κύμβαχον ἐφαπλοῖ· καί καρατομοῦσιν αὐτόν παρευθύ. Ὁ δέ Ἰάγγος ἰσθείς τό γεγονός, ἦν γάρ ἡ κεφαλή ἀπῃωρημένη τῷ δόρει καί κραυγαί καί ἀλαλαγμοί καί «ὁ φεύγων φυγέτω», κατέκοψαν οὖν οἱ Τοῦρκοι πλείστους καί ἡ νύξ κατέλαβε καί ὁ Ἰάγγος μόλις διασωθείς ἐπέρασε τόν ποταμόν, οἱ δέ Τοῦρκοι νικηταί τροπαιοῦχοι ἐπανέζευξαν. Τότε ὁ εὐτυχής Μωράτ πάλιν τήν περαίαν περᾷ, καί ἐν Μαγνησίᾳ ἀφικνεῖται, κἀκεῖ τήν κατοίκησιν ἐμπορεύεται.

[←79]

Ο Χαλίλ πασάς ανησυχούσε, γιατί οι γενίτσαροι προκαλούσαν δυσκολίες στον νεαρό Μεχμέτ Β’. Επιπλέον, τόσο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο ηγέτης τού Μυστρά στην Πελοπόννησο, όσο και ο Γιάνος Χούνιαντι ήσαν στρατιωτικά δραστήριοι. Τον Αύγουστο τού 1446 ο Μουράτ Β’ ήταν και πάλι σουλτάνος και ο Μεχμέτ Β' στάλθηκε στη Μαγνησία.

[←80]

[Δούκας 32.5] Ἀλλ’ οἱ χριστιανοί μήπω νοήσαντες αἱ ἁμαρτίαι ἡμῶν εἰσιν οἱ ἐμπεδοῦντες ἡμᾶς καί αἱ κακίαι ἡμῶν εἰσιν οἱ τά κακά προξενοῦντες, πάλιν ἑτέραν ἀφίησι καθ’ ἡμῶν ὀργήν ἡ τύχη. ὁ γάρ Χαλίλ πρακτικός ὑπάρχων περί τά τῆς ἀρχῆς μεθοδεύματα, καί ὅτι ὁ νέος οὐκ εὐτυχήσει ποτέ, ἄγεται πάλιν παρ' αὐτοῦ ὁ Μουράτ ἐν τῷ παλατίῳ τῆς Ἀδριανοῦ καί εὐφημίζεται ὡς ἡγεμών. ὁ δέ νέος ἡγεμών Μεχεμέτ ὁ υἱός αὐτοῦ στέλλεται παρά τοῦ πατρός τοῦ ἀρχηγεῖν ἐν τῇ Μαγνησίᾳ.

[←81]

Η Μάχη τού Κοσσυφοπεδίου διεξήχθη στις 17-19 Οκτωβρίου 1448. Ως αποτέλεσμά της, ο Μουράτ Β’ κέρδισε τον έλεγχο στα Βαλκάνια. Ο Δούκας περιγράφει ότι η μάχη κράτησε μια νύχτα και νωρίς το πρωί. Κατ' άλλους η μάχη μαινόταν για τρεις ημέρες (17-20 Οκτωβρίου).

[←82]

[Δούκας 32.6] Μαθών δέ τοῦτο ὁ Ἰάγγος περᾷ τήν περαίαν τοῦ Ἴστρου ἐξ ἄλλης ὁδοῦ καί διαβάς τά στενωπά πάντα ἔρχεται πρός τό Νῆσιν ἤ πρός τήν Κόσοβαν. Καί ὁ Μωράτ σύν πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ ἕτοιμος καί δή πολεμήσαντες ἀφ’ ἑσπέρας, πρωΐ σκοτίας οὔσης ἐγείρεται σύν μερικοῖς στρατιώταις καί ὡς δῆθεν ἑτοιμάσων πρό ὥρας τόν πόλεμον, αὐτός διέδρα· εἶδε γάρ τήν στρατιάν τοῦ Τούρκου ὑπερέχουσαν ἐπί τό πλεῖστον καί τούς Οὔγγρους δειλιῶντας καί εἰς φυγήν μελετῶντας. Τότε ὁ Μωράτ ἡλίου ἤδη αὐγάζοντος ὁρῶν τάς σκηνάς τῶν Οὔγγρων διεσκεδασμένας καί εἰς φυγήν βλέποντας, ἐπέπεσεν ἐπ’ αὐτούς καί τούς μέν ἐσκύλευσε, τούς δέ κατέσφαξεν. Ἄλλοι ἔφυγον καί ἐγένετο μεγάλη νίκη (τοῦ) Μωράτ καί ἧττα τοῦ Ίάγγου.

[←83]

Το τείχος τού Εξαμίλιου τού Ισθμού τής Κορίνθου έπεσε στον Μουράτ Β’ και τα κανόνια του στις 10 Δεκεμβρίου 1446. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και ο αδελφός του Θωμάς κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά αναγκάστηκαν να γίνουν υποτελείς τού Μουράτ και να τού πληρώνουν φόρο υποτέλειας. Ωστόσο οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την Πάτρα και τη Γλαρέντζα, το λιμάνι τής Ηλείας στην Πελοπόννησο.

[←84]

[Δούκας 32.7] Στραφείς δέ μετά νίκης μεγάλης κατά τῆς Πελοποννήσου ἐστράτευεν. Ὁ γάρ Κωνσταντῖνος δεσπότης ὤν τότε Λακεδαιμόνιας, καί ἰδών τήν ἄφιξιν τοῦ ῥηγός καί τάς τριήρεις ἐν Ἐλλησπόντῳ, ἐμαντεύσατο παντελῆ ἀπώλειαν τῶν Τούρκων, καί ἐξελθών ἀπό τοῦ Ἐξαμιλίου εἷλε Θήβας καί τα πέριξ χωρία. στραφείς δέ ὁ Μουράτ σύν εὐτυχίᾳ πλείστῃ στέλλει ἀποκρισιάριον, ζητῶν τάς πόλεις αὐτοῦ. Ὁ δέ Κωνσταντῖνος οὐκ ἤθελε, καί στρατεύσας καί θείς χάρακα ἐν τῷ Ἐξαμιλίῳ (ἦν γάρ πρό τεσσάρων χρόνων οἰκοδομήσας αὐτό), ὁ δέ Κωνσταντῖνος σύν ἑξήκοντα χιλιάσιν ὤν ἐντός, αὐτός εἰσήλθε· καί ὡς ἐν ὀλίγῳ καί αὐτός καί Θωμᾶς ὁ ἀδελφός αὐτοῦ δεσπότης ὤν Ἀχαΐας παρεδίδοντο ὑπό τῶν Αλβανῶν· πλήν αὐτοί τόν δόλον ἐννοήσαντες ἀπέδρασαν. Ὁ δέ Μωράτ μέχρις Πατρῶν καί Γλαρέντζας δραμών καί ἀφανισμῷ παραδούς πάντα τά ἐκεῖ, ὑπανέστρεψε χαλάσας τό Ἑξαμίλιον, ἐρείπιον καταλιπών αὐτό, αἰχμαλωτεύσας πλῆθος λαοῦ, ἐπέκεινα χιλιάδες ἑξήκοντα.

[←85]

Ο μικρότερος αδελφός τού Κωνσταντίνου, ο αντι-Λατίνος Δημήτριος, ο οποίος το 1442 κάλεσε τούς Τούρκους να τον βοηθήσουν να πάρει την Κωνσταντινούπολη από τον Ιωάννη Η’, διεκδίκησε τον θρόνο, αλλά η ηλικιωμένη αυτοκράτειρα-μητέρα Έλενα Ντράγκας έδωσε την υποστήριξή της στον μεγαλύτερο γιο της Κωνσταντίνο. Nicol, LC, σελ. 377, 390. Οι δύο αξιωματούχοι που στάλθηκαν στον Μυστρά με το αυτοκρατορικό στέμμα και τα εμβλήματα ήσαν ο Αλέξιος Λάσκαρις Φιλανθρωπηνός και ο Μανουήλ Παλαιολόγος Ιάγαρις. Ο Κωνσταντίνος στέφθηκε στον καθεδρικό ναό τού Αγίου Δημητρίου στον Μυστρά στις 16 Ιανουαρίου 1449 από τον τοπικό μητροπολίτη. Έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Μαρτίου 1449, έχοντας ταξιδέψει εκεί με καταλανικές γαλέρες.

[←86]

[Δούκας 33.1] Ὁ δέ βασιλεύς Ἰωάννης ποδαλγίᾳ πιεζόμενος ἐν πολλοῖς ἔτεσιν καί μετά τήν ἐπάνοδον ἀπό Ἰταλίας ἐν πολλαῖς θλίψεσι καί δυσφορίαις ὤν, πῇ μέν διά τήν τῶν ἐκκλησιῶν ταραχήν, πῇ δέ διά τήν ἐκδημίαν τῆς δεσποίνης, κατέλαβεν αὐτόν νόσος καί ἐν ὀλίγαις ἡμέραις ἐτελεύτησεν, ὕστατος βασιλεύς χρηματίσας Ῥωμαίων. Τόν δέ Κωνσταντῖνον πέμψαντες οἱ τῆς Κωνσταντίνου ἤγαγον αὐτόν ἐν τῇ πόλει· καί πρέσβεις στείλας εἰς τόν Μωράτ καί δεξιώσας αὐτόν σύν δώροις καί μειλιχίοις λόγοις, εἰρήνευσεν αὐτόν, ἄρας ἐκ μέσου πάντα παρεληλυθότα σκάνδαλα.

[←87]

Το 1450 ο Μεχμέτ παντρεύτηκε τη Σιτ Χατούν, κόρη τού πλούσιου Τουρκομάνου ηγεμόνα Σουλεϊμάν Ντουλ-Κάντρογλου (Ζουκαριγιέ ή Νουλκαντιρλή), άρχοντα τής Μαλάτειας. Παρά τούς περίτεχνους γάμους, ο Μεχμέτ αγνοούσε και παραμελούσε τη νύφη που τού είχε επιβληθεί. Ένα πορτρέτο τής Σιτ Χατούν, ζωγραφισμένο από Έλληνα καλλιτέχνη, σώζεται σε ελληνικό χειρόγραφο τής Γεωγραφίας τού Πτολεμαίου, σταλμένο στον σουλτάνο από τον κουνιάδο του, τον Μαλίκ Αρσλάν (1464-1465).

[←88]

Ο Καρά Γιουσούφ ήταν χάνος τής ορδής των Μαύρων Προβάτων (Καρά Κογιουνλού) (1388-1420).

[←89]

[Δούκας 33.2] Βουληθείς δέ γάμους ποιῆσαι τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἠγάγετο νύμφην ἐκ τῶν ἡγεμόνων πρός τά τῆς Ἀρμενίας ὅρια κειμένων, θυγατέρα τοῦ Τουργατήρ, ἀνδρός ἀρχηγοῦ τῶν ἐκεῖσε παρακειμένων Τουρκομάνων, ὑπεράνω Καππαδόκων. Τήν δέ συγγένειαν ταύτην οὐ κατεδέξατο ὡς ἐν δυνάμει καί πλούτῳ ὑστερίζων αὐτῷ, ἀλλ’ ὅτι ἐν μέσῳ τῶν Τουρκοπερσῶν καί τοῦ Καραμάν οἰκῶν ὁ ρηθείς Τουργατήρ εἶχε πάντοτε συμμαχεῖν τῷ ἐν τῇ Ἀμασείᾳ ἡγεμονεύοντι υἱῷ τοῦ Μωράτ καί προσκρούειν καί τῷ Καραμάν κάτωθεν ὁρμῶντι καί τῷ Καραιουσούφ ἄνωθεν καί μεσιτευούσης τῆς συγγενείας κεκτῆσθαι παρ’ αὐτοῦ τήν τυχοῦσαν ἀρωγήν καί βοήθειαν. Ὅθεν καί στείλας ἕνα τῶν αὐτοῦ βεζιρήδων, τόν λεγόμενον Σαρητζίαν, ἤγαγεν αὐτήν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μετά τιμῆς ὅτι πλείστης καί δόξης, φέρουσα θησαυρούς πολλούς καί φέρνην πολυτάλαντον. Ὁ δέ Μωράτ καί πενθερός αὐτῆς μαθών ἐγγίζουσαν ἐν τῷ πορθμῷ τῆς Καλλιουπόλεως, ἔπεμψε μεγιστάνας ἀπ’ Ἀδριανοῦ καί στρατόν εὔζωνον καί ὑπαντήν ποιήσαντες ἤγαγον εἰς τούς οἴκους τοῦ ἡγεμόνος ἐν Ἀδριανουπόλει. Ὁ δέ ἡγεμών μετά πλείστης χαρᾶς ἀποδεξάμενος τήν νύμφην ἤρξατο τελεῖν τούς γάμους· καί καλέσας πάντας τούς ὑπό χεῖρα ἀρχηγούς καί ἡγεμόνας οὕτω Τούρκους καθά χριστιανούς, ἅπαντες ἔθεον σύν δώροις πολλοῖς ἑορτάσοντες τά γαμήλια. Ἀρξάμενοι ἀπό μηνός Σεπτεβρίου καί τελειώσαντες τόν μῆνα Δεκέβριον, ἐτετελείωτο καί ὁ γάμος. Τούς σύν αὐτῇ οὖν ἐλθόντας οἰκείους τοῦ πατρός αὐτῆς δαψιλῶς φιλοφρονήσας καί παντοίαν εὐεργεσίαν ἀμείψας εἰς τά ἴδια ἔπεμψε, τόν δέ υἱόν αὐτοῦ τόν νεόνυμφον ἅμα τῇ γυναικί ἐν τῇ ἡγεμονίᾳ, τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ καί τῇ Λυδίᾳ, ἀπέλυσεν.

[←90]

Ο Μουράτ Β’ πέθανε τον Φεβρουάριο τού 1451 από κρίση αποπληξίας κοντά στην Αδριανούπολη. Ήταν σαρανταεννέα ετών.

[←91]

[Δούκας 33.3] Ἐλθών δέ εἰς Μαγνησίαν τοῦ Ἰανουαρίου μηνός ἤδη μεσαζομένου καί παρελθόντος τούτου, ἄγων ὁ Φεβρουάριος πέμπτην, εἷς τῶν ταχυδρόμων ὡς ὠκύπτερός τις ἀετός ἐπέστη διδούς αύτῷ γραφήν εἰς χεῖρας ἀσφαλῶς κατεσφραγισμένην. Ἀνοίξας οὖν αὐτήν καί ἀναγνούς ἔγνω τόν θάνατον τοῦ πατρός αὐτοῦ. Ἡ δέ γραφή ἦν σταλεῖσα παρά τῶν βεζίρηδων, τοῦ τε Χαλίλ καί τῶν ἑτέρων. Ἐδήλουν τόν θάνατον τοῦ πατρός αὐτοῦ καί τήν ἔλευσιν αὐτοῦ τοῦ ἀναγιγνώσκοντος μή βραδῦναι, ἀλλ’ εἰ δυνατόν, ἐπιβῆναι Πηγάσῳ ἵππῳ πτερόεντι καί ἀφικέσθαι ἐν Θρᾴκῃ πρό τοῦ ἀκουσθῆναι εἰς τά πέριξ ἔθνη ἡ ἀγγελία τῆς τελευτῆς τοῦ ἡγεμόνος. Ὄ καί πεποίηκεν. Αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιβάς ἑνί τῶν δρομαίων Ἀραβικῶν ἵππων οὐκ εἶπεν ἄλλο τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ πλήν «Ὁ ἀγαπῶν με ἀκολουθείτω μοι·» Αὐτός δέ ταχέως ὤχετο ἔχων ἔμπροσθεν τούς οἰκείους δούλους τοξότας καί ὠκυδρόμους ἀμφοτεροδεξίους, εἰπεῖν γίγαντας πάντας πεζούς, τούς δέ ξιφηφόρους καί ἀκοντιστάς ἱππέας ὄπισθεν. Καί δή ἐν ἡμέραις δυσίν ἀπό Μαγνησίαν διαβάς τόν πορθμόν ἐν Χερρονήσῳ κατέστη· καί ἀναμείνας ἐν Καλλιουπόλει ἄλλας δύο ἡμέρας τοῦ συναθροισθῆναι τούς ἀκολουθήσαντας, ἕνα τῶν ταχυδρόμων πέμψας ἐν Ἀδριανοῦ ἐμήνυσε τήν αὐτοῦ ἐν Χερρονήσῳ διάβασιν.

[←92]

Η ημερομηνία ήταν 18 Φεβρουαρίου 1451. Ο διάδοχος τού Μουράτ Β’ ήταν ο Μεχμέτ Β’, ο τρίτος γιος του, που γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου 1432 στην Αδριανούπολη και ήταν δεκαεννέα ετών. Στις φλέβες του είχε μείγμα τουρκικού, σλαβικού, βυζαντινού, λατινικού, περσικού και πιθανώς αραβικού αίματος.

[←93]

[Δούκας 33.4] Καί διαλαλιᾶς συχνῆς γενομένης καί φήμης ἁπανταχοῦ, ὡς ὁ ἡγεμών ἐν Καλλιουπόλει, ἵνα μή ὁ συρφετώδης ὄχλος ἀτακτήσας ἀφηνίασῃ, ἔθος γάρ ἦν αὐτοῖς ἐν ταῖς ἀλλαγαῖς τῶν ἡγεμόνων ἐνεργεῖν στάσιν, — διά τοῦτο καί τήν τελευτήν πολλάκις κρύπτοντες λέγουσι τῷ λαῷ, ὡς ὁ ἡγεμών ἀσθενεῖ, καί τοῦτο ποιοῦσιν, ὅτι ὁ μέλλων διαδέξασθαι οὐχ εὑρίσκεται, ἐν ᾧ τόπῳ ὁ τελευτῶν ὑπάρχει,— μετά ταῦτα ἀπάρας ἀπό Καλλιουπόλεως, συνέρρεον πλήθη πολλά προσκυνοῦντες αὐτῷ. Ἐλθόντος δέ πλησίον τοῦ κάμπου ἐξῆλθεν ἅπασα ἡ τάξις τῆς ἡγεμονίας, οἵ τε βεζίρηδες καί σατράπαι καί ἔπαρχοι καί δήμαρχοι καί οἱ τῆς μιαρᾶς αὐτῶν θρησκείας μύσται καί διδάσκαλοι, καί οἱ ἐν ἐπιστήμαις καί τέχναις ἀσχολούμενοι καί μέρος πολύ τοῦ συρφετώδους λαοῦ εἰς τήν αὐτοῦ ὑπαντήν. Ἐλθόντος οὖν τοῦ ὄχλου κατά πρόσωπον τοῦ ἡγεμόνος ὡς μίλιον ἕν στοιχηδόν καί ἀποβάντες τῶν ἵππων πάντες πεζοί τήν πορείαν πρός τόν ἡγεμόνα ἐβάδιζον· ὁ δέ ἡγεμών καί οἱ μετ’ αὐτόν ἵσταντο ἐποχούμενοι. Ἐλθόντων οὖν ἄχρι ἡμίσεος μιλίου, ἄκρας σιωπῆς ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν οὔσης, ἀθρόον στάντες κοπετόν μέγα μετά δακρύων ἀνήγειραν. Τότε καί αὐτός ἀποβάς τοῦ ἵππου σύv τοῖς ὑπ’ αὐτόν καί αὐτοί τά ὅμοια ἔπραττον, βοῆς σύν κλαυθμῷ τόν ἀέρα πληροῦντες. Καί ἦν ἰδεῖν μέγα πένθος καί κοπετόν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν. Συνελθόντες οὖν καί προσεγγίσαντες ἀλλήλοις, προσεκύνησαν οἱ μεγιστᾶνες τῷ ἀρχηγῷ ἀσπασάμενοι τήν αὐτοῦ χεῖρα. Καί ἐπιβάντες τῶν ἵππων εἰσῆλθον ἐν τῇ πόλει ἄχρι τῆς πύλης τοῦ παλατίου και, ὁ ἡγεμών εἰσελθών, ἕκαστος εἰς τά ἰδια ἀνεχώρησε.

[←94]

[Δούκας 33.5] Τῇ δέ ἐπαύριον παραστάσεως γενομένης μεγάλης κατά τό ἔθος καί πλέον τι, ὡς τοῦ ἡγεμόνος ἔτι ὄντος νέου καί ἐν τῇ ἀρχῇ νεωστί εἰσελθόντος, ἐν τῇ καθέδρα τῇ πατρικῇ καθεσθείς, ὡς οὐκ ὄφελον, πλήν παραχωρήσει Θεοῦ διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, ἴσταντο ἐξ ἐναντίας πάντες οἱ σατράπαι ἀπό μακρόθεν καί οἱ βεζίρηδες τοῦ πατρός αὐτοῦ, ὅ τε Χαλίλ-πασιας καί ὁ Ἰσάκ-πασιας· οἱ δέ τούτου βεζίρηδες, Σιαχήν ὁ εὐνοῦχος καί Ἰμπραήμ, ἦσαν προσεγγίζοντες αὐτῷ κατά τήν συνήθειαν. Τότε ὁ ἡγεμών Μεχεμέτ ἠρώτησε τόν Σιαχήν, τόν αὐτοῦ μεσάζοντα· «Τί ὅτι ἀπό μακρόθεν ἵστανται οἱ μεσάζοντες τοῦ ἐμοῦ πατρός; Κάλεσον αὐτούς καί εἰπέ τῷ Χαλίλ ἐστάναι ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ. Ὁ δέ Ἰσακ ἀπελθέτω ἐν Προύσῃ σύν τοῖς λοιποῖς τῆς ἑῴας ἄρχουσι, ταφῇ δοῦναι τοῦ ἐμοῦ πατρός· ἐχέτω δέ καί τῶν ἀνατολικῶν θεμάτων τήν φροντίδα». Ἀκούσαντες οὖν ταῦτα, παρευθύ δραμόντες, κατά τό σύνηθες ἠσπάσαντο τήν αὐτοῦ χεῖρα. Καί ὁ μέν Χαλίλ ἔμεινε μεσάζων, ὁ δέ Ἰσάκ λαβών τό πτῶμα τοῦ ἡγεμόνος σύν πλείστοις ἄρχουσι καί οἰκονομίᾳ πολλῇ, εἰς Προῦσαν ἀπῆλθε καί ἔθαψεν αὐτό ἐν τῷ παρ’ αὐτοῦ δομηθέντι βωμῷ, πλεῖστα νομίσματα κενώσας ἐν χερσί πενήτων ἐν τῇ κηδείᾳ.

[←95]

[Δούκας 33.6] Ὁ θάνατος οὖν τοῦ Μωράτ οὐκ ἦν πολυνοσωδέστατος οὔτ' ἀχθηφόρος, ἀλλά καί παρά τοῦ πατρός αὐτοῦ ἀτιμωρητότερος καί παθῶν καί νόσων ἐλευθερώτερος, οἶμαι θεοῦ κρίνοντος κατά τήν τοῦ ἀνδρός πρός τό κοινόν εὔνοιαν καί τήν συμπαθεστάτην πρός τούς πένητας διάθεσιν· οὐ μόνον γάρ ἐν τοῖς αὐτοῦ κατά γένος καί κατ' ἀσέβειαν ἀλλά καί τοῖς Χριστιανοῖς, ἅς ἐνόρκους συνθήκας ἔπραττεν, ταύτας εἰς τέλος ἀσινεῖς καί ἀθολώτους ἐφυλαττεν· εἰ γάρ καί παρασπονδάς τῶν Χριστιανῶν τινες καί παραβάσεις τῶν ὅρκων μεταχειρισθέντες τόν ἀλάθητον τοῦ θεοῦ ὀφθαλμόν οὐκ ἔλαθον καί τήν δίκην δικαίως τιμωρηθέντες παρ' αὐτοῦ τοῦ ἐκδικητοῦ, οὐκ εἰς μακράν τά τῆς μήνης ἐξετείνοντο πλέθρα, ἀλλ' εὐθύς μετά τήν νίκην οὐ κατεδίωκεν ὁ βάρβαρος, οὐκ εἰς τέλος τόν ἀφανισμόν ἐδίψα τοῦ τυχόντος ἔθνους· ἀλλ' ἅμα οἱ ἡττηθέντες πρεσβεῦσιν τά τῆς εἰρήνης ἐσκέψαντο, καί αὐτός προθύμως ἐδέχετο καί τούς πρέσβεις μετ' εἰρήνης ἀπέλυε, μισῶν τάς μάχας, ἀγαπῶν τήν εἰρήνην· καί ὁ πατήρ τῆς εἰρήνης ἀντεμέτρησε τήν τελευτήν τοῦ βαρβάρου ἐν εἰρήνῃ, καί οὐκ ἦν μάχαιρα.

[←96]

[Δούκας 33.7] Ἦσαν δέ αἱ τῆς νόσου πᾶσαι ἡμέραι τέσσαρες. Ἐξελθών γάρ ἐκ τοῦ παλατίου σύν ὀλίγοις νεανίσκοις ἐδιέβη τήν νῆσον, ἥν οἱ ποταμοί διαρραγέντες πλησίον τῆς πόλεως αὐτήν εἰς εὐρυχωρίαν κατέστησαν· καί λιπαρᾶς οὔσης τῆς γῆς βοσκήματα καί τροφαί τῶν ἀλόγων ζῴων χλοεραί φύονται, ἀγελάζονται γάρ ἐν αὐτῇ φορβάδαι καί ἡμίονοι καί τῶν ἵππων οἱ ἀγέρωχοι τοῦ ἡγεμόνος· οἰκοδομάς τε διαφορωτάτας εἰς θάλψιν τε καί τέρψιν κατά καιρούς καί πᾶν ἄλλο χρήσιμον εἰς ἀπόλαυσιν. Ἐβούλετο δέ διατρῖψαι ἡμέρας ἱκανάς ἐκεῖ ἰδιάζων σύν ὀλίγοις οἰκειοτάτοις πρός ἀναψυχήν καί ἀνακωχήν τῶν φροντίδων καί κόπων τοῦ παρελθόντος γάμου. Διαβάς οὖν καί ποιήσας ἡμέραν μίαν καί τρυφήσας, οὐχ ὡς σύνηθες, τῇ ἐπιούσῃ ἐκέλευσεν ἄγεσθαι εἰς τό παλάτιον εἰπών, ὡς κεφαλήν καί τό λοιπόν σῶμα καταβαρές καί ναρκῶδες περίεστι. Κατακλιθείς οὖν καί τρεῖς ἡμέρας νοσήσας, ἐπιληψήσας ἀπέθανεν δευτέρᾳ τοῦ Φεβρουαρίου μηνός τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ ἐνακοσιοστοῦ πεντηκοστοῦ ὀγδόου ἔτους.

[←97]

[Δούκας 33.8] Λέγεται δέ, ὅτι μετά τούς γάμους καί πρό τοῦ διαβῆναι τήν νῆσον, μιᾷ τῶν νυκτῶν ἰδεῖν ὅραμα τοιοῦτον· ἕνα φοβερόν ἄνδρα ἐστάναι ἐνώπιον αὐτοῦ. Τόν δέ συσταλέντα τῷ φόβῳ ἐκράτησεν αὐτόν τῆς χειρός ὁ φανείς ἀνήρ. Ἐφόρει δέ ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ χειρί σφενδόνην χρυσῆν εἰς τόν ἀντίχειρα δάκτυλον. Ἐκβαλών οὖν ὁ φανείς τήν σφενδόνην ἀπό τοῦ μεγάλου δακτύλου τοῦ ἡγεμόνος ἔβαλεν αὐτήν ἐν τῷ λιχανῷ τῷ μετά τόν ἀντίχειρα, εἶτα έξορμαθίσας αὐτήν ἐκ τοῦ δακτύλου τοῦ λιχανοῦ ἥρμοσεν αὐτήν εἰς τόν μεσαίτατον δάκτυλον, μετά δέ τοῦτον εἰς τόν μετά τόν μεσαίτατον καί αὖθις εἰς τόν ὕστατον τόν μικρόν. Μετά ταῦτα έκβαλών τήν σφενδόνην ὁ φανείς καί λαβών ἀφανής γέγονε. Καί ὁ ἡγεμών ἔξυπνος γενόμενος προσεκαλέσατο τούς αὐτοῦ μάντεις, εἰρηκώς τό ὁραθέν. Αὐτοί δέ τήν μέν σφενδόνην τήν ἡγεμονίαν διέκριναν, τούς δέ δακτύλους, τόν μέν πρῶτον εἰς αὐτόν, τούς δ’ ἄλλους εἰς τούς μετ’ αὐτόν αὐθεντεύσοντας ἐξ αὐτοῦ. Ἕτεροι δέ κρύβδην καί σιωπηρῶς τόν μέν μέγα δάκτυλον τόν αὐτοῦ τῆς ζωῆς ὕστατον χρόνον διέκριναν, τήν δέ ἀφαίρεσιν τῆς σφενδόνης τήν δεσποτείαν, τάς δέ εἰσάξεις καί ἐξάξεις τῶν ἑτέρων τεσσάρων διά τῆς σφενδόνης δακτύλων τόν μετ’ αὐτόν ἡγεμονεύσειν μέλλοντα τόν αριθμόν τῶν ἐτῶν τῆς ἡγεμονίας ἐσύγκριναν καί τότε τέλος ἕξει ἡ τυραννίς. Ἀλλ’ ἐπανίωμεν αὖθις πρός τήν διήγησιν καί ἴδωμεν τί τό αἱμοβόρον τοῦτο θηρίον ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ κατέφθειρε καί κατεδαπάνησε καί εἰς τέλος ἠφάνισε.

[←98]

[Δούκας 33.9] Πέμψας τοίνυν τό σῶμα τοῦ πατρός αὐτοῦ εἰς ταφήν ἐν τῇ Προύσῃ, αὐτός ἤρξατο ἐρευνᾶν τά ταμεῖα καί τούς θησαυρούς τούς πατρικούς· καί εὑρῶν ἀναριθμήτους ἐν ἀργυροῖς σκεύεσιν, ἐν χρυσοῖς, ἐν λίθοις τιμίοις καί ἐν νομίσμασι πολυταλάντοις, αὐτός οἰκείᾳ σφραγίδι κατασφραγίσας ἐν τῷ ταμείῳ πάλιν ἀπέθετο.

[←99]

Μητέρα τού Μεχμέτ Β’ ήταν η σκλάβα Χούμα Χατούν.

[←100]

Τη Χαντιτζέ, κόρη τού Ισφεντιγιάρογλου Ιμπραήμ Μπεγκ. Η οικογένεια ήταν γνωστή ως Τζαντάρ (Τζανταρογκιουλλαρί), παίρνοντας το όνομά της από κάποιον Τζαντάρ. Το 1314 ο γιος τού Τζαντάρ, ο Σουλεϊμάν πασάς, ήταν αρχηγός τής Κασταμόνου (Κασταμονής), έδρας τής τουρκικής δυναστείας των Ισφεντιγιάρ τον 14ο αιώνα. Κάποια στιγμή μετά το 1324 ο Σουλεϊμάν πασάς κατέλαβε τη Σινώπη από τον Περβάνε και η Σινώπη αργότερα ενσωματώθηκε στο κράτος των Τζαντάρ.

[←101]

[Δούκας 33.10] Εἶτα εὑρῶν παιδίον ἄρρεν τοῦ πατρός αὐτοῦ, ὡς μηνῶν ὀκτώ, γεννηθέν ἐκ τῆς θυγατρός τοῦ ἡγεμόνος Σινώπης Σπεντιάρ, νομίμου γυναικός, — καί γάρ οὗτος ἐκ δουλίδος ἐγένετο,— οὔσης οὖν τῆς μητρός τοῦ παιδός καί μητρυᾶς αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐν τῷ παλατίῳ ἕνεκα παραμυθίας τοῦ τυράννου, στείλας ἕνα τῶν ἀρχόντων ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ Ἐβρενέζ, Ἀλίν ὀνόματι, πρωτοοστιάριος ὤν τῷ τότε καιρῷ, ἐν τῷ οἴκῳ τῆς ρηθείσης, τό παιδίον ἔπνιξε. Ἐπί τήν αὔριον δέ καί αὐτόν τόν Ἀλίν ἐθανάτωσε, τήν δέ μητέρα τοῦ παιδός καί μή βουλομένην τῷ δούλῳ τοῦ πατρός αὐτοῦ τῷ Ἰσάκ εἰς γάμον ἡρμόσατο.

[←102]

[Δούκας 33.11] Τήν δέ ἑτέραν αὐτοῦ μητρυιάν, τήν θυγατέρα Γεωργίου δεσπότου Σερβίας, χριστιανικοτάτην οὖσαν, ἐβούλετο μέν καί αὐτήν ἑτέρῳ τῷ τυχόντι δούλῳ δοῦναι, ἀλλά φοβηθείς, μήπως ὁ πατήρ αὐτῆς ἐγείρῃ κατ’ αὐτοῦ τήν τῶν Οὔγγρων μάχην, τῆς ἡγεμονίας αὐτοῦ ἔτι μή παγιωθείσης, ἀλλ’ ἀκμήν εἰς σύστασιν προχωρησάσης, ὅ ἠβουλήθη, o ὐκ ἠδύνατο πρᾶξαι. Ὁ δεσπότης γάρ ἀκούσας τόν θάνατον τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ Μωράτ καί τόν Μεχεμέτ τήν ἡγεμονίαν ἀναζωσάμενον, εὐθύς ἀποκρισιαρίους ἔπεμψεν παραμυθήσων αὐτόν καί παρηγορήσων ὡς ἀπορφανισθέντα καί τάς συνθήκας καί συνωμοσίας, ἅς εἶχε μετά τοῦ πατρός αὐτοῦ, ἀνανεῶσαι καί ἀσφαλίσασθαι δι’ ὅρκων, ἔτι τε καί τήν θυγατέρα ζητῆσαι καί λαβεῖν εἰς τά ἴδια. Ἅ καί πεποίηκεν, οὐχ ὡς θέλων εἰρηνικῶς καί εὐνοϊκῶς διάγειν καί ἡγεμονεύειν, ἀλλά καιρόν ἐξαγοράζων, ὅταν γάρ λάβῃ, ἐκεῖνος ἀδικίας καί ἀνομίας ποιήσει. Ταῦτα καί ἕτερα τήν ἀρνίου δοράν ὑπενδυθείς ἔπραττε, λύκος ὤν καί πρό τῆς γεννήσεως. Φιλοφρόνως οὖν δεξιωσάμενος τούς ἀποκρισιαρίους καί ἐνωμότους συνθήκας δούς καί λαβών ἀπέλυσεν ἐν εἰρήνῃ, στείλας καί τήν αὐτοῦ μητρυιάν πρός τόν πατέρα αὐτῆς μετά μεγάλης δόξης τε καί τιμῆς, εὐεργεσίας τε πλείοτας καί χώρας ἀπονείμας αὐτῇ ἐκ τῶν ὁρίων Σερβίας εἰς διατροφήν καί θεραπείαν παντοίαν αὐτῆς.

[←103]

Ο Ορχάν, μακρινός εξάδελφος τού Μεχμέτ και εγγονός τού σουλτάνου Σουλεϊμάν, ήταν ο μόνος πιθανός διεκδικητής τού Οθωμανικού θρόνου. Τότε βρισκόταν σε εξορία στην Κωνσταντινούπολη.

[←104]

[Δούκας 33.12] Ὁμοίως καί οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει τότε οἰκοῦντες δύστηνοι Ῥωμαῖοι καί δυστυχεῖς σύν τῷ δεσπότῃ Κωνσταντίνῳ μαθόντες καί αὐτοί τήν ἐναλλαγήν τῆς ἡγεμονίας, ἔστειλαν πρέσβεις χάριν παραμυθίας καί τῆς ἀρχῆς τήν καθεδρίαν προσαγορεύοντες· τίνες τίνα; οἱ ἄρνες τόν λύκον, οἱ στρουθοί τόν ὄφιν, οἱ ψυχοῤῥαγοῦντες τόν θάνατον. Ἐκεῖνος δέ ὁ πρό τοῦ ἀντιχρίστου ἀντίχριστος, ὁ τῆς τοῦ Χριστοῦ μου ποίμνης φθορεύς, ὁ ἐχθρός τοῦ σταυροῦ καί τῶν πιστευόντων εἰς τόν ἐν αὐτῷ παγέντα, φιλικόν προσωπεῖον ἐνδυθείς ὡς μαθητής τοῦ μεταμορφωθέντος εἰς ὄφιν Σατανᾶ ἀποδέχεται τήν πρεσβείαν καί γράφει νέας διαθήκας καί ὀμνύει θεόν τοῦ ψευδοπροφήτου καί τόν συνώνυμον αὐτοῦ προφήτην καί τάς μιαράς αὐτοῦ βίβλους καί ἀγγέλους καί ἀρχαγγέλους τοῦ στέργειν καί ἐμμένειν ἐφ’ ὅρου ζωῆς αὐτοῦ ἐν ἀγάπῃ καί ὁμονοίᾳ μετά τῆς πόλεως καί τοῦ δεσπότου Κωνσταντίνου σύν πᾶσι τοῖς περιχώροις καί πόλεσιν ὑπό τήν αὐτήν δεσποτείαν· καί τήν εὔνοιαν καί διάθεσιν, ἥν ἐκέκτητο ὁ πατήρ αὐτοῦ μετά τοῦ βασιλέως Ἰωάννου τοῦ προβεβασιλευκότος καί τοῦ δεσπότου Κωνσταντίνου τοῦ νῦν, ἐν αὐτῇ τῇ γνώμῃ καί αὐτός ζήσεται καί τεθνήξεται. Ἐπέκεινα δέ τούτων τῶν καλῶν ὑποσχέσεων ἐδωρήσατο καί κατ’ ἔτος τῇ βασιλείᾳ Ῥωμαίων ἐκ τῶν εἰσοδημάτων τῶν παρά τόν Στρυμόνα κειμένων χωρίων ἀριθμόν ἀσπρῶν τριακοσίων χιλιάδων, αἰτήσαντες ταῦτα οἱ τρισάθλιοι ἕνεκα τροφῆς καί ἑτέρας ἐξόδης τοῦ Ὀρχάν τοῦ προλεχθέντος ἀπογόνου τοῦ Ὀτμάν. Καί δή καλῶς κατά τό δοκοῦν ποιήσαντες τήν ἀγάπην, ἀπῄεσαν καί αὐτοί χαίροντες. Ὁμοίως καί οἱ τῆς Βλαχίας καί οἱ τῶν Βουλγάρων καί οἱ τάς νήσους κατοικοῦντες, Μιτυληναῖοι, Χῖοι, Ῥόδιοι, ἐκ τοῦ Γαλάτου Γενουῗται, ἐκ πάντων ἐλθόντες σύν δώροις προσεκύνησαν τῷ ὡς ἀληθῶς σαρκοφόρῳ δαίμονι· καί λαβόντες τά πιστά κατά τό δοκοῦν αὐτοῖς, ἀπῄεσαν.

error: Content is protected !!
Scroll to Top