Σημειώσεις Κεφαλαίου 7
- [←1]
-
Συρόπουλος 7: Τμῆμα Ζον. Ἐν ᾧ περί τῆς ἀργίας τῶν διαλέξεων, καί ὅσα ἐλέγοντο δι΄ αὐτήν, καί ὅπως ἐπανῆλθεν ὁ βασιλεύς ἐκ τοῦ μοναστηρίου εἰς τήν Φεραρίαν. καί περι τῆς μεταβάσεως τῆς τε ἀπό τῶν περί τῆς προσθήκης διαλέξεων εἰς τάς περί τῆς δόξης καί ἀπό τῆς Φεραρίας εἰς τήν Φλωρεντίαν. ἀπομνημονευμάτων ζ.
- [←2]
-
Συρόπουλος 7.1: Ἀλλά καλόν ἄν εἴη λοιπόν καί τά περί τῆς μεταβάσεως ὡς γέγονε, διεξελθεῖν καί ὅπως ἐλάνθανε πρό καιροῦ κατασκευαζομένη. οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ἐκεῖσε, ἰδόντες ὅπως ἐπεχείρησαν ὅ τε Ἐφέσου, ὁ Ἡρακλείας καί ὁ νομοφύλαξ διαφυγεῖν, ὡς ἤδη μοι λέλεκται, δι΄ οὐδέν ἕτερον πάντως τοῦτο ἐνθυμηθέντες εἰ μή ὅτι προέγνωσαν τήν τῆς ὀρθῆς ἡμῶν δόξης διαστροφήν, διά τοῦτο ἐσκέψαντο καί συνεφώνησαν μετά τοῦ πάπα ὑπερορίους ἡμᾶς ποιῆσαι, ὡς πορρωτάτω, ἵνα μηδείς ἕτερος ἕξει τοιοῦτόν τι ποιῆσαι, ὡς ἐκ τῶν πραγμάτων δῆλον ἐγένετο. καί ἔπεμψεν ὁ πάπας τόν ἱερομόναχον Ἀμβρόσιον, ὅς ἦν ποικίλος μέν καί πανοῦργος, πρόσχημα δέ περικείμενος εὐλαβείας, οὐκ ἄμοιρός τε τῆς τῶν ἑλληνικῶν λόγων παιδείας καί τῷ πάπᾳ πιστότατος· ὅς καί ἀπελθών εἰς τήν Φλωρεντίαν, συμβιβάσεις μετά τῶν Φλωρεντίνων ἐποίησε τῷ πάπᾳ ἀπελθεῖν ἐκεῖσε καί τελέσαι τήν σύνοδον· εἶχε δέ καί ἐκ τῶν ἡμετέρων ἑπόμενον αὐτῷ ἱερομόναχον Μακάριον τόν Κρητικόν. ὡς οὖν ἀπεδήμησαν καί οὐκ ἐφαίνοντο, ἠποροῦμεν πρός ἀλλήλους ποῦ ἄρα ἀπῆλθον καί μετά παρέλευσιν πολλῶν ἡμερῶν ἐρωτήσαμεν τόν πατριάρχην· ὁ δέ εἶπεν ἡμῖν, ὅτι· εἰς τήν Φλωρεντίαν εἰσί βιβλία ἑλληνικά πολλά καί καλά καί χρειώδη εἰς τήν παροῦσαν ὕλην. ἐτάξαμεν οὖν ἵνα καί ἡμεῖς παρέχωμεν ἐκείνοις, εἰ δεηθῶσί τινος βιβλίου ἀφ΄ ἡμῶν, κἀκεῖνοι αὖ τά ὅμοια δρῶσιν εἰς ἡμᾶς. τούτου οὖν χάριν ἀπῆλθεν ὁ παπάς Μακάριος μετά τοῦ Ἀμβροσίου εἰς τήν Φλωρεντίαν, ἵνα εὕρῃ καί διακομίσῃ τά ἡμῖν χρειώδη βιβλία. παρῆλθον ἐπί τούτοις δύο μῆνες καί ἐπέκεινα· εἶτα ἐλθόντων ἐκείνων οὔτε παρ΄ αὐτοῖς, οὔτε παρά τοῖς πέμψασιν αὐτούς μνήμη ὅλως ἐγένετο βιβλίου.
- [←3]
-
Το σχέδιο να φύγουν από τη Φερράρα σίγουρα εξεταζόταν από την αρχή τού ξεσπάσματος τής επιδημίας και, αν μπορούμε να πιστέψουμε εκείνο που έγραφε ο Tραβερσάρι στον Κόσιμο Μέδικο στις 16 Ιουλίου 1438, όλοι σχεδόν οι Γραικοί το ήθελαν πολύ (Graeci ad unum omnes ferme, istuc adpetunt). Όσο για τον τόπο που θα επιλεγόταν, πρόθεση τού Tραβερσάρι δεν έπρεπε να ήταν η Φλωρεντία, αλλά η Πίζα ή κάποια άλλη πόλη στην επικράτεια τής Φλωρεντίας. Η πρόθεση αυτή γρήγορα μαθεύτηκε από τη Φλωρεντινή Σινιορία, που είχε ήδη προχωρήσει σε ενέργειες για να προσελκύσει τη Σύνοδο στην πόλη. Οι διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν το 1436 και επαναλήφθηκαν πριν από τον Δεκέμβριο τού 1437, οδήγησαν σε συμφωνία στις 18 τού ίδιου μήνα (Laurent 1971: 350 σημ. 1).
- [←4]
-
Είναι αυτονόητο ότι τίποτε δεν μπορούσε να γίνει χωρίς τη συγκατάθεση τού αυτοκράτορα, με τον οποίο ο πάπας σίγουρα έπρεπε να διαπραγματευτεί. Αλλά η πρωτοβουλία τής μεταφοράς στον Άρνο σίγουρα δεν προήλθε από τον αυτοκράτορα. Ασφαλώς δεν μπορεί να αντικρουστεί το επιχείρημα ότι βρήκε σε αυτή την αναχώρηση προς το εσωτερικό το πλεονέκτημα ότι γινόταν δυσκολώτερη η λιποταξία των υπηκόων του. Ωστόσο τη στάση τού αυτοκράτορα πρέπει να είχαν καθορίσει πολιτικές και οικονομικές εκτιμήσεις (Laurent 1971: 350 σημ. 2).
- [←5]
-
Κατά τον Laurent 1971: 350 σημ. 3, δεν έστειλε ο πάπας τον Αμβρόσιο. Ο Τραβερσάρι βρισκόταν ήδη στη Φλωρεντία. Είχε φύγει στις αρχές Σεπτεμβρίου με άδεια 15 μόλις ημερών για να βρεθεί στο προσκέφαλο τής άρρωστης μητέρας του, και στη συνέχεια για να φροντίσει τις υποθέσεις τού Τάγματός του. Μια πρώτη πρόσκληση από τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι δεν κατάφερε να τον φέρει πίσω στη σύνοδο. Χρειάστηκε να τού σταλεί επίσημη ειδοποίηση από τον πάπα, με ημερομηνία 3 Νοεμβρίου 1438, για να επιστρέψει στη Φερράρα. Η παπική επιστολή δείχνει σαφώς ότι ο Tραβερσάρι δεν είχε κανένα λόγο να λείπει και επομένως δεν είχε αποστολή να εκπληρώσει! Μία μόνο σύσταση απευθυνόταν σε αυτόν, επειδή βρισκόταν επί τόπου και είχε την κατάλληλη εντολή: να έπαιρνε μαζί του όλα τα ελληνικά και λατινικά χειρόγραφα που θεωρούσε χρήσιμα για τη συνέχιση των συνεδριάσεων. Η τελευταία σύσταση θα ήταν περιττή, αν η απόφαση για μεταφορά στη Φλωρεντία είχε αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης τού Τραβερσάρι. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γενικός ηγούμενος των Καλμαντολέζε μοναχών δεν είπε στο Κόσιμο Μέδικο, καθώς τού χαμογελούσε, για ένα σχέδιο που ενδιέφερε την Κοινότητά του: «Είναι πράγματι μεγάλη χαρά για εμάς να βοηθήσουμε τη Φλωρεντία» (Est quidem iucundissimum nobis hinc ρroficisci Florentiam), έγραψε στις 9 Ιανουαρίου 1439, προσθέτοντας ότι θα ήταν ικανοποιημένος με την Πίζα. Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι, μόλις πάρθηκε η απόφαση μετάβασης, ο Τραβερσάρι ώθησε τούς Γραικούς να αναχωρήσουν (Laurent 1971: 350 σημ. 3).
- [←6]
-
Ο Laurent 1971: 352 σημ. 4, γράφει ότι σε αντίθεση με τον Σχολάριο, που θα ήθελε να έχει μια γωνιά να μείνει στο μοναστήρι των Καμαλντολέζε στη Φλωρεντία (Scholarios, Œuvres, IV, σελ. 440), ο Συρόπουλος φαίνεται ότι υποψιαζόταν τον Τραβερσάρι για εξαπάτηση. Λεγόταν επίσης ότι ο μοναχός είχε προσβάλει τούς Γραικούς. Σε κάθε περίπτωση ο πατριάρχης Ιωσήφ πρέπει να τον είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση, αφού τού έδωσε ένα λείψανο, τη «mazza» τού Αγίου Ιωσήφ, που ίσως τότε φαινόταν ασήμαντο, αλλά το οποίο, τοποθετημένο σε χρυσό κύλινδρο, λατρεύεται ακόμη κάθε χρόνο στις 19 Μαρτίου, στο Καμάλντολι όπου φυλάσσεται. Από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε ότι η Εκκλησία, για να τοποθετήσει τον Τραβερσάρι μεταξύ των ευλογημένων, θεώρησε την αγιότητά του πραγματική.
- [←7]
-
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω (σημ. 3) ο Τραβερσάρι δεν διαπραγματεύθηκε τη μεταφορά τής συνόδου στη Φλωρεντία, παρά το γεγονός ότι την υποστήριξε και χάρηκε. Η μεταφορά ήταν έργο των πληρεξουσίων τής Φλωρεντίας, που είχαν πάει στη Φερράρα για τον σκοπό αυτό. Η τελική συμφωνία υπογράφηκε στις 18 Δεκεμβρίου μεταξύ τού καρδινάλιου Κοντουλμέρ και τής πόλης τής Φλωρεντίας (Laurent 1971: 351 σημ. 5).
- [←8]
-
Μακάριος Κρητικός: άγνωστος κατά τα άλλα. Δεν πρέπει να ήταν μοναχός που ασχολούνταν με τη μεταφορά τής συνόδου εξ ονόματος των Γραικών, με εντολή τού αυτοκράτορα ή τού πατριάρχη, αλλά Βυζαντινός μοναχός προσκολλημένος στον Τραβερσάρι και προσκεκλημένος από τον τελευταίο να τον ακολουθήσει στο μοναστήρι του στις όχθες τού Άρνου, όπου βρίσκονταν ήδη συμπατριώτες του, περιλαμβανομένου τού Δημήτριου Σκαράνου, ο οποίος είχε έρθει απευθείας από την Κωνσταντινούπολη. Ο Μακάριος βοηθούσε επίσης τον Καμαλντολέζε μοναχό στην αναζήτηση ελληνικών χειρογράφων. Αναμφισβήτητα σε αυτόν τον μοναχό, «τον δικό μας Μακάριο που γνωρίζεις» ( e Macario nostro addisces), δίνει εντολή ο Τραβερσάρι να πει στον καρδινάλιο Τσεζαρίνι όλες τις λεπτομέρειες μιας συνεδρίασης, όπου ο Βησσαρίων, με την έγκριση τού εξομολογητή Γρηγόριου, είχε δικαιολογήσει δημοσίως την Καθολική πίστη τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη (Laurent 1971: 351 σημ. 6).
- [←9]
-
Ωστόσο οι ταξιδιώτες είχαν συγκεντρώσει κάποια βιβλία και το παπικό ταμείο θα πλήρωνε αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου 1438, τρία φλουριά για τη μεταφορά τους στη Φερράρα (Laurent 1971: 353 σημ. 1).
- [←10]
-
Συρόπουλος 7.2: Ἀλλα αἱ μέν διαλέξεις ἐπαύσαντο. Ὁ δέ βασιλεύς διά σπουδῆς εἶχε καταπεῖσαι τούς ἀρχιερεῖς καταλιπεῖν τούς περί τῆς προσθήκης λόγους καί περί τῆς δόξης διαλέγεσθαι, τούς μέν δι΄ ἑαυτοῦ, τούς δέ διά μηνυτῶν θέλγων, συμβουλεύων καί ἕλκων εἰς τό ἴδιον βούλημα· τῷ δέ πατριάρχῃ προσήρχοντο καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν ἀπαραιτήτως, πρωΐας μέν ὁ Χριστόφορος, μετά δέ μεσημβρίαν ὁ Ἀνδρέας, ἄλλοτε ὁ Ἀμβρόσιος ὅτε παρῆν, καί οὕτως ἐκ διαδοχῆς ὡμίλουν μετά τοῦ πατριάρχου. ἠκούομεν οὖν ὅτι συμβιβάζουσι καί αὐτόν ἀπελθεῖν εἰς τήν Φλωρεντίαν· ἡμεῖς δ΄ ἐπί τούτοις ἀλγοῦντες, προσερχόμενοι τῷ πατριάρχῃ ὠνειδίζομεν αὐτῷ τήν κενήν ἡμῶν ἀργίαν τε καί ἀποδημίαν καί τήν σπάνιν τῶν ἀναγκαίων ὑπεδεικνύομεν καί τήν μετάβασιν πᾶσι τρόποις παρεκρουόμεθα, καί εἰς οὐδέν λυσιτελήσειν ἡμῖν ταύτην, ἀλλά καί τά μέγιστα βλάψειν μᾶλλον ἐλέγομεν, καί διά πολλῶν λόγων ὀνειδιστικῶν τε καί ἐκ μέρους σκληρῶν, δικαίων δέ ἄλλως καί μετ΄ εὐλαβείας, παρεκαλοῦμεν τήν μετάβασιν κωλυθῆναι, καί κατετρίβομεν ἱκανήν ὥραν εἰς ταῦτα ἐκ διαδοχῆς ἕκαστος τούς λόγους ποιούμενος καί πάντες τό τῆς μεταβάσεως δεινόν ὁμοίως ἐκτραγωδοῦντες καί ἀποσειόμενοι καί πρός ἐμποδισμόν ταύτης πάντα ὅσα ἐνῆν λέγοντες. μετά τούς πολλούς δέ λόγους ἐσιωπῶμεν ἐκδεχόμενοι ἀπόκρισιν παρά τοῦ πατριάρχου· ὁ δ΄ οὐκ ἀπεκρίνετο τό παράπαν οὐδέ γρῦ, προσποιούμενος ἀδυναμίαν. ἦν μέν γάρ καί τῇ ἀληθείᾳ ἀσθενῶν· ἀπό γάρ τῆς δεκάτης τοῦ αὐγούστου νόσῳ περιπεσών καί ἀσθενείαις προσπαλαίων ἀλλεπαλλήλαις καί περιόδῳ ῥίγους τεταρταίου κατατρυχόμενος, οὐκ ἐπανῆλθεν ὅλως εἰς τήν συνήθη ὑγείαν, μεχρις ἄν καί τό ζῆν ἐξεμέτρησεν. ἀλλ΄ ὅμως καί οὕτως ἔχων, ἠδύνατο λέγειν καί ὁμιλεῖν ὅτ΄ ἐβούλετο· ἀλλ΄ ἡμῖν οὐκ ἐδίδου κατ΄ ἀρχάς τήν τυχοῦσαν ἀπόκρισιν. διό καί ἀγανακτοῦντες ἐγειρόμενοι ἀπηρχόμεθα ἐκεῖθεν, νεμεσῶντες πολλά τήν ἀφωνίαν ἐκείνου· εἶτα παρεγινόμεθα τῇ μετ΄ ἐκείνην ἡμέρᾳ ἤ καί τῇ μετ΄ αὐτήν, καί πάλιν τά αὐτά ἐλέγομεν καί περί τῆς μεταβάσεως ἐδυσχεραίνομεν καί διηποροῦμεν περί τῆς ὠφελείας αὐτῆς καί οὐχ εὑρίσκοντες, πᾶσι τρόποις ἀπετρεπόμεθα αὐτήν καί πρός ἐπιμέλειαν τῆς πρός τήν πατρίδα ἡμῶν ὑποστροφῆς παρεκαλοῦμεν, καί μετά τούς πολλούς λόγους καί τάς ἀξιώσεις μόλις ἐσιωπῶμεν.
- [←11]
-
Συρόπουλος 7.3: Ὀψέ δ΄ οὖν ὅμως καί βραδέως ἔσκωψεν ἡμᾶς ὁ πατριάρχης καί ὠνείδισεν εἰπών· οὐκ ἐστέ χριστιανοί; οὐκ ἐστέ καλοί ἄνθρωποι; οὐκ ἔχετε γνῶσιν καί συνείδησιν; οὐχ ὁρᾶτε τήν ἐμήν νόσον, ἵνα με ἐλεῆτε; ἐγώ ὁρῶ προσιοῦσαν τήν νύκτα, καί οὐκ οἶδα εἰ ζῶντά με εὕροι ἡ ἡμέρα· φθάνει ἡ ἡμέρα καί οὐ πιστεύω ὅτι ζῶν διανύσω αὐτήν, καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι μεταβήσομαι περαιτέρω; καί ἐκ ποίας μου ἰσχύος ἤ ὑγείας δυνήσομαι τήν μετάβασιν; οὐκ αἰδεῖσθε τοιαῦτα λέγοντες; παρά τίνων δέ ταῦτα ἀκούετε; ἐγώ οὐκ οἶδά τι περί μεταβάσεως οὐδέ εἶπέ μοί τις περί αὐτῆς. ἡμῶν δ΄ ἀποκριναμένων ὅτι παρά πολλῶν λέγονται καί ἀκούονται ταῦτα, ἔλεγεν αὖθις, ὅτι· ἐπ΄ ἐξουσίας ἔχει λέγειν ὅ βούλεται ἕκαστος· μέχρι τοῦ νῦν οὐκ οἶδα οὔτε εἶπέ μοι τις περί οὗ λέγετε. μέλει δέ μοι περί τῆς ἀσθενείας μου καί οὐ φροντίζω ἐγώ περί μεταβάσεως, ἐπεί οὐδέ δύναμαι αὐτήν. ἐπί τούτοις οὖν ἀπηρχόμεθα.
- [←12]
-
Συρόπουλος 7.4: πολλάκις δέ καί ἐν πολλαῖς ἡμέραις συνεληλυθότων ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου καί τά αὐτά ἐκτραγωδησάντων καί ἀκουσάντων αὖ ἡμῶν παρ΄ αὐτοῦ, τελευταῖον ἐνέδωκε καί εἶπε· φαίνεταί μοι καλόν, ἵν΄ ἀπέλθητε εἰς τόν βασιλέα καί ἀναφέρητε ὅτι οὔτε ἐγώ δύναμαι ἐπί πλέον ἀργεῖν ἐνταῦθα καί ταλαιπωρεῖν· —κατεπείγομαι γάρ καί ὑπό τῆς ἀσθενείας μου καί ὑπό ἄλλων πολλῶν πρός τό ὑποστρέψαι ἐντεῦθεν,— οὔτε οἱ ἡμέτεροι, ἀρχιερεῖς λέγω, καί οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας, δύνανται ἀποδημεῖν ἐκ τῆς πατρίδος καί τῶν οἰκείων καί ἐνθάδε ταλαιπωρεῖν. διά τοῦτο ἀξιῶ καί ἐγώ καί παρακαλοῦσι καί αὐτοί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου, ἵνα ἐπιμεληθῇς καί γένηται τρόπος τις ἵνα ἐπανέλθωμεν οἴκαδε. ἀπελθέτω οὖν τις τῶν ἀρχιερέων μετά τοῦ μεγάλου ἐκκλησιάρχου καί ἀναγγειλάτωσαν ταῦτα τῷ βασιλεῖ. καί ποιησάντων τοῦτο ἡμῶν, ὁ βασιλεύς βαρέως διετέθη πρός τούς λόγους <τούτους> καί ἔσκωψεν ἡμᾶς λέγων· τίνες εἰσίν οἱ λέγοντες καί παρακινοῦντες τά τοιαῦτα; τί δέ ἐπράξαμεν ἐνταῦθα, καί βούλεσθε ἀπελθεῖν; ἡμεῖς ἀκμήν οὐδέν τι ἐποιήσαμεν. τοῦτο μόνον ἐβούλεσθε ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐνταῦθα καί ἀπράκτους ὑποστρέψαι; καί πῶς ἐνθυμεῖσθε τοῦτο; πῶς δέ μέλλομεν ποιήσειν τι καλόν, εἰ μή μετά σκέψεως πολλῆς καί ἀργίας; καίτοιγε ὅταν τζαπίτζητε τά ἀμπέλια ὑμῶν, οὐ λέγετε ὅτι «τζαμπίσατε ταῦτα ὡς ἔτυχεν», ἵνα συντόμως ὑποστρέψωμεν, ἀλλά παραγγέλλετε σκάπτειν καλῶς καί ἐπιμελῶς· ἐπί δέ τῇ τοιαύτῃ ὕλῃ πῶς μέλλομεν πράξειν τι καλόν ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε εἰ μή μετά σκέψεως πολλῆς καί προσοχῆς καλῆς καί συμβουλῆς κρείττονος; ἅ δή πάντα οὐκ ἐγχωρεῖ γενέσθαι καλῶς, εἰ μή μετά ἀργίας. ἄπιτε οὖν, καθέζεσθε καί παύσασθε τῶν τοιούτων λόγων. ἐξ ἀνάγκης ἐκαθήμεθα σιωπῶντες.
- [←13]
-
Συρόπουλος 7.5: Καί μετά παραδρομήν ἡμερῶν, ἀγανακτοῦντες ἐπί τῇ τοσαύτῃ ἀργίᾳ καί πλημμελείᾳ, πάλιν ἐπεχειροῦμεν καί ἐλέγομεν τά προειρημένα, καί διετίθετο πρός ἡμᾶς ὁ πατριάρχης, ὡς ἀνωτέρω μοι λέλεκται ἀπαραλλάκτως, καί μετά τάς πολυημέρους ἱκεσίας παρέπεμπεν ἡμᾶς μετά καλῶν δῆθεν λόγων εἰς τόν βασιλέα· ὁ δέ αὖθις ἔσκωπτε καί ἐβαρεῖτο καί μετά τῶν προειρημένων λόγων ἀπέπεμπεν ἡμᾶς. καί ταῦτα ἐπάσχομεν τούς δύο μῆνας, καθ΄ οὕς ἤργησαν αἱ διαλέξεις. ὁ δέ βασιλεύς μεταξύ τοῦ καιροῦ τούτου ἔστειλε κῦρ Ἰωάννην τόν Δισύπατον, ἵνα συμβιβάσῃ τούς Φλωρεντινούς καί ποιήσωσιν αὐτῷ σάλβο κοντοῦκτο, ὡς ἄν ἀπέλθῃ μεθ΄ ἡμῶν ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ, καί πάλιν ἐξέλθῃ ἐκεῖθεν, ὅταν θέλῃ, ἀκωλύτως· ὅ καί ἐποίησαν, μή τινος ἡμῶν εἰδότος. οἱ δέ τῆς Ἐκκλησίας ἄρχοντες οἱ τῆς τρίτης πεντάδος καί ἐφεξῆς θεωροῦντες ὅτι πολλάκις παρεκαλοῦμεν τόν πατριάρχην, παρόντων καί ἀρχιερέων τινῶν, καί οὐδέν ἠνύομεν, ἀναγκασθέντες καί αὐτοί διῆλθον καί παρεκάλεσαν πάντας τούς ἀρχιερεῖς καί μάλιστα τούς πρώτους καί τιμιωτέρους, ἵν΄ ἐλθόντες ὁμοῦ πάντες παρακαλέσωσι καί ἀναγκάσωσι τόν πατριάρχην, ὅπως ἐπιμεληθῇ εἰς τόν βασιλέα καί ἐλευθερώσῃ ἡμᾶς τῆς ἐν ἀλλοδαπῇ ταλαιπωρίας. συνῆλθον οὖν πάντες ἐν τῷ πατριαρχείῳ καί εἶπον· ὁρῶμεν ὡς οὐ γενήσεταί τις ἐνθάδε διόρθωσις· ἐγένοντο γάρ καί διαλέξεις καί εἶπον οἱ ἡμέτεροι καί πολλά καί ἰσχυρά, οἱ δέ Λατῖνοι οὐκ ἀνέχονται πεισθῆναι· διό καί ἤργησαν καί αἱ διαλέξεις. τίς οὖν ὠφέλεια γίνεται, ἀργούντων ἡμῶν ἐνταῦθα καί πασχόντων, πρός δέ κινδυνευούσης καί τῆς Πόλεως, τῆς πατρίδος ἡμῶν; τίς οἶδεν εἰ βουλήσεται ὁ Ἀμηρᾶς ὁρμῆσαι κατά τῆς Πόλεως κατά τό ἐρχόμενον ἔαρ; εἶπον οὖν λόγους πολλούς καί ἀναγκαίους τῷ πατριάρχῃ περί τοῦ πῶς· ἔνι χρεία ἵνα γένηται πρόνοια ὑπέρ τῆς Πόλεως, μήποτε καί κινδυνευούσῃ καί ἡ ἐνταῦθα ἐπιδημία ἡμῶν ὑπέρ τῆς Πόλεως δῆθεν γεγονυῖα κατ΄ αὐτῆς μᾶλλον ἐκβῇ ἐξ ἀβουλίας· καί ἐπί τούτοις ἠξίωσαν καί παρεκάλεσαν, ἵνα ἐπιμελήσηται ὅσον δύναται εἰς τόν βασιλέα.
- [←14]
-
Κατά τον Laurent 1971: 354 σημ. 1, είναι ανακριβές, επειδή η διάρκεια αυτού τού διαλείμματος ήταν σχεδόν τρεις μήνες, με την τελευταία δημόσια συνεδρίαση να πραγματοποιείται στη Φερράρα στις 13 Δεκεμβρίου 1438 και την πρώτη στη Φλωρεντία στις 2 Μαρτίου 1439. Ωστόσο μεταξύ των δύο δεν υπήρχε το κενό, την εντύπωση για το οποίο θα μπορούσε να δώσει αυτή η περιγραφή, γιατί υπήρξαν άλλες συναντήσεις, με τον αυτοκράτορα γύρω στις 30 Δεκεμβρίου και με τον πατριάρχη στις 2 Ιανουαρίου.
- [←15]
-
Στο κείμενο σάλβο κοντοῦκτο. Κάποιοι τοποθετούν αυτή την πρεσβεία στα τέλη Δεκεμβρίου. Κατά τον Laurent 1971: 355 σημ. 2, φαίνεται προτιμότερο να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό τού Ιανουαρίου τού 1439. Είναι μάλιστα πιθανό ότι ο αυτοκρατορικός ἀποκρισιάριος ταξίδεψε μαζί με τούς εκπροσώπους που διαπραγματεύτηκαν στο όνομα τού πάπα την άδεια ασφαλούς διέλευσης, που τού χορήγησε η Κοινότητα στις 23 τού ίδιου μήνα. Από την άλλη, θα αποτελούσε έκπληξη, αν η Φλωρεντία χορηγούσε το έγγραφο αυτό στους Γραικούς. Επομένως έτσι εξηγείται η επιστολή τού Τσεζαρίνι, που συνιστούσε, στις 22 Φεβρουαρίου 1439, τον ίδιο Δίσυπατο στις αρχές τής Κοινότητας. Ο διπλωμάτης είχε έρθει με διπλό σκοπό: Να ζητήσει την άδεια ασφαλούς διέλευσης για τον κύριό του και να επιθεωρήσει στη συνέχεια τα καταλύμματα που είχαν διατεθεί στους Γραικούς.
- [←16]
-
Συρόπουλος 7.6: Ὁ δέ πατριάρχης ἐδέξατο δῆθεν ἄσμενος τά εἰρημένα καί τά αὐτά μελετᾶν καί αὐτός ἔφασκε καί τῆς αὐτῆς εἶναι βουλῆς τε καί γνώμης, καί εἶπεν, ὅτι· φαίνεταί μοι καλόν, ἵνα ἀπέλθητε ὑμεῖς οἱ γηραιότεροι καί αἰδεσιμώτεροι εἰς τόν βασιλέα καί εἴπητε καί ὡς ἀπ΄ ἐμοῦ καί ὡς ἀφ΄ ἑαυτῶν ταῦτα, ἅπερ εἰρήκατε νῦν πρός ἐμέ. καί λοιπόν ἀπέλθετε, ὁ Τραπεζοῦντος, ὁ Ἡρακλείας, ὁ Μονεμβασίας, ὁ Κυζίκου, ὁ Λακεδαιμονίας, ὁ Μολδοβλαχίας, ὁ μέγας χαρτοφύλαξ καί ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης· γενέσθω δέ μετά μεσημβρίαν. οἱ μέν οὖν ἄλλοι συνέθεντο· ὁ δέ Τραπεζοῦντος εἶπεν· οὐ δύναμαι ἀπελθεῖν καί σύγγνωθί μοι. ἐπετέθη οὖν αὐτῷ ὁ πατριάρχης λέγων· νά σωθῇς, μηδέν ἀπομείνῃς ἀπό τῆς συνοδίας αὐτῆς. ὁ δέ ἔλεγεν, ὅτι· κωλύομαι ὑπό τῆς νόσου τῶν ποδῶν μου· μόλις γάρ ἠδυνήθην καί ἦλθον ἕως ὧδε. καί πάλιν εἶπεν αὐτῷ· Κοπίασον, νά σωθῇς, ὀλίγον μετά ἀνέσεως. δός τήν προθυμίαν σου καί δώσει σοι ὁ Θεός τήν ἰσχύν. ζητῶ καί ἐγώ τοῦτο ὡς ζήτημα· καί γενέσθω, να σωθῇς. συνεφωνήσαμεν οὖν ἐκεῖσε, ἵνα μετά τό ἄριστον συναχθῶμεν καί ἀπέλθωμεν εἰς τόν βασιλέα· ὁ δέ προφθάσας ἦλθεν εἰς τόν πατριάρχην καί συνῆν αὐτῷ μέχρι τῆς ἑσπέρας.
- [←17]
-
Συρόπουλος 7.7: Τῇ δ΄ ἐπιούσῃ ἦλθον οἱ ἀρχιερεῖς εἰς τόν πατριάρχην καί ἐρώτησαν, εἰ ἀνέφερε τῷ βασιλεῖ τά βεβουλευμένα. ὁ δέ εἶπεν, ὅτι· περί ἄλλων τινῶν ἐλέγομεν. εἶπέ μοι δέ ὁ βασιλεύς, ὅτι συνήχθησαν χθές καί οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ καί ἐβουλεύσαντο τήν αὐτήν βουλήν σχεδόν· ἔστι δέ καί ὁ βασιλεύς ἕτοιμος πρός αὐτήν. εἶπον οὖν τῷ πατριάρχῃ· λοιπόν ἔδει ἵνα εἴπῃ καί ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου ἅπερ καί ἡμεῖς ἐβουλευσάμεθα· ὁ δ΄ εἶπεν· οὐκ ἐφάνη μοι τοῦτο καλόν. βέλτιόν ἐστι ἵνα ἀπέλθητε καί εἴπητε ταῦτα ὑμεῖς· καί ὁ βασιλεύς γάρ οὕτως ἀποδέχεται τήν παρακίνησιν τῶν πλειόνων. εἶπον οὖν, ὅτι· ἡμεῖς καταλαμβάνομεν ἀφ΄ ὧν ὁρίζεις, ὅτι εἴπατε τά βεβουλευμένα, καί περισσόν ἐστιν ἵν΄ ἀπέλθωμεν ἡμεῖς εἰς τόν βασιλέα. ὁ δέ πατριάρχης ἔφη· εἶπόν τινα μερικά, οὐ μήν τά καθόλου· καλόν δέ ἐστιν ἵνα ἀπέλθητε καί εἴπητε πάντα ὑμεῖς. ποιήσατε οὖν τοῦτο μετά τό ἀριστῆσαι. καί ἐπετέθη πάλιν τῷ Τραπεζοῦντος μετά αξιώσεως ὡς καί πρῶτον, ἵν΄ ἀπαραιτήτως ἔλθῃ μεθ΄ ἡμῶν.
- [←18]
-
Συρόπουλος 7.8: Και δή ἀπήλθομεν καί ἀνεφέρομεν τῷ βασιλεῖ τά ἀνωτέρω εἰρημένα πλατύναντες πολλοῖς καί καλοῖς λόγοις, καί ἠξιώσαμεν αὐτόν ἀποβλέψαι πρός σύστασιν καί βοήθειαν τῆς Πόλεως, ἥτις ἔσται μάλιστα διά τῆς ἡμετέρας ὑποστροφῆς· οὐδέ γάρ ὁρῶμεν ὅτι γενήσεταί τις διόρθωσις τῶν ἐσφαλμένων τοῖς Λατίνοις. ὁ οὖν πρόθυμος εἰς θεραπείαν βασιλεύς, ὡς ὁ πατριάρχης ἔλεγεν, εὑρέθη λίαν ὠργισμένος καί πλήρης θυμοῦ κατά τῶν λεγόντων τά τοιαῦτα, καί μάλιστα κατά τῶν πρώτων ἀρχιερέων, καί εἶπεν ἐμβριθῶς. καί τούτου χάριν ἤλθομεν ἐνταῦθα ἵν΄ ἄπρακτοι ὑποστρέψωμεν; καί πῶς ἐνθυμεῖσθε τά τοιαῦτα καί πόσον καιρόν ἔχομεν ἐνταῦθα; ἤ πόσους λόγους εἶπον οἱ ἡμέτεροι; οὐκέτι εἶπον περί τοῦ δόγματος οὐδέν, καί διά τοσούτων λόγων καί ἐν τοσούτῳ καιρῷ ἐθαρρεῖτε διορθῶσαι σχῖσμα τοσούτων χρόνων; οὐκ ἔδει παρ΄ ὑμῶν ῥηθῆναι τά τοιαῦτα· ἀλλ΄ εἰ καί παρ΄ ἄλλων ἀσυνέτως ἠκούετε ταῦτα, ὑμᾶς ἔδει μᾶλλον σκῶψαι καί συστεῖλαι τούς ταῦτα λέγοντας. καί μετά τοιούτων ὀνειδιστικῶν καί λυπηρῶν λόγων πάντας ἀπέπεμψεν. ἐλυπήθησαν οὖν λίαν οἱ ἀρχιερεῖς πρός τόν πατριάρχην, ἐπίτηδες γεγονέναι τό τοιοῦτον παρ΄ αὐτοῦ στοχασάμενοι.
- [←19]
-
Συρόπουλος 7.9: Ἡμεῖς δέ πάλιν τῇ ἀργίᾳ ἐταλαιπωροῦμεν καί τῷ πατριάρχῃ ἐπετιθέμεθα· εἰ θέλεις (λέγοντες αὐτῷ) οὐδέν τι δυνήσεται πρᾶξαι ἐνταῦθα ὁ βασιλεύς, οὐδέ μεταβήσεται εἰς τό περί τῆς δόξης, εἰ ἐνστήσεται ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου εἰς αὐτό καθώς πρέπει. ὀφείλεις οὖν ἔνστασιν γενναίαν ποιῆσαι, ἐπειδή εἰς τό περί τῆς δόξης ἔχουσί τινα συμμαχίαν, ὡς οἴονται, καί ἀκούομεν τοῦτο παρά τινων, ἀπό τῶν δυτικῶν πατέρων· εἰς δέ τό περί τῆς προσθήκης οὐκ ἔχουσι, καί δεῖ ἡμᾶς ἀντέχεσθαι τούτου. εἰ οὖν ἐμμένει τῇ ἐνστάσει ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου, ἔχεις καί τούς ἀρχιερεῖς καί ἡμᾶς μετά σαυτοῦ. πολλάκις οὖν ταῦτα καί τοιαῦτά τινα λεγόντων τῷ πατριάρχῃ, αὐτός ἀπεκρίνετο· καλῶς λέγετε, καί δεῖ με τοῦτο ποιεῖν, εἴπερ ἔχω καί τούς ἄλλους συναγωνιζομένους ἐμοί· δέδοικα δέ μή ἐγώ μέν ἐνστῶ, καταλειφθῶ δέ μόνος καί βλάψω καί ἐμαυτόν καί οὐδέ τῇ Ἐκκλησίᾳ βοηθήσω· οἶδα γάρ τούς ἀρχιερεῖς καί γινώσκω ὅτι καθώς νεύσει τούτοις ὁ βασιλεύς, εὐθύς στραφήσονται πρός ἐκεῖνον.
- [←20]
-
Συρόπουλος 7.10: Παρήρχετο οὖν ὁ καιρός οὕτως, καί ἡμεῖς ἀπειρήκαμεν πολλά μέν καί πολλάκις λαλήσαντες, οὐδέν δέ ἀνύσαντες. ὁ δέ βασιλεύς ἔτι ἦν ἐν τῷ ἐκτός τῆς Φεραρίας μοναστηρίῳ. ἔπασχον οὖν καί οἱ ἐκεῖσε ὄντες μετ΄ αὐτοῦ ὡς ἐν ὥρᾳ χειμῶνος στερούμενοι τῶν πρός ἀνάπαυσιν ἐπιτηδείων· ὁμοίως καί οἱ μοναχοί καί οἱ χωρῖται βλαπτόμενοι καί ζημιούμενοι ὑπό τῆς τῶν πολλῶν καί ταῦτα στενοχωρουμένων ἐπιθέσεως· ἤλγουν δέ καί οἱ ἡμέτεροι μή ἔχοντες εὐκόλως ὁρᾶν τόν βασιλέα καί συνεργίαν τινά ἔχειν ἐξ αὐτοῦ· πάλιν γάρ δόσις σιτερησίου οὐκ ἦν ἐν μνήμῃ. ἐμηνύθη τοίνυν ὁ βασιλεύς παρά τοῦ μαρκέση, ἵνα ἐξέλθη ἐκεῖθεν, ὅτι ἐλυποῦντο οἱ γεωργοί ὁρῶντες τά γήδια αὐτῶν καταπατούμενα καί φθειρόμενα ὑπο τῶν τά κυνηγέσια διωκόντων καί κατεβόων εἰς τόν μαρκέσην. πρό τούτου προσεκαλεῖτο καί παρά τε τοῦ πάπα καί τοῦ πατριάρχου ἐλθεῖν καί εὑρίσκεσθαι εἰς τό παλάτιον, ἵν΄ ἐπιμελέστερον γίνωνται τά ἐκκλησιαστικά καί αἱ διαλέξεις. ὁ δέ οὔτε τῇ ταλαιπωρίᾳ τῶν οἰκείων ἐκάμπτετο, οὔτε τοῖς ὀνείδεσι τῶν ἄλλων ἐδυσωπεῖτο, οὔτε τοῖς μηνύμασι τοῦ μαρκέση ἐνεδίδου, οὔτε τοῖς τοῦ πάπα ἤ τοῦ πατριάρχου λόγοις ἐπείθετο, ἀλλά πάντα παρά φαῦλον θέμενος, τῷ μοναστηρίῳ προσέμενε καί τοῖς κυνηγεσίοις ἐνετρύφα.
- [←21]
-
Η εικόνα που παρέχεται στα Απομνημονεύματα τού Συρόπουλου για τον χαρακτήρα τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου είναι πολύ διαφορετική από εκείνην που προκύπτει από την περιγραφή κάποιου Τζιοβάννι ντε Πίλι για την ημέρα που πέρασε ο αυτοκράτορας στην Περέτολα, τριάμιση περίπου μίλια βορειοδυτικά τής Φλωρεντίας, περιγραφή που περιλαμβάνεται σε χειρόγραφο τής φλωρεντινής Βιβλιοθήκης Μαλιαμπεκιάνα (Biblioteca Magliabecchiana) και αναπαράγεται στο Παράρτημα αυτού τού βιβλίου.
- [←22]
-
Συρόπουλος 7.11: Εἶθ΄ οὕτω συμβάν, νεῖκος ἐγείρεται παρά τῶν υἱῶν τοῦ στρατιώτου τοῦ καλουμένου Νοβάκου μετά τινος νέου τῶν ἐν τῇ μονῇ μοναχοῦ, καί ἀπό τῶν λόγων καί χερσί μάχεσθαι προήχθησαν καί τῷ μέν μοναχῷ καί ἕτεροι ἐκ τῆς μονῆς σύμμαχοι προσετέθησαν, ὁμοίως καί τῷ Νοβάκῳ ἐκ τῆς ἰδίας συμμορίας, οἵ καί τῷ μοναχῷ πληγάς ἡμαγμένας ἐπέθηκαν· ὅπερ ἰδόντες οἱ μοναχοί καί τήν ὄχλησιν διαλῦσαι ἤ συστεῖλαι μή δυνηθέντες, δραμών τις ἐξ αὐτῶν λάρμα διά τοῦ κώδωνος ἐσήμανε, καί εὐθύς ἔδραμον ἄνδρες ἐπέκεινα τῶν πεντήκοντα ἔνοπλοι καί ἐπληρώθη τό μοναστήριον ἀνδρῶν καί ὅπλων. ὅπερ ἀκούσας καί θορυβηθείς ὁ βασιλεύς ἐμήνυσε τῷ ἡγουμένῳ, πῶς γέγονε τοῦτο καί συνήχθησαν τοσοῦτοι ὡπλισμένοι. ὁ δέ ἀπεκρίθη, ότι· οἱ μοναχοί εἶδον τήν ὄχλησιν προβαίνουσαν καί ἐσπούδασαν διαλῦσαι αὐτήν· ὡς δέ οὐκ ἴσχυσαν, ἔδραμέ τις ἐξ αὐτῶν καί ἐσήμανε λάρμα παρά γνώμην τῶν λοιπῶν, μηδέ ἐμοῦ τι εἰδότος· οἱ δέ συνελθόντες εἰσί πάροικοι τῆς μονῆς καί ἔχουσιν ἔθος, ὅταν ἀκούσωσι λάρμα, συνέρχεσαι εὐθύς μετά τῶν ἰδίων ἁρμάτων. ἦλθον οὖν κατά τό ἔθος αὐτῶν καί ἰδού πάλιν ἀπέρχονται. ἐκεῖνοι μέν οὖν ἀπῆλθον· ὁ δέ βασιλεύς ἰδών τό γεγονός εὐθύς ὥρισε καί διεκόμισαν τάς κατούνας εἰς τήν Φεραρίαν· ἦλθε δέ καί αὐτός, καί ἴσχυσεν ἡ ὄχλησις τοῦ Νοβακιδίου πλέον τῆς ἀξιώσεως τοῦ μαρκέση καί τοῦ πατριάρχου καί τοῦ πάπα. οὕτω μέν οὖν ἐξῆλθεν ὁ βασιλεύς τοῦ μοναστηρίου καί ἦλθεν εἰς τήν Φεραρίαν.
- [←23]
-
Στο κείμενο λάρμα, από το ιταλικό «αλλ΄ άρμε!», δηλαδή «στα όπλα!»
- [←24]
-
Στο κείμενο κατούνα. Σλαβικής προέλευσης λέξη. Εδώ σημαίνει αποσκευές, αλλού κατάλυμα.
- [←25]
-
Συρόπουλος 7.12: Ὁ δέ πατριάρχης συνῆξε τούς ἀρχιερεῖς ἡμᾶς τε καί τούς ἡγουμένους καί προέτεινε βούλευμα εἰπών· οὐ δοκεῖ μοι συμφέρειν ἡμῖν καθῆσθαι οὕτως ἀργούς καί ἐκδέχεσθαι τί ἄν ἀκούσοιμεν παρά τῶν Λατίνων· ἐκεῖνοι γάρ ἐν τοῖς ἰδίοις εὑρίσκονται καί διάγουσι, καθώς ἄν ἐθέλωσιν· οἱ δ΄ ἡμέτεροι ταλαιπωροῦσιν ἐν ξενιτείᾳ καί τῇ ἐνδείᾳ πιέζονται. δεῖ οὖν ἡμᾶς βουλεύσασθαι τί ἄν διαπραξαίμεθα ὑπέρ τοῦ ἡμετέρου συμφέροντος. εἴπομεν οὖν τῷ πατριάρχῃ· ὅπερ ὁρίζει ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου, λίαν ἐστί καλόν, καί ἡμεῖς πολλάκις ἐζητήσαμεν τοῦτο καί οὐχ εὕρομεν. νῦν οὖν ἐπεί εὐεργετεῖς τοῦτο, ὅρισον πρῶτος καί βουλήν, ἤτις φαίνεται τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ σου ἁρμοδία πρός τό πρᾶγμα· δῆλον γάρ ὅτι ἐσκεμμένος εἶ πρός αὐτό, ἐπεί καί τούτου χάριν προσεκαλέσω ἡμᾶς· εἶτα ἐροῦμεν καί ἡμεῖς. εἶπεν οὖν ὁ πατριάρχης, ὅτι· ἐγώ οἶδα ὅπως οἱ ἡμέτεροι εἶπον περί τῆς προσθήκης πολλά καί ἰσχυρά καί σχεδόν ἀναντίρρητα, καί ἀπέδειξαν ὅτι οὐκ ἐξῆν προσθεῖναι ἐν τῷ συμβόλῳ· ὅσα δέ εἶπον οἱ Λατῖνοί εἰσι σαθρά καί ἀνίσχυρα. διό φαίνεταί μοι καλόν ἵνα στῶμεν μέχρι τούτου καί δηλώσομεν τῷ πάπᾳ μετά τῶν περί αὐτόν διά μηνυτοῦ, ὅτι· οἱ ἡμέτεροι ἀπέδειξαν διά πολλῶν καί συνοδικῶν πράξεων καί ῥήσεων ἁγίων πατέρων, ὅπως οὐκ ἐξῆν ὑμῖν προσθεῖναι ἐν τῷ συμβόλῳ· διά τοῦτο ζητοῦμεν ἐκβληθῆναι τήν προσθήκην· πλήν γάρ τούτου οὐ προχωρήσομεν περαιτέρω· καί μετά τό ἐκβληθῆναι αὐτήν χωρήσομεν καί πρός ἐξέτασιν τῆς δόξης, εἰ θελήσετε. μή ἐκβαλόντων δέ ὑμῶν τήν προσθήκην, ἡμεῖς περί ἑτέρου τινός οὐ ποιησόμεθα λόγον, ἀλλ΄ οἴκαδε ἀπελευσόμεθα. ἐάν οὖν ποιήσομεν εἰς τοῦτο ἔνστασιν γενναίαν καί σταθηράν, ἀναγκασθήσονται καί ἤ ἐκβαλοῦσι νῦν τήν προσθήκην, εἰ μέλλουσιν αὐτήν ποτε ἐκβαλεῖν, ἤ ἀνακαλύψουσι τόν σκοπόν ὅν ἔχουσι καί αὐτοί, καί γνωσόμεθα πῶς ἄν πράξαιμεν εἰς τό ἑξῆς. δεῖ δέ δοῦναι καί διωρίαν ἡμερῶν πεντεκαίδεκα, ὡς ἄν δι΄ αὐτῶν ἤ λαβόντες ὅ ζητοῦμεν προβαίνωμεν καί περαιτέρω, ἤ μή λαβόντες παρασκευαζώμεθα πρός τήν ἐπάνοδον. εἶπον οὖν καί οἱ λοιποί λόγους πολλούς περί τούτου καί ἐγυμνάσθησαν καί αἱ ἀντιλογίαι τούτων· ἠρέσκοντο δέ πάντες ἐπι τῇ βουλῇ τοῦ πατριάρχου. ὁ Νικαίας δέ μόνος οὐ συνεφώνει, ἀλλά δεῖν ἔλεγε διαλέξεις γενέσθαι περί τῆς δόξης· ἔχομεν γάρ εἰπεῖν πολλά καί καλά περί τῆς δόξης, καί οὐ δεῖ ἡμᾶς ὑποπτήσσειν τούς Λατίνους· ὅμως εἰς τό περί τῆς προσθήκης λέγει ὁ Καβάσιλας φύλλα τέσσαρα, καί οἱ λόγοι, οὕς εἴπομεν ἡμεῖς εἰς αὐτό, εἰσί βιβλίον ἕν· εἰς δέ τό περί τῆς δόξης ἔνθα γράφει ἐκεῖνος βιβλίον ὁλόκληρον, οὐ δυνηθησόμεθα καί ἡμεῖς εἰπεῖν πολλά καί καλά; ἤρεσαν δέ τοῖς ἄλλοις οἱ λόγοι τοῦ Νικαίας· ὁ δέ ἐνίστατο λέγων δεῖν καί περί τῆς δόξης διαλέξεσθαι. ὅμως παρέβλεψαν τούς λόγους τοῦ Νικαίας καί προσέθεντο πάντες τῇ βουλῇ τοῦ πατριάρχου καί ἐκύρωσαν αὐτήν. τότε εἶπεν ὁ πατριάρχης, ὅτι· ἐπειδή ἀρέσκει πᾶσιν ἡ τοιαύτη βουλή καί ἔστε ὁμογνώμονες, ἀνενεχθήτω καί τῷ βασιλεῖ, ἵν΄ ἔχωμεν κἀκεῖνον σύμφωνον ἡμῖν καί συνεργόν. ὥρισεν οὖν τόν Μιτυλήνης καί ἐμέ, ἵν΄ ἀπέλθωμεν καί ἀναφέρωμεν κατά μέρος τῷ βασιλεῖ, καί εἰ φανῇ καλή ἡ βουλή, ὡς καί τοῖς πᾶσιν ἐφάνη, ἐπικυρώσῃ καί αὐτός ταύτην καί διά τινος δηλώσῃ αὐτήν καί τῷ πάπᾳ· εἰ δ΄ οὐκ ἔχει θέλημα, ἵνα γένηται τοῦτο παρά τῆς Ἐκκλησίας.
- [←26]
-
Ο Laurent 1971: 363 σημ. 1, σημειώνει, ότι ο Βησσαρίων κάνει λάθος για τον ακριβή αριθμό των φύλλων, αλλά θυμάται σωστά την αναλογία μεταξύ των δύο μερών τού έργου τού Καβάσιλα. Πράγματι, στο καλύτερο χειρόγραφο, το αυστηρά δογματικό μέρος καλύπτει 312 φύλλα –δηλαδή ένα μεγάλο τόμο!– ενώ το ζήτημα τής προσθήκης εξετάζεται σε λιγότερα από 12 φύλλα.
- [←27]
-
Συρόπουλος 7.13: Ἀπελθόντων οὖν ἡμῶν καί ἀναγγειλάντων τῷ βασιλεῖ τά δόξαντα τῷ πατριάρχῃ καί τῇ Ἐκκλησίᾳ πάσῃ, ἀπεκρίνατο ὁ βασιλεύς· τίς ἐστιν αὕτη ἡ βουλή; καί τίς εἶπεν ἐκείνοις βουλεύεσθαι; ἐγώ δέ ποῦ ἤμην καί πόθεν εἶχον ἔνδοσιν βουλεύεσθαι; ἔδει δέ παρεῖναι κἀμέ ἐν τῇ βουλῇ, ἤ <εἰ> οὐδέ τούτου ἦν χρεία, τό ἔλαττον ἐχρῆν έρωτῆσαι κἀμἐ. τί δέ, ὅτι λέγουσιν εἰπεῖν καί ἐμέ βουλήν εἰς ὅ εἶπον ἐκεῖνοι, καί οὕτω γίνεται ἡ βουλή; ἤ ἔδει παρόντα με ἀκοῦσαι τούς λέγοντας καί τούς λόγους δι΄ οὕς λέγουσι δεῖν γενέσθαι τοῦτο· καί εἰ ἀναφύονταί τινες ἀντιλογίαι γυμνάσαι κἀκείνας καί ἐκλέξασθαι τό πρακτέον; ἐγώ πρῶτον μέν οὐ δέχομαι ὡς βουλήν ὅπερ ἐποίησαν ἐκεῖνοι, ἐπεί οὐδέ ἄδειαν καί ἔνδοσιν εἶχον βουλεύεσθαι· εἶτα λέγω ὅτι οὐ μόνον οὐ μηνύσω ὅ λέγουσι τῷ πάπᾳ, ἀλλά καί παντί τρόπῳ ἐναντιωθήσομαι, εἰ καί ἐκεῖνοι μηνύσουσι τοῦτο. εἶτα προσέθηκε· διά τί δέ οὐ θέλουσι διαλέξεις ποιῆσαι περί τῆς δόξης; τί ἐστι τό κωλύον αὐτούς; καί τίνος χάριν ἐνταῦθα παρεγενόμεθα; οὐ συνήλθομεν ἐπί τῷ ἐξετασθῆναι τήν δόξαν; οὐκ oἴδατε ὅτι εἰ ὑποστρέψωμεν οὕτως, μηδέν εἰπόντες περί τῆς δόξης, αὐτοί μᾶλλον βεβαιώσομεν τήν τῶν Λατίνων δόξαν ὡς καλήν; ὅσα δέ ἐλαλήθησαν περί τοῦ οὐκ ἐξῆν προσθεῖναι ἀνόητα ἔσται; ἐπεί οὖν ἤλθομεν ἐνταῦθα, ἀνάγκη ἐστίν ἐξετασθῆναι τήν δόξαν.
- [←28]
-
Συρόπουλος 7.14: Ἤρξατο οὖν ὁ Μιτυλήνης συνηγορεῖν τῷ βασιλεῖ, ἐγώ δέ ἐσιώπων. καί ὁ βασιλεύς εἰς τό πραότερον μεταβαλών ἐπλατύνετο, συνεργόν εὑρίσκων καί τόν Μιτυλήνης, καί ἠρώτα τί ἐστι τό κωλύον τούς μή βουλομένους μεταβῆναι εἰς τό περί τῆς δόξης; ἔλεγεν οὖν ὁ Μιτυλήνης, ὡς· οὐδέν ἐστι τό κωλῦον· ἀλλ΄ εἴπερ ὁρίζει ἡ ἁγία βασιλεία σου καί συναχθῶμεν ἔμπροσθέν σου καί δημηγορήσῃς περί τούτου, γενήσεται. ὁ δέ βασιλεύς ἔλεγεν· ἤθελον εἰδέναι τί λέγουσιν οἱ μή βουλόμενοι χωρῆσαι εἰς τήν ἐξέτασιν τῆς δόξης. ὡς οὖν πολλά τοιαῦτα λέγων πρός ἐμέ μᾶλλον ἀπετείνετο τόν σιωπῶντα καί δυσχεραίνοντα, ἐξ ἀνάγκης ἀπεκρίθην ἐγώ, ὅτι· οἴδασιν οἱ ἡμέτεροι ὅτι εἶπον μέν πολλά γενναῖα καί ἰσχυρά περί τῆς προσθήκης, ἤνυσαν δέ οὐδέν· τίνα γάρ ἄν εὑρεθεῖεν ἰσχυρότερα τῶν συνοδικῶν ὅρων τῶν ἀναθεματιζόντων τούς προστιθέντας ἤ ἀφαιροῦντας; λέγουσιν οὖν, ὅτι· εἰ ἐν τῷ ζητήματι τούτω, ἔνθα ἔχομεν τοσαύτην ἰσχύν ἀναντίρρητον, ἐκεῖνοι συμπλάττουσιν ἀντιλογίας, καί οἴονται καλῶς λέγειν καί μή προσίστασθαι αὐτοῖς τούς ὅρους διατείνονται, εἰ χωρήσωμεν εἰς τό περί τῆς δόξης, ἔνθα, ὡς ἀκούομεν, καυχῶνται ὅτι ἔχουσι συμμαχίαν τινά ἀπό δυτικῶν ἁγίων, οὐκέτι δέ οἴδαμεν ποίαν τινά, ἐροῦσι μέν ἐκεῖνοι ὅσα ἄν ἐθέλωσιν, ἔχοντες δέ τό κράτος καί τήν ἰσχύν ἐκ τοῦ πάπα, διαφημίσουσιν, ὅτι· ἀπεδείξαμεν λαμπρῶς τήν ἡμετέραν δόξαν ὑγιᾶ· καίτοι μηδέν ἀποδείξαντες νῦν, ὅμως οὐκ αἰδοῦνται τοῦτο λέγειν καί πλέον τοῦ δέοντος, πόσῳ γε μᾶλλον τοῦτο κηρύξουσιν. ἡμεῖς δε, εἴ τι ἄν καί εἴπομεν, ὡς οὐδέν παρ΄ ἐκείνοις λογισθήσεται καί ἄπρακτοι εὑρεθησόμεθα, ἐπεί οὐδέ ἔχομεν τόν διακρινοῦντα. ὅσον οὖν ἐκ μέρους οἶδα καί αὐτός, τοῦτό ἐστι τό κωλῦον· ἴσως δέ εἴποιεν ἄν ἄλλοι καί ἕτερά τινα πλείονα.
- [←29]
-
Συρόπουλος 7.15: Ὁ δέ βασιλεύς ἔφη πρός ταῦτα· καί τί πρός ἡμᾶς εἰ ἐροῦσιν ἐκεῖνοι ὅτι ἀπέδειξαν καλῶς ὅ λέγουσιν, ἐκεῖνο δέ ἐστιν ἀναπόδεικτον· εἰπάτωσαν οἱ ἡμέτεροι ὅσα ἔχουσι γενναῖα καί ἰσχυρά, καί εἰ μέν πεισθῶσι κἀκεῖνοι, ἰδού ἐκερδήσαμεν κέρδος πᾶσαν ὑπερβολήν ὑπερβαῖνον· εἰ δ΄ οὐκ ἐθελήσουσι πεισθῆναι, ἡμεῖς ἐκ τούτου οὐ βλαβησόμεθα· οὐ γάρ βιάσονται· εἰ δέ καί βίαν ἐπάξουσι, τάς προαιρέσεις ἡμῶν βιάσαι οὐ δύνανται· τό γάρ σῶμα ἴσως δέχεται βίαν, ἡ δέ προαίρεσίς ἐστιν ἀβίαστος. ἀνέφερον δ΄ ἐγώ· ἀλλ΄ ἀπό τούτου ἕτερα ἐπακολουθήσουσιν· εἰ γάρ γένοιντο διαλέξεις, καί πλατυνθεῖεν οἱ Λατῖνοι ἐν αὐταῖς καθώς εἰώθασι καί κηρύξωσιν οἱ ἐκλελεγμένοι ὅτι ἀπέδειξαν ἀρκούντως καί λαμπρῶς ὑγιᾶ τήν ἑαυτῶν δόξαν, οὐκ ἐάσουσι προβαίνειν εἰς ἄπειρον τό περί τούτου, ἀλλά συμπερανθῆναι σπουδάσουσι καί ἀπαιτήσουσι γνώμας. εἰ οὖν καί οἱ ἡμέτεροι οὐ θελήσουσι γνωμοδοτῆσαι καί συμφωνῆσαι ἐκείνοις, ἀλλά πάντες οἱ ἐκείνων ἐξοίσουσιν ἀπόφασιν, ὅτι ἅπερ λέγουσιν οἱ Λατῖνοί εἰσιν ὑγιῆ καί ὀρθόδοξα, καί κατακρινοῦσιν ἡμᾶς ὡς μή πειθομένους ἐκείνοις. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· ἀλλ΄ οὐδέ τοῦτο λυμαίνεται ἡμᾶς· οὐ γάρ ἔσται τοῦτο ἀπόφασις συνοδική· ἐγώ γάρ τότε λογίσομαι τήν ἀπόφασιν ὡς οἰκουμενικῆς συνόδου, ὅταν συμφωνήσουσιν ἑκάτερα τά μέρη· εἰ δέ ἀσυμφώνως καί μεμερισμένως εἴποιεν, οὐ λογίσομαι τοῦτο ὡς οἰκουμενικῆς συνόδου ἀπόφασιν. ἔφην δ΄ ἐγώ, ότι· καλῶς ὁρίζει ἡ ἁγία βασιλεία σου· οὐδέ γάρ οὐδέ παρ΄ ἡμῖν λογισθήσεται τοῦτο ἀπόφασις κανονική καί δικαία, οὐδέ καί εἰ ἀφορισμῷ καθυποβάλει ἡμᾶς ὁ πάπας, φροντιοῦμεν περί αὐτοῦ. ἀλλ΄ ἕτερόν τι δεδοίκαμεν· εἰ γάρ παρακολουθήσουσιν ἅ προανέφερον, ἡ ἁγία βασιλεία σου οὔτε κάτεργα ἔχεις ἐνταῦθα, οὔτε ἔξοδον, ἵνα διασώσῃς ἡμᾶς εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν· μόλις γάρ δυνήσῃ τό ἕν ἀπαρτίσαι κάτεργον καί ὀλίγους τινάς λαβεῖν ἐν αὐτῷ· οί δέ πολλοί διασκορπισθήσονται, ὅπου ἄν εὕροιεν ναυλοφόρα πλοῖα ἐπανασώσοντα αὐτούς εἰς τήν Πόλιν. εἰ οὖν θελήσει ὁ πάπας ἀποκηρῦξαι ἡμᾶς ὡς αἱρετικούς καί προτρέψαι τούς ἐντυγχάνοντας αἰχμαλωτίζειν ἡμᾶς ὡς μή πειθομένους αὐτῷ καί τῇ αὐτοῦ συνόδῳ, τίς δυνήσεται διασωθῆναι εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, μή ὄντος ἄλλου τρόπου ἐπανελθεῖν ἡμᾶς εἰ μή διά πλοίων καί τόπων καί γενῶν λατινικῶν; ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· μηδέν ἔχετε λογισμόν τινα περί ὧν λέγεις· ἐγώ γάρ οὐ προσδοκῶ γενήσεσθαί τι ὧν ὑπονοεῖτε· εἰ δέ καί γενήσεται, δύναμαι ἐγώ πάλιν εἰς τήν Πόλιν ὑμᾶς ἐπανασῶσαι. ἐν τούτοις δέ πᾶσιν ὁ Μιτυλήνης συνηγόρει τῷ βασιλεῖ. ὕστερον δέ ἐζήτησα ἀπολογίαν τινά δοῦναι τῷ πατριάρχῃ· ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· ἐλεύσομαι ἐγώ καί ἀπολογήσομαι αὐτῷ. καί επί τούτοις ἐξήλθομεν.
- [←30]
-
Συρόπουλος 7.16: Παρεγένετο οὖν μέν μετά μίαν ἡμέραν καί ὡμίλησε τῷ πατριάρχῃ μόνος πρός μόνον ὥραν ἱκανήν καί οὐκέτι ἐγένετο μνήμη τῆς δηλωθείσης βουλῆς, ἀλλ΄ ὁ βασιλεύς καί ἔτι μᾶλλον ἐσπούδασε καί δι΄ ἑαυτοῦ καί διά τινων πεῖσαι τούς ἀρχιερεῖς εἰς τάς περί τῆς δόξης μεταβῆναι διαλέξεις. ὅ μαθών ὁ σοφός Γεμιστός ἀνέφερε καί τῷ βασιλεῖ καί τῷ πατριάρχῃ καί πᾶσιν ἡμῖν ἔλεγεν, ὅτι· οὐ προσήκει ἁπλῶς οὕτω καί ὡς ἔτυχεν εἰς τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις χωρῆσαι, ἀλλά δεῖ συνελθεῖν τούς ἡμετέρους ἰδίως καί σκέψασθαι καί γυμνάσαι τά παρά τῶν Λατίνων λεχθησόμενα· οἴδασι γάρ τινες τῶν ἡμετέρων ὅσα ἔχουσιν εἰπεῖν ἐκεῖνοι καί δύνανται εἰπεῖν καί δεφενδεῦσαι ταῦτα καί κρεῖττον ἐκείνων. ἀκουσάτωσαν οὖν τά Λατίνων ἰσχυρά καί πρός ἀνατροπήν αὐτῶν χωρησάτωσαν· καί εἰ μέν ἔχουσιν οἱ ἡμέτεροι εἰπεῖν ἰσχυρότερα καί θαρρήσουσιν ὁμολογουμένως ὅτι ἀνατρέψουσι τά ἐκείνων, οὕτω καί εἰς διαλέξεις προβαινέτωσαν· εἰ δέ ἴδωσιν ἔχειν ἐκείνους ἐν τοῖς τοιούτοις ἰσχύν, μή χωρείτωσαν εἰς διαλέξεις, ἀλλά σκεψάσθωσαν πῶς ἄν ἑτέρῳ τρόπῳ τό λυσιτελοῦν διαπράξωσιν.
- [←31]
-
Συρόπουλος 7.17: Ὁ δέ πατριάρχης προσεκαλέσατο ἰδίως τόν Γεμιστόν καί προσεποιήσατο ἀμφιβάλλειν εἰς ἅπερ λέγουσιν οἱ Λατῖνοί τε καί οἱ ἡμέτεροι περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί εἶπεν αὐτῷ, ὅτι· σύ ὑπάρχεις διδάσκαλος καί σοφός καί ἔχεις εἴδησιν ἀκριβῆ ἐν τοῖς τοιούτοις καί ἀπό τῆς πολυχρονίου πείρας καί ἀπό τῆς σπουδῆς ἧς ἐσπούδασας εἰς αὐτά· πρός τούτοις δ΄ εἶ καί γέρων καί καλός ἄνθρωπος καί τήν ἀλήθειαν πάντων προτιμᾶς. διά τοῦτο ἐφάνη μοι καλόν προσκαλέσαθαί σε ἰδίως, ἵνα πληροφορήσῃς με περί ὧν ἀμφιβάλλω. εἰπέ μοι οὖν καθαρῶς, νά σωθῇς, ὁποῖόν σοι δοκεῖ ἀληθέστερον τούτων; πρός ἅ ἀπεκρίνατο ὁ Γεμιστός, ὅτι· οὐ δεῖ ἀμφιβάλλειν τινά ἐξ ἡμῶν εἰς ἅπερ λέγουσιν οἱ ἡμέτεροι· ἰδού γάρ ἔχομεν τήν διδασκαλίαν, πρῶτον μέν ἀπ΄ αὐτοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶτα δέ καί ἀπό τοῦ Ἀποστόλου, ἅπερ εἰσί θεμέλια τῆς πίστεως ἡμῶν, ἐφ΄ οἷς ἑδράζονται πάντες οἱ ἡμέτεροι διδάσκαλοι. ἐπεί οὖν οἱ διδάσκαλοι ἡμῶν τῶν τῆς πίστεως ἀντέχονται θεμελίων καί οὐ παρεκκλίνουσι κατά τι, οἱ δέ θεμέλιοι σαφέστατοί εἰσιν, οὐ δεῖ τινα ἀμφιβάλλειν ἐν οἷς αὐτοί λέγουσιν· εἰ δ΄ ἐν τούτοις ἀμφιβάλλει τις, οὐκ οἶδα ἐν τίσι τήν πίστιν ἐνδείξηται. καίτοιγε οὐδέ οἱ διαφερόμενοι ἡμῖν ἀμφιβάλλουσιν εἰς ὅ κατέχει καί κηρύττει ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν· καί αὐτοί γάρ ὁμολογοῦσιν ὅτι ὅ λέγομεν ἡμεῖς καλόν ἐστι καί ἀληθέστατον, τά δέ αὐτῶν βιάζονται σύμφωνα δεῖξαι τοῖς ἡμετέροις· ὥστε οὐ δεῖ τινα τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας ὄντα ἀμφιβάλλειν περί τῆς ἡμετέρας δόξης, ὅπου γε οὐδέ οἱ διαφερόμενοι τοῦτο πάσχουσι. περί δέ τῆς ἐκείνων δόξης οὐδέν ἀπεικός ἀμφιβάλλειν τινά, καί τοῦτο ἴσως ὅτι προκειται εἰς ἐξέτασιν καί ἀπόδειξιν· ἄλλως γάρ ὅσον ἀπό τοῦ ἡμετέρου πάντῃ ἀσύμφωνόν ἐστι. τοιαῦτα καί πολλῷ πλείονα καί ἰσχυρότερα διεξῆλθε πρός τόν πατριάρχην καί ἐβεβαίωσεν ὅπως οὐ δεῖ ἀμφιβάλλειν τινά περί τῆς δόξης ἥν δοξάζει ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
- [←32]
-
Ο Γεμιστός πέθανε στον Μυστρά το 1452 σε ηλικία 97 ετών (είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1355). Επομένως στη Φλωρεντία το 1439 ήταν 84 ετών.
- [←33]
-
Κατά τον Laurent 1971: 369 σημ. 1, αυτή η παρατήρηση εκπλήσσει όταν βγαίνει από τα χείλη τού φιλόσοφου, ο οποίος, στην ίδια τη Φλωρεντία, την ίδια εποχή, προέβλεπε το επικείμενο τέλος τού Χριστιανισμού. Όμως το πιο εντυπωσιακό είναι ότι ο Συρόπουλος τον επικαλείται ως μάρτυρα για την πίστη. Άραγε, συνεχίζει ο Laurent ό.π., μιλάμε για διπροσωπεία ή υποκρισία αυτού τού άθεου;
- [←34]
-
Συρόπουλος 7.18: Ἀλλά καί ὅτε αἱ περί τοῦ πουργατορίου διαλέξεις ἐγίνοντο, συνηγμένων πολλῶν ἐξ ἡμῶν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί αὐτοῦ δή τοῦ βασιλέως δημηγοροῦντος, ὅτι· δεῖ τάς προλήψεις ἐκ τῶν διανοιῶν ἡμῶν ἐκβληθῆναι καί μήτε τήν λατινικήν δόξαν ἡγεῖσθαι ἐπισφαλῆ, μήτε τῇ ἡμετέρᾳ ὡς ἀσφαλῆ συντίθεσθαι, ἀλλά καί πρός τάς δύο ἀμφιβόλως ἔχειν ἐπίσης, μέχρι ἄν ἐξετασθῶσι, καί τό εὑρεθησόμενον ἀπό τῆς συνοδικῆς ἐξετάσεως καί ἀποφάσεως, ἐκεῖνο ὀφείλει στέργεσθαι ὡς ἀληθές καί ἀναμφίβολον. παρών τότε καί ὁ Γεμιστός καί ἀκούσας ταῦτα εἶπε πρός ἡμᾶς τε καί τόν Νικαίας μάλιστα, ὅτι· ὅσους χρόνους οἶδα τόν βασιλέα, οὐκ ἤκουσά τι παρ΄ αὐτοῦ χεῖρον οὗπερ νῦν εἴρηκεν· εἰ γάρ ἐσόμεθα ἀμφίβολοι ἐν τῇ δόξῃ τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, οὐδέ πιστεύειν δεῖ οἷσπερ αὕτη διδάσκει· οὗ τί χεῖρον γένοιτ΄ ἄν;
- [←35]
-
Συρόπουλος 7.19: Ἀλλ΄ ἐπί τό προκείμενον ἐπανέλθωμεν. ἡμέραι παρῆλθον τινές, καί ὁ βασιλεύς ἠβουλήθη συναθροῖσαι τούς ἡμετέρους καί κατασκευάσαι καί ἑλκῦσαι ἑκόντας ἄκοντας τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις ποιεῖν· αὐτός δ΄ ἔκειτο νοσῶν καί οὐκ ἠδύνατο παραγενέσθαι εἰς τόν πατριάρχην. μετεκαλέσατο δ΄ αὐτόν· οὗ καί ἀπελθόντος διά φορείου περί δείλην ὀψίαν καί διανυκτερεύσαντος ἐκεῖσε, ἅμα πρωῒ ἀπηρχόμεθα καί ἡμεῖς προσκληθέντες εἰς τά βασίλεια. συνωδεύομεν οὖν ἐγώ τε καί ὁ πρωτέκδικος τῷ Ἡρακλείας καί ἑτέροις ἀρχιερεῦσιν. εἴπομεν οὖν ἐν τῇ ὁδῷ τῷ Ἡρακλείας· ἰδού νῦν πρόκειται ἀγών, ὅπως ἄν σιωπηθῇ τό περί τῆς προσθήκης καί διαλέγωνται περί τῆς δόξης. διό προσήκει ἡμῖν ἐκλέξασθαι τό λυσιτελέστερον καί συμφέρον, καί ἐπεί ὁρῶμεν τούς Λατίνους ἀπαιτοῦντας ἡμᾶς παραιτήσαθαι τούς περί τῆς προσθήκης λόγους διά τό μή ἔχειν πάντως ἰσχυρῶς ἀντιπαλαίειν αὐτοῖς, καί τοῦτο δῆλόν ἐστι, δεῖ καί ἡμᾶς μᾶλλον ἀντέχεσθαι τούτων τῶν λόγων ὡς ἀσφαλεστάτου φρουρίου καί μή καταπροέσθαι τοῖς ἀντιπάλοις τήν ἡμετέραν ἀκρόπολιν, καί πλέον τῶν ἄλλων προσήκει τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ σου ἀγωνίσασθαι καί ἐνστῆναι ὑπέρ τοῦ συμφέροντος τῇ ἡμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ καί ὡς τοποτηρητῇ τοῦ Ἀλεξανδρείας καί ὡς προέδρῳ τῶν ὑπερτίμων καί πρώτῳ μητροπολίτῃ καί γηραιοτέρῳ καί λογίῳ καί παλλαχόθεν ἔχοντα τό αἰδέσιμον. εἰ οὖν ἐνσταίη ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου, καθώς δεῖ, τούς πλείους ἕξεις τῶν ἀρχιερέων ὁμογνώμονας καί πρό πάντων ἡμᾶς. ὁ δέ Ἡρακλείας εἶπε· τί εἰσιν ἅ λέγετε ἄνθρωποι τοῦ θεοῦ· οὐκ οἴδατε τάς πράξεις καί τάς βουλάς τοῦ βασιλέως; ἐκεῖνος εἶχεν ὀψέ τόν πατριάρχην μεθ΄ ἑαυτοῦ μέχρι τοῦ μεσονυκτίου, καί ἐβουλεύσαντο καί ἔστησαν, εἴ τι ἄρα καί ἤθελον; καί πράξουσιν ὅ ἔστησαν, κἄν θέλωμεν, κἄν μή θέλωμεν. προσεκαλέσαντο δέ νῦν, ἵνα γελάσωσιν ἡμᾶς· τί οὖν ἐροῦμεν ἡμεῖς εἰς ταῦτα; εἴ τι ἄν εἴπωμεν, ὡς οὐδέν λογισθήσεται, ἐκεῖνοι δέ πράξουσιν ὅπερ ἄν ἐθέλωσιν.
- [←36]
-
Βλέπε Γεωργίου Κωδινοῦ τοῦ Κουροπαλάτου, Περί τῶν Ὀφφικιαλίων τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Βενετία 1729), σελ. 349-351: Ἡ Περί τῆς τάξεως τῶν θρόνων τῶν μητροπολιτών. Τίνες αὐτῶν λέγονται ἔξαρχοι ὑπέρτιμοι; Τίνες ὑπέρτιμοι μόνον.
- [←37]
-
Συρόπουλος 7.20: Ἐγώ δέ ἔφην πρός αὐτόν· οἴδαμεν, δέσποτα ἅγιε, καί ἡμεῖς τάς βουλάς καί τάς πράξεις τοῦ βασιλέως, καί εἰς τά τῇ ἀρχῇ αὐτοῦ ἀνήκοντα πραττέτω ὡς βούλεται· τά δέ παρόντα εἰσίν ἐκκλησιαστικά καί συνοδικά, καί οὐχ ὑπόκεινται αὐτῷ. εἰ οὖν μή ἔχοι πάντας ἡμᾶς ὁμογνώμονας εἰς ὅ βούλεται, οὐ δηνήσεται πράξειν ὅ προέθετο. μή λέγε τοίνυν, ὡς, εἴ τι ἄν εἴπῃς, οὐδέν λογισθήσεται, ἀλλά μᾶλλον, κἄν εἴ τι ἄν εἴπωσιν ἐκεῖνοι καί εἴ τι πρᾶξαι ὁρμήσωσιν, αὐτός εἰπέ τήν γνώμην ἥν ἔχεις εἰς τό πρᾶγμα καθαρῶς καί πεπαρρησιασμένως, καί ἀκολουθήσουσί σοι πολλοί· καί ἤ ἐμποδισθήσεται τό βούλευμα ὅπερ ἔστησαν ἰδίως καί γενήσεται τό τῶν πολλῶν βούλευμα ὡς καλόν καί συμφέρον, ἤ παραβλέψουσι τήν βουλήν τῶν πολλῶν, ὡς καί αὐτός ἔφης, καί ποιήσουσι τό δόξαν αὐτοῖς· καί εἰ τοῦτο γένοιτο, πρῶτον μέν ἕξετε τήν συνείδησιν καθαρεύουσαν καί ἀναπολόγητοι καί εἰς τόν Θεόν καί εἰς τούς ἀνθρώπους ἔσεσθε, ὅτι οὔτε διά χάριν, οὔτε διά δειλίαν ἐσιωπήσατε τό δόξαν ἡμῖν λυσιτελές τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ· εἶτα καί ὅταν προσκαλέσωνται ὑμᾶς ἐν ἑτέρᾳ βουλῇ, ἕξετε ἐπ΄ ἀδείας εἰπεῖν, ὅτι· ἐπειδή ἀπαιτεῖτε ἐξ ἡμῶν βουλήν, παραιτεῖσθε δέ ὅ λέγομεν καί πράττετε ὅ ἄν ἐθέλητε, περισσόν ἐστι λέγειν ὅλως τι καί ἡμᾶς ἐν τῇ βουλῇ. διά ταῦτα τοίνυν ἀναγκαῖόν ἐστιν ἵνα εἴπῃ ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου καί οἱ λοιποί καί ἡμεῖς μεθ΄ ὑμῶν ὅπερ ἄν εἰδῶμεν τῇ ἡμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ συμφέρον, καί πάντως κερδανοῦμεν δυοῖν θάτερον, ἤ γενέσθαι τό παρά τῆς κοινότητος βουλευθέν καί ἀργήσει τό ἰδίᾳ βεβουλευμένον, ἤ μή ἕλκεσθαι ἡμᾶς καί περιάγεσθαι ὧδε, συνιέντων τῶν ποιούντων ἡμῖν ταῦτα ὅτι καί ἡμεῖς οἴδαμεν τηρεῖν τήν τιμήν καί τήν τάξιν ἑαυτῶν. ὡς οὖν ἤκουσε ταῦτα ὁ Ἡρακλείας ἔφη· καλῶς λέγεις, καί ἡμεῖς ἐνστησόμεθα ὑπέρ τοῦ συμφέροντος τῇ Ἐκκλησίᾳ, εἴθε δέ ἔχοιμεν καί ἑτέρους ἀκολούθους.
- [←38]
-
Συρόπουλος 7.21: Συνηθροίσθημεν τοίνυν εἰς τά βασίλεια, καί καθημένων ἡμῶν ὡς ἔτυχε καί ὁμιλούντων μετά τῶν ἐκεῖσε, μέχρις ἄν προσκληθῶμεν εἰσελθεῖν εἰς τόν βασιλέα, καί πάντων περί οὗ ζητήματος ἔσται ἡ βουλή γινωσκόντων, ἔφη ὁ Γεμιστός· ἡ δέ ἡμέρα ἤ θάνατον ἤ βίον φέρει. καί μετ΄ ὀλίγον εἰσήλθομεν εἰς τόν βασιλέα καί ἐκαθίσαμεν, μηδενός τῶν ἀρχόντων ὄντος μεθ΄ ἡμῶν, οὕτω ταχθέν ὡς δεδήλωται. ἤρξατο οὖν ὁ βασιλεύς καί ἐδημηγόρησε· χρή, λέγων, διαλέγεσθαι περί τῆς δόξης· ὑπέρ τούτου γάρ εἰς Ἰταλίαν αφίγμεθα, ἵν΄ ἐξετάσωμεν πάντα τά διϊστῶντα ἡμᾶς ἀπό τῶν Λατίνων, καί πρό πάντων τό μεῖζον καί καιριώτερον, ὅπερ ἐστί τό περί τῆς δόξης· ἐν τούτῳ γάρ περιέχεται καί τό τῆς προσθήκης, καί ἕν εἰσί τά δύο ταῦτα· ἐγώ γάρ διεῖλον αὐτά εἰς δύο, παρά πάντων δ΄ ὡς ἕν προεφέροντο. οὐ χρή οὖν μέρος μέν τι ἐξετάσαι, μέρος δέ καταλιπεῖν ἀνεξέταστον· οὕτω γάρ μεγάλης καταγνώσεως καί καταδίκης ἑαυτοῖς ἐσόμεθα αἴτιοι, ὡς τοσούτους πόνους καί κινδύνους καί ταλαιπωρίας ὑποστάντες, ἔκ τε τῆς μακρᾶς ὁδοιπορίας καί τῆς ἐν ἀλλοδαπῇ χρονίου διατριβῆς καί ἐκ τοῦ εμβαλεῖν τούς διακομίσαντας ἡμᾶς ἐνταῦθα εἰς μεγάλας ἐξόδους, ἅ καί ἐζητοῦντο πάντοτε ἀπό τῶν τοῦ σχίσματος ἡμερῶν, ἐς δεῦρο δέ οὐκ ἔφθασαν γενέσθαι. νῦν οὖν ὅτε ταῦτα συνέδραμον παρά πᾶσαν ἐλπίδα, οὐ θελήσομεν ἐξετάσαι τήν δόξαν ταύτην, δι΄ ἥν ἐνταῦθα παραγεγόναμεν; καίτοι καθώς νῦν αἱ διαλέξεις προέβησαν, εἰ καταλείψομεν τήν δόξαν ἀνεξέταστον, τρόπον τινά βεβαιώσομεν αὐτήν· ἐν γάρ ταῖς διαλέξεσι ταῖς περί τοῦ οὐκ ἐξῆν προσθεῖναι ἐν τῷ συμβόλῳ, θέσις προϋπετέθη, ὡς εἰ καί υγιές ἦν τό προστεθέν, ὅμως οὐκ ἐξῆν προστεθῆναι. εἰ οὖν μετά τάς διαλέξεις ἐκείνας οὐδέν τι περί τῆς δόξης εἴποιμεν, δόξομεν καταλιπεῖν τήν θέσιν ἐκείνην ὡς υγιᾶ καί ἔσται εἰς βεβαίωσιν ἐκείνων, καί ἄλλως δέ δόξομεν οὐκ ἔχειν ἱσχυρά τινα λέγειν ὑπέρ τῆς δόξης ἡμῶν· ἅ δή πάντα μέμψεις καί κατηγορίας καί ὀνειδισμούς ἐπάξουσιν ἡμῖν καί δι΄ ἡμῶν παντί τῷ ἡμετέρῳ γένει καί πᾶσι τοῖς ὑποκειμένοις τῇ ἡμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ μετά τοῦ εὐλόγου. τοιαῦτα δημηγορήσας εἰς πλάτος ὁ βασιλεύς, τό δεῖν εἰς τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις χωρῆσαι κατεσκεύασεν.
- [←39]
-
Συρόπουλος 7.22: Εἶτα διεδέξαντο τόν λόγον ὁ Ῥωσίας καί ὁ Νικαίας καί ἐπλατύνοντο ἐπί τούτου καί μάλιστα ὁ Νικαίας, συνηγοροῦντες τῷ βασιλεῖ· καί μετά πολλούς λόγους, καί τάς τοιαύτας κατασκευάς ὥρισεν ὁ βασιλεύς· ἱκανά εἰσι τά λαληθέντα πρός τήν τοῦ ζητουμένου σαφήνειαν. δότωσαν γνώμας. εἶπον δέ οἱ ἀρχιερεῖς, ὅτι· ὁ πατριάρχης δότω τήν γνώμην πρῶτος. ὁ δέ πατριάρχης εἶπε· πρῶτον γνωμοδοτήσατε ὑμεῖς κατά τήν τάξιν, εἶθ΄ ὕστερον ἐρῶ κἀγώ τήν ἐμήν γνώμην. οἱ δέ εἶπον· νῦν περί τῶν δογμάτων τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐστίν ὁ λόγος, ἐν οἷς πρῶτος ὀφείλει λέγειν ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου, ἡμεῖς δέ μετά σέ· ἡ δέ τάξις, ἥν ὥρισας, ἐν ἄλλαις ἐγκλήσεσι γίνεται. καί αὐτός ἴσως οὐκ ἀπεδέξατο τό ῥηθέν, ὅμως εἴρηκε πρῶτος ταύτην τήν γνώμην· ὁρῶ τούς Λατίνους, ὅτι εἰσίν ἄνθρωποι φιλόνεικοι, κενόδοξοι καί ἀκατάπειστοι· τό δέ κεφάλαιον τοῦτο τό περί τῆς προσθήκης ἐστίν ἰσχυρόν ὑπέρ ἡμῶν καί εἶπον οἱ ἡμέτεροι λόγους πολλούς καί καλούς καί γενναίους εἰς αὐτό· οἱ δέ Λατῖνοι οὐ δυσωποῦνται τοῖς λόγοις τῶν ἡμετέρων οὐδέ πεισθῆναι θέλουσι ταῖς ἀληθείαις. τί οὖν ἐλπίζομεν εὑρήσειν ἐξ αὐτῶν, εἰ πρός ἕτερον μεταβαίημεν κεφάλαιον; διά τοῦτο οὔπω μοι δοκεῖ καλόν καταλιπεῖν τό ὑπέρ ἡμῶν ἰσχυρόν, ὁποῖόν ἐστιν οἱ περί τῆς προσθήκης λόγοι, καί μεταβῆναι εἰς τό περί τῆς δόξης. αὕτη ἐστίν ἡ ἡμετέρα γνώμη· εἰπάτωσαν δέ καί οἱ λοιποί· εἶτα μετά τό ἀκοῦσαί με τούς λόγους πάντων, εἰ δεήσει αὖθις εἰπεῖν, ἐρῶ. εἶτα ἠρωτήθη ὁ Ἡρακλείας καί εἶπεν· ἐγώ μέν ἴσως ἐνόμιζον βέλτιον εἶναι καί μᾶλλον συμφέρειν ἡμῖν μηδόλως ἐᾶσαι τούς περί τῆς προσθήκης λόγους καί εἰς τούς περί τῆς δόξης μεταπεσεῖν· εἰ δέ φανῇ καλόν γενέσθαι διαλέξεις περί τῆς δόξης, ἀκολουθήσω κἀγώ. πλήν ἀκούω ὅτι περιέστη, ἵνα ἀπέλθωμεν εἰς τήν Φλωρεντίαν. ἔνι οὖν καί τοῦτο πολύ εἰς ἡμᾶς καί χρή πρότερον ἵνα γινώσκομεν ἀκριβῶς εἰ ἀπελευσόμεθα καθώς ἀκούομεν ἤ οὐχί, καί μετά τοῦτο βουλευσόμεθα περί τῶν διαλέξεων. καί εὐθύς εἶπεν ὁ βασιλεύς· οὐχί δέσποτα, οὐχί· παῦσαι ἀπό τῶν τοιούτων λόγων· οὐδέ γάρ οἴδαμέν τι ἀπό τούτων καί εἰπέ τήν γνώμην σου. ὁ δέ εἶπεν· ἀκούομεν ὅτι ὁ πάπας οἰκονομεῖται ὀμολογουμένως ἀπελθεῖν εἰς τήν Φλωρεντίαν· λέγουσι δέ ὅτι καί ή ἁγία βασιλεία σου συνέθου ἀπελθεῖν ἐκεῖσε· διό χρή καί ἡμᾶς εἰδέναι περί τούτου. καί ὁ βασιλεύς εἶπεν εὐθύς· νά ἔχω τήν εὐχήν σου, περί μέν τοῦ πάπα οὐκ οἶδα· περί ἐμοῦ δέ γίνωσκε ὅτι οὐκ εἶπέ μοί τις μέχρι τοῦ νῦν οὐδέ τό τυχόν περί τούτου· εἰ δέ ἀπέλθῃ ὁ πάπας καί ζητήσῃ καί ἡμᾶς ἀκολουθῆσαι αὐτῷ, καί ὑμεῖς ἐνταῦθά ἐστε καί ἀκούσεσθε τοῦτο καί βουλεύσεσθε, καί εἰ φανῇ πᾶσι ὑμῖν καλόν καί πρέπον, οὕτω γενήσεται ἴσως· εἰ δέ μή ἀρέσει ὑμῖν, οὐ γενήσεται. νῦν γάρ ὑμεῖς αὐτοί πάρεστε ἐνταῦθα καί οὐχ ἕξετε ἀιτιᾶσθαι πρέσβιν πεποιηκότα τι παρά γνώμην ὑμῶν, ἀλλ΄ αὐτοί ποιήσετε οἰκείᾳ βουλῇ τό συνοῖσον ὑμῖν. παυσάσθω οὖν τό περί τούτου, ἐπεί οὐδέ αὐτός οἶδα, καί εἰπέ τήν γνώμην σου. εἶπεν οὖν ὁ Ἡρακλείας· λοιπόν, εἰ φανῇ καλόν, διαλεχθήτωσαν περί τῆς δόξης. εἶτ΄ ἀπῄτησαν τόν πνευματικόν γνώμην· ὁ δέ ἔφη· εἰπάτωσαν οἱ λοιποί καί ἐρῶ κἀγώ ὅταν ἐθέλω. ἀπῄτησαν τόν Ἐφέσου, καί εἶπεν· ὡς ἐπειδή λέγουσι καλόν εἶναι εἰς τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις χωρῆσαι, λέγω κἀγώ· εἰ φαίνοιτο καλόν, γενέσθω τοῦτο. εἶτα εἶπεν ὁ Ῥωσίας καί πᾶσι τρόποις ἐνέδωκε γενέσθαι τοῦτο. καί μετ΄ ἐκεῖνον εἶπεν ὁ πνευματικός, ὅτι· ἐγώ ἀκολουθῶ τήν γνώμην τοῦ ἁγίου τοῦ Ἐφέσου καί, εἴ τι εἶπεν ἐκεῖνος, τό αὐτό λέγω καί αὐτός. εἶτα εἶπον οἱ λοιποί ἀρχιερεῖς καί συνέθεντο πάντες γενέσθαι τάς περι τῆς δόξης διαλέξεις. τό αὐτό δέ εἶπε καί ὁ μέγας σακελλάριος καί ὁ μέγας σκευοφύλαξ· ὁ δέ μέγας χαρτοφύλαξ πεφεισμένως εἶπε τήν ἑαυτοῦ γνώμην, πλήν οὐκ ἐνέδωκε γενέσθαι διαλέξεις περι τῆς δόξης.
- [←40]
-
Συρόπουλος 7.23: Ἐρωτηθείς δέ κἀγώ εἶπον τάδε· οἶδα ὡς ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος γενήσεται· ἀλλ΄ ἐπεί ἡ γνώμη ἐκάστου ἀβίαστός ἐστιν, ἐρωτώμενος δέ ἀνάγκην ἔχω εἰπεῖν καθαρῶς, ὁποίαν γνώμην ἔχω εἰς τόδε τό ζήτημα, ἤδη λέγω, ὅτι ἡμεῖς οἴδαμεν ἀκριβῶς καί κατελάβομεν τούς Λατίνους, ὅπως εἰσί φιλόνεικοι καί πάντῃ ἀκατάπειστοι, τό δέ περί τῆς προσθήκης κεφάλαιόν ἐστιν ἰσχυρότατον πάνυ ὑπέρ ἡμῶν, καθώς ἐφάνη ἀπό τῶν συνοδικῶν ὅρων καί αφ΄ ἑτέρων ῥητῶν τῶν ἁγίων. εἰ οὖν ἐν τούτῳ, ἐν ᾧ εἶπον οἱ ἡμέτεροι τοσαύτας ἀποδείξεις ἀναντιρρήτους, πρός ἅς οὐκ ἔχουσί τι ἰσχυρόν ἀντειπεῖν, ὅμως συρράπτουσιν ἀπολογίας καί ὡς ἀποδείξεις προτείνοντες ἐπιφημίζουσι τό· ἀπεδείξαμεν λαμπρῶς καί τηλαυγῶς καί ἡλίου φανότερον καί σαφέστατα καί ὁρμαθῷ τοιούτων ῥημάτων ἑαυτούς ὡς νικητάς στεφανοῦσιν. εἰ συνέλθοιμεν νῦν εἰς τά περί τῆς δόξης, ἔνθα καί τινα ἰσχύν ἔχουσιν ἀπό δυτικῶν ἁγίων, ὡς οἴονται, τί οὐκ ἄν εἴποιεν κατά τῶν ἡμετέρων, καί ἑαυτοῖς ἐπιγράψωσι τά νικητήρια βοηθούμενοι καί τῷ κράτει τῆς αὐτῶν εξουσίας, ἡμῶν μή ἐχόντων τόν τῆς ἀληθείας διαιτητήν. διά τοῦτο εἰ καί πρό τοῦ ἄρξασθαι τάς περί τῆς προσθήκης διαλέξεις προσετέθην καί αὐτός τοῖς εἰποῦσι δεῖν ἄρξασθαι ἐκ τῶν περί τῆς δόξης, ἀλλά νῦν ὅτε ἔγνων ἀκριβέστερον τάς τῶν ἐναντίων διαθέσεις, οὐκέτι λέγω διαλέγεσθαι περί τῆς δόξης. ἐφ΄ οἷς εἰρηκότος τοῦ βασιλέως· καί ἕως πότε λέγεις διαλέγεσθαι περί τῶν αὐτῶν; εἶπον· μέχρις ἄν γένηται συμπέρασμα εἰς αὐτό· πολλῆς γάρ μέμψεως καί κατηγορίας ἄξιοι δόξομεν, μήτε εἰς τό περί πουργατορίου, μήτε εἰς τό περί τῶν φωνῶν, μήτε νῦν εἰς τό περί τῆς προσθήκης συμπεράναντες, καί ταῦτα πλείστων λόγων καί ἀγώνων ἐφ΄ ἑκάστῳ κινηθέντων, καί πολύν γέλωτα ὀφλήσομεν καί αὐτοῖς τοῖς Λατίνοις, ὅτι κινοῦντες τά ζητήματα καί ἀγῶνας ὑποφέροντες παραιτούμεθα τά συμπεράσματα καί εἰς ἕτερα μεταβαίνομεν. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· ἀναγκαιότερόν μοι φαίνεται ταμιεύεσθαι τό συμπέρασμα τούτου εἰς καιρόν, καθ΄ ὅν ἐγώ νομίζω μεγάλως λυσιτελήσειν ἡμῖν. ἠκολούθησε τῇ ἐμῇ γνώμῃ καί ὁ πρωτέκδικος. καί μεθ΄ ἡμᾶς εἶπον οἱ ἡγούμενοι καί ἠκολούθησαν ταῖς γνώμαις τῶν ἀρχιερέων· πλήν γάρ τοῦ πατριάρχου καί ἡμῶν τῶν τριῶν, πάντες ἐνέδωκαν μεταβῆναι εἰς τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις, καί ἐκυρώθη τό περί τούτου, εἰπόντος καί αὖθις τοῦ βασιλέως, ὅτι· κατά πολύ συμφέρει ἡμῖν ἵστασθαι μετέωρον τό περί τῆς προσθήκης συμπέρασμα.
- [←41]
-
Κατά τον Laurent 1971: 376 σημ. 1, η θέση που παίρνει εδώ ο εξομολογητής εκπλήσσει, επειδή είναι η πρώτη φορά που ο άνθρωπος αυτός αντιδρά σε αντίθεση με ολόκληρη τη σύνοδο. Θα αναμενόταν τέτοια στάση να είχαν πάρει ο Μάρκος Εφέσου ή ο Ηρακλείας Αντώνιος.
- [←42]
-
Συρόπουλος 7.24: Ἐπί τούτοις ἐξήλθομεν ἐκ τῶν βασιλείων δυσχεραίνοντες ἐπί τῷ γεγονότι, καί τῷ Ἡρακλείας ὠνειδίσαμεν εἰπόντες· ταῦτα ἦσαν ἅπερ σέ ἠξιώσαμεν; μᾶλλoν δέ αὕτη ἐστίν ἡ γνώμη, ἥν εἶχες εἰς τόδε τό ζήτημα; καί ἴσως ἐνόμιζε ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου, ὅτι ὁ πατριάρχης ἐρεῖ καί πράξει ὅπερ έστησε μετά τοῦ βασιλέως; νῦν δέ ὁ πατριάρχης εἶπε καλήν γνώμην. ἀκολουθῆσαι οὖν ἔδει καί σέ τῇ γνώμῃ ἐκείνου· καίτοι εἰ καί ἐνάντιόν τι ἔλεγεν ὁ πατριάρχης, σοί πρέπον ἦν εἰπεῖν τήν γνώμην, ἥν οἴδαμεν ὅτι εἶχες περί τούτου τοῦ κεφαλαίου. καί εἶπεν ὁ Ἡρακλείας, ὅτι· κἀγώ τά αὐτά ἔφην τῷ πατριάρχῃ. εἴπομεν δέ αὐτῷ· πῶς τά αὐτά; ἐπεί ὁ πατριάρχης ἀπηγόρευσε τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις, σύ δέ ἐνέδωκας; καί εἶπεν· οὐκ ἤκουσα καλῶς τί εἶπεν ὁ πατριάρχης. ἐπί τούτοις εἴπομεν ἡμεῖς· ἀπό τοῦ νῦν οὐχ ἕξομεν παρρησίαν λέγειν τί τῷ πατριάρχῃ. ὅτε δέ ἔλεγεν ὁ βασιλεύς μή εἰδέναι τι περί τῆς εἰς Φλωρεντίαν μεταβάσεως, εἶχεν ἀπεσταλμένον ἐκεῖσε τόν Δισύπατον κῦρ Ἰωάννην, ὅς καί ἦλθε τότε μετά τρεῖς ἡμέρας, διακομίσας τῷ βασιλεῖ ἐκ τῶν Φλωρεντίνων σαλβο κοντοῦκτο.
- [←43]
-
Καθώς η άδεια ασφαλούς διέλευσης τού αυτοκράτορα πρέπει να είχε εκδοθεί όχι νωρίτερα από τις 23 Ιανουαρίου, ταυτόχρονα με εκείνη τού πάπα (βλ. πιο πάνω, σημ. 9), ή την επόμενη μέρα, όλες αυτές οι συζητήσεις έλαβαν χώρα μεταξύ τής 15ης και τής 25ης τού ίδιου μήνα. Από την άλλη πλευρά, καθώς ο Ιωάννης Δισύπατος έφυγε για τη Φλωρεντία, για να επισκεφτεί τα σπίτια των Γραικών, στις 22 ή 23 Ιανουαρίου με συστατική επιστολή τού Τσεζαρίνι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι την άδεια ασφαλούς διέλευσης έφερε άλλος Δισύπατος, κατά προτίμηση ο Γεώργιος (Laurent 1971: 376 σημ. 2).
- [←44]
-
Συρόπουλος 7.25: Δύο παρῆλθον ἡμέραι μετά τήν τοῦ Δισυπάτου ἐπιδημίαν, καί προστάξαντος τοῦ βασιλέως συνήχθημεν πάντες εἰς τόν πατριάρχην· ἦλθε δέ καί αὐτός καί εἶδε τόν πατριάρχην ἰδίως· εἶτα συνῆξε πάντας ἡμᾶς ὁ βασιλεύς καί ἐκάθισεν εἰς ἕτερον κελλίον καί ὥρισεν, ὅπως· συνέπεσον τά πράγματα εἰς τόν πάπαν στενά· τά γάρ μακρόθεν περιερχόμενα αὐτῷ εἰσοδήματα ἵστανται περιωρισμένα· ἑάλωσαν καί δύο πόλεις αὐτοῦ παρά τοῦ Νικολό Πιτζινή, καί ἔχει στέρησιν χρημάτων ὁ πάπας· διό οὐδέ τό σιτηρέσιον παρέχειν δύναται, καί λείπεται ἡμῖν μηνῶν πέντε, καί πάσχετε καί ὑμεῖς καί οἱ ἡμέτεροι πάντες. ὅθεν οὐχ εὗρεν ἄλλοθεν βοήθειαν εἰ μή ἐκ τῆς Φλωρεντίας· οἱ γάρ Φλωρεντῖνοί εἰσι καλοί ἄνθρωποι καί πλούσιοι καί συνεβιβάσθησαν μετά τοῦ πάπα, ἵνα εἰ μεταθείη τήν σύνοδον ἐκεῖσε, βοηθήσωσιν αὐτῷ εἰς τάς ἐξόδους καί δανείσωσι καί ἀναπαύσωσιν αὐτόν. λοιπόν ζητεῖ ὁ πάπας, ἵν΄ ἀπέλθωμεν εἰς τήν Φλωρεντίαν μετ΄ αὐτοῦ. καί, εἴπερ ἀκολουθήσομεν αὐτῷ, ὑπόσχεται ποιήσειν ἡμῖν ἐξόδους ἀρκετάς καί λαμπράς πρός τήν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπάνοδον καί μεγάλην βοήθειαν οἰκονομῆσαι ὑπέρ τῆς Πόλεως στεῖλαι μεθ΄ ἡμῶν καί πάντα ποιῆσαι καλῶς, ὅσα πρός ἡμετέραν ἀνάπαυσιν ἔσται καί τιμήν· πρός τούτοις ἵνα δῷ καί τό σιτηρέσιον ἐνταῦθα, ὅσον λείπεται ἡμῖν. ἡμεῖς τοίνυν τούτου χάριν ἐξήλθομεν καί κατεφρονήσαμεν τοσούτων κινδύνων καί κόπων καί στενοχωριῶν πολλῶν, ἵνα τι ἀγαθόν καί ὠφέλιμον κατασκευάσωμεν ὑπέρ τῆς πατρίδος· καί εὑρίσκοντες νῦν τοῦτο, δέον ἐστίν ἵν΄ ἐπιμεληθῶμεν πάντες κατωρθωθῆναι. καί ὅσοι εἰσίν ἐξ ὑμῶν γέροντες καί πρός τόν τῆς ὁδοιπορίας κόπον ἀδυνάτως ἔχοντες, χρή καί ὑμᾶς διεγερθῆναι καί ὑπομεῖναι κόπον τεσσάρων ἡμερῶν ή πέντε, ἵνα τό τῆς πατρίδος συμφέρον κερδήσωμεν· εἰ δέ δεῖ τό ἀκριβέστερον εἰπεῖν, οὐδέ τεσσάρων ἡμερῶν κόπον ὑποστήσεσθε· ἐν μέν γάρ δυσίν ἡμέραις διά ποταμῶν διελεύσεσθε, καθήμενοι ἐν πλοίοις καί ἀναπαυόμενοι ὡσάν ἐθέλητε· ἐν ἄλλαις δέ τρισίν ἔφιπποι τήν πορείαν ἀνύσετε μετά πολλῆς ἀναπαύσεως. σκέψασθε οὖν καί βουλεύσασθε, εἰ ἄμεμπτον καί ἐπαινετόν ἔσται ὑμῖν διά κόπον μερικῶν τριῶν ἡμερῶν παραβλέψαι τό τῆς πατρίδος συμφέρον καί μάτην τόν τοσοῦτον πλοῦν καί οὕς ὑπέστημεν διανῦσαι κινδύνους καί τήν χρόνιον ταλαιπωρίαν καί ὑποστρέψαι κενούς καί ἀπράκτους. ταῦτα καί τοιαῦθ΄ ἕτερα δημηγορήσας τήν ἐς Φλωρεντίαν ἀπῄτει μετάβασιν· οἱ δέ ἀρχιερεῖς ἐδυσχέραινον καί διά τό μῆκος τῆς ὁδοιπορίας καί διά τήν γενησομένην πάλιν βραδύτητα καί ἐπεχείρουν ἐμποδίζειν. ὁ δέ βασιλεύς περί μέν τῆς ὁδοιπορίας, μιᾶς καί ἡμισείας ἡμέρας εἶναι τό διάστημα ἔφη, ὅσον ἐστί καί τό ἐκ τῆς Πόλεως εἰς τήν Ἡράκλειαν· λέγομεν δέ τοῦτο τριῶν ἡμερῶν δι΄ ὑμετέραν ἀνάπαυσιν. πλημμέλεια δ΄ οὐ γενήσεται, ἐπεί ἀπελθόντες ἐκεῖσε εὐθύς χωρήσομεν εἰς διαλέξεις καί ταχέως συμπερανθήσεται πᾶν ὅπερ ἄν ἔχομεν λέγειν, καί μέχρι τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου ἐσόμεθα ἕτοιμοι πρός τήν ἐπάνοδον· μᾶλλον δέ ἐκεῖθεν ἀπελευσόμεθα καί εὐκόλως καί ταχέως· έξήκοντα γάρ μιλίων διάστημα ἀπέχει τό πέλαγος ἀπό τῆς Φλωρεντίας. ἔχουσιν οὖν ἐκεῖσε τά κάτεργα οἱ Φλωρεντῖνοι καί ἐξοικονομήσουσι ταῦτα διά τῶν εξόδων τοῦ πάπα ῥᾷστα, καί οἴκαδε ἀπελευσόμεθα. οὐ χρή οὖν ὑμᾶς δυσχεραίνειν οὔτε διά τό διάστημα τό ἐκ τῆς Πόλεως εἰς τήν Ἡράκλειαν ἀναλογοῦν. ὁ γάρ γηραιότερος καί ὁ ἀσθενέστερος ἐξ ὑμῶν ῥᾳδίως ἄν ἀπέλθοι ἐκ τῆς Πόλεως εἰς τήν Ἡράκλειαν, καί ταῦτα πολλοῦ μέρους τῆς ὁδοιπορίας διά πλοίων γενησομένου ἐνταῦθα. ἀλλ΄ οὐδέ διά πλημμέλειαν· οὐ γάρ ἐστι μέχρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου πολύ.
- [←45]
-
Βλέπε πιο πάνω, κεφ. ε’ σημ. 42, 43 και 44.
- [←46]
-
Κατά τον Laurent 1971: 377 σημ. 4, ο πάπας ήταν εκτεθειμένος στη χρηματοδοτική κρίση από την οποία υπέφερε το παπικό ταμείο, εξαιτίας των βαρών που είχαν επιβληθεί από τον πόλεμο, των εδαφικων απωλειών λόγω των κατακτήσεων τού Πιτσινίνο και τού δραστήριου ανταγωνισμού τής Συνόδου τής Βασιλείας για φόρους δεκάτης και επιδόματα.
- [←47]
-
Με τη συμφωνία τής 18ης Δεκεμβρίου 1438. Σημαντικά ποσά εγκρίθηκαν από τη Σινιορία στις 22 και 30 Δεκεμβρίου 1438, για τον εξοπλισμό των χώρων, την άφιξη τού πάπα και εκείνη των Γραικών (Laurent 1971: 377 σημ. 5).
- [←48]
-
Η Ηράκλεια Ποντική (Καραντενίζ Ερεγλί) απέχει οδικά από την Κωνσταντινούπολη 300 περίπου χιλιόμετρα. Η Ηράκλεια Πέρινθος (Μάρμαρα Ερεγλισί) απέχει οδικά από την Κωνσταντινούπολη 120 περίπου χιλιόμετρα. Φαίνεται ότι στην Ηράκλεια (Πέρινθο) τής Προποντίδας αναφερόταν ο αυτοκράτορας. Βλέπε και σημ. 94 κεφαλαίου γ΄.
- [←49]
-
Η πλησιέστερη απόσταση τής Φλωρεντίας από τη θάλασσα είναι περίπου 140 χιλιόμετρα μέχρι την Τσέρβια, ανατολικά τού Φορλί, δηλαδή 90 περίπου μίλια.
- [←50]
-
Συρόπουλος 7.26: Ἀντέλεγον οὖν πρός ταῦτά τινες τῶν ἀρχιερέων· εἶπε δέ καί ὁ Ἡρακλείας· ἐπειδή οἱ Φλωρεντῖνοι ὡς καλοί ἄνθρωποι θέλουσι βοηθῆσαι τῷ πάπᾳ, δότωσαν αὐτῷ τάς εξόδους καί συμπερανθήτω ἐνθάδε τό γενησόμενον. ἔφη δέ ὁ βασιλεύς· ἀλλ΄ οἱ Φλωρεντῖνοι οὕτω δανειοῦσι τῷ πάπᾳ, εἰ ἀπελεύσεται εἰς τήν Φλωρεντίαν καί ποιήσει ἐκεῖ τήν σύνοδον· ἄλλως δέ οὐδαμῶς. τί δέ καί ποιήσει ἡμῖν ὁ πάπας, ἐπεί οὐχ΄ εὑρίσκει ἀλλαχόθεν δανείσασθαι; ἰδού λείπεται ἡμῖν σιτηρέσιον μηνῶν πέντε καί οὔτε αὐτός ἔχει δοῦναι, οὔτε τά ἑξῆς ἡμῶν ἀναλώματα καί τά πρός τήν ἐπάνοδον δύναται παρασχεῖν· τίνα δέ μᾶλλον ἡμεῖς πρόνοιαν ποιήσομεν ἡμῖν αὐτοῖς, εἰ μή ἀκολουθήσομεν τῷ πάπᾳ; αὐτός δέ ὑπισχνεῖται, ὡς εἴπερ στέρξομεν καί συμφωνήσομεν ἀπελθεῖν εἰς τήν Φλωρεντίαν, δώσει ἡμῖν ἐνταῦθα καί τό σιτηρέσιον τῶν πέντε μηνῶν καί τήν ἀνήκουσαν ἔξοδον πρός τήν εἰς Φλωρεντίαν ὁδόν, κἀκεῖσε ποιήσει ἵνα λαμβάνῃ ἕκαστος τό σιτηρέσιον ὅτε βούλοιτο, ἐκ τοῦ πάγκου, μηδεμιᾶς ἀπαιτήσεως πρός τόν πάπαν γινομένης, ἀλλ΄ ἵνα στέλλῃ ἕκαστος τόν ἴδιον ὑπηρέτην εἰς τόν πάγκον, εἴτε μετά συμπλήρωσιν τοῦ μηνός, εἴτε καί περί τό μέσον, εἴτε καί καθ΄ ἑβδομάδα, καί λαμβάνῃ ἐκεῖθεν τό σιτηρέσιον ὡς ἕκαστος βούλεται.
- [←51]
-
Στο κείμενο πάγκος, από το λατινικό banco (πάγκος, ταμείο).
- [←52]
-
Συρόπουλος 7.27: Ἐπεί οὖν οὐκ ἐδύναντο ἐπί πολύ ἀντιλέγειν ταῖς δοκούσαις εὐπροσώποις πιθανολογίαις τοῦ βασιλέως, ἐνέδωκαν πάντες ποιῆσαι τό προσταττόμενον· εἶτα ἔστειλεν ὁ βασιλεύς λαβεῖν καί τήν γνώμην τοῦ πατριάρχου, ἐπεί ἐκεῖνος εἰς ἕτερον ἔκειτο κελλίον ὡς ἀγανακτῶν. ἔστερξεν οὖν καί ὁ νοσῶν πατριάρχης ἀπελθεῖν εἰς τήν Φλωρεντίαν, πλήν εἶπεν, ὅτι· ζητῶ ἐγώ ὡς ἴδιόν μου ζήτημα τόν πάπαν, ἵνα εἰ καί πάντες ἐκεῖθεν ἅψονται τῆς ἐς Κωνσταντινούπολιν ἐπανόδου, ἀλλ΄ ἐγώ οὐχ οὕτω ποιήσω, καί θέλω ἵνα με ἐπανασώσῃ ὁ πάπας εἰς τήν Βενετίαν. εἰπόντων οὖν ταῦτα τῶν τήν γνώμην τοῦ πάπα διακομισάντων, ἔφη ὁ βασιλεύς, ὅτι· ζητεῖ τοῦτο ὁ πατριάρχης, καί ἴσως ἔσται τό θέλημα αὐτοῦ· πλήν νά ἔχω τήν εὐχήν αὐτοῦ, περισσόν ἐστιν ὅ ζητεῖ· ἐκεῖθεν γάρ ἀπελευσόμεθα μετά πάσης εὐκολίας. ἐστέρχθη οὖν καί ἐκυρώθη ἡ εἰς τήν Φλωρεντίαν μετάβασις.
- [←53]
-
Συρόπουλος 7.28: Ὁ δέ βασιλεύς μετεκαλεῖτο τόν ἑαυτοῦ αὐτάδελφον τόν δεσπότην ἐκ τῆς Βενετίας ἐλθεῖν καί συνεκδημῆσαι αὐτῷ εἰς τήν Φλωρεντίαν· ὁ γάρ δεσπότης μή φέρων τάς παρά τοῦ βασιλέως περιφρονήσεις, ὡς ὅτε μετά τοῦ πατριάρχου βουλευομένου τοῦ βασιλέως ἵστατο αὐτός ἔξω ἔφιππος ἐπέκεινα τῶν τριῶν ὡρῶν περιμένων, ὡς προείρηται, ἀπεδήμησεν εἰς τήν Βενετίαν, καί διαμηνυόμενος, οὐκ ἤθελεν ἐπανελθεῖν, ὅ καί εἰς λογισμούς εἰσῆξε τόν βασιλέα. διό καί τῷ πατριάρχῃ συνεργῷ χρησάμενος ὁ βασιλεύς καί ὁρκωμοτικόν στείλας, μόλις κατέπεισεν αὐτόν ὑποστρέψαι. ὁ δέ πατριάρχης ἐπέταξε τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἑτοιμάζεσθαι πρός τήν ὁδοιπορίαν καί τάς μέν περισσάς χρείας στεῖλαι εἰς τήν Βενετίαν, φέρειν δ΄ ἐν τῇ ὁδῷ ὀλίγα τινά ἀναγκαῖα καί τάς άλλαγάς, ἐπεί ἔφη γενήσεται καί ἡ ἕνωσις ἐκεῖσε. ὡς ἤκουσαν τοῦτο, ἐσκανδαλίσθησαν ὄσοι παρῆσαν (οὐ γάρ ἦσαν οἱ καθόλου) καί εἶπον λόγους πολλούς σκληρούς. ὅτε εἶπε καί ὁ Ἀγχιάλου· τί ἐστι τοῦτο, ὅπερ ἠκούσαμεν; ἡμεῖς oἴδαμεν ὅτι οἱ Λατῖνοι οὐδόλως καταπεισθήσονται μεταποιῆσαί τι ὧν δοξάζουσι· πῶς οὖν γενήσεται ἡ ἕνωσις; πάντως συνέθεντο οἱ ἡμέτεροι στέρξαι τά ἐκείνων· τούτου οὖν χάριν ἤγαγον ἡμᾶς ἐνθάδε, ἵνα προδῶμεν καί τήν εὐσέβειαν ἡμῶν διά ταῦτα τά πώματα; ἐγώ ἀποσπάσω καί ἀποδώσω ταῦτα, ἵνα μή ἀπολέσω τήν ψυχήν μου, δι΄ ἥν ἀκούω γενήσεσθαι ἕνωσιν. καί πολλή ταραχή γέγονε παρ΄ αὐτοῦ τε καί παρά τῶν ἄλλων ἐπί τοῖς τοιούτοις. εἶπε δέ καί ὁ Γεμιστός· νῦν φαίνεται βαρύ τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἀκροασαμένοις γενήσεσθαι τήν ἕνωσιν καί ἐπί τούτῳ βαστάζειν τάς ἀλλαγάς; ἐγώ φημι, ὡς ἐπεί συγκατέβησαν τήν εἰς τήν Φλωρεντίαν μετάβασιν καί διαλέγεσθαι περί τῆς δόξης, ἀπέρχεσθαι μή ἐπιφερομένους ἀλλ΄ ἀμφιασαμένους ἐντεῦθεν τάς ἀλλαγάς.
- [←54]
-
Στο κείμενο πώματα. Τετράγωνα ή ορθογώνια κομμάτια από πλούσια κεντημένο ύφασμα. Ράβονταν στις τέσσερις γωνίες τού αρχιερατικού μανδύα (πρβλ. κεφ. δ’ παρ. 49) και συμβόλιζαν την επισκοπική αξιοπρέπεια.
- [←55]
-
Συρόπουλος 7.29: Τῇ δ΄ ἐπαύριον συνῆλθον οἱ πλείους τῶν ἀρχιερέων οἱ πρῶτοι καί γηραιότεροι εἰς τό πατριαρχεῖον καί ἐζήτησαν ἰδεῖν τόν πατριάρχην. ὁ δέ ὡς ἀγανακτῶν παρείσδυσιν οὐκ ἔδωκεν αὐτοῖς. οἱ δέ ἐκεῖσε καθήμενοι εἶπον λόγους πολλούς ὁμοίους τοῖς προειρημένοις καί ἀπῆλθον. ἀκουσθέντων δέ τῶν τοιούτων εἰς τόν βασιλέα, τῇ μετ΄ ἐκείνην ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τό πατριαρχεῖον, προεπιτάξας εὑρεθῆναι ἐκεῖσε πάντας τούς τήν ἡμετέραν δῆθεν συνιστῶντας σύνοδον· καί πρῶτον μέν εἶδεν τόν πατριάρχην, εἶτ΄ ἐκεῖθεν ἐξελθών καί ἰδίᾳ καθίσας μεθ΄ ἡμῶν, ἠρώτησε· τί ἔνι τό σκανδαλίζον καί κινοῦν ἡμᾶς ταράττεσθαι, καί λέγειν τά μή προσήκοντα, ὡς ἀκούω; ἀπεκρίθησαν δέ οἱ πρῶτοι τῶν ἀρχιερέων, ὅτι· ὁ πατριάρχης εἶπεν ἡμῖν, ἵνα ἐπιφερώμεθα τάς ἱεράς ἡμῶν ἀλλαγάς ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ, ἐπεί ἐκεῖ γενήσεται ἡ ἕνωσις, καί λίαν ἐτάραξε τάς συνειδήσεις ἡμῶν· οἴδαμεν γάρ ὅτι οἱ Λατῖνοι οὐδόλως μεταβαλοῦσί τι ὧν δοξάζουσι. ποταπή οὖν ἔνωσις γενήσεται, μενόντων τῶν Λατίνων ὡς ἔχουσι; τοῦτό ἐστι τό θορυβοῦν ἡμᾶς, καί ζητοῦμεν μαθεῖν πῶς καί ἐπί τίσιν εἰς τήν Φλωρεντίαν ἀπελευσόμεθα. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη πρός ταῦτα· ἐγώ οὐκ οἶδα εἰ γενήσεται ἡ ἕνωσις ἤ οὐ γενήσεται. ὅτι μέν γάρ ἀποδέχομαι γενέσθαι ταύτην καλῶς, λέγω καί πάντας οὕτω χρή διακεῖσθαι, οὐκ οἶδα δέ μέχρι τοῦ νῦν εἰ γενήσεται· οὐκ ἔχω δέ συνιέναι πῶς εἶπε τοῦτο ὁ πατριάρχης· παρά τινος μέν γάρ τῶν ἐνταῦθα παρόντων οὐκ ἔχει τοῦτο οὔτε παρά Γραικοῦ, οὔτε παρά Λατίνου· οὔτε γάρ ἐκεῖνοι οὔτε ἡμεῖς οἴδαμεν ἔτι εἰ γενήσεται· οὐκ οἶδα μόνον, εἰ ἔχει τοῦτο ἐκ θειοτέρας ἀποκαλύψεως. οὐ δεῖ οὖν ἡμᾶς ταράττεσθαι διά τόν λόγον τοῦ πατριάρχου, ἐπεί ἄδηλόν ἐστι· χρή δέ ἀπελθεῖν εἰς τήν Φλωρεντίαν καί διαλεχθῆναι περί τῆς δόξης ἀπαραιτήτως καί ἐξετασθῆναι καλῶς τό ζήτημα, καί γενέσθαι ὅπερ ἄν δοκιμάσῃ ἡ ἐξέτασις καί ἡ γυμνασία τῶν λόγων.
- [←56]
-
Συρόπουλος 7.30: Εἶπεν οὖν ὁ Ἐφέσου· ἐπειδή πρόκειται ἵνα διαλεγώμεθα περί τῆς δόξης, δεῖ σκέψασθαι ἡμᾶς ἐνταῦθα καί δοῦναι ἕκαστον τήν ἰδίαν γνώμην, ἵνα εἰδῶμεν πῶς διάκειται ἕκαστος περί τῆς δόξης· καί εἴπερ ἔχω πάντας ὁμογνώμονας καί κατέχω τάς γνώμας αὐτῶν, οὕτως ἀποδύσομαι εἰς τόν ἀγῶνα· εἰ δέ οὐκ ἔχω τάς γνώμας πάντων, ἵνα κάθημαι ἁπλῶς ὡς καί οἱ λοιποί. οὐκ ἔφθασε τελέσαι τόν λόγον ὁ Ἐφέσου, καί εὐθύς στραφείς ὁ πνευματικός πρός τόν βασιλέα εἶπε μετά θυμοῦ· δέσποτά μου ἅγιε, καί ἔξαρχον τῆς συνόδου ἀποκατέστησας αὐτόν; καί εἰ ἐστί τοῦτο, ὅρισον ἵν΄ εἰδῶμεν πάντες. ὡς ὑπ΄ αὐτόν ἐσμεν· πόθεν γάρ ἔχει οὕτως ἄδειαν ἀπαιτεῖν τά τοιαῦτα; ὅμοια δέ τινα εἶπε καί ὁ Νικαίας. εἶτα ὥρισεν ὁ βασιλεύς· πῶς ἀπαιτεῖς σύ τάς γνώμας; τίς σοι τήν ἐξουσίαν ταύτην δέδωκεν; οὐδέ ὁ πατριάρχης ἔχει ἄδειαν ἀπαιτεῖν γνώμας ἐνταῦθα· σύ δέ πῶς ποιεῖς τοῦτο, ἴσος ὤν τοῖς λοιποῖς ἀρχιερεῦσιν; ἐγώ oὑκ ἐποίησά σε ἔξαρχον· εἰ δέ καί ἔξαρχος ὑπῆρχες, οὐδέ οὕτως ἔδει σε τά τοιαῦτα ζητεῖν· πρό τοῦ γάρ ἐξετασθῆναι τό ζήτημα καί ἀκουσθῆναι τούς τῶν ἀντιλεγόντων λόγους καί γυμνασθῆναι καλῶς καί διευκριθῆναι πάντα τά παρεπόμενα τοῖς ζητήμασι, ποίας ἄν ἐξενέγκωσι γνώμας οἱ μή τάς ἐπεξεργασίας τῶν λόγων ἀκροασάμενοι; ταῦτα οὖν καί ἄλλ΄ ἄττα παραπλήσια εἰπών καί ὀνειδίσας καί ἀποσκώψας σύν τῷ Ἐφέσου καί τούς λοιπούς καί σιωπήν τῶν τοιούτων λόγων ἐπιτάξας, τελευταῖον· ἀπελευσόμεθα ἔφη εἰς τήν Φλωρεντίαν καί διαλέξεις ποιήσομεν, καθώς ἐτάξαμεν, καί γενήσεται ὅ ὁ Θεός χορηγήσοι. πρός ταῦτα οὖν ἀποβλέπετε καί παρασκευάζεσθε καί ἐάσατε λέγειν τά περισσά. τότε εἶπεν ὁ πνευματικός· καιρός ἐστι, δέσποτά μου, ἵνα μοι εὐεργετήσῃς ὅπερ ὥρισας, ὡς ἀνέφερον πρό καιροῦ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου, ὅτε μοι εὐηργέτεις καί ἀνέφερον ἵνα δέξωμαι τήν εὐεργεσίαν σου ἐν τῷ προσήκοντι καιρῷ, ἰδού νῦν ἐλήλυθεν ὁ καιρός. εὐηργέτησεν οὖν αὐτῷ ὁ βασιλεύς τό τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου ὀφφίκιον, ἵνα ἔχῃ κἀκ τούτου πλείονα ῥοπήν.
- [←57]
-
Στο κείμενο ὀφφίκιον, από το λατινικό officium.
- [←58]
-
Συρόπουλος 7.31: Οἱ δέ ἀρχιερεῖς ἐπεί οὐδέ οὕτως ἠδυνήθησαν κατορθῶσαί τι, καί ἄκοντες συνέθεντο καί ἡτοιμάζοντο ἐξ ἀνάγκης. τότε ἀκριβῶς πληροφορηθείς ὁ πάπας, ὅτι ἀκολουθῆσαι αὐτῷ πάντες εἰς τήν Φλωρεντίαν συνέθεντο, δέδωκε τό σιτηρέσιον· πρό τούτου γάρ βοώντων πάντων καί ἀπαιτούντων τῇ ἐνδείᾳ πιεζομένων, ὡς ἄσημοι φωναί καί ψόφοι κενοί παρά Λατίνοις ἐλογίζοντο αἱ τῶν ἐνδεῶν δεήσεις. εἰ οὖν, καί ὠφείλετο ἡμῖν σιτηρέσιον μηνῶν πέντε καί ἔλεγον δοῦναι τοῦτο ἀνελλιπῶς, ἀλλ΄ οὖν ἔδωκαν ἡμῖν τῇ δωδεκάτη τοῦ ἰανουαρίου φλωρία δισχίλια τετρακόσια δώδεκα ὑπέρ μηνῶν τεσσάρων καί ἀπῄτουν τῆς ἐς Φλωρεντίαν ἄψασθαι.
- [←59]
-
Τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 225) λένε ότι η πληρωμή έγινε στις 11 Ιανουαρίου, χωρίς να καθορίζεται το ποσό που καταβλήθηκε στους Γραικούς. Προσθέτουν όμως ότι ο πάπας έστειλε επίσης 19.000 φλουριά στην Κωνσταντινούπολη (Laurent 1971: 384 σημ. 1):
«Στις 11 λοιπόν Ιανουαρίου δόθηκαν στους Γραικούς από τον μακαριότατο πάπα χρήματα για έξοδα και δαπάνες. Και δεν δόθηκαν σε αυτούς μόνο αυτά εδώ, αλλά στάλθηκαν και στην Κωνσταντινούπολη 19.000 φλουριά για φροντίδα και βοήθεια. Και άρχισαν να μπαίνουν στον δρόμο για τη Φλωρεντία»
(Τῇ οὖν ια' τοῦ Ἰανουαρίου μηνός ἐδόθη τοῖς Γραικοῖς ἔξοδος καί ἀναλώματα παρά τοῦ μακαριωτάτου πάπα. οὐ μόνον δέ ὧδε αὐτοῖς ταῦτα, ἀλλά καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ἐστάλησαν φλωρία χιλιάδες δεκαεννέα πρός σύστασιν καί βοήθειαν· καί ἤρξαντο ἅπτεσθαι τῆς πρός Φλωρεντίαν ὁδοῦ).
- [←60]
-
Συρόπουλος 7.32: Εἶπον δέ οἱ Λατῖνοι· ἐπεί γίνεται μετάβασις τῆς συνόδου, δεῖ ἀνακηρυχθῆναι τοῦτο ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἐν ᾗ καί ἡ πρώτη ἀνακήρυξις γέγονε. συνέθηκαν οὖν γραμμάτιόν τι καί συναθροισθέντων πάντων ἐν τῷ ναῷ τῆς ἐπισκοπῆς, ἀνέγνωσαν αὐτό, καί διελάμβανεν ὅπως μετατίθεται ἡ σύνοδος διά τήν αἰτίαν τοῦ θανατικοῦ· τό δέ θανατικόν ἔπαυσε πρό δύο μηνῶν. οὕτως ἦσαν ἀληθεῖς! τῇ έκτη καί δεκάτη οὖν τοῦ ἰαννουαρίου ἐξῆλθεν ὁ πάπας καί ἀπήρχετο εἰς τήν Φλωρεντίαν σκεψάμενος μέν δι΄ ἄλλης ἐλθεῖν ὁδοῦ, δι΄ ἧς καί πάντας τούς οἰκείους καί τάς βιωτικάς ὕλας ἐξέπεμψε, δι΄ ἑτέρας δέ αὐτός ἄγνωστος ὡς ὁ τυχών εἰς τήν Φλωρεντίαν ἐκδραμών μετ΄ ἀνδρῶν όκτώ καί εἴκοσι, δειλιάσας τάς ἐπιβουλάς ὁ μακαριώτατος.
- [←61]
-
Η βούλλα μεταφοράς Decet oecumenici concilii τής 10ης Ιανουαρίου. Τη διάβασε στα λατινικά ο αρχιεπίσκοπος τού Πόρτο και στα ελληνικά ο επίσκοπος Μυτιλήνης, οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν κάνει το ίδιο και κατά την έναρξη τής Συνόδου. Ο ανώνυμος Ρώσος χρονικογράφος προσδιορίζει ότι, ενώ ο πάπας και οι Λατίνοι ιεράρχες (44 καρδινάλιοι και επίσκοποι) ήσαν στολισμένοι και φορούσαν μίτρα, οι Γραικοί, περιλαμβανομένου τού πατριάρχη, είχαν φορέσει μόνο τα μοναστικά τους ρούχα (Laurent 1971: 384 σημ. 2).
- [←62]
-
Στις 17 Οκτωβρίου ο Τσεζαρίνι (σε επιστολή του προς τον Τραβερσάρι) παρατηρούσε μια εξασθένιση τής επιδημίας. Σύμφωνα με επιστολή τού Ευγένιου Δ΄ προς τον Ερρίκο τής Δανίας, με ημερομηνία 27 Ιανουαρίου 1439, η πανούκλα ή οι επιπτώσεις της εξακολουθούσαν να μαστίζουν στις αρχές τού χειμώνα τη Φερράρα και υπήρχαν φόβοι ότι θα συνεχιζόταν την άνοιξη και το επόμενο καλοκαίρι. Ίδια δήλωση υπάρχει στη βούλλα μεταφοράς τής 10ης Ιανουαρίου: Cum vero illa [pestis] in dies perseveret, timeaturque verisimiliter proximo vere atque estate vehemencius invalescere. Ο Laurent 1971: 384 σημ. 3, σημειώνει ότι, από την άλλη πλευρά, το ίδιο έγγραφο μιλά επίσης για άλλα εύλογα αίτια που δεν κατονομάζει, γιατί κατά τον Gill, Council, σελ. 164, σημ. 1, δεν θα μπορούσε να το κάνει αξιοπρεπώς σε μια τέτοια επίσημη πράξη. Πρώτα απ΄ όλα υπήρχαν οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν οι Πατέρες από την επίθεση τού Πιτσινίνο, καθώς και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε το παπικό ταμείο. Είναι λάθος να πούμε ότι ο παρουσιαζόμενος λόγος, η πανούκλα, ήταν μια ευπρόσδεκτη δικαιολογία (ein willkommener Vorwand), γιατί, αν δεν ήταν ο μόνος, παρέμενε στην πραγματικότητα ο κίνδυνος στον οποίο οι ίδιοι οι Γραικοί ήσαν πιο ευαίσθητοι.
- [←63]
-
Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρουν τη συνήθη διαδρομή μέσω Μπολώνια, αφού η πόλη εκείνη είχε παραδοθεί στον Πιτσινίνο. Οι περισσότεροι Πατέρες ταξίδεψαν από τη Φερράρα με ποταμόπλοια μέχρι το Κονσελίτσε στα νοτιοανατολικά και από εκεί με άλογα μέσω Φαέντσα και Απεννίνων, από τα οποία κατέβηκαν στην πεδιάδα προς Φλωρεντία. Από αυτή τη διαδρομή είχε στείλει και ο πάπας τις αποσκευές του, αλλά ο ίδιος, αφού προσποιήθηκε ότι θα ταξίδευε στην ίδια κατεύθυνση, ίππευσε τη νύχτα τής 16ης Ιανουαρίου με τον Λιονέλλο, γιο τού μαρκήσιου ντ΄ Έστε, προς Μόντενα και Πιστόια, φτάνοντας στις πύλες τής Φλωρεντίας το Σάββατο 24 τού μηνός (Laurent 1971: 385 σημ. 4).
- [←64]
-
Αν και η διαδρομή κρατήθηκε μυστική, η έξοδος από τη Φερράρα έγινε με μεγάλη επισημότητα, με ισχυρή συνοδεία στρατιωτών που συνόδευσαν τον Ευγένιο Δ΄ για μια ολόκληρη μέρα υπό την ηγεσία τού ίδιου τού μαρκησίου ντ΄ Έστε. Κατά τον Laurent 1971: 385 σημ. 5, η παρατήρηση τού Συροπούλου είναι σωστή μόνο όσον αφορά την πονηριά που χρησιμοποιήθηκε για να αποφευχθούν οι κακές προθέσεις που αποδίδονταν στον δούκα τού Μιλάνου. Βλέπε επόμενη σημείωση.
- [←65]
-
Ο Πέρο Ταφούρ, που κυκλοφορούσε τότε στην περιοχή, έχει καταγράψει τη φήμη ότι ο δούκας τού Μιλάνου βρισκόταν σε επιφυλακή για να συλλάβει τον ίδιο τον πάπα. Πρέπει να το γνώριζαν αυτό στη Φερράρα και γι΄ αυτό η αναχώρηση τού πάπα έγινε με τέτοια ανάπτυξη δυνάμεων. Άλλοι ισχυρίζονταν ότι ούτε ο άρχοντας τής Φαέντσα φαινόταν να έχει τις καλύτερες προθέσεις σε σχέση με τον πάπα (Laurent 1971: 385 σημ. 6).
- [←66]
-
Συρόπουλος 7.33: Εἶτα ἡτοιμάζετο καί ὁ βασιλεύς καί ὥρισεν· ἑτοιμασθήτωσαν καί οἱ γηραιότεροι τῶν ἀρχιερέων ἐλθεῖν μετ΄ ἐμοῦ ἵνα ἔχωσιν ἀνάπαυσιν καλήν ἀφ΄ ἡμῶν. καί ἀκούσαντες τοῦτο οἱ πλείους τῶν ἀρχιερέων ἐζήτουν ἀπελθεῖν μετά τοῦ βασιλέως. ἔγραψα οὖν κατ΄ ὄνομα τούς βουλομένους ἀπελθεῖν καί ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ καί ἀπεδέξατο αὐτούς. εἶτ΄ αὖθις ἀπῆλθον τῇ μετ΄ ἐκείνην ἡμέρᾳ καί ἀνήνεγκα τῷ βασιλεῖ ὅπως εἰσίν ἕτοιμοι ὅταν ὁρίσῃ. ὁ δέ βασιλεύς ὥρισεν, ὅτι· οἱ ἄρχοντες οὐκ ἀποδέχονται τούς πολλούς· λέγουσι γάρ ὅτι τέσσαρας ἤ πέντε τούς πρώτους, οἷον Τραπεζοῦντος, Ἐφέσου, Ἡρακλείας, Μονεμβασίας, Κυζίκου, καί ἄλλον ἴσως τινά κατ΄ αὐτούς ἀναπαύσουσιν ὡς φίλους καί πατέρας αὐτῶν, οὐκ ἔχουσι δέ ἀνάγκην ἀναπαύειν ξένους καί ἀγνωρίστους αὐτοῖς. λοιπόν κώλυσον τούς περισσούς· ἐλθέτωσαν δέ ὅσους εἴπομεν καί καλῶς ἀναπαύσονται. ταῦτα δέ ἔλεγε δειλιῶν μη ποτέ τινες ἐξ αὐτῶν ἀποδράσωσι, ἐπεί καί τῷ μαρκέσῃ διεμηνύσατο κατ΄ αὐτάς τάς ἡμέρας καί διελάλησεν, ἵνα εἴ τις δέξεται Γραικόν τινα εἰς πλοῖον αὐτοῦ ἀπερχόμενον εἰς Βενετίαν, γενήσεται τό πλοῖον πυρίκαυστον. ἰδού καί ὁ δεύτερος ἡμῶν περιορισμός.
- [←67]
-
Συρόπουλος 7.34: Μετά δέ ταῦτα διεμηνύσατο ὁ πατριάρχης τῷ βασιλεῖ ἵν΄ ἀπέλθῃ πρῶτος αὐτός· ὁ δέ βασιλεύς ἀπεκρίνατο· οὕτως ἐτάχθη ἵν΄ ἀπέλθω πρῶτον ἐγώ, καί ἐστήσαμεν τοῦτο καί μετά τοῦ πάπα. οὐ δεῖ οὖν ἡμᾶς ἄλλως ποιῆσαι. ἐλυπήθη πρός τοῦτο ὁ πατριάρχης, καί εἴρηκεν, ὅτι· ἡ ἐκκλησία ὀφείλει προηγεῖσθαι πανταχοῦ καί αὐτῇ ἀνήκουσι τά πρωτεῖα· ὁ δέ βασιλεύς πράττει τά ἐναντία, καί ἐποίησε τοῦτο καί ἐν τῇ Βενετίᾳ, καί νῦν ἐνταῦθα οὕτω βούλεται ποιήσειν. ἰδού μεμέρισται ὁ Χριστός. ταῦτα ἐνηχηθείς ὁ βασιλεύς παρά τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου (αὐτός γάρ ἦν ὁ μηνυτής), ἐνέδωκεν ἵν΄ ἀπέλθῃ πρῶτος ὁ πατριάρχης. τῇ δέ πέμπτῃ καί είκοστῇ τοῦ ἰανουαρίου δεδώκασιν ἡμῖν πᾶσιν ἐπίσης ἄνευ μόνου τοῦ πατριάρχου χάριν ἐφοδίων ἀνά φλωρίων δύο, ὁμοῦ φλωρία τριακόσια τεσσαράκοντα· κατέθεντο δέ καί τά ναῦλα τῶν πλοίων καί τούς μισθούς τῶν ἵππων αὐτοί.
- [←68]
-
Οι Γραικοί πήγαν στη Φλωρεντία σε τρεις ομάδες. Ο πατριάρχης και το μεγάλο μέρος το βυζαντινού κλήρου έφυγαν πρώτοι στις 26 Ιανουαρίου 1439. Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά των Ρώσων με επικεφαλής τον Ισίδωρο Κιέβου, με τον οποίο ταξίδεψαν αρκετοί Γραικοί ιερωμένοι. Παρά τις δυσκολίες τού δρόμου και τις δυσκολίες τής εποχής στα Απέννινα όρη, ο Ισίδωρος και η ομάδα του ήσαν οι πρώτοι που έφτασαν στη Φλωρεντία, όπου βρίσκονταν στις 3 Φεβρουαρίου. Η υποδοχή αυτής τής εμπροσθοφυλακής δεν υπήρξε λαμπρή. Ακόμη χειρότερα, τα σπίτια που προορίζονταν για να τούς υποδεχθούν δεν ήσαν έτοιμα (Laurent 1971: 386 σημ. 1).
- [←69]
-
Συρόπουλος 7.35: Καί τῇ ἕκτῃ καί εἰκοστῇ πρός ἑσπέραν εἰσῆλθεν ὁ πατριάρχης μετά τῶν ἀρχιερέων καί ἡμῶν πάντων εἰς τά πλοῖα, καί δι΄ ὅλης τῆς νυκτός καί τῆς μετ΄ ἐκείνην ἡμέρας κατηντήσαμεν εἰς τέλος τοῦ ποταμοῦ καί ἐμείναμεν ἐκεῖσε ἐντός τῶν πλοίων ἡμέρας δύο, ἵππους ἐκδεχόμενοι· ὧν ἐλθόντων, προήλθομεν δι΄ αὐτῶν ὡσεί τριῶν ὡρῶν διάστημα καί ἐμείναμεν εἰς καστέλλιον· καί τῇ ἑξῆς πάλιν προβάντες ὡσεί πέντε ὡρῶν διάστημα ἐφθάσαμεν εἰς τήν Φαέντζιαν. περιεμείναμεν οὖν κἀκεῖσε ἡμέρας τινάς ἐκδεχόμενοι καί ἑτέρους ἵππους ἐκ τῆς Φλωρεντίας· ὧν ἐλθόντων αὖ ὁδεύσαντες δι΄ αὐτῶν ἡμέρας τρεῖς, ἐφθάσαμεν εἰς τήν Φλωρεντίαν τῇ ἑβδόμῃ τοῦ φεβρουαρίου πρός ἑσπέραν, σαββάτῳ τῆς Ἀπόκρεω. οὐκ ἐᾶ δέ με τό πλῆθος τῶν ἐν τῇ ὁδῷ δυσχερῶν ἐκτραγωδεῖν αὐτά τῇ συντομίᾳ χρῆσθαι βουλόμενον.
- [←70]
-
Η πόλη Φαέντσα, 100 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τής Φερράρας. Είχαν ταξιδέψει αρχικά με ποταμόπολοια και στη συνέχεια έφτασαν έφιπποι στη Φαέντσα με ταξίδι οκτώ ωρών.
- [←71]
-
Φαίνεται ότι υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην αποστολή αλόγων, παρά την επιμονή τού καρδινάλιου Τσεζαρίνι, ο οποίος, με επιστολή στις 22 Ιανουαρίου, προειδοποιούσε τούς Μέδικους ότι έπρεπε να στείλουν επειγόντως τα απαραίτητα άλογα. Σχετικά με την παραμονή των Γραικών στη Φαέντσα υπάρχει δεύτερο γράμμα τού ίδιου, με την ίδια ημερομηνία 2 Φεβρουαρίου (Laurent 1971: 386 σημ. 2).
- [←72]
-
Συρόπουλος 7.36: Ἔμεινεν οὖν ὁ πατριάρχης ἐν μοναστηρίῳ παρά τήν πύλην ὄντι τῆς Φλωρεντίας ἐκτός ἡμέρας τέσσαρας κόπῳ τε καί νόσῳ τετρυχωμένος. εἶτα ἐλθόντες οἱ ἄρχοντες τῆς Φλωρεντίας εἰσῆξαν καί προέπεμψαν αὐτόν μετά τιμῆς καί ἤχου σαλπίγγων μέχρι τῆς ἑτοιμασθείσης αὐτῷ οἰκίας, κωδωνιζομένων καί πάντων τῶν ἑορτασίμων κωδώνων μέχρι τῆς εἰς τήν οἰκίαν ἀφίξεως. εἶτα ἦλθεν ὁ βασιλεύς τῇ τετάρτῃ καί δεκάτῃ τοῦ φεβρουαρίου καί ἔμεινε καί αὐτός εἰς τό δηλωθέν μοναστήριον, καί τῇ πέμπτῃ καί δεκάτῃ, ἥτις ἦν κυριακή τῆς Τυροφάγου, ἡτοιμάσθησαν οἱ ἄρχοντες τῆς Φλωρεντίας καί περί δευτέραν ὥραν μετά μεσημβρίαν ἀπῆλθον εἰσάξαι τόν βασιλέα καί διασῶσαι εἰς τό εὐπρεπισθέν αὐτῷ παλάτιον. συνέδραμον δέ καί πάντες ἄνδρες τε καί γυναῖκες πρός τε ὑπαντήν καί θεωρίαν καί τέρψιν, καί ἦν ἰδεῖν χορούς ἀρχοντισσῶν, τῶν μέν ἐπί τῶν ὑπερῴων καί ἐπί τῶν κεράμων καθημένων λαμπρῶς (ἐν γάρ τῇ Φλωρεντίᾳ ἀδεῶς ἐπί τῶν κεράμων βαδίζουσί τε καί κάθηνται), τῶν δέ ἐπί τῶν τριόδων λαμπρῶς ἐσταλμένων καί προκαταλαμβανουσῶν τά κάλλιστα τῶν θεωριῶν μέρη, τήν βασιλικήν θεάσασθαι πομπήν, καί πανταχόθεν φαιδρά συγκεκρότηται ἑορτή ἐπί τῇ εἰσόδῳ τοῦ βασιλέως. ἀλλά καί ἡ ἡμέρα ἐκ πρωΐας μέχρι τρίτης ὥρας μετά μεσημβρίαν φαιδροτάτη ἦν καταλαμπομένη ὑπό τοῦ ἡλίου, μετά δέ τήν τρίτην ὥραν, νεφῶν συγκαλυψάντων τάς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου, ἡ ἡμέρα ἐσκυθρώπαζέ τε καί κατηφής ἐγεγόνει· καί ἀρξαμένου τοῦ βασιλέως τῆς πρός τήν Φλωρεντίαν ὁδοῦ, ἤρξατο ψεκάζειν καί ἐπί πλέον προὔβαινε, καί εἰσερχομένου τοῦ βασιλέως τήν πύλην τῆς πόλεως, ῥαγδαῖος ὁ ὑετός ἐρράγη, ὥστε τούς παρατυχόντας δρομαίους καταφεύγειν ἐν ταῖς οἰκίαις καί κρύπτεσθαι. διήρχετο δέ ὁ βασιλεύς τήν πόλιν οὕτω καταβρεχόμενος ἔχων ἑκατέρωθεν δύο καρδηναλίους συνοδοιποροῦντας, ὕπερθεν δέ οὐρανόν καμουχέϊνον βρέχοντα καί αὐτόν ἤ μᾶλλον εἰπεῖν βρεχόμενον καί βρέχοντα, καί δρόμῳ ἔθεεν ὅπως φθάσῃ εἰς τήν δοθεῖσαν αὐτῷ οἰκίαν καί διαφύγῃ τόν βίαιον καί σφοδρόν ὑετόν. οὔτε τοίνυν οἱ τῶν κωδώνων ἦχοι, οὔθ΄ αἱ τῶν σαλπίγγων ὠδαί τέρψιν τινά τοῖς παριοῦσιν ἤ τοῖς θεωμένοις ἐποίουν, ἀλλά ζοφερά καί ἀνέορτος ἡ τοῦ βασιλέως ἐπεισόδιος ἑορτή γεγένηται, τῆς ἀμέτρου ἐπομβρίας διαλυσάσης πρό ὥρας ἅπαντα τόν συναθροισθέντα φιλέορτον σύλλογον.
- [←73]
-
Η πομπή ήταν μάλλον εκκλησιαστική, όπως έπρεπε να είναι: δύο καρδινάλιοι (Κολόννα και Καπράνιτσα), τριάντα επίσκοποι, ολόκληρη η παπική κούρτη και πλήθος κατοίκων τής πόλης, όλοι πάνω σε περισσότερα από 500 άλογα. Οι πρόκριτοι περίμεναν έξω από το παλάτι τής Σινιορίας. Εκεί έγινε μια στάση και ο Λεονάρντο Μπρούνι προσφώνησε στα ελληνικά τον πατριάρχη, ο οποίος στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην κάζα Φερραντίνι, στο σπίτι του. Τα Λατινικά Πρακτικά σημειώνουν ότι δεν υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα, καθώς η μέρα ήταν εργάσιμη και οι Φλωρεντινοί είχαν στην προκειμένη περίπτωση μία μόνο ανησυχία: τη δουλειά τους. Εξαίρεση έγινε την ημέρα τής εισόδου τού πάπα, την Τρίτη 27 Ιανουαρίου, κατά την οποία, αν και δεν ήταν ούτε αυτή αργία, είχε δοθεί εντολή από τη Σινιορία να κλείσουν καταστήματα και εργαστήρια (Laurent 1971: 387 σημ. 3).
- [←74]
-
Η είσοδος τού πατριάρχη έγινε στις 12 Φεβρουαρίου. τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 226) αναφέρουν τις 13 τού μηνός:
«Στις 13 Φεβρουαρίου βγήκαν να συναντήσουν τον πατριάρχη μας δύο καρδινάλιοι, τριάντα περίπου αρχιεπίσκοποι και επίσκοποι, και πολύς άλλος λαός»
(Μηνί δέ φεβρουαρίῳ ιγ΄ ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ πατριάρχου ἡμῶν καρδινάλιοι δύο, ἀρχιεπίσκοποι δέ καί ἐπίσκοποι ὡσεί τριἀκοντα, καί ἄλλος πολύς λαός).
Όμως αυτό είναι λάθος, γιατί προσθέτουν σχεδόν αμέσως ότι ο αυτοκράτορας, που σίγουρα μπήκε στη Φλωρεντία στις 15, έφτασε στον προορισμό του τρεις ημέρες μετά τον πατριάρχη:
μετά προδρομήν δέ ἡμερῶν τριῶν ἦλθεν καί ὁ βασιλεύς (Laurent 1971: 387 σημ. 4).
- [←75]
-
Η Κυριακή τού Καρναβαλιού, που ήταν η πιο κατάλληλη για δημόσιους εορτασμούς από οποιαδήποτε άλλη. Η Σινιορία βρήκε την ευκαιρία να οργανώσει εκδήλωση που θα ήταν πραγματικά μεγάλη, αν δεν είχε χαλάσει ο καιρός (Laurent 1971: 387 σημ. 5).
- [←76]
-
Στο Παλάτσο Ριντόλφο Περούτσι, κοντά στην πλατεία Σάντα Κρότσε. Ο αδελφός τού αυτοκράτορα Δημήτριος Παλαιολόγος έφτασε την Τετάρτη 4 Μαρτίου και στεγάστηκε στο Παλάτσο Βάννι Καστελλάνι (Laurent 1971: 387 σημ. 6).
- [←77]
-
Περιγραφή αυτής τής πλούσιας αλλά άτυχης υποδοχής στο Gill, Acta, σελ. 226-227 (Laurent 1971: 389 σημ. 1).
- [←78]
-
Κατά τον Laurent 1971: 389 σημ. 3, ο Συρόπουλος ξέχασε να σημειώσει μια ιδιαιτερότητα, που πρέπει να είχε ενθουσιάσει την έκτη αίσθησή του: η δυνατή βροχή, που ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που ο αυτοκράτορας έμπαινε στην πόλη, σταμάτησε ξαφνικά μόλις μπήκε στο σπίτι του. Το γεγονός όμως εντυπωσίασε τον Αντρέ ντε Σάντα Κρότσε:
«Γιατί η τόσο μεγάλη βροχή ήρθε απροσδόκητα, μόλις ο αυτοκράτορας πάτησε το κατώφλι τής πόλης… Και κάτι που ήταν ακόμη πιο περίεργο: μόλις πέρασε το κατώφλι τού σπιτιού, η βροχή σταμάτησε»
(Venit namque ex insperato pluvia tam grandis quamprimum limina civitatis ingressus est imperator… quod mirandum magis extitit: quamprimum limina domus ingressus est, cessa vit pluvia).