Σημειώσεις Κεφαλαίου 8

Σημειώσεις Κεφαλαίου 8

[←1]

Συρόπουλος 8: Τμῆμα Ηον. Ἐν ᾧ περί τῶν ἐν Φλωρεντίᾳ διαλέξεων καί ὅπως ἔπαυσεν αὐτάς ὁ βασιλεύς καί πρός ἑνωτικάς ἐχώρει μεσότητας, καί ἐν τούτοις ἐλθόντος πρέσβεως ὑπέρ βοηθείας τῆς Πόλεως, ὁ βασιλεύς μετά πολλῆς ἀξιώσεως αἰτήσας ὑπέρ ταύτης τόν πάπαν ἤνυσεν οὐδέν καί ὅπως ἔσκωψε τόν Ἡρακλείας· καί ὅτι ἐλθών ὁ Ἰουλιανός εἰς τόν βασιλέα ἀπέδειξε τόν μέν πάπαν ποιοῦντα καί πλείω τῶν συμφωνηθέντων, ἡμᾶς δέ μή τηροῦντας τάς συμφωνίας, καί ὅπως ὁ βασιλεύς συνήρχετο ἰδίως μετά τινων ἀρχιερέων εἰς τόν πάπαν καί ἐσκέπτοντο μυστικῶς περί ἑνωτικῶν τρόπων· καί ὅπως ἔστειλαν οἱ Λατῖνοι ἔκθεσιν πίστεως πρός τούς ἡμετέρους καί οἱ ἡμέτεροι αὖθις πρός ἐκείνους. ἀπομημονευμάτων η.

[←2]

Συρόπουλος 8.1: Μετά δέ τήν εἰς Φλωρεντίαν ἡμῶν ἐπιδημίαν ἀπεχαρίσαντο ἡμῖν ἠρεμεῖν τῇ πρώτῃ τῶν νηστειῶν ἑβδομάδι· τῇ δ΄ ἐφεξῆς ἡτοίμασαν τάς διαλέξεις καί ἐζήτησαν οἱ Λατῖνοι ἵν΄ ἔχωσι τό προτείνειν ἐκεῖνοι· ἐνέδωκε δέ τοῦτο ὁ βασιλεύς πρό τοῦ κοινώσασθαι τό περί τούτου τῇ συνόδῳ. μαθόντες δέ τοῦτο οἱ ἡμέτεροι ἐδήλωσαν τῷ βασιλεῖ, ὅτι· οὐκ ἔστι καλόν παραιτήσασθαι ἡμᾶς τό προτείνειν· ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· προετείνομεν πρῶτον ἡμεῖς, νῦν δέ δίκαιόν ἐστιν ἵνα προτείνωσιν ἐκεῖνοι. εἶπον δ΄ οἱ ἡμέτεροι· ἡμεῖς ἐσμέν οἱ ἐνάγοντες καί ἐγκαλοῦντες ἐκείνοις, καί δεῖ ἡμᾶς λέγειν πρῶτον τάς ἰδίας δικαιολογίας, καί ἕλκειν ἐκείνους εἰς ἀπολογίας. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· χρή ἵνα τηρήσωμεν τήν ἰσότητα ἑκατέροις τοῖς μέρεσι· προετείνομεν οὖν ἐν τοῖς πρώτοις ἡμεῖς, καί νῦν δεῖ προτείνειν ἐκείνους. καί ἐκύρωσε τοῦτο εἰρηκώς· οὕτω γάρ ἔνι δίκαιον.

[←3]

Ο Laurent 1971: 390 σημ. 1, παρατηρεί ότι ο Συρόπουλος φαίνεται εδώ να έρχεται σε αντίθεση με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, 227):
«Κι ενώ αυτά έτσι γίνονταν και πέρασε και η Κυριακή τής Τυρινής, την Καθαρή Τετάρτη τής αγίας Σαρακοστής πρόσταξε ο αυτοκράτορας και συγκεντρωθήκαμε στην οικία του, και εξετάζαμε τη συνέχιση πάλι των συνεδριάσεων. Ειδοποιήσαμε μάλιστα τούς Λατίνους ότι είμαστε προετοιμασμένοι και όποτε νομίζουν ότι χρειάζεται, να γίνουν οι συνεδριάσεις μας»
(Τούτων οὕτω γενομένων καί τῆς τυρινῆς παρελθούσης, τῇ καθαρᾷ τετράδι τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς ὥρισεν ὁ βασιλεύς καί συνήχθημεν ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καί ἐσκεψάμεθα περί τῆς προχωρήσεως πάλιν τῶν συνελεύσεων, καί δή ἐμηνύσαμεν τοῖς Λατίνοις ὅτι ἐσμέν παρεσκευασμένοι καί ὅτε χρήζωσι γενέσθαι τάς συνελεύσεις ἡμῶν).
Eπομένως, αν και δεν υπήρξαν συνεδριάσεις τής συνόδου κατά τη διάρκεια αυτής τής εβδομάδας, οι Γραικοί προετοιμάζονταν για τις μελλοντικές συναντήσεις με τούς Λατίνους.

[←4]

Την Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου ο αυτοκράτορας γνωστοποίησε στον πάπα την επιθυμία των Γραικών να διεξαχθούν οι συζητήσεις σε μικρές επιτροπές. Αυτό συνέβη την επόμενη μέρα (Laurent 1971: 391 σημ. 2).

[←5]

Συρόπουλος 8.2: Τῇ οὖν ἕκτῃ καί εἰκοστῇ φεβρουαρίου τῆς δευτέρας ἰνδικτιῶνος, ἡμέρᾳ πέμπτῃ τῆς δευτέρας ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, γέγονε πρώτη συνέλευσις. καί ἤρξατο ὁ Ἰουλιανός εἰπεῖν ἐν προοιμίοις, ὅτι· ὁ μακαριώτατος πατήρ ὁρίζει με ἵνα εἴπω, ὡς, ὅτε συνεβουλευόμεθα μεταθεῖναι τήν ἱεράν ταύτην σύνοδον ἐκ Φεραρίας εἰς τήν Φλωρεντίαν, ἔφη ὁ βασιλεύς κατά πολύ ἐφίεσθαι τήν πραγματείαν ταύτην τῆς ἑνώσεως συντελεσθῆναι καί συμπερανθῆναι· καί ὁ πάπας δεξάμενος τοῦτο ἀσμένως, ἔφη, ὅτι οὐκ ἔστιν ἄλλος τρόπος ἐπιτηδειότερος πρός τοῦτο ἤ τό διαλέγεσθαι συνεχῶς. καί τελευταῖον ἀπεφάνθη ἵνα συνερχώμεθα τρίς τῆς ἑβδομάδος ἀπαραιτήτως καί παρατείνωνται αἱ διαλέξεις μέχρι τριῶν ὡρῶν ἑκάστη. εἶτα ἔδοξε τῷ βασιλεῖ μᾶλλον εἶναι συμφέρον ἵν΄ ἐκλεχθῶσιν ἐξ ἑκατέρου μέρους τινές καί σκέψωνται ἰδίᾳ καί μυστικῶς εὑρεῖν τρόπον τινά, δι΄ οὗ ἄν ἔλθωμεν εἰς ἕνωσιν· καί εἰ μέν τούτῳ τῷ τρόπῳ δυνηθῶμεν ἑνωθῆναι, ἤδη κατορθωθήσεται ὅπερ προὐθέμεθα· εἰ δέ οὐχ εὑρεθῇ οὕτως τρόπος ἑνωτικός, ἵνα χωρήσωμεν πρός τήν ἕνωσιν διά τῶν διαλέξεων. ἐπεί οὖν πρῶτος ὁ βασιλεύς τοῦτο προέτεινε, δῆλον ὅτι εὗρε καί τόν τρόπον τόν ἑνωτικόν, καί ἀξιοῖ ὁ πάπας, ἵνα ἐμφανίσῃ τοῦτο ἡμῖν.

[←6]

Στο κείμενο, τῆς δευτέρας ἰνδικτιῶνος.

[←7]

Τα Ελληνικά Πρακτικά ονομάζουν επίσης πρώτη αυτή τη συνεδρίαση. Ωστόσο δεν ήταν κανονική συνεδρίαση, όπως την εννοούν τα Λατινικά Πρακτικά, αλλά συνάντηση ειδικών για τον καθορισμού τής προόδου των εργασιών. Πραγματοποιήθηκε στα διαμερίσματα τού πάπα στη Δομινικανή Μονή τής Σάντα Μαρία Νοβέλλα. Σύμφωνα με τα Λατινικά Πρακτικά, έλαβαν μέρος δύο αντιπροσωπίες με σαράντα μέλη η καθεμιά. Ο πατριάρχης, ακινητοποιημένος από το πρήξιμο των ποδιών του, δεν συμμετείχε (Laurent 1971: 391 σημ. 3).

[←8]

Η συνεδρίαση αποτελούσε ουσιαστικά διάλογο μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού καρδινάλιου, χωρίς την εμφανή συμμετοχή τού ελληνικού κλήρου (Laurent 1971: 391 σημ. 4).

[←9]

Συρόπουλος 8.3: Ὁ δέ βασιλεύς ἔφη, ὅτι· ἐγώ ἐρῶ πρῶτον ὅ προεθέμην εἰπεῖν πρό τοῦ τον καρδηνάλιον εἰρηκέναι ἅπερ εἶπεν, εἶτα καί πρός τούς αὐτοῦ ἀπολογησόμεθα λόγους. λέγω τοίνυν ὅτι ἡμεῖς εἰς τό περί τῆς προσθήκης εἴπομεν λόγους πολλούς καί ἀναγκαίους· εἴχομεν δέ καί ἔτι εἰπεῖν πλείονας καί ἰσχυροτέρους· παρελίπομεν δέ τούτους διά τήν ἀξίωσιν ὑμῶν. ἐστί δ΄ ἐπ΄ ἐξουσίας ἡμῖν ὅταν θελήσωμεν εἰπεῖν περί τούτου· διό καί ἐφάνει μοι καλόν προειπεῖν περί τούτου, ἵνα εἰ συμβῇ ἐμπεσεῖν εἰς ἐκείνους ἡμᾶς τούς λόγους, μή δόξωμεν ἐπανέρχεσθαι εἰς ἅ παρῃτησάμεθα. περί δέ τῶν ἄλλων ὧν διηγήσω, σύμφημι καί αὐτός οὕτως ἔχειν· τρόπον δέ ἑνώσεως οὔτε εὕρομεν οὔτε ἔχομεν· οὐδέ γάρ ἐσκεψάμεθα. εἰ δέ ἔχητε ὑμεῖς, ἀξιοῦμεν ἵνα ἐμφανίσητε ἡμῖν τοῦτον.

[←10]

Ωστόσο, κατά τον Laurent 1971: 392 σημ. 1, οι Γραικοί βρήκαν τρόπο μετά το τέλος αυτής τής συνεδρίασης. Συγκεντρωμένοι στο διαμέρισμα τού άρρωστου πατριάρχη, μπορούσαν μόνο να σημειώνουν την αδυναμία στην οποία είχαν βρεθεί, προκειμένου να ανακαλύψουν έναν αποδεκτό τρόπο ένωσης και αποφάσισαν να ζητήσουν από τον αυτοκράτορα να επιμείνει παρ΄ όλα αυτά στον πάπα, να παραιτηθεί αυτός από δημόσιες συναντήσεις. Μάλιστα προώθησαν την πρωτοβουλία μέχρι τον διορισμό επταμελούς επιτροπής, που θα ήταν υπεύθυνη για τη διεξαγωγή ιδιωτικών συζητήσεων με τούς Λατίνους, προκαταλαμβάνοντας τη συμφωνία τού Ευγένιου Δ΄ την οποία απέσπασαν. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 249:
«Όταν λοιπόν μάς είπαν να σκεφτούμε κάποια ενδιάμεση λύση που να συμφέρει για την ένωση, αυτό μάς φάνηκε ότι ήταν όχι μόνο μεγάλο, αλλά και πολύ δυσεύρετο. Όταν λοιπόν συγκεντρωθήκαμε στου πατριάρχη (γιατί ήταν άρρωστος), μάς ρώτησε ο αυτοκράτορας τί θα απαντήσουμε σε αυτό, γιατί υπάρχει, είπε ο αυτοκράτορας, ενδιάμεση λύση που οδηγεί σε ευσεβή ομόνοια. Οι αρχιερείς απάντησαν: «Εμείς ούτε έχουμε ενδιάμεση λύση, ούτε μιλάμε για τέτοια. Αλλά επειδή οφείλουμε να δώσουμε απάντηση στους Λατίνους την ημέρα τού Σαββάτου, ας ζητήσει η βασιλεία σου να συγκεντρωθούμε ιδιαιτέρως τα δύο μέρη και ο Θεός θα φροντίσει για τρόπο ένωσης». Και ρώτησε ο αυτοκράτορας: «Και θέλετε όλοι σας να συμμετέχετε σε αυτή την ιδιαίτερη συνεδρίαση;» Και τού απαντήσαμε: «Ειδοποίησε τον πάπα, αν το αποδέχεται αυτό και αν εγκρίνει να γίνουν ιδιαίτερες συνεδριάσεις. Τότε θα εκλέξουμε μερικούς από τούς δικούς μας αποδεκτούς για να πάνε, όσους νομίζει σε αριθμό». Κι ο αυτοκράτορας ζητούσε και πάλι την εκλογή προσώπων που θα επεξεργάζονταν τις [γραπτές] απαντήσεις και θα είχαν τη φροντίδα για όλες τις απαντήσεις στη συζήτηση»
(Εἰπόντων οὖν ἡμῖν βουλευθῆναί τι μέσον τό λυσιτελοῦν πρός ἑνότητα, τοῦτο οὐ μικρόν ἔδοξεν ἡμῖν, ἀλλά καί λίαν δυσεύρετον. καί δή συναχθέντες ἐν τῷ πατριάρχῃ (ἦν γάρ ἀσθενής), ἠρώτησεν ἡμᾶς ὁ βασιλεύς τί ἄν περί τούτου ἀπολογησώμεθα, καί ἔστι τι μέσον ἐπάγον εἰς εὐσεβῆ ὁμόνοιαν, φησίν ὁ βασιλεύς. ἀπεκρίθησαν οἱ ἀρχιερεῖς· Ἡμεῖς μέσον οὔτ΄ ἔχομεν οὔτε λέγομεν· ἀλλ΄ ἐπειδή ὀφείλομεν ἀπολογίαν δοῦναι τοῖς Λατίνοις τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου, ζητησάτω ἡ βασιλεία σου ὅπως συνέλθωμεν άμφότερα τά μέρη ἰδίᾳ, καί ὁ θεός μεριμνήσει τρόπον ἑνώσεως. ἀπεκρίθη ὁ βασιλεύς· Καί πάντες ὑμεῖς βούλεσθε τήν ἰδίαν ταύτην συνέλευσιν ποιεῖν; καί ἀπεκρίθημεν αὐτῷ· Μήνυσον τῷ πάπᾳ εἰ ἀποδέχεται τοῦτο καί ἐάν παραχωρήσῃ κατ΄ ἰδίαν γενέσθαι συνελεύσεις, τότε μέλλομεν ἐκλέξασθαι τῶν ἐγκρίτων τινάς τῶν ἡμετέρων τοῦ ἀπελθεῖν, ὅσους ἄν δόξῃ τῷ ἀριθμῷ. ὁ δέ βασιλεύς καί ἔτι ἐζήτει ἐκλογήν προσώπων τοῦ βουλεύεσθαι τάς ἀπολογίας καί ἔχειν τήν μέριμναν πασῶν τῶν ἀποκρίσεων).

[←11]

Συρόπουλος 8.4: Τούτων ἀκροασάμενοι τῶν λόγων, ἀναστάντες ἐπλησίασαν τῷ πάπᾳ καί ἐβουλεύσαντο ἠρέμα· εἶτ΄ ἐκάθισαν, καί εἶπεν ὁ Ἰουλιανός· γαληνότατε κύριε βασιλεῦ, ἡ γαληνότης σου πέποιθεν ὡς ἔφης, ὅτι τά εἰρημένα παρά τῶν σῶν περί τῆς προσθήκης εἰσί γενναῖα καί ἰσχυρά, παρελείφθησαν δέ καί ἕτερα πλείω, ἀξιωσάντων ἡμῶν μεταβῆναι εἰς τάς περί τῆς δόξης διαλέξεις, καί ἡ γαληνότης σου χαριζομένη ἡμῖν ἐποίησας τοῦτο, οὕτω μέντοι ὥστε, ὅταν δόξῃ τῇ σῇ γαληνότητι, τούς λόγους ἐκείνους ἐπαναλαβεῖν. πρός μέν οὖν τό πρῶτον δοκεῖ τῷ ἁγιωτάτῳ πατρί καί πᾶσιν ἡμῖν, ὅτι ἡ περί τῆς προσθήκης διαφορά ἀνεπτύχθη λαμπρῶς καί ἐσαφηνίσθη, καί τά δοκοῦντα ὑμῖν ἰσχυρά σαφῶς διελύθησαν· ἐζητήσαμεν δέ μεταβῆναι εἰς τά περί τῆς δόξης, ἵνα μή κατατρίβωμεν τόν καιρόν· καί εἰπάτωσαν οἱ ὑμέτεροι νῦν, εἴ τι ἔχουσι λέγειν· ἐσμέν γάρ ἕτοιμοι καί ἀκοῦσαι καί διαλῦσαι τά ἐπενεχθησόμενα, Θεοῦ χάριτι. ὁ δέ βασιλεύς ἀπεκρίνατο· τό περί τῆς προσθήκης εἴπομεν ἵνα ἵσταται μετέωρον, ἐπεί οὐδέ συνεπεράνθη καί οὕτω δεῖ ἵστασθαι· περί δέ τρόπου ἑνωτικοῦ οὐκ εἶπον ἵνα σκεψώμεθα μόνοι, ἵνα καί ὀφείλωμεν ἡμεῖς ἀπαραιτήτως εὑρεῖν τόν τρόπον τῆς ἑνώσεως, ἀλλά κοινῶς.

[←12]

Οι Γραικοί τελικά αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν να ξαναρχίσουν τις δημόσιες διαλέξεις και να ασχοληθούν χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση με το δογματικό ζήτημα. Διατήρησαν μόνο το δικαίωμα να επανέλθουν σε αυτό τής προσθήκης, σε περίπτωση που τούς φαινόταν σκόπιμο (Laurent 1971: 393 σημ. 2).

[←13]

Για τον Συρόπουλο δεν υπήρχαν εννέα, αλλά δέκα συνεδριάσεις: εκείνη τής 26ης Φεβρουαρίου, οι επτά που ακολούθησαν και τελικά δύο άλλες αφιερωμένες στην εξέταση πατερικών κειμένων. Ο συγγραφέας μας δεν κάνει καμία διάκριση μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, αν αφήσουμε στην άκρη την πρώτη, η οποία, κατά την αίσθηση των ίδιων των συμμετεχόντων, ήταν απλώς προπαρασκευαστική, μπορούμε να μετρήσουμε οκτώ (Laurent 1971: 394 σημ. 1).

[←14]

Συρόπουλος 8.5: Ἐλαλήθησαν οὖν καί ἐν ταύτῃ καί ἐν ταῖς ἄλλαις ἑπτά ταῖς γενομέναις συνελεύσεσιν ἐν Φλωρεντίᾳ ὅσα περιέχουσι τά ὑπομνήματα, ἅ ἐγράφοντο ἐκεῖσε κατά μέρος παρά τῶν ἀποταχθέντων γραφέων, καί εἴ τις ζητείη μαθεῖν, εὑρέσει αὐτά ἐκεῖσε. ἐν δέ τῇ τελευταίᾳ εἶπεν ὁ Ἐφέσου λόγον, προτρέψαντος τοῦ βασιλέως, συνιστῶντα ἀπό τῆς θείας γραφῆς καί ἀπό τῶν ἁγίων τήν ἀλήθειαν καί τό εἰλικρινές τῆς ἡμετέρας πίστεως καί τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. καί ἐπέθηκε τέλος· τοῦτο δ΄ ἐποίησεν ὁρῶν τό σοφιστικόν καί φίλερι καί ἀμετάπειστον τῶν Λατίνων, καί μάλιστα τοῦ βασιλέως, ὡς εἴρηται, προτρέψαντος. γεγόνασι δέ καί ἕτεραι δύο συνελεύσεις, καθ΄ ἅς προεκόμισαν οἱ Λατῖνοι ἀπό τινων σχεδαρίων ῥητά τῶν δυτικῶν ἁγίων συνιστῶντα δῆθεν τήν ἑαυτῶν δόξαν ἤγουν τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί ἀπῄτουν ἀπολογίας. οὐκ ἔδωκε δέ τις τῶν ἡμετέρων· εἶπον δέ μόνον· ἀποκριθησόμεθα ὅταν ἴδωμεν τά αὐθεντικά, καί ἐν τούτοις ἔπαυσαν αἱ διαλέξεις.

[←15]

Εκείνη τής 17ης Μαρτίου (Laurent 1971: 394 σημ. 2).

[←16]

Το κείμενο τής μακράς αυτής ομιλίας, στην οποία παρεμβλήθηκαν διάφορες παρεμβάσεις, υπάρχει στο Gill, Acta, σελ. 364-393.

[←17]

Στις 21 και 24 Μαρτίου. Αυτές ήσαν προφανώς δημόσιες συναντήσεις. Ο Μάρκος Εφέσου δεν συμμετείχε, αλλά, σύμφωνα με το Petit, Documents, XVII, σελ. 446, η απουσία του δεν είχε άλλη αιτία από εκείνη που προωθείται εδώ από τον Συρόπουλο, δηλαδή ότι ήταν άρρωστος:
«Γι’ αυτόν τον λόγο σταμάτησα τις ομιλίες προς αυτούς, παίρνοντας τη διαβεβαίωση ότι ή δεν θα ξανασυνεδρίαζα μαζί τους, ή ότι ο ίδιος θα σιωπούσα. Αλλά εκείνοι καλούσαν τούς δικούς μας, θέλοντας και μη, να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους σε εκείνα που έλεγαν, και αφού το έκαναν αυτό, χωρίς να είμαι εγώ παρών λόγω ασθένειας, κατανάλωσαν τις δύο επόμενες συνεδριάσεις μιλώντας μόνον εκείνοι, χωρίς να απαντάει κανένας, φέρνοντας στην πρώτη συνεδρίαση τα ρητά των δικών τους διδασκάλων, στα οποία εξέθεταν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό ακριβώς όπως από τον Πατέρα, και στη δεύτερη διαστρέφοντας μάλλον παρά ανατρέποντας εκείνα που είχα πει εγώ και εκθέτοντας χρήσεις αντίθετες, όπως φαινόταν σε εκείνους, των δικών μας διδασκάλων»
(Ἐπί τούτοις κατέλυσα τάς πρός αὐτούς ὁμιλίας, ἤ μηκέτι συνελεύσεσθαι μετ΄ αὐτῶν, ἤ γοῦν αὐτός σιωπήσειν βεβαιωσάμενος. Ἀλλ΄ εκεῖνοι προσεκαλοῦντο τούς ἡμετέρους ἑκόντας ἄκοντας εἰς τήν τῶν εἰρημένων ἀντίρρησιν, καί τοῦτο διαπραξάμενοι, μή παρόντος ἐμοῦ διά τήν ἀσθένειαν, δίς έφεξῆς συνελεύσεις ἀνάλωσαν, αὐτοί μόνοι λέγοντες, μηδενός ἀπολογουμένου, κατά μέν τήν πρώτην τά ῥητά τῶν οἰκείων διδασκάλων προενεγκόντες, ἐν οἷς ἐδείκνυσαν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ Υἱοῦ καθάπερ ἐκ τοῦ Πατρός, ἐν δέ τῇ δευτέρᾳ τά παρ΄ ἐμοῦ εἰρημένα διαστρέψαντες μᾶλλον ἤ ἀνατρέψαντες καί χρήσεις ἐναντίας, ὡς ἐκείνοις ἐδόκει, τῶν παρ΄ ἡμῖν διδασκάλων ἐκτεθεικότες).
Ομιλητής αυτές τις δύο μέρες ήταν ο Τζιοβάννι ντι Μοντενέρο βοηθούμενος από τον Τραβερσάρι, που διάβαζε στην πρωτότυπη γλώσσα το κείμενο τού Έλληνα πατέρα, το οποίο ο Δομινικανός είχε μόλις αναφέρει και εξηγήσει (Laurent 1971: 394 σημ. 4).

[←18]

Δυτικοί ἅγιοι: Οι περισσότεροι ήσαν γνωστοί ονομαστικώς, αλλά, με εξαίρεση τον Άγιο Αυγουστίνο, τον Άγιο Θωμά Ακινάτη και σε ελάχιστο βαθμό τον Άγιο Γρηγόριο τον Μεγάλο, οι Βυζαντινοί δεν είχαν διαβάσει τίποτε, επειδή τα έργα τους δεν είχαν μεταφραστεί. Σε αυτή την περίπτωση είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν να δουν τα πρωτότυπα (Laurent 1971: 395 σημ. 5).

[←19]

Συρόπουλος 8.6: Ὁ δέ βασιλεύς συνῆξε πάντας ἡμᾶς ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου καί εἶπε τῷ Ἐφέσου ἵν΄ ἀπολογήσηται εἰς ἅ προεκόμισαν οἱ Λατῖνοι. ὁ δέ ἔφη· ὁρῶ ὡς αἱ τοιαῦται διαλέξεις πέρας οὐχ ἕξουσί ποτε, οὐδέ τι ἀγαθόν προξενήσουσιν ἡμῖν· διό οὐ προαιροῦμαι λέγειν εἰκῇ καί μάτην διαμάχεσθαι, ἐπεί καί τούτου χάριν ἔλαβον παρά τῆς ἁγίας βασιλείας σου ἔνδοσιν, ἵνα εἴπω ὅσα ἐν τῇ τελευταίᾳ ὁμιλίᾳ εἴρηκα καί παύσωμαι. εἰ οὖν ὁρίζεις, εἰπάτω καί ἕτερός τις καί δότω ἀπολογίαν. τοῦ δέ βασιλέως ἐπικειμένου αὐτῷ ποιῆσαι τοῦτο, εἶπεν αὖθις· ἐγώ οὐκ οἶδα εἰ τῶν παρ΄ ἐκείνοις δηλωθέντων ἁγίων εἰσί τά προσκομισθέντα ῥητά. εἰ οὖν ἀπολογήσομαι, ἐρῶ αὐτά νόθα. καί εὐθύς εἶπον αὐτῷ τινες, ὅτι· εἰ εἴποις αὐτά νόθα, ὑβρίσεις τούς ἁγίους καί ἐγερεῖς διχόνοιαν καί διαμάχην μεταξύ τῶν ἀνατολικῶν καί τῶν δυτικῶν ἁγίων καί γενήσεται σκάνδαλον μέγα. ὁ δέ εἶπεν· οὐχ ὑβρίσω τούς ἁγίους, ἀλλ΄ ἐπεί οὐκ ἔχομεν ἡμεῖς τούς λόγους ἐν οἷς εὑρίσκονται ταῦτα τά ῥητά, οὐδέ ἡμῖν εἰσι γνώριμα (οὐδέ γάρ ἠκούσαμεν αὐτά μέχρι τοῦ νῦν), τά μέν ῥητά παραγράψωμαι ὡς ἀμφιβάλλων, ἐπεί οὐκ ἤδειν αὐτά, τοῖς δέ ἁγίοις τό ὀφειλόμενον ἀποδώσω σέβας. ἀλλά τοῖς περί τόν βασιλέα οὐκ ἤρεσαν οἱ τοιοῦτοι λόγοι. διό καί μετά παραδρομήν ἡμερῶν δύο ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πατριάρχην· συνήλθομεν δέ πάλιν καί ἡμεῖς ὁρισθέντες ἐπί τοῖς αὐτοῖς λόγοις τε καί βουλεύμασι, καί πολλῶν αὖθις περί τούτου κινηθέντων λόγων, εἶπεν ὁ Ἐφέσου· ὅσα τῶν δυτικῶν ἁγίων ῥητά εἰσι σύμφωνα τῇ πρός Μαρῖνον ἐπιστολῇ τοῦ ἁγίου Μαξίμου, δέξομαι ὡς γνήσια· ὅσα δέ διαφωνοῦσιν, οὐ παραδέξομαι. <οὐκ> ἤρεσε δέ τοῦτο τῷ μεγάλῳ πρωτοσυγκέλλῳ καί τοῖς πλείστοις πλήν ὀλίγων τινῶν· διό καί ἀπεδοκιμάσθη. συνήλθομεν αὖθις ἐν τρίτῃ συνελεύσει οἱ αὐτοί ἐπί τοῖς αὐτοῖς εἰς τόν πατριάρχην, παρόντος τοῦ βασιλέως καί τόν Ἐφέσου ἀπαιτοῦντος δοῦναι ἀπολογίας εἰς τά παρά Λατίνων προσκομισθέντα, καί λόγων πολλῶν περί τούτου κινηθέντων, εἶπεν ὁ Ἐφέσου· δύναμαι ἀποδοῦναι λόγους, δι΄ ὧν κατασκευάσω καί ἀποδείξω, ὡς οὐ συνᾴδουσι ταῦτα τά ῥητά τῇ δόξῃ ἥν εἶχε πᾶσα ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἡνωμένη τότε τυγχάνουσα, ὄντων καί τῶν νῦν ἀκουσθέντων ἡμῖν ῥητῶν, εἴπερ ἦσαν καί τότε. ἠρώτησεν οὖν ὁ βασιλεύς· πόθεν ἕξουσιν αἱ προτάσεις τῶν συλλογισμῶν σου τό πιστόν καί τό ἔνδοξον; καί ἀπεκρίθη· ἀπό τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων. <οὐκ> ἤρεσεν οὖν τοῦτο τῷ βασιλεῖ καί τισιν ἑτέροις· εἶθ΄ ὡς ἐν βραχεῖ ἀπεδοκιμάσθη, καί οὕτως ἀπηλλάγημεν. ἐξερχόμενος δέ ὁ Νικαίας εἶπεν εἰς ἐπήκοον τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου καί πάντων, ὅτι· ἐγώ ἐρῶ ἀναφανδόν τήν γνώμην μου καί τήν δόξαν ἥν ἔχω περί τῶν τοιούτων, καί εἰ μέν ἀρέσει καί τοῖς ἄλλοις, καλόν· εἰ δ΄ οὐ, ἐγώ πάλιν ἀκολουθήσω τῇ Ἐκκλησίᾳ μου.

[←20]

Αυτές οι ειδικές συναντήσεις συνεχίστηκαν κατά τη διάρκεια τής Μεγάλης Εβδομάδας, από τη Δευτέρα 30 Μαρτίου μέχρι την Πέμπτη 2 Απριλίου συμπεριλαμβανομένη. Η επόμενη συνάντηση, που καθορίστηκε κατόπιν αιτήματος τού αυτοκράτορα το Σάββατο 4 Απριλίου, δεν θα πραγματοποιούνταν λόγω τής ασθένειας τού πατριάρχη. Πραγματοποιήθηκε μόνο την Παρασκευή τού Πάσχα στις 10 Απριλίου. Λεπτομέρειες στο Gill, Acta, σελ. 399-403. Βλέπε Scholarios, Œuvres, ii, σελ. xxvi, xxvii (Laurent 1971: 395 σημ. 6).

[←21]

Βλέπε Βησσαρίωνα στο Κυροῦ Βησσαρίωνος πρός Ἀλέξιον Λάσκαριν τόν Φιλανθρωπινόν περί τῆς Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Ρatrologia Graeca 161, 357BC:
«Στο τέλος έφεραν και τα ρητά των Αγίων Πατέρων, στα οποία φαίνεται καθαρά και με σαφήνεια η αλήθεια εκείνου τού δόγματος. Κι έφεραν ρητά όχι μόνο δυτικών, αλλά εξίσου και ανατολικών διδασκάλων. Μερικά από τα οποία, όσα μού φάνηκαν πιο αναγκαία, στα έχω στείλει τώρα μαζί με αυτό [το γράμμα], ώστε να ακούσεις και τούς ίδιους τούς δυτικούς Πατέρες τι πιστεύουν γι’ αυτό και τι διδάσκουν. Προς τα οποία εμείς δεν είχαμε καμία απάντηση να πούμε, παρά μόνο ότι είναι νόθα και ότι έχουν νοθευτεί από Λατίνους. Έφεραν τον δικό μας Επιφάνιο που θεολογεί σε πολλά σημεία σαφώς το Άγιο Πνεύμα «εκ Πατρός και Υιού». Νόθα λέγαμε ότι ήσαν. Διάβαζαν το προαναφερθέν ρητό στα κατ΄ Ευνομίου τού Μεγάλου Βασιλείου. Κίβδηλο φαινόταν σε εμάς ότι ήταν. Παρουσίασαν τα ρητά των αγίων τής Δύσης. Η μοναδική μας απάντηση ήταν το νόθο και άλλο τίποτε. Ενώ λοιπόν συσκεπτόμασταν ιδιαιτέρως επί πολλές ημέρες και εξετάζαμε τι θα απαντούσαμε σε αυτά, δεν βρίσκαμε καμία απάντηση παρά μόνο αυτήν [νόθα]. Κι αυτήν μάλιστα, ως πολύ παράλογη, δεν μάς φαινόταν καλό να την προσφέρουμε. Πρώτον, επειδή τόσο από τούς επόμενους όσο και από τούς προηγούμενους αυτή η άποψη φαινόταν ότι ήταν τής σκέψης των αγίων. Επίσης, επειδή πολλά και πολύ παλαιά βιβλία το έγραφαν αυτό, δεν μπορούσαμε αυτά να τα παραγράψουμε. Άλλωστε πώς θα τα παραγράφαμε δικαιολογημένα, όταν δεν είχαμε να παρουσιάσουμε κανένα δικό τους βιβλίο, είτε στα ελληνικά γραμμένο είτε στα λατινικά, που να γράφει διαφορετικά από εκείνα που παρουσίαζαν οι Λατίνοι; Γιατί εκείνος που θέλει να παραγράψει, δεν μπορεί να το κάνει αυτό χωρίς λογικά και ισχυρά επιχειρήματα. Εμείς δεν είχαμε να παρουσιάσουμε άλλους αγίους να λένε το αντίθετο. Καθόλου δεν αποδεικνύαμε ότι οι ίδιοι δυτικοί άγιοι τα έλεγαν διαφορετικά σε άλλο σημείο. Κι αυτό που μπορούσαμε λιγότερο απ’ όλα, ήταν να τούς παρουσιάσουμε [τούς αγίους] ως ψευδόμενους για φυσικούς λόγους. Πουθενά λοιπόν δεν βλέπαμε να έχει απομείνει σε εμάς κάποιο λογικό επιχείρημα. Γι’ αυτό και είχαμε σιωπήσει»
(Τελευταῖον δέ τάς ῥήσεις τῶν Πατέρων ἐπήνεγκαν, αἷς σαφῶς τε καί διαῥῥήδην ἡ τοῦ δόγματος τούτου ἀλήθεια φαίνεται. Παρήγαγον δέ οὐ δυτικῶν μόνον, ἀλλ΄ οὐδέν ἧττον καί ἀνατολικῶν διδασκάλων. Ὧν τινα, ὅσα μοι ἀναγκαιότερα ἔδοξε, σύν τούτοις σοι τανῦν πέπομφα, ὡς ἄν καί αὐτούς τούς δυτικούς ἀκούσῃς Πατέρας τί περί τούτου φρονοῦσί τε καί διδάσκουσι. Πρός ἅπερ ἡμεῖς ἀπολογίαν εἰπεῖv εἴχομεν οὐδεμίαν, ἤ ὅτι νόθα εἰσί, καί ὑπό Λατίνων νενόθευται. Παρήγαγον τόν ἡμέτερον Ἐπιφάνιον ἐν πολλοῖς τόποις σαφῶς ἐκ Πατρός, καί Υἱοῦ θεολογοῦντα τό Πνεῦμα. Νόθα ἐλέγομεν εἶναι. Ἀνέγνων τό προειρημένον ἐν τοῖς κατ΄ Εὐνομίου τοῦ μεγάλου Βασιλείου ῥητόν· παρέγγραπτον εἶναι ἐδόκει ἡμῖν. Προεκόμισαν τά τῶν ἐξ ἑσπέρας ἁγίων· πᾶσα ἡμῶν ἀπολογία τό vόθov, καί οὐδέν ἕτερον ἦν. Ἐπί πολλάς οὖν ἡμέρας σκεπτόμενοι καθ΄ ἑαυτούς καί βουλευόμενοι, τί ἄν πρός ταῦτα ἀποκριθείημεν, οὐδεμίαν εὑρίσκομεν ἀπολογίαν ἤ ταύτην. Ταύτην δέ αὖ, ὡς ἄλογον πάνυ, προσενεγκεῖν οὐκ ἐδόκει καλόν. Πρῶτον μέν ὅτι ἔκ τε τῶν ἑπομένων καί ἡγουμένων αὕτη ἡ δόξα ἐφαίνετο τῆς τῶν ἁγίων οὖσα διανοίας· ἔπειτα πλείστων βιβλίων καί παλαιοτάτων τοῦτ΄ ἐχόντων, οὐκ ἦν αὐτά παραγράψασθαι. Ἄλλως τε καί μηδέν αὐτῶν βιβλίον, οὐχ Ἑλληνικῶς, οὐ Λατινικῶς γεγραμμένον ἔχοντες δεῖξαι, ἄλλως ἔχον, ἤ ὡς Λατῖνοι παρήγαγον, πῶς ἄν εὐλόγως αὐτά παρεγραφόμεθα; Ὁ γάρ τινα παραγράψασθαι βουλόμενος, ἄνευ εὐλόγων καί ἰσχυρῶν αἰτιῶν, τοῦτο οὐ δύναται. Ἡμεῖς ἄλλους ἁγίους τοὐναντίον λέγοντας οὐκ εἴχομεν δεῖξαι· τούς αὐτούς δυτικούς ἄλλως λέγοντας ἀλλαχοῦ οὐδαμῶς ἀπεδείκνυμεν. Φυσικοῖς λόγοις παραστῆσαι αὐτούς ψευδομένους πάντων ἔλαττον ἐδυνάμεθα. Οὐδαμόθεν oὖv εὔλογον αἰτίαν καταλελειμμένην ἡμῖν ἑωρῶμεν· διά τοῦτο καί σεσιγήκαμεν).

Κατά τον Laurent 1971: 395 σημ. 7, η τακτική αυτή ακολουθήθηκε όχι μόνο για τούς Λατίνους Πατέρες, αλλά και για τούς Γραικούς Πατέρες, όταν η αντιδικούσα πλευρά δεν έχει καμία έγκυρη απάντηση να παράσχει.

[←22]

Παρατηρήσεις που επαναλήφθηκαν από τον Μάρκο Ευγενικό κατά την ομολογία τής πίστης του. Βλέπε Petit, Documents, XV, σελ. 438):
«Τις απόψεις των δυτικών πατέρων και διδασκάλων, οι οποίες παραχωρούν την ευθύνη για το Άγιο Πνεύμα στον Υιό, ούτε τις γνωρίζω (γιατί ποτέ δεν μεταφράστηκαν στη δική μας γλώσσα, ούτε εξετάστηκαν σε οικουμενικές συνόδους), ούτε τις δέχομαι, θεωρώντας ότι είναι παραποιημένες και πλαστές, για πολλούς άλλους λόγους, αλλά και επειδή χτες και πιο πριν παρουσιάστηκε από αυτούς βιβλίο τής έβδομης οικουμενικής συνόδου, που περιείχε την απόφαση μαζί με την προσθήκη στο σύμβολο. Γνωρίζουν οι τότε παρόντες πόση ντροπή έπεσε πάνω σε εκείνους, όταν διαβάστηκε αυτό το βιβλίο. Αλλά ούτε αντίθετα με τις οικουμενικές συνόδους και τα κοινά τους δόγματα, ούτε καθόλου ασύμφωνα με τούς ανατολικούς διδασκάλους έγραψαν οι Πατέρες εκείνοι, ούτε ανακόλουθα με εκείνους, όπως αποδεικνύεται από άλλα πολλά δικά τους ρητά. Γι’ αυτό αρνούμαι τις τέτοιες επικίνδυνες απόψεις για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος, και συμφωνώντας με τον Άγιο Δαμασκηνό, δεν λέω «εκ τού Υιού το Πνεύμα», ακόμη κι αν άλλος νομίζει ότι αυτό λέει [ο άγιος], ούτε θεωρώ τον Υιό αίτιο ούτε προβολέα τού Αγίου Πνεύματος, για να μην υπάρχει δεύτερος αίτιος στην Αγία Τριάδα και στο εξής να αναγνωρίζονται δύο αίτιοι και δύο αρχές. Γιατί εδώ δεν είναι ουσιώδες το αίτιο, ώστε να είναι κοινό και στα τρία πρόσωπα, και γι’ αυτό οι Λατίνοι σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο δεν θα αποφύγουν τις δύο αρχές, όσο θεωρούν τον Υιό αρχή τού Αγίου Πνεύματος. Γιατί η αρχή είναι κάτι προσωπικό και ξεχωρίζει τα πρόσωπα»
(Τάς δέ τῶν δυτικῶν πατέρων καί διδασκάλων φωνάς, αἵ τήν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τῷ Υἱῷ διδόασιν, οὔτε γνωρίζω (καί γάρ οὐδέ μετεβλήθησάν ποτε πρός τήν ἡμετέραν γλῶτταν, οὐδ΄ ὑπό τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ἐδοκιμάσθησαν), οὔτε παραδέχομαι, τεκμαιρόμενος ὅτι διεφθαρμέναι εἰσί καί παρέγγραπτοι διά τε πολλῶν ἄλλων καί διά τοῦ χθές καί πρώην προενεχθέντος παρ΄ αὐτῶν βιβλίου τῆς οἰκουμενικῆς ἑβδόμης συνόδου τόν ὅρον ἔχοντος μετά τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης· ὅπερ ἀναγνωσθέν, ὁπόσην αὐτῶν αἰσχύνην κατέχεεν, ἴσασιν οἱ τότε παρόντες. Ἀλλ΄ οὐδ΄ ἄν ἐναντία ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις καί τοῖς κοινοῖς αὐτῶν δόγμασιν, ούδ΄ ἄν ὅλως ἀσύμφωνα τοῖς ἀνατολικοῖς διδασκάλοις ἔγραψαν οἱ Πατέρες ἐκεῖνοι, οὐδέ αὐτοῖς ἀνακόλουθα, καθάπερ δι΄ ἄλλων πολλῶν ἐκείνων ῥητῶν ἀποδείκνυται. Διά τοῦτο τάς τοιαύτας ἐπικινδύνους φωνάς περί τῆς τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπορεύσεως ἀθετῶ, καί συμφωνῶν τῷ ἁγίῳ Δαμασκηνῷ, ἐκ τοῦ Υἱοῦ το Πνεῦμα οὐ λέγω, κἄν ὁστισοῦν ἕτερος τοῦτο λέγειν δοκῇ, οὔτε λέγω τόν Υἱόν τοῦ Πνεύματος αἴτιον οὐδέ προβολέα, ἴνα μή δεύτερος αἴτιος ἐν τῇ Τριάδι κἀντεῦθεν δύο αἴτιοι καί δύο ἀρχαί γνωρισθῶσιν· οὐδέ γάρ οὐσιῶδες ἐνταῦθα τό αἴτιον, ἵνα κοινόν καί ἐν τοῖς τρισί προσώποις ὑπάρχῃ, καί διά τοῦτο τάς δύο ἀρχάς οὐδαμῇ οὐδαμῶς οἱ Λατῖνοι φεύξονται, μέχρις ἄν τόν Υἱόν λέγωσιν ἀρχήν τοῦ Πνεύματος· ἡ δέ ἀρχή προσωπικόν ὑπάρχει καί διακρῖνον τά πρόσωπα).

[←23]

Συρόπουλος 8.7: Ἐν τούτοις δέ ὄντων ἡμῶν, πρέσβις ἐπεδήμησεν εἰς τόν βασιλέα Καντακουζηνός ὁ Φακρασῆς μετά γραμμάτων τῶν τε δεσποινῶν καί τοῦ δεσπότου καί τῶν μεσαζόντων· ἡ δέ πρεσβεία ἦν, ὅπως· ἔδοξε καλόν τῇ βουλῇ καί λυσιτελέστατον πᾶσι τρόποις, ἵνα περί τά τέλη τοῦ ἔαρος εὑρεθῶσιν ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει κάτεργα τοῦ πάπα δύο τό ἕλαττον· οὕτω γάρ ἐπισχεθήσεται ἡ κατά τῆς πόλεως ὁρμή τοῦ Ἀμηρᾶ. ἀνέφερεν οὖν εἰς πλάτος ταῦτα τῷ βασιλεῖ καί ἀπῄτει ἐπιμέλειαν γενέσθαι ταχίστην πρός τοῦτο· ἤδη γάρ ἤρξατο ἡ τοῦ ἔαρος ὥρα. καί μετ΄ ὀλίγας ἡμέρας εἶπε καυχώμενος ὁ αὐτός παρρησίᾳ, ὅπως ἐπανελεύσεται ταχέως μετά κατέργων· ἡμῶν δ΄ ἠρέμα πως ὑπομειδιὠντων ὡς εἰδότων τάς ὑπέρ ἡμῶν προθυμίας τῶν Λατίνων καί τάς βοηθείας, αὖθις εἶπεν ὁ αὐτός· θαρρῶ βεβαίως ὡς πεντεκαιδεκαταῖος ἀποδημήσω ἐντεῦθεν μετά κατέργων, οὐκ εἰδώς ὅτι ἑξαμηνιαῖος ἐξελεύσεται μεθ΄ ἡμῶν πάντων καί εἰς τό ἐπιόν ἔαρ φθάσει καί αὐτός ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει μετά τῶν τῆς Πραγματείας κατέργων σύν ἡμῖν.

[←24]

Καντακουζηνός ὁ Φακρασῆς: Κατά τον Laurent 1971: 396 σημ. 1, μόνο ένας γνωστός χαρακτήρας φέρει αυτό το όνομα στη βυζαντινή προσωπογραφία, ο συγκλητικός Μανουήλ το 1409 (σύμφωνα με αδημοσίευτο έγγραφο). Δεν αποκλείεται να έστειλε η σύγκλητος στη Φλωρεντία έναν άνθρωπο ηλικίας και εμπειρίας, για να υπερασπιστεί την υπόθεση τής πόλης. Μπορεί επίσης να ήταν κάποιος άγνωστος στενός συγγενής του.

[←25]

Την Ελένη Ντράγκας, τη Σέρβα σύζυγο τού Μανουήλ Β΄ και μητέρα των δύο τελευταίων αυτοκρατόρων.

[←26]

Τη Μαρία τής Τραπεζούντος, τρίτη σύζυγο τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου.

[←27]

Τον Κωνσταντίνο (ΙΑ΄), αδελφό τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου.

[←28]

Τον Δημήτριο Παλαιολόγο Καντακουζηνό και τον Λουκά Νοταρά, που είχαν παραμείνει στην Πόλη.

[←29]

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και το συμβούλιό του πρέπει να είχαν κάνει λάθος για τις πραγματικές προθέσεις τού Μουράτ Β΄, ο οποίος εκείνη την εποχή κινητοποιούσε τον στρατό του, τον οποίο όμως στις αρχές τού καλοκαιριού θα κατεύθυνε όχι προς τον Βόσπορο, αλλά εναντίον τού σερβικού Σμεντερέβο επί τού Δούναβη, οχυρό που σάρωσε στις 18 Αυγούστου 1439 ύστερα από τρεις μήνες πολιορκίας (Laurent 1971: 397 σημ. 5).

[←30]

Συρόπουλος 8.8: Ὅμως ὁ βασιλεύς ἄσμενος τήν τοιαύτην πρεσβείαν δεξάμενος, ἐπεί καί αὐτός ἦν παραπλήσια προμελετῶν, καί ἐξ αὐτῆς ἀφορμήν πορισάμενος, ἐμήνυσε τῷ πάπᾳ περί βοηθείας οὐτωσίν· αἱ συμφωνίαι ἡμῶν, αἵ διά τοῦ παρ΄ ὑμῶν γεγονότος δεκρέτου ἐστέρχθησαν καί ἐβεβαιώθησαν, μετά τῶν ἄλλων καί τοῦτο διεξίασιν, ὅτι διατριβόντων ἡμῶν ἐν τοῖσδε τοῖς μέρεσιν, εἰ δεήσει σταλῆναι κάτεργα ἐπί βοηθείᾳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἵνα στείλῃ ταῦτα ἡ μακαριότης σου ἐξ οἰκείων σου ἀναλωμάτων. νῦν οὖν ἔνι χρεία μεγάλη καί ἀνάγκη ἵνα σταλῶσι κάτεργα ἐκεῖσε. ἔχομεν οὖν δίκαιον, ἵνα ἀπαιτήσωμεν τήν σήν μακαριότητα καί στείλῃς κάτεργα κατά τήν ἐν τῷ δεκρέτῳ συμφωνίαν. ἐγώ δέ τοῦτο οὐκ ἀπαιτῶ νῦν· λέγω δέ ὅτι εἰς τάς ἐξόδους τῶν τζαγρατόρων καί τῶν κατέργων τῶν φυλασσόντων τήν Κωνσταντινούπολιν ὀφείλεις φλωρίων χιλιάδας ἕνδεκα· τοσαῦτα γάρ λείπονται τοῖς ἐκεῖσε. δοθήτωσαν οὖν τά φλωρία ταῦτα νῦν καί οἰκονομηθήτωσαν δι΄ αὐτῶν δύο κάτεργα καί ἀπελθέτωσαν εἰς τήν Πόλιν· ἐγώ δέ γράψω ἵνα δοθῶσι ταῦτα τά ὀφειλόμενα τοῖς ἐκεῖσε φύλαξι παρά τῆς σῆς μακαριότητος κατά τάς συμφωνίας ἡμῶν ἀπό τῶν εἰσοδημάτων μου. ταῦτα πολλάκις καί ἐν πολλαῖς ἡμέραις μετά πολλῆς ἀξιώσεως καί μετά πολλῶν καί καλῶν λόγων διαμηνυσαμένου τοῦ βασιλέως τῷ πάπᾳ, ἤνυσεν οὐδέν. τοιαύτας βοηθείας ὑπέρ τῆς πατρίδος εὗρεν ὁ βασιλεύς παρά τῶν Λατίνων ἐν κατεπειγούσαις ἀνάγκαις, καί ταῦτα αὐτός αὐτοπροσώπως ὤν ἐκεῖσε μετά τῆς συγκλήτου καί τῆς Ἐκκλησίας πάσης καί ἀμέσως καθικετεύων καί λέγων.

[←31]

Ο Ιωάννης Η΄ ήρθε σε επαφή με τη Βενετία και ζήτησε ξανά να εξοπλιστούν εκεί δύο γαλέρες για την υπεράσπιση τής Κωνσταντινούπολης. Οι συνομιλίες πρέπει να κράτησαν καιρό ή να ξεκίνησαν με κάποια καθυστέρηση, γιατί στις 30 Ιουνίου η Γερουσία εξέταζε και πάλι το ζήτημα που είχε ήδη συζητηθεί στις 23 (Laurent 1971: 397 σημ. 6).

[←32]

Ακριβέστερα τη βούλλα τής 20ης Ιουλίου 1437, με την οποία ο Eυγένιος Δ΄ αναλάμβανε να εκπληρώσει όλους τούς όρους τού διατάγματος Sicut pia Mater τής Συνόδου τής Βασιλείας, στο οποίο αυτή πράγματι περιλαμβάνεται. Ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ είχε επίσης αναλάβει παρόμοια δέσμευση (Laurent 1971: 397 σημ. 7).

[←33]

Σύμφωνα με τα παπικά έγγραφα, το κόστος διατήρησης των σκαφών και των βαλλιστών που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη για την υπεράσπισή της ανερχόταν σε 5.000 δουκάτα τον μήνα. Στη Βενετία εκτιμούσαν, ότι για την αποτελεσματική υπεράσπιση τής Πόλης θα χρειάζονταν όχι δύο ή τρεις, αλλά δέκα γαλέρες (Laurent 1971: 399 σημ. 1).

[←34]

Ωστόσο, σημειώστε κατά τον Laurent 1971: 399 σημ. 2, ένα δάνειο 10.000 φλουριών, το οποίο ο Ευγένιος Δ΄ αναγνωρίζει στον δόγη τής Βενετίας στις 5 Ιουνίου 1439. Ο Laurent, ό.π., αναρωτιέται, μήπως το ποσό αυτό προοριζόταν ακριβώς για να εξοπλιστούν οι δύο γαλέρες σύμφωνα με τις προθέσεις τού Ιωάννη Η΄.

[←35]

Συρόπουλος 8.9: Οἱ δέ Λατῖνοι ἀπῄτουν ἀπολογίας καί ἔλεγον, ἤ δεῖ πεισθῆναι τούς ἡμετέρους ἐφ΄ οἷς εἶπον ἐκεῖνοι καί ἑνωθῆναι, ἤ εἰ ἀμφιβάλλουσιν ἔτι διαλέγεσθαι· ὁ δέ βασιλεύς, εἰδώς ὡς, εἰ χωρήσει πρός διαλέξεις ὁ Ἐφέσου, διαλέξεται ὅν τρόπον εἴρηται πρότερον ὅτι <ἄν> ἔλεγεν καί οὐ καθώς αὐτός ὁ βασιλεύς βούλεται, οὐκ ἔτι πρός διαλέξεις χωρῆσαι ἠθέλησεν, ἀπέβλεπε δέ πρός ἑνωτικούς τινας τρόπους καί μεσότητας, καί ἐβουλεύετο καθ΄ ἡμέραν ἤ μετά τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου ἤ τοῦ Ῥωσίας, ἤ τοῦ Νικαίας, ἰδίᾳ ἑκάστου παραγινομένου πρός αὐτόν· οἱ δέ λοιποί ἐκάθηντο ἀργοί· εἰ δέ καί ποτε ὁρισθέντες συνήρχοντο ὡς δῆθεν βουλευσάμενοι, μᾶλλον ἐβάλλοντο σκώμμασι παρά τοῦ βασιλέως ὡς ἀπειθεῖς καί μή συνεργοῦντες τοῖς ἑνωτικοῖς τρόποις μηδέ προνοούμενοι τοῦ ἐπί τῇ συστάσει τῆς πατρίδος δοκοῦντος συμφέροντος. καί οἱ μέν προειρημένοι τρεῖς ὡς τῷ βασιλεῖ ἀεί συνιόντες καί τά αὐτῷ δοκοῦντα συμβουλεύοντες καί συνεργοῦντες, ἀναδοχῆς ἠξιοῦντο καί εὐμενείας αὐτοί τε καί ὅσοι τούτοις παρείποντο· οἱ δέ λοιποί θυμοῦ καί βάρους ἐπετύγχανον.

[←36]

Συρόπουλος 8.10: Ἔγραφον δέ καί τινες ἔκ τε τοῦ Ἀγκῶνος καί τῆς Βενετίας τισί φίλοις αὐτῶν, ὅτι· ὑμεῖς ἐστε περιωρισμένοι αὐτόθι καί οὐ νοεῖτε. ἠθέλησε δέ καί ποτε ὁ Νικαίας ἐξελθεῖν ἔφιππος χάριν μερικῆς ἀναπαύλης καί ὅτε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως ἐπέστη, ἐκώλυαν αὐτόν οἱ πυλωροί εἰπόντες, ὅτι· ὡρίσθημεν ἐκ τῆς Αὐθεντίας ἵνα μή ἐάσωμέν τινα Γραικόν ἐξελθεῖν ἔφιππον. εἶπε δέ αὐτοῖς ὁ Νικαίας· καί τίνα ἄδειαν ἔχει εἰς ἡμᾶς ή Αὐθεντία ὑμῶν καί ποιεῖ τοῦτον τόν περιορισμόν; οἱ δέ εἶπον, ὅτι· οὐ ποιεῖ τοῦτο ἡ Αὐθεντία ἡμῶν, ἀλλ΄ ἡ ὑμετέρα βασιλεία· ὁ βασιλεύς γάρ διεμηνύσατο τῇ Αὐθεντίᾳ ποιῆσαι τοῦτο, καί ἡ Αὐθεντία ὥρισεν ἡμᾶς καί τηροῦμεν αὐτό. ὑπέστρεψεν οὖν καί ἄκων ὁ Νικαίας εἰς τόν πατριάρχην, οἱ δέ τούτῳ ἑπόμενοι ὑπηρέται εἶπον τά συμβάντα πρός ἡμᾶς· ἐφ΄ οἷς καί σφόδρα ἐλυπήθημεν καί ἑταράχθημεν ἤδη τρίτον κατανοήσαντες τόν περιορισμόν.

[←37]

Συρόπουλος 8.11: Ἐν μιᾷ δέ τῶν ἡμερῶν συνήλθομεν ὁρισθέντες πάντες εἰς τό πατριαρχικόν οἴκημα καί ἐπροοιμιάσατο ὁ βασιλεύς οὐτωσί· ἐγώ μέν εἰμι δεφένστωρ τῆς Ἐκκλησίας· τόδε τοῦ δεφένστορος ἔργον, ὅσον μέν ἐπί τινων ἄλλων διαιρεθείη ἄν καί εἰς πλείω, ἐπί δέ τῆς παρούσης ὕλης εἰς δύο ὥς μοι δοκεῖ· ἕν μέν τό τηρεῖν καί δεφενδεύειν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί παρέχειν ἐλευθερίαν τοῖς βουλομένοις λέγειν ὑπέρ αὐτῶν, ὥστε προφέρειν ἀνεμποδίστως ὅπερ ἄν ὡς ὑγιές δόγμα λέγειν προέλωνται καί ἐπέχειν καί ἀποσκώπτειν τούς φιλονείκως καί ἐχθρωδῶς ἀντιλέγοντας· ἕτερον δ΄ ἐστί τό συνέχειν καί συντηρεῖν πάντας τούς ἡμετέρους ἐν ὁμονοίᾳ, ὡς ἄν ἅπαντες ὑφ΄ ἑνί βουλεύματι καί μιᾷ συμφωνῶσι γνώμῃ. τοῦτο οὖν ἐστι κατά τό παρόν τό ἐμόν ὡς δεφένστορος ἔργον, καί διά τοῦτο προεῖπον ὑμῖν, ἵν΄ εἰδῆτε, ὡς ὁ ἀντιλέγων καί φιλονεικῶν καί μή τῇ τῶν πλειόνων πειθόμενος ψήφῳ, καί βάρος καί σκώμματα καί ἄλλα ὅσα ἀνήκουσι πρός συστολήν αὐτοῦ καί ταπείνωσιν εὑρήσει παρά τῆς βασιλείας μου, ὡς ἄν μή ἕξῃ αὐτῷ ἀφηνιάζειν ὡς ἔτυχεν, ἀλλά τά ἴδια μέτρα γινώσκειν καί τοῖς πλείοσιν ἕπεσθαι. μετά δέ τά τοιαῦτα προοίμια κατεσκεύαζε τό δεῖν εὑρεῖν τινα μεσότητα δι΄ ἧς παρακολουθήσει ἡ ἕνωσις.

[←38]

Στο κείμενο δεφένστωρ, στον Creyghton 1660 δεφένδωρ, από τη λατινική λέξη defendor (υπερασπιστής).

[←39]

Συρόπουλος 8.12: Ἐλαλήθησαν οὖν διάφοροι λόγοι περί τούτου παρά τινων συνεργούντων τῷ βασιλεῖ· ὧν λεγομένων, ὁ πατριάρχης τῇ συνήθει ὀδύνῃ νυγείς, εἰς τόν ἴδιον ἀπῆλθε κοιτῶνα. ἔλεγον δέ περί τοῦ ζητουμένου οἱ βουλόμενοι, καί μεταξύ τῶν τοιούτων λόγων ἔφη ὁ βασιλεύς· εἰ εὕροιμεν τούς Λατίνους στέργοντας ὅπερ διέξεισιν ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐν τῇ πρός Μαρῖνον ἐπιστολῇ περί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, οὐ δόξει ὑμῖν καλόν, ἵνα δι΄ αὐτοῦ ἑνωθῶμεν; ἀντελαβοντο οὖν τοῦ λόγου ὁ Ῥωσίας καί ὁ Νικαίας πρός δέ καί ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος καί ἔσπευδον συστῆσαι τοῦτο ὡς καλόν καί καταπεῖσαι πάντας ἵνα στέρξωσι τοῦτο. ὁ Ἐφέσου δέ καί ὁ Ἡρακλείας καί τινες ὀλίγοι ἀντέλεγον· ἔλεγε γάρ ὁ Ἐφέσου, ὅτι οἱ Λατῖνοι δοξάζουσι τό ἐναντίον, οὗπερ λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος. πῶς οὖν ἑνωθησόμεθα μετ΄ αὐτῶν λόγῳ μόνῳ εἰπόντων ἁπλῶς στέργειν τό ῥητόν τοῦ ἁγίου Μαξίμου, καθ΄ ἑαυτούς δέ τοὐναντίον δοξαζόντων, μᾶλλον δέ καί ἐπ΄ Ἐκκλησίας κηρυττόντων; ἀλλά χρή πρῶτον αὐτούς τήν ἡμετέραν ὁμολογῆσαι δόξαν σαφῶς καί ἀνενδοιάστως καί οὕτως ἑνωθῆναι ἡμῖν. ἔφη δέ πρός τοῦτο ὁ βασιλεύς, ὅτι· τήν διά γλώττης ὁμολογίαν ὀφείλομεν ἀπαιτεῖν ἐξ αὐτῶν καί ἀρκεῖσθαι ταύτῃ, οὐ μήν δ΄ ἐξετάζειν καί τάς ἐν βάθει τῶν καρδιῶν αὐτῶν διανοίας. ὁ δέ Ἐφέσου εἶπεν, εἰ κατά τάς διανοίας διαφερόμεθα περί τήν πίστιν, οὐδέ ἑνωθῆναι δυνησόμεθα.

[←40]

Ο Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662) λέει:
«Εκείνοι τής Βασιλεύουσας έχουν επιτεθεί στο συνοδικό γράμμα τού παρόντος αγιότατου πάπα [Μαρτίνου Α΄], όχι σε όλα τα κεφάλαια που έχει γράψει σε αυτό, αλλά μόνο σε δύο. Το ένα σχετίζεται με τη θεολογία, γιατί λέει ότι “το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ τού Υιού”. Το άλλο έχει να κάνει με τη θεία ενσάρκωση, γιατί έχει γράψει, ότι “ο Κύριος, ως άνθρωπος, είναι χωρίς προπατορικό αμάρτημα”. Όσον αφορά το πρώτο θέμα, αυτοί [οι τής Ρώμης] έχουν παρουσιάσει τα ομόφωνα αποδεικτικά στοιχεία των Λατίνων πατέρων, καθώς επίσης και τού Κυρίλλου Αλεξανδρείας, από τον ιερό σχολιασμό που συνέθεσε εκείνος για το Ευαγγέλιο τού Αγίου Ιωάννη. Με βάση αυτά τα κείμενα, έχουν δείξει ότι δεν έχουν κάνει τον Υιό αιτία τού Πνεύματος, γιατί ξέρουν στην πραγματικότητα, ότι ο Πατέρας είναι η μόνη αιτία τού Υιού και τού Πνεύματος, ο ένας από γέννηση και το άλλο από εκπόρευση, αλλά (χρησιμοποιούν αυτή την έκφραση) προκειμένου να υποδηλώσουν την αποστολή τού Πνεύματος μέσω αυτού και με τον τρόπο αυτό να καταστήσουν σαφή την ενότητα και την ταυτότητα τής ουσίας»
(Ἀμέλει τοι γοῦν τῶν τοῦ νῦν ἁγιωτάτου πάπα συνοδικῶν, οὐκ ἐν τοσούτοις, ὅσοις γεγράφατε, κεφαλαίοις, οἱ τῆς βασιλίδος τῶν πόλεων ἐπελάβοντο· δυσί δέ μόνοις, ὧν, τό μέν ὑπάρχει περί θεολογίας, ὅτι τε φησίν εἶπεν, «Ἐκπορεύεσθαι κἀκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον»· τό δέ ἄλλο, περί τῆς θείας σαρκώσεως· ὅτιπερ γέγραφε· «Δίχα τόν Κύριον εἶναι τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ὡς ἄνθρωπον. Καί τό μέν πρῶτον, συμφώνους παρήγαγον χρήσεις τῶν Ῥωμαίων Πατέρων· ἔτι γε μήν καί Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, ἐκ τῆς πονηθείσης αὐτῷ εἰς τόν εὐαγγελιστήν ἅγιον Ἰωάννην ἱερᾶς πραγματείας· ἐξ ὧν οὐκ αἰτίαν τόν Υἱόν ποιοῦντας τοῦ Πνεύματος, σφᾶς αὐτούς ἀπέδειξαν· μίαν γάρ ἵσασιν Υἱοῦ καί Πνεύματος τόν Πατέρα αἰτίαν· τοῦ μέν κατά τήν γέννησιν· τοῦ δέ, κατά τήν ἐκπόρευσιν· ἀλλ΄ ἵνα τό δι΄ αὐτοῦ προϊέναι δηλώσωσι· καί ταύτῃ τό συναφές τῆς οὐσίας καί ἀπαράλλακτον παραστήσωσι).
Τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, Ἴσον ἐπιστολῆς πρός τόν κύριον Μαρῖνον, τόν ἐπίσκοπον τῆς Κύπρου, Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Ἅπαντα, Patrologia Graeca, τόμος 91, 134-136.

[←41]

Συρόπουλος 8.13: Μετά δέ τούς πολλούς λόγους καί τήν δοκοῦσαν ταύτην γυμνασίαν εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀρκούντως ἐγυμνάσθη τό ζήτημα· δότωσαν γνώμας. ὁ μέν οὖν Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας εἶπον, ὡς· οὐκ ἔστιν ἀρκετόν ἵνα δι΄ αὐτῆς μόνης τῆς ῥήσεως τοῦ ἁγίου Μαξίμου ἑνωθῶμεν· ὁ δέ Ῥωσίας, ὁ Νικαίας καί ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος εἶπον τά ἐναντία καί ὡς ἀρκετόν πάνυ τοῦτ΄ ἀπεφήναντο· ὁ δέ βασιλεύς εἰδώς ὅπως τούς πλείους προκατεσκεύαζε τῇ αὐτοῦ ἀκολουθῆσαι γνώμῃ, ὀλίγοι δέ τινες ἐνστήσονται, προσέταξε μή λέγειν καθ΄ ἕνα, ἀλλ΄ ὁμοῦ πάντας εἰπεῖν τό ἀρέσκει αὐτοῖς, εἰ στέργουσιν ὅσα εἶπον ὁ Ῥωσίας καί ὁ Νικαίας. ἐβόησαν οὖν ὀλίγοι τινές· ἀρέσκει καί στέργομεν, καί ὁ βασιλεύς ἔφη· εἰπάτωσαν τοῦτο πάντες. καί πάλιν εἶπον οἱ πλείους· στἐργομεν, καλόν ἐστιν. ὁ δέ βασιλευς ὁρῶν καί προσέχων τοῖς λέγουσιν ἔφησεν αὖθις· κἀκεῖνοι οἱ κατωτέρω καθήμενοι οὐκ ἔχουσι λαλίαν; πῶς οὐκ ἀφιᾶσι φωνήν; εἶπεν οὖν ὁ διεγείρων ἐκείνους στέργειν τά δεδογμένα (ὁ Νικομηδείας δέ οὗτος ἦν)· οἱ πάντες λέγουσι καί στέργουσι τοῦτο.

[←42]

Κατά τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 392-393), φαίνεται ότι η συμφωνία ήταν ομόφωνη, χωρίς συζήτηση (Laurent 1971: 403 σημ. 1):
«Όταν λοιπόν διαβάστηκε αυτή η επιστολή, αφήνοντας εκείνα που είχαν γράψει οι Λατίνοι και εγκαταλείποντας όλα τα άλλα, συγκεντρώσαμε το μυαλό μας στην επιστολή τού Αγίου Μαξίμου και είπαμε όλοι μαζί: "Αν οι Λατίνοι συμφωνήσουν με αυτήν την επιστολή, τότε εμείς, χωρίς να ζητήσουμε τίποτε άλλο, θα ενωθούμε μαζί τους"»
(Τῆς οὖν ἐπιστολῆς ταύτης ἀναγνωσθείσης, τά γραφέντα παρά τῶν Λατίνων ἀφέντες καί πάντα καταλιπόντες, ἐν τῇ ἐπιστολῇ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τόν νοῦν ἐνεβάλλομεν, καί εἴπομεν πάντες ὁμοῦ· Ἐάν οἱ Λατῖνοι ταύτῇ τῇ ἐπιστολῇ πείθωνται, ἡμεῖς ἄλλο τι μή ζητήσαντες αὐτοῖς ἑνωθησόμεθα).

[←43]

Συρόπουλος 8.14: Μετά τοιούτου τρόπου καί τοιαύτης ἐλευθερίας ἔλαβεν ὁ βασιλεύς τάς γνώμας πάντων εἰς τό δηλωθέν ζήτημα· εἰ γάρ καί τινες προσέκειντο τῇ γνώμῃ τοῦ Ἐφέσου καί τοῦ Ἡρακλείας, οὐχ εὗρον ἄδειαν εἰπεῖν ὅπερ ἐβούλοντο. εἶτ΄ αὖθις εἰς ἑτέρους ἑνωτικούς προεχώρησαν λόγους, οἷς καί ἀντέλεγεν ὁ Ἐφέσου καί φιλονεικία προέβαινεν. οἱ οὖν ἀντιλέγοντες καί ἐν τῇ καθέδρᾳ ἐδείκνυον τήν διαφοράν· ἐν ταυταις γάρ ταῖς ἰδίᾳ γενομέναις συνελεύσεσιν ἀπέναντι τοῦ Ἐφέσου καί τῶν σύν αὐτῷ ἐκάθηντο. ὁρῶν οὖν ὁ Ἡρακλείας τό ἐμπαθές καί φιλόνεικον τῶν ἀντιλεγόντων τῷ Ἐφέσου, εἶπε πρός αὐτούς, ὅτι· μετά ἀληθείας πρός πάθος λέγετε πάντες ὑμεῖς. ἀκούσαντες δέ τοῦτο ὅ τε Ῥωσίας καί ὁ Νικαίας εἶπον· σκόπει ὡς ὑβρίζεις ἡμᾶς· καί τί κακόν λέγομεν καί ὑβριζόμεθα παρά σου; καί ἐπεχείρησεν ὁ Ῥωσίας ὀχληρῶς φέρεσθαι κατά τοῦ Ἡρακλείας, καί ὁ βασιλεύς σιωπήν ἐπιτάξας τῷ Ῥωσίας, ὅλως αὐτός φέρεται κατά τοῦ Ἡρακλείας ἐν θυμῷ. καί· ᾧ δέσποτα, ἔφη, πόθεν ἔχεις τό λέγειν οὕτω καί σκώπτειν καί ἀναισχυντεῖν; οὐ γινώσκεις, ὅτι ὕβρισας τούς ἀρχιερεῖς; καί πόθεν ἔσχες σὐ τήν ἐξουσίαν ταύτην; οὐκ οἶδας τά μέτρα σου, οὐδέ γινώσκεις μέχρι τίνος φθάνει ἡ γνῶσις καί ἡ παίδευσίς σου; ἀλλ΄ ὅτι ὑπάρχεις ἀπαίδευτος καί χωρίτης, διά τοῦτο προηνέχθης λέγειν τοιαῦτα· εἰ γάρ ἦσθα φρόνιμος καί πεπαιδευμένος, οὐκ ἄν ἔλεγες οὕτως ἀναίδην, οὐδ΄ ἐπί τοσοῦτον ἠναισχύντεις ἐνώπιον βασιλέως. καί ἕως πότε ἀνέξομαι τῶν τοιούτων σου ἀναισχυντιῶν; μέχρι τίνος καθέξω τά σά; ἤ νομίζεις ὡς οὐκ οἶδα, ὅσα λέγεις καί κατασκευάζεις πρός ἐμποδισμόν τοῦ θείου τούτου ἔργου τῆς ἑνώσεως; οἶδα ἀκριβῶς πῶς εἰς τοῦτο διάκεισαι καί ὅσα κατά τῆς ἑνώσεως πράττεις, καί μετά ἀληθείας πληροφοροῦμαι, ὅτι προείλου ἄν πωλῆσαι καί τόν μανδύαν ὅν φορεῖς πρός ἐμποδισμόν τῆς ἑνώσεως· ἡμεῖς δέ οὐκ ἤλθομεν ἐνταῦθα ἐπί τό λέγειν καί πράττειν ἕκαστον τό δοκοῦν αὐτῷ, ἀλλ΄ ἐπί τό συμπρᾶξαι πάντας τό κοινῇ συμφέρον· σύ δέ οὐκ αἰδῇ οὐδέ συστέλλῃ οὐδέ δειλιᾷς τἀναντία λέγων καί πράττων; ἀλλ΄ ὥσπερ ἐποίησας ὅτε συνήλθομεν εἰς τήν Παλατιανήν καί εἶπες μοι ἐνώπιον τῆς κυρίας μου τῆς δεσποίνης τῆς μητέρας μου ὅπερ μοι εἶπες, ἐγώ δέ μακροθυμήσας ὑπέμεινα, αὐτός δέ οὔτ΄ ἐνόησας οὔτε ἠδέσθης εἰς ὅ εἶπες, οὕτω καί νῦν ἀναισχυντῶν λέγεις ἅπερ σοι οὐκ ἔξεστι, διότι ὑπάρχεις ἰδιώτης ἄνθρωπος καί ἀπαίδευτος καί βάναυσος καί χωρίτης, καί οὐ γινώσκεις οὐδέ αἰσθάνῃ ὁποῖοί εἰσιν οἱ λόγοι σου· αἴτιος δέ πάντων καί ὧν λέγεις καί ὧν ποιεῖς εἰμι ἐγώ· εἰ γάρ ἐποίουν σοί ὅ προσῆκεν εἰς ὅπερ μοι εἶπες ἐνώπιον τῆς κυρίας μου τῆς δεσποίνης, ἦσθα ἄν καί αὐτός καί πᾶς τις ἄλλος ὁ κατά σέ προσεκτικός καί προμελετῶν τί ἄν εἴποι· νῦν δ΄ ἡ ἡμετέρα μακροθυμία τε καί πραότης ἐπί πλέον σέ κατέστησεν ἀπαίδευτον καί ἀναιδῆ.

[←44]

Συρόπουλος 8.15: Ταῦτα οὖν καί ἕτερα πολλά τοιαῦτα ῥήματα θυμοῦ καί βάρους πλήρη κατά τοῦ Ἡρακλείας ἐρευξάμενος ὁ βασιλεύς μετ΄ ὀργῆς καί ἐπαναλαμβάνων καί ἀνακυκλῶν δίς τε καί τρίς τά αὐτά ἀσχέτῳ ῥύμῃ θυμοῦ, μίαν καί ἡμίσειαν ὥραν ἐν τοῖς τοιούτοις κατέτριψεν. ὀψέ δέ καί μόλις παυσαμένῳ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἡρακλείας· εὐχαριστῶ σοι, δέσποτά μου ἅγιε, ὅτι ἀντί τῶν δουλειῶν ὧν σοι ἐδούλευσα, καί ἀντί τῶν κόπων ὧν ἐκοπίασα καί ἀντί τῶν ταλαιπωριῶν καί τῶν κινδύνων καί τῶν ἄλλων περιστατικῶν ὧν ὑπέστην ἐκπληρῶν καί ἐξυπηρετῶν τά καταθύμιά σοι τοιούτους ὁρισμούς ἤκουσα παρά τῆς ἁγίας βασιλείας σου καί τοιαύτας ἀπέλαβον εὐεργεσίας καί ἀμοιβάς. εἶτα ἐπαύσαντο πάντες καί ἐφ΄ ἱκανόν ἑκάθηντο ἄφωνοι· μόλις δέ ποτε ἠξίωσαν τόν δεσπότην ἐκ τῶν ἀρχιερέων οἱ πλησίον αὐτοῦ καθήμενοι, ἵνα μεσιτεύσῃ καί διαλλάξῃ τῷ ΄Ηρακλείας, ὅ καί γέγονεν· ἀξιώσαντος γάρ τοῦ δεσπότου καί τινων ἀρχιερέων, εἴρηκεν ὁ βασιλεύς· ἐγώ ἤδη ἀφίημι τόγε νῦν ἔχον καί συμπαθῶ τό περί τούτου· αὐτόν δέ χρή προσέχειν εἰς τό ἑξῆς. οὕτως ἐτίμησεν ὁ βασιλεύς τόν τοποτηρητήν τοῦ Ἀλεξανδρείας καί πρόεδρον τῶν ὑπερτίμων.

[←45]

Συρόπουλος 8.16: Ἐπί τούτοις ἡ ἀργία πάλιν διεδέξατο ἡμᾶς καί ἐκαθήμεθα πάσχοντες καί ταλαιπωροῦντες· παρέδραμε γάρ καί ἡ προθεσμία, δηλαδή ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Γεωργίου, καί οὔτε πρᾶξίς τις οὔτε λόγος ἐτελέσθη, ἀλλ΄ οὐδέ μνήμης τοῦ σιτηρεσίου ἐμνήσθησαν οἱ ὑποσχόμενοι παρέχειν αὐτό δίς τοῦ μηνός καί ὅτε ἄν ζητήσωμεν· ἤδη παρωχηκότων τριῶν μηνῶν καί ἐπέκεινα, πάντες μέν οὖν ἔπασχον ὑπό τῆς ἐνδείας, οἱ δέ τοῦ βασιλέως γιανίτζαροι καί πλέον τῶν ἄλλων ὡς ἐνδεέστεροι καί πένητες· διό καί προσήρχοντο τῷ μεγάλῳ πρωτοσυγκέλλῳ ὡς μεγάλα παρά τῷ βασιλεῖ δυναμένῳ καί ἠξίουν ἵνα παρακαλῇ τόν βασιλέα καί παρέχῃ τι πρός διατροφήν αὐτῶν. ὁ δέ παρακαλέσας δίς καί τρίς, ἤνυσεν οὐδέν· τῶν δέ ἐπιτιθεμένων ἐπί πλέον αὐτῷ, ἔδωκεν αὐτοῖς οἴκοθεν φλωρίον ἕν καί μεθ΄ ἡμέρας πάλιν ὡσαύτως πεποίηκεν. τῶν δέ αὖθις ἐκ τῆς ἀνάγκης τῆς ἐνδείας προσερχομένων καί αἰτούντων ἵνα ἤ ἀπό τοῦ βασιλέως ἤ ἀφ΄ ἑαυτοῦ προνοήσεται αὐτῶν, αὐτός τήν τοῦ βασιλέως εἰδώς διάθεσιν καί τήν παράκλησιν τήν πρός αὐτόν ἀποδοκιμάσας, ἔδωκεν αὐτοῖς ἀφ΄ ἑαυτοῦ τά ἱερατικά αὐτοῦ ἐπιμάνικα καί εἶπεν, ὅτι· ἐγώ οὐκ ἔχω ἄλλο τι δοῦναι ὑμῖν· διό λαβόντες ταῦτα πωλήσατε καί φάγετε τό τίμημα αὐτῶν. οἱ δέ λαβόντες διήρχοντο καί ὑπεδείκνυον ταῦτα τοῖς ἀρχιερεῦσι καί ἠξίουν ἐξωνίσασθαι, διηγούμενοι καί τήν πρόνοιαν τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου. μή ἔχοντος δέ τινος χρείαν ἐκεῖσε ἐξωνήσασθαι, ἀντέστρεψαν ταῦτα τῷ δεδωκότι· καί αὖθις μεθ΄ ἡμέρας τινάς τῇ ἐνδείᾳ πιεζόμενοι προσῆλθον αὐτῷ τῷ μεγάλῳ πρωτοσυγκέλλῳ καί ἀπεκλαίοντο τήν ἐσχάτην αὐτῶν ἔνδειαν καί ὅπως ὁ μέν διεπράσατο τά ὅπλα, ὁ δέ ἠνεχύρασε τά ἐνδύματα, ὁ δέ ἄλλος ἄλλο τι. ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἄπιτε εἰς τόν Ἐφέσου καί εἰς τόν μέγαν σακελλάριον, ὅτι ἐκεῖνοι ἐμποδίζουσι τήν ἕνωσιν, καί ποιήσατε ὡς οἴδατε μετ΄ αὐτῶν· δι΄ αὐτούς γάρ πάσχετε καί ὑμεῖς καί πάντες καί οὐδέ δυνησόμεθα ἀπελθεῖν οἴκαδε. οἱ δέ ἀκούσαντες ἔδραμον εὐθύς πρός τόν Ἐφέσου ὑπέρ τούς εἴκοσι ὄντες, καί οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκεῖθεν ἦλθον εἰς τόν μέγαν σακελλάριον ὡπλισμένοι τῷ θυμῷ καί λέγουσι· τίνος χάριν οὐδέν ἀφίετε γενέσθαι τήν ἕνωσιν, ἀλλά θέλετε ἵνα ἀποθάνωμεν ἐνταῦθα; καλόν ἐστιν, ἵνα φθαρῶμεν ὑπό τοῦ λιμοῦ; ἤ οὐκ οἴδατε, ὅτι οὐκ ἀνεξόμεθα πάσχειν διά σέ καί ἄλλον κατά σέ; ἐρωτήσαντος δέ τοῦ μεγάλου σακελλαρίου· καί τίς εἶπεν ὅτι ἐκώλυσα ἤ κωλύω ἐγώ τήν ἕνωσιν; εἶπον· ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος λέγει, ὅτι σύ καί ὁ Ἐφέσου κωλύετε γενέσθαι τήν ἕνωσιν, καί ἔστειλεν ἡμᾶς πρός ὑμᾶς· ὁ δέ περιδεής καί σύντρομος γεγονώς οὐκ εἶχεν ὅ τι καί δράσειε· μόλις δέ ποτε ἠδυνήθη δυσωπῆσαι καί κατασιγᾶσαι αὐτούς συνιέντας ἴσως καί αὐτούς καί καταγνόντας τόν ἐπιβουλευτικόν αὐτοῦ τρόπον. ὁ δέ μέγας σακελλάριος ἦλθεν εἰς τόν πατριάρχην ἵνα ἐγκλητεύσῃ καί κριθῇ συνοδικῶς μετά τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου ὑπέρ τῆς ἐπιβουλῆς ταύτης· λόγοις δέ τισιν ἡμεῖς καί ἀξιώσει ἐκωλύσαμεν αὐτόν, τό τίμιον περιποιούμενοι τῆς ἡμετέρας τάξεως.

[←46]

23 Απριλίου.

[←47]

Στο κείμενο γιανίτζαροι. Bλέπε σημ. 146 κεφαλαίου γ΄.

[←48]

Επιμάνικα: Σκληρά υφάσματα που περιδένονται στα χέρια τού ιερωμένου πιο πάνω από τον καρπό και συγκρατούν τα άκρα τού στιχαρίου μαζί με τα υπόλοιπα άμφια.

[←49]

Στον Μανουήλ Χρυσοκόκκη.

[←50]

Όπως τον απεικονίζει ο Συρόπουλος στα Απομνημονεύματά του, ο μέγας πρωτοσύγγελλος ήταν σίγουρα ικανός να κάνει αυτή την κακή κίνηση, με τη δόλια πρόθεση που τού αποδίδεται εδώ. Ωστόσο, αν πιστέψουμε έναν άλλο σύγχρονο, τον Γεώργιο Τραπεζούντιο, αυτός ο Γρηγόριος ήταν η ίδια η φιλανθρωπία (Laurent 1971: 406 σημ. 4).

[←51]

Συρόπουλος 8.17: Καί ἄλλοτε δέ συγκαθημένων τοῦ τε Νικομηδείας, τοῦ μεγαλου σακελλαρίου, καί τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου καί ἄλλων τινῶν, καί ἀνιωμένων ἐπί τῇ στερήσει τοῦ σιτηρεσίου καί τῇ πολλῇ ἐνδείᾳ τῶν ἡμετέρων, ἔφη ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος, ὅτι· ἐγώ κατέστησα καί ἐκράτησαν τό σιτηρέσιον. ὅπερ ἀκούσας ὁ μεγας σακελλάριος καί ἐκπλαγείς, ἔφη πρός αὐτόν· σάβας, σχηματίσας ἅμα καί τόν ἀντίχειρα αὐτοῦ δάκτυλον ἐπί βεβαιώσει καί ἐπαίνῳ τῆς ὑπέρ τῶν ἡμετέρων συνδρομῆς αὐτοῦ καί προνοίας. ὁ δέ εἶπε· καί τί κακῶς ἐποίησα; θέλετε ἵνα κατεσθίητε τά φλωρία τοῦ πάπα ἀργοί, μηδέν φροντίζοντες περί τῆς ἑνώσεως; ὁ δέ μέγας σακελλάριος ἐκπληττόμενος οὐχ ἧττον ἤ εἰρωνευόμενος ἔφη, ὅτι· καλῶς ἐποίησας καί διά τοῦτό σοι λέγω σάβας, ἐπαινῶν καί θαυμάζων σε, τῆς πρός τούς συμπατριώτας καί ὁμοφύλους συμπαθείας καί βοηθείας καί τῆς πρός τούς πενομένους κηδεμονίας. τοιαύτας συμβουλάς ὑπετίθουν οἱ ἡμέτεροι τοῖς διαφερομένοις ἡμῖν καί πᾶσι τρόποις τήν ἧτταν ἡμῶν πραγματευομένοις καί περιγενέσθαι ἡμῶν ἀγωνιζομένοις.

[←52]

Σάβας: Κατά τον Suicerus, Thesaurus Ecclesiasticus e Patribus Graecis (Άμστερνταμ 1728), στήλη 915, πρόκειται για «θριαμβευτική φωνή με χαρά, επιδοκιμασία, έγκριση» (sed vox est triumphantis cum laetitia, applaudentis, approbantis).

[←53]

Συρόπουλος 8.18: Τούτων οὕτως ἐχόντων, ἡμεῖς ἐπί πᾶσι δυσχεραίνοντες καί ἀναγκαζόμενοι ἐπετέθημεν τῷ πατριάρχῃ καί ἱκετεύσαμεν, ἵνα μηνύσῃ καί ἀξιώσῃ τόν βασιλέα, ὅπως ἄν περί τοῦ πρακτέου ἐπιμελήσηται καί μάλιστα περί τῆς ὑποστροφῆς ἡμῶν, ἐπεί ἀλυσιτελές ἡμῖν ἑωρῶμεν γενήσεσθαι παρά Λατίνων συμπέρασμα. μετά οὖν δευτέραν καί τρίτην ἀξίωσιν ἀπέστειλε τόν Μολδοβλαχίας, τόν μέγαν σκευοφύλακα καί ἐμέ εἰς τόν βασιλέα ἐροῦντας ταυτί· ἡμέραι παρῆλθον πολλαί, καθημένων ἡμῶν ἀργῶν, καί ὁρῶ ὡς οὐ γενήσεταί τι ἀγαθόν. πάσχουσιν οὖν καί οἱ ἡμέτεροι πάντες καί ἐγώ πλέον τῶν ἄλλων· εἰμί γάρ καί ασθενής καί οὐχ εὑρίσκω ἐνταῦθα τήν προσήκουσαν ἀνάπαυσιν, καί διά τοῦτο ἐφίεμαι τῆς ὑποστροφῆς· οὐ γάρ προαιροῦμαι ἵνα ταφῶ ἐν Ἰταλίᾳ. ὅθεν ἀξιῶ τήν ἁγίαν βασιλείαν σου ὅπως ἀποβλέψῃς πρός τήν ἐπάνοδον ἡμῶν· οὔτε γάρ ἐγώ οὔθ΄ οἱ ἡμέτεροι δύνανται ἐπί πλέον προσμένειν ἐνταῦθα καί ταλαιπωρεῖν, ἄλλως θ΄ ὅτι οὐδέ συνορῶμεν γενήσεσθαί τινα διόρθωσιν τῆς περί τῆς δόξης διαφορᾶς. λοιπόν δεῖ καταλιπεῖν τά τοιαῦτα καί φροντίσαι περί ὑποστροφῆς.

[←54]

Συρόπουλος 8.19: Ὡς οὖν ἤκουσε ταῦτα ὁ βασιλεύς εἶπεν· ἐγώ οὐ κάθημαι ἀργός, ἀλλ΄ ἀεί λέγω καί ἀγωνίζομαι περί ταύτης τῆς ὕλης· ἀεί γάρ ἔρχονται πρός ἐμέ οἱ ἐκ τοῦ πάπα καί λέγουσι καί ἀπολογοῦμαι, καί ἄλλοι μέν κοιμῶνται, ἐγώ δέ ἀγωνίζομαι. ὅτι δέ ἀργοῦμεν, καί παρῆλθε καί ἡ προθεσμία, καθώς λέγετε, οὐκ ἔστιν ἀπ΄ ἐμοῦ τοῦτο, ἀλλ΄ ἀφ΄ ὑμῶν· ὑμεῖς γάρ ποιεῖτε τήν πλημμέλειαν. λέγετε δέ ὅτι οὐ γενήσεται συμπέρασμα, καί διά τοῦτο ἵνα φροντίσω περί ὑποστροφῆς· τοῦτο δέ οὔκ ἐστιν ἴδιον ἐμόν ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας. εἰ οὖν ἐκκόψω τοῦτο καί γένηταί τι ἀστόχημα, ἀνενεχθήσεται ἡ μέμψις ὅλη εἰς ἐμέ· καί ὅσον μέν εἰς τά ἴδιά μου, εἰς τά βασιλικά φημι καί τά κοσμικά, ὅσα πράττω μετά τῶν ἰδικῶν μου, εἰ συμβήσεται ἀστοχία τις καί μέμψις, οὐ λογισθήσεταί μοι τόσον δεινόν· αὐτό δέ ἐστιν ἐκκλησιαστικόν καί δεῖται μεγάλης σκέψεως καί βουλῆς ἐκκλησιαστικῆς. οὐ θέλω τοίνυν ἐγώ μόνος ἐκκόψαι τοῦτο καί λαβεῖν ὄνειδος καί μέμψιν ὕστερον παρά πολλῶν ἴσως τῶν ἡγησομένων θάτερον μᾶλλον λυσιτελήσειν ἡμῖν· ῥᾴδιον γάρ ἐστιν εἰπεῖν· ἐκκόψωμεν τοῦτο, ἀλλά χρή σκέψασθαι ὁποίαν δεῖ τήν τιμήν ἐπαγαγεῖν καί μή ἀπότομον καί οἷον μετά ἀξίνης, ἀλλ΄ ὅσον οἷον τε κούφην καί πραεῖαν, εἰ καί δεήσει ταύτης. ὅμως ἐγώ οὐ γνωρίζω τούς λόγους τούτους εἶναι τοῦ πατριάρχου λόγους, ἀλλ΄ ὡς ἐμοί δοκεῖ, ἕτεροί τινες ἐπετέθησαν καί ἠνάγκασαν αὐτόν, ἵνα μηνύσῃ μοι ταῦτα· ἐλεύσομαι δέ ἐγώ καί ἀκούσω παρ΄ αὐτοῦ καί ἀποκριθήσομαι καί πλατύτερον.

[←55]

Συρόπουλος 8.20: Ὅμως ἐν τούτοις δέδοικα μήποτε διαφύγῃ ἡμᾶς ὅπερ ἔλεγεν ὁ κῦρ Ἰωσήφ ὁ διδάσκαλος· εἶπε γάρ πολλάκις, ὡς· εἴπερ εὐδοκήσει ὁ Θεός συστῆναι σύνοδον, ἔχω τινά λόγον εἰπεῖν ἐκεῖσε, ὅστις ἀναμφιβόλως καί ἀναντιρρήτως ἑνώσει ἡμᾶς· ἔστι δέ ἄληπτος· οὐδέ γάρ ἕξει τις ἐπιλαβέσθαι πόθεν αὐτοῦ ὡς ἐναντίου ἤ ὡς ἐπισφαλοῦς. ἀπῃώρητο δέ εἰς τό κελλίον ἐν ᾧ ἐκαθήμεθα ἀπό τῆς δοκοῦ σφαιροειδές κάτοπτρον, καί εἶπεν· ὥσπερ ἐστί τό κάτοπτρον τοῦτο ἄληπτον (οὐ γάρ δυνήσεταί τις ἁπλῶς διά τῆς ἁφῆς δράξασθαι καί κατασχεῖν αὐτό), οὕτως ἐστίν, ἔφη, καί ὁ λόγος ἐκεῖνος ἄληπτος καί ἑνωτικός. ἠρώτησα γοῦν ἵνα μοι εἴπῃ τόν λόγον, καί οὐκ ἠθέλησεν. εἶπον δέ αὐτῷ, ὅτι· λέγεις μοι πρᾶγμα μέγα καί δυσεύρετον, μᾶλλον δέ μέχρι τοῦ νῦν ἀνεύρετον, καί εἴθε μέν διαφυλάξαι σε ὁ Θεός μέχρι τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἵν΄ εἴπερ τοῦ Θεοῦ ἐστι θέλημα κατορθωθείη τό τοσοῦτον ἀγαθόν διά σοῦ· εἰ δέ τῷ χρεών ὡς ἄνθρωπος λειτουργήσεις καί οὐ μεταδώσεις ὅ λέγεις τινί, νομίζω ὅτι καί αὐτός ἁμαρτίαν ἕξεις καί ἡμῖν μεγίστην προξενήσεις ζημίαν. ζητῶ οὖν σε, ἀποκάλυψόν μοι τοῦτο καί ἐγώ φυλάξω ὡς μυστήριον. ἐκεῖνος δέ οὐκ ἠθέλησεν εἰπεῖν μοι τό πρᾶγμα, φήσας· μή φρόντιζε περί τούτου· ἐγώ γάρ καί πρό τοῦ ἀπελθεῖν με, προνοήσομαι ὅπως ἔχητε ὅ λέγω, ὅταν ἐν χρείᾳ τούτου γένησθε· εὑρεθήσεται γάρ γεγραμμένον καί φροντίσατε καί ὑμεῖς μήποτε τό τοσοῦτον ἀγαθόν διαφύγῃ ὑμᾶς.

[←56]

Ο Ιωσήφ Βρυέννιος.

[←57]

Συρόπουλος 8.21: Τῶν τοίνυν Λατίνων ὁσημέραι ἀπαιτούντων καί σφοδρῶς ἐπικειμένων ἤ στέρξαι ἡμᾶς ἅπερ εἰρήκασιν ἐν ταῖς τελευταίαις διαλέξεσι καί οὕτως ἑνωθῆναι, ἤ πρός διαλέξεις αὖθις χωρεῖν, ἀναγκασθείς ὁ βασιλεύς ἦλθεν εἰς τόν πατριάρχην, καί τίνα μέν ἐβουλεύσαντο μόνοι οὐκ ἔγνωμεν. τῇ δ΄ ἐπιούσῃ ὥρισε καί συνήλθομεν πρός αὐτόν ὁ Ἐφέσου, ὁ Ῥωσίας, ὁ μέγας χαρτοφύλαξ καί ἐγώ, καί διεμηνύσατο μεθ΄ ἡμῶν τῷ πάπᾳ, ὅτι· ἡμεῖς ἤλθομεν ἐνταῦθα καί περιεμένομεν μέχρι τοῦ νῦν ἐκδεχόμενοι γενέσθαι σύν Θεῷ τήν ἕνωσιν· ἐγένοντο καί διαλέξεις ὅσαι δῆτα καί γεγόνασι, καί εἶπον οἱ ἡμέτεροι καί εἰς τό περί τῆς προσθήκης καί εἰς τό περί τῆς δόξης λόγους πολλούς καί καλούς καί ἀναγκαίους, ὁμοίως καί οἱ ὑμέτεροι εἶπον πολλά. συνορῶμεν δέ ὅτι οὐ συνελευσόμεθα εἰς ἕν καί τό αὐτό συμπέρασμα· οὔτε γάρ ὑμεῖς συντίθεσθε εἰς τάς παρ΄ ἡμῶν προφερομένας ἀποδείξεις, οὐθ΄ ἡμεῖς τοῖς τῶν ὑμετέρων πειθόμεθα λόγοις, καί ὡς ἔχω νοεῖν ἐκ τῶν διαλέξεων, οὐ συμφωνήσομεν εἰς ἕν συμπέρασμα. ἐπεί οὖν ἐποιήσαμεν καθώς περιεῖχον αἱ συμφωνίαι ἡμῶν, ἐκ δέ τῶν διαλέξεων ἀνεφάνη ὡς οὐ παρακολουθήσει ἕνωσις, ζητοῦμεν λοιπόν ἵνα ἐξοικονομήσητε ἡμᾶς ἀπελθεῖν εἰς τά ἴδια.

[←58]

Στις 10 Απριλίου το βράδυ. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 403, με άλλα λόγια από την αντιπροσωπεία, ακολουθούμενα από την απάντηση τού πάπα, ο οποίος όντως ζήτησε την ένορκη διαδικασία που αμφισβητήθηκε από τούς Γραικούς (στο ίδιο, σελ. 404-406).

[←59]

Συρόπουλος 8.22: Ὡς οὖν ἤκουσε ταῦτα ὁ πάπας, δεινῶς διετέθη· ἀντεμήνυσε δέ δι΄ ἡμῶν, ὅτι· ἐγώ νομίζω ὡς οἱ ἡμέτεροι ἀρκούντως ἀπέδειξαν ὅσα προέθεντο. ἔδει οὖν καί ὑμᾶς πεισθῆναι οἷς ἠκούσατε λαμπρῶς καί ἀληθῶς ἀποδεδειγμένοις· εἰ δέ καί ἔν τισιν ἔχετε ἀμφιβολίας, ζητήσατε ταύτας ἀφ΄ ἡμῶν καί οἱ ἡμέτεροι ῥᾷστα ἀποδώσουσιν ἐφ΄ ἑκάστῃ τούς λόγους καί διασαφήσουσι καί διαλύσουσι ταύτας. οὐδέ γάρ ἐνέλειψέ ποτε τῇ Ῥωμαϊκῇ Ἐκκλησίᾳ οὐδέ ἐλλείψει δύναμις λόγων ἀρκούντων εἰς σαφήνειαν καί λύσιν πάσης ἀπορίας παρ΄ οἱουδήτινος γενομένης ἤ γενησομένης. ὅμως ὡς ἐμοί δοκεῖ σαφῶς ἀπέδειξαν οἱ ἡμέτεροι, ὅτι ὅπερ λέγομεν καί δοξάζομεν ἀληθής ἐστι δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί συστάσεις παρήγαγον τῶν ῥήσεων τῶν ἁγίων τῶν διδασκάλων αὐτῆς. καί λέγω ἵνα ταχθῇ ἡμέρα καί συνέλθητε ἐνταῦθα, ὅσοι τοῦ ἱερατικοῦ καταλόγου τυγχάνετε, μετά ἑνός μεταγλωττιστοῦ, καί προκειμένου τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελίου ἀνεπτυγμένου προσέρχηται ἕκαστος, καί ἐπιτιθείς τήν χεῖρα καί ὀμνύων ἐπ΄ αὐτῷ, λέγῃ τίνα γνώμην ἔχει εἰς ὅσα ἤκουσε παρά τῶν ἡμετέρων, καί οὕτως νομίζω συνελθεῖν πάντας εὐκόλως πρός τό συμπέρασμα. ἄπιτε τοίνυν, εἴπατε ταῦτα τῷ βασιλεῖ καί τοῖς ὑμετέροις· ἐγώ δέ πάλιν μηνύσω καί ἄλλα τινά μετ΄ ὀλίγον.

[←60]

Συρόπουλος 8.23: Ἐλθόντων δέ ἡμῶν καί ἀπαγγειλάντων ταῦτα τῷ βασιλεῖ καί τῷ πατριάρχῃ καί τοῖς λοιποῖς, οὐ προσεδέξαντο τούς τοιούτους λόγους· πῶς γάρ ἔμελλον ποιεῖν ἐπ΄ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ὑπ΄ αὐτοῦ κωλυόμενον ἔργον; ὁ δέ Ῥωσίας ἐπέτρεπε λέγων, ὅτι· εὑρίσκομεν ἐν τῇ γραφῇ ὅτι καί ὁ θεός ὀμνύει. τοῦτο δέ τό περί τοῦ ὅρκου ἐκινήθη πρότερον παρά τοῦ Μιτυλήνης· ἐκεῖνος γάρ πρό ἡμερῶν πολλῶν ἐφεῦρε καί ἔλεγε δεῖν γενέσθαι ταύτην τήν μέθοδον.

[←61]

Συρόπουλος 8.24: Ὁ δέ βασιλεύς ἦλθεν εἰς τόν πατριάρχην· συνήλθομεν καί ἡμεῖς ἐκεῖσε ὁρισμῷ αὐτοῦ. καί ἔστειλεν ὁ πάπας καρδηναλίους τρεῖς, τόν καμαρέριον, τόν Ἰουλιανόν καί τόν Φιρμάνον, καί ἐπισκόπους δέκα. ἤρξατο οὖν ὁ Ἰουλιανός καί εἶπε τά ἀπ΄ ἀρχῆς ἄχρι τέλους πρός τόν βασιλέα μετά παρρησίας καί δεινότητος καί φιλοτιμίας ῥητορικῆς· ῥητέον δ΄ ἐκ τῶν λόγων ἐκείνου, ὅσα εἰς μνήμην ἡμῶν ἐστιν, εἰ καί μή οἷόν τε κατά λέξιν αὐτούς ἐκθεῖναι. εἴρηκε τοίνυν ὡς ἀπό τοῦ παπα, ὅτι· ὁ μακαριώτατος πάπας ἔστειλε κάτεργα κατά τάς συμφωνίας, ἅ καί ἔφθασαν ἐκεῖσε εἰς ὑμᾶς κατά τόν σεπτέμβριον μῆνα, καί ἐνόν ἐλθεῖν ὑμᾶς ἐνταῦθα δι΄ ἐκείνων δι΄ ὅλου τοῦ νοεμβρίου, ἤλθετε κατά τόν φεβρουάριον. κἀντεῦθεν ἐγένετο ἀναλώματα πλεῖστα διά τήν τοιαύτην βραδύτητα. εἶτα ἐλθόντων ὑμῶν ἐν τῇ Φεραρίᾳ εἴπομεν ἵνα γένηται ἡ ἀνακήρυξις τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου, καί κατετρίψατε πλέον μηνός εἰς τοῦτο· ἐζητήσαμεν ἵνα χωρήσωμεν εἰς διαλέξεις, καί οὐκ ἐθελήσατε, ἀλλ΄ ἐζητήσατε διωρίαν μηνῶν τεσσάρων καί μετ΄ αὐτούς ἵνα διαλέγησθε, καί ἀντί τῶν τεσσάρων παρῆλθον ἑπτά, καί οὐκ ἐθελήσατε ἐλθεῖν εἰς διαλέξεις, ἀλλά καί ἐντός τῶν τεσσάρων μηνῶν συνεφωνήσατε, ἵνα συνέρχησθε μεθ΄ ἡμῶν δίς τῆς ἑβδομάδος καί λέγωμεν περί τῶν μεταξύ ἡμῶν διαφορῶν καί ἐποιήσατε ἡμῖν καί γράμμα εἰς τοῦτο· συνήλθετε δέ ὅμως ὀκτάκις, εἶτα ἐπαύσασθε. ἐτάχθη ἵνα διαλεγώμεθα εἰς τήν σύνοδον τρίς τῆς ἑβδομάδος ἀπαραιτήτως, καί οὐδέ τοῦτο ἐτηρήσατε, ἀλλ΄ ἐκ διαλειμμάτων συνήρχεσθε, εἶτα παρῃτήσασθε καί αὐτό. ἔδοξε καλόν ἵνα ἔλθωμεν εἰς τήν Φλωρεντίαν, καί εἰδότες ἡμεῖς τάς ἀναβολάς καί ὑπερθέσεις ὑμῶν ἐζητήσαμεν ἔτι ὄντες ἐν τῇ Φεραρίᾳ καί ὑπεσχέθητε ἐγγράφως ἵν΄ ἀπαραιτήτως διαλεγώμεθα τρίς τῆς ἑβδομάδος καί μηδεμία αἰτία ἤ ἀσθένεια τοῦ βασιλέως ἤ τοῦ πατριάρχου ἤ τοῦ προσδιαλεγομένου ἐμποδίσῃ τήν ἀποτεταγμένην καί ὡρισμένην συνέλευσιν καί διάλεξιν. εἰ δέ καί ὁ προσδιαλεγόμενος ὑπ΄ ἀσθενείας ἐμποδισθῇ, ἵνα ἀναπληροῖ ἕτερος τήν διάλεξιν αὐτοῦ· κἄν ἐπισήμου ἁγίου ἑορτή τύχῃ ἐν τῇ ἀποταχθείσῃ ἡμέρᾳ, ἵνα τῇ ἐπιούσῃ γένηται ἡ διάλεξις, ἵνα ταχέως ἔλθωμεν εἰς συμπέρασμα· ὑμεῖς δέ οὐδέ αὐτήν τήν ἔγγραφον ὑμῶν ἐτηρήσατε συμφωνίαν, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγαις συνελεύσεσιν ἐπαύσασθε μή συμπεράναντες. ὁ μέν οὖν μακαριώτατος πατήρ ἐπλήρωσε καί πληροῖ ὅσα συνεφώνησε, μᾶλλον δέ πολλαπλάσια· ὑμεῖς δέ οὔτε τήν πρώτην ἐτηρήσατε συμφωνίαν, ἥν ἐγγράφως ἐν τῇ ἀποκαταστάσει τῆς ἀνακηρύξεως ὑπεσχέθητε, οὔτε τήν δευτέραν, ὅτε εἰς τάς διαλέξεις κατέστητε, οὔτε τήν τρίτην, ἥν ἐγγράφως ἐδώκατε τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης μεταβάσεως· καί νῦν μετά τάς ἐνταῦθα διαλέξεις τί ἄλλο ἤ τήν ἀργίαν ἀσπάζεσθε, ἴσως ὡς λυσιτελούσης ὑμῖν ταύτης ἀντεχόμενοι; λέγομεν τοίνυν ὅτι οἱ ἡμέτεροι ἀπέδειξαν λαμπρῶς καί σαφέστατα, ὅπως ὅ λέγομεν ἡμεῖς ἐστιν ἀληθής δόξα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν αὐτῆς ἁγίων διδασκάλων· καί εἰ μέν ἐπείσθητε ἐξ ὧν ἠκούσατε, ἔλθετε πρός τό συμπέρασμα· εἰ δέ καί ἔτι ἀμφιβάλλετε, χωρήσατε αὖθις πρός τάς διαλέξεις.

[←62]

Η ίδια αυτοκρατορική επιτροπή είχε πάει στις 12 Απριλίου, την Κυριακή μετά το Πάσχα, στον πάπα ο οποίος, αντί να τής απαντήσει, τής ανακοίνωσε ότι θα στείλει αντιπροσωπεία για να εξηγηθεί ενώπιον τής συνέλευσης των Γραικών. Εκείνοι πραγματοποίησαν συνεδρίαση τη Δευτέρα 13 και την Τρίτη 14 Απριλίου. Τότε ήταν που ο Βησσαρίων έδωσε τη μεγάλη δέκα σημείων ομιλία του για την Ένωση, ομιλία που συγκράτησε με ευκολία ο Τραβερσάρι (βλέπε επιστολή τής 21ης Απριλίου 1439 από Τραβερσάρι προς Τσεζαρίνι) και η οποία θα έκανε το ακροατήριο να κλαίει, αλλά για την οποία ο Συρόπουλος δεν κάνει καμία αναφορά. Ο συγγραφέας μας δεν μιλάει περισσότερο για εκείνα που έκανε με την ίδια ευκαιρία (14 Απριλίου) και για το ίδιο θέμα ο Σχολάριος (Scholarios, Œuvres, I, σελ. 296-306 και II, σελ. xvi Laurent 1971: 410 σημ. 1).

[←63]

Ο Φραντσέσκο Κοντουλμέρ (βλέπε πιο κάτω, κεφ. ιβ’ σημ. 46), παπικός ταμίας (camerlengo) από το 1431 μέχρι το 1440.

[←64]

Την Τετάρτη, 15 Απριλίου 1439. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 408: τῇ τετάρτῃ οὖν τῆς ἑβδομάδος τοῦ Θωμᾶ. Η Κυριακή τού Θωμά (βλέπε προηγούμενη σημείωση) έπεφτε στις 12 Απριλίου.

[←65]

Κατά τον Laurent 1971: 411 σημ. 5, οι βασικές ιδέες αυτής τής ομιλίας βρίσκονται σε μια προσφώνηση, την οποία τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 422-424) έβαλαν στα χείλη τού πάπα.

[←66]

Συρόπουλος 8.25: Οὗτος μέν οὖν ἦν ὁ σκοπός καί ὁ καρπός τῶν λόγων τοῦ Ἰουλιανοῦ, πεπλατυσμένως ἄγαν εἰρηκότος αὐτοῦ καί ῥητορικῶς, πλέον λέγων τῶν δύο ὡρῶν, ὑπερεκδικῶν τόν πάπαν καί ἐξαίρων, ἡμᾶς δέ ὀνειδίζων καί διελέγχων ὡς μηδέν ποιοῦντας ὧν συνεφωνήσαμεν. ἐφιλοτιμήθη οὖν ὁ βασιλεύς ἀπολογήσασθαι καί αὐτός ῥητορικῶς πρός τούς λόγους καί ἦν θέων πεζός παρά Λύδιον ἅρμα· ὅμως κατέληξε τόν λόγον εἰς τήν παραίτησιν τῶν διαλέξεων, προσθείς ὡς· ἐπεί κατέλαβον ὅτι ἐκ τῶν διαλέξεων οὐ συνελευσόμεθα εἰς συμπέρασμα, διά τοῦτο παρῃτησάμην αὐτάς. ἀνεσκεύαζε δέ ὁ Ἰουλιανός τά παρά τοῦ βασιλέως εἰρημένα καί συνέστησεν αὖθις ὅτι διά τῶν διαλέξεων ἐλευσόμεθα εἰς συμπέρασμα· ὁ δέ βασιλεύς εἶπε πάλιν, ὅτι· ἐκ τῶν διαλέξεων συμπέρασμα οὐχ ἕξομεν, καί οἶδα τοῦτο ἀκριβῶς καί πληροφορῶ ὑμᾶς· ἴσως δι΄ ἑτέρου τινός τρόπου δυνατόν ἐστι συνελθεῖν ἡμᾶς εἰς συμπέρασμα. εἶτ΄ αὖθις ἀντεῖπε καί ταῦτα ὁ Ἰουλιανός, προσθείς καί μετά τῶν ἄλλων, ὅτι· ὅ λέγει ἡ γαληνότης σου, ὡς διά τῶν διαλέξεων οὐ καταλήξομεν εἰς συμπέρασμα, τοῦτο δέεται προφήτου· ἡμεῖς δέ οὐκ οἴδαμεν τήν ἁγίαν βασιλείαν σου προφήτην. εἶτα καί ἑτέροις πλείοσι λόγοις ἀπέδειξε καί ἀπεφήνατο ἀναγκαίας καί ἀπαραιτήτους τάς διαλέξεις καί τόν βασιλέα ὀφείλοντα πράττειν τά πρός αὐτάς συντείνοντα, καί ἐπί τούτοις διελύθη ὁ σύλλογος.

[←67]

Ακολούθησε μια διαμάχη, για την οποία τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 410-412) αναφέρουν κάποια στοιχεία.

[←68]

Επειδή στην αρχαιότητα ήσαν περίφημα τα άρματα τής Λυδίας, η παροιμία «πεζός παρά Λύδιον ἅρμα» δηλώνει τη διαφορά δυναμικότητας δύο ανταγωνιζόμενων. Την παροιμία αναφέρει πρώτος ο Πίνδαρος (κατά τον Πλούταρχο), έπειτα ο Πλούταρχος (Βίοι Παράλληλοι, Νικίας, 1) και ο Γρηγοριος Ναζιανζηνός (Λόγος 43.22, Patrologia Graeca, τόμος 36, σελ. 525). Βλέπε επίσης Ernst Ludwig von Leutsch, ‎Friedrich Wilhelm Schneidewin (επιμ.), Corpus paroemiographorum Graecorum, Ι (Γκέττινγκεν 1839), 367 και πρβλ. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, 6:
«Μόλις το έμαθε ο Τατίκιος, έσπευσε ξωπίσω τους. Αλλά ήταν, όπως λένε, «πεζός δίπλα σε Λυδικό άρμα». Γιατί οι Σκύθες πρόλαβαν και πέρασαν τη Σιδηρά πριν από αυτόν. Αυτό ήταν το όνομα τής κοιλάδας»
(Αἰσθόμενος δέ ὁ Τατίκιος τούτου παραχρῆμα κατόπιν αὐτῶν ἤλαυνεν· ἀλλά πεζός φασι παρά Λύδιον ἅρμα. Προφθάσαντες γάρ οἱ Σκύθαι διῆλθον τήν Σιδηρᾶν. τέμπη δʼ οὕτως εἰσί κατονομαζόμενα).

[←69]

Συρόπουλος 8.26: Μετά ταῦτα ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πατριάρχην καί ὡμίλησεν αὐτῷ ἐφ΄ ἱκανόν μόνος, εἶτ΄ ἀπῆλθε καί εἰς τόν πάπαν. μετά δέ ταῦτα πάλιν ἦλθε εἰς τόν πατριάρχην, καί συνελθόντων καί ἡμῶν ὁρισμῷ αὐτοῦ ὡδί πως ἐδημηγόρησεν· ἡμεῖς ἤλθομεν ἐνταῦθα διά τό θεῖον ἔργον τῆς ἑνώσεως, ὡς ἄν, τούτου γενομένου, συναιρομένου Θεοῦ, ἐπακολουθήσῃ τῇ πατρίδι τι ἀγαθόν. ἐθαρροῦμεν οὖν ὅτι διά τῶν διαλέξεων ἐλευσόμεθα εἰς συμπέρασμα ἑνωτικόν· εἰς τοὐναντίον δ΄ ἐξέβη, διό καί παρῃτησάμεθα ταύτας, εἰ καί οἱ Λατῖνοι ἐπιτίθενται καί ἀπαιτοῦσιν ἡμᾶς διαλέγεσθαι. ἔδοξε δέ μοι καλόν ἄλλους τινάς τρόπους ἐπιζητῆσαι, δι΄ ὧν ἐνδέχεται εὑρεθῆναί τινα μεσότητα καί ἑνωθῆναι δι΄ αὐτῆς, καί ἐκοινωσάμην τοῦτο καί τῷ πάπᾳ· καί περιεστήσαμεν ἵν΄ ἐκλέξηται ἐκεῖνος δέκα ἐκ τῶν ἰδίων οὕς θέλει καί ἐγώ δέκα ἐκ τῶν ἀρχιερέων, καί καθ΄ ἡμέραν ἀπέρχομαι κἀγώ μετ΄ αὐτῶν καί τοῦ μεταγλωττιστοῦ καί καθήμεθα ἰδίᾳ εἰς κελλίον τοῦ πάπα, καί εἰς μίαν μέν συνέλευσιν εἴπῃ εἷς ἐξ ἐκείνων τυχόν ἤ ἐκ τῶν ἡμετέρων λόγους καί τρόπους ὡς ἀφ΄ ἑαυτοῦ, δι΄ ὧν ἄν νομίσῃ προχωρῆσαι τήν ἕνωσιν, καί τῇ μετ΄ ἐκείνην ἄλλος, τῇ δ΄ ἐφεξῆς ἕτερος, εἶτ΄ ἄλλος, καί μεταξύ τῶν τοιούτων λόγων καί τρόπων ἐνδέχεται εὑρεθῆναί τινα τρόπον καλόν, δι΄ οὗ ἑνωθησόμεθα· ἕκαστος δέ τῶν λεγόντων ἵνα προαναφωνῇ καί διαμαρτύρηται καί ἐν τῇ ἀρχῇ καί ἐν τῷ τέλει τῶν λόγων αὐτοῦ, ὡς ἀφ΄ ἑαυτοῦ ἐστιν ἅ λέγει, καί δεῖ πάντας τούς ἀκούοντας ὡς ἴδια αὐτοῦ ταῦτα λογίζεσθαι, ἔστ΄ ἄν ἀκουστά γένωνται καί τοῖς λοιποῖς τοῖς μή παροῦσι καί ἀρεστά φανῶσιν, ἤ μή· καί εἰ ἀρεστά φανῶσι τοῖς σύμπασι, τότε δι΄ αὐτοῦ ἑνωθῆναι. ὀφείλουσι δέ ἀναγγέλλεσθαι καθ΄ ἑκάστην τοῖς μή παροῦσιν ἐκεῖσε τά καθ΄ ἑκάστην λαλούμενα. ταῦτα εἰπών ἀπῆλθεν ὁ βασιλεύς.

[←70]

Την Παρασκευή, 17 Απριλίου. Βλέπε. Gill, Acta, σελ. 411:
«Πέρασαν οι μέρες μέχρι την Παρασκευή. Και την Παρασκευή έφυγε ο αυτοκράτορας πηγαίνοντας στον πάπα, για να τού μιλήσει από κοντά»
(παρῆλθον ἡμέραι ἕως τῆς παρασκευῆς, καί τῇ παρασκευῇ ἀπῆλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τόν πάπαν, ὅπως διά ζώσης φωνῆς ὁμιλήσῃ αὐτῷ).

[←71]

Αγκαλιάζοντας όλες τις συναντήσεις κατά τις οποίες συζητήθηκαν τα εκκρεμή ζητήματα, ο αυτόπτης μάρτυρας Βαλλαρέσσο δήλωνε ότι οι διορισμένοι επίτροποι μειώνονταν σε αριθμό: 40, 20, 10 –αυτό συμβαίνει εδώ– και στη συνέχεια 8 (Laurent 1971: 414 σημ. 1).

[←72]

Συρόπουλος 8.27: Ἐξελέξατο δέ τόν Ἡρακλείας, τόν Ἐφέσου, τόν Ῥωσίας, τόν Μονεμβασίας, τόν Τραπεζοῦντος, τόν Κυζίκου, τόν Νικαίας καί ἑτέρους μέχρι τῶν δέκα καί ἀπῆλθε μετ΄ αὐτῶν εἰς τόν πάπαν τέσσαρας ἤ πέντε συνελεύσεις, καί οὕτως ἐπαύσαντο, τοῦ βασιλέως ἰδόντος καί τό ἐντεῦθεν ἄκαρπον· ἡμῖν δέ οὐδέ τό τυχόν ἀπηγγέλθη ἐκ τῶν εἰρημένων ἐκεῖσε κατά τήν ὑπόσχεσιν. ἡμεῖς δέ ἐξετάσαντες, ἐμάθομεν ὅπως ἐν μέν τῇ πρώτῃ συνελεύσει κατεσκεύασεν ὁ Νικαίας πολλοῖς λόγοις, ὅτι χρή δέξασθαι ἑκάτερα τά μέρη ὅπερ φησίν ὁ ἅγιος Μάξιμος περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ πρός Μαρῖνον ἐπιστολῇ καί ἑνωθῆναι κατά τόν νοῦν τοῦ ῥητοῦ ἐκείνου· οἱ δέ Λατῖνοι οὐδ΄ ὅλως κατεδέξαντο τοῦτο. ἐν δέ ἑτέρᾳ συνελεύσει εἶπεν ὁ Ἐφέσου, ὅτι, εἰ ἐκβληθῇ ἡ προσθήκη ἀπό τοῦ ἁγίου συμβόλου, δυνατόν ἐστιν ἑνωθῆναι ἡμᾶς, ὅπερ οὐδ΄ ἄκροις ὠσί παρεδέξαντο. περισσότερόν τι τούτων οὐδέν ἐμάθομεν, οὐδ΄ εἰ οἱ Λατῖνοι εἶπόν τινας τρόπους περί τῶν τοιούτων ἠκούσαμεν.

[←73]

Η αντιπροσωπεία των Γραικών περιλάμβανε μόνο επισκόπους. Εκείνη των Λατίνων ήταν πολύ ανάμικτη. Περιλάμβανε δύο καρδινάλιους, δύο αρχιεπίσκοπους, δύο ηγούμενους, δύο θεολόγους, δύο ιερείς. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 411:
«Οι μεν Λατίνοι επέλεξαν δύο από τούς καρδινάλιους, δύο από τούς μητροπολίτες, δύο από τούς ηγούμενους, δύο από τούς φιλόσοφους, και δύο από τούς ιερείς. Οι δε Γραικοί που συγκεντρώθηκαν ήσαν όλοι μητροπολίτες, τούς οποίους διόρισε ο αυτοκράτορας, δέκα στον αριθμό, και αναχώρησαν για μια συνεδρίαση»
(καί οἱ μέν Λατῖνοι ἐκλέξαντο ἀπό τῶν καρδιναλίων β', ἀπό τῶν μητροπολιτῶν β', ἀπό τῶν ἀββάδων β', ἀπό τῶν φιλοσόφων β', καί ἀπό τῶν πρεσβυτέρων β'. οἱ δέ Γραικοί συνήχθησαν πάντες μητροπολῖται, οὕς ὅρισεν ὁ βασιλεύς ἕως τῶν δέκα, καί ἀπῆλθον μίαν συνέλευσιν).

[←74]

Υπήρξαν συνολικά πέντε συναντήσεις, αλλά από τη δεύτερη οι Γραικοί είχαν ήδη εγκαταλείψει και χρειάστηκε η παρέμβαση τού πάπα για να τούς κάνει να δεχτούν τη συνέχιση αυτών των ιδιωτικών συναντήσεων (Laurent 1971: 415 σημ. 3).

[←75]

Τα Ελληνικά Πρακτικά διευκρινίζουν ότι ο Βησσαρίων έκανε την πρόταση αυτή κατά την πρώτη συνάντηση, αλλά ότι οι Λατίνοι έκριναν ανεπαρκή τον τρόπο έκφρασής τους από τον Άγιο Μάξιμο. Προσθέτουν ότι στη δεύτερη σύνοδο ο τύπος διά τοῦ Υἱοῦ τού Ταρασίου είχε την ίδια μοίρα. Αντιμέτωποι με αυτό το διπλό τέλος μη αποδοχής, οι Γραικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αίσθηση ότι είχαν ήδη κάνει την τελευταία παραχώρηση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι επόμενες συναντήσεις, τις οποίες υπέφεραν μάλλον παρά επιθυμούσαν, έπρεπε να μείνουν και παρέμειναν άκαρπες (Laurent 1971: 415 σημ. 4).

[←76]

Ο Αντρέ ντε Σάντα Κρότσε φαίνεται ότι είχε μάθει λίγο περισσότερα από τούς Λατίνους επιτρόπους. Δυστυχώς προσθέτει και πάλι ότι δεν θα πει τίποτε γι΄ αυτό, γιατί οι συζητήσεις έλαβαν χώρα σε προσωπικό επίπεδο και ότι πρόθεσή του είναι να αναφέρει μόνο ό,τι ειπώθηκε ή έγινε δημόσια (Laurent 1971: 415 σημ. 5).

[←77]

Συρόπουλος 8.28: Ἐν ὅσῳ δέ τά τοιαῦτα ἐπράττετο, συνηθροισμένων ποτέ ἡμῶν εἰς τόν πατριάρχην κατά τό εἰωθός καί ἁπλῶς ὁμιλούντων, ἔφη πατριάρχης, ὅτι· ἡ ἕνωσις καί ἡ εἰρήνη τῶν Ἐκκλησιῶν λίαν ἐστίν ἀναγκαία καί ὠφέλιμος ἡμῖν. δεῖ οὖν καί ἡμᾶς χρήσασθαι οἰκονομίᾳ τινί, ὡς ἄν εὕρωμεν αὐτήν· εἰ γάρ ποιήσαιμεν μερικήν τινα συγκατάβασιν καί δι΄ αὐτῆς εὕροιμεν πρᾶγμα ἐσόμενον εἰς μεγάλην βοήθειαν ἡμῶν καί εἰς σύστασιν καί αὔξησιν τῆς πατρίδος, ὅ καί ἀκούσαντες καί οἱ εχθροί ἡμῶν δειλιάσουσι καί συσταλήσονται καί φρίξουσι καί πρός τό θεραπεύειν ἡμᾶς καί τήν φιλίαν ἡμῶν πραγματεύεσθαι τραπήσονται. οὐδέν ἀδικήσει ἡμᾶς, εἰ καί μέρος τι ποιήσαιμεν συγκαταβάσεως. εἰρηκότων δέ ἡμῶν ὅτι εἰς τά τῆς πίστεως οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις (ἡ γάρ συγκατάβασις ἐλάττωσιν ἐργάζεται τῆς πίστεως), ἔφη ὁ πατριάρχης· ὅτι μέν ἐλάττωσίν τινα ποιεῖ ἡ συγκατάβασις, οὕτως ἔχει· ἄν δέ πρός τό κέρδος ὅ κερδανοῦμεν διά τῆς συγκαταβάσεως ἀποβλέψωμεν, οὐδεμίαν εὑρήσομεν ἐλάττωσιν· εἰ γάρ συγκαταβῶμεν ἕν ἐκ τῶν εἴκοσι τεσσάρων κοκκίων, πάλιν τά εἴκοσι τρία ἀναπληροῦσι τό ὑστέρημα τοῦ ἑνός, καί διά τῆς συγκαταβάσεως τοῦ ἑνός τούτου εὑρήσομεν τό μέγα κέρδος ἐκεῖνο ὅπερ ἔσται εἰς μεγάλην βοήθειαν καί ὠφέλειαν τοῦ γένους ἡμῶν. καί ἄλλοτε δέ δίς τε καί τρίς εἴρηκε τοιαῦτά τινα ὁ πατριάρχης προβιβάζων τούς πειθομένους αὐτῷ πρός συγκατάθεσιν τοῦ λατινισμοῦ.

[←78]

Στο κείμενο κοκκίων, στον Creyghton 1660 κεφαλαίων. Ο Laurent 1971: 416 σημ. 1, σημειώνει ότι το κοκκίον ήταν υποδιαίρεση τού υπερπύρου, τού χρυσού δηλαδή νομίσματος τής αυτοκρατορίας. Ένα υπέρπυρο είχε 24 κοκκία.

[←79]

Συρόπουλος 8.29: Παυσαμενων δέ καί τῶν εἰρημένων συνελεύσεων, ἔγραψαν ἔκθεσιν οἱ Λατῖνοι ἀνακηρύττουσαν λαμπρῶς τήν δόξαν αὐτῶν, καί στείλαντες αὐτήν τῷ βασιλεῖ διεμηνύοντο, ὡς· εἰ δέξοισθε καί στέρξοιτε τά ἐν αὐτῇ, ἤδη ἑνωθησόμεθα. παρῆλθον ἡμέραι τινές, νοσηλευομένου τοῦ βασιλέως· ἤρξαντο δέ λαλεῖσθαι τά ἐν τῇ ἐκθέσει παρά τινων καί ἐξέπληττον καί ἐτάραττον πάντας. ἐλαλεῖτο δ΄ αὖ ὡς καί ὁ βασιλεύς βούλεται συναθροῖσαι πάντας καί ἀποπειράσασαι, καί λαβεῖν ἐγγράφως γνώμην ἑκάστου πρός τό τίνα ἄν συγκατάβασιν ποιήσοι ὑπέρ τοῦ συμφέροντος τῆς πατρίδος· εἶτα συγκαλεσαμένου τοῦ βασιλέως τόν πατριάρχην καί ἡμᾶς, συνήλθομεν. ὁ δ΄ ἐπί τοσοῦτον ἠγανάκτει, ὡς μηδέ τήν κεφαλήν αὐτοῦ δύνασθαι ἀποκινῆσαι ἐκ τοῦ προσκεφαλαίου, καί ὁ ἀεί μέν ἀρρωστῶν, ἀεί δέ φάσκων ὡς καλῶς ἔχει, τότε μόνον εἶπεν, ὡς· ἀγανακτῶ, καί οὐκ οἶδεν εἰ δυνήσεται εἰπεῖν ὅ θέλει μετ΄ ἐλευθερίας· ἔφη δέ ὅμως, ὅτι· οἱ Λατῖνοι ἔστειλαν ἡμῖν ἔκθεσιν, ἵνα εἴπερ ἀρέσει, ἑνωθῶμεν δι΄ αὐτῆς· διότι δέ ἠγανάκτουν, ἐπλημμέλησαν ἡμέραι, ἐκεῖνοι δέ ἐπιτίθενται ζητοῦντες ἀπόκρισιν, ὅθεν καί ἐφάνη μοι καλόν ἵνα συνέλθητε ἐνταῦθα καί ἴδητε τήν ἔκθεσιν, καί εἰ μέν ἀρέσει ὑμῖν, ἵνα ἑνωθῶμεν δι΄ αὐτῆς εἴπητε, εἰ δέ φανῇ ὑμῖν καλόν ἵνα μεταποιήσητέ τινας λέξεις καί οὕτω στέρξαι αὐτήν καί ἑνωθῆναι, εἰ στέρξουσι τοῦτο καί οἱ Λατῖνοι, μεταποιηθήτωσαν· εἰ δέ δοκεῖ ὑμῖν μή θεραπευθῆναι δι΄ ὀλίγης ἐναλλαγῆς, ποιήσατε ὑμεῖς ἔκθεσιν ἀρέσουσαν ἡμῖν τε κἀκείνοις, ἵνα ἑνωθῶμεν, εἰ ἐνδέχεται, διά τοιάυτης ἐκθέσεως. ὥρισεν οὖν καί δεδώκασιν ἡμῖν τήν ἔκθεσιν ἐπί λέξεως ἔχουσαν οὕτως·

[←80]

Αυτές οι πέντε συναντήσεις ‒από τις οκτώ προγραμματισμένες από τον αυτοκράτορα‒ έλαβαν χώρα όλη την εβδομάδα από τις 17 έως τις 25 Απριλίου και δεν έληξαν μέχρι την Κυριακή 26 Απριλίου (Laurent 1971: 417 σημ. 2).

[←81]

Φαίνεται ότι αυτή η νέα διαδικασία υιοθετήθηκε με πρωτοβουλία των Γραικών, κουρασμένων από τις ατελείωτες ομιλίες των Λατίνων, από τούς οποίους θα ζητούσαν να τούς δώσουν γραπτή δήλωση (Laurent 1971: 417 σημ. 3).

[←82]

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 413 σημείωση), οι Λατίνοι είχαν δώσει δύο εκθέσεις, τη μία μετά την άλλη. Ο Συρόπουλος και τα Λατινικά Πρακτικά αναφέρουν μόνο μία (Laurent 1971: 417 σημ. 4).

[←83]

Την Τετάρτη 29 Απριλίου. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 414:
«Όταν οι Λατίνοι έγραψαν αυτά και τα εστειλαν στους Γραικούς, στις 29 Απριλίου, ημέρα Τετάρτη τού Παραλύτου συγεκντρώθηκαν στην οικία τού αυτοκράτορα οι Γραικοί, γιατί ο αυτοκράτορας ήταν άρρωστος, συνεδρίασαν μαζί με τον πατριάρχη και σκέφτονταν με ποιον τρόπο θα απαντούσαν στο γράμμα»
(Ταῦτα τῶν Λατίνων γραψάντων καί τοῖς Γραικοῖς στειλάντων, τῇ κθ΄ τοῦ άπριλίου μηνός, ἡμέρᾳ δ΄ τοῦ παραλύτου, συνήχθησαν ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ βασιλέως οἱ Γραικοί, ὁ γάρ βασιλεύς ἦν ἀσθενῶν, καί ἐποίησαν σύνοδον ἅμα τῷ πατριάρχῃ, καί ἐβουλεύσαντο πῶς ἀπολογήσονται τῷ γράμματι).

[←84]

Συρόπουλος 8.30: «Ἐπειδή ἐν ταύτῃ τῇ ἱερᾷ καί οἰκουμενικῇ συνόδῳ τῇ τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ χάριτι ἡμεῖς οἱ Λατῖνοι καί οἱ Γραικοί συνήλθομεν ὑπέρ τοῦ μεταξύ ἡμῶν τήν ἁγίαν ἕνωσιν τελεσθῆναι, σπουδήν ἀλλήλοις ἐθέμεθα ὥστε τό ἄρθρον ἐκεῖνο τό περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος μετά μεγάλης ἀκριβείας καί συνεχοῦς διασκέψεως ἐξετασθῆναι. προκομισθέντων δέ λόγων ἀπό τῶν θείων γραφῶν καί πολλῶν ῥήσεων ἁγίων διδασκάλων ἀνατολικῶν τε καί δυτικῶν, ἡμεῖς οἱ Γραικοί ἀποφαινόμεθα, ὅτι τοῦθ΄ ὅπερ λέγομεν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι, οὐ ταύτῃ τῇ διανοίᾳ φαμέν, ὥστε ἡμᾶς ἀποκλείειν τόν Υἱόν, ἐξ οὗ οὐκ ἀρνούμεθα τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἀϊδίως ἐκπορεύεσθαι καί τήν οὐσίαν ἔχειν καθάπερ ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλά διότι ὑπελάβομεν τούς Λατίνους λέγειν Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεσθαι ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ὡς ἀπό δύο ἀρχῶν καί δύο πνεύσεων, ἀπό τοῦδε τοῦ τρόπου τῆς ὁμιλίας, τοῦτ΄ ἔστιν ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, ἐφυλάχθημεν· ἡμεῖς δέ οἱ Λατῖνοι διισχυριζόμεθα ὅτι τοῦθ΄ ὅπερ λέγομεν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι, οὐ ταύτῃ φαμέν τῇ διανοίᾳ, ὥστε ἡμᾶς ἀποκλείειν τόν Πατέρα τοῦ εἶναι πηγήν καί ἀρχήν ὅλης τῆς θεότητος, τοῦ Υἱοῦ δηλονότι καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἤ τοῦθ΄ ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, τόν Υἱόν μή ἔχειν παρά τοῦ Πατρός, ἤ ὅτι δύο ἀποφαινόμεθα εἶναι ἀρχάς ἤ δύο προβολάς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά μίαν μόνην ἀρχήν καί μοναδικήν προβολήν. ἐν τῷ ὀνόματι τοίνυν τῆς ἁγίας Τριάδος τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐν ταύτῃ τελευταῖον τῇ ἁγίᾳ καί θεοφιλεῖ ἑνώσει τῷ αὐτῷ νοΐ, τῇ αὐτῇ ψυχῇ καί τῇ αὐτῇ διανοίᾳ ἡμεῖς, οἵ τε Λατῖνοι καί οἱ Γραικοί, ἀλλήλοις συντιθέμεθα καί ὁμονοοῦμεν, ὡς ἄν παρά πάντων τῶν χριστιανῶν αὕτη ἡ τῆς πίστεως ἀλήθεια πιστεύηταί τε καί στέργηται, καί οὕτως ὁμολογῶμεν, δηλονότι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἀϊδίως ἐστί, καί τήν ἑαυτοῦ οὐσίαν καί τό ὑπαρκτικόν εἶναι ἔχει ἐκ τοῦ Πατρός ἅμα καί τοῦ Υἱοῦ, καί ἐξ ἀμφοτέρων ἀϊδίως ὡς ἀπό μιᾶς ἀρχῆς καί μοναδικῆς προβολῆς ἐκπορεύεται. καί ἐπεί πάντα ὅσα ἐστί τοῦ Πατρός, αὐτός ὁ Πατήρ τῷ μονογενεῖ αὐτοῦ Υἱῷ ἐν τῷ γεννᾶν δέδωκε, πλήν τοῦ εἶναι Πατέρᾳ, τοῦτ΄ αὐτό, ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, αὐτός ὁ Υἱός παρά τοῦ πατρός ἀϊδίως ἔχει, αφ΄ οὗ ἀϊδίως καί γεγένηται.»

[←85]

Το λατινικό κείμενο θα αναπαραχθεί, αλλά θα τροποποιηθεί, στο τελικό διάταγμα (Gill, Acta, σελ. 461-462).

[←86]

Συρόπουλος 8.31: Ἀναγνωσθείσης οὖν ταύτης, ἀκούσαντες πάντες ἀπεδυσπέτησαν· πλήν γάρ τοῦ Ῥωσίας, τοῦ Νικαίας, τοῦ Μιτυλήνης καί τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου ἀκουσάντων καί σιωπησάντων, οἱ ἄλλοι πάντες ἀπηγόρευσαν εἰπόντες· πῶς δεξόμεθα ταύτην, ἐπεί διαλαμβάνει τό ἐναντίον οὗ δοξάζει ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία; εἶπον δέ οἱ δηλωθέντες· καί ἐάν ἐναλλάξωμέν τι τῶν ἐγκειμένων αὐτῇ, οὐ δεξώμεθα αὐτήν; οἱ δέ ἡμέτεροι εἶπον· καί ποία τις ἐναλλαγή διωρθώσειε ταύτην; ἀδιώρθωτός ἐστι. καί ἐπεχείρησαν λέγειν ὁ Ῥωσίας καί ὁ Νικαίας ὅτι οἱ ἀνατολικοί ἅγιοι λέγουσι τό διά τοῦ Υἱοῦ, οἱ δέ δυτικοί λέγουσι τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ καί συμφωνοῦσιν· ἐπί γάρ τῆς αὐτῆς ἐννοίας λέγουσιν οἱ μέν διά τοῦ Υἱοῦ, οἱ δ΄ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. ὁ δ΄ Ἐφέσου εἶπεν, ὡς· οὐ λέγουσι τοῦτο ἐπί τῆς αὐτῆς ἐννοίας· ἄλλην γάρ ἔννοιαν δηλοῖ ἡ ἐκ καί ἀλλην ἡ διά.

[←87]

Συρόπουλος 8.32: Ἐνέπεσον δέ εἰς αὐτήν τήν διαφοράν, καί πολύς λόγος καί ἀγών ἐγένετο περί ταύτης, τοῦ μέν Ῥωσίας, τοῦ Νικαίας καί τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου τήν αὐτήν ἔννοιαν δηλοῦν τάς προθέσεις ταύτας λεγόντων, τοῦ δ΄ Ἐφέσου ἑτέραν δηλοῦν ἀποδεικνύοντος. ὁ μέν οὖν πατριάρχης μικρόν ἐν τοῖς λόγοις προσμείνας ἀπῆλθεν ὡς ἀγανακτῶν εἰς τήν κατούναν τοῦ Φιλανθρωπινοῦ, ὁ δέ βασιλεύς κείμενος ἐθεώρει καί ἀκριβῶς προσεῖχε τοῖς λέγουσιν καί ἐστοχάζετο τάς διαθέσεις τῶν ἀκουόντων φθεγγόμενός τινα καί αὐτός ἀμυδρῶς, ἐν οἷς προσέταξεν, ὅτι· ὅ βούλεται εἰπεῖν ἕκαστος μή λεγέτω ἁπλῶς, ἀλλ΄ ὡς ἀποδώσων καί τόν λόγον δι΄ ὅν λέγει, ὅπερ δοκεῖ αὐτῷ ἁρμόδιον καί προσῆκον· καί ἔτι ὥρισεν, ότι· γινωσκέτω ἕκαστος ὅτι δώσει τήν γνώμην αὐτοῦ γεγραμμένην μετά καί τοῦ λόγου αὐτῆς. πρός τοῦτο οὖν εἶπεν ὁ Ἡρακλείας· καί τίνος χάριν δώσω τήν γνώμην μου γεγραμμένην; σύνοδός ἐστιν οἰκουμενική ἡ παροῦσα. εἰ οὖν γέγονε τοῦτο καί ἐν ταῖς ἄλλαις οἰκουμενικαῖς συνόδοις, ποιήσομεν τοῦτο καί ἡμεῖς· εἰ δ΄ οὐκ ἐγένετο, οὐδ΄ ἡμεῖς ποιήσομεν. ὁ δέ βασιλεύς εἶπεν· ἀλλ΄ ἐγώ οὕτω γενέσθαι θέλω· θέλω γάρ ἵνα κατέχω γεγραμμένην τήν γνώμην ἑκάστου, ἵνα μή ἐξῇ τινι μετά καιρόν διαβάλλειν αὐτήν.

[←88]

Κατά τον Laurent 1971: 419 σημ. 2, η άφθονη λεπτομέρεια που καταγράφει εδώ ο Συρόπουλος για τις εσωτερικές διαιρέσεις των Γραικών, κρύβει τις διαπραγματεύσεις με τούς Λατίνους, που συνεχίζονταν στις αρχές Μαΐου (μετά τις 3 τού μηνός). Βλέπε για το θέμα αυτό τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 413 κ.ε.). Από τη λατινική πλευρά η κούραση ήταν επίσης τόσο μεγάλη, που ενέπνευσε στον Τραβερσάρι τις ακόλουθες σκέψεις:
«Σχεδόν όλοι οι ιεράρχες, έχοντας επηρεαστεί από τη μονοτονία, δεν μπορούν να περιμένουν, αλλά ούτε επιτρέπεται να αποχωρήσουν»
(Praelati ferme omnes adficiuntur taedio qui neque opperiri possunt, neque permittuntur abscedere).

[←89]

Συρόπουλος 8.33: Ὁ δέ λόγος ὁ περί τῶν προθέσεων ἐπλατύνετο καί εἰς ἀγῶνα μέγαν κατέστη. ὁρῶν οὖν ὁ Λακεδαιμονίας ὡς οὐδέν ἰσχύουσιν οἱ ἀντιλέγοντες τῷ Ἐφέσου, εἶπεν ὑπ΄ ὀδόντα· καλόν ἄν ἦν, εἴπερ εἰσήγοντο ἐνταῦθα καί οἱ λοιποί γραμματικοί, εἰς συμμαχίαν τῶν κατά τοῦ Ἐφέσου αὐτούς προσκαλούμενος. καί μετ΄ ὀλίγον τά αὐτά πάλιν εἶπε. τοῦ δέ πρωτεκδίκου καθημένου ἐγγύς τούτου καί ἀλγοῦντος ἐπί τῷ κατά τοῦ Ἐφέσου, μᾶλλον δ΄ ἐπί τῷ κατά τῆς ἀληθείας ἀγῶνι, καί τῷ Λακεδαιμονίας ψιθυρίσαντος· εἰπέ σύ τοῦτο ἐκδηλότερον καί γενήσεται, εὐθύς στοχασάμενος τοῦτον ὁ βασιλεύς καί βλοσυρόν ἀτενίσας, ἐμβριθῶς εἴρηκε· τί λέγει οὗτος; τοῦ δ΄ ἐκπλαγέντος σύν τοῖς παρακαθημένοις αὐτῷ καί μηδέν ἀποκριναμένου, πάλιν ἠρώτησε· τί ἐστιν ὅπερ ἔφη; καί ἀνέφερον ἐγώ ὅ πρός τόν Λακεδαιμονίας εἴρηκεν. οὕτω κείμενος καί ὀδυνώμενος ὁ βασιλεύς ἐστοχάζετο καί προσεῖχεν ἑκάστῳ, καί οὐδείς εἶχεν ἄδειαν εἰπεῖν ἤ ἀκοῦσαι παρ΄ ἄλλου ἤ ἐρωτῆσαι ἤ σκέψασθαι τό τυχόν.

[←90]

Συρόπουλος 8.34: Τῶν δέ λόγων ἐπ΄ ἄπειρον προχωρούντων καί τῆς ὥρας ἐπί πλεῖστον παραταθείσης, εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἄπιτε, ἀναπαύσασθε καί ἀριστήσαντες πάλιν ἔλθετε ἐνταῦθα. ὅ καί ἐποιήσαμεν. καί ἐλθοντων ἡμῶν, συνεισήχθεισαν ἡμῖν καί ὁ Γεμιστός καί ὁ Σχολάριος καί ὁ Ἀμηρούτζης καί οἱ τοῦ πατριάρχου γραμματικοί· ὁ δέ πατριάρχης ηὑρίσκετο εἰς τήν κατούναν τοῦ Φιλανθρωπινοῦ. ἐκινήθησαν δ΄ αὖθις οἱ περί τῶν προθέσεων λόγοι, τοῦ μέν Ῥωσίας, τοῦ Νικαίας καί τοῦ πνευματικοῦ ἀντιλεγόντων τῷ Ἐφέσου, συνεργούντων αὐτοῖς καί ἄλλων, μάλιστα δέ τοῦ Ἀμηρούτζη, τοῦ δ΄ Ἐφέσου μόνου αὐτοῖς ἀντιπαραταττομένου καί πλείστας μαρτυρίας ἐκ τῶν ἁγίων εἰς σύστασιν τῶν ἑαυτοῦ λόγων προφέροντος, μεθ΄ ὧν καί τό τοῦ ἁγίου Μαξίμου ῥητόν προεκόμισεν· πρός ὅπερ ὁ Νικαίας ἔφη· οὐ δεχόμεθα αὐτό, ἐπεί οὐχ εὑρίσκεται τελεῖα ἡ ἐπιστολή. εἶτα προήγαγε τό τοῦ θείου Δαμασκηνοῦ τό· οὐχ ὡς ἐξ αὐτοῦ ἀλλ΄ ὡς δι΄ αὐτοῦ ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον· μόνος γάρ αἴτιος ὁ Πατήρ, καί μετά ἐπεξεργασίας ἀρίστης τήν διαφοράν τῆς ἐκ καί τῆς διά ἀπεδείκνυεν· ὁ δέ Νικαίας ἔφη καί εἰς τοῦτο, ὅτι· εἷς ἐστίν ὁ λέγων αὐτό καί οὐχί καινοποιούμεθα ἀπό μαρτυρίας ἑνός· προκόμισον καί ἑτέρων, εἰ ἔχεις.

[←91]

Βλέπε πιο πάνω, σημ. 27 σε αυτό το κεφάλαιο.

[←92]

Ἰωάννης Δαμασκηνός (675-749):
«Ο Πατέρας είναι πηγή και αιτία τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος. Είναι Πατέρας μόνο τού Υιού και προβολέας τού Αγίου Πνεύματος. Ο Υιός είναι Υιός: Λόγος, σοφία, δύναμη, εικόνα, απαύγασμα, χαρακτήρας τού Πατέρα και από τον Πατέρα. Αλλά το Άγιο Πνεύμα δεν είναι Υιός τού Πατέρα. Είναι Πνεύμα τού Πατέρα, που εκπορεύεται από τον Πατέρα. Γιατί δεν υπάρχει καμία ορμή χωρίς Πνεύμα. Και το Πνεύμα είναι και τού Υιού. Όχι λοιπόν «από» αυτόν, αλλά «μέσω» αυτού, από τον Πατέρα εκπορευόμενο. Γιατί μόνος αίτιος είναι ο Πατέρας»
(Ὁ Πατήρ, πηγή καί αίτία Υἱοῦ καί ἁγίου Πνεύματος· Πατήρ δέ Υἱοῦ μόνου, καί προβολεύς τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὁ Υἱός, Υἱός, Λόγος, σοφία, δύναμις, εἰκών, ἀπαύγασμα, χαρακτήρ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Πατρός. Οὐχ Υἱός δέ τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τό ἅγιον· Πνεῦμα τοῦ Πατρός, ὡς ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον. Οὐδεμία γάρ ὁρμή ἄνευ Πνεύματος· καί Υἱοῦ δέ Πνεῦμα, οὐχ ὡς ἐξ αὐτοῦ, ἀλλ΄ ὡς δι΄ αὐτοῦ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον. Μόνος γάρ αἴτιος ὁ Πατήρ).
Ἰωάννου τοῦ μοναχοῦ καί πρεσβυτέρου Ἱεροσολύμων τά εὑρισκόμενα πάντα, Patrologia Graeca, τόμος 94, σελ. 849.

[←93]

Συρόπουλος 8.35: Ἔλεγον δ΄ ἐκ μέρους τινά καί οἱ τῷ Ἐφέσου προσκείμενοι· ἔφη δέ καί ὁ Ἡρακλείας πρός τόν βασιλέα, ὅτι· ἡμεῖς ἀκούομεν καί τά λεγόμενα καί καταλαμβάνομεν καί τάς διαθέσεις τῶν λεγόντων καί γνωμοδοτήσομεν ὅταν δεήσῃ, πλήν εἰ καί φθάσας εἶπον, ὡς οὐ γράψω τήν γνώμην μου, ἀλλ΄ ἤδη λέγω, ὅτι εἰ καί ἰδιώτης εἰμί, ἀλλά οὖν κατά τόν ὁρισμόν σου γράψω, ὅσον ἄν ἡ γνῶσίς μου καί ἡ συνείδησις χορηγήσει μοι· οὐδέ γάρ ὀφείλω πλέον τῷ Θεῷ καί οὐ νομίζω δεινόν, εἴπερ σολοικίσω ἤ βαρβαρίσω, ἀλλ΄ ἐκθήσομαι ἰδιωτικῶς ὅσον εἰς τό πρᾶγμα νοῶ, καί οὕτω μοι δοκεῖ δεῖν ποιῆσαι καί τούς λοιπούς. ἐγένετο δέ ἀγών πολύς μέχρι τῆς ἑσπέρας· αὐτή γάρ διέλυσε μόλις τόν σύλλογον. καί ἐπέταξεν ὁ βασιλεύς, ἵν΄ ἐκ πρωΐας συνέλθωμεν· οὗ γεγονότος, οἱ αὐτοί πάλιν ἐκινήθησαν λόγοι καί πᾶσαν σπουδήν ἐποιοῦντο οἱ προειρημένοι, ἵν΄ ἤ καταπείσωσιν ἤ κατασιγάσωσι τόν Ἐφέσου· ὁ δέ ἐνίστατο ῥήσεις προκομίζων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων καί δι΄ αὐτῶν συνιστῶν τά παρ΄ αὐτοῦ λεγόμενα, εἰ καί οὐκ ἐπείθοντο οἱ ἀντιλέγοντες, ὅτε δή μετά τῶν ἄλλων τῶν πρός σύστασιν τῶν ἑαυτοῦ λόγων, ἵνα δείξῃ ὁ Ἐφέσου ὅπως χρῶνται οἱ ἅγιοι τῇ τε διά καί τῇ μετά προήνεγκε τό τοῦ Νύσης θείου Γρηγορίου ῥητόν τό φάσκον· πατήρ μέν ἄναρχος καί ἀγέννητος, καί ἀεί πατήρ νοεῖται· ἐξ αὐτοῦ δέ κατά τό προσεχές ἀδιαστάτως ὁ μονογενής Υἱός τῷ Πατρί συνεπινοεῖται, δι΄ αὐτοῦ δέ καί μετ΄ αὐτοῦ πρίν τι κενόν καί ἀνυπόστατον διαμέσου παρεμπεσεῖν νόημα, εὐθύς τό Πνεῦμα τό ἅγιον συνημμένως καταλαμβάνεται, οὐχ ὑστερίζον κατά τήν ὕπαρξιν μετά τόν Υἱόν, ὥστε ποτέ τόν μονογενῆ δίχα τοῦ Πνεύματος νοηθῆναι, ἀλλ΄ ἐκ μέν τοῦ Θεοῦ τῶν ὄλων καί αὐτό τήν αἰτίαν ἔχον τοῦ εἶναι, ὅθεν καί τό μονογενές ἐστι φῶς, διά δέ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐκλάμψαν, οὔτε διαστήματι, οὔτε φύσεως ἑτερότητι τοῦ Πατρός ἤ τοῦ Μονογενοῦς ἀποτέμνεται.

[←94]

Γρηγόριος Νύσσης (335-395): Πρός Εὐνόμιον Ἀντιρρητικός Λόγος Πρῶτος, Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου ἐπισκόπου Νύσσης τά εὑρισκόμενα πάντα, Patrologia Graeca, τόμος 45, στηλ. 369Α:
πατήρ μέν ἄναρχος καί ἀγέννητος, καί ἀεί πατήρ νοεῖται· ἐξ αὐτοῦ δέ κατά τό προσεχές ἀδιαστάτως ὁ μονογενής Υἱός τῷ Πατρί συνεπινοεῖται, δι΄ αὐτοῦ δέ καί μετ΄ αὐτοῦ πρίν τι κενόν καί ἀνυπόστατον διαμέσου παρεμπεσεῖν νόημα, εὐθύς τό Πνεῦμα τό ἅγιον συνημμένως καταλαμβάνεται, οὐχ ὑστερίζον κατά τήν ὕπαρξιν μετά τόν Υἱόν, ὥστε ποτέ τόν μονογενῆ δίχα τοῦ Πνεύματος νοηθῆναι, ἀλλ΄ ἐκ μέν τοῦ Θεοῦ τῶν ὄλων καί αὐτό τήν αἰτίαν ἔχον τοῦ εἶναι, ὅθεν καί τό μονογενές ἐστι φῶς, διά δέ τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐκλάμψαν, οὔτε διαστήματι, οὔτε φύσεως ἑτερότητι τοῦ Πατρός ἤ τοῦ Μονογενοῦς ἀποτέμνεται.
Βλέπε το σχεδόν ταυτόσημο κείμενο τού Συρόπουλου στην προηγούμενη υποσημείωση.

[←95]

Συρόπουλος 8.36: Καί εὐθύς ἔφη ὁ Νικαίας· προκόμισον καί ἄλλα ῥητά σύμφωνα τούτῳ, εἴπερ ἔχεις, καί τότε στέρξομεν καί ὅ νῦν προήνεγκας. καί στραφείς πρός ἡμᾶς ἔφη· περισσόν ἐστιν ὅ ποιοῦμεν νῦν καί φιλονεικοῦμεν μετά τοῦ Ἐφέσου· αὐτός γάρ συνεχώρησε τοῖς Λατίνοις τήν δόξαν. πρός ὅν ἐγώ καί πότ΄ ἔφην τούτ΄ ἐγένετο; ὁ δ΄ εἴρηκεν· ὅτε μετά τοῦ βασιλέως εἰς τόν πάπαν ἰδίᾳ συνηρχόμεθα. ἐγώ δ΄ ἔφην· ἀλλ΄ ἡμεῖς οὔτε ἠκούσαμεν, οὔτ΄ ἐστέρξαμεν τοῦτο· οὐδέ γάρ ἀνάγκην ἔχομεν στέργειν ὅ τι ἄν εἴποι ὁ Ἐφέσου. καί ὁ Νικαίας· ἀλλ΄ οὕτως ἐξελέγημεν, ἵνα πᾶν ὅπερ ἄν εἴπωμεν, στέργηται παρά πάντων. ἐγώ δ΄ ἐξελέγητε μέν, ἔφην, ἵν΄ εἴ τι ἐνθυμηθῇ καλόν ἕκαστος, λέγῃ τοῦτο ὡς ἀφ΄ ἑαυτοῦ τοῖς Λατίνοις, καί εἰ προσδεχθῇ παρ΄ ἐκείνοις, τότε ἵνα κοινοποιῆται καί πρός ἡμᾶς τοῦτο, καί εἰ ἀρέσει πᾶσιν, οὕτως ἵνα στέργηται. τοῦ δ΄ ἐπί τούτοις δυσχεράναντος καί εἰπόντος· περισσόν ἦν λοιπόν ἵνα συνερχώμεθα καί κοπιῶμεν καί λέγομεν μάτην, μή στερξόντων ὑμῶν ἅ ἐλέγομεν, ἔφην, ὡς· ὅπερ λέγω ἀναντίρρητόν ἐστιν, ἐπεί οὕτως ἐτάχθη παρά τοῦ αὐθέντου ἡμῶν τοῦ βασιλέως ἐνώπιον πάντων ἡμῶν, καί οὕτως ὡρίσθητε, ἵνα καί ἐν προοιμίοις καί ἐν ἐπιλόγοις λέγῃ καί διαμαρτύρηται ἕκαστος τῶν λεγόντων, ὡς ἀφ΄ ἑαυτοῦ λέγει, εἴ τι ἄν εἴποι, καί οὐκ οἶδεν εἰ καί πᾶσιν ἀρεστόν φανῇ. ὅμως ὁ Ἐφέσου πρός ταῦτ΄ ἀπελογήσατο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί πάντων ἡμῶν ἀνυποστόλως, ὡς· ἔστησα ἐκβληθῆναι τήν προσθήκην ἐκ τοῦ ἁγίου συμβόλου, εἰδώς ὡς ἀδύνατον τοῦτο γενέσθαι παρά τῶν Λατίνων· εἰ δέ καί ἐγένετο, οὐκ ἄλλως ἐγένετο ἄν, εἰ μή πρότερον καταγνόντων τῶν Λατίνων τήν ἑαυτῶν δόξαν. αὐτή γάρ ἐστιν ἡ κηρυττομένη διά τῆς προσθήκης ἐν τῷ συμβόλῳ, ἧς ἐκβληθείσης, συναπόλλυτο ἄν καί ἡ δόξα, καί οὕτως καλόν ἄν ἦν, εἰ ἡνούμεθα μετά τούτου τοῦ τρόπου· εἰ δέ καί ὑπελείποντό τινες δοξάζοντες ταύτην τήν δόξαν, τοῦτο οὐδέν ἄν ἦν πρός τό καθόλου πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας· μή κηρυττούσης γάρ αὐτῆς αὐτήν διά τοῦ συμβόλου, ἐσβέννυτο ἄν κατά μικρόν καί ἀπό τῆς πάντων διανοίας, ἤ καί μετ΄ ὀλίγου κόπου ἡ Ἐκκλησία κατήργει ἄν αὐτήν. ταῦτα εἶπεν ὁ Ἐφέσου παρρησίᾳ πλατύτερον μετά κατασκευῶν καί ἀναγκαίων ἐπιχειρημάτων, καί οὔτε παρά τοῦ βασιλέως οὔτε παρά τοῦ Νικαίας ἠλέγχθη ὡς ἑτέρως εἰρηκώς ταῦτα πρός τούς Λατίνους ἤ ὡς ἁπλῶς συγχωρήσας τήν δόξαν ὡς καλήν. οἱ δέ καί αὖθις ἐπί τούς προτέρους ἐπανῆλθον λόγους· ἐφ΄ οἷς ὁ βασιλεύς δυσχεράνας ἔφη· ὁρῶ προβαίνοντας τούς λόγους εἰς ἄπειρον καί <οὐκ> ἀποδέχομαι τοῦτο· καλόν γάρ ἄν ἦν, εἰ καί πρότερον οὕτως ἐγίνετο. νῦν δέ ἐπεί ἀνάγκην ἔχομεν στῆσαι τι ἄν εἴποιμεν πρός Λατίνους, στήσατε τήν πρός Λατίνους ἀπολογίαν, τούς δέ τοιούτους λόγους εἰς τό ἑξῆς ταμιεύσατε.

[←96]

Συρόπουλος 8.37: Καί εὐθύς ἔφη ὁ Ῥωσίας· εἰ εὑρεθῶσιν ἀνατολικῶν ἁγίων ῥητά συμβιβάσοντα ἡμᾶς, οὐκ ἔσται καλόν; ἐάν οἱ ἡμέτεροι ἅγιοι λέγωσι περί τούτου, οὐ μή στέρξομεν αὐτούς; εἰπόντων δέ πολλῶν· λίαν ἐστί καλόν, προτραπείς παρά τοῦ βασιλέως, ἐξέβαλεν ἐκ τῶν ἰδίων κόλπων σχεδοβίβλιόν τι πάσης παραφθορᾶς ἀνάμεστον, ὅ ἦν συντεθειμένον παρά τοῦ Βέκκου καί ἀνέγνω ῥητά, τινά μέν παρεφθαρμένα, ἕτερα δέ κεκολοβωμένα καί οἷον ἡμίτομα, καί ἐνηβρύνετο ὡς· ὅλον τό βιβλίον τοιούτων ῥητῶν ἐστί μεστόν. ἤρεσε τοῦτο τῷ βασιλεῖ καί ὥρισεν· ἄφετε τά πολλά καί ἐκλέξασθαι ἕν ἤ δύο, ἵνα δι΄ αὐτῶν ποιήσητε ἔκθεσιν. ἐξελέξαντο τοίνυν τό ῥητόν τῆς πρώτης συνόδου τό φάσκον, ὡς ὁ Βέκκος δολίως αὐτό περιέκοψε καί ὁ Ῥωσίας προεκόμισε· «κἀκεῖνο δέ νοητέον, ᾧ φίλε λοιπόν τῆς ἀληθείας φιλόσοφε, εὕρηται τό Πνεῦμα ἐκπορευόμενον μέν ἐκ τοῦ Πατρός, ἴδιον δέ τοῦ Υἱοῦ καί ἐξ αὐτοῦ ἀναβλύζον», ὅπερ ἑτέρως ή ἁγία ἐκείνη ἐκδέδωκε σύνοδος. ὡσαύτως ἐξελέξαντο καί τό ῥητόν τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τό λέγον «οὐσιωδῶς ἐξ ἀμφοῖν ἤγουν ἐκ Πατρός δι΄ Υἱοῦ προερχόμενον Πνεῦμα» καί εἶπον ὅτι· στέργετε ταῦτα τά ῥητά ἤ οὐ στέργετε; ἰδού τῶν ἡμετέρων ἁγίων εἰσί ταῦτα,καί οὐκ ἔστι καλόν εἴπερ ὁμοφωνήσομεν καί ἑνωθῶμεν δι΄ αὐτῶν;

[←97]

Τις Επιγραφές τού πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ΄ Βέκκου (1275-1282), που είναι η πιο πλήρης συλλογή πατερικών κειμένων ευνοϊκών για το Filioque, όπως αυτή δημιουργήθηκε από τη διαμάχη. Διατηρείται σε πολλά αντίγραφα που αντιπροσωπεύουν δύο ανασκοπήσεις. Το κείμενο τής μιας από αυτές υπάρχει στην Ρatrologia Graeca 141, στηλ. 613-724. Η αντίκρουσή τους από τον Γρηγόριο Παλαμά και η υπεράσπιση τού Βέκκου από τον Βησσαρίωνα εναντίον τού Παλαμά στην Ρatrologia Graeca 141, στηλ. 244-287 (Laurent 1971: 424 σημ. 1).

[←98]

Βλέπε Ρatrologia Graeca 141, 616C-617B (Ἐπιγραφαί): 616C:
«Στα Πρακτικά τής πρώτης συνόδου στη Νίκαια, στα οποία μίλησαν οι Πατέρες προς τον φιλόσοφο διά τού επισκόπου Λεοντίου, τα οποία λόγια ξεκινούν ως εξής: "Κι εκείνο λοιπόν να γίνει κατανοητό, φίλε και τής αλήθειας φιλόσοφε: το Άγιο Πνεύμα το βρίσκει κανείς να εκπορεύεται από τον Πατέρα, αλλά να είναι χαρακτηριστικό τού Υιού και να αναβλύζει από αυτόν"»
(Ἐν τοῖς Πρακτικοῖς τῆς ἐν Νικαίᾳ πρώτης συνόδου, ἐν οἷς εἶπον οἱ Πατέρες πρός τόν φιλόσοφον διά τοῦ ἐπισκόπου Λεοντίου, ὧν ῥητῶν ἡ ἀρχή, «Κἀκεῖνο δέ νοητέον, ὦ φίλε, λοιπόν τῆς ἀληθείας, φιλόσοφε· εὕρηται τό Πνεῦμα ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ Πατρός, ἴδιον δέ τοῦ Υἱοῦ, καί ἐξ αὐτοῦ ἀναβλύζον».
Και 617B:
«Ο Άγιος Κύριλλος, στην προς Παλλάδιο ομιλία με ερωτήσεις και απαντήσεις, πολύ κοντά στην αρχή, λέει: "Το Άγιο Πνεύμα δεν υπόκειται σε καμία αλλαγή. Αν όμως υποφέρει από μεταβλητότητα, η κηλίδα θα ανατρέχει στην ίδια τη θεία φύση, αφού είναι τού Θεού και Πατέρα, αλλά και τού ίδιου τού Υιού, το Άγιο Πνεύμα που στην ουσία ξεχύνεται και από τούς δύο, δηλαδή από τον Πατέρα μέσω τού Υιού"»
(Ὁ ἅγιος Κύριλλος ἐν τοῖς πρός Παλλάδιον κατά πεῦσιν καί ἀπόκρισιν λόγοις ἕγγιστα τῆς ἀρχῆς φησιν· «Τρεπτόν δέ οὔτε που τό Πνεῦμά ἐστιν· ἤ εἴπερ τό τρέπεσθαι νοσεῖ, ἐπ΄ αὐτήν ὁ μῶμος τήν θείαν ἀναδραμεῖται φύσιν, εἴπερ ἐστί τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, καί μήν καί τοῦ Υἱοῦ, τό οὐσιωδῶς ἐξ ἀμφοῖν, ἤγουν ἐκ Πατρός δι΄ Υἱοῦ προχεόμενον Πνεῦμα»).

Ο Laurent 1971: 425 σημ. 3, παραθέτει τα ανωτέρω και σημειώνει: Η συνολική παράθεση περιορίζεται εδώ στα δύο άκρα της, χωρίς να επηρεάζεται το νόημα.

[←99]

Προς υποστήριξη των ενωτικών του απόψεων, ο πατριάρχης Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Βέκκος (βλέπε πιο κάτω, σημ. 21 κεφαλαίου θ΄) συνέταξε τις Επιγραφές, όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε:
«Επιγραφή έβδομη. Επειδή μερικοί, όταν ακούν ότι το Άγιο Πνεύμα υπάρχει, αναβλύζει και προέρχεται εκ τού Υιού, υπερβάλλουν ότι δεν εννοείται ότι η φύση τού Πνεύματος πηγάζει και αναβλύζει από την ουσία τού Υιού, αλλά ότι το πνευματικό χάρισμα, που αποκτούν οι άξιοι, γεννιέται από την ενοίκηση σε αυτούς τής πανταχού παρούσας θεότητας τού Αγίου Πνεύματος, δηλαδή με τέτοιον τρόπο αντιλαμβάνονται αυτό το χάρισμα, σαν να γινόταν κατανοητό το Πνεύμα ως διαχωρισμένο από τη θεία ουσία, γι΄ αυτό συγκεντρώθηκαν τα παρακάτω παραδείγματα, από τα οποία μπορεί κανείς ν΄ αντιληφθεί, ότι ακόμη και η επερχόμενη στους άξιους ενοίκηση τού Αγίου Πνεύματος είναι προσωρινή καί πέρα από περιγραφή. Αλλά επειδή η εύνοια τού Θεού προσφέρεται εκεί όπου η θεία φύση τού Πνεύματος θα εγκατασταθεί προσωρινά, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα, το ένα και συμπληρωτικό μέρος τής Αγίας Τριάδας, το οποίο αποτελεί θεία φύση καί τον ολοκληρωμένο Θεό, όπως ο Πατέρας και ο Υιός, αυτό δηλώνεται όταν λέει κάποιος, ότι το Άγιο Πνεύμα προέρχεται, αναβλύζει και υπάρχει εκ τού Υιού»
(Ἐπιγραφή ἑβδόμη. Ἐπειδή τινες ἀκούοντες τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὑπάρχον καί ἀναβλύζον καί προϊόν, οὐχί τήν φύσιν τοῦ Πνεύματος ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Υἱοῦ πηγάζειν καί ἀναβλύζειν τερατολογοῦσιν, ἀλλά τό πνευματικόν χάρισμα τό τοῖς ἀξίοις ἐπιγινόμενον, διά τό τήν ἐγγινομένην αὐτοῖς ἐνοίκησιν τῆς πανταχοῦ παρούσης θεότητος τοῦ ἁγίου Πνεύματος σχετικῶς γίνεσθαι, οὕτω τό τοιοῦτον ἐκλαμβάνοντες χάρισμα, ὥσπερ ἄν εἰ ἀποδιῃρημένον τῆς θείας οὐσίας νοοῖτο τοῦ Πνεύματος, συνελέγησαν αἱ παροῦσαι γραφικαί χρήσεις, ἐξ ὧν ἔχει τις διαγνῶναι, ὡς κἄν ἡ ἐγγινομένη τοῖς ἀξίοις ἐνοίκησις τοῦ παναγίου Πνεύματος σχετική ἐστιν ἀρρήτως καί ὑπέρ λόγον, ἀλλ᾿ ἐπεί ἐκεῖ τά χαρίσματα προχέονται, ὅπου ἡ θεία φύσις αὐτοῦ σχετικῶς ἐνοικήσει, αὐτό τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό ἕν τῆς Τριάδος καί συμπληρωτικόν, ὅπερ ἐστί θεία φύσις καί τέλειος Θεός, ὡς ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός, δηλοῦται, ὅταν τις λέγῃ τό Πνεῦμα τό ἅγιον προϊόν καί ἀναβλύζον καί ὑπάρχον ἐκ τοῦ Υἱοῦ).

Κωνσταντίνου Βέκκου, Ἐπιγραφαί, Εἰς τά παρ΄ αὐτοῦ συνειληγμένα ἐκ τῶν ἁγίων ῥητά περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Patrologia Graeca, τόμος 141, 67. Για ν΄ αντικρούσει τις απόψεις τού Βέκκου, ο αγιορείτης μοναχός και αργότερα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς (1296–1359) συνέταξε τις Ἀντεπιγραφές, Patrologia Graeca, τόμος 161, 243-268.

[←100]

Κύριλλος Ἀλεξανδρείας (378-444):
οὐσιωδῶς ἐξ ἀμφοῖν ἤγουν ἐκ Πατρός δι΄ Υἱοῦ προερχόμενον Πνεῦμα.
Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κυρίλλου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ προσκυνήσεως καί λατρείας Λόγος Πρῶτος, Patrologia Graeca, τόμος 68, 148.

[←101]

Συρόπουλος 8.38: Εἰπόντων δέ τινων ὅτι λίαν ἐστί καλόν, τῶν πλειόνων δέ σιωπώντων, εἶπεν ὁ βασιλεύς· δότωσαν γνώμας καί ἕκαστος λεγέτω ὡς θέλει, εἴτε στέργει τά ῥητά ταῦτα, εἴτε οὐ στέργει. ὥρισε δέ καί τόν ὑπομνηματογράφον, ἵνα γράφῃ τάς γνώμας καί γράφῃ μόνον· ὁ δεῖνα στέργει, ὁ δεῖνα οὐ στέργει· μετά γάρ τό εἰπεῖν τούς πρώτους τέσσαρας ή πέντε ὅπερ αὐτοσχεδίως ἔδωκεν ἡ ὥρα, ἐπέταξε τοῖς λοιποῖς καταλιπεῖν τά περισσά καί λέγειν μόνον στέργει ἤ οὐ στέργει. εἶπον οὖν οἱ πολλοί ἁπλῶς, ὅτι στέργουσι ταῦτα. ἔφην δέ καί αὐτός, ὅτι· στέργω μέν τά ῥητά ταῦτα· πῶς γάρ ἄν ἔχω μή στέργειν ῥητόν πρώτής συνόδου ἤ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τῶν τῆς εὐσεβείας ἡμῶν διδασκάλων εὐσεβεῖν εὐχόμενος; ἀλλ΄ ἐπεί διπλῆν τινα τήν ἐξἡγησιν αὐτῶν ἀποδιδόασί τινες καί, εἰ δοθῶσι πρός Λατίνους, ἀπαιτήσουσι πάντως ἐκεῖνοι, κατά τίνα τρόπον ἐξηγοῦνται αὐτά οἱ ἡμέτεροι, καί ἐξηγήσονται ταῦτα ἀπαραιτήτως, παρακαλῶ ἵνα ὁρισθῶσιν οἱ μέλλοντες ἐξηγήσεσθαι ταῦτα καί εἴπωσι νῦν τήν ἐξἡγησιν· καί εἰ μέν συμφωνήσομεν εἰς αὐτήν πάντες, τότε λέγω ἵνα δοθῶσι καί τά ῥητά· εἰ δέ μή, οὐ λέγω ἵνα δοθῶσιν. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· τί εἰσίν οὗτοι οἱ λόγοι; εἰπέ δι΄ ὀλίγου ἵνα γραφῇ τό στέργεις ἤ οὐ στέργεις; ἐγώ δέ παρακαλῶ, ἔφην, ἵνα γραφῶσι ὅσα εἶπον, ἐπεί καί πρότερον ὥρισας, ἵνα εἴπῃ ἕκαστος ὅ βούλεται καί τόν λόγον δι΄ ὅν λέγει ὡδί πως· διό καί μᾶλλον παρακαλῶ γραφῆναι ἅτινα εἶπον. ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς· οὐ δυνήσεται ὁ γραμματικός ἀναμνησθῆναι καί γράψαι ταῦτα· εἰπέ κατά τούς ἄλλους, στέργεις ἤ οὐ. εἶπον· λοιπόν οὐ στέργω δοθῆναι. ὡς οὖν προσέσχον τοῖς ἐμοῖς λόγοις ὁ Ἀγχιάλου καί ὁ Μολδοβλαχίας, εὐθύς εἶπον· καί τί βούλονται κειμένης τῆς προσθήκης; οὐδέ ἡμεῖς στέργομεν ταῦτα. ἠκολούθησε τῇ ἐμῇ γνώμῃ καί ὁ πρωτέκδικος καί οἱ κρείττους τῶν ἡγουμένων.

[←102]

Ὑπομνηματογράφος: πατριαρχικός αξιωματούχος τής δεύτερης πεντάδας (Laurent 1971: 425 σημ. 5).

[←103]

Συρόπουλος 8.39: ὅμως ἐκυρώθη τῶν πλειόνων ἡ ψῆφος, καί ὥρισεν ὁ βασιλεύς· ἐκλεχθήτωσαν οἱ ποιήσοντες ἔκθεσιν διά τῶν τοιούτων ῥητῶν, καί ἔστωσαν ὁ Ῥωσίας, ὁ Νικαίας, ὁ μέγας χαρτοφύλαξ, ὁ Γεμιστός καί ὁ Σχολάριος. μή οὔσης δέ τῆς ὥρας ἐγκαίρου, ἀπῆλθον εἰς τό ἀριστῆσαι, καί μετ΄ αὐτό συναχθέντες ἐκάθισαν ἰδίᾳ γράψαι τήν ἔκθεσιν. προτιμώντων δέ ἄλλου ἄλλον εἰς τό ἄρξασθαι, ἔφη ὁ Σχολάριος· συνέθηκά τι ἐγώ πρό ὀλίγου σκεψάμενος, καί εἰ δοκεῖ ὑμῖν, ἀκούσατε τοῦτο, καί εἰ μέν ἀρέσει, ἐμφανισθήτω καί εἰς τόν βασιλέα καί εἰς τήν σύναξιν, εἰ δέ μή, γραφήτω ἕτερον. ἀνεγνώσθη οὖν παρά τοῦ Σχολαρίου καί ἀπεδέξαντο αὐτό ὁ Ῥωσίας καί ὁ Νικαίας καί ἐπῄνεσαν καί ἔστερξαν· ὁ δέ Γεμιστός καί ὁ μέγας χαρτοφύλαξ οὐκ ἔστερξαν αὐτό. ὅμως ἔφερον αὐτό καί ἀνεγνώσθη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί πάντων ἡμῶν. εἶχε δ΄ ἐπί λέξεως οὕτως·

[←104]

Αναδημοσιεύθηκε στο Scholarios, Œuvres, I, σελ. 375. Όπως παρατηρεί ο Gill, Council, σελ. 228, 229, ο Σχολάριος οριοθετεί επιδέξια την μορφή που προτείνεται παραπάνω από τούς Λατίνους, μορφή την οποία αναπαράγει στην επιστολή σε νέα διάταξη και στην οποία απλώς φιλοξενεί τη θεολογία τού δικού του γούστου. Κατά την κρίση τού Μάρκου τής Εφέσου, σε αυτό το απογυμνωμένο δεν έμενε τίποτε: ούτε λατινικό, ούτε ελληνικό. Βλἐπε Petit, Documents, XVII, σελ. 447 και Patrologia Graeca XCIV, στηλ. 253 (Laurent 1971: 426 σημ. 1):
«Σε αυτό το σημείο άρχισαν να μιλούν για οικονομία και συγκατάβαση, ενώ ένας από τούς δικούς μας προσπάθησε να πει ότι θα είναι καλό να ασπαστούμε την ειρήνη και να αποδείξουμε ότι οι άγιοι συμφωνούν μεταξύ τους, ώστε να μη φαίνονται οι δυτικοί ότι λένε αντίθετα από τούς ανατολικούς. Μάλιστα κάποιος άρχισε να φιλοσοφεί και για την πρόθεση «διά», που υπάρχει στους δικούς μας διδασκάλους, ότι μπορεί να είναι ίδια με την «εκ» και να δίνει την αιτία τού Αγίου Πνεύματος στον Υιό. Έτσι λίγο-λίγο ο λατινισμός επεκτεινόταν και επιβαλλόταν, ενώ άρχισαν να ασχολούνται και με τον τρόπο τής ένωσης και να εξετάζουν διάφορα ρητά, με τα οποία θα ενώνονταν, ρητά που θα βρίσκονταν στο ενδιάμεσο και που θα μπορούσε η κάθε πλευρά να χρησιμοποιεί με τον δικό της τρόπο, σαν κόθορνο [σαν τα παπούτσια στο αρχαίο θέατρο, για τούς ηθοποιούς που άλλαζαν συνεχώς θέση]. Αυτό τούς φάνηκε ότι εξυπηρετούσε πολύ τον σκοπό τους, αφού έτσι θα επηρεάζονταν εύκολα οι δικοί μας, ενώ, όπως έλπιζαν, θα το αποδέχονταν εύκολα και ανεξέταστα και οι απέναντι. Και αφού συνέταξαν έγγραφο που περιείχε τέτοιες συμβιβαστικές θέσεις, στο οποίο όμως παρουσιαζόταν ξεκάθαρα το δόγμα των άλλων, το έστειλαν σε εκείνους, ώστε μέσω αυτού να κάνουν την ένωση»
(Ἐντεῦθεν ἀρχήν λαμβάνει τά τῆς οἰκονομίας καί συγκαταβάσεως ῥήματα, καί τις τῶν ἡμετέρων ἐπεχείρησε λέγειν, ὡς καλόν ἐστι τήν εἰρήνην ἁσπάσασθαι καί τούς ἁγίους συμφώνους ἀποδεῖξαι πρός ἑαυτούς, ἵνα μή δοκῶσιν οἱ δυτικοί τοῖς ἀνατολικοῖς ἀντιφθέγγεσθαι· ἤδη δέ τις καί περί τῆς διά φιλοσοφεῖν ἤρξατο παρά τοῖς ἡμετέροις διδασκάλοις εὑρισκομένης, ὡς ταὐτόν τῇ ἐκ δυναμένης καί τήν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τῷ Υἱῷ διδούσης. Οὕτω κατά μικρόν ὁ λατινισμός ἐξερράγη, καί περί τοῦ τρόπου λοιπόν τῆς ἑνώσεως ἤρξαντο πραγματεύεσθαι καί τινα ῥητά περιεργάζεσθαι, δι΄ ὧν ἑνωθήσονται, μέσην ἐπέχοντα χώραν καί δυνάμενα κατ΄ ἀμφοτέρας τάς δόξας λαμβάνεσθαι καθάπερ τις κόθορνος· τοῦτο γάρ αὐτοῖς πρός τήν ἐπίνοιαν ἔδοξε σφόδρα συμβάλλεσθαι, τῶν τε ἡμετέρων δι΄ αὐτῶν ῥᾷον προσαγομένων καί τῶν ἐναντίων ἐλπιζομένων ἀνεξετάστως αὐτά παραδέξαθαι. Καί δή τι συνθέντες γραμμάτιον τοιαῦτά τινα περιέχον, τήν ἐκείνων δέ δόξαν ὅμως καθαρῶς ἐκτιθέμενον, ἐξαπέστειλαν αὐτοῖς ὡς διά τούτου τήν ἕνωσιν ποιησόμενοι).

[←105]

Γνωρίζουμε επίσης από τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 408, 428), ότι ο Σχολάριος επανειλημμένα παρέδωσε γραπτά υπέρ τής Ένωσης στις 13 και 14 Απριλίου:
«Ύστερα από αυτή την ομιλία [τού Βησσαρίωνος] και ο κυρ Γεώργιος Σχολάριος μάς έδωσε τρεις συμβουλευτικές ομιλίες για την ένωση, συμβουλεύοντας και ενθαρρύνοντάς μας να ενωθούμε…»
(Μετά τοῦτον τόν λόγον καί ὁ σχολάριος κύρις Γεώργιος προσέφερεν ἡμῖν τρεῖς λόγους συμβουλευτικούς περί τῆς ἑνώσεως, συμβουλεύων καί παραθαρρύνων ἡμᾶς ἑνωθῆναι…),
ενώ στις 30 Μαΐου 1439 (Laurent 1971: 427 σημ. 2):
«Το Σάββατο το πρωί, ενώ είχαμε συγκεντρωθεί στο σπίτι τού πατριάρχη μαζί με τον αυτοκράτορά μας, ήρθε και ο κυρ Γεώργιος Σχολάριος καί είπε στον αυτοκράτορα τα εξής: «Άριστε ισχυρότατε αυτοκράτορα, η γνώμη στην οποία κατέληξα και έχω για το υπόψη ζήτημα τής ένωσης φαίνεται από την ομιλία που σχεδίασα και εκφώνησα ενώπιον αυτής τής ιερής συνεδρίασης. Στην οποία παρότρυνα αυτούς τούς άγιους πατέρες για την ένωση και για την υποβοήθηση των υποθέσεων τής Κωνσταντινούπολης. Αυτό αποδεικνύεται και από τα δύο βιβλία, τα οποία, έχοντας συντάξει από πριν, παραδίδω τώρα στην παρούσα συνεδρίαση. Το ένα από αυτά αποτελεί συμβουλή για την ένωση και για τούς τρόπους με τούς οποίους θα γίνει αυτή, καθώς και για διάφορα άλλα σχετικά ζητήματα»
(Τῷ δέ σαββάτῳ πρωΐ συναχθέντες ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατριάρχου ἅμα τῷ βασιλεῖ ἡμῶν, ἦλθε καί ὁ κύρις Γεώργιος ὁ Σχολάριος, καί ἀνέφερε πρός τόν βασιλέα ταῦτα. Ἄριστε κράτιστε βασιλεῦ, ἧς μέν γνώμης γέγονα καί εἰμι περί τήν προκειμένην τῆς ἑνώσεως ὕλην, ὁ πρός τήν ἱεράν ταύτην σύνοδον σχεδιασθείς μοι και πεμφθείς λόγος δηλοῖ· ἐν ᾧ πρός τε τήν ἕνωσιν καί τήν βοήθειαν τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει πραγμάτων τούς ἱερούς τούτους προετρεπόμην πατέρας· μαρτυροῦσι δέ καί τά δύο βιβλία, ἅπερ πρότερον συνθείς, νῦν ἐγχειρίζω τῇ παρούσῃ συνόδῳ· ὧν τό μέν ἐστι συμβουλή περί τε ἑνώσεως καί τρόπων αὐτῆς καί ὅσα ἄλλα πρός ταύτην ἁρμόττει τήν ὕλην).

[←106]

Συρόπουλος 8.40: «Ἐπειδή ὑπελαμβάνομεν πρότερον ἡμεῖς οἱ Γραικοί τούς Λατίνους λέγειν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι ὡς ἀπό δύο ἀρχῶν καί δύο πνεύσεων, ἔτι μή λέγειν τόν Πατέρα ἀρχήν καί πηγήν ὄλης τῆς θεότητος, τοῦ Υἱοῦ δηλονότι καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί διά τοῦτο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης ἤ ἀναπτύξεως αὐτῶν, ὡσαύτως δέ καί τῆς κοινωνίας αὐτῶν ἐφυλάχθημεν, νῦν ἐν ταύτῃ τῇ ἱερᾷ καί οἰκουμενικῇ συνόδῳ συνελθόντες Θεοῦ χάριτι ὑπέρ τῆς ἁγίας ἑνώσεως, πολλῶν γενομένων συζητήσεων καί διαλέξεων καί προσκομιδῆς ῥητῶν ἀπό τε τῆς ἱερᾶς γραφῆς καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, ἡμεῖς μέν οἱ Λατῖνοι διισχυριζόμεθα ὅτι τοῦθ΄ ὅπερ λέγομεν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι, οὐ ταύτῃ φαμέν τῇ διανοίᾳ ὥστε ἡμᾶς ἀποκλείειν τόν Πατέρα εἶναι ἀρχήν καί πηγήν ὅλης τῆς θεότητος, τοῦ Υἱοῦ δηλονότι καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἤ τοῦθ΄ ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται, τόν Υἱόν μή ἔχειν παρά τοῦ Πατρός, ἤ ὅτι δύο ἀποφαινόμεθα εἶναι ἀρχάς εἴτε δύο προβολάς τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀλλ΄ ὁμολογοῦμεν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἀϊδίως ἐκ τοῦ Πατρός καί Υἱοῦ, ὡς ἀπό μιᾶς ἀρχῆς καί μοναδικῆς προβολῆς ἐκπορεύεσθαι· ἡμεῖς δέ οἱ Γραικοί ὁμολογοῦμεν μέν καί πιστεύομεν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι, ἴδιον δέ τοῦ Υἱοῦ εἶναι καί ἐξ αὐτοῦ ἀναβλύζειν καί οὐσιωδῶς ἐξ ἀμφοῖν ἤγουν ἐκ Πατρός δι΄ Υἱοῦ προχεῖσθαι διισχυριζόμεθά τε καί πιστεύομεν. καί ἤδη ἑνούμεθα ἀλλήλοις καί θεοφιλῶς συναπτόμεθα, πεῖραν δεδωκότες ἀλλήλοις τῆς ἰδίας πίστεως καί ὁμολογίας, καί οὐδέτεροι ἀπό τῆς ἑτέρων ἑνώσεως ἤ κοινωνίας φυλάττεσθαι λοιπόν διακρίνομεν, ἀλλά πάλιν συντιθέμεθα ἀλλήλοις καί ὁμονοοῦμεν καί εἰς μίαν Ἐκκλησίαν Θεοῦ χάριτι πάντες ἀποκαθιστάμεθα.

[←107]

Συρόπουλος 8.41: Ἀναγνωσθέντος οὖν τούτου, οἱ πλείονες ἐπῄνεσαν τοῦτο ὡς καλόν, τινές δ΄ ἀντέλεγον καί λόγοι πολλοί ἐκινήθησαν παρά τῶν ἀγωνιζομένων συστῆσαι τοῦτο καί ἐσπούδαζον πεῖσαι πάντας. τότε εἶπεν ὁ Ἡρακλείας· ὅπερ ὥρισεν ή ἁγία βασιλεία σου, ἵνα ἵσταται τό περί τῆς προσθήκης καί ἔχωμεν αὐτό εἰς μεγάλην βοήθειαν, νῦν πῶς μέλλομεν ἔχειν, εἰ στέρξομεν ταύτην τήν ἔκθεσιν; ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· καί πάλιν ἔχομεν αὐτό. καί ὁ Ἡρακλείας· καί πῶς ἄν ἔχοιμεν αὐτό, δέσποτά μου ἅγιε, ἐπεί προδιδόαμεν πάντα δι΄ αὐτῆς τῆς ἐκθέσεως; καί ὁ βασιλεύς εἶπε· καί ἔχε αὐτό σύ. καί ὁ Ἡρακλείας· καί πῶς ἄν ἔχοιμι ἐγώ τό παρά πάντων προδιδόμενον; ἔφη δέ ὁ βασιλεύς· καί ἔχε αὐτό εἰς τό εἰκονοστάσιν σου. τότε καταλαβών καί ὁ Μονεμβασίας τόν σκοπόν τοῦ βασιλέως κατά τούς λόγους τῶν συνεργούντων αὐτῷ, εἶπε· παρακαλῶ, δέσποτά μου ἅγιε, πρόσεχε, ἵνα μή ποιήσῃς καί νῦν ὥσπερ ἐποίησε ὁ βασιλεύς κῦρ Μιχαήλ ὁ λατινόφρων. ὁ δέ βασιλεύς οὐκ ἀπεκρίθη. μετά δέ τούς πολλούς λόγους καί τάς κατασκευάς τῶν ἀγωνιζομένων συστῆσαι τήν ἔκθεσιν, εἶπεν ὁ βασιλεύς· δότωσαν γνώμας.

[←108]

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 416-417), υπήρχαν έξι (και όχι επτά όπως γράφει ο Laurent 1971: 428 σημ. 1) διαφωνούντες: τέσσερις επίσκοποι (Αντώνιος Ηρακλείας, Μάρκος Εφέσου, Δωρόθεος Μονεμβασίας και Σοφρώνιος Αγχιάλου) και δύο εκκλησιαστικοί άρχοντες (ο μέγας χαρτοφύλαξ και ο πρωτέκδικος):
«Όταν μάς ειδοποίησαν για αυτά οι Λατίνοι, εμείς αρχίσαμε να γογγύζουμε και να βάζουμε τέλος στην υπόθεση λέγοντας: «Αυτό που κάναμε ήταν μεγάλο και πολύ, αλλά και αντίθετο με την άποψη των τοποτηρητών μας και των τριών. Γιατί ο Ηρακλείας, ο Εφέσου, ο Μονεμβασίας και ο Αγχιάλου δεν συμφώνησαν με το γράμμα τής ομολογίας που στάλθηκε, αλλά και από τούς εκκλησιαστικούς άρχοντες ούτε ο μέγας χαρτοφύλακας και ο πρωτέκδικος». Είπαμε ότι τίποτε άλλο δεν μπορούμε να κάνουμε εμείς»
(Ταῦτα μηνυσάντων τῶν Λατίνων ἡμῖν, ἡμεῖς ἠρξάμεθα γογγύζειν καί τέλος τῷ πράγματι ἐπιθεῖναι, λέγοντες· Ὅσον ἐποιήσαμεν ὑπῆρχε μέγα καί πολύ, ἀλλά καί παρά γνώμην τῶν τοποτηρητῶν ἡμῶν καί τῶν τριῶν. ὁ γάρ Ἡρακλείας καί ὁ Ἐφέσου καί ὁ Μονεμβασίας καί ὁ Ἀγχιάλου οὐκ ἔδωκαν γνώμας ἐν τῷ σταλέντι τῆς ὁμολογίας γράμματι· ἀλλά καί ἀπό τῶν κληρικῶν, ὁ μέγας χαρτοφύλαξ καί ὁ πρωτέκδικος. λοιπόν εἴπομεν, ἄλλον οὐ δυνάμεθα ποιῆσαι ἡμεῖς).

Κατά τον Laurent ό. π., εκπλήσσεται κανείς μη βλέποντας να κατονομάζεται δίπλα σε αυτούς και ο Συρόπουλος.

[←109]

Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (βασ. 1259-1282) υπήρξε ιδρυτής τής δυναστείας των Παλαιολόγων. Ξεκίνησε την καριέρα του ως στρατιωτικός και εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που ακολούθησε τον θάνατο τού Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρι (βασ. 1254-1258) τής αυτοκρατορίας τής Νικαίας, ανέβηκε στον θρόνο. Στις 13 Ιουλίου 1261 ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη από τούς Λατίνους τής 4ης Σταυροφορίας και στέφθηκε αυτοκράτορας. Ικανός διπλωμάτης αλλά και στρατιωτικός, διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους, ενώ αναδιοργάνωσε την άμυνα τής Κωνσταντινούπολης. Ανέλαβε προσπάθειες για την επανένωση των εκκλησιών, πιστεύοντας ότι έτσι μόνο θα διασφάλιζε τη βιωσιμότητα τού κράτους του. Επί βασιλείας του και επί παπικής θητείας (1271-1276) τού Γρηγορίου Ι΄ διακηρύχθηκε η πρώτη «ένωση» των εκκλησιών στη Β΄ Σύνοδο τής Λυών (1274). Η «ένωση» αυτή οδήγησε σε αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη και τελικά αποκηρύχθηκε μετά τον θάνατό του από τον διάδοχό του, τον γιο του Ανδρόνικο Β΄ (συναυτοκράτορα την περίοδο 1260-1282 και αυτοκράτορα την περίοδο 1282-1328). Ο Μιχαήλ πέθανε ως μοναχός στη Θράκη τον Δεκέμβριο τού 1282. Ενταφιάστηκε χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία, αφού είχε πεθάνει λατινόφρων.

[←110]

Συρόπουλος 8.42: Εἶπον οὖν οἱ μέν τό στέργω, οἱ δέ τό οὐ στέργω, ἐν οἷς ἦν καί αὐτός καί ἐγράφοντο αἱ γνῶμαι. εἶτα εἶπεν ὁ Λακεδαιμονίας πρός τόν βασιλέα· δέσποτά μου, ὅρισον ἵνα εἴπωσι καί οἱ γραμματικοί γνώμας. ἔφη δέ ὁ βασιλεύς· εἰπάτωσαν· καί ὁ Λακεδαιμονίας εὐθύς ἔφη· εὐεργετεῖ τοῦτο, καί εἴπατε. καί εὐθύς ἕκαστος αὐτῶν ἔκραξε τό στέργω. ἦσαν δέ δώδεκα οἱ μή στέρξαντες, καί τέσσαρες καί εἴκοσι μετά τῶν γραμματικῶν οἱ στέρξαντες. εἶτα ἔστειλεν ὁ βασιλεύς τόν Νικομηδείας καί τόν μέγαν χαρτοφύλακα εἰς τήν κατούναν τοῦ Φιλανθρωπινοῦ, ἵνα διαμηνύσῃ μετ΄ αὐτῶν καί ὁ πατριάρχης τήν γνώμην αὐτοῦ· οἵ καί ὑποστρέψαντες διεκόμισαν, ὅπως στέργει ὁ πατριάρχης ταύτην τήν ἔκθεσιν. λέγει δέ καί τοῦτο· θαυμάζω πῶς οὐκ ἔστερξαν αὐτήν πάντες· ἐγώ γάρ οὐ νοῶ τι ἐναντίον ἐν αὐτῇ καί ἀπορῶ διά τί οὐ στέργουσι ταύτην τινές. ἐκυρώθη οὖν ἵνα σταλῇ αὐτή πρός τόν πάπαν, καί εἶπεν ὁ βασιλεύς· διακομισάτωσαν αὐτήν δύο ἀρχιερεῖς μετά τοῦ μεγάλου χαρτοφύλακος καί τοῦ μεγάλου ἐκκλησιάρχου· καί πρίν τελεσθῆναι τόν λόγον καί ἡμᾶς ἀπολογήσασθαι, εἶπεν ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος· καί πῶς διακομίσουσιν οἱ μή στέργοντες; ὅρισον ἑτέρους. καί ἐδεφένδευσεν ἡμᾶς εἰς ὅπερ ἐβουλόμεθα. ὥρισεν οὖν τόν μέγαν σακελλάριον καί τόν μέγαν σκευοφύλακα, οἵ οὐδέ ἐστάλησάν ποτε εἰς τόν πάπαν ἰδίως ἕως τότε, καί δύο ἀρχιερεῖς, καί διεκόμισαν τήν ἔκθεσιν.

[←111]

Συρόπουλος 8.43: Οἱ δέ Λατῖνοι ταύτην ἰδόντες καί διασκεψάμενοι οὐ προσδεκτέαν ἐνόμισαν, ἀλλ΄ ἐζήτησαν ἤ στερχθῆναι τήν παρ΄ ἐκείνων πεμφθεῖσαν ἤ ἐξήγησιν λαβεῖν ταύτης τῆς συντεθείσης παρά τῶν ἡμετέρων, ὡς προεῖπον καί αὐτός, καί γράψαντες ἐζήτησαν ἀπορίας δώδεκα, αἵ καί ἔχουσιν οὕτως· <α΄>. Ἐπεί ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ γραμματίου ὑμῶν περιέχεται ὅτι, ἐπειδή ὑπελαμβάνετε τούς Λατίνους λέγειν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι ὡς ἀπό δύο ἀρχῶν καί τ΄ ἄλλα διά τοῦτο ἐφυλάχθητε ἀπό τῆς προσθήκης ἤ ἀναπτύξεως τῆς γενομένης ἐν τῷ συμβόλῳ, καί ἀπό τῆς κοινωνίας ἡμῶν, ἀλλ΄ ἐπειδή ἐπληροφορήθητε τούς Λατίνους κρατεῖν τοὐναντίον, οὐκ ἔτι ὀφείλετε ἤδη φυλλάτεσθαι τήν προειρημένην προσθήκην ἤ ἀνάπτυξιν· καί γάρ τῆς αἰτίας ἀργούσης ἀργεῖν ὀφείλει καί τό ἀποτέλεσμα. ἐπί τόδε οὖν ζητοῦμεν ἀπολογίαν. <β΄>. Ἐκτίθεσθε τήν τῶν Λατίνων πίστιν. αἰτοῦμεν ἵνα ἀποκριθῆτε ἄν ταύτην νομίζητε ἀληθῆ καί τῇδε θέλητε συνθέσθαι. <γ΄>. Ἐκτιθέατε τήν πίστιν ὑμῶν, λέγοντες πιστεύειν τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεσθαι. ζητοῦμεν ἵνα ἀποκριθῆτε, ἄν πιστεύητε ἀϊδίως ἐκπορεύεσθαι ἐκ τοῦ Πατρός μόνου, οὐχι δέ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ. <δ΄>. Λέγετε τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἴδιον εἶναι τοῦ Υἱοῦ. ζητοῦμεν ἵνα διευκρινήσητε, πότερον ἴδιον νοεῖτε, τουτέστιν ὁμοούσιον μόνον, ἤ ἰδιον, τουτέστιν ἔχον ἀϊδίως τό εἶναι ἐξ αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ καθάπερ ἐκ τοῦ Πατρός. <ε΄>. Λέγετε ἐξ αὐτοῦ ἀναβλύζειν. ζητοῦμεν σαφήνειαν, πότερον ἡ λέξις ἥδε τό ἐξ αὐτοῦ πρός τόν Πατέρα ἀναφέρεται ἤ πρός τόν Υἱόν. <στ΄>. Eἰ πρός τόν Υἱόν ἀναφέρεται, πότερον ἀναβλύζειν ἀϊδίως νοεῖτε καί οὐσιωδῶς καί προσωπικῶς ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἤ οὐ; <ζ΄>. Ζητοῦμεν διασάφησιν τί ἄν σημαίνοι παρ΄ ὑμῖν τό ρῆμα τοῦ ἀναβλύζειν· εἰ τήν οὐσίαν δηλονότι καί τό ὑποστατικόν εἶναι ἔχει τε λαμβάνειν ἐξ αὐτοῦ τοῦ Υἱοῦ, καί εἰ ταὐτόν σημαίνοι τῷ ἐκπορεύεσθαι, καί εἰ ἔν τινι διαφέρει, καί ἐν τίνι. <η΄>. Λέγετε οὐσιωδῶς ἐξ ἀμφοῖν, ἤγουν ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ προχεῖσθαι. ζητοῦμεν διασάφησιν, ἄν οὐσιωδῶς νοῆτε καί ἀϊδίως. <θ΄>. Τί ἄν σημαίνοι τό οὐσιωδῶς καί ἀϊδίως προχεῖσθαι ἐξ ἀμφοῖν, εἰ δηλονότι τήν οὐσίαν ἔχειν καί λαμβάνειν ἐξ ἀμφοῖν, καί εἰ ἐν τῷδε τῷ πράγματι ταὐτόν ἐστι τό προχεῖσθαι καί ἐκπορεύεσθαι, καί εἰ ἔν τινι διαφέρουσι καί ἐν τίνι. <ι΄>. Ἄν ἡ πρότασις αὕτη ᾗ ἀληθής· τό Πνεῦμα τό ἅγιον προχεῖται καί ἐκπορεύεται ἀϊδίως ἐκ Πατρός καί Υἱοῦ, ἄνευ ταύτης τῆς ἐξηγήσεως ἐκ Πατρός δι΄ Υἱοῦ, ἤ ἑτέρας ἐξηγήσεως. <ια΄>. Ἡνίκα λέγετε δι΄ Υἱοῦ, ἄν ἡ λέξις αὕτη γε ἡ διά κατά γε τήν ὑμετέραν ἔννοιαν λέγῃ καί τόν Υἱόν αἰτίαν εἶναι καί ἀρχήν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. <ιβ΄>. Λέγετε ἤδη ἑνούμεθα καί θεοφιλῶς συναπτόμεθα. ἐρωτῶμεν οὖν λαβεῖν σαφήνειαν, ἐν τίνι ἑνούμεθα καί συναπτόμεθα; πότερον ἐν ᾧ λέγομεν ἡμεῖς ἤ ἐν ᾧ ὑμεῖς λέγετε; καί ἡνίκα κατέχωμεν ὡς ἐκρατοῦμεν, καί ὑμεῖς κρατεῖτε ὅπερ κρατεῖτε, ἀλλά μήν τό τελευταῖον οὐ δυνατόν συνίστασθαι εἴπερ ἀπ΄ ἀλλήλων διαφερόμεθα· ἐν γάρ καί ταὐτόν δεῖ ὑπάρχειν ἐν ᾧ ἄν γένοιτο δύο διχονοούντων ἕνωσις, ἤ ἵνα ἡμεῖς μέν κρατῶμεν τήν ἡμετέραν ἅμα καί ὑμετέραν ὁμολογίαν, ὑμεῖς δέ τήν τε ὑμετέραν καί ἡμετέραν, οὐδέ τοῦτο δυνατόν συνίστασθαι· καί γάρ εἰ διανοίᾳ καί τῷ σκοπῷ αὗται αἱ ὁμολογίαι διαφωνοῦσι, τίνι τρόπῳ ἅμα τἀναντία κρατήσομεν; ἐπεί δέ τῶν ἐναντίων θάτερον δεῖ ψεῦδος εἶναι, πῶς τό κρατεῖν τό ψεῦδος ὁμοῦ μετά τῆς ἀληθείας ἐν τοῖς τῆς πίστεως πράγμασι γένοιτ΄ ἄν θεοφιλής σύνδεσμος. ἀλλ΄ ἴσως τήν ἕνωσιν ἐν τῇ κοινωνίᾳ μόνῃ νοεῖτε, ὡς τά ἑπόμενα τοῦ γραμματίου ὑμῶν ὑπεμφαίνει. ἀλλά τίς ποτ΄ ἄν εἴη ἥδε ἡ ἕνωσις, συναναστρέφεσθαι μέν ἅμα τῷ σώματι, διαφωνεῖν δέ τῇ διανοίᾳ καί τοῖς ῥήμασιν ἐν τοῖς τῆς πίστεως καί πρός σωτηρίαν ἀναγκαίοις; προσῆκον οὖν δοκεῖ καί ἀναγκαῖον τό τῶν Λατίνων γραμμάτιον, ἐν ᾧ πρότερον ἐκτίθεται ἡ τῶν ἀμφοτέρων μερῶν διάνοια, κἀντεῦθεν τίθεται ἡ ἀληθής καί κοινή τῆς αὐτῆς πίστεως ὁμολογία ἐν τῇ αὐτῇ διανοίᾳ καί τοῖς αὐτοῖς ῥήμασι. παρακαλοῦμεν οὖν καί αἰτοῦμεν, ἵνα κατά μέρος ἐφ΄ ἕκαστον τῶν προειρημένων κεφαλαίων ἄνευ τῆς τῶν ῥημάτων ἀμφισβητήσεως, δόσητε τήν ἀπολογίαν καί διευκρινήσητε τήν διάνοιαν ὑμῶν ὡς τάχιον δυνατόν γενέσθαι, ἤγουν ἁπλῶς τό γραμμάτιον ἐκεῖνο ὅπερ ὑμῖν ἐδεδώκειμεν δέξησθε.

error: Content is protected !!
Scroll to Top