Σημειώσεις στην αφήγηση Σφραντζή
- [←1]
-
Georgii Phrantzae Chronicon Minus, Patrologia Graeca 156, στήλες 1023-1080.
Επίσης The Fall of the Byzantine Empire, A Chronicle by George Sphrantzes 1401-1477, translated by Marios Philippides, The University of Massachusetts Press, Amherst 1980.
- [←2]
-
Στο κείμενο πρωτοβεστιαρίτης.
- [←3]
-
Βλέπε πιο πάνω, σημ. 2 κεφαλαίου δ΄ Απομνημονευμάτων Συρόπουλου, για τη μετατροπή τής χρονολόγησης από κτίσεως κόσμου σε σύγχρονη.
- [←4]
-
Οἰκτρός Γεώργιος Σφραντζῆς, ὁ καί πρωτοβεστιαρίτης, Γρηγόριος τάχα μοναχός, ταῦτα ἐγράψαμεν ἀπό τῶν καθ' ἑαυτόν καί τινων μερικῶν γεγονότων ἐν τῷ τῆς άθλίας ζωῆς αὐτοῦ χρόνῳ. Καλόν ἦν μοι, εἰ οὐκ ἐγεννήθην, ἢ παιδίον ἀποθανεῖν. Ἐπειδή τοῦτο οὐκ ἐγένετο, ἰστέον ὅτι ἐν ἔτει ͵θ- ῳ ἐγεννήθην, Αὐγούστῳ λʹ, ἡμέρᾳ τρίτῃ· ἀνεγεννήθην δέ ὑπό τῆς ὁσιωτάτης καί ἁγίας Θωμαΐδος, περί ἧς ἐν τῳ προσήκοντι τόπῳ μέλλομεν διηγήσεσθαι τἀληθές.
- [←5]
-
[Σφραντζῆς 1.1] Καί τῇ κη- ῃ τοῦ Ἰουλίου μηνός τοῦ δεκάτου ἔτους ἐσκοτώθη ὁ ἀμηρᾶς Παϊαζήτης παρά τοῦ Τεμήρη· ὃς δέ Παϊαζήτης ἦν πέμπτος αὐθέντης τῆς γενεᾶς αὐτοῦ. Ἐρτογρούλης γάρ ἦν ὁ πρῶτος καί ὁ δεύτερος Ὀτμάνης, ἐξ οὗ καί Ἀτουμαλίδαι· ὁ τρίτος Ὀρχάνης, ὁ τέταρτος Μοράτης, ὁ πέμπτος Παϊαζήτης, ὁ ἕκτος Μεχέμετις, ὁ ἕβδομος Μοράτης, ὁ ὄγδοος Μεχέμετις, ὃς δή καί ἡμᾶς ᾐχμαλώτευσε καί ἐξέωσε τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
- [←6]
-
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος (βασ. 1391-1425) και η Ελένη Ντράγκας (Δραγάση) απέκτησαν τούς εξής γιους: Ιωάννη Η’ (βασ. 1425-1448), Θεόδωρο, δεσπότη στον Μυστρά, Ανδρόνικο, δεσπότη στη Θεσσαλονίκη, Κωνσταντίνο ΙΑ’ (βασ. 1449-1453), Δημήτριο, δεσπότη στον Μυστρά, και Θωμά, δεσπότη τού Μοριά. Επιπλέον, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο κείμενο τού Σφραντζή (κεφ. 3.1), ο Κωνσταντίνος ΙΑ' είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό με το ίδιο όνομα, ο οποίος πέθανε σε παιδική ηλικία. Ο Μιχαήλ, ένας άλλος γιος τού Μανουήλ, πέθανε επίσης σε νεαρή ηλικία. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ είχε επίσης πολλές κόρες.
- [←7]
-
[Σφραντζῆς 2.1] Εἰς τάς ἀρχάς οὖν τοῦ ιβ- ου ἔτους ἐπανῆλθεν ἀπό τῆς Δύσεως εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ὁ ἅγιος βασιλεύς κύρ Μανουήλ ὁ Παλαιολόγος. [2.2] Καί τῷ ιγ- ῳ ἔτει μηνί Φευρουαρίου η- ῃ ἐγεννήθη αὐτῷ καί ὁ δεύτερος Κωνσταντῖνος, ὃς ἐγεγόνει καί βασιλεύς.
- [←8]
-
[Σφραντζῆς 3.1] Ἀφ' οὗ δή ιβ-ου ἔτους μέχρι καί τοῦ κα-ου πολλῶν γενομένων ἀναγκαίων καί μνήμης ἀξίων, λέγω δή, τῆς εἰς τήν Δύσιν ἀφίξεων τῶν πέντε υἱῶν ἀμηρᾶ τοῦ Παϊαζήτη, ἤγουν τοῦ Μουλσουμάνου, τοῦ Μωσῆ, τοῦ Ἰεσσαί, τοῦ Μεχέμετι καί τοῦ Ἰωσούφη, ὃς ἐγεγόνει καί Χριστιανός καί Δημήτριος ἐπωνομάσθη· τοῦ θανάτου τοῦ βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί τῆς ἐλεύσεως ἐκεῖ τοῦ ἁγίου βασιλέως κυροῦ Μανουήλ καί θείου αὐτοῦ καί τῆς τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ δεσπότου κύρ Ἀνδρονίκου εἰς τήν Θεσσαλονίκην ἀποκαταστάσεως· καί τοῦ θανάτου τοῦ δεσπότου κύρ Θεοδώρου τοῦ πορφυρογεννήτου εἰς τόν Μυζηθρᾶν καί τοῦ ἁγίου βασιλέως καί ἀδελφοῦ αὐτοῦ κύρ Μανουήλ εἰς τόν Μορέαν ἐλεύσεως· καί τοῦ θανάτου τοῦ ἀμηρᾶ Μουλσουμάνου παρά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Μωσῆ καί τῆς τριετοῦς μάχης αὐτοῦ δή τοῦ Μωσῆ μετά τοῦ βασιλέως τοῦ ἁγίου κύρ Μανουήλ· καί τῆς περί τά μέρη τῆς Λαρίσσου ἐκτυφλώσεως Ὀρχάνη, τοῦ υἱοῦ τοῦ Μουλσουμάνου· καί τῆς ἐλεύσεως ἀπό τῆς Ἀνατολῆς εἰς τήν Δύσιν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ Μεχέμετι τοῦ καί Κυρίτζη καί τῆς ἥττης καί ἐπιστροφῆς αὐτοῦ εἰς τήν Ἀνατολήν καί πάλιν ἐλεύσεως αὐτοῦ διά τῆς Πόλεως εἰς τήν Δύσιν καί τῆς νίκης αὐτοῦ καί τοῦ θανάτου τοῦ Μωσῆ· ἔτι δέ καί τοῦ δευτέρου υἱοῦ τοῦ ἁγίου τοῦ βασιλέως κύρ Μανουήλ, Κωνσταντίνου τόν θάνατον ἐν τῇ Μονεμβασίᾳ, ἀλλά δή καί δύο θυγατέρων αὐτοῦ· καί τῆς γεννήσεως εἰς τήν Πόλιν τοῦ αὐθεντοπούλου κύρ Μιχαήλ καί τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὑπό λοιμώδους νοσήματος καί τοῦ θανάτου ὁμοίως τοῦ τζαλαπῆ κύρ Δημητρίου· καί τῆς γεννήσεως τοῦ αὐθεντοπούλου κύρ Δημητρίου καί τοῦ αὐθεντοπούλου κύρ Θωμᾶ· καί ἄλλων τινῶν μερικῶν ἀναγκαίων. Ταῦτα δή πάντα διά τό τῆς ἡλικίας μου ἀτελές πάντη, οὐ καλῶς εἰδότος μου καί ἀκριβῶς, ἐν ᾧ δή χρόνῳ καί μηνί ἐγένοντο καί πῶς, σιωπῇ παραλείπω.
- [←9]
-
Το «Εξαμίλιον» αναφέρεται στον ισθμό τής Κορίνθου (δηλαδή την «έκταση έξι μιλίων». Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, ο πιο φιλόδοξος στοχαστής της Παλαιολόγειας Αναγέννησης τού 15ου αιώνα, οραματίστηκε μια αναγέννηση τής ελληνικής κοινωνίας δομημένης σύμφωνα με πλατωνικές ιδέες. Ο Μοριάς αποτελούσε κεντρικό μέρος αυτής τής πρότασης, και σε όλα τα σχέδιά του ο Πλήθων τόνιζε τη σημασία τής οικοδόμησης ενός αμυντικού τείχους κατά μήκος τού ισθμού. Υπάρχουν ίχνη τείχους χτισμένου στον ισθμό ήδη από το τέλος τής Μυκηναϊκής Εποχής. Προηγούμενοι κάτοικοι του Μοριά είχαν διαμορφώσει παρόμοια σχέδια για να οχυρώσουν τον ισθμό απέναντι σε εισβολές από τον βορρά. Η ίδια στάση υπήρχε στο μυαλό των κατοίκων κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., όταν ο Πέρσης βασιλιάς Ξέρξης επιχείρησε να εισβάλει και να προσαρτήσει την ελληνική χερσόνησο. Αργότερα ο ισχυρός καρδινάλιος Βησσαρίων, πρώην μαθητής του Πλήθωνος, έγινε επίσης ενθουσιώδης υπέρμαχος των οχυρώσεων τού ισθμού ως αμυντικό μέτρο κατά των Τούρκων. Όταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ' ανοικοδόμησε τις οχυρώσεις τού Εξαμιλίου το 1444, έλαβε συγχαρητήρια από τον Βησσαρίωνα με επιστολή του. Αν και το έργο τής οχύρωσης τού ισθμού ήταν δημοφιλές, αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, καθώς τα τείχη δέχτηκαν επανειλημμένα έφοδο από τούς Τούρκους. Ο Σφραντζής έχει κάνει λάθος σχετικά με την ημερομηνία τού ταξιδιού τού Μανουήλ στον Μοριά. Είναι βέβαιο ότι ο Μανουήλ επισκεύασε τα τείχη το 1415 και όχι το 1414. Ο Βικτωρίνος, ο οποίος αναφέρεται στην επόμενη παράγραφο, ήταν ο αρχιτέκτονας που οχύρωσε τον ισθμό κατά τη βασιλεία τού Ιουστινιανού Α' (517-565).
- [←10]
-
Ως οργιά ορίζεται το μήκος ανοίγματος των χεριών ενός ενήλικα, δηλαδή περίπου 1,8 έως 1,95 μέτρα. Εδώ οι 3.800 οργιές είναι περίπου 7.500 μέτρα.
- [←11]
-
[Σφραντζῆς 4.1] Τόν δέ Ἰούλιον μῆνα τοῦ κα-ου ἔτους ἐξελθών ἀπό τῆς Πόλεως ἀπῆλθεν εἰς τήν νῆσον Θάσον ὁ ἅγιος βασιλεύς κύρ Μανουήλ καί ἀπῆρεν αὐτήν τόν Σεπτέβριον τοῦ κβ-ου ἔτους. Εἶτ' ἀπ' ἐκεῖ ἀπῆλθεν εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί εἰς τόν Μορέαν καί ἔκτισε τό Ἑξαμίλιον. [4.2] Τῷ κβ-ῳ ἔτει Μαρτίῳ γάρ ἔσωσεν ἐν τῷ λιμένι τῶν Κεχρεῶν ὀνομαζομένῳ. Καί τῇ η-ῃ τοῦ Ἀπριλίου μηνός ἤρξατο ἀνακαθαίρειν καί ἀνοικοδομεῖν αὐτό δή τό Ἑξαμίλιον, ὅπερ ἔνι τό μῆκος οὐργιές ͵γωʹ. Ἀνέστησε δέ πύργους ἐπ' αὐτῷ ρνγʹ. Εὑρέθησαν καί γράμματα ἐν μαρμάρῳ λέγοντα οὕτως· «Φῶς ἐκ φωτός, θεός ἀληθινός ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, φυλάξῃ τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανόν καί τόν πιστόν αὐτοῦ δοῦλον Βικτωρῖνον καί πάντας τούς ἐν τῇ Ἑλλάδι οἰκοῦντας τούς ἐκ θεοῦ ζῶντας.» [4.3] Καί τῷ κδ-ῳ ἔτει μηνί Μαρτίῳ ἐπανέστρεψεν εἰς τήν Πόλιν. Ἐν ᾧ μηνί μετά τήν ἄφιξιν αὐτοῦ δή τοῦ ἁγίου βασιλέως καί ὁ πατριάρχης κύρ Εὐθύμιος ἀπέθανε· καί τῇ κα-ῃ Μαΐου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐγεγόνει πατριάρχης ὁ Ἐφέσου κύρ Ἰωσήφ. [4.4] Καί τῷ κε-ῳ ἔτει ἀπῆλθεν εἰς τόν Μορέαν ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης ἐν ᾥρᾳ τοῦ φθινοπώρου· ἐν ᾧ δή καιρῷ, εἰς τήν Θεσσαλονίκην διερχόμενος, τόν πλαστόν υἱόν τοῦ Παϊαζήτου ἐκεῖνον τόν Μουσταφᾶν ἀπῆρε διωκόμενον παρά τοῦ τάχα ἀδελφοῦ αὐτοῦ Μεχεμέτι καί εἰς τήν Λῆμνον ἀπέστειλε, μετέπειτα δέ εἰς τόν Μυζηθρᾶν.
- [←12]
-
Η κυρά Άννα ήταν κόρη τού Βασιλείου Α' τής Μόσχας. Η επόμενη σύζυγος του Ιωάννη Η’ ήταν η Σοφία, η κόρη τού μαρκήσιου τού Μομφεράτ. Όμως αυτός ο γάμος δεν υπήρξες (κεφ. 6 και 14.2). Ο ιστορικός Δούκας (κεφ. 10.6) απέδωσε τα συζυγικά προβλήματα στη φυσική εμφάνιση τής κυρά Σοφίας. Η ίδια ιδέα εκφράζεται και στο Μεγάλο Χρονικό τού Ψευδο-Φραντζή:
Και το έτος 6934 (1425), τον μήνα Αύγουστο, η δέσποινα κυρά Σοφία έφυγε και επέστρεψε στην πατρίδα της, επειδή ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης, ο άνδρας της, δεν έδειχνε αγάπη και στοργή γι' αυτήν και δεν υπήρχε ειρήνη μεταξύ τους, επειδή ο αυτοκράτορας προτιμούσε άλλες γυναίκες, καθώς η κυρά Σοφία δεν ήταν προικισμένη με ομορφιά από τη φύση.
{Καί τῷ λδ-ῳ ἔτει, μηνί Αὐγούστῳ, ἡ δέσποινα κυρά Σοφία φυγοῦσα διέβη εἰς τήν ἑαυτῆς πατρίδα, δι' αἰτίαν ὅτι ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης, ὁ ἀνήρ αὐτῆς οὐκ εἶχε τοσούτην εὔνοιαν καί ἀγάπην πρός αὐτήν καί εἰρήνη ἀνά αὐτῶν οὐ διέκειτο, διά τό ἐρᾶσθαι τόν βασιλέα ἑτέραις γυναιξίν, ἕνεκα οὐκ ἦν ἡ δέσποινα ἐκ φύσεως ἐστολισμένη ὡραιότητα.)
- [←13]
-
[Σφραντζῆς 5.1] Ἐν δέ τῷ χειμῶνι τοῦ αὐτοῦ δή ἔτους θανατικοῦ γενομένου ἐν τῇ Μαύρῃ Θαλάσσῃ καί φαμελικῶς εὑρισκομένων εἰς κάστρον ἓν τῶν ἐκεῖσε κεφαλατεύοντες ὁ γαμβρός μου Γρηγόριος ὁ Παλαιολόγος ὁ Μαμωνᾶς, ἀνήρ ἄριστος υἱός μεγάλου δουκός τοῦ Μαρωνᾶ καί αὐθέντη ποτέ τῆς Μονεμβασίας καί τῶν περί αὐτήν· ἔτι δέ καί ἡ ἀδελφή μου καί γυνή αὐτοῦ καί παιδί ἓν αὐτῶν θῆλυ, ἀπέθανε πρῶτον τό παιδί καί εἰς ζʹ ἡμέρας τοῦ παιδός ὁ πατήρ αὐτοῦ καί εἰς ἑπτά ἡμέρας τοῦ πατρός ἡ μήτηρ αὐτοῦ, ἔτι δέ καί ἓξ τῶν ὑποχειρίων αὐτῶν, ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν, ἐναπολειφθέντων δέ δύο καί μόνον τῶν αὐτῶν. Ἐλθόντες ἐν τῇ Πόλει εἶπον ἐν μιᾷ φωνῇ ταῦτα τούς ἀθλίους μου γενέτας, οἳ καί ἀλλοτρόπως ἀπέθανον ἀκούσαντες τοῦτο, εἰ καί οὐκ ἀπέθανον ὡς τελέως ἀπό τούτου, μετέπειτα καί ἀσθενῶς· ὅπερ ἦν καί αἴτιον τοῦ μή ἐλθεῖν τόν γενήσαντά με εἰς τόν Μορέαν μετά τοῦ αὐθεντοπούλου κύρ Θωμᾶ εἰς τάξιν τατᾶ αὐτοῦ, καί ἐμοῦ μετ' αὐτοῦ εἰς ὑπηρεσίαν ἐπιτραπεζίου καί κελλιώτου αὐτοῦ, ὡς ὡρίσθημεν παρά τοῦ ἁγίου βασιλέως, τοῦ πατρός τοῦ ῥηθέντος αὐθεντοπούλου· καί ἡτοιμαζόμεθα, καί ἀπό τοῦ ὅτι ὁ μέν ἐμοῦ πρῶτος ἀδελφός ἦν εἰς τόν Μορέαν μετά τοῦ βασιλέως. Ὁ δέ μετ' ἐμέ ἕτερος, ὡς ἐπῆλθεν ὁ θάνατος τοῦ ἀδελφοῦ, ἀφείς καί πατέρα καί μητέρα καί ἀδελφούς, εἰς τήν τοῦ Χαρσιανίτου λεγομένην μονήν, ἐν ᾗ ἦν καί ὁ κατ' ἀλήθειαν διδάσκαλος κύρ Ἰωσήφ, γέγονε καλόγερος. [5.2] Τοῦ δ' αὐτοῦ θανατικοῦ γενομένου περί τό ἔαρ καί τό θέρος καί εἰς τήν Πόλιν, ἐν μηνί Αὐγούστῳ ἀπέθανε καί ἡ δέσποινα κυρά Ἄννα ἡ ἀπό τῆς Ῥωσσίας λοιμώθει νόσῳ καί ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Λιβός μονῇ.
- [←14]
-
Δηλαδή τον μήνα Σεπτέμβριο.
- [←15]
-
[Σφραντζῆς 6.1] Καί εἰς τάς ἀρχάς τοῦ κϛ-ου ἔτους ἐστάλη καί εἰς τόν Μορέαν παρά τοῦ ἁγίου βασιλέως καί πατρός αὐτοῦ καί ὁ αὐθεντόπουλος κύρ Θωμᾶς· ἐν ᾧ δή χρόνῳ ἐπανέστρεψεν εἰς τήν Πόλιν καί ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης. Καί ἐμέ ὁ βασιλεύς ὁ ἅγιος καί πατήρ αὐτοῦ εἰς τό κελλίον αὑτοῦ προσηγάγετο Μαρτίῳ ιζ-ῃ, ὑπάρχοντός μου χρόνων ιϚϚʹʹ, ἐκείνου δέ τοῦ ἁγίου ξθϚʹʹ. [6.2] Καί τῷ κζ-ῳ ἔτει ἐν μηνί Νοεμβρίῳ ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν καί ἡ δέσποινα κυρά Σοφία, ἡ τοῦ Μόντες Φεράντες μαρκεσίου θυγάτηρ. Καί τῇ ιθ-ῃ τοῦ Ἰαννουαρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους εὐλογήθη αὐτήν καί ἐστέφθη καί βασιλεύς ὁ κύρ Ἰωάννης ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ· ἐν ᾗ δέ στέψει ἐγεγόνει ὄντως ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων.
- [←16]
-
Το αξίωμα τού πρωτοστράτορος ήταν σημαντικό στη βυζαντινή αυλή, καθώς ο κάτοχός του ήταν ο αρχηγός του ιππικού.
- [←17]
-
[Σφραντζῆς 7.1] Καί τῷ κη-ῳ ἔτει ἦλθεν ὁ ἀμηρᾶς ὁ καί Κυρίτζης καί Μεχεμέτης, ἵνα ἀπό τῆς Πόλεως περάσῃ εἰς τήν Ἀνατολήν· καί προμαθόντες ὡς ἐν μυστηρίῳ ἀπό τῶν ἐκείνου, ὅτι ὑπάγει, ἵνα τά τῆς Ἀνατολῆς διορθώσῃ, καί, ὡσάν ἐπιστρέψῃ, ἔχει σκοπόν καί μελέτην ἐλθεῖν κατά τῆς Πόλεως, πάντες οἱ τοῦ βασιλέως τοῦ ἁγίου ἐμπιστευθέντες τό μυστήριον, ἄρχοντες καί τῶν ἱερωμένων παρώτρυνον καί ἐβουλεύοντο τῷ ἁγίῳ βασιλεῖ, ἵνα πιάσῃ αὐτόν. Ἐκεῖνος δέ οὐ κατεπείσθη ποτέ, λέγων. Οὐκ ἀθετῶ τόν ὅρκον, ὃν πρός ἐκεῖνον ἐποιησάμην, ἂν ἐβεβαιούμην καί ἔτι, ὅτι, καί ἂν ἔλθῃ, μέλλει αἰχμαλωτεύσειν ἡμᾶς· εἰ δέ πάλιν ἐκεῖνος ἀθετήσῃ τούς ὅρκους του, ἀπέμεινεν εἰς τόν θεόν τόν πολλά πλεῖον δυνάμενον ἐκείνου. [7.2] Διά ταύτην δή τήν αἰτίαν οὐδέ τινα τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἔστειλεν εἰς συνάντησιν αὐτοῦ δή τοῦ ἀσεβοῦς, ἀλλά μόνους τόν ἄριστον ἄνδρα Δημήτριον τόν Λεοντάριν, Ἰσάκιον τόν Ἀσάνην καί Μανουήλ πρωτοστράτορα τόν Καντακουζηνόν μετά πολλῶν ἀρχοντοπούλων καί στρατιωτῶν καί δώρων· οἳ καί συνήντησαν αὐτῷ περί τά Κουτουλοῦ καί ἦλθον μετ' ἐκείνου ἕως εἰς τό Διπλοκιόνιον, ὅλην δηλονότι τήν ὁδόν ὁμιλῶν μετά τοῦ Λεοντάρι. [7.3] Ἐκεῖσε δέ εἰς τό Διπλοκιόνιον εὑρεθέντες καί ὁ βασιλεύς ὁ ἅγιος καί οἱ υἱοί αὐτοῦ μετά ἑνός κατέργου, ἵνα περάσῃ ἐκεῖνον, καί ἐμβάς εἰς αὐτό, εἰς τήν θάλασσαν μέσον ἐχαιρετήθησαν πρός ἀλλήλους ἀπό τά κάτεργα καί ὁμιλοῦντες ἀπῆλθον μέχρι εἰς τόν πέρα τόπον τῆς Ἀνατολῆς, ὅπερ νῦν Σκουτάριον ὀνομάζεται, πρότερον δέ Χρυσόπολις. Καί ἐκεῖνος μέν ἐξελθών ἀπό τοῦ κατέργου ἀνέβη εἰς τένδας, ἃς αὐτῷ προητοίμασαν. Οἱ δέ βασιλεῖς μετά τῶν κατέργων τρώγοντες καί πίνοντες καί ἀποστολάς τροφίμους πρός ἀλλήλους ἀποστέλλοντες, περί τόν ἑσπερινόν ἐκεῖνος μέν καβαλικεύσας ἀπῆλθε τήν ὁδόν τήν περί τήν Νικομήδειαν φέρουσαν, οἱ δέ βασιλεῖς ἐπανέστρεψαν οἴκαδε.
- [←18]
-
[Σφραντζῆς 7.4] Τό δέ ἔαρ τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπαναστρέψαντος εἰς τήν Δύσιν διά τῆς ὁδοῦ τῆς Καλλιπόλεως, ἀπῆλθεν εἰς τήν Ἀνδριανούπολιν. Ὁ δέ ἅγιος βασιλεύς ἑτοιμάσας τόν Λεοντάριν Δημήτριον ἔστειλε πρός ἐκεῖνον, ἵνα καί περί τῶν προμελετωμένων μάθῃ καί προμηνύσῃ καί ἐκεῖνον ἐλέγξῃ διά τῆς καλῆς ἀγάπης καί τιμῆς, ἧς πρός ἐκεῖνον ἐπεδείξαντο, καί διά τοῦ περάματος καί διά τοῦ τοιούτου ἀποκρισιαρίου, τοῦ προσώπου λέγω καί τῶν δώρων, ὧν προσεκόμιζεν. Εἶδεν οὖν αὐτόν ὁ ἀμηρᾶς μετά τιμῆς καί ἀγάπης ὅτι πλείστης καί τέλος εἶπε πρός αὐτόν· «Ἔχω ἡμέρας, ὅτι οὐχ ὑγιῶς ἔχω·ἀμή θέλω γενεῖν καλά καί θέλομεν φάγειν καί πιεῖν ὁμοῦ καί ὁμιλήσειν». Ἐκεῖνος δέ μετά τρεῖς ἡμέρας ἀπέθανε.
- [←19]
-
Κατά παράδοση ο θάνατος ενός σουλτάνου κρατιόταν μυστικός, μέχρι να ειδοποιηθεί ο διάδοχός του και να αποκτήσει σταθερό έλεγχο του κράτους. Οι πληροφορίες του Σφραντζή σχετικά με τον θάνατο του Mεχμέτ Α’ επιβεβαιώνονται από τον Δούκα, ο οποίος προσθέτει επίσης ότι τον θάνατο γνώριζαν τέσσερις αξιωματούχοι της αυλής επί σαράντα ημέρες. Ο Δούκας δικαιολογεί αυτή τη μυστικότητα [κεφ. 22.1], επισημαίνοντας ότι έτσι αποφεύγονταν εσωτερικές συγκρούσεις, εξεγέρσεις του στρατού και επιθέσεις από άλλους Τούρκους αρχηγούς στην Ανατολία.
- [←20]
-
Ψαλμός 29.6: τό ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί εἰς τό πρωΐ ἀγαλλίασις.
- [←21]
-
[Σφραντζῆς 8.1] Καί τόν μέν Λεοντάριν τό τυχόν οὐκ ἐποίησαν, ἀλλ' ἦν εἰς τήν κατούναν αὑτοῦ, καί τάχα θαυμάζων, πῶς οὐδέν παρακαλεῖται αὐτόν ὁ αὐθέντης, ἵνα καί τάς δουλείας αὐτοῦ ἀκούσῃ. Τούτου μαθόντος τόν θάνατον αὐτοῦ κατ' αὐτήν δή σχεδόν τήν ὥραν, ἐπειδή δέ τάς στράτας ἔκλεισαν κρυφίως τάς φερούσας εἰς τήν Πόλιν, καί πολλούς γραμματοκομιστάς ἀποστείλας ὁ Λεοντάρις, οὐδέν τούς ἀφῆκαν νά διέλθουν. Καί ἡμέραι παρῆλθον, ἰδού ἀπό τούτου τό κατά τῆς Πόλεως ἀπεκαλύφθη μυστήριον· καί θροῦς μέγας ἐγένετο καί βουλή καί μελέτη· καί πολλούς ἐλέγχους ὁ ἅγιος ἔλαβε βασιλεύς παρά τῶν βουλευόντων, ἵνα πιάσῃ αὐτόν, εἰς τήν μονήν τῆς Περιβλέπτου δι' αἰτίαν θανατικοῦ εὑρισκομένου. [8.2] Μόλις οὖν ποτέ δι' ἄλλης ὁδοῦ τῆς εἰς Μεσέμβριαν ἀπαγούσης στείλας ὁ Λεοντάρις ἄνθρωπον καί ἀπ' ἐκεῖ διά θαλάσσης ἐλθόντος, ἔφερε γραφήν, ὅτι ὁ ἀμηρᾶς ἀπέθανε· καί ἐγένετο τοῦτο δή τό « εσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμός καί εἰς τό πρωῒ ἀγαλλίασις.
- [←22]
-
[Σφραντζῆς 8.3] Καί ἰδού ἔπεσον εἰς ἑτέραν φροντίδα καί βουλήν καί μελέτην, πότερον νά ἔχωσι τόν υἱόν αὐτοῦ τόν Μουράτην ἀγάπην καί νά παραχωρήσωσιν εἶναι αὐτόν αὐθέντην, ὡς καί τά ὁρκωμοτικά αὐτῶν διελάμβανον, ἢ νά φέρωσι τόν Μουσταφᾶν ἀπό τοῦ Μυζηθρᾶ καί ποιήσωσιν αὐτόν αὐθέντην εἰς τήν Δύσιν καί ὁ Μουράτης ἔνι εἰς τήν Ἀνατολήν αὐθέντης. Τοῦ μέν ἁγίου βασιλέως καί πατρός τό πρῶτον βουλευομένου καί κρίνοντος δίκαιον ἐκ πολλῶν αἰτιῶν, τοῦ δέ υἱοῦ αὐτοῦ καί τοῦ Καντακουζηνοῦ Δημητρίου, ὅτι νά ποιήσουν τό δεύτερον, καί ὅτι δίδῃ τους καί τήν Καλλίπολιν, μόλις δέ ποτε οἱονεί ὡς κατά παραχώρησιν δέδωκεν ἐξουσίαν ὁ ἅγιος βασιλεύς τῷ υἱῷ αὑτοῦ· Ὡς θέλεις, ἐπειπών, ποίησον· ἐγώ γάρ εἰμι, υἱέ μου, καί γέρων καί ἀσθενής καί ἐγγύς τοῦ θανάτου, τήν δέ βασιλείαν καί τά αὐτῆς δέδωκα πρός σέ καί ποίησον, ὡς θέλεις.
- [←23]
-
Κυριολεκτικά «μπέης των μπέηδων», τουρκικός στρατιωτικός τίτλος.
- [←24]
-
[Σφραντζῆς 9.1] Καί ἐν μηνί Σεπτεβρίῳ τοῦ κθ-ου ἔτους μετά κατέργων ἀπελθόντος εἰς τήν Καλλίπολιν τοῦ βασιλέως κύρ Ἰωάννου, ἀμηρᾶν τόν Μουσταφᾶν φέρων ἀπό τοῦ Μορέως αὐθέντην ἐξέβαλεν εἰς τήν Δύσιν· καί ἡ Καλλίπολις αὐτόν προσεκύνησε καί μετά τινας ἡμέρας ζητηθεῖσα παρά τοῦ βασιλέως, τάχα κατά τάς ὑποσχέσεις, ἀπεκρίνατο· πάντες οἱ Τοῦρκοι λέγουσιν, ὅτι ἡ πίστις ἡμῶν ἡ Καλλίπολις ἔνι, καί οὐδέν ἐμπορεῖ νά τήν δώσωμεν, πολλά τοῦ Μουράτη ἀπό τήν Ἀνατολήν δι' ἀποκρισιαρίων δεομένου καί τάσσοντος. [9.2] Περί δέ τάς ἀρχάς τοῦ χειμῶνος τοῦ αὐτοῦ ἔτους περάσαντος τοῦ Παϊζήτη ἀπό τό ἐπάνω Στενόν εἰς τήν Δύσιν, ἀνδρός χρησίμου, μπεηλαρμπεῒ καί βιζίρου ὄντος τοῦ πατρός τοῦ Μουράτη καί τήν Ἄγκυραν ἔχον τος κεφαλατίκιον, εἰς τό ἂν δυνηθῇ νά κρατήσῃ εἰς τήν ἐξουσίαν τοῦ Μουράτη τήν Δύσιν δηλονότι. Καί τοῦ Μουσταφᾶ πάλιν ἀπελθόντος ἀπό τήν Καλλίπολιν εἰς τό νά κυριεύσῃ αὐτοῦ, εἰς τό περί τήν Ἀνδριανούπολιν ἐπίασεν αὐτόν δή τόν Παϊαζήτην καί τόν ἐσκότωσε καί τήν εἰς τήν Δύσιν πᾶσαν ἀρχήν τῶν ἀσεβῶν ἐκυρίευσεν. [9.3] Καί πάλιν ἐπιστρέψας ὁ Μουσταφᾶς εἰς τήν Καλλίπολιν τῷ αὐτῷ ἔτει ἐπέρασεν εἰς τήν Ἀνατολήν κατά τοῦ ἀνεψιοῦ αὐτοῦ Μουράτη εἰς τήν Προῦσαν εὑρισκομένου· καί ἡττηθείς ἐπανέστρεψεν εἰς τήν Δύσιν. [9.4] Καί τό θέρος τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπέρασε καί αὐτός δή ὁ Μουράτης μετά γενουϊτικῶν καραβίων καί διώξας τόν θεῖον αὐτοῦ ἔφθασε καί ἐσκότωσε περί τάς ἀρχάς τοῦ λ-οῦ ἔτους.
- [←25]
-
[Σφραντζῆς 10.1] Καί τῇ η-ῃ τοῦ Ἰουνίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἔστειλε καί ἀπέκλεισε τήν Πόλιν διά τοῦ Μιχάλμπεη καί τῇ ιε-ῃ τοῦ αὐτοῦ ἦλθε καί ὁ Μουράτης καί αὐθέντης αὐτοῦ καί ἐπολιόρκει τήν πόλιν, φέρων μετ' αὐτοῦ καί δεσμίους τούς ἀποκρισιαρίους, οὓς προαπέστειλαν εἰς ἐκεῖνον διά κατάστασιν ἀγάπης Δημήτριον τόν Καντακουζηνόν καί Ματθαῖον τόν Λάσκαριν καί τόν γραμματικόν Ἄγγελον τόν Φιλομμάτην. [10.2] Καί τῇ κβ-ᾳ τοῦ Αὐγούστου μηνός ἐπολέμησεν αὐτήν δή τήν πόλιν καθολικόν πόλεμον. Καί τῇ ϛ-ῃ τοῦ Σεπτεβρίου μηνός τοῦ λα-ου ἔτους ἀπῆλθεν ἄπρακτος ἀπό τῆς Πόλεως βοηθείᾳ θεοῦ.
- [←26]
-
[Σφραντζῆς 11.1] Καί τῇ λ-ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός ἦλθεν ὁ Μουσταφόπουλος καί ἀδελφός αὐτοῦ δή τοῦ Μουράτη καί ἐπέρασεν εἰς τήν Πόλιν καί ἔπεσεν ἔξω εἰς τόν αὐθεντικόν περίβολον· καί ἐπί τήν αὔριον τῇ α-ῃ Ὀκτωβρίου ἦλθεν εἰς προσκύνησιν τῶν βασιλέων. [11.2] Καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μετά τόν ἄριστον ἐγένετο τό τῆς ἡμιπληξίας νόσημα τῷ ἁγίῳ βασιλεῖ κύρ Μανουήλ, ὃν ἰδόντες οἱ ἀπό τῆς Ἀνατολῆς μετά τοῦ Μουσταφοπούλου Τοῦρκοι καί θαυμάσαντες καί ἀπ' αὐτῆς μόνης τῆς θεωρίας αὐτοῦ μετά θαύματος ἔλεγον, ὅτι τόν τῆς πίστεως αὐτῶν ἀρχηγόν Μαχούμετ ὁμοιάζει, ὡς καί ὅ ποτε Παϊαζήτης καί ἐχθρός αὐτοῦ περί αὐτοῦ εἴρηκεν, ὅτι τόν βασιλέα καί ὁποῦ οὐδέν ἐγνωρίζει αὐτόν καί ἀπό μόνης τῆς αὐτοῦ θεωρίας θέλει εἰπεῖν, ὅτι αὐτός τυχένει νά ἔνι βασιλεύς. [11.3] Ὁ δέ Μουσταφόπουλος πλημμελήσας καί πλείους ἡμέρας εἰς τήν Πόλιν ἀπό τό συμβάν εἰς τόν βασιλέα τόν ἅγιον, τέλος ἀπῆλθε μέχρι καί τῆς Σηλυμβρίας καί μικρόν διατρίψας ἐπανέστρεψεν εἰς τήν Πόλιν καί περάσας ἀπῆλθεν εἰς τήν Προῦσαν. Τό δέ ἔαρ· πάλιν τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπέρασε καί ὁ ἀδελφός αὐτοῦ κατ' αὐτοῦ εἰς τήν Ἀνατολήν καί ἐσκότωσεν αὐτόν προδοσίᾳ τῶν ἰδίων αὐτοῦ.
- [←27]
-
Η παρουσία Αλβανών στον Μοριά εκείνη την εποχή μπορεί να αποδοθεί στην προέλαση των Τούρκων στη Θεσσαλία, η οποία ανάγκασε τους Αλβανούς να κινηθούν προς νότο. Η αλβανική εισβολή, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ήταν ειρηνική διείσδυση στην ελληνική ηπειρωτική χώρα, φαίνεται να ξεκίνησε το 1300 περίπου και να διευκολύνθηκε από τη σερβική κατάκτηση της Θεσσαλίας στα μέσα του 14ου αιώνα. Μέχρι το 1400 οι Αλβανοί είχαν διεισδύσει στην Αττική και τον Μοριά και είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται μέσω Αρκαδίας, Ηλείας, Αχαΐας, Αργολίδας και Μεσσηνίας. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ήσαν αρκετοί για να επιχειρήσουν εξέγερση ενάντια στους δεσπότες του Μοριά, αλλά η εξέγερσή τους συνετρίβη με τουρκική βοήθεια. Αλβανοί έποικοι συνέχισαν να μεταναστεύουν στην Ελλάδα καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
- [←28]
-
Η Ελένη Δραγάση-Παλαιολογίνα (περ. 1372-1450), σύζυγος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και μητέρα των δύο τελευταίων αυτοκρατόρων, τού Ιωάννη Η΄ και τού Κωνσταντίνου ΙΑ΄, ήταν κόρη τού Σέρβου δεσπότη Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς (1355-1395) και αγνώστου ονόματος ευγενούς Ιλλυρικής καταγωγής από τη Δαλματία. Μητέρα τού Μουράτ [Β'] ήταν η Εμινέ Χατούν (1389-1449), τρίτη σύζυγος τού σουλτάνου Μεχμέτ Α΄ και γιαγιά τού σουλτάνου Μεχμέτ Β΄ Πορθητή. Ήταν κόρη τού Νασρ αλ Ντιν Μεχμέτ Μπέη, πέμπτου εμίρη τού εμιράτου Ντουλκαντίρ (βασ. 1399-1442) στη σημερινή νοτιοανατολική Τουρκία, και τής Χαντίτζα Χατούν. Επομἐνως δεν προκύπτει η κατά Σφραντζή συγγένεια μεταξύ τής αυτοκράτειρας Ελένης και τής μητέρας τού σουλτάνου Μουράτ Β’.
- [←29]
-
[Σφραντζῆς 12.1] Καί τόν Μάϊον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐχάλασε καί ὁ Τουραχάνης τό Ἑξαμίλιον εἰς τόν Μορέαν καί πολλούς τῶν Ἀλβανιτῶν ἐσκότωσεν. [12.2] Καί τό θέρος τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἔφυγεν ὁ αὐθεντόπουλος κύρ Δημήτριος μετά Ἰλαρίωνος Ντώρια καί Γιούργη Ἰζαούλ καί γαμβροῦ αὐτοῦ δή τοῦ Ντώρια καί ἀπῆλθον εἰς τόν Γαλατᾶν, ἵνα ὑπάγωσιν εἰς τούς Τούρκους, εἰ καί οὐκ ἀπῆλθον, ἀλλ' εἰς τήν Οὐγγαρίαν. [12.3] Καί τῇ ιε-ῃ τοῦ Νοεμβρίου τοῦ λβ-ου ἔτους διέβη ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης εἰς τήν Ἰταλίαν καί Οὐγγαρίαν, ποήσας δεσπότην τόν ἀδελφόν αὑτοῦ τόν αὐθεντόπουλον κύρ Κωνσταντῖνον καί καταλείψας αὐτόν εἰς τήν Πόλιν ἀντ' αὐτοῦ. [12.4] Τῇ δέ κβ-ᾳ τοῦ Φευρουαρίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐποιήσαμεν ὁρκωμοτικά ἀγάπην μετά τοῦ ἀμηρᾶ τοῦ Μουράτη ἀποκρισιρίων ἀπελθόντων Λουκᾶ τοῦ Νοταρᾶ τοῦ γεγονότος ὕστερον καί μεγάλου δουκός, τοῦ Μελαχρηνοῦ Μανουήλ καί ἐμοῦ δι' αἰτίας ταύτας, ὅτι ὁ μέν Μελαχρηνός προαπῆλθεν εἰς τόν ἀμηρᾶν καί ἐγνώρισεν, ὅτι θέλει γενέσθαι τήν ἀγάπην· ὁ δέ Νοταρᾶς, ἴνα τελέσῃ αὐτήν καλῶς κατά τό δυνατόν ὡς χρήσιμος καί καλός· ἐγώ δέ ὡς ἀπό τήν ἁγίαν δέσποιναν συγγενίδα αὐτοῦ δή τοῦ ἀμηρᾶ ἀπό τήν μάναν του καί ὅτι, ἂν δεήσῃ, νά γράψω καί δι' ὑφειλτῶν εἴς τε τόν ἅγιον βασιλέα καί εἰς τόν υἱόν αὐτοῦ τόν βασιλέα εἰς τήν Οὐγγαρίαν εὑρισκόμενον.
- [←30]
-
Κελλία: Τώρα ρουμανική πόλη στο Δέλτα τού Δούναβη, η Chilia Veche (Παλαιά Κελλία). Στην απέναντι όχθη βρίσκεται ομώ-νυμη σύγχρονη ουκρανική πόλη, η Κιλίγια (Кілія).
- [←31]
-
Ῥουχάριος: Το άτομο που φρόντιζε το βεστιάριο (γκαρνταρόμπα) τού αυτοκράτορα.
- [←32]
-
Καβάδι: Μακρύ ένδυμα.
- [←33]
-
Χαμουχᾶς: Εξωτερικό ένδυμα από πολυτελές μεταξωτό ύφασμα.
- [←34]
-
Σεντούκι: Ξύλινο μπαούλο.
- [←35]
-
[Σφραντζῆς 13.1] Καί εἰς τό τέλος τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός τοῦ λγ- ου ἔτους ἐπανῆλθε καί εἰς τήν Πόλιν ἀπό τοῦ μέρους τοῦ εἰς τόν Δανούβιον ποταμόν Κελλίου ὀνομαζομένου ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης, ἀπελθόντων κατέργων ἀπό τῆς Πόλεως ἐκεῖσε. [13.2] Προέπεμψε γάρ ἀπό τήν Οὐγγαρίαν ἄνθρωπον ἀλλόγλωσσον καί ἀλλογενῆ, τοῦ ἐλθεῖν διά τῆς στερεᾶς μετά πιττακίου ὑφειλτοῦ. Οὗπερ ἐλθόν τος ἐζήτει νά ἴδῃ τόν βασιλέα, ὅτι ἔχει τι τῶν ἀναγκαίων. Τοῦτο πῶς ἤθελε γενεῖν, ἄνθρωπος τοιοῦτος νά ἴδῃ βασιλέα ἀσθενῆ, κατάκοιτος γάρ ἦν, καί μόνος πρός μόνον; Πολλῶν οὖν λόγων δαπανηθέντων, τέλος ἐστάλησαν πρός τόν ἄνθρωπον δύο τῶν κελλιωτῶν καί συντρόφων μου καί εἶπον τῷ ἀνθρώπῳ· Ἢ τῷ παρόντι εἰπέ τό θέλεις, δείξαντες ἐμέ, ἢ ἄπελθε, ἔνθα θέλεις. [13.3] Τότε παραλαβών με ἰδίως, δέδωκέ μοι χαρτί τό ὑφειλτόν καί ἐδήλωσέ μοι καί ὅθεν καί ὁπότε ἐξῆλθεν. Ὡς διώρθωσα τό ὑφειλτόν καί ἀπῆλθον ἀναγνῶναι τοῦτο, ἀνέφερον, ὅτι ζητῶ εὐεργεσίαν, ἐπεί χαριέντα μέλλει ἀναφέρειν, ἐκεῖσε καί τῆς ἁγίας δεσποίνης καθεζομένης καί τῆς νύμφης αὐτῆς, τοῦ δεσπότου λείποντος εἰς τό κυνήγιον. Καί ἀναγνούς τό χαρτί, ὅτι καί ὑγιαίνει καί ἀπέρχεται καλῶς καί εἰς τά περί τήν Μεγάλην Βλαχίαν καί νά ἀπέλθωσιν εἰς τό Κελλίν ὀνομαζόμενον τόπον κάτεργα, ἵνα ἐπάρωσι καί φέρωσιν αὐτόν, ἐχάρησαν μεγάλως. [13.4] Καί μετά μικρόν ὁρίζει ὁ ἅγιος βασιλεύς πρός τόν ῥοχάριν αὐτοῦ· Δός πρός τόν Σφραντζῆν τό καβάδι, τόν μολυβόν χαμουχᾶν, τόν μετά βαρεοκοιλίας ἐνδεδυμένον· καί ἂς ἔχῃ καί τό σεντοῦκιν, ὅπερ μοι ἐζήτησεν. Ἦν γάρ εἰς τάς χεῖράς μου σεντοῦκιν κάλλιστον καί μέγα, ἔχον πολλά καί καλά εἴδη, ἅπερ διεδόθησαν τά μέν τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ, τά δέ ὑπέρ τῆς ἁγίας ψυχῆς αὐτοῦ. Καί τέλος ἐζήτησα ἐγώ τό σεντοῦκιν καί ὥρισέ μοι, ὅτι αὐτό ἦτον τοῦ αὐθεντός μου, τοῦ βασιλέως τοῦ πατρός μου, καί εἶχα ἐν αὐτῷ μετά τῆς εὐχῆς ἐκείνου πολλά καί καλά καί πολλῷ πλείω τῶν ὧν εἶδες, καί θέλω πάλιν νά τό δώσω καί ἐγώ πρός τόν βασιλέα τόν υἱόν μου, ἵνα ἐν αὐτῷ ἔχῃ καί ἐκεῖνος μετά τῆς εὐχῆς μου τά ἑαυτοῦ. Τότε δέ πάλιν ὥρισεν, ἵνα τό ἔχω· καί εἶχον αὐτό μετά τῆς ἁγίας εὐχῆς ἐκείνου γεμάτον ἀπό πάντων τῶν χρησίμων καί τιμίων τοῦ βίου τούτου τοῦ ματαίου. Ἡ δέ ἁγία δέσποινα ὁρίζει καί φέρουσί με χαμουχᾶν καλόν προύσινον, ἡ δέ νέα δέσποινα μηνύει με, ὅτι τό δεῖνά μου ῥοῦχον, ὅταν μέλλῃ λαβεῖν γυναῖκα, θέλει εἶσθεν ἐκείνης.
- [←36]
-
Διά θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος: Είσοδος ενός λαϊκού στην τάξη των μοναχών.
- [←37]
-
[Σφραντζῆς 14.1] Τῇ δέ κα- ῃ τοῦ Ἰουλίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους τέθνηκεν ὁ ἐν μακαρίᾳ τῃ λήξει γενόμενος ἀοίδιμος καί εὐσεβής βασιλεύς κύρ Μανουήλ, ὁ διά θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείς πρό ἡμερῶν δύο Ματθαῖος μοναχός· καί ἐτάφη τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐν τῇ σεβασμίᾳ βασιλικῇ καί περικαλλεῖ μονῇ τοῦ Παντοκράτορος μετά πένθους καί συνδρομῆς, οἵας οὐ γέγονε πώποτε εἴς τινα τῶν ἄλλων. Ἦσαν δέ πᾶσαι αἱ τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἡμέραι ἔτη οζʹ καί ἡμέραι κεʹ. [14.2] Καί τῷ λδ- ῳ ἔτει μηνί Αὐγούστῳ διέβη φυγοῦσα εἰς τήν αὑτῆς πατρίδα ἡ δέσποινα κυρά Σοφία. [14.3] Καί τῷ λε- ῳ ἔτει τοῦ Αὐγούστου κθ- ῃ ἔφερον μετά κατέργων ἀπό τήν Τραπεζοῦντα κυράν Μαρίαν τήν Κομνενήν, θυγατέρα κυροῦ Ἀλεξίου βασιλέως Τραπεζοῦντος τοῦ Κομνηνοῦ. [14.4] Καί τῷ λ- ῳ ἔτει μηνί Σεπτεβρίῳ εὐλογήθη αὐτήν ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης.
- [←38]
-
Ο Σφραντζής είχε γίνει προσωπικός υπηρέτης τού Μανουήλ.
- [←39]
-
[Σφραντζῆς 15.1] Καί τῷ αὐτῷ ἔτει μηνί Νοεμβρίῳ ἐξῆλθεν αὐτός δή ὁ βασιλεύς ἀπό τῆς Πόλεως καί ἀπῆλθεν εἰς τόν Μορέαν τῇ κϛ-ῃ Δεκεμβρίου μετά καί τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τοῦ δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου, διά τό βούλεσθαι γενέσθαι τόν ἀδελφόν αὐτῶν τόν δεσπότην κύρ Θεόδωρον καλόγερον, καί ὁ κύρ Κωνσταντῖνος ἐναπομείνῃ αὐθέντης τοῦ Μορέως, εἰ καί μετεμελήθη καί οὐκ ἐγένετο. [15.2] Μεθ' ὧν καί ἐγώ ἀρχῇ εἰς τόν Μορέαν ἦλθον, εἰς τήν τοῦ βασιλέως μέν δουλοσύνην ὑπάρχων, εἰς δέ τήν τοῦ δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου ἀποβλέπων ἐξ αἰτίας τοιαύτης· τοῦ γάρ ἀοιδίμου καί μακαρίτου πατρός αὐτῶν ἐγγίζοντος πρός τό ἀποθανεῖν, ὥρισέ μοι καί ἔγραψα ἰδίως, οὐχί διαθήκην αὐτοῦ, οὐ γάρ διατίθενται οἱ βασιλεῖς, ἀλλά προστάττουσιν, ὅτι νά ἔχῃ εἷς ἕκαστος τῶν υἱῶν αὐτοῦ ὁ μέν τόδε, ὁ δέ τόδε ἀπό τῶν ἰδίων αὐτοῦ ἀξιολόγων εἰδῶν· καί τό λοιπόν τοῦ βίου αὐτοῦ ἵνα μερισθῇ εἰς τέσσαρα μεριδικά· εἰς παραστάσιμα καί λειτουργίας ὑπέρ αὐτοῦ κατεπέκεινα τῶν συνήθων, ὧν πολυτελῶς καί καλῶς ἐτελέσθησαν παρά τῶν αὐτοῦ καί τῶν εἰσοδημάτων τῆς βασιλείας, εἰς τούς πτωχούς, εἰς τούς ἰατρούς καί εἰς τούς αὐτοῦ κελλιώτας· ἐπίτροποι δέ νά ὦσιν ὁ πνευματικός αὐτοῦ ὁ εἰς τῶν Ξανθοπούλων Μακάριος ὁ ἐξ Ἰουδαίων, ὁ διδάσκαλος Ἰωσήφ ὁ εἰς τοῦ Χαρσιανίτου, καί ἐγώ. [15.3] Καί ἀναγνωσθείσης ταύτης δή τῆς προστάξεως παρ' ἐμοῦ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καί τῆς ἁγίας δεσποίνης καί τοῦ βασιλέως καί υἱοῦ αὐτῶν καί μόνων, τέλος ὥρισε πρός τόν υἱόν αὑτοῦ· Ὑιέ μου, ἤκουσας τό σᾶς προστάττω διά τούς ἰδίους μου, ὁποῦ με λατρεύουσιν· ἔγραφε γάρ οἱ δέ κελλιῶταί μου, οἴτινες ἐδούλευσαν μοι καλῶς καί εὐνοικῶς διάκεινται καί δουλικῶς, ὡς ἔνι εἰκῶς, εἰς ἐμέ, ἂς ἔχωσι παρά πάντων ὑμῶν τῶν υἱῶν μου ἀγάπην τε καί ἀναδοχήν καί προμήθειαν κατά τό ἀναλογοῦν ἑνί ἑκάστῳ. [15.4] Ἰδίως δέ πάλιν λέγω σοι διά τοῦτον δή τόν Σφραντζῆν, ὅτι ἐδούλευσέ μοι καλῶς καί ἐθεράπευσέ μοι εἰς τά τῆς ψυχῆς μου καί τοῦ σώματος· καί νῦν εἰς τά τῆς ἀσθενείας μου πλέον τῶν ἄλλων μοι θεραπεύει· θαῤῥῶ, ὅτι καί τά ὑπέρ τῆς ψυχῆς μου μετά θάνατον καλῶς τά θέλει ἐξοικονομήσει. Ἡ νεότης οὖν αὐτοῦ καί τό γῆρας τό ἐμόν οὐδέν ἀφῆκαν, ἵνα τι γένηται πρός αὐτόν ἀντάξιον τῆς ἀγάπης καί δουλοσύνης αὐτοῦ. Ἀφίημι δέ αὐτόν εἰς σέ καί νά ἔχῃς τήν εὐχήν μου, τό ἐτύχενεν ἵνα γένηται παρ' ἐμοῦ καί οὐδέν ἐγένετο, δι' ἃς αἰτίας εἶπον, ἄς γένηται παρά σοῦ. [15.5] Ἐπεί δέ μετά τοῦ δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου εἶχον ἀγάπην καί πληροφορίαν, ἣν ὁ θεός ἀπεδέχετο, ὅτι ὁ τοῦ πατρός μου ἀδελφός ἦν αὐτοῦ τατᾶς καί οἱ υἱοί αὐτοῦ συνανάτροφοι καί φίλοι καί δοῦλοι αὐτοῦ καί ἐγώ μετ' αὐτῶν· εἶτα ἔφερεν ὁ καιρός καί οἰκείωσιν ἐμοῦ εἰς τόν μακαρίτην καί ἀοίδιμον πατέρα αὐτοῦ καί τά ἔχρηζεν ἀπ' ἐκεῖνον, πολλά καί ἀναγκαῖα, εὕρισκεν αὐτά δι' ἐμοῦ, ἠγάπα καί τό νά με εἶχε καί ἰδίως εἰς τήν δουλοσύνην του. [15.6] Καί συνηθείας καί τάξεως οὔσης εἰς τά τῶν βασιλέων ὁσπήτια, ὅτι τοῦ πατρός οἱ κελλιῶται νά χωρῶσι καί εἰς τά κελλία τῶν υἱῶν αὐτοῦ, οὐχί δέ τῶν υἱῶν εἰς τό τοῦ πατρός, τοῦτο δέ ἕως ἂν ἐν τοῖς ζῶσιν ὁ πατήρ εὑρίσκεται, οὐχί δέ καί μετά θάνατον, ὡς ἀπέθανεν ὁ μακαρίτης καί ἀοίδιμος πατήρ αὐτοῦ, μετά τό ἐκείνου πρῶτον μνημόσυνον ἐπιστρέψαντες πάντες ἡμεῖς οἱ ἐκείνου κελλιῶται εἰς τό παλάτιν, ἔθος γάρ ἔνι καί τοῦτο, ὅτι οἱ κελλιῶται αὐτοῦ δή τοῦ βασιλέως νά καταμένωσι περί τόν τάφον αὐτοῦ μέχρι καί τοῦ πρώτου μνημοσύνου, ἀπῆλθον καί εἰς τό ὁσπήτιον, ὅπερ κατέμεινεν ὁ ῥηθείς δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος καί ἐκάθισα ἔξω ὡς οἱ πολλοί. [15.7] Μαθών δέ τοῦτο ἔστειλε τόν θῖόν μου καί ὥρισέ μοι, ὅτι σύ μέν ἐτήρησας τήν τάξιν καί οὐδέν ἦλθες εἰς τό κελλίον μου ἐξ ὀρθοῦ, ὡς ἐποίεις ζῶντος τοῦ αὐθεντός μου τοῦ βασιλέως τοῦ πατρός μου· ἀμή πάλιν ἡμεῖς διά τό χρέος τῆς εἰς ἐκεῖνον ἀγάπης σου καί δουλοσύνης καί τῆς εἰς ἡμᾶς εὐεργετοῦμέν σοι καί οὕτως, ὡσάν ᾗ εἰς τήν δουλοσύνην τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ μου, νά ἔρχεται ἐξ ὀρθοῦ εἰς τό κελλίν μου, ὡς καί πρότερον. [15.8] Ἀπό τούτων οὖν τῶν αἰτιῶν, ὡς ὡρίσθη παρά τοῦ βασιλέως καί ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι νά συνακολουθήσω αὐτῷ ἀπερχομένῳ εἰς τόν Μορέαν, δι' ἣν αἰτίαν προεδηλώσαμεν, ὥρισέ μοι ἰδίως, ὅτι τόδε μέλλει γενέσθαι· καί ἀγαπῶ νά ἠμπορῇ νά σε εἶχον μετ' ἐμοῦ. Καί ἀνέφερον αὐτῷ καί ἐγώ τοῦτο πολλῷ πλέον, σωζομένου μόνον, ὅτι νά ἔνι μετά ἀποδοχῆς καί ὁρισμοῦ τοῦ αὐθεντός τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ἐζήτησεν οὖν τοῦτο τόν ἀδελφόν αὐτοῦ δι' ἑαυτοῦ μετά λόγων παρακλητικῶν καί αἰτίων ἀναγκαίων, ὁποῦ τόν ἠνάγκαζον, ἵνα ἔχῃ τό ἐμόν χρείαν. Ἐκεῖνος δέ ἀπελογίσατο, ὡς ζητοῦντα ἀδύνατόν τι, οὐ δι' ἄλλο τι, ἀλλ' ἢ διά τόν ὁρισμόν τοῦ πατρός αὐτῶν καί τήν πρός ἐκεῖνον ἐμήν διά στόματος παράδοσιν. Ὁ δέ πάλιν ἐζήτησε τοῦτο διά τῆς ἁγίας δεσποίνης καί μητρός αὐτῶν καί ἔτι μετά τῶν μεσαζόντων αὐτοῦ. Καί μόλις ποτέ ὥρισε τοῦτο, ὅτι ἂς ἔλθῃ μεθ' ἡμῶν ὁ Σφραντζῆς· καί εἰ μέν ἀπομείνῃ ὁ ἀδελφός μου ἐκεῖ, νά τόν ἀφήσω νά ἔχῃ αὐτόν, ἐπεί καί ἡ κυρά μου ἡ δέσποινα ὥρισέ μοι περί τούτου καί συγχωρεῖ το. Εἰ δέ ἐπαναστρέψει ἐδώ ὁ ἀδελφός μου μετ' ἐμοῦ, οὐδέν τυχένει, εἰ μή νά ἔνι εἰς ἐμέ, καθώς ὥρισεν ὁ αὐθέντης μου ὁ βασιλεύς ὁ πατήρ μου, νά ἔχωμεν δίκαιον νά ποιήσωμεν εἰς αὐτόν.
- [←40]
-
Του Κάρλο Β’ Τόκκο (1429-1448). Ο Κωνσταντίνος [ΙΑ’] παντρεύτηκε την ανιψιά του Κάρλο, την κόρη του Λεονάρντο Τόκκο, όπως διηγείται ο Σφραντζής. Τα εδάφη των Τόκκο με κέντρο τα Ιωάννινα στην Ήπειρο παραδόθηκαν στις 9 Οκτωβρίου 1430 στον στρατηγό του Μουράτ Β’, τπν Σινάν Πασά. Η μη βίαιη παράδοση και η εθελοντική υποταγή διασφάλιζανε ότι θα διατηρούνταν ορισμένα προνόμια των κατοίκων της περιοχής, όπως συνέβη σε αυτήν την περίπτωση. Η Άρτα, η πρωτεύουσα του Βυζαντινού δεσποτάτου της Ηπείρου, έπεσε στους Τούρκους το 1449. Με ενετική βοήθεια ο Λεονάρντο Τόκκο διατηρούσε τον έλεγχο των νησιών της Αγίας Μαύρας [Λευκάδας], Ιθάκης, Κεφαλονιάς και Ζακύνθου (Ζάντε], αλλά το 1479 είχε πια μετακομίσει στη Νάπολη.
- [←41]
-
Γλαρέντζα (Clarence): η Κυλλήνη.
- [←42]
-
Χλεμούτσι (Clermont): το Κάστρο Κυλλήνης.
- [←43]
-
Δεν είχε κοπεί ακόμη η διώρυγα στον Ισθμὀ τής Κορίνθου. Ο αυτοκράτορας μπήκε λοιπόν στη γαλέρα από το λιμάνι τής Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο (Κεγχριές), όχι από εκείνο στον Κορινθιακό (Ποσειδωνία).
- [←44]
-
Βόστιτζα: το Αίγιο, 36 χλμ ανατολικά τής Πάτρας.
- [←45]
-
Ανδρούσα: Σημαντικό βυζαντινό κέντρο τής Μεσσηνίας, 12 χλμ βορειοδυτικά τής σύγχρονης Μεσσήνης.
- [←46]
-
Πήδημα: Χωριό και κάστρο 18 χλμ βόρεια τής Καλαμάτας.
- [←47]
-
Νησί: η Μεσσήνη.
- [←48]
-
Σπιτάλιν: Κάστρο 17 χλμ δυτικά τής Καλαμάτας και 6,5 χλμ βόρεια τής Μεσσήνης.
- [←49]
-
Γρεμπένι: Το κάστρο Δημάτρα ή Γρεμπενή στη βόρεια Μεσσηνία, που έλεγχε το πέρασμα προς την Αρκαδία.
- [←50]
-
Αετός: Χωριό και κάστρο 24 χλμ ανατολικά τής Κυπαρισσίας, σε υψόμετρο 377 μ.
- [←51]
-
Λωΐ: Τώρα Διόδια, 20 χλμ βόρεια από το Πεταλίδι.
- [←52]
-
Νεόκαστρο: Η σὐγχρονη Πύλος.
- [←53]
-
Αρχάγγελος: Κάστρο σε λόφο, πάνω από το χωριό Πολίχνη, 10 χλμ βόρεια τού Μελιγαλά, με θέα στην πεδιάδα τής Άνω Μεσ-σηνίας.
- [←54]
-
[Σφραντζῆς 16.1] Ἐρχόμενοι δέ εἰς τόν Μορέαν, τοῦ μέν ὑπῆρχον τελείως ὑποχείριος, ὡς προεῖπον, πρός δέ τόν ἀγάπῃ καί ἐλπίδι προσαπέβλεπον. Ἀποσωθέντες οὖν εἰς τόν Μορέαν καί κατά τοῦ τόπου παντός, οὗ ἐντός τοῦ Μορέως ἐκράτει δεσπότης ὁ Κάρουλος, ἀπελθόντες πάντες οἱ αὐθένται καί ἀδελφοί, τέλος, ἐπεί οὔτε οὗτοι ἦσαν τεθαῤῥηκότες, ὅτι θέλουν δολώσειν εἰς ἑαυτούς ὅλον τόν τόπον, ὃν εἶχεν ὁ Κάρουλος, οὔτε πάλιν ἐκεῖνος, ὅτι νά δυνηθῇ νά φυλάξῃ τόν ἐπίλοιπον τόπον, ὁποῦ ἀπέμεινεν αὐτόν, ἀπήρασι γάρ οἱ αὐθένται ἡμῶν τινά τῶν αὐτοῦ, ἐφάνη καλόν, ἵνα ὁ δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος ἐπάρῃ τήν ἀνεψιάν αὐτοῦ δή τοῦ Καρούλου δεσπότου εἰς νόμιμον γυναῖκα καί τά κάστρη, ὅσα δή καί εἶχεν εἰς τόν Μορέαν, λάβῃ εἰς προῖκαν αὐτῆς. Οὗ δή γενομένου τελείου τῇ α-ῃ Μαΐου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, σταλείς ἐγώ παρέλαβον τήν Γλαρέντζαν, καί ἄλλοι τά ἄλλα. [16.2] Καί ἐπαναστρέψαντες εἰς τόν Μυζηθρᾶν ἐνεργεῖτο τό τῆς καλογερικῆς τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου. [16.3] Διά δέ τό νά ἐπάρουν, ἂν ἠμπορέσουν, τήν Πάτραν, ἀναγκαῖον καί χρήσιμον τόπον, καί διά τό νά μηδέν εὑρίσκωνται εἰς τόν Μυζηθρᾶν οἱ ἀδελφοί τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν βουλομένου γενέσθαι καλόγερον, ἐξελθόντες τῇ α-ῃ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἦλθον κατά τῆς Πάτρας οἱ τρεῖς τῶν ἀδελφῶν. Καί περί τούς μύλους αὐτῆς σκηνώσαντες, ἐκεῖσε καί τήν ἀνεψιάν τοῦ δεσπότου Καρούλου ἔφερον, κυράν Θεοδώραν· καί ἐκεῖσε αὐτήν καί ὁ δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος τήν εὐλογήθη. [16.4] Εἰς δέ τήν Πάτραν οὐδέν ἐκατορθώθη τι πρός ἅλωσιν, ἀλλ' ἦν μᾶλλον καί αἴτιον, ὅτι καί ὅπερ ὁ ἀδελφός αὐτῶν κύρ Θεόδωρος ὁ δεσπότης εἰς τόν Μυζηθρᾶν ἔστησεν, ἵνα ποιήσῃ, ἀθετήσῃ, ὅπερ ἦν αἴτιον πολλῶν κακῶν. [16.5] Ὡς οὖν εἰς τά τῆς Πάτρας τι συμπέρασμα χρηστόν οὐδέν ἐκατορθοῦτο, ἀλλ' ἢ μόνον τρία καστελλόπουλα ὁποῦ ἀπῆραν, ποιήσαντες εἰρήνην μετά τῶν ἐν τῷ κάστρῳ καί ὅτι νά δίδουν καί κατ' ἔτος πρός τόν δεσπότην κύρ Κωνσταντῖνον φλωρία φʹ, ἐγερθέντες ἀπῆλθον, ὁ μέν βασιλεύς δι' ἄλλης ὁδοῦ εἰς τόν Μυζηθρᾶν, ὁ δέ δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος δι' ἄλλης εἰς τό Χλουμοῦτζιν μετά τῆς γυναικός αὐτοῦ καί βασιλίσσης. [16.6] Μετά δέ τινα καιρόν ὀλίγον, ἐπεί ὁ βασιλεύς ἤθελεν ἵνα ἀπέλθῃ ὄπισθεν εἰς τό ὁσπήτιον αὑτοῦ, μηνυθείς καί ὁ ἀδελφός αὐτοῦ ἀπῆλθεν εἰς τόν Μυζηθρᾶν ἀπό τό Χλουμοῦτζιν. Κἀκεῖσε διαβιβάσαντες ἀμφότεροι οἱ δή ἀδελφοί ἡμέρας ὀλίγας, τῷ Ὀκτωβρίῳ μηνί τοῦ λζ-ου ἔτους ἐκαβαλλίκευσαν ὁμοῦ καί ἀπῆλθον μέχρι καί τῆς Κορίνθου. Καί ὁ μέν βασιλεύς ἐμβάς εἰς τά κάτεργα ἀπέπλευσεν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, ὁ δέ δεσπότης κύρ Θεόδωρος ἀπῆλθεν ὄπισθεν τήν αὐτήν ὁδόν τήν φέρουσαν εἰς τόν Μυζηθρᾶν· καί ὁ κύρ Θωμᾶς ὁ αὐθεντόπουλος, μετ' αὐτοῦ μέχρι τινός, ἀπῆλθεν εἰς τά Καλάβρυτα. [16.7] Ἡμεῖς δέ μετά τοῦ αὐθεντός ἡμῶν κυροῦ Κωνσταντίνου τοῦ δεσπότου διά τῆς ἄλλης ὁδοῦ ἤλθομεν εἰς τήν Βοστίτζαν. Καί γάρ εἰ καί καλόγερος οὐ ἐγένετο ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος, ἵνα ἀπομείνῃ ἅπας ὁ τόπος αὐτοῦ εἰς τόν κύρ Κωνσταντῖνον τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ἀλλ' οὖν καί οὕτως δέδωκε πρός αὐτόν τήν Βοστίτζαν, καί εἰς τό ἄλλο μέρος, ὅσα δή ἦρχεν ὁ Φραγγόπουλος πρωτοστράτωρ, Ἀνδροῦσαν λέγω καί Καλαμάταν καί Πήδημα καί Μάνην καί Νησίν καί Σπιτάλιν καί Γρεμπένιν καί Ἀετόν καί Λωῒ καί Νεόκαστρον καί Ἀρχάγγελον καί ἕτερα πολλά· ἃ καί σταλείς ἐγώ παρέλαβον ταῦτα παρά τοῦ ῥηθέντος πρωτοστράτορος. [16.8] Καί τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνί Μαρτίῳ δ-ῃ, τέθνηκεν ὁ δεσπότης κύρ Ἀνδρόνικος, ὁ διά τοῦ θείου σχήματος μετονομασθείς Ἀκάκιος· καί ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ, ἐν ᾗ καί κατέμενε.
- [←55]
-
Οι Εβραίοι ζούσαν στο βορειοδυτικό μέρος τού κάστρου.
- [←56]
-
Στο κείμενο λάρμα, από το ιταλικό «αλλ΄ άρμε!», δηλαδή «στα όπλα!»
- [←57]
-
Πόρτα Ἑβραϊκή ἢ τοῦ Ζευγαλατίου: Η ανατολική κύρια πύλη τού κάστρου τής Πάτρας.
- [←58]
-
Στο κείμενο σίδηρα μονοκάνονα: σίδερα που αποτελούνταν από μία ράβδο, ένα κομάτι.
- [←59]
-
Στο κείμενο τζόπον μέγαν.
- [←60]
-
[Σφραντζῆς 17.1] Βουλῆς δέ ἀποκρύφου, μόνον εἰς ἐμέ οὔσης παρά τοῦ αὐθεντός μου καί δεσπότου, ὅτι νά ἀπέλθωμεν κατά τῆς Πάτρας· καί εἰ μέν ἐπάρωμεν αὐτήν, ἰδού νά εὑρισκώμεθα εἰς τόν Μορέαν καί ὁ τόπος αὐτοῦ ὁ τῆς Μαύρης δηλονότι θαλάσσης δοθῇ πρός τόν ἀδελφόν αὐτοῦ τόν βασιλέα. Εἰ δέ οὐδέν ἐπάρωμεν τήν Πάτραν, νά ὑπάγωμεν ὄπισθεν εἰς τήν Πόλιν καί νά ἔχῃ ἐνταῦθα εἰς τόν Μορέαν τά τῆς προικός αὐτοῦ κάστρη καί ἐκεῖσε τόν τόπον τοῦ τήν Μαύρην δηλονότι θάλασσαν· τά δέ δοθέντα παρά τοῦ δεσπότου κάστρα πάλιν νά δοθῶσιν, ἔνθα ὁ βασιλεύς διακρίνει. Παρηκολούθησε καί τοῦτο, ὅπερ ἦτον ἀπό μέρος βεβαίωσις τῆς ἀποκρύφου μελέτης. [17.2] Ἀπό τῆς Βοστίτζας διερχόμενοι διά τῆς ὁδοῦ τῆς Πάτρας, ἵνα εἰς τήν Γλαρέντζαν καί τό Χλουμοῦτζιν ἀπέλθωμεν, ἔνθα καί ἡ βασίλισσα, ἐστάλη Ἀνδρόνικος Λάσκαρις ὁ Παδιάτης εἰς τούς ἐν τῇ Πάτρᾳ ἄρχοντας διά τινας δουλείας· κἀκεῖσε προσμείναντος, συνέτυχον αὐτῷ ἰδίως καί ἱερεύς καί λαϊκοί περί τοῦ, ἂν θέλῃ ὁ αὐθέντης αὐτοῦ, ἔχουσι τρόπον, ὅτι νά ποιήσουν νά ἐπάρῃ τήν Πάτραν. Ἐλθόντος δέ τοῦ Λάσκαρι καί εἰπόντος μετά τῶν ἄλλων καί τά τῶν Πατρηνῶν ἀπόκρυφα ἀπεπέμφθη ὡς ἀδύνατα καί περισσά καί ἀκούσαντος καί λέγοντος. [17.3] Σταλείς οὖν εἰς κεφαλήν εἰς τήν Ἀνδροῦσαν ὁ αὐτός Λάσκαρις, ἔτι δέ καί οἱ ἄλλοι ἄρχοντες εἰς τά ἐκεῖσε κάστρη κεφαλάδες, ἀλλά δή καί ὁ πρῶτος τῶν ἀρχόντων τοῦ ὁσπητίου αὐτοῦ ὁ Λάσκαρις Ἀλέξιος εἶχε λαβεῖν εἰς κεφαλάτικον τήν Βοστίτζαν καί ἐναπέμεινεν ἐκεῖσε. [17.4] Διερχόμενοι, ὡς δεδήλωκα, τοῦ δεσπότου καί αὐθεντός μου μετ' ἐμοῦ καί μόνου ἐνεργοῦντος τό περί τῆς Πάτρας, εὑρισκομένων εἰς τήν Γλαρέντζαν, ἐγράψαμεν πολλάκις πρός οὓς συνέτυχον περί τούτου τόν Παδιάτην καί ἀντέγραψάν μας καί πολλάκις, πλήν ἔκρινον τό παρ' ἡμῶν ἀδύνατον, ὡς καί ὁ καιρός ἔδειξεν. [17.5] Τέλος ἐστήσαμεν, ἵνα ἀπέλθωμεν καί νυκτός οὔσης εὐρεθῶμεν εἰς τόπον πλησίον τοῦ τέλους ἀμπελίων αὐτῶν δή τῶν πατρηνῶν εἰς Τρεῖς Ἐκκλησίας ὀνομαζόμενον, ἐπεί καί ἦσαν παλαιόθεν <ἐκεῖσε>· ἐκεῖσε δέ εὑρεθῶσι καί οἱ ἄνθρωποι καί δηλώσωσιν εἰς πλάτος τά διά γραφῆς· καί εἰ μέν δυνατά εἰσι, νά ἐνεργηθῶσιν, εἰ δ' οὖν, νά ἀπέλθωμεν φανερῶς καί νά ἀποκλείσωμεν τό κάστρον καί ὡς φέρῃ τό φέρον. [17.6] Καί ἰδού ἐγράψαμεν ὁρισμούς εἰς πάντας τούς ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Ἀνδρούσης, ὅτι τῇ ιε-ῃ τοῦ Μαρτίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἵνα ἔλθωσι μετ' ἀρμάτων καί τῶν πλειόνων ἀνθρώπων τῆς ἀρχῆς ἑνός ἑκάστου αὐτῶν, ἵνα μετά πρέποντος διέλθῃ τόν τόπον τοῦ πριγκίπου καί ἀπέλθῃ εἰς τά περί Ἀνδροῦσαν ὁ νέος αὐθέντης τοῦ τόπου ἐκείνου· ὁμοίως ἐμηνύθη καί Λάσκαρις ἀπό τήν Βοστίτζαν. [17.7] Ἐλθόντες δέ, ὡς ἐκαβαλλικεύσαμεν καί οὐδέν ἐπιάσαμεν τήν περί τόν Ἀλφειόν ὁδόν, ἀλλά τήν ἀριστεράν, ἐθαύμαζον καί πρός ἀλλήλους ἔλεγον ἐρωτῶντες· Ποῦ ἀπερχόμεθα; Ἐλθόντες δέ περί τόν συμφωνηθέντα τόπον περί ὥραν ἀλεκτροφωνίας καί εὑρόντες καί τούς ἀνθρώπους καί ἰδόντες αὐτούς καί ἀπράκτους καί ἄπρακτα λέγοντες, ἀπεπέμψαμεν. Ἐξημερωθέντες δ' ἐκεῖσε, βουλευόμενοι τί ἄρα νά πραχθῇ· τό φωσσάτον νά πηλαλήσῃ νά αἰχμαλωτίσῃ τούς εὑρισκομένους ἔξωθεν ἀνθρώπους καί πᾶσαν τῶν Ἑβραίων οἴκησιν, ὡς ἐφάνη ἄπρακτον διά πολλά αἴτια, ἰδού καί ἀπό τό κάστρον ἰδόντες ἡμᾶς καί ἀπορήσαντες, τί ἄρα καί ἔνι, οὐδέ γάρ προενόησαν τό τυχόν, ἀπέστειλαν ἕνα τῶν ἀρχόντων καί ἕνα κανόνικα Μάρκον ὀνομαζόμενον μετά καί δραγομάνου καί ἀνθρώπων, ἵνα μάθωσι, τίς ἔνι καί διά τί; Ὡς δέ εἶδον, τίς ἔνι, καί ἤκουσαν, ὅτι ἤλθομεν ἢ νά μᾶς δώσητε τό κάστρον ἢ νά τό ἐπάρωμεν, μεθ' οἵου τρόπου ἐμπορέσωμεν, ἐπιστρέψαντες καί μετά σπουδῆς καί κρούσαντες λάρμα συνήχθησαν βίᾳ πάντες οἱ ἐκτός ἐντός. Ἡμεῖς δ' ἐπί τήν αὔριον, ἡ τῶν Βαΐων καί ἑορτή τυχοῦσα, τεμόντες πάντες βαΐα μυρσίνης, τοῦ τόπου πλῆθος ἔχοντος, καί φέροντες ἀνά χεῖρας, ἐλθόντες ἐπέσαμεν περί τάς πόρτας τοῦ κάστρου. [17.8] Ὡς δ' ἐκείμεθα τῇ κς-ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός Μαρτίου μετά τήν τοῦ μεγάλου Σαββάτου ἀκολουθίαν, ὡς ἐφάγομεν, ἐκαθήμεθα εἰς τήν τοῦ αὐθεντός ἡμῶν τένταν, ὁμιλοῦντες περισσά. Ἄφνω δέ ἐξεπόρτησαν ἀπό τῆς Πόρτας τῆς Ἑβραϊκῆς ἢ τοῦ Ζευγαλατίου, καί οὕτως γάρ ὠνομάζετο, καβαλλάριοι ὀλίγοι καί, διωχθέντες ὡς ἐφάνησαν, ἀπῆλθον καί ἐσέβησαν εἰς τήν τοῦ Ἀγιαλοῦ Πόρταν, ἐκεῖσε κατασκευαστικῶς πάντες οἱ τοῦ κάστρου ὑπάρχοντες μετά τζαγρῶν καί τοξαρίων καί σκολόπων. Τοῦ δέ δεσπότου κἀμοῦ εὑρεθέντων ἔμπροσθεν εἰς τόν διωγμόν τῶν καβαλλαρίων, διά τό εὑρεθῆναι κατά τύχην τά ἄλογα ἡμῶν ἕτοιμα πλησίον τοῦ γεφυρίου τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπερχομένης εἰς τόν ἅγιον Ἀνδρέαν, τίς τῶν Πατρηνῶν ἐτόξευσεν οὕτως τό τοῦ δεσπότου ἄλογον, ὅτι εὐθύς ἔπεσε· καί δραμόντες, ἵνα ἢ σκοτώσωσιν ἢ πιάσωσιν αὐτόν, εὑρέθην ἐγώ ὑπέρμαχος καί ἐκεῖνος μέν θεοῦ βοηθείᾳ ἀποπλακείς ἀπό τό ἄλογον ἔφυγε πεζός. [17.9] Ἐγώ δέ καί δέδωκα καί ἕνα καί ἐπίασα, υἱόν Σταματέλλου, ἀλλά καί δεδώκασί με, καί ἐμέ καί τό ἄλογόν μου τοσαῦτα, ὅτι ἀδυνατῆσαν ἔπεσε καί ἐπλάκωσέ με, ἄλογον ἄριστον, ὅπερ ὁ ἀμηρᾶς δέδωκε τῷ Ἀσάνῃ Ἰσαακίῳ, ὅταν ἐσυνήντησαν ἐκείνῳ· ὁ δ' Ἀσάνης τῷ γαμβρῷ αὐτοῦ τῷ Φιλανθρωπηνῷ Γεωργίῳ κἀκεῖνος τῷ ἀνεψιῷ αὐτοῦ τῷ Κομνηνῷ τῷ τοῦ πρωτοστράτορος τοῦ Καντακουζηνοῦ γαμβρῷ· καί φεύγοντος μετ' αὐτοῦ, ἵνα εἰς τόν Γαλατᾶν ἀπέλθῃ, φθάσας ὁ ἀδελφός μου ἐπίασεν αὐτόν καί εὐεργετήθη ὁ ἀδελφός μου τό ἄλογον αὐτοῦ παρά τοῦ βασιλέως· ἐγώ δέ πάλιν ἀπῆρα τοῦτο παρ' ἐκείνου, ἐρχόμενος εἰς τόν Μορέαν. [17.10] Πιάσαντές με οὖν, μετά πολλῶν λαβωμάτων ἀπαγαγόντες με, ἔβαλόν με εἰς τόν κουλᾶν εἰς ὁσπήτιον σκοτεινόν, ἔχον μύρμηκας καί σιταρόψιρας καί ποντικούς διά τό εἶναι ἐν αὐτῷ πρό τοῦ σιτηρέσιον· ἔβαλόν με καί σίδηρα μονοκάνονα καί εἰς τόν ἀριστερόν πόδα ἅλυσον στερεάν εἰς τζόπον μέγαν καρφωμένην. Καί ἐκοιτώμην ἐν τῇ τοιαύτῃ φυλακῇ πικρῶς διαβιβάζων ἀπό τε τῶν λαβωμάτων καί τῶν σιδήρων καί τοῦ ξηροῦ κοιτασμοῦ καί τῶν ἄλλων, ὁποῦ εἶχεν, ὡς ἐδηλώσαμεν, τό ὁσπήτιον κακῶν.
- [←61]
-
Σαραβάλι: Χωριό και κάστρο νότια-νοτιοανατολικά τής Πάτρας, σε απόσταση περίπου 8 χλμ από το κέντρο τής πόλης.
- [←62]
-
Ο Παντόλφο Μαλατέστα (1390-1441), Λατίνος αρχιεπίσκοπος Πάτρας (1424-1430).
- [←63]
-
Ριόλος: χωριό 32 χλμ νοτιοδυτικά τής Πάτρας και 43 χλμ βορειοδυτικά τής Κυλλήνης (Γλαρέντζας).
- [←64]
-
Ταμπάριον: μανδύας.
- [←65]
-
Καβάδι: πολυτελές ένδυμα με μανίκια.
- [←66]
-
Κατάραχον: εσωτερική επένδυση.
- [←67]
-
Κουρτζουβάκιν: από το κουρτζουβράκιν (curti tubraci): κοντά παντελόνια.
- [←68]
-
Φωτᾶς: παλτό.
- [←69]
-
Χαλανδρίτσα: 21 χλμ νότιά τού κέντρου τής Πάτρας, στον δρόμο από Πάτρα προς Καλάβρυτα και Τρίπολη.
- [←70]
-
Καμενίτσα: 25 χλμ δυτικά τού κέντρου τής Πάτρας, 2 χλμ πάνω (νότια) από την Παραλία Αλισσού. Η Καμενίτσα βρίσκεται 21 χλμ δυτικά τής Χαλανδρίτσας.
- [←71]
-
Στο κείμενο σκευή.
- [←72]
-
Στο κείμενο τζάγρα.
- [←73]
-
[Σφραντζῆς 19.1] Ἐμοῦ δέ κειμένου ἐν φυλακῇ ἡμέρας μʹ, ὡς ἦλθεν ἡ μνήμη τοῦ ἐλευθερωτοῦ τῶν αἰχμαλώτων, τοῦ μεγαλομάρτυρος δηλονότι Γεωργίου, ἐδεήθην αὐτοῦ, ὡς κἀγώ Γεώργιος καί παιδιόθεν δοῦλος αὐτοῦ· καί ἀφυπνισθείς ἔδοξέ μοι, ὅτι εὑρέθην εἰς τόν περικαλλῆ ναόν τόν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ τῶν Μαγγάνων ἐπονομαζόμενον, εἰς τήν φιάλην ἱστάμενος καί φορῶν καί τά σίδηρα. Διερχομένου τοῦ βασιλέως, τάχα ἵνα εἰς τήν ἀκολουθίαν τῆς ἐκκλησίας ἀπέλθῃ, ἐδεήθην αὐτοῦ, ἵνα με ἐλευθερώσουν ἀπό τά σίδηρα· καί ὁ μέν βασιλεύς διέβη ἐντός τῆς ἐκκλησίας, ἄρχων δέ τις νέος ἐπιστρέψας πρός ἐμέ λέγει μοι· Ὥρισεν ὁ αὐθέντης ἡμῶν ὁ βασιλεύς, ἵνα σε ἐκβάλουν ἀπό τά σίδηρα· ἐζήτησέ το γάρ καί ἡ κυρία ἡμῶν δέσποινα. [19.2] Καί περί τήν αὐγήν αὐτήν τῆς νυκτός ἐν ὥρᾳ ἀσυνήθει, ἰδού οἱ τοῦ κουλᾶ ἄρχοντες καί ἕτεροι μετά σιδηρικῶν καί ἐκβάλλουσί με ἅπαντα τά σίδηρα· καί ἐξαιτιῶντας καί λέγουσιν, οὐχ ὅτι ἐχθρωδῶς ἔχουσι, καλῶς οὐδέν με τρέφουσιν, ἀλλ' ὅτι οὐκ ἔχουσιν. Καί μετά δύο ἡμέρας ἐλθόντες πάλιν ζητοῦσί με καί δέομαι τοῦ αὐθεντός μου διά γραφῆς, ὅτι νά ἐνδώσῃ νά ἐξέλθουν ἄρχοντες νά συντύχουν πρός συμβίβασιν, ὅπερ καί γέγονε. [19.3] Καί συμβιβασθέντες δεδώκασιν αὐτῷ τό Σαραβάλε οὕτως, ὅτι νά σηκωθῷ νά ἀπέλθῃ εἰς τό ὁσπήτιον αὐτοῦ τήν Γλαρέντζαν· καί μέχρις ὅλου Μαΐου εἰ μέν ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης καί αὐθέντης αὐτῶν, ποιήσει ἐκεῖνος, ὡς θέλει, εἰ δ' οὖν, νά δώσωσιν τό κάστρον. Καί γεγονότων ὅρκων καί παραλαβόντος καί τό Σαραβάλε, τῇ ε-ῃ Μαΐου ἐκαβαλλίκευσε καί ἀπῆλθε μέχρι τῆς Σκλαβίτζας καί τοῦ Ῥιόλου τά ὅρια. [19.4] Δι' ἐμέ δέ ἐπαφῆκεν Ἰωάννην τόν Ῥωσατᾶν, ἵνα με ἐπάρῃ· σωζομένου γάρ τοῦ ἐλευθερωθῆναί με ἕξουσι τό βέβαιον τά πραχθέντα. Καί ἐλευθερωθείς ἡμιθνής δέ μόλις ἀπέσωσα, ἔνθα καί ὁ αὐθέντης μου, ὃς ἰδών με μετά χαρᾶς ὅτι πολλῆς, καί λύπης, τό μέν ὅτι ἤμην οὕτως ἡμιθνής, τό δέ ὅτι ἠλευθερώθην, καί ὁρίσας πολλούς λόγους πρός ἔπαινον, καί παραμυθίαν μου, ὡς ἀπῆλθον εἰς τήν κατούναν μου, ἔφερόν με εὐεργεσίαν αὐτοῦ ταμπάριον διπλόν χαμουχᾶν πράσινον ἀπό τήν Λούκκαν ἀξιόλογον, μετά καί πρασίνης τζόχας καί καλῆς ἐνδεδυμένον, σκούφιαν Θεσσαλονικαίαν μετά χρυσοκοκκίνου χασδίου ἐνδεδυμένην, καβάδι χρεμεζῆν χαμουχᾶν μετά βαρέου καταράχου ἐνδεδυμένον, κουρτζουβάκιν χαμουχᾶν χρυσόν προύσινον καί φωτᾶν προύσινον καί σπαθίν ἐγκεκοσμημένον. [19.5] Ἐπί τήν αὔριον ἀπελθόντες εἰς τήν Γλαρέντζαν, ἰδού καί ἄρχων τοῦ ἀμηρᾶ μετά τινας ὀλίγας ἡμέρας, λέγων ὅτι ἡ Πάτρα δίδει με χαράτζι καί διαβαίνει ἰδική μου· σηκώθησαι οὖν ἀπ' αὐτῆς καί μηδέν πολιορκῇς αὐτήν· εἰ δ' οὖν, θέλομεν πέμψειν φωσάτον κατά σου. Ὁ δ' αὐθέντης μου πάλιν εἶπε πρός αὐτόν· Ἡμεῖς ἠκούσαμεν, ὅτι θέλουν νά δώσουν αὐτήν τούς Καταλάνους· οὐδέν οὖν ἐφάνη πρέπον ἐχθρούς καί τοῦ ἀδελφοῦ μου τοῦ μεγάλου ἀμηρᾶ καί ἡμῶν νά τούς ἀφήσωμεν νά ἐπάρωσι τοιοῦτον κάστρον εἰς τήν μέσην τοῦ τόπου μας. Διά τοῦτο ἀπήλθομεν ἐκεῖ· καί ἐξετάσαντες τό πρᾶγμα, ἐστήσαμεν νά μηδέν γένηται. Καί ἰδού, ὡς βλέπεις, ἐσηκώθημεν καί ἤλθομεν εἰς τό ὁσπίτιον ἡμῶν· εἰς ὀλίγας οὖν ἡμέρας ἔχω σκοπόν νά στέλλω τοῦτον δή τόν ἄρχοντα εἰς τόν ἀδελφόν μου τόν μέγαν ἀμηρᾶν, δεικνύς ἐμέ, καί θέλει δηλώσειν καί τούς πλείονας ἡμῶν λόγους. Ὁ δέ Τοῦρκος ἀκούσας τούτους λόγους, ἔτι δέ καί φιλοφρονηθείς καλῶς, ἀπῆλθε χαίρων. [19.6] Ἐκείνου δέ ἀπελθόντος, ὥρισεν ἐμέ· Ἰδού προετοίμαζε τά πρός χρείαν τῆς ὁδοῦ, μή εἰδότος μου πρότερον τό τυχόν. Ἐγώ δ' ἀνέφερον αὐτῷ ὅτι μόνον νά δώσῃ ὁ θεός νά μηδέν ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης καί νά δώσουν ἡμᾶς τό κάστρον, καί ἐγώ νά ἀῤῥωσθῶ τί ποτε πλέον· ἀμή πάντα θέλω τά ἕξειν ἕτοιμα εἰς ἐκπλήρωσιν τῆς ἀποδοχῆς σου. [19.7] Τῆς δέ προθεσμίας ἐλθούσης καί τοῦ μητροπολίτου οὐκ ἐλθόντος, τῇ α-ῃ τοῦ Ἰουνίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους, καβαλλικεύσαντες ἀπερχόμεθα εἰς τήν Πάτραν. Ἐν αὐταῖς οὖν ἡμέραις καί ὁ αὐθεντόπουλος κύρ Θωμᾶς τό τοῦ πρίγκιπος κεντυρίωνος κάστρον τήν Χαλαντρίτζαν τοῦ καί μετέπειτα γεγονότος πενθεροῦ αὐτοῦ ἐπολιόρκει. Ὡς δέ διήρχετο ὁ αὐθέντης μου καί οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ τήν ὁδόν τήν φέρουσαν εἰς τήν Πάτραν, κατελθών καί οὗτος δή ὁ ἀδελφός αὐτοῦ ἔμειναν ὁμοῦ εἰς τήν Καμενίτζαν. [19.8] Ὡς δέ ἔμαθε τοῦτο καί ὁ εἰς τήν Χαλαντρίτζαν τοῦ πρίγκιπος εὑρισκόμενος ἄρχων, ὁ Ἰωαννοῦτζος Μπαλότας, αἰτήσας ἀφίρωσιν, ἵνα ἔλθῃ καί προσκυνήσῃ ἀμφοτέρους τούς αὐθέντας· ἦλθε· καί ἐξελθόντος εὐθύς ἐκβαλών τάς τοῦ κάστρου κλεῖς δέδωκε ταύτας τῷ αὐθέντῃ μου τῷ δεσπότῃ, εἰπών· Τοῦτο ἔνι κάστρον ἰδίως τοῦ αὐθέντη μου καί συγγάμβρου τῆς βασιλείας σου· καί γάρ ὁ τοῦ πρίγκιπος υἱός προαπῆρεν εἰς νόμιμον γυναῖκα τήν ἀδελφήν τῆς βασιλίσσης κυρᾶς Θεοδώρας· καί ὥρισέ μοι, ἵνα παραδώσω τοῦτο αὐτήν. Ὁ δέ ἀπεκρίθη αὐτῷ· Οὕτως ἔχει, ὅτι συγγενοῦς μοῦ ἐστιν ὁ τόπος, ἀλλ' οὐ γνησιεστέρου τοῦ ἀδελφοῦ μου· λοιπόν προγενέστερον ἂν εἶχε ποιήσειν τοῦτο καί ὁ ἀδελφός μου, ὡς εἰς ἐμόν, οὐδέν ἤθελεν ἐπιχειρήσειν τι, καί ἐγώ εἰρηνικῶς ἤθελα εἴχειν αὐτό καί ὁ αὐθέντης σου ἀλλοτρόπως· ἀμή νῦν ἂν τό ἐπάρω, ἀναγκάζει νά διαφερώμεθα μετά τόν ἀδελφόν μου· καί οὐδέν τυχένει διά πολύ τι, πολλῷ μᾶλλον διά τοσοῦτον· ἀλλ' ἄπελθε ἐν αὐτῷ καί, ὡς δύνασαι, ποίει. [19.9] Ὡς δέ ταῦτα ἤκουσεν, ἐζήτησεν, ἵνα καλῶς ἐμβῇ εἰς τό κάστρον αὑτοῦ. Ὡρίσθην δ' ἐγώ καί ἀπῆρα αὐτόν μετά στρατιωτῶν καί ἀπερχόμην. Καί περί τό κάστρον εὑρεθείς Ῥαούλ ὁ Θωμᾶς ἐνόμισεν εὐκόλον εἶναι, ἵνα ἐπάρῃ αὐτόν ἀπ' ἐμοῦ. Καί εἰς κίνδυνον ἦλθε τοῦ γενέσθαι μέσον τῶν ἀδελφῶν μέγα τι μάχιμον καί λυπηρόν, ὅμως οὖν θεοῦ εὐδοκήσαντος, ἐκεῖνον μέν καλῶς ἀπεκατέστησα εἰς τό κάστρον αὐτοῦ καί ἐγώ καλῶς ἐπιστρέψας εὗρον τόν αὐθέντην μου ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ πρωτοκλήτου ναῷ καί τάφῳ ἀποσωθέντα τῇ δ-ῃ τοῦ Ἰουνίου ἀργά. [19.10] Τῇ δέ ε-ῃ πρωῒ τοῦ αὐτοῦ, ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος α-ῃ, ἐξελθόντες οἱ τοῦ κάστρου ἔκκριτοι καί πᾶς ὁ λαός καί ἐλθόντες μέχρι καί τοῦ ῥηθέντος ναοῦ τοῦ ἁγίου, τῷ δεσπότῃ καί αὐθέντῃ μου προσεκύνησαν καί τάς κλεῖς τοῦ κάστρου δεδώκασι. Καί καβαλλικεύσαντες μετά πλείστης ὅτι χαρᾶς καί τοῦ ἑνός μέρους καί τοῦ ἄλλου, ἐσέβημεν εἰς τό κάστρον καί μέχρι τῶν εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Νικολάου ὁσπιτίων ἀπήλθομεν, τῆς μέν ὁδοῦ πάσης κατεστρωμένης πάντων ἀνθέων καί εὐκοσμίας καί ἀπό τά ἐκ δεξιῶν καί ἀριστερῶν ὁσπίτια πάντων ῥαινομένων διά ῥοδοσταγμάτων καί ῥόδων καί τριακονταφύλλων, ἀπό δ' ἄνωθεν τοῦ κουλᾶ διά σκευῶν καί τζαγρῶν κακῶς δεξιουμένων ἡμῶν, εἰ καί οὐδέν τι ἔβλαψαν· οἱ γάρ τοῦ μητροπολίτου κρατήσαντες τόν κουλᾶν, ἔτι δέ καί τά αὐθεντικά πλησίον αὐτοῦ ὁσπίτια καί σιταρχήσαντες καί ἀφιρώσαντες, κατέσχον ἐλπίζοντες [ὅτι] ἐλθόντος τοῦ μητροπολίτου διά τούτου ἕξειν πάλιν, ἅπερ καί πρότερον εἶχον. [19.11] Ἡμῶν δέ ἐπί τήν αὔριον συναχθέντων ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Νικολάου ναῷ καί παντός τοῦ τῆς χώρας λαοῦ, δεδώκασι ὅρκον, ὅτι νά ὦσι πιστοί δοῦλοι τοῦ αὐθεντός ἡμῶν τοῦ δεσπότου. Καί ἐμέ εἰς κεφαλήν αὑτῶν ἐζήτησαν· ἤκουσαν δέ ὅτι καί διό καί πλέον τούτου τόν χρεωστοῦμεν καί διά τήν ὑμῶν αἴτησιν θέλει εἶσθεν αὐτός εἰς κεφαλήν ὑμῶν.
- [←74]
-
Στο κείμενο λιβέρα από το ιταλικό riviera (ακτογραμμή).
- [←75]
-
Στο κείμενο ἀπῆρα ἐγώ παρ' ἐκείνου τό δή λεγόμενον κουκουζέλα, ἐκεῖνος δέ παρ' ἐμοῦ βρύα.
- [←76]
-
Στο κείμενο φθόνος οὐκ οἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον.
- [←77]
-
Στάμηρον: Mεσαιωνικό φράγκικο φέουδο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Bρισκόταν στις εύφορες πεδιάδες τής Ήλιδας και είχε κέντρο το εξαφανισμένο πια κάστρο τής Εσταμίρα (Estamirra, Estamirra, Estamero ή Estamiro). Ήταν μεταξύ των 12 αρχικών βαρονιών τής Αχαΐας, αλλά κατακτήθηκε από τούς Βυζαντινούς το 1320. Το κάστρο τής Εσταμίρα αναφέρεται ότι ήταν ερειπωμένο το 1467. Η τοποθεσία του είναι τώρα άγνωστη, αλλά υποτίθεται ότι βρισκόταν ανατολικά τής Γαστούνης.
- [←78]
-
[Σφραντζῆς 20.1] Καί τῇ η-ῃ τοῦ Ἰουνίου μηνός περάσαντός μου εἰς τόν Ναύπακτον, ἵνα εἰς τόν βασιλέα πρῶτον ἀπέλθω, ἵνα κἀκεῖνος τά εἰς τήν Πάτραν παρακολουθήσαντα μάθῃ, εἶτ' ἀπ' ἐκεῖσε μετά καί ἄρχοντος αὐτοῦ εἰς τόν ἀμηρᾶν. Καί γάρ κατά τήν δ-ην τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἐν ᾖ φθάσαντες ἐμείναμεν ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ναῷ, ἰδού καί ἀπό τόν Ναύπακτον ἐπέρασαν δύο Τοῦρκοι, ὁ μέν τοῦ ἀμηρᾶ, ὁ δέ τοῦ Τουραχάνη, λέγοντες ὁρισμόν, ὅτι τήν Πάτραν ἵνα μή ἐπάρωμεν αὐτήν. Οἱ δή πάλιν ὑπέστρεψαν μετ' ἐμοῦ, ἀπολογίαν λαβόντες ὅτι ἐπεί ὁ παρών ἄρχων ἐμοῦ ὑπάγει εἰς τόν ἀδελφόν μου τόν μέγαν ἀμηρᾶν, ὡσάν ὁρίσῃ, θέλομεν ποιήσειν. [20.2] Ὡς οὖν περάσαντες ἐν τῷ Ναυπάκτῳ ἐμείναμεν, πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης, ἰδού ἐκεῖσε καί ὁ Παλαιῶν Πατρῶν μητροπολίτης Παντούλφω Μαλατέστας μετά κατεργοῦ Καταλανικοῦ ἦλθεν. Διερχόμενος γάρ ὡς ἔμαθε περί τά νησύδρια τά μέσον τῆς ὁδοῦ, ὅτι ἐδόθη τό κάστρον πρός τόν δεσπότην, ἐπίασε τήν λιβέραν τοῦ μέρους τοῦ Ναυπάκτου, ἵνα πρῶτον τοῦτο καλῶς μάθῃ, ὡς ἐγένετο. Ἐδέησεν ἐπιμεῖναι κἀμοί ἐκεῖσε καί τήν αὔριον, ἵνα πρῶτον μηνύσω τοῦτο τῷ αὐθέντῃ μου, ὅπερ καί γέγονε· καί παρ' ἐμοῦ τοῦτο πρῶτον ἔμαθε· καί δεύτερον, ἵνα καί τίς ὁ σκοπός αὐτοῦ δή τοῦ μητροπολίτου, τό δυνατόν, μάθω. [20.3] Μέσου δέ γενομένου καί τοῦ Περνάρδου Μαρτζέλλου ἐκείνου καπετάνου Ναυπάκτου, εἴδομεν καί ἀλλήλους· ὃν ἰδών ἐθαύμασα, ὅτι διέφερε πάντων ἀνθρώπων εἰς τό δυσειδῆ εἶναι. Ἐξετάζων οὖν ἐκεῖνος, τί βούλομαι ποιῆσαι εἰς τόν ἀμηρᾶν, κἀγώ ἐκεῖνον, τί κατά τῆς Πάτρας, ἀπῆρα ἐγώ παρ' ἐκείνου τό δή λεγόμενον κουκουζέλα, ἐκεῖνος δέ παρ' ἐμοῦ βρύα. [20.4] Ὅμως δεδωκώς ὁ μητροπολίτης τοῖς σκλάβοις χαρτία πρός τε τόν ἀμηρᾶν καί τόν Τουραχάνην, πολύν λογισμόν ἐνέβαλεν εἰς ἐμέ, μή ποτε ὑπισχνεῖται δοῦναι καστέλλιά τινα τῆς Πάτρας, εἴπερ αὐτόν βοηθήσῃ, ἵνα ἐπάρῃ αὐτήν, ἢ πολλά τινα χρήματα. Καί οὐκ ἔπαυσεν ὁ ἐμός λογισμός, ἕως οὗ πολλά κοπιάσας καί μεθύσας πολλάκις καί ἀκουσίως, ἐμέθυσα κἀκείνους τοσοῦτον, ὅτι ἀπῆρα τούς τά χαρτία καί ἀνέγνωσα καί μετέγραψα· κἀκεῖνα πάλιν ἐβούλωσα καί ἀφῆκα. [20.5] Ὡς δέ ἔφθασα εἰς τήν Πόλιν, ἐδόθη μοι συναποκρισιάρης Μάρκος Παλαιολόγος ὁ Ἴαγρος, ὁ ὕστερον πρωτοστράτωρ, τότε δέ πρωτοβεστιαρίτης, πλέον ἀνατεθείς εἶναι κατά τῆς δουλείας μου ἢ ὕπερ αὐτῆς· οὐκ οἶδα δέ ἄλλο τι αἴτιον, ἀλλ' ἢ τό φθόνος οὐκ οἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον. Ἀπελθόντες δ' ὁμοῦ εἰς τόν ἀμηρᾶν, ἀπήραμεν ἀπολογίαν, ἵνα δώσωμεν αὐτήν οἷς εἶχον· ἀπολογησάμην οὖν τῷ τότε πρώτῳ βυζήρῃ καί ἄρχοντι, τῷ Μπραῒμ πασίᾳ, ὅτι τοῦτο ἐγώ τόν αὐθέντη μου οὐ δέν τολμῶ, ἵνα εἴπω, ἀλλ' ἐπεί ἐκεῖνος ὁπωσδήποτε ἄρχοντα αὑτοῦ ἀπέστειλε πρός τόν μέγαν αὐθέντην, ἰδού ἂς ὁρίσῃ καί ὁ αὐθέντης σκλάβον του καί ἂς ἔλθῃ μετ' ἐμοῦ καί ἂς εἴπῃ τούς ὁρισμούς τοῦ μεγάλου αὐθεντός. Καί ἔστερξε τοῦτο καί εἶπε· Φρόνιμα καί καλά λέγετε. Τοῦ Ἰάγρου ἰδίως σκώπτοντος τοῦτο εἰς ἐμέ ὡς ἄπρακτον καί μόνον ἐπιζήμιον. Ἐγώ δέ θεοῦ εὐδοκοῦντος ἔπραξα τοῦτο καί ἀπῆρα ἀρχοντόσκλαβον· καί ἦν τοῦτο πρῶτον αἴτιον τοῦ λαβεῖν διόρθωσιν τό περί τῆς Πάτρας. [20.6] [Ἔν τε δ' αὐτῷ Ἰουλίῳ μηνί τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέθανε καί ὁ δεσπότης ὁ Κάρουλος εἰς τά Ἰωάννινα.] [20.7] Καί τῷ λη-ῳ ἔτει ἐν μηνί Σεπτεβρίῳ εἰς τούς Κρατικούς ἔπραξαν τό συνοικέσιον τοῦ αὐθεντοπούλου κυροῦ Θωμᾶ οἱ αὐτάδελφοι αὐτοῦ οἱ δεσπόται μετά τῆς θυγατρός τοῦ πρίγκιπος Ἀσάνη Ζαχαρία τοῦ Κεντυρίωνος. [20.8] Ἐν ᾧ δή μηνί κἀγώ πάλιν ἐπανέστρεψα εἰς τά Τρίκαλα πρός τόν Τουραχάνην καί τήν περί τῆς Πάτρας δουλείαν τελείως διώρθωσα. [20.9] Καί τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνί Νοεμβρίῳ, ἡ βασίλισσα κυρά Θεοδώρα εἰς τό Στάμηρον εὑρισκομένη ἀπέθανε, καταλείψασα λύπην πολλήν καί εἰς τόν ἄνδρα αὑτῆς καί εἰς ἡμᾶς τούς οἰκείους αὐτοῦ διά τό εἶναι αὐτήν καλλίστην. Ἐτάφη δέ μέχρι τινός εἰς μίαν τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Γλαρέντζας· καί μετά ταῦτα ἀπῆγαν αὐτήν εἰς τήν ἐν τῷ Μυζηθρᾷ τοῦ Ζωοδότου μονήν. [20.10] Καί τῷ Ἰαννουαρίῳ μηνί τοῦ αὐτοῦ ἔτους εὐλογήθη καί ὁ αὐθεντόπουλος κύρ Θωμᾶς εἰς τόν Μυζηθρᾶν κυράν Αἰκατερῖναν, τήν θυγατέρα τοῦ ῥηθέντος πρίγκιπος.
- [←79]
-
Ῥαιδεστός: Τώρα Τεκιρντάγ, στη βόρεια ακτή τής Προποντίδας.
- [←80]
-
Το Μεγάλο Χρονικό δίνει την ακόλουθη πρόσθετη πληροφορία για αυτό το γεγονός:
Στις 29 Ιανουαρίου την τρίτη ώρα τής νύχτας κάποια αρχοντόπουλα πυρπόλησαν τον πολύ όμορφο και ιερό και θαυματουργό ναό τής Παναγίας στις Βλαχέρνες, θέλοντες να πιάσουν μικρά περιστεράκια. Αυτό ο ναός βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον Κεράτιο κόλπο, στην παραλία.
(Ἐν ᾧ δή Ἰαννουαρίῳ τῇ κθ-ῃ αὐτοῦ, νυκτός ὥρᾳ τρίτῃ ἐπυρπόλησαν παῖδές τινες ἀρχοντόπουλοι τόν ἐν Βλαχέρναις εἰς ὄνομα τῆς Θεομήτορος ναόν τόν περικαλλῆ τε καί θεῖον καί θαυματουργόν, θέλοντες πιάσαι τινάς νεοττούς περιστερῶν. Ὃς ναός ἔκειτο ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει πλησίον τοῦ Κερατίου κόλπου ἐν τῷ αἰγιαλῶ.)
- [←81]
-
[Σφραντζῆς 21.1] Τῇ δέ κϛ-ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἡμέρᾳ καί ὥρᾳ, ὁποῦ με ἐπίασαν οἱ Πατρηνοί, ἀπερχομένου μου εἰς τό δεσποτᾶτον ὡς ἀποκρισιαρίου, ζητήσει αὐτῶν ἕνεκα εἰρήνης τοῦ ἀνεψιοῦ δεσπότου τοῦ Καρούλου καί γυναικαδελφοῦ τοῦ αὐθεντός μου καί τῶν φυσικῶν υἱῶν αὐτοῦ δή τοῦ Καρούλου· Ἕρκουλα καί Μενώνου, ἐποίησαν γάρ ἐνόρκους συμφωνίας, ὅτι εἴτι ἄρα διακρίνῃ ὁ ζητήσει ἡμῶν σταλείς ἄρχων τοῦ δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου εἰς τά μέσα ἡμῶν διαφερόμενα, στέρξομεν καί ἀμφότερα τά μέρη, κατά τά πλησίον νησύδρια τῆς Ἁγίας Μαύρας ἀπήρασί με οἱ Καταλάνοι μετά πολλῶν καί ἀνθρώπων καί σκευῶν πολυτίμων ὄντα με. Καί κρατήσαντες μέχρι τινός καί ἀπαγαγόντες μέχρι καί τῆς Κεφαλλωνίας, ὡς δῆθεν περάσοντες εἰς τά περί τήν Νεάπολιν, τέλος ἐγυρίσαμεν εἰς τήν Γλαρέντζαν καί ἐπούλησαν καί ἐμέ καί τούς σύν ἐμοί. [21.2] Ἐν ᾧ δή Μαρτίῳ μηνί καί ὁ ἀμηρᾶς Μουράτμπεϊς τήν Θεσσαλονίκην ἀπῆρεν ἀπό τούς Βενετίκους πολέμῳ. [21.3] Ὁ δέ δεσπότης καί αὐθέντης μου κύρ Κωνσταντῖνος, τόν Μάϊον τοῦ αὐτοῦ ἔτους, τόν κουλᾶν τῆς Πάτρας ἀπῆρεν ἀπό λιμοῦ καί τῆς ἄλλης κακοπαθείας τῶν εὑρισκομένων ἐντός αὐτοῦ. [21.4] Καί τῇ ιζ-ῃ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπῆραν οἱ Καταλάνοι τήν Γλαρέντζαν, ἣν καί κρατήσαντες μέχρι τινός πάλιν ἐπούλησαν αὐτήν. [21.5] Καί τῷ Αὐγούστῳ μηνί τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπαναστρέψαντες οἱ ἀπό τοῦ βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου πρός τόν πάπαν Μαρτῖνον πρέσβεις ὅ τε Μάρκος ὁ Ἴαγρος καί μέγας στρατοπεδάρχης, καί ὁ μέγας πρωτοσύγγελος καί ἡγούμενος τῆς σεβασμίας βασιλικῆς μονῆς τοῦ Παντοκράτορος ἱερομόναχος καί πνευματικός Μακάριος ὁ Μακρύς ὀνομαζόμενος, ἀνήρ ἄριστος κατά τε λόγον καί ἀρετήν καί σύνεσιν, ἐποίησαν ὁρισμῷ τοῦ βασιλέως δεσπότην τόν αὐθεντόπουλον κύρ Θωμᾶν. [21.6] Καί τῷ λθ-ῳ ἔτει μηνί Σεπτεβρίῳ εὐεργετήθην ἐγώ τό κεφαλάτικον τῆς Πάτρας. [21.7] Καί τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνί Ὀκτωβρίῳ ἀπῆρεν ὁ μπεϊλαρμπεῒς τῶν Τουρκῶν ὁ Σινάνης τά Ἰωάννινα καί τήν αὐτῶν περιοχήν. [21.8] Καί τῇ κ-ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐν ἡμέρᾳ καί ὥρᾳ τῇ αὐτῇ, ἐν ᾗ καί τά προγεγονότα μοι συνέβησαν, ἐδεξάμην καί τό ἀπευκταῖον ἐμοί μήνυμα δι' ὁρισμοῦ τοῦ αὐθεντός μου ἀπό τήν Βοστίτζαν, ὅτι τῇ τοῦ παρελθόντος Ἰαννουαρίου ζ-ῃ τέθνηκε λοιμώδει νόσῳ ὁ ἄριστος κἀμοῦ φίλος ὁ Μακάριος καί ὢν καί καλούμενος ὁ Μακρύς, ὁ παρ' ὀφθαλμῷ μέν πατριαρχικῷ ὑπερηφάνῳ καί ἀπλήστῳ ἀγαρικῇ καρδίᾳ αἱρετικός, παρά δέ ὀφθαλμῷ παντοκρατορικῷ ἀκοιμήτῳ καί ἀληθείᾳ δικαζούσῃ ὀρθόδοξος. Ὃς καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ἐπανῆλθεν ἀπό τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τήν μονήν τοῦ Παντοκράτορος ἔλαβε παρακινήσει καί συνεργείᾳ ἰδικῇ μου· ὡς οἱ πάντες ἠπίσταντο. καί συνάρσει μέν πρῶτον τοῦ παντοκράτορος θεοῦ, ἔπειτα δέ σπουδῇ καί ἐπιμελείᾳ ἐμοῦ τε κἀκείνου, πᾶν εἴ τι καλόν καί πρός σύστασιν καί εὐκοσμίαν εἰς αὐτήν μονήν προεχώρησε. [21.9] Καί τῷ τέλει τοῦ ἔαρος αὐτοῦ δή τοῦ ἔτους ἦλθεν ὁ Τουραχάνης καί κατεχάλασε καί ἔτι τό Ἑξαμίλιον. Καί θανατικόν ὅτι πολύ εἰς τήν Πάτραν ἐγένετο. [21.10] Καί τῇ λα-ῃ Ἰαννουαρίου τοῦ μ-οῦ ἔτους ὁρισθείς ἀπῆλθον ἀποκρισιάριος εἴς τε τόν βασιλέα, ἀφ' οὗ καί τό τοῦ πρωτοβεστιαρίτου τότε ὀφφίκιον εὐεργετήθην, καί εἰς τόν ἀμηρᾶν. [21.11] Ἐν ᾧ ἔτει κατά τόν Μάρτιον μῆνα καί ἡ ἐναλλαγή τῶν τόπων ἀμφοτέρων τῶν ἀδελφῶν καί δεσποτῶν κυροῦ Κωνσταντίνου καί κυροῦ Θωμᾶ ἐγένετο· καί ὁ μέν ἀπῆρε τά Καλάβρυτα καί πάντα τά ἐκεῖσε τοῦ Κυροῦ Θωμᾶ, ὁ δέ πάλιν τήν Γλαρέντζαν καί τά περί τήν Ἀνδροῦσαν πάντα. [21.12] Καί τῷ μα-ῳ ἔτει τέθνηκεν ἡ τοῦ Μαλατέστα μέν θυγάτηρ, γυνή δέ τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου τοῦ πορφυρογεννήτου, κυρά Κλεώπη· καί ἐτάφη ἐν τῇ τοῦ Ζωοδότου μονῇ. [21.13] Καί τῷ μβ-ῳ ἔτει Ἰαννουαρίου ζ-ῃ πάλιν ἀπῆλθον ἀποκρισιάριος εἴς τε τόν Ἀντώνιον καί αὐθέντην τῶν Ἀθηνῶν, καί εἰς τόν ἀμηρᾶν καί εἰς τόν βασιλέα. [21.14] Ἐν ᾧ δή Ἰαννουαρίῳ τῇ κθ-ῃ αὐτοῦ νυκτός ᾥρᾳ γ-ῃ ἐπυρπόλησε τόν ἐν Βλαχέρναις εἰς ὄνομα τῆς θεομήτορος περικαλλῆ καί θεῖον ναόν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν, ὅπερ ἀκηκόαμεν ἐκεῖσε ἀπερχόμενοι εἰς τόν ποταμόν τόν Μεστόν ὀνομαζόμενον τῇ α-ῃ Φευρουαρίου, ὥρᾳ μετά ἑσπερινόν τῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς. Καί ἐλογισάμεθα αὐτό ψεῦδος, ἐπεί ὁ εἰρηκώς οὐκ ἐγνώσθη· καί διελθόντες εἰς τό ἔμπροσθεν μονάς εʹ καί οὐδέν περί τούτου ἀκούσαντες, τῇ εἰς τόν Ῥαιδεστόν ϛ-ῃ μονῇ ἡμῶν ἐμάθομεν τοῦτο ἀκριβῶς, ὅπως καί ὅποτε ἐγένετο, ὅπερ παράδοξον.
- [←82]
-
Στυλάρια: Αυτή η τοποθεσία δεν έχει αναγνωριστεί με βεβαιότητα. Ο F. Thiriet (επιμ.) Régestes des délibérations du sénat de Venise concernant la Romanie (Παρίσι 1959) II: 1896, θεωρεί ότι βρισκόταν κάπου γύρω από τη Στυλίδα στον Μαλιακό κόλπο, αλλά σύμφωνα με τον Marios Philippides, Constantine XI Dragaš Palaeologus (1404–1453): The Last Emperor of Byzantium (Λονδίνο 2019) 136, αυτή η ταύτιση φαίνεται απίθανη και πιστεύει ότι πρέπει να αναζητηθεί στη βορειοανατολική ακτή τής Πελοποννήσου.
- [←83]
-
Πρόκειται για τον Μαρκ Κοντουλμέρ, τώρα πια αρχιεπίσκοπο Ταρεντέζ (Tarantasiensis), τον ίδιο στον οποίο, όντας τότε απλώς εφημέριος τής Εκκλησίας τής Πάτρας, είχε ανατεθεί από τούς προκρίτους αυτής τής πόλης να διερευνήσει τις προθέσεις τού δεσπότη Κωνσταντίνου, που βρισκόταν στα περίχωρά της με τα στρατεύματά του. Μετά την κατάληψη τής Πάτρας από τούς Έλληνες (Μάιος 1429) ο Μαρκ Κοντουλμέρ έφυγε στη Δύση και έγινε διαδοχικά επίσκοπος Αβινιόν (1432-1433), αρχιεπίσκοπος Ταρεντέζ (1433-1438), πατριάρχης Γκράντο (1438-1445) και πατριάρχης Αλεξανδρείας (1444-1451). Στις 15 Ιουλίου 1437 διορίστηκε ως παπικός λεγάτος στην Κωνσταντινούπολη από τον πάπα Ευγένιο Δ’, που ήταν συγγενής του και ονομαζόταν Γκαμπριέλε Κοντουλμέρ.
- [←84]
-
[Σφραντζῆς 22.1] Καί εἰς τάς ἀρχάς τοῦ θέρους τοῦ μγ-ου ἔτους ἀπέθανε καί ὁ Ἀθηνῶν καί Θηβῶν αὐθέντης κύρ Ἀντώνιος Ντελαντζιόλης καί ζητήσει τῆς ἐκείνου γυναικός ἐστάλην ἐγώ μετά ἐνόρκου ἀργυροβούλου καί πολλῶν στρατιωτῶν, ἵνα παραλάβω τήν Ἀθήναν καί ἄλλον εἰς τόν Μορέαν αὐτῇ δώσω τόπον, ὁπόσον καί ὁποῖον φαίνηταί μοι· προλαβόντος δέ τοῦ Τουραχάνη καί τήν Θήβαν ἀποκλείσαντος, ἣν καί ἀπῆρε με τά τινας ἡμέρας, ἄπρακτος ἐγύρισα ἀπό τό Ἑξαμίλιον, τοῦτο παρεγγελίαν ἔχοντος μου. [22.2] Εἰς δέ τά Στυλάρια εὑρισκομένου τοῦ δεσπότου καί αὐθεντός μου καί τά τῆς πραγματείας κάτεργα Βενετικά ἐκδεχομένου, ἵνα ἐμβάς εἰς τήν Πόλιν ἀπέλθῃ, ἰδού κἀγώ ἄπρακτος ἔφθασα. Καί ἐμβάς κἀγώ ἀπερχόμεθα· καί εἰς τήν Εὔριπον φθάσαντες, ἐφάνη καλόν καί ἐστάλην εἰς τόν Τουραχάνην, εἰς τήν Θήβαν εὑρισκόμενον καί τήν δουλείαν τήν περί τῆς Ἀθήνας ἐδηλοποίησα αὐτῷ. [22.3] Καί ἐπληροφόρησέ μοι μεθ' ὅρκου, ὅτι διά τήν πρός τόν δεσπότην καί σέ ἐγνωριμίαν καί ἀγάπην, καλῶς καί προθύμως ἤθελα παραχωρήσει, ἵνα πραχθῇ τοῦτο, ἂν εἶχα ἐξεύρειν τι πρό τοῦ ἐξελθεῖν με ἀπό τό ὁσπίτιόν μου καί ἐλθεῖν ἐνταῦθα, ἐπεί ὁρισμῷ τοῦ μεγάλου αὐθεντός οὐδέν ἐποίησα τοῦτο· καί εὑρισκομένου εἰς τό ὁσπίτιόν μου, εἶχον πολλά σκεπάσματα, νῦν δέ πλέον σκέπασμά τι οὐκ ἔχω. Φιλοφρονηθείς δέ φιλοτίμως παρ' ἐκείνου καί τούς υἱούς αὐτοῦ φέροντος εἰς προσκύνησίν μου, καί παραδούς αὐτούς πρός ἐμέ καί τόν αὐθέντην μου, ἐξ ὧν εἷς ἦν καί ὁ νῦν πολύς καί μέγας Ἀμάρης, ἐπανέστρεψα κἀκεῖθεν ἄπρακτος. [22.4] Καί ἐπεί προλαβόντες οἱ ἐν τῷ Εὐρίπῳ ἐσήκωσαν τό γεοφύριν, καί ἀκουσίως ἐμείναμεν εἰς τάς ἔξω τοῦ γεοφυρίου πέτρας· διεβιβάσαμεν οὖν τοιαύτην νύκταν ἀπό τε κρύους, κθ-ῃ ἦν τοῦ Αὐγούστου, ἀπό τε πείνας, ἀπό τε ξηρότητος τῶν πετρῶν, ἀπό τε φόβου καί κλεπτῶν τῶν ἀπό τοῦ φωσάτου τοῦ Τουραχάνη διά τά ξένα ἄλογα, ἃ ἀπό τούς ἐν τῷ κάστρῳ ἐδανεισάμεθα, ὅτι παροιμία ἐγένετο ἐπί κακῷ τοῖς μετ' ἐμοῦ τότε οὖσιν εἰς τόν μετέπειτα χρόνον. [22.5] Ἀναβάντες οὖν εἰς τά κάτεργα ἐπί τήν αὔριον, τῇ κγ-ῃ τοῦ Σεπτεβρίου μηνός τοῦ μδ-ου ἔτους εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν ἐφθάσαμεν. [22.6] Καί τῇ κε-ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν καί ἡ τοῦ Παρασπονδύλου μεγάλου δουκός θυγατέρα Ζωή μετά κατέργου βασιλικοῦ, ὁποῦ ἐστάλη μετά Παλαιολόγον τόν Μανουήλ, ἵνα φέρωσιν αὐτήν· ἣν δή καί μετά τινας ἡμέρας εὐλογήθη αὐτήν ὁ δεσπότης κύρ Δημήτριος. [22.7] Μεθ' οὗ δή κατέργου ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν καί ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος, ἵνα ἐκεῖνος εἰς τήν πόλιν εὑρίσκεται καί διάδοχος, ὡς δεύτερος ἀδελφός, τῆς βασιλείας. Ὃ καί βασιλεύς ἔστεργε μέν ἀκουσίως, ἐπεί τόν κύρ Κωνσταντῖνον τόν αὐθέντην μου, πολλάκις με ἐπληροφόρησε καί ἐνόρκως ὡς ἐν μυστηρίῳ, ἠγάπα καί ἤθελεν, ὡς καί ὁ λόγος προιών δηλώσει. [22.8] Ἐπεί δέ οὕτως παρηκολούθησεν, ἐσπούδαζεν, ἵνα εἰς τόν Μορέαν τούς τρῖς ἄλλου ἀδελφούς ἐγκατοικίσῃ. Ὁ γοῦν αὐθέντης μου πάλιν ὁ δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος μετά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ κυροῦ Θωμᾶ τοῦ δεσπότου, ἦν γάρ εἰς τήν πόλιν μεθ' ἡμῶν ὁ πρῶτος ἄρχων τοῦ ὀσπιτίου ἐκείνου Ῥαούλ Μιχαήλ ὁ Ἰσῆς, ἐσπούδαζον, ἵνα οἱ δύο μέν σύν τῷ βασιλεῖ εὑρίσκωνται εἰς τήν πόλιν, οὗτοι δέ οἱ δύο αὐθένται εἰς τόν Μορέαν. [22.9] Διά ταύτην δή τήν αἰτίαν καί τόν Ἰούνιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους διέβη ἀπό τῆς Πόλεως εἰς τόν Μορέαν ὁ δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος ὡς φυγάς μετά γαλιώτου καί ἐγώ ἐστάλην παρ' αὐτοῦ εἰς τόν ἀμηρᾶν διά ταύτην δή τήν δουλείαν, ἵνα αὐτόν ὑπέρ ἑαυτόν ἔχωσι. Καί ἀπῆλθον καί καλῶς ᾠκονόμησα τά ἀνατεθειμένα· καί διά τῆς στερεᾶς εἰς τόν Μορέαν ἔφθασα. [22.10] Εὗρον δέ τούς ἀδελφούς καί αὐθέντας ἔχοντας ὄχλησιν μάχης μεγάλης. Καί γάρ ὄπισθεν τοῦ κυριοῦ Κωνσταντίνου καί αὐθεντός μου σταλείς μετά κατέργου καί ὁ κύρ Θεόδωρος ἐμάχετο τοῖς δυσίν ἀδελφοῖς αὑτοῦ, ὡς καί φωσάτων συναχθέντων ἐπ' ἀμφοτέροις τοῖς μέρεσι καί πολέμου μερικοῦ μέσον αὐτῶν γεγονότος. [22.11] Τῷ με-ῳ ἔτει καί ἀποκρισιαρίων ἀποσταλέντων παρά τοῦ βασιλέως, ἦσαν δέ ὁ καλός κἀγαθός Διονύσιος ἱερομόναχος, ὁ χρηματίσας καί μητροπολίτης Σάρδεων, καί Δισύπατος Γεώργιος, τήν μάχην ἀπό μέρους κατεπράϋναν. Τέλος δέ πάλιν ἄλλων ἐλθόντων ἀποκρισιαρίων τοῦ βασιλέως, Γρηγορίου ἱερομονάχου καί πνευματικοῦ, τοῦ χρηματίσαντος ὕστερον καί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, καί αὐτοῦ δή πάλιν Γεωργίου τοῦ Δισυπάτου, συνεβίβασαν, ἵνα ὁ μέν αὐθέντης μου δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος ἀπέλθῃ καί ἔνι εἰς τήν πόλιν, ὁ δέ κύρ Θεόδωρος καί κύρ Θωμᾶς οἱ δεσπόται εἰς τόν Μορέαν. [22.12] Καί τῇ ε-ῃ Σεπτεβρίου τοῦ μ-ου ἔτους διέβημεν ἀπό τής Πάτρας διά τῆς στερεᾶς εἰς τόν Εὔριπον μετά τοῦ αὐθεντός μου λέγω, καί ἐσέβημεν εἰς κάτεργον Βενέτικον ἀπό τό καστέλλιον τῆς Εὐρίπου τήν Κάρυστον. Ἐν ᾧ δή κατέργῳ ἦν καί ὅ ποτε μέν ἐν τῇ Πάτρᾳ κανόνικος Μάρκος, ὅταν ἀπήλθομεν κατ' αὐτῆς, γεγονώς δέ λεγάτος παρά τοῦ πάπα Εὐγενίου τοῦ συγγενοῦς αὐτοῦ καί παρ' ἐκείνου καί ἀποκρισιάριος εἰς τόν βασιλέα. Καί τῇ κδ-ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός Σεπτεβρίου ἀπεσώθημεν εἰς τήν Πόλιν.
- [←85]
-
Μέση Οδός: Η κύρια αρτηρία τής Κωνσταντινούπολης, η Μέση ή Κεντρική οδός, που επί Οθωμανών και μέχρι σήμερα ονομάζεται Ντιβάν Γιολού (Δρόμος προς το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο).
- [←86]
-
[Σφραντζῆς 23.1] Καί τῇ κζ-ῃ Νοεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους διέβη ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης μετά τοῦ πατριάρχου καί τοῦ δεσπότου κυροῦ Δημητρίου καί πολλῶν ἀρχόντων τῆς συγκλήτου καί τῆς ἐκκλησίας καί πάντων σχεδόν τῶν μητροπολιτῶν καί ἐπισκόπων διά τήν μελετηθεῖσαν, ὡς μή ὤφελε, σύνοδον. [23.2] Καί οὐ λέγω τοῦτο διά τά τῆς ἐκκλησίας δόγματα, ταῦτα γάρ παρ' ἄλλοις ἐδόθησαν κρίνεσθαι ἐμοί δ' ἀρκεῖ ἡ πατρική μου διαδοχή τῆς πίστεως, καί ὅτι οὐδέποτε παρά τινος τῶν τοῦ μέρους ἐκείνου ἤκουσα, ὅτι τό ἡμῶν κακόν, ἀλλά καλόν καί ἀρχαῖον, καί τό ἐκείνων οὐ κακόν, ἀλλά καλόν. [23.3] Καί νά εἴπω, ὡς ἐν παραδείγματι, ὅτι τήν Μέσην ὁδόν τῆς πόλεως, τήν πλατείαν καί εὐρύχωρον, διέρχομαι πολλούς χρόνους μετά τινων, δι' ἧς ἐκαταντῶμεν εἰς τήν Ἁγίαν Σοφίαν. Εἶτα μετά τινας καιρούς εὑρέθη παρά τινων καί ἄλλη ὁδός καταντῶσα, ὡς λέγουσι, καί αὕτη ἐκεῖ· καί νά με παροτρύνωσιν, ὅτι ἐλθέ καί διά τῆς ὁδοῦ ταύτης ἧς εὕρομεν· καί γάρ, εἰ καί ἔστιν αὕτη, ὁποῦ ἀπέρχῃ, καλή καί ἀρχαία καί ἡμῖν ἀρχῆθεν σύν ὑμῖν γνωστή καί διερχομένη, ἀλλά καί αὕτη, ἣν εὕρομεν νῦν, καλή ἐστιν. Ἐγώ δέ νά ἀκούω παρά μέν τῶν, ὅτι καλή ἐστι, παρά δέ τῶν, ὅτι οὐ καλή, διά τί νά μηδέν εἴπω· Μετ' εἰρήνης καί ἀγάπης ἀπέρχεσθε καλῶς εἰς τήν Ἁγίαν Σοφίαν, ὁπόθεν βούλεσθε· ἐγώ δέ πάλιν θέλω διέρχεσθαι διά τῆς ὁδοῦ, ἣν καί μεθ' ὑμῶν πολύν τινα χρόνον διηρχόμην καί καλήν αὐτήν καί παρ' ὑμῶν καί τῶν προγόνων μου μαρτυρουμένην καί διερχομένην. [23.4] Οὐ διά ταύτην οὖν τήν αἰτίαν εἶπον τό ὡς μή ὤφελεν, ἤθελα γάρ νά εἶχε γενεῖν καλῶς ἑνώσει τῶν ἐκκλησιῶν καί νά με ἔλιπεν ὁ εἷς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ἀλλά διά τό ὅτι ἦν καί αὕτη ἡ τῆς συνόδου δουλεία αἰτία μία καί πρώτη καί μεγάλη εἰς τό νά γένηται ἡ κατά τῆς Πόλεως τῶν ἀσεβῶν ἔφοδος καί ἀπό ταύτην πάλιν ἡ πολιορκία καί ἡ αἰχμαλωσία καί τοιαύτη καί τοσαύτη συμφορά ἡμῶν. [23.5] Καί ἀκούσατε λόγους ἀληθεῖς, τήν αὐτοαλήθειαν προβαλομένου μου μάρτυρα. Εἶπεν ὁ ἀοίδιμος βασιλεύς πρός τόν υἱόν αὑτοῦ, τόν βασιλέα κύρ Ἰωάννην, μόνος πρός μόνον, ἱσταμένου καί ἐμοῦ μόνου ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐμπεσόντος λόγου περί τῆς συνόδου· Υἱέ μου, βεβαίως καί ἀληθῶς ἐπιστάμεθα ἐκ μέσης τῆς καρδίας δή τῶν ἀσεβῶν, ὅτι πολλά τούς φοβεῖ, μή συμφωνήσωμεν καί ἑνωθῶμεν μέ τούς Φράγκους· ἔχουν το γάρ, ὅτι, ἂν τοῦτο γένηται, θέλει γενεῖν μέγα τι κακόν εἰς αὐτούς παρά τῶν τῆς Δύσεως Χριστιανῶν δι' ἡμᾶς. [23.6] Λοιπόν τό περί τῆς συνόδου, μελέτα μέν αὐτό καί ἀνακάτωνε, καί μάλισθ' ὅταν ἔχῃς χρείαν τινα φοβῆσαι τούς ἀσεβεῖς· τό δέ νά ποιήσῃς, αὐτήν, μηδέν ἐπιχειρισθῇς αὐτό, διότι οὐδέν βλέπω τούς ἡμετέρους, ὅτι εἰσίν ἁρμόδιοι πρός τό εὑρεῖν τινα τρόπον ἑνώσεως καί εἰρήνης καί ὁμονοίας, ἀλλ' ὅτι νά τούς ἐπιστρέψουν εἰς τό νά ἐσμεν ὡς ἀρχῆθεν. Τούτου δέ ἀδύνατον ὄντος σχεδόν, φοβοῦμαι μή καί χεῖρον σχίσμα γένηται· καί ἰδού ἀπεσκεπάσθημεν εἰς τούς ἀσεβεῖς. [23.7] Τοῦ δέ βασιλέως, ὡς ἔδοξε, μή δεξαμένου τόν λόγον τοῦ πατρός αὑτοῦ, μηδέν εἰπών, ἀναστάς ἀπῆλθε. Καί μικρόν σύννους γεγονώς ὁ μακαρίτης καί ἀοίδιμος πατήρ αὐτοῦ, ἐμβλέψας πρός ἐμέ ὁρίζει· Ὁ βασιλεύς ὁ υἱός μου ἔνι μέν ἁρμοδίως βασιλεῖ, οὐ τοῦ παρόντος δέ καιροῦ. Βλέπει γάρ καί φρονεῖ μεγάλα καί τοιαῦτα, οἷα οἱ καιροί ἔχρῃζον τῆς εὐημερίας τῶν προγόνων ἡμῶν· ἄμη σήμερον, ὡσάν παρακολουθοῦσιν εἰς ἡμᾶς τά πράγματα, οὐ βασιλέα θέλει ἡ ἡμῶν ἀρχή, ἀλλ' οἰκονόμον· καί φοβοῦμαι, μήποτε ἐκ τῶν ἐνθυμημάτων καί ἐπιχειρημάτων αὐτοῦ γένηται χαλασμός τοῦ ὁσπιτίου τούτου. Προεῖδον γάρ καί τάς ἐνθυμήσεις αὐτοῦ καί τά ἐδόξαζε κατορθῶσαι μέ τόν Μουσταφᾶν, καί εἶδον καί τά τέλη τῶν κατορθωμάτων, εἰς τι κίνδυνον μᾶς ἔφερον. [23.8] Ἕτερον βεβαιοῦν τήν ποτε βουλήν τοῦ ἀοιδίμου πατρός αὐτοῦ. Ὡς ἐστάθη, ἵνα ἀπέλθῃ εἰς τήν σύνοδον, ἐστάλη εἰς τόν ἀμηρᾶν ἀποκρισιάρης Ἀνδρόνικος ὁ Ἴαγρος, δηλῶσαι τοῦτο πρός ἐκεῖνον ὡς τάχα φίλον καί ἀδελφόν. Κἀκεῖνος ἀπελογήσατο, ὅτι οὐδέν μοι φαίνεται καλόν νά ὑπάγῃ νά κοπιάσῃ τοσοῦτον καί νά ἐξοδιάσῃ καί τί νά κερδίσῃ; Ἰδού ἐγώ, καί ἐάν ἔχῃ χρείαν καί ἄσπρων δι' ἔξοδον καί εἰσόδημα καί ἄλλο τι πρός θεραπείαν αὐτοῦ, ἕτοιμός εἰμι νά τόν θεραπεύσω. Καί ἐγένετο πολύς λόγος καί βουλή, πότερον νά γένηται τό τοῦ ἀμηρᾶ, ἢ νά ἀπέλθωσιν εἰς τήν σύνοδον. Καί ἐγένετο, ὅπερ ἤθελεν ὁ βασιλεύς ἢ μᾶλλον ἡ κακή τύχη. [23.9] Ἐξελθόντος οὖν τοῦ βασιλέως ἀπό τῆς πόλεως καί ἀπερχομένου, ἐβουλεύσατο ὁ ἀμηρᾶς, ὅτι νά ποιήσῃ μάχην τήν Πόλιν καί νά πέμψῃ φωσάτον κατ' αὐτῆς· οὐ τοσοῦτον, ὅτι νά ἐπάρῃ αὐτήν, ὅσον ἵνα ποιήσῃ τόν βασιλέα νά ἐπιστρέψῃ. [23.10] Καί τοῦτο ἐβεβαιώθη καί ἐστάθη παρά πάντων τῶν αὐτοῦ ἄνευ μόνου τοῦ Χαλίλ πασία, ὅστις ἀντέστη λέγων, ὅτι μᾶλλον μέν οὖν αἴτιον θέλει εἶσθεν, ἐάν ποιήσῃς μάχην τήν Πόλιν, ἵνα ὁ βασιλεύς εἴπῃ τούς Φράγκους ἀπό ἀνάγκης, ὅτι ὅπερ λέγετε, στέργω το. Καί ἰδού ἐγένετο, ὅπερ φοβούμεθα· ἀμή ἄφες το καί ἰδέ τό τί θέλει πράξειν. Καί εἰ μέν ὁμονοήσουν, σύ ἀγάπην ἔχεις μετ' ἐκείνους καί ὅρκους· εἰς τό ἔμπροσθεν πάλιν, ὡς ἂν βλέπῃς, θέλεις πράττειν. Εἰ δέ μᾶλλον οὐδέν ὁμονοήσουν, τότε μᾶλλον ἐξέβη ὁ λογισμός καί μέ πλέον θάῤῥος ποίησον τό θέλεις. Καί αὕτη ἡ βουλή τόν μέν ἀμηρᾶν τοῦ σκοποῦ ἐκώλυσεν. [23.11] Πρό δέ τοῦ Χαλίλ πασία τήν βουλήν δόντος τοῦ καιροῦ μαθεῖν ἡμᾶς, ἀλλά τήν ἄλλων, ὁ αὐθέντης μου ὁ δεσπότης καί οἱ ἄρχοντες ἐξώρθωσαν τόν Παλαιολόγον Θωμᾶν καί πρός τόν βασιλέα ἀπέστειλαν. Καί λογισμός καί τρικυμία τοῖς ἐν τῇ Πόλει περιέπεσεν ὅτι πλείστη, ἕως οὗ πάλιν ἐμάθομεν τήν ἰσχύσασαν βουλήν τοῦ Χαλίλ πασία. [23.12] Καί ἰδού ἐκμαρτυρία τοῦ ὡς μή ὤφελε γενέσθαι τήν σύνοδον. Ἀφίημι γάρ τά ἄλλα, ἃ παρηκολούθησαν ἀπό τούτου.
- [←87]
-
Στο κείμενο τοῦ ἐπί κανικλείου. Ο ἐπί τοῦ κανικλείου ή χαρτουλάριος τοῦ κανικλείου ήταν από τους υψηλότερους αξιωματούχους τού αυτοκράτορα. Κρατούσε το αυτοκρατορικό μελανοδοχείο (και την πένα), που λεγόταν κανίκλειον και ήταν υπεύθυνος γι' αυτό.
- [←88]
-
[Σφραντζῆς 24.1] Τοῦ δέ αὐτοῦ μϛ- ου ἔτους τῇ κϛ- ῃ τοῦ Ἰαννουαρίου μηνός εὐλογήθην ἐγώ Ἑλένην, τήν θυγατέραν τοῦ ἐπί κανικλείου Ἀλεξίου Παλαιολόγου τοῦ Τζαμπλάκωνος. [24.2] Καί Μαΐῳ α- ῃ τοῦ μζ- ου ἔτους ἐγεννήθη μοι ὁ υἱός Ἰωάννης, ὃν καί ὁ βασιλεύς ὁ αὐθέντης μου κύρ Κωνσταντῖνος ἀνεγέννησε διά τοῦ θείου βαπτίσματος, ὁ καί πρό τοῦ ἡμᾶς στεφανώσας. [24.3] Καί Δεκεμβρίῳ ιζ- ῃ τοῦ μη- ου ἔτους ἀπέθανεν ἡ δέσποινα κυρά Μαρία ἡ ἀπό Τραπεζοῦντας· καί τῇ α- ῃ Ἰαννουρίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέθανεν ἡ δέσποινα Εὐγενία, ἡ τοῦ Γατελιούζη θυγάτηρ· αἱ καί ἐτάφησαν ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ, καί σφοδροῦ εἴ πέρ ποτε χειμῶνος τότε γενομένου. Καί τῇ ιζ- ῃ τοῦ αὐτοῦ Ἰαννουαρίου μηνός ἀπέθανεν ἡ βασίλισσα κυρά Ζωή καί ἐτάφη ἐν τῇ τῆς Κυραμάρθας μονῇ. [24.4] Καί τόν Φευρουάριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπανέστρεψαν εἰς τήν Πόλιν ἀπό τῆς συνόδου ὅ τε βασιλεύς καί ὁ δεσπότης καί οἱ ἀπελθόντες πάντες ἄλλοι, τοῦ πατριάρχου καί μόνον καί τοῦ καλοῦ καγαθοῦ Σάρδεων κἀμοί πλεῖστα φίλων ἐκεῖσε τελευτησάντων, τούτου μέν εἰς Φεῤῥαρίαν, τοῦ δέ πατριάρχου ἐν Φλωρεντίᾳ ὕστερον. [24.5] Καί τῇ κζ- ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους τῇ λαμπρᾶ κυριακῇ ἐγεννήθη μοι ὁ δεύτερος υἱός Ἀλέξιος, ὃς καί ἐπέζησεν ἡμέρας καί μόνον λʹ. [24.6] Καί τό ἔαρ τοῦ αὐτοῦ χρόνου ἐγεγόνει καί πατριάρχης ὁ πρότερον Κυζίκου κύρ Μητροφάνης. [24.7] Καί τῇ ϛ- ῃ Δεκεμβρίου τοῦ μθ- ου ἔτους ὁρισθείς ἀπῆλθον εἰς τήν νῆσον Λέσβον καί κατέστησα τό συμπενθέριον καί ἐποίησα καί μνηστείαν γάμου μετά κυρᾶς Αἰκατερίνης τῆς θυγατρός αὐθεντός τῆς Μιτυλήνης καί τῶν ἑξῆς κυροῦ Ντωρῆ Παλαιολόγου τοῦ Γατελιούζη. [24.8] Καί τῇ ιϛ- ῃ Ἀπριλλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους τῇ λαμπρᾶ πάλιν κυριακῇ ἐγεννήθη μοι θυγάτηρ ἡ Θάμαρ, ἣν ἀνεδέξατο καί αὐτήν ἐκ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ὁ αὐθέντης μου ὁ δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος. [24.9] Καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ λαβών τήν αὑτοῦ θυγατέραν Ἀσανῖναν τήν Θεοδώραν Παῦλος ὁ Ἀσάνης ἔφυγεν ἀπό τῆς Πόλεως καί ἦλθεν εἰς τήν Μεσέμβριαν καί δέδωκεν αὐτήν εἰς νόμιμον γυναῖκα τῷ δεσπότῃ κύρ Δημητρίῳ. [24.10] Καί τῇ κζ- ῃ τοῦ Ἰουλίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπῆλθεν εἰς τήν Μιτυλήνην μετά κατέργων βασιλικῶν καί εὐλογήθη ὁ αὐθέντης μου δηλονότι τήν ῥηθεῖσαν κυράν Αἰκατερῖναν Γατελιούζεναν, καπετανίου ὄντος εἰς τά κάτεργα τοῦ μετά ταῦτα γεγονότος μεγάλου δουκός Λουκᾶ τοῦ Νοταρᾶ. [24.11] Καί τόν Σεπτέβριον μῆνα τοῦ ν- ου ἔτους καταλείψας ἐκεῖσε εἰς τόν αὐτῆς πατέρα τήν βασίλισσαν καί γυνήν αὑτοῦ ὁ αὐθέντης μου δηλονότι, ἤλθομεν εἰς τόν Μορέαν μέ τά αὐτά κάτεργα καί τῆς Μιτυλήνης ἑτέρου ἑνός.
- [←89]
-
Δέρκοι ή Δέρκος: (τουρκ. Durusu). Από το ρήμα δέρκω (=βλέπω) πιθανότατα πήρε το όνομά της η πόλη των Δέρκων. Η πόλη χτίστηκε το 507 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Αναστάσιο τον Α΄ δίπλα στην ομώνυμη λίμνη. Στη Δέρκο κατέληγε το λεγόμενο Αναστασιανό τείχος, ερείπια του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα. Στη θέση της παλιά πόλης βρίσκεται σήμερα ένα μικρό χωριό της Τουρκίας. Καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1380-81. Η πόλη είχε μεγάλη σημασία λόγω της οχύρωσής της και γι αυτό ο αυτοκράτωρας Ιωάννης Παλαιολόγος στη συνθήκη που σύναψε με τον Μουράτ τον Β’ του παρεχώρησε όλη την παραλία της Προποντίδας εκτός της Σηλυβρίας και τα παράλια του Ευξείνου εκτός των Δέρκων. Η έκθεση του Καλέμη (γενικός γραμματέας της μητροπόλεως Δέρκων) μας πληροφορεί ότι το 1884 στο χωριό κατοικούσαν 500 χριστιανοί κάτοικοι, κατά το πλείστον βουλγαρόφωνοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν από την Μακεδονία και εργάζονταν ως κολίγοι. Μετά το 1913 οι χριστιανοί κάτοικοι των Δέρκων κατέφυγαν στη Βουλγαρία.
- [←90]
-
Ο δεσπότης Δημήτριος Παλαιολόγος ήταν αντίθετος στην ένωση των δύο Εκκλησιών και είχε συχνά εκφράσει φιλοτουρκικές απόψεις (βλ. κεφ. 35.1). Επιχείρησε να γίνει αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης μετά τον θάνατο τού Μανουήλ Β’ (1425), αλλά απέτυχε. Όταν πέθανε ο Ιωάννης Η’ το 1448, ο Δημήτριος προσπάθησε ξανά να κερδίσει τον θρόνο (κεφ. 29.2), αλλά απέτυχε και πάλι. Αργότερα η έχθρα του για τον αδελφό του Θωμά πρόσφερε στον Μωάμεθ Β’ Πορθητή ευκαιρία να παρέμβει. Κατά συνέπεια ο Μοριάς πέρασε υπό τουρκικό έλεγχο (κεφ. 38 και εξής). Για τον Δημήτριο βλέπε OGN, σελ. 180 κ.ε., LCB, σελ. 390 κ.ε., και FC, σελ. 171 κ.ε.
- [←91]
-
Κότζινος: Σήμερα Κότσινας, ήταν στη μέση περίοδο τής αυτοκρατορίας το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι τής Λήμνου σε κόλπο τής βόρειας ακτής τού νησιού, στην ανατολική ακτή τού κόλπου Πουρνιά, απέναντι από τον κόλπο τού Μούδρου.
- [←92]
-
[Σφραντζῆς 25.1] Καί τῇ κ- ῃ Ὀκτωβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ὁρισθείς διέβην ἐγώ εἰς τόν ἀμηρᾶν καί τόν βασιλέα ἀποκρισιάρης, ἔχοντος μου καί ἀπό κρυφον μυστήριον, ὅτι, ἐάν ἐνδώσῃ τοῦτο καί ὁ βασιλεύς, νά ἀπέλθω εἰς τόν δεσπότην κύρ Δημήτριον ἄνω εἰς τήν Μεσέμβριαν καί δώσω πρός ἐκεῖνον ἅπαντα τόν τόπον, ὃν ὁ αὐθέντης μου εἰς τόν Μορέαν εἶχεν, αὐτός δέ πάλιν ἐλθών εἰς τήν Πόλιν ἔχῃ τήν Σηλύβριαν καί τόν πρώην τόπον αὑτοῦ Μεσέμβριαν καί τά ἄλλα ἕως τῶν Δέρκων, καί εἰς ἐλπίδαν εἶναι τῆς βασιλείας, ὡς ἡγάπα ὁ βασιλεύς, ἐκεῖσε εὑρισκόμενον. Ὃ δή καλῶς ἀποδεξάμενος ὁ βασιλεύς, τόν Ἰαννουάριον μῆνα εἰς τήν Μεσέμβριαν πρός τόν δεσπότην κύρ Δημήτριον ἀπῆλθον. Ἐκεῖνος δέ ἐνεργῶν τά κατά τῆς πόλεως, ἢ μᾶλλον τά κατ' ἐκείνου, ἀπέπεμψέ με ἄπρακτον. [25.2] Ἐν ᾧ μηνί καί ἀποπληξίᾳ δεινῇ περιπεσών Παῦλος ὁ Ἀσάνης ἐναπέψυξεν. [25.3] Ἐμοῦ δ' ἐπιστρέψαντος εἰς τήν πόλιν καί προσμένοντος ὁρισμῷ τοῦ βασιλέως πρός τό ἐπιστρέψαι εἰς τόν αὐθέντην μου, τῇ κγ- ῃ τοῦ Ἀπριλλίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπηλάλησε μετά Τουρκῶν καί ἀπέκλεισε καί ἔφθειρε τά τῆς πόλεως ὁ δεσπότης κύρ Δημήτριος. Ἐν ὧ δή μηνί καί ἡμέρᾳ ἐγεννήθη αὐτῷ καί ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ. [25.4] Καί τόν Ἰούλιον μῆνα τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐρχομένου τοῦ αὐθεντός μου καί δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου εἰς βοήθειαν τῆς πόλεως καί διά τῆς Μιτυλήνης διελθόντος καί λαβόντος καί τήν αὑτοῦ γυναῖκα τήν βασίλισσαν, εἰς τήν Λῆμνον ἦλθε· καί εὑρεθέντος ἐκεῖσε ἐπολεμήθη εἰς τόν Κότζηνον ἡμέρας πολλάς ὑπό τοῦ στόλου παντός τῶν Τουρκῶν. Ἀπελθόντος δ' ἀπράκτου τοῦ στόλου βοηθείᾳ θεοῦ, ἡ βασίλισσα ἀπό τῆς περιστάσεως ἀσθενήσασα καί ἐκτρωθεῖσα τόν Αὔγουστον τοῦ αὐτοῦ ἔτους εἰς τό Παλεόκαστρον τοῦ αὐτοῦ νησίου τῆς Λήμνου ἀπέθανε καί ἐτάφη. [25.5] Καί τῇ ιδ- ῃ τοῦ Σεπτεβρίου μηνός τοῦ να- ου ἔτους ἐγεννήθη μοι ὁ ἕτερος υἱός Ἀλέξιος. [25.6] Καί τόν Νοέμβριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν ὁ δεσπότης καί αὐθέντης μου κύρ Κωνσταντῖνος· καί τῇ α- ῃ Μαρτίου ἔλαβεν ἀπό τόν βασιλέα τήν Σηλύβριαν καί ἀπέστειλεν ἐμέ ἐκεῖσε εἰς κεφαλήν, ἵνα καί ἀπό τόν ἀμηρᾶν καί τόν δεσπότην κύρ Δημήτριον καί αὐτόν δή τόν δεδωκότα βασιλέα προστάξας φυλάττω. [25.7] Καί τόν Ἰούνιον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν Φραγκόπουλος ὁ πρωτοστράτωρ· καί ὁρισθείς κἀγώ ἀπό τήν Σηλύβριαν εἰς τήν Πόλιν ἦλθον. Καί συμφωνίαι γεγόνασιν, ὅτι ὁ μέν δεσπότης καί αὐθέντης μου εἰς τόν Μορέαν ἀπέλθῃ καί τόν τόπον πάντα τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου λάβῃ, ἐκεῖνος δέ εἰς τήν πόλιν ἔλθῃ καί τήν Σηλύβριαν λάβῃ· ἃ δή καί ἐγένετο.
- [←93]
-
Αυτές οι προετοιμασίες, τις οποίες ενέπνευσαν οι εργασίες τής Συνόδου τής Φλωρεντίας, οδήγησαν στην αποτυχημένη εκστρατεία των ευρωπαϊκών στρατών και στον αφανισμό τους στη Βάρνα το 1444. Τότε η κατάσταση για δυτική παρέμβαση στις υποθέσεις τής Ανατολικής Ευρώπης ήταν λογικά σωστή, καθώς οι τουρκικοί στρατοί ήσαν απασχολημένοι μακριά από τη Θράκη (βλέπε MCT, σελ. 34 κ.ε.). Επικεφαλής των Δυτικών ήσαν ο καρδινάλιος Τζουλιάνο Τσεζαρίνι, ο Ούγγρος βασιλιάς Βλάντισλαβ και ο στρατηγός του, ο Ιωάννης Κορβίνους Χούνιαντι τής Τρανσυλβανίας (βλέπε σημ. 27). Η βυζαντινή αυλή ενημερώθηκε για αυτές τις προετοιμασίες και σε αυτό το σημείο ο Κωνσταντίνος [ΙΑ’] ξεκίνησε εισβολή από τον Μοριά στην Αττική και τη Βοιωτία.
- [←94]
-
Οι Τούρκοι κέρδισαν αποφασιστική νίκη στη Βάρνα τον Νοέμβριο. Στα πρώτα στάδια τής μάχης τα χριστιανικά στρατεύματα σημείωσαν μερικές νίκες, αλλά καθώς συνεχίζονταν οι μάχες, ο γενίτσαρος Χότζα Χιζίρ σκότωσε τον βασιλιά Βλάντισλαβ. Ο σουλτάνος έβαλε το κεφάλι τού βασιλιά σε πάσσαλο και το παρουσίασε στους στρατιώτες. Έχοντας καταληφθεί από τρόμο, οι Χριστιανοί έφυγαν άτακτα από το πεδίο της μάχης. Οι Τούρκοι δεν ήσαν βέβαιοι για τη νίκη τους στην αρχή, αλλά όταν ήταν σαφές ότι οι δυτικοί στρατοί είχαν διαλυθεί, καταδίωξαν ανελέητα τις δυνάμεις που είχαν απομείνει. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' δεν είχε άλλη επιλογή, από το να στείλει δώρα στον σουλτάνο και να τον συγχαρεί για τον θρίαμβό του.
- [←95]
-
O πνευματικός κυρ Γρηγόριος των Απομνημονευμάτων τού Συρόπουλου.
- [←96]
-
[Σφραντζῆς 26.1] Καί τῇ ι-ῃ τοῦ Ὀκτωβρίου τοῦ νβ-ου ἔτους μετά καραβίου ἐξελθόντος ἀπό τῆς Πόλεως τοῦ αὐθεντός μου καί δεσπότου καί ἀπελθόντος εἰς τόν Μορέαν, καί πάλιν μετ' αὐτοῦ δή τοῦ καραβίου ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος τόν Δεκέμβριον μῆνα τοῦ αὐτοῦ ἔτους εἰς τήν Πόλιν ἀπέσωσε. Καί τόν Μάρτιον παρέδωκα ἐγώ πρός αὐτόν τήν Σηλύβριαν. [26.2] Καί ἐμβάντος μου εἰς καράβιον τοῦ ἀπό τήν Κρήτην Ὑαλινᾶ Ἀντωνίου εἰς τήν τοῦ Εὐρίπου Κάρυστον ἐπάφηκέ με. Καί τῇ γ-ῃ τοῦ Ἰουνίου διά τῆς στερεᾶς ὁδοῦ εἰς τόν Μυζηθρᾶν ἔφθασα, πολλά τοῦ δεσπότου κυροῦ Θεοδώρου ζητοῦντός με καί παροτρύνοντος, ἵνα καί τήν Σηλύβριαν ἔχω καί τῶν πρώτων αὐτοῦ ὑποχειρίων εὑρίσκωμαι. [26.3] Διερχόμενος δέ εὗρον καί τό Ἑξαμίλιον κτισθέν παρά τοῦ αὐθεντός μου καί δεσπότου τῷ παρελθόντι καιρῷ τοῦ ἔαρος. [26.4] Φθάσαντός μου οὖν εἰς τόν Μυζηθρᾶν, μετά τινας ἡμέρας ὀλίγας, τοῦ καρδιναλίου καί βιτζεκαντζελλαρίου καί λεγάτου καθολικοῦ τοῦ πάπα ἀπερχομένου μετά πολλῶν κατέργων εἰς τήν Πόλιν διά τήν κατά τῶν ἀσεβῶν τοῦ ῥηγός τῆς Οὐγγαρίας ἐξέλευσιν, ἐστάλην καί ἐγώ πάλιν ἀποκρισιάρης πρός τε τόν βασιλέα καί πρός τόν ἀμηρᾶν καί αὐτόν δή τόν ῥῆγαν, ἀλλά δή καί πρός τόν λεγᾶτον καί πρός τόν καπετάνιον Ἀλωΐζω Λορδᾶν δι' ἀναγκαίας δουλείας, πρός οὗ προβῶσι τά πράγματα. [26.5] Καί διερχομένου μου τήν Κόρινθον τῇ λ-ῃ τοῦ Αὐγούστου, ἵνα εἰς τόν Εὔριπον τά κάτεργα τῆς ἀρμάτας φθάσω, εὗρον θαπτόμενον τόν καλόν κἀγαθόν Κορίνθου Μάρκον, ὃς καί ἐν τῇ αὐλῇ ἡμῶν ἐγεννήθη καί μεθ' ἡμῶν ἀνετράφη· καί ὑπό τοῦ κακοῦ τῆς μητρυιᾶς αὐτοῦ πολλά πιεζόμενος μεγάλας θεραπείας παρά τῶν γεννητόρων μου εὕρισκεν, εἰ καί ἀναγκασθείς ἀπό τοῦ πολλοῦ κακοῦ ἔφυγεν ἀπό τόν πατέρα αὑτοῦ καί εἰς τήν τῶν Ξανθοπούλων μονήν ἀπῆλθε καί τοιοῦτος χρήσιμος ἀπεκατεστάθη. [26.6] Φθάσας οὖν ἐγώ εἰς τόν Εὔριπον, τά δέ κάτεργα οὐ φθάσας δι' ἄλλου πλευσίμου εἰς τήν Λῆμνον ἀπεσώθην κἀκεῖσε εὑρών κάτεργον βασιλικόν εἰς τήν Πόλιν ἀπεσώθην εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Νοεμβρίου τοῦ νγ-ου ἔτους. [26.7] Τῷ δέ αὐτῷ μηνί ια-ῃ ὁ ῥήξ τῆς Οὐγγαρίας ἐσκοτώθη παρά τοῦ ἀμηρᾶ εἰς τήν Βάρναν. [26.8] Καί τῇ ιζ-ῃ τοῦ Ἰουλίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐγεγόνει παγκόσμιος καύσων καί ἄξιος μνήμης. [26.9] Ἐν ᾧ δή θέρει καί ὁ πνευματικός κύρ Γρηγόριος πατριάρχης ἐγεγόνει. [26.10] Καί τῇ ιε-ῃ τοῦ Αὐγούστου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐγεννήθη μοι ὁ υἱός Ἀνδρόνικος, ὃς ἔζησεν ἡμέρας καί μόνον ὀκτώ.
- [←97]
-
Κουλᾶς: Η ακρόπολη τού Μυστρά.
Ἑβραϊκή: Ο Εβραιομαχαλάς τού Μυστρά.
Τρύπη: Χωριό στον δρόμο Σπάρτης-Καλαμάτας, 8 χλμ δυτικά τής Σπάρτης, σε υψόμετρο 402 μ.
Τζεράμιον: Τώρα Τσεραμιό, οικισμός στον Άγιο Ιωάννη, 4 χλμ νοτιοδυτικά τού Μυστρά.
Πακοτά: οικισμός στον Άγιο Ιωάννη, 4 χλμ νοτιοδυτικά τού Μυστρά.
Σκλαβοχώριον: Τώρα Aμύκλες, χωριό της Λακωνίας, 6 χλμ νότια τής Σπάρτης.
- [←98]
-
Όπως έχουμε αναφέρει, ο τίτλος μεσάζων σημαίνει πολιτικό αξιωματούχο τής ύστερης περιόδου τής αυτοκρατορίας. Κατά τον 11ο και 12ο αιώνα ο τίτλος ήταν ακόμη ημιεπίσημος, αλλά θεσμοθετήθηκε επί Παλαιολόγων. Ο ιστορικός τού 15ου αιώνα Δούκας ταυτίζει τον τίτλο τού μεσάζοντος με εκείνον τού Τούρκου βεζύρη.
- [←99]
-
[Σφραντζῆς 27.1] Καί τῷ νδ-ῳ ἔτει Δεκεμβρίῳ μηνί πρός τέλος, ἐλθόντος μου εἰς τόν Μορέαν μετά τῶν τῆς πραγματείας Βενετικῶν κατέργων, Σεπτεβρίου α-ῃ τοῦ νε-ου ἔτους εὐεργετήθην τό κεφαλατίκιον τοῦ Μυζηθρᾶ μετά καί πάντων τῶν περί αὐτόν, ἤγουν Κουλᾶ, Ἑβραϊκῆς, Τρύπης, Τζεραμίου, Πακοτῶν καί Σκλαβοχωρίου καί μετά πάντων τῶν εἰσοδημάτων αὐτῶν, ὡς οὐκ εἶχεν ἄλλος τις οὕτως πώποτε τό τοῦ Μυζηθρᾶ κεφαλατίκιον. [27.2] Ὥρισέ μοι δέ καί τοῦτο, ὅτι ἐγώ δέδωκά σοι τόν Μυζηθρᾶν εἰς κεφαλατίκιον καί διά τήν σήν καλήν δουλοσύνην καί τήν ἐμήν πρός σέ ἀναδοχήν καί ἀγάπην, καί ὅτι θέλω νά ἔνι καί τοῦτο ἓν ὡς ἡ Κόρινθος καί ἡ Πάτρα, ὧν τήν μέν ἔχει ὁ Καντακουζηνός Ἰωάννης, τήν δέ Ἀλέξιος ὁ Λάσκαρις. [27.3] Καί γίνωσκε, ὅτι ἕτερον μεσάζοντα οὐδέν θέλω ποιήσειν πάρεξ αὐτόν δή τόν Εὐδαιμονοϊωάννην, ὃν ἔχω· ἀλλ' οὐδέ ἐνταῦθα θέλω εὑρίσκεσθεν ἀεί, ἀμή θέλω διέρχεσθεν τόν τόπον μου διά πολλά ὠφέλιμα. [27.4] Καί ὅταν μέν εὑρίσκωμαι εἰς τήν Κόρινθον, θέλω πράττειν τάς ἐμάς δουλείας καί τάς τοῦ τόπου ἐκείνου μετά τοῦ Καντακουζηνοῦ καί τοῦ Εὐδαιμονοϊωάννου· ὅταν δέ εἰς τήν Πάτραν ἀπέλθω, πάλιν μέ τόν Λάσκαριν καί τόν Εὐδαιμονοϊωάννην, καταλιμπάνων τόν Καντακουζηνόν εἰς τήν ἀρχήν αὐτοῦ· ὅταν δέ εἰμι ἐνταῦθα, μετά σοῦ καί τοῦ Εὐδαιμονοϊωάννου. [27.5] Καί ἄλλο, ὅτι, ὅταν σύν θεῷ ἕξω καί γυναῖκαν, διά σοῦ θέλω ἕξειν αὐτήν καί ἐνταῦθα τόν πλείονα χρόνον θέλω διαβιβάζειν καί θέλεις εἶσθεν καί σύ ὁ πλέον ἐγνώριμος αὐτῆς εἰς τά τῆς θεραπείας αὐτῆς. [27.6] Νῦν δ' ἐγώ μέν ἀπέρχομαι πρός οἰκοδομήν καλίω τοῦ Ἑξαμιλίου· σύ δέ ἐνταῦθα εὑρισκόμενος ἄρχε καλῶς τήν ἀρχήν σου καί παῦσαι τάς ἀδικίας καί τάς πολλάς ἀρχάς τῶν ἐνταῦθα εὑρισκομένων καί ποίησον πάντας τούς ἐνταῦθα, ἵνα σέ μόνον ἔχωσιν ἀρχήν ὡς ἐμέ μόνον αὐθέντην. Προσκυνήσαντός μου οὖν αὐτῷ καί εὐχαριστήσαντος, ἀπῆλθεν εἰς τό Ἑξαμίλιον τῇ η-ῃ τοῦ αὐτοῦ Σεπτεβρίου μηνός.
- [←100]
-
Η Ελένη Παλαιολογίνα (1431-1473) παντρεύτηκε τον Λάζαρ Μπράνκοβιτς (1421-1458), δεσπότη τής Σερβίας την περίοδο 1456-1458, γιο τού Γεωργίου (Τζούρατζ) Μπράνκοβιτς (βασ. 1427-1456) και τής Ειρήνης Καντακουζηνής.
- [←101]
-
Ο Ισίδωρος (περ. 1456), ήταν ο πρώτος μητροπολίτης Αθηνών κατά την Οθωμανική περίοδο (1456–1821/27) τής πόλης.
- [←102]
-
[Σφραντζῆς 28.1] Τόν δέ Ὀκτώβριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐξῆλθεν ἀπό τῆς Γλαρέντζας ἡ θυγάτηρ κυροῦ Θωμᾶ τοῦ δεσπότου κυρά Ἑλένη, ἵνα ἀπέλθῃ εἰς τήν Σερβίαν καί Λάζαρον τόν υἱόν κυροῦ Γιούργη δεσπότου ἄνδρα λάβῃ· ὅπερ καί ἐγένετο. [28.2] Καί διά τοῦτο καί δεσπότην καί αὐτόν δή τόν Λάζαρον ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης διά τοῦ Φιλανθρωπινοῦ Γεωργίου τετίμηκε. [28.3] Τῇ δέ κζ-ῃ τοῦ Νοεμβρίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν ὁ ἀμηρᾶς κατά Ἑξαμιλίου καί τῆ ι-ῃ Δεκεμβρίου ἀπῆρεν αὐτό καί τό ἐχάλασε· καί ἀπελθόντος αὐτοῦ καί ἕως εἰς τήν Πάτραν, τήν χώραν καί τήν μόνην ἀπῆρε καί κατέκαυσε καί ἠφάνισε. [28.4] Καί τόν Αὔγουστον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐστάλην πάλιν ἐγώ εἰς τήν Πόλιν καί δι' ἄλλας μέν δουλείας καί διά τήν εἰς τήν Τραπεζοῦνταν καί τήν Γοτθίαν συνοικεσίου διά τοῦ αὐθεντός μου δουλείαν, ἐπεί προεσύντυχαν ἀπ' ἐκεῖσε, εἰς ἃ μέρη καί ἱερομόναχον τόν Ἰσίδωρον, τόν ὕστερον χρηματίσαντα καί Ἀθηνῶν, καί ἀνθρώπους μου ἔστειλα καί ἔγραψα. [28.5] Καί προσμένοντός μου ἐκεῖ, τόν Ἰούνιον τοῦ νϛ-ου ἔτους ἀπέθανεν ἀπό λοιμώδους νοσήματος εἰς τήν Σηλυμβρίαν ὁ δεσπότης κύρ Θεόδωρος· καί φέροντες αὐτόν εἰς τήν Πόλιν ἔθαψαν ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ. [28.6] Καί τῇ ιε-ῃ τοῦ Αὐγούστου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέθανεν ἐμοί ὁ υἱός Ἀλέξιος, ζήσας χρόνους εʹ καί μῆνας ιαʹ, θάνατος καί σφόδρα μου καθήψατο, οὐκ εἰδότος μου τοῦ ἀθλίου τά μέλλοντά μοι συμβήσεσθαι λυπηρότερα. [28.7] Καί τῇ λα-ῃ τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός τοῦ νζ-ου ἔτους ἀπέθανε καί ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης χρονῶν ὑπάρχων νʹ καί μηνῶν ιʹ καί ἡμερῶν ιεʹ. Καί ἐτάφη τῇ α-ῃ Νοεμβρίου εἰς τήν μονήν τοῦ Παντοκράτορος, αὐτοκρατορήσας χρόνους κγʹ καί μῆνας γʹ καί ἡμέρας ιʹ.
- [←103]
-
Το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας στέφθηκε στον Μυστρά και όχι στον ναό τής Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη θεωρήθηκε από τούς συγγραφείς τής εποχής ως σοβαρή παραβίαση τής παράδοσης. Έτσι ο Δούκας δεν θεωρούσε τον Κωνσταντίνο ΙΑ' ως τον τελευταίο αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, αλλά επέμενε ότι ο τελευταίος νόμιμος αυτοκράτορας ήταν ο Ιωάννης Η’. Βλέπε πιο πάνω Δούκα, κεφ. 33.12.
- [←104]
-
[Σφραντζῆς 29.1] Καί τῇ ιγ-ῃ τοῦ αὐτοῦ Νοεμβρίου μηνός ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν μετά καραβίου ὁ δεσπότης κύρ Θωμᾶς, οὐκ εἰδώς τόν θάνατον τοῦ βασιλέως, ἀλλά περί τήν Καλλίπολιν διερχόμενος ἀκούσας αὐτόν. [29.2] Ἐκείνου δέ ἐλθόντος ἔπαυσαν πολλῷ πλέον, ἅπερ ὁ δεσπότης κύρ Δημήτριος ἢ μᾶλλον οἱ αὐτοῦ σφετεριζόμενοι ἐνεργοῦσαν, ἵνα βασιλεύσῃ, τόν οὐχί καί δεσπότην καί πορφυρογέννητον παρά τῶν Κωνσταντινοπολιτῶν ἄξιον ὄντα κρίνεσθαι, ζῶντος τοῦ πρώτου καί τοιούτου ἀδελφοῦ, τοῦ καί ἐπί πᾶσιν ἀγαθοῖς πρωτεύοντος ἄνευ τοῦ δυστυχής εἶναι. Ὅμως τό πρέπον καί δίκαιον ἴσχυσαν ὁρισμῷ τῆς ἁγίας δεσποίνας καί τῶν υἱῶν αὐτῆς τῶν δεσποτῶν καί ἀρχόντων βουλῇ καί γνώμῃ. [29.3] Τῇ ϛ-ῃ τοῦ Δεκεμβρίου ἀπῆλθον ἐγώ ἀποκρισιάρης εἰς τόν ἀμηρᾶν, ὅτι καί αὐτή ἡ μήτηρ καί οἱ ἀδελφοί καί τό πρωτεῖον τοῦ χρόνου καί ἡ ἀρετή καί ἡ ἀγάπη τῶν ἐν τῇ Πόλει σχεδόν πάντων τόν κύρ Κωνσταντῖνον εἰς βασιλέα κρίνουσι, καί νά ἐπίσταται τοῦτο κἀκεῖνος δή ὁ ἀμηρᾶς, ὅπερ καί ἔστερξε καί ἀπεδέξατο· καί μετά τιμῆς καί δώρων κἀμέ ἀπέπεμψε. [29.4] Τάς αὐτάς δέ ἡμέρας καί ἄρχοντες ἀπό τῆς πόλεως εἰς τόν Μορέαν ἐστάλησαν Ἀλέξιος Φιλανθρωπινός ὁ Λάσκαρις, ὃς ἐστάλη εἰς τήν πόλιν παρά τοῦ αὐθεντός ἡμῶν μετά τοῦ δεσπότου κυροῦ Θωμᾶ ὑπέρ τῶν δουλειῶν αὐτοῦ δή τοῦ δεσπότου εἰς τόν βασιλέα καί αὐτός ἐπιμεληθῆναι, καί Μανουήλ Παλαιολόγος ὁ Ἴαγρος καί βασιλέα πεποιήκασιν εἰς τόν Μυζηθρᾶν τῇ ϛ-ῃ Ἰαννουαρίου τόν δεσπότην κύρ Κωνσταντῖνον. [29.5] Καί τῇ ιβ-ᾳ τοῦ Μαρτίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθε καί εἰς τήν Πόλιν μετά καραβίου καταλανικοῦ καί παρά πάντων ἀσπασίως ἐδέχθη. [29.6] Καί τῷ αὐτῷ ἔτει ἐν μηνί Αὐγούστῳ ἐξῆλθεν ἀπό τῆς Πόλεως ὁ δεσπότης, ὁ πορφυρογέννητος τιμηθείς κύρ Θωμᾶς καί ἀπῆλθεν εἰς τόν Μορέαν. [29.7] Καί τῇ α-ῃ Σεπτεβρίου τοῦ νη-ου ἔτους ἐξῆλθε καί ὁ δεσπότης καί πορφυρογέννητος κύρ Δημήτριος καί ἀπῆλθε κἀκεῖνος εἰς τόν Μορέαν, εἰς τήν Πόλιν συμβιβασθέντων ἔμπροσθεν τῆς κυρίας καί ἁγίας μητρός αὐτῶν καί τοῦ βασιλέως καί ἀδελφοῦ καί ἡμῶν τῶν ἐκκρίτων ἀρχόντων καί ὅρκους πεποιηκότων, οὓς καί κακῶς ἔστερξαν καί κακῶς ἀπέλαβον, ὡς εἶδον ὕστερον κἀγώ, εἰ καί, πῶς πρός ἀλλήλους διετέθησαν, οὔτε τῶν ἀναγκαίων διηγεῖσθαι, οὔτε ἐν τῇ πόλει εὑρισκόμην, ἵνα καλῶς αὐτά ἐπίσταμαι.