Σημειώσεις Κεφαλαίου 4

Σημειώσεις Κεφαλαίου 4

[←1]

Συρόπουλος 4: Τμῆμα Δον. Ἐν ᾧ περί τῶν γεγονότων εἰς τόν κατάπλουν, καί περί τῆς εἰς τόν βασιλέα ὑπαντῆς τῶν Βενετίκων καί συμβουλῆς· καί περί τῆς εἰς τόν πάπαν ἐπιδημίας καί τοῦ ἀσπασμοῦ, καί περί τῆς τάξεως τῶν καθεδρῶν, καί περί τῆς καταστάσεως τῶν τοποτηρητῶν, καί περί τῆς τετραμήνου διωρίας, καί ὅπως γέγονεν ἡ τῆς συνόδου ἀνακήρυξις. ἀπομνημονευμάτων δ.

[←2]

Συρόπουλος 4.1: Προθεσμία τοίνυν ἐτάχθη ἡμέρα κυριακή, ἥτις καί εἰκοστή τετάρτη τοῦ νοεμβρίου μηνός ἦν τῆς πρώτης ἰνδικτιῶνος τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ ἐννεακοσιοστοῦ τετταρακοστοῦ ἕκτου ἔτους, καθ΄ ἥν καί ἡ καπιτανική τριήρις προσωρμίσθη ἐν τοῖς Εὐγενίου τόν πατριάρχην ἐκδεχομένη. ἐν ταύτῃ γοῦν τῇ ἡμέρᾳ μετά τό ἄριστον συνήλθομεν καί ἡμεῖς καί ἕτεροι πολλοί πρός τόν πατριάρχην· ὁ δέ ἐξελθών παρεγένετο μεθ΄ ἡμῶν ἐν τῷ δηλωθέντι αἰγιαλῷ καί πλῆθος λαοῦ συνῆλθεν ἐκεῖσε. <ὥρισε δέ πρότερον καί ἐγένετο τιμία συγχωρητική γραφή καθολική πρός πάντας καί ἀνεγνώσθη ἐκεῖσε·> καί ηὐλόγησε καί ηὔξατο πᾶσιν ὁ πατριάρχης καί οὕτως εἰσήλθομεν καί ἐμείναμεν εἰς τό κάτεργον. τῇ δ΄ ἑφεξῆς πάλιν προσωρμίσθησαν τά κάτεργα εἰς τόν Κυνηγόν, καί περί τετάρτην ὥραν εἰσῆλθε καί ὁ βασιλεύς εἰς τό ἴδιον κάτεργον, καί εὐθύς πάλιν σεισμός μέγας ἐγένετο, σύμβολον δεύτερον θεομηνίας. μετά δέ τό ἄριστον φιλοτίμως παραπλεύσασαι αἱ τριήρεις ἦλθον μετά κρότων καί σαλπίγγων καί ἔστησαν περί τήν Τοπικήν καί ἵσταντο ἐκεῖσε, ὄντων καί ἡμῶν ἐντός πάντων, τήν τε δευτέραν ἡμέραν καί τήν τρίτην· ἔδει γάρ ἡμᾶς ἐν τῷ λιμένι προγυμνασθῆναι καί ἐθίσαι τά δυσχερῆ τοῦ κατέργου.

[←3]

Στο κείμενο πρώτης ἰνδικτιῶνος.

[←4]

Ο Συρόπουλος μερικές φορές, εκτός από την ἰνδικτιῶνα χρησιμοποιεί και χρονολόγηση ἀπό κτίσεως κόσμου. Από το συγκεκριμένο παράδειγμα, καθώς και από αντίστοιχα που ακολουθούν, ο Χριστός γεννήθηκε το έτος (6946-1438=) 5508 ἀπό κτίσεως κόσμου, άρα το ἔτος κτίσεως κόσμου είναι το 5508 π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή, με όση ακρίβεια μπορεί να περιλαμβάνει, βασίστηκε στη Δημιουργία τού Σύμπαντος από τον Θεό και μετρά τον χρόνο με αφετηρία τον Αδάμ και την Εύα, παίρνοντας υπόψη τούς διαδοχικούς απογόνους τους μέσα από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης.

[←5]

Στην περιοχή Εὐγενίου υπήρχε η πύλη και ο πύργος τού Ευγενίου, που αποτελούσαν μέρος των θαλασσίων τειχών και οχυρώσεων τού Κεράτιου κόλπου και βρίσκονταν κοντά στην έξοδο τού κόλπου προς την Προποντίδα, δηλαδή στον σημερινό χάρτη κάτω από το ανάκτορο Τοπ Καπί. Ο Laurent 1971: 196 σημ. 1, σημειώνει, ότι καθώς το πατριαρχείο βρισκόταν νοτιοδυτικά τής Αγίας Σοφίας, ο Ιωσήφ Β΄ έπρεπε να κατέβει σε πομπή προς την κατεύθυνση τής ακτής τού Κεράτιου για επιβίβαση.

[←6]

Ο πατριάρχης και η ακολουθία του επιβιβάστηκαν όταν είχε σκοτεινιάσει (Laurent 1971: 196 σημ. 2).

[←7]

Το κείμενο γράφει ότι ο πατριάρχης διάβασε. Έτσι έχουμε εδώ, σε πιο επίσημο περιβάλλον, τη χρήση ενός από εκείνα τα συγχωροχάρτια, που κυκλοφόρησαν εκείνη την εποχή. Πρόκειται για τη μόνη γνωστή περίπτωση όπου πατριάρχης παραχωρεί στο πλήθος των πιστών γενική άφεση αμαρτιών. (Laurent 1971: 196 σημ. 3).

[←8]

Το Κυνήγιον ήταν πιο μέσα στον Κεράτιο κόλπο, βόρεια από το Φανάρι και ανατολικά τού παλατιού τού Πορφυρογέννητου (σήμερα Τεκφούρ σαράϊ).

[←9]

Τέταρτη ώρα από την ανατολή τού ηλίου, δηλαδή τον Νοέμβριο κατά τις 11 το πρωί.

[←10]

Αυτός ο νέος σεισμός συνέβη επομένως μεταξύ 24 και 27 Νοεμβρίου 1437. Αν και περιγράφεται από τον Συρόπουλο ως δυνατός, δεν αναφέρεται αλλού (Laurent 1971: 197 σημ. 4).

[←11]

Η Τοπική ήταν στην περιοχή τής Προποντίδας προς τον Κεράτιο, ανατολικά τής Αγίας Σοφίας και τού Μεγάλου Παλατιού.

[←12]

Στην πραγματικότητα οι δυσκολίες ήταν τέτοιες, που ούτε ο πατριάρχης, ούτε οι ηλικιωμένοι αρχιερείς, ούτε καν, κατά καιρούς, ο αυτοκράτορας δεν μπορούσαν ούτε να κοιμηθούν ούτε να φάνε κατά τη διάρκεια τού θαλασσινού ταξιδιού. Ο επίσκοπος τής Digne, που ήταν στο ταξίδι, πρόσθετε ότι αν δεν είχαν κατορθώσει να ξεκουραστούν και να φάνε στα λιμάνια τής Ενετικής Ρωμανίας, δεν θα κατόρθωναν να ολοκληρώσουν το ταξίδι τους. Ο ίδιος ιεράρχης μάλιστα φαινόταν να θεωρεί την ανάγκη προσφυγής στις καλές υπηρεσίες τής Γαληνοτάτης ως έναν από τούς λόγους για τούς οποίους ο Ιωάννης Η΄ αρνιόταν να πάει στην Αβινιόν, στην απέναντι στεριά τής Τυρρηνικής Θάλασσας (Laurent 1971: 197 σημ. 7).

[←13]

Συρόπουλος 4.2: Τῇ δέ τετράδι ἡμέρᾳ, ἥτις ἦν εἰκοστή ἑβδόμη τοῦ νοεμβρίου, ἄραντες ἐκ τοῦ λιμένος ἅμα ἡλίῳ, μόλις περί ἑσπέραν τόν Ἀθύριον πλοῦν παρηλλάξαμεν· ἅμα δέ τῷ ἄρξασθαι τοῦ πλοῦ, εἶπέ τινι τῶν αὐτοῦ φίλων ὁ Χριστόφορος, ὡς· ἠστοχημένη ἔσται ἡ πρᾶξις ἡμῶν. τριήρεις δέ ἦσαν τρεῖς μέν αἱ τοῦ πάπα (προαπῆλθε γάρ μία ἐξ αὐτῶν μετά στρατιωτῶν), ἑτέρα δέ ἡ τοῦ βασιλέως, τρεῖς δ΄ αὖ αἱ συνήθεις τῆς Πραγματείας καί μία ἐκ τῆς Φλωρεντίας. κατ΄ αὐτήν οὖν τήν ἡμέραν καθημένων ἐν τῷ κατέργῳ τοῦ Ἡρακλείας, τοῦ μεγάλου σακελλαρίου καί ἑτέρων πολλῶν καί διερχομένου τοῦ Κορώνης Χριστοφόρου, ὅς ἦν ὁ τρίς παρά τοῦ πάπα σταλείς, ὡς δεδήλωται, καί τά προειρημένα πάντα διαπραξάμενος, εἶπεν αὐτῷ ὁ μέγας σακελλάριος· ὦ δέσποτα ἐπίσκοπε, μέγα πρᾶγμα εἰργάσω καί πολλήν σοι χάριν εἰδέναι ὁ πάπας ὀφείλει. τοῦ δέ ἀπορήσαντος κατά τί λέγει τοῦτο, ἔφη ὁ μέγας σακελλάριος· οὐ γάρ νομίζεις εἶναι πολύ, τό ἆραι καί ἐξαγαγεῖν ἐκ τῆς Πόλεως τόν βασιλέα τόν ἅγιον, τόν αὐθέντην τῶν Ῥωμαίων, τόν πατριάρχην τόν ἅγιον, τούς ἀρχιερεῖς, τούς ἄρχοντας, πᾶσαν τήν ἀνατολικην Ἐκκλησίαν, ἐν οἷς εἰσί καί γέροντες καί ἀσθενεῖς, καί πάντας τούτους ἀγαγεῖν εἰς τόν πάπαν; πολύ ἐστι τοῦτο καί πάνυ μέγα πρᾶγμα κατώρθωσας. εἴθε δέ γένοιτο καί τό τέλος καλόν· εἰ γάρ δοίη ὁ Θεός γενέσθαι καί ἀγαθήν ἕνωσιν, ἕξεις καί παρά τοῦ Θεοῦ πολλούς μισθούς καί παρά τῶν ἀνθρώπων εὐχάς καί ἐπαίνους, ἕνεκεν τῶν πρός καλήν ἕνωσιν κόπων καί τῶν ἀγώνων σου. ὡς οὖν ἤκουσε τούτων ὁ Χριστόφορος, περιχαρής γενόμενος, εἶπεν, ὅτι· γενήσεται καί ἡ ἕνωσις τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ· ἐγώ γάρ, ἔφη, εἶχον ἀμφιβολίαν, μέχρις ἄν ἴδω τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην εἰσερχομένους εἰς τά κάτεργα· ἀφ΄ οὗ δέ εἶδον αὐτούς εἰσελθόντας, οὐκέτι ἔχω ἀμφιβολίαν· οἶδα γάρ καί τάς διαθέσεις τῶν αὐθεντῶν καί πληροφοροῦμαι ὅτι γενήσεται καί ἡ ἕνωσις. οἱ δέ δηλωθέντες τῶν τοιούτων κατήκοοι γεγονότες ἐνεοί ἐκάθηντο.

[←14]

Η τέταρτη γαλέρα που είχε εξοπλιστεί για λογαριασμό τού πάπα είχε φύγει νωρίτερα, στις 19 Νοεμβρίου, από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας πάνω της, εκτός από τούς στρατιώτες, 70 περίπου ανθρώπους τής ακολουθίας τού αυτοκράτορα. Έφτασε στη Βενετία στις 23 Δεκεμβρίου (Laurent 1971: 198 σημ. 2).

[←15]

Τρεις γαλέρες που προέρχονταν από την Τάνα (στον μυχό τής Αζοφικής Θάλασσας, στις εκβολἐς τού ποταμού Ντον, τού Τάναϊ τής αρχαιότητας), οι οποίες από τις 3 Νοεμβρίου περίμεναν στην Κωνσταντινούπολη τη γαλέρα τής Τραπεζούντας, στην οποία, αρχικά, ο αυτοκράτορας σκεφτόταν να επιβιβαστεί (Laurent 1971: 198 σημ. 3).

[←16]

Συρόπουλος 4.3: Τήν μέν οὖν πρώτην ἡμέραν, οὔτε διά τῆς εἰρεσίας, οὔτε διά τῶν ἱστίων ἐπίδοσίν τινα ὁ πλοῦς εἶχε, νηνεμίας οὔσης, καί αἱ τριήρεις, οὐχ΄ ὡς πρός ἀνθρώπων ἀνάπαυσιν, ἀλλ΄ ὡς ναυλοφόροι πεφορτισμέναι ἦσαν· τῇ δ΄ ἑσπέρᾳ συνδραμοῦσα καί ἡ τῶν ἄστρων σύνοδος οὐ μικρῶς τήν ἐκκλησιαστικήν ἐθρόησε καί ἐτάραξε σύνοδον, καί περί μέσης νυκτός κλύδων ἠγέρθη καί ὄμβρος ἐρράγη πολύς καί σκότος ψηλαφητόν ἐγεγόνει. ἐφ΄ οἷς καί οἱ ναυτικοί μεγάλως ἠγωνίων καί ᾐτιῶντο τό ἀσυμβούλευτον τοῦ βασιλέως εὐλόγως, ὅτι οὐδέ τήν συμβουλήν τοῦ σοφοῦ ἠθέλησε στέρξαι τοῦ εἰπόντος· εἰ δέ ποτε πλεῦσαι δεήσει, ἀλλά μή τι, φθίνοντός γε μηνός. αἱ γάρ τριήρεις ἐπί τοσοῦτον ἐφέροντο ἄνευ ἱστίων, ὥστε ἐδειλίων οἱ ἐν αὐταῖς, μήποτε ἐν σκότει προσπελάσαντες τῇ Προικοννήσῳ κατεαγῶσι. διό καί ἀγκύρας ὄπισθεν ἐχάλασαν ἕλκεσθαι ἐπί τῆς θαλάσσης, ἵν΄ οὕτως αὐτάς ἐπέχοιεν τῆς ὁδοῦ· ἀλλά καί τούτου γεγονότος, πάλιν ἐκινδινεύσαμεν ἄν, εἰ μή Κύριος ἐλεήσας ἐβοήθησεν ἡμᾶς· φθάνει γάρ ἡ ἡμέρα, καί ὁρῶμεν τήν Προικόννησον ἱκανόν διάστημα καταληφθεῖσαν ὄπισθεν ἡμῶν, καί δόξαν καί εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ ἀνεπέμψαμεν. τό δέ πνεῦμα ῥᾷον γενόμενον ἐξ οὐρίας πλεῖν εὐφόρως παρεῖχεν ἡμῖν.

[←17]

Ωστόσο ο επίσκοπος τής Digne, που βρισκόταν επί τού σκάφους, δήλωνε:
«Την πρώτη μέρα τής αναχώρησής μας από το λιμάνι ο άνεμος ήταν ισχυρός και ευνοϊκός, έτσι ώστε σε μια μέρα περάσαμε με εννέα (sic) γαλέρες από την περιοχή των Τούρκων»
(Prima die recessus sui a portu fuit ventus validus et prosper, adeo quod in una die naturali cum novem (sic) grossis galeis districtus Turchorum transivimus, Laurent 1971: 199 σημ. 4).

[←18]

Υπό κανονικές συνθήκες ταξιδιού εκείνη την εποχή, οι ταξιδιώτες απολάμβαναν σχετική άνεση και είχαν αρκετό χώρο και ηρεμία για να ασχοληθούν με ορισμένες δραστηριότητες, για παράδειγμα με την αντιγραφή χειρογράφων. Έτσι ο Ιωάννης Ευγενικός, που έφυγε από τη σύνοδο δέκα μήνες πριν από όλους τούς άλλους Γραικούς, μπόρεσε να αντιγράψει μεταξύ Αγκώνας, όπου είχε επιβιβαστεί στις 11 Μαΐου, και τού λιμανιού τού Δυρραχίου, μπροστά από το οποίο πέρασε στις 22 Μαΐου 1439, ένα ολόκληρο χειρόγραφο. Όμως η ανάγκη να φιλοξενηθούν 700 άτομα σε σκάφη περιορισμένης χωρητικότητας δεν άφηνε πολύ χώρο για όλους και είναι κατανοητά τα παράπονα των επιβατών (Laurent 1971: 199 σημ. 5).

[←19]

Κατά τούς δεισιδαίµονες ναυτικούς, η παρατηρούµενη στο τέλος τού µήνα, όταν φθίνει η σελήνη, σύµπτωση τών συνόδων τών άστρων και τών πολυθρύλητων στοιχείων, προκαλεί πολύ άσχηµες καιρικές συνθήκες, ακατάλληλες για πλόες (Ι. Δημητρούκας, Το ταξίδι τού ρήτορα Θωμά Μάγιστρου (1310). Μια επανεξέταση, Byzantina Symmeikta 10 (1996) 163-188, στη σελ. 187. Πρβλ. Συνέσιος Κυρηναῖος, Έπιστολή 4:
σύ δέ µηδέποτε πλεύσειας. ει δέ ποτέ πάντως δεήσοι, αλλά µήτοι φθίνοντός γε µηνός.
(Αἱ ἐπιστολαί Συνεσίου τοῦ Κυρηναίου, μετά τῶν σχολίων τοῦ διδασκάλου Νεοφύτου Ἱεροδιακόνου τοῦ Πελοποννησίου, ἐκδοθεῖσαι σπουδῇ τε και ἐπιστασίᾳ Γρηγορίου Ἱεροδιακόνου Δημητριέως τοῦ Κωνσταντᾶ, Ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουστρίας: Ἐν τῇ Τυπογραφίᾳ Γεωργίου τοῦ Βεντότου, 1792, σελ. 26)

[←20]

Η Προκόννησος (σήμερα Μάρμαρα) είναι το μεγαλύτερο νησί τής Προποντίδας (σήμερα θάλασσας τού Μαρμαρά) βορειοδυτικά τής χερσονήσου τής Κυζίκου.

[←21]

Συρόπουλος 4.4: Ὡς οὖν διηρχόμεθα τήν Καλλιούπολιν, ἐπεί πλησιέστερον αὐτῆς παρέπλευσεν ἡ βασιλική τριήρις καί φιλοτιμώτερον, ἀντεφιλοτιμήσαντο ταύτην καί οἱ ἐκ τῆς Καλλιουπόλεως, συχνοῖς βέλεσι καί τῇ δι΄ ἀμυντηρίου ὀργάνου λιθοβολίᾳ· ὡς δέ εἰς τήν Μάδυτον ἐφθάσαμεν, παρεκρούσατο ὁ βασιλεύς τήν συμβουλήν τῶν εἰπόντων ἀπελθεῖν εἰς τήν Τένεδον· ἦν γάρ καί ὁ καιρός εὔφορος καί τό ἑξῆς τῆς ἡμέρας ἱκανόν πρός τό φθάσαι. ὁ δέ ἔστη ἐν τῇ Μαδύτῳ, καί μετ΄ ὀλίγον σεισμός αὖθις ἐγένετο μέγας, ὡς καί ἐν τῷ κατέργῳ ἀριδήλως γνωρισθῆναι πᾶσιν ἡμῖν, καί ὡς τρίτην θεομηνίαν τοῦτ΄ ἐτεκμηράμεθα. ὁ δέ πατριάρχης ἠθέλησεν ἐξελθεῖν καί μεῖναι ἐπί τῆς ξηρᾶς καί διεμηνύσατο τοῦτο τῷ βασιλεῖ· ὁ δ΄ ἔφη· προσμεινάτω μικρόν καί ἐκβήσεται, εἰ δεήσει. τῶν ναυτικῶν δ΄ ἐξελθόντων ὑδρεύσασθαι, πρίν πληρῶσαι τάς ὑδρίας αὐτῶν, κατέδραμον αὐτῶν οἱ Ἀγαρηνοί· οὕς ἰδόντες οἱ ναυτικοί, καταλιπόντες τάς ὑδρίας αὐτῶν, δρόμῳ πολλῷ διά τῶν λέμβων εἰς τάς ναῦς κατέφυγον· εἶτα πέμψαντες καλούς ἀνθρώπους ἐζήτουν ὕδωρ, ἤ κἄν κενάς λαβεῖν τάς ὑδρίας. οἱ δέ πρός οὐδέτερον ἐνεδίδουν, καί παρασκευαζομένων ἀπό τῶν νηῶν πρός πόλεμον, ὁ βασιλεύς διεκώλυσεν αὐτούς, καί πέμψας ἄρχοντα εἰς τόν σούπασιν, ἐδεξιώσατο αὐτόν λόγοις τε καί φιλοτιμίᾳ, καί οὕτως ἔλαβε παρ΄ αὐτοῦ ἔνδοσιν ὑδρεύσασθαι. τότε δ΄ ἐπελάθετο καί ὁ πατριάρχης τῆς ἐπί ξηρᾶς ἀναπαύσεως. διενυκτερεύσαμεν οὖν ἐκεῖσε, καί περιεστοίχισεν ἡμᾶς πλῆθος τῆς βαρβάρου στρατιᾶς ἐκ τῆς ἠϊόνος πυράς ἀνάπτον καί ἀλαλάζον τήν νύχθ΄ ὅλην. ἡμέρας δ΄ ἐπιφωσκούσης, αἱ μέν ἄλλαι τριήρεις ἀπέπλεον ἄρασαι, τήν δέ τοῦ πατριάρχου οὐκ εἴων οἱ βάρβαροι λῦσαι τό πρυμνήσιον· καί ἀξιούντων τῶν ἐκ τῆς νηός πολλά καί μηδέν ἀνυόντων, οἱ μέν ὅπλοις ἐσκευάζοντο, οἱ δέ πελέκει τό πεῖσμα τεμεῖν ἐπεχείρουν· ἅπερ ἰδόντες οἱ βάρβαροι, μόλις ποτέ ἐνέδωκαν λῦσαι αὐτό.

[←22]

Η Μάδυτος βρισκόταν στην ευρωπαϊκή ακτή τού Ελλησπόντου (Δαρδανελλίων) στο σημερινό Ετζεάμπατ, απέναντι από το Τσανάκαλε.

[←23]

Σούμπασης: τίτλος τής τουρκικής στρατιωτικής διοίκησης, σε χρήση τουλάχιστον από τον 13ο αιώνα, που σημαίνει τον κυβερνήτη πόλεων ή τόπων με κάποια σημασία (Laurent 1971: 200 σημ. 2).

[←24]

Συρόπουλος 4.5: Ἡ μέν οὖν Φλωρεντιανή τριήρις, εὐθύς ἡμᾶς καταλιποῦσα, ἄλλην ἀπέπλεεν· ἡμεῖς δέ ἡμέραν ὅλην καί μέρος ἱκανόν τῆς νυκτός ἱστίοις τε διαπλέοντες καί εἰρεσίαις, μόλις εἰς Λῆμνον ἐν τῷ λιμένι τοῦ Μύδρου προσωρμίσθημεν, κἀκεῖσε ἐπί δύο περιμείναντες ἡμέρας, ὤστε τούς ναυτικούς εἰς Μυσῶν λεῖαν διαθεῖναι τά τῶν δυστήνων Λημνίων καί ἐμπλησθῆναι τῶν σκύλων —οὐδέ γάρ ἄλλο τι ἀναγκαῖον διεπράχθη ἐκεῖσε οὐδέ τι καίριον προσμεῖναι κατήπειγεν— ἐκεῖθεν ἄραντες ἀπεπλέομεν, τῶν τῆς Πραγματείας κατέργων μετά τό ἐμφορηθῆναι πρό ὥρας λυσάντων καί μηδεμίαν φροντίδα περί τοῦ βασιλέως ποιησαμένων. ἵνα δέ καί αὐτός τῷ λόγῳ παραπλεύσω τά μεταξύ, σαββάτῳ πρωΐ προσωρμήσθημεν εἰς τήν Εὔριπον, κἀκεῖσε βουληθείς ἐξελθεῖν ὁ πατριάρχης καί ἐντός τοῦ κάστρου ἑαυτόν ἀναπαῦσαι, ἐπεί καί μετά τιμῆς προσῆλθον αὐτῷ οἱ τῶν Λατίνων ἄρχοντες καί ἀνάπαυσιν ἑτοιμασθῆναι αὐτῷ ἤκουσεν, οὐκ οἶδ΄ εἰ καί ἀληθῆ, ὅμως ἐκωλύθη, παρά τοῦ βασιλέως εἰρηκότος μή προσῆκον εἶναι αὐτῷ εἰσελθεῖν εἰς τό κάστρον, εὐπρεπέστερον δ΄ εἶναι, εἴ γε βούλοιτο, ἀναπαυθῆναι ἐκτός. ὁ δ΄ ἐπί τοῦτο λυπηθείς, ἔξω που σκηνήν πηξάμενος, δύο προσέμεινεν ἡμέρας, ὀπώραις καί τισι τροφίμοις καί οἴνῳ δωροφορούμενος ὑπό τῶν νησιωτῶν, τοῦ βασιλέως μηδόλως τῆς τριήρεως ἀποβάντος.

[←25]

Μοῦδρος: Λιμάνι στη νότια ακτή τής Λήμνου, διάσημο από την υπογραφή τής ανακωχής τής 31ης Οκτωβρίου 1918 με την Τουρκία. Κατά την εκδοχή Β τού χειρογράφου, η νηοπομπή έμεινε εκεί δύο μέρες, το Σάββατο και την Κυριακή (Laurent 1971: 200 σημ. 3).

[←26]

Λεία Μυσῶν: Παροιμία ἐπί τῶν κακῶς διαρπαζομένων στο λεξικό Σούδα τού Βυζαντίου. Πρβλ. T. Gaisford, Paroemiographi Graeci (Οξφόρδη 1836) σελ. 343.

[←27]

Τα πληρώματα των ενετικών πλοίων που ταξίδευαν στην Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να είχαν αυτή τη θλιβερή συνήθεια, γιατί στα αρχεία διατηρούνται και άλλα ίχνη. Έτσι η Γαληνοτάτη χρειάστηκε να καταβάλει 500 δουκάτα για αποζημιώσεις στις 10 Ιανουαρίου 1437. Κατά την εκδοχή Β τού χειρογράφου τα λάφυρα ήσαν πρόβειο και βοδινό κρέας. Η ίδια πηγή λέει ότι οι γαλέρες τής Τάνα έφυγαν κρυφά γύρω στα μεσάνυχτα και οι άλλες την αυγή (Laurent 1971: 201 σημ. 4).

[←28]

Ωστόσο, στις 21 Δεκεμβρίου 1437, η Γερουσία τής Βενετίας έγραφε στον καρδινάλιο τού Σαντ΄ Άντζελο, ότι η αυτοκρατορική γαλέρα,
«ενώθηκε με τις άλλες γαλέρες μας των εμπορικών διαδρομών Τάνας και Ρωμανίας και έφτασαν στο δικό μας νησί και πόλη τού Nεγκροπόντε»
(cum aliis galeis nostris a mercato viagii Tanae et Romanie, simul unitis, jam ad insulam et civitatem nostram Nigropontis attigerant, Laurent 1971: 201 σημ. 5).

[←29]

Εὔριπος: Η τότε ενετική Χαλκίδα (Νεγκροπόντε), όπου έφτασαν το Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου (τη δεύτερη ώρα τής ημέρας σύμφωνα με την εκδοχή Β τού χειρογράφου) (Laurent 1971: 201 σημ. 6).

[←30]

Συρόπουλος 4.6: Ἐκεῖθεν δ΄ εἰς Πελοπόννησον διερχόμενοι, τῆς βασιλικῆς νηός ἱκανόν διάστημα προηγουμένης ἀεί καί ἱπταμένης οἱονεί τά πελάγη, ἐπεί μετά δύο ἡμέρας βιαίου καί σφοδροῦ πνεύματος πνεύσαντος περί τό μέσον τῆς ἡμέρας, ἐκείνη μέν ἀπέπτη, καί ἡμῖν οὐκ ἐφαίνετο ἄλλην βαδίσασα, οἱ δ΄ ἡμέτεροι εὐθύς τῆς τοῦ Πέλοπος πλέοντές τε καί φθάσαντες ἐν τῷ λιμένι τῷ καλουμένῳ τῆς Συκῆς ἔστησαν, ταύτην δ΄ οὐχ εὕρομεν, ἐκεῖσε προσεμένομεν αὐτήν ἐκδεχόμενοι, τοῦ πατριάρχου δ΄ εἰς χέρσον ἐν τῇ σκηνῇ ἀναπαυομένου. ὡς δέ καί δύο παρῆλθον ἡμέραι καί οὐδόλως ἐμάθομέν τι περί αὐτῆς, οὔτ΄ ἐκ τῆς χέρσου, οὔτ΄ ἐκ τῶν πλοΐμων, ἀμηχανίᾳ μεγάλῃ καί λύπῃ συνειχόμεθα. τῇ δέ τρίτῃ ἡμέρᾳ τήν τοῦ κατέργου ἑτοιμάσας ὁ καπιτάνιος βάλκαν παρακινήσει πολλῶν ἐξ ἡμῶν, ἔστειλεν αὐτήν μετά τοῦ ἀμηραλῆ, ἵνα μάθῃ τι περί τοῦ βασιλέως· καί τῇ ἑφεξῆς ἡμέρᾳ ὑπέστρεψε καί εἶπεν, ὅπως ἀπέβη ὁ βασιλεύς εἰς τόν Κεγχρεῶνα. ὔστερον δέ ἦλθε καί τό κάτεργον καί ἀπηρχόμεθα ὀμοῦ μετά τήν τετάρτην ἡμέραν. ἡ δ΄ αἰτία τῆς ἀφ΄ ἡμῶν διαστάσεως ἦν αὕτη. ὁ βασιλεύς ἰδών τραχυνομένην τήν θάλασσαν καί τό πνεῦμα φερόμενον βιαιότερον στῆναί πη δεῖν ἐκεκρίκει. ἔστη τοίνυν ἐν τῇ καλουμένῃ Γαδουροννήσῳ καί προσέμεινεν ἐκεῖσε, μέχρις ἄν ῥᾷον τό πνεῦμα ἐγένετο, μή εἰδότων τῶν μετ΄ αὐτοῦ τίσιν ἄρα καί περιέπεσον· εἶτ΄ ἐκεῖθεν ἀπῆλθεν εἰς τόν Κεγχρεῶνα.

[←31]

Ενετική επιστολή επιβεβαιώνει ότι ο Ιωάννης Η΄ έφυγε από το Νεγκροπόντε δύο μέρες πριν από τις γαλέρες τής Ρωμανίας (doi di avanti delle galere di Romania), Η αυτοκρατορική γαλέρα ήταν ταχύτερη επειδή ήταν ελαφρά γαλέρα, ενώ όλοι οι άλλοι Γραικοί ταξίδευαν πάνω σε βαριά πλοία (Laurent 1971: 202 σημ. 1).

[←32]

Συκή: Κατά τον Laurent 1971: 202 σημ. 2, πρόκειται για την Συκέα τού νομού Λακωνίας (επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς), η οποία αναφέρεται στο Γρ. Στέφανος, Πλήρες γεωγραφικόν λεξικόν τής Ελλάδος (Αθήναι 1937) σελ. 444. Όμως αυτή η Συκέα βρίσκεται στην ενδοχώρα, μεταξύ Μολάων και Μονεμβασιάς.

[←33]

Στο κείμενο βάλκα. Πρβλ. Δούκα, Historia Byzantina, κεφ. 27:
«Κατεβάζοντας πάνω από είκοσι βάρκες, σκάφη και καΐκια από τα πλοία του, στα οποία υπήρχαν περισσότεροι από πεντακόσιοι Φράγκοι βαλλιστές και λογχοφόροι, ο Αντόρνο τους διέταξε να δημιουργήσουν προγεφύρωμα»
(ὁ δέ Ἀδοῦρνος ἑτοιμάσας τάς βάλκας καί τά σκάφη καί ἀκάτια τῶν νηῶν ὑπέρ τά εἴκοσιν ἔπεμψε, ἵνα λάβωσι γῆν ὄντες ἐντός τούτων ὑπέρ τούς πεντακοσίους Φράγκους τζαγρατόρους καί δορυπόμπους).

[←34]

Στο κείμενο αμηραλής, μάλλον από το λατινικό admiralis.

[←35]

Κεγχρεών: Οι Κεγχρεές (σήμερα Κεχριές) ήταν το ανατολικό λιμάνι τής Κορίνθου από την αρχαιότητα, στον Σαρωνικό κόλπο, λίγο βορειότερα από τα σημερινά Λουτρά Ωραίας Ελένης. Το δυτικό λιμάνι τής Κορίνθου στον Κορινθιακό κόλπο ήταν το Λέχαιον. Τα δύο λιμάνια συνδέονταν στην αρχαιότητα με τη Δίολκο, τον ειδικής κατασκευής πλακόστρωτο δρόμο, πάνω στον οποίο σύρονταν από δούλους τα πλοία.

[←36]

Γαδουρόννησος: Η νησίδα Πάτροκλος απέναντι από το Σούνιο.

[←37]

Όπως σημειώνει ο Laurent 1971: 203 σημ. 7, εδώ ήταν που ο Ιωάννης Η΄, αφήνοντας τη γαλέρα του, ανέβηκε στο άλογό του για να διασχίσει την Πελοπόννησο και όχι στο νησί τής Εύβοιας, όπως ανακοίνωνε στις 28 Ιανουαρίου 1438 η Ενετική Γερουσία στον αρχιεπίσκοπο Φλωρεντίας:
«Από το Νεγκροπόντε, όπου βγήκε από το πλοίο, προχώρησε από τη στεριά στον τόπο που ονομάζεται Μεθώνη»
(de citta Nigropontum in terrem descenderat venturus per terram ad dictum locum Mothoni).

[←38]

Συρόπουλος 4.7: Εν δέ γε τῇ νήσῳ ἐκείνῃ ἦσαν δύο κάτεργα Κατελανικά καί γαλιῶται δύο ἀπό ἑτέρου μέρους, καί οἱ μέν τοῦ βασιλέως οὔτε εἶδον οὔτε ἔγνων τι περί τούτων· οἱ δέ Κατελάνοι καί εἶδον τό κάτεργον καί ἔγνων ὅπως ἐντός ἐστιν ὁ βασιλεύς καί ἐβουλεύσαντο ὅπως κατ΄ αὐτοῦ ὡρμήσωσιν. ἔτι γοῦν νυκτερινῆς σκοτίας οὔσης, ὡπλίζοντο, καί, διαυγαζούσης ἡμέρας, ἡτοιμάσθησαν καί πρός τό ἐκπλεῦσαι ἤδη κατ΄ αὐτοῦ ἠγωνίζοντο. ἀλλ΄ ἔτι τούτων ἐν τούτοις ὄντων, μετεβουλεύσατό τις καί εἶπε· δεῖ ἡμᾶς σκέψασθαι καλῶς περί οὗ ἐγχειροῦ-μεν· ἰδού γάρ ὁ βασιλεύς αὐθέντης έστί μέγας, καί πᾶν ἰσχυρόν ὅπλον καί πᾶς ἀνδρεῖος ὁπλίτης μετ΄ αὐτοῦ ἔσται, καί τό κάτεργον αὐτοῦ ἱκανόν φανεῖται τρισίν ἀντιπαρατάξασθαι. εἰ γοῦν ἐπιχειρήσομεν κατ΄ αὐτοῦ καί ἀποτύχωμεν, ἀτιμία καί ζημία ἡμῖν ἐπακολουθήσει καί εἰς κακόν ἡμῖν ἀποβήσεται· διό βέλτιόν μοι δοκεῖ παύσασθαι τοῦ ἐγχειρήματος. τούτοις πεισθέντες τοῖς λόγοις ἐπαύσαντο. τό δέ ἦν ἄρα βοήθεια τοῦ Θεοῦ· οἴδασι γάρ οἱ ἡμέτεροι πῶς καί πότε ἠδύναντο ὁπλισθῆναι οἱ ἐν τῷ κατέργῳ, καί περί τούτου λέγειν οὐ χρή. ταῦτα δ΄ ἡμεῖς ἀκριβῶς ἐμάθομεν μετά χρόνου παραδρομήν ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ παρά τινος ἐπιεικοῦς ἀνθρώπου Ῥοδίου, τότε μέν ὑπό τῶν Κατελάνων κατεχομένου, μετά δέ ταῦτα φυγόντος κἀκεῖσε εὑρεθέντος μεθ΄ ἡμῶν.

[←39]

Οι Καταλανοί, σύμμαχοι των Τούρκων, δεν είχαν σταματήσει να μαστίζουν την ανατολική Μεσόγειο, από τότε που είχαν πρωτοέρθει στην Ανατολή το 1303 (βλέπε επόμενη σημείωση). Έκαναν πειρατεία σε βάρος τόσο των χριστιανών όσο και των άπιστων, σε βαθμό που ο νούντσιος Γκαρατονι δήλωνε, όταν ξεκινούσε για την Ιταλία με τούς Γραικούς, ότι ήθελε να ταξιδέψει μόνο υπό την προστασία των γαλερών τής Ρωμανίας,
«γιατί εδώ μιλάμε για πολλούς Καταλανούς»
(nam multa hic de Catatanis confabulantur).
Μάλιστα στις 14 Αυγούστου η Ενετική Γερουσία σημείωνε το γεγονός, ότι ένας Καταλανός πειρατής εξάπλωνε τρόμο στην ανατολική Μεσόγειο (Laurent 1971: 203 σημ. 8).

[←40]

Καταλανοί, Κατελάνοι: Η Καταλανική Εταιρεία τής Ανατολής ήταν εταιρεία μισθοφόρων που ιδρύθηκε από τον Ρότζερ ντε Φλορ στις αρχές τού 14ου αιώνα με την πρόσληψη στρατιωτών, τούς οποίους η Αραγωνία είχε αφήσει άνεργους μετά την υπογραφή τής Ειρήνης τής Καλταμπελλότα (1302) με τη γαλλική δυναστεία των Ανδεγαυών (Ανζού). Το 1303 ο Φλορ πρόσφερε τις υπηρεσίες τής εταιρείας του στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο. Η αυτοκρατορία απειλούνταν από τούς Τούρκους, που είχαν εισβάλει στην Ανατολία. Ο Φλορ εκστράτευσε με την εταιρεία του στην Ανατολία, νικώντας τούς Τούρκους αλλά συμμετέχοντας και σε γενικευμένη βία και λεηλασίες. Τότε οι Καταλανοί θεωρήθηκαν σε γενικές γραμμές ληστές και πειρατές, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί το 1305 ο Φλορ και πολλοί δικοί του σε σύγκρουση με άλλη ομάδα Αλανών μισθοφόρων στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα. Στη συνέχεια η εταιρεία προχώρησε σε καταστροφές στις περιοχές τής Θράκης και τής Μακεδονίας για τα επόμενα δύο χρόνια. Το 1310 πρόσφερε τις υπηρεσίες τής στον Βουργουνδό δούκα τής Αθήνας, από τον οποίο όμως προδόθηκε, αλλά τον εκδικήθηκε και τον σκότωσε στη μάχη τού Αλμυρού το 1311, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο τού δουκάτου των Αθηνών και τής πόλης τής Θήβας. Το 1318 η εταιρεία επέκτεινε την ισχύ τής στη Θεσσαλία, παίρνοντας τον έλεγχο τού δουκάτου των Νεοπατρών (Υπάτης). Η εξουσία των Καταλανών κράτησε μέχρι το 1388-1390, όταν νικήθηκαν από την Εταιρεία τής Ναβάρρα, που συμμάχησε με τούς Φλωρεντινούς υπό τον Νέριο Ατσαγιόλι τής Κορίνθου. Τα απομεινάρια των Καταλανών επιδίδονταν σε πειρατεία στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, όπως φαίνεται και από την περιγραφή τού Συρόπουλου.

[←41]

Συρόπουλος 4.8: Ἡμεῖς δέ τόν πλοῦν διανύοντες, καί ποτέ μέν νηνεμίᾳ ποτέ δέ κλύδωσι προσπαλαίοντες, εἰς τήν Μεθώνην ἐφθάσαμεν σαββάτῳ πρωΐ. ἦλθεν οὖν ἐκεῖ καί ὁ τῶν Ῥωμαίων ἐπίσκοπος καί ἕτεροι πολλοί, καί προσεκύνησαν τόν πατριάρχην· προσῆλθε δέ αὐτῷ μετά τιμῆς καί ὁ καστελλάνος, μετά καί ἑτέρων ἀρχόντων Λατίνων. προσέταξε δέ ἡμᾶς ὁ πατριάρχης ἑτοιμασθῆναι ἐντίμως καί πλησίον αὐτοῦ εὑρίσκεσθαι, ὅ καί πεποιήκαμεν πρό τοῦ τόν καστελλάνον ἐλθεῖν. εἶτα εἶπεν, ὅτι· οἱ ἐπίσκοποι οὗτοι οἱ Λατῖνοι βούλονται κατέχειν με ἑκατέρωθεν κατά τό ἔθος, τό δέ ἐστιν ὑμέτερον δίκαιον. ἀλλ΄ οὗτοί εἰσιν ἀνατεθειμένοι πρός τοῦτο καί ἀπό τοῦ πάπα. τί οὖν δοκεῖ ὑμῖν; μή τις ἔχῃ αἰτιάσασθαι ἡμᾶς ἀπό τούτου; ἐξωτερική τιμή ἐστι τοῦτο· ἔστι δέ καί λόγος τοῦ πάπα, καί οὐ δοκεῖ μοι ἐγγίζειν κατά τι ἡμᾶς. ἡμῶν δέ πρός σκέψιν ἀπιδεῖν βουληθέντων, εἶπεν εὐθύς προπετῶς ὁ μέγας σκευοφύλαξ· τοῦτο ἐξωτερική τιμή ἐστι καί οὐ λυμαίνεται. τό δ΄ αὐτό εἶπε καί ὁ μέγας σακελλάριος.

[←42]

Συγκεκριμένα στις 21 Δεκεμβρίου 1437. Θα παρέμεναν εκεί για 14 ημέρες (Laurent 1971: 204 σημ. 2).

[←43]

Ο Ιωσήφ Κονταράτος, που θα τούς υποδεχόταν με την ίδια ακολουθία κατά την επιστροφή τους από την Ιταλία.

[←44]

Καστελλάνος: Ο διοικητής μικρού κάστρου (καστελλιού), ο φρούραρχος τού κάστρου.

[←45]

Συρόπουλος 4.9: Ὁ δέ Μεθώνης προσκυνήσας τόν πατριάρχην ὑπέστρεψε, καί συναθροίσας πάντας τούς ἱερεῖς καί τάς ἁγίας εἰκόνας λαβών, ἦλθεν εἰσαγαγεῖν τόν πατριάρχην μετά λιτῆς. ὡς οὖν ἐξηρχόμεθα τῆς νηός, ἠρώτησέ με, εἰ ἔσονται καί Λατῖνοι μεθ΄ ἡμῶν. εἶπε γάρ, ὡς· ὅτε λιτανεύομεν ἡμεῖς, οὐκ ἔρχονται μεθ΄ ἡμῶν Λατῖνοι. ἐγώ δέ εἰδώς τό γενησόμενον εἶπον· μή σοι μελέτω νῦν περί τούτου, ἐπειδή πάρεστιν ὁ πατριάρχης· πάντα εἰς τήν ἐκείνου ἀνάγονται διάκρισιν. διερχομένων οὖν ἡμῶν τάς ὁδούς, ἐκρατεῖτο ὁ πατριάρχης ἀπό τῶν ἀγκαλῶν ἀπό μέν τοῦ ἑνός μέρους παρά τοῦ Κορώνης Χριστοφόρου εὐπρεπέστερον, ἀπό δέ θατέρου παρά τοῦ Πορτουγάλου ἄκροις δακτύλοις, καθώς εἰώθασιν οἱ Λατῖνοι πεσεντζαρίζειν. τό δέ κατάλυμα, εἰς ὅ ἀπήγαγον τόν πατριάρχην, ἦν ἀνώγεων παλαιότατον, ὅπερ ἔλεγον εἶναι τῆς ἐπισκοπῆς ἐκ πολλῶν ἤδη χρόνων ἀοίκητον πάνυ κατερραγμένον καί ἀκαλλώπιστον, δίχα φραγμοῦ τό κατώγεων αὐτοῦ καί χοίρων ἐνδιαίτημα· ἦν δέ ἐκεῖσε κλίνη μία καί ἐπ΄ αὐτῆς πιλωτόν προσκεφάλαιον ἴσως διά τόν πατριάρχην, ῥερυπωμενον λίαν καί πενιχρόν. ἐν τούτῳ οὖν εἰσελθόντες ἡμεῖς καί μηδέ καθίσαι εὑρόντες ἐξήλθομεν· ὁ δέ πατριάρχης λίαν ἀηδῶς ἀριστήσας ἐν αὐτῷ ὡς μηδεμίαν ἀνάπαυσιν εὑράμενος καί ὑπό τοῦ τῶν χοίρων γρυλισμοῦ διοχλούμενος διεμηνύσατο καί ὠνείδισε τόν Χριστόφορον περί τούτου· εἶτα ἀπῄτησεν ὡς τό τοῦ καστελλάνου παλάτιον ἀπελθεῖν· ἤκουσε γάρ εἶναι αὐτό μέγα καί περιφανές. ὁ δέ Χριστόφορος ἐλθών κατέπεισε τόν καστελλάνον καί ἐδέξατο τόν πατριάρχην εἰς τό παλάτιον. κατά δέ τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ὕμνου παρεγενόμεθα καί ἡμεῖς. ὁ οὖν τήν συνήθη συναπτήν λέγων διάκονος εἶπεν ἐκ συναρπαγῆς· «ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου». εὐθύς οὖν ἔδοξεν καί ἡμῖν βαρύ, καί ἐσκώψαμεν τόν εἰπόντα τοῦτο. πρωΐας δέ γενομένης, στέλλει ὁ πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος πρός ἡμᾶς καλόγηρον αὐτοῦ καί γραμμάτιον διαλαμβάνον ὡς· ἠκούσαμεν ὅτι εἶπεν ὁ διάκονος «ὑπέρ τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου», καί ζητοῦμεν εἰδέναι, εἴτε ἐκ συναρπαγῆς ἐγένετο, εἴτε καί μετά μελέτης. εἰ μέν οὖν ἐκ συναρπαγῆς ἦν, διορθωθήτω· εἰ δέ μεμελετημένον ἦν, δότε καί ἡμῖν εἴδησιν, ἵνα γνῶμεν ὅτι καί πρό τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τήν σύνοδον ἡνώθητε καί ποιήσωμεν καί αὐτοί τό προσῆκον ἡμῖν. ἀπεκρίθημεν δέ καί ἡμεῖς ὅτι· καί ἐκ συναρπαγῆς ἦν καί ἡμῖν βαρύ ἔδοξε καί ἐσκώψαμεν καί διωρθωσάμεθα τοῦτο, ἐπεί καί ἡμεῖς τῆς αὐτῆς σοι γνώμης ἐσμέν. ἐτελέσαμεν δέ ἐκεῖ καί τήν ἑορτήν τῶν Χριστουγέννων περιφανῶς, ἐπεί καί μεγάλη ἦν ἡ οἰκία, καί προσέμεινεν εἰς αὐτήν ὁ πατριάρχης ἡμέρας τρεῖς καί δέκα.

[←46]

Πορτογάλος: Ο Αντόνιο, επίσκοπος Πόρτο. Βλέπε πιο πάνω σημ. 49 κεφαλαίου γ΄.

[←47]

Πεσεντζαρίζειν: Προσαρμογή τού λατινικού prehensare, που σημαίνει ΄προσφέρω΄ ή ΄παρουσιάζω΄.

[←48]

Στο κείμενο πιλωτόν προσκεφάλαιον. Στον Creyghton 1660: πέλωτο. Πέλος: Χοντρό χνούδι από στριμμένο μαλλί υφασμένο στην επιφάνεια κουβέρτας, χαλιού κλπ.

[←49]

Συναπτή: Μεγάλη Συναπτή (τα Ειρηνικά) είναι σειρά αιτημάτων που απευθύνονται προς τον Θεό. Τα αιτήματα λέγονται από τον ιερέα συναπτώς (δηλαδή το ένα ακολουθεί το άλλο) και γι΄ αυτόν τον λόγο ονομάστηκαν Συναπτή αίτηση. Μεγάλη Συναπτή ονομάστηκαν για να διακρίνονται από τη λεγόμενη Μικρά Συναπτή (Ἔτι καί ἔτι …). Τα ίδια αιτήματα ονομάζονται και Ειρηνικά από την εναρκτήρια φράση τού πρώτου αιτήματός τους (Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν …). Η Μεγάλη Συναπτή επαναλαμβάνεται καθημερινά στον Εσπερινό και στον Όρθρο, καθώς και όταν τελείται η Θεία Λειτουργία.

[←50]

Δεκατέσσερις, σύμφωνα με την πιο πάνω σημ. 33. Δεν αναχώρησαν πριν τις 3 Ιανουαρίου (Laurent 1971: 206 σημ. 1).

[←51]

Συρόπουλος 4.10: Τινές οὖν ἀνεβάλλοντο τήν πρός Ἰταλίαν ὁδόν, τήν δυσχέρειαν καί τήν ἐν τοῖς πλοίοις στενοχωρίαν τήν ὑπό τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων προβαλλόμενοι· πρός δή τοῦτο ἐβουλεύετο ὁ πατριάρχης, ἵνα ζητήσῃ τούς ἐκ τοῦ πάπα εὑρεῖν, καί ἑτοιμᾶσαι ἕτερον ἕν κάτεργον ἐκ τοῦ Ναυπλίου ἤ ἑτέρωθεν καί εἰσάξαι ἐν αὐτῷ τούς μή ἔχοντας ἀνάπαυσιν καί ἑτέρους ἐκ τῶν πολλῶν, ἵν΄ οὕτως ἐν ταῖς ναυσίν εὐρυχωρία γένηται καί ἀνάπαυσις τοῖς ἐκεῖσε, ὅ καί ἤρεσε τοῖς πλείοσιν. ὁ δέ Σάρδεων εἶπε· πρῶτον μέν ἔνι δύσκολον εὑρεῖν αὐτούς κάτεργον· εἰ δέ καί εὑρήσουσιν, οὐ δυνήσονται οἰκονομῆσαι αὐτό μέχρι καί ἑνός μηνός τό ἔλαττον, εἰ καί μεγάλως σπουδάσουσι, καί ἔσται ἀπό τούτου πλημμέλεια καί ἔξοδος πολλή εἰς τά κάτεργα· εἶτα οὐδέ θελήσουσιν ἀποβλέψαι πρός τι τοιοῦτον, ἐπεί οὐκ ἔχουσιν ἀνάθεσιν ἀπό τοῦ πάπα. δεῖ οὖν ἡμᾶς ζητεῖν ἅπερ δύνανται κἀκεῖνοι ποιεῖν εὐκόλως· εἰ δέ ζητοῦμεν μεγάλα καί ἀπαγορεύσονται παρ΄ ἐκείνων, εἶτα παραιτούμεθα καί ἡμεῖς ἅπερ ζητοῦμεν, καί νοήσουσιν ἡμᾶς παρῃτουμένους εὐκόλως τά ζητήματα ἡμῶν, μεγάλην βλάβην ἕξομεν ἀπό τούτου· ἐλευσόμεθα γάρ καί εἰς τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα τά ἀναγκαῖα, κἀκεῖνοι εἰδότες τάς παραιτήσεις ἡμῶν, ἐνστήσονται καί κατορθῶσαί τι οὐ δυνησόμεθα. θεραπεῖαι δ΄ ἔφη δοκοῦσι ἐμοί δυναταί δύο· μία μέν ἐπεί πάρεισιν ἐνταῦθα τά τῆς Συρίας κάτεργα καί αἱ ἐν αὐτοῖς καμάραί εἰσιν ὑπό τήν ἐξουσίαν τῶν ὀφφικιαλίων, ἐξωνηθήτω ἡ χρῆσις αὐτῶν ἵνα εἰσαχθῶσιν ἐν αὐταῖς τινες τῶν ἡμετέρων καί ἀναπαυθῶσιν· ἑτέρα δέ, ἵνα ἐκβάλλωσι τούς δούλους, οὕς ἔχουσι, καί ἴσως γενήσεται καί ἐκ τούτου εὐρυχωρία τις. ἀνάγκη δέ ὑπομεῖναι ἡμᾶς καί στενοχωρίαν πρός ὀλίγας ἡμέρας ὑποθεμένους, ὡς ἤ ἀσθενοῦμεν ἤ ὑπό περιορισμόν ἐσμεν. περιέστη οὖν ἵνα ζητήσωσιν ἐκβαλεῖν δούλους καί τάς πραγματείας, ἅς εἶχον, ὡς ἄν οὕτω πως πλείων εὐρυχωρία εἰς τά κάτεργα γένηται. διεμηνύσαντο δέ τοῦτο τῷ καπιτάνῳ καί τῷ Χριστοφόρῳ δι΄ ἡμῶν. οἱ δέ περί μέν πραγματειῶν εἶπον μή εἰσᾶξαι· οὐδέ γάρ ἔχουσι, καίτοιγε καί εἶχον καί εἰσῆξαν· περί δέ τῶν δούλων εἶπον, ὅτι· οὐκ εἰσάξομεν αὐτούς εἰς τά κάτεργα· ἡμεῖς γάρ ἐνταῦθα ἐμέλλομεν καταλιπεῖν αὐτούς, εἰ καί ὑμεῖς τοῦτο οὐκ ἐζητεῖτε· οὐδείς γάρ τῶν δούλων ἐλεύσεται εἰς τήν Βενετίαν διά τῶν κατέργων. ἠλήθευσαν δέ καί ἄκοντες εἰς τόν τελευταῖον καί μόνον αὐτῶν λόγον· καί πάντας εἰσῆξαν τούς δούλους εἰς τά κάτεργα καί οὐδείς ἐξ αὐτῶν διεσώθη εἰς τήν Βενετίαν, τοῦ βουβῶνος πάντας τῷ βυθῷ παραπέμψαντος τῆς θαλάσσης. τό καινότερον δέ, ὅτι πάντων ὁμοῦ συνδιαιτωμένων ἐκ πάσης ἡλικίας, οὐδενί οὔτε τῶν Γραικῶν οὔτε τῶν Λατίνων ἡ νόσος ἐνέσκηψεν, εἰ μή τοῖς δούλοις πᾶσι μόνοις· οὐδείς γάρ διεσώθη.

[←52]

Η εκδοχή Β τού χειρογράφου λέει από την Αλεξάνδρεια, αλλά τα ίδια πλοία θα εξυπηρετούσαν αναμφισβήτητα τα λιμάνια τής Συρίας και τής Αιγύπτου (Laurent 1971: 206 σημ. 3).

[←53]

Δεν ήσαν μόνο οι έμποροι που κουβαλούσαν ογκώδη αντικείμενα. Μήπως δεν παρεμπόδιζε τούς συντρόφους του η βιβλιοθήκη, «μεγάλος σωρός από βιβλία (magnam librorum molem), μεταξύ των οποίων δύο τού Στράβωνος», που έφερνε μαζί του ο Βησσαρίων, όπως έλεγε ο Τραβερσάρι; Όμως τελικά αφέθηκε στη Μεθώνη: «λίγα πήρε μαζί του, αλλά τη μεγάλη μάζα των βιβλίων την εγκατέλειψε στη Μεθώνη» (pauca secum retulisset, sed magnam librorum molem Mothone reliquisse). Όμως, αν πιστέψουμε τον ίδιο Τραβερσάρι, οι Γραικοί είχαν πολλά βιβλία όταν αποβιβάστηκαν στη Βενετία (multaque secum volumina convehunt in rem praesentem) (Laurent 1971: 207 σημ. 4).

[←54]

Συρόπουλος 4.11: Ἐκεῖθεν δέ τῶν νεῶν ἐπιβάντες ἤλθομεν δι΄ αὐτῶν εἰς λιμένα τόν Ναβαρῖνον, ὀλίγον ἀπέχοντα τῆς Μεθώνης. ὁ δέ βασιλεύς ἔφιππος τήν τοῦ Πέλοπος διελθών ἀπό τοῦ Κεγχρεῶνος καί διά μέσου τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ συγγενόμενος ἦλθε καί αὐτός εἰς τόν Ναβαρῖνον· ἐπιβάντος δέ καί αὐτοῦ τῆς νηός, τόν πλοῦν διηνύομεν. Ἵνα οὖν τά μεταξύ παραδράμω, κλύδωνάς τε καί κινδύνους, οὕς ὑπέστημεν περί τε τήν Μεθώνην καί περί τόν τῶν Ἰωαννίνων κόλπον, ἔνθα τῆς βασιλικῆς νεώς ὁρμῆσαι βουληθείσης, ἡ καί τῶν Βενετίκων ἀκουσίως ἑπομένων, καί στραφεισῶν τῶν δύο, εὐθύς ἐρράγησαν τά ἱστία αὐτῶν ἄνωθεν ἔως κάτω, τάς τε στάσεις, ἅς ἱστάμεθα κωλυόμενοι ὑπό τοῦ καιροῦ, ὅμως ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν εὐφόρου τετυχηκότες ἀνέμου ἐξ οὐρίας ἐπλέομεν, γηθόμενοι τῷ τοῦ ἡλίου καί τοῦ ἀέρος καθαρῷ καί λαμπρῷ καί τῇ τοῦ πλοός ταχύτητι. κυριακή δέ ἦν καί παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Θεοφανίων, καί τήν νῆσον τῆς Κεφαλληνίας παρεπλέομεν, καί περί δευτέραν ὥραν μετά μεσημβρίαν κατῇρεν ἡ τοῦ βασιλέως ναῦς καί ἔστη ἐν λιμένι τῷ καλουμένῳ Πιτζκάρδῳ· πάντων βοώντων καί μονονούκ ὁλοφυρομένων, ὡς τοιούτου πλοῦ αἰσίου ζημιουμένων, ὥστε καί τόν λεγάτον ἀναγκασθέντα εἰπεῖν ἑλληνιστί· μήν γάρ ἔχομεν ἐκ τῶν ἡμετέρων κόλπων ἐκπέμπειν τόν ἄνεμον, ὅταν ἐθέλωμεν; ἀλλ΄ οἱ λόγοι πάντων ὡς ἄσημοι φωναί καί ὡς ψόφοι κενοί εἰς ἀέρα ἐρρίπτοντο. μία δέ τῶν τριήρεων ἀδείας δραξαμένη καί μίλια προελθοῦσα τριάκοντα πρό τῆς ἑσπέρας ἐλιμενίσθη, καί τῇ ἐπιούσῃ τόν πλοῦν διανύσασα, εἰς τήν Κέρκυραν ἔφθασε καί καλῆς ἔτυχε ἀναπαύσεως.

[←55]

Η προαναφερθείσα ενετική επιστολή (σημ. 24 πιο πάνω), λέει ότι στην Πύλο, παραλιακή πόλη βόρεια τού Ναυαρίνου και κοντά σε αυτό, ο αυτοκράτορας έφτασε στις 28 Δεκεμβρίου με ισχυρή συνοδεία και ότι εκεί ενώθηκε, γύρω στις 3 Ιανουαρίου, με τον πατριάρχη και το μεγαλύτερο μέρος τής νηοπομπής (Laurent 1971: 207 σημ. 5).

[←56]

Την εποχή τού βιβλίου η αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί στην περιτειχισμένη Κωνσταντινούπολη, σ΄ ένα τμήμα τής δυτικής ακτής τού Ευξείνου Πόντου στη σημερινή Βουλγαρία (Μεσημβρία, Αγχίαλος) και στην Πελοπόννησο. Δεδομένου ότι ο δεσπότης Μορέως, δηλαδή ο Κωνσταντίνος (ΙΑ΄) Παλαιολόγος, αναπλήρωνε τον Ιωάννη, όπως διαβάσαμε, ως αντιβασιλέας στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Δημήτριος, όπως φαίνεται από το βιβλίο, συνόδευε τον Ιωάννη στο ταξίδι στην Ιταλία, οι δύο αδελφοί δεν μπορεί να είναι άλλοι από τούς Θεόδωρο Β΄ και Θωμά Παλαιολόγους.

[←57]

Κόλπος Ἰωαννίνων: Προφανώς εννοείται ο Αμβρακικός κόλπος, πιο κοινώς και πιο σωστά γνωστός ως κόλπος τής Άρτας.

[←58]

Δηλαδή 5 Ιανουαρίου 1438.

[←59]

Πιτζκάρδο: Προφανώς το Φισκάρδο τής βόρειας Κεφαλονιάς.

[←60]

Ο λεγάτος Μάρκο Κοντουλμέρ, έχοντας ζήσει για καιρό στην Πάτρα, πρέπει πραγματικά να μιλούσε ελληνικά (Laurent 1971: 209 σημ. 5).

[←61]

Συρόπουλος 4.12: Ἡμᾶς δ΄ ἡ τῶν πνευμάτων ἐναντιότης ἐπί πέντε νυχθήμερα κατεῖχεν ἐκεῖσε μηδέ ὕδατος ἐμφορηθῆναι ἔχοντας· μόλις δ΄ οὖν ποτε καιροῦ λαβόμενοι καί λύσαντες περί μέσας νύκτας, εὐφόρως ἐφερόμεθα τήν ἀρχήν· εἶτα κατά μικρόν τό πνεῦμα ἐτραχύνετο, καί ἔτι μεῖζον, καί ἡ θάλασσα ἠγριοῦτο καί εἰς σφοδρόν κατήντησε κλύδωνα. Ἕως μέν οὖν ὁ ἄνεμος ταῖς ναυσίν ἐπ΄ εὐθείας ἐνεδίδου φέρεσθαι, ἑξήκοντα μίλια διέδραμον ἐν τέσσαρσιν ὥραις βιαίως φερόμεναι· ὧν μεταξύ καί τό λεγόμενον σούνιν, τό τήν κεραίαν κατέχον, τέμνεσθαι ἤρξατο· ὅ καί μᾶλλον ἐξέπληξεν ἡμᾶς ὕστερον γνόντας τό περί τούτου, ὅπως ἐν σκότει βαθεῖ καί τοσαύτῃ βίᾳ καί βοῇ τοῦ τε ἀνέμου καί τῆς θαλάσσης ἔγνωσαν οἱ ναυτικοί τό σούνιν τεμνόμενον καί ἐν τοιαύτῃ βίᾳ ἀναβάντες ἔδησαν καί ὠχύρωσαν αὐτό, ὅτε καί οἱ πλείους τῶν ναυτῶν οὐδ΄ ἐπί τοῦ καταστρώματος ὀρθά βαίνειν ἠδύναντο. ἀλλ΄ ἔτι σκοτίας οὔσης, αἰφνιδίως ἀντιπνέει καί ἀντεμβάλλει τό πνεῦμα καί ὑψηλόν καί τραχύ ἀντιστρέφει κῦμα, καί ἀντίρροπα κύματα τοῖς ἐπερχομένοις ἀντεπεγείρει καί εἰς τό ὄπισθεν τάς νήας βιαίως ὠθεῖ. ὁποῖος μέν οὖν ὁ κίνδυνος ἦν τότε, οὐδέ γνῶναι ἀκριβῶς εἴχομεν, τῇ ζάλῃ καί τῷ πλήθει τῶν ἰλίγγων καταδαρθέντες· μία μόνον ἠγγέλθη παραμυθία, ἥ καί ἡμῖν ἐκλάμψασα τότε γλυκεῖα καί ἐξαισία φωταγωγία, ἦν καί τινες τῶν ἡμετέρων οἰκείοις ἑωράκασιν ὀφθαλμοῖς· ὅμως μή ἔχοντες ὅπῃ ἄν ἐλλιμενισθῶμεν, τήν αὐτήν πάλιν ἐστράφημεν καί τήν ὁδόν ἥν ἐν τέσσαρσιν ὥραις διηνύσαμεν, ταύτην ἐν τέσσαρσι καί δέκα μόλις διήλθομεν, εἰς τόν Πιτζκάρδον αὖθις ἀνασωθέντες, παρ΄ ὅλην ἐκείνην τήν ἡμέραν κλυδωνιζόμενοι, καθ΄ ἥν οὐ βρώσεώς τινος, οὐδέ πόσεως ἐγευσάμεθα οὐχ ὅτι γε ἡμεῖς, ἀλλ΄ οὐδέ οἱ ναῦται, πάντων σκοτοδινίᾳ καί κάρῳ βαρεῖ κειμένων ὡσεί νεκρῶν, πέντε μόνων ἤ ἕξ γρηγορεῖν δυνηθέντων καί τό κάτεργον ἰθυνόντων, τῶν δέ κυμάτων ὡς ὄρη μέγιστα ἀντικρουόντων. πάλιν τοίνυν ἐν τῷ αὐτῷ προσεμείναμεν λιμένι τριημερεύσαντες· εἶτ΄ εὐφόρου καιροῦ δραξάμενοι, νυκτός ἀρξαμένης καί τῆς σελήνης ἡδύ τι διαλαμπούσης καί καθαρόν, πλέειν ἠρξάμεθα· οὕτω δέ καλῶς ἐξελθόντες τοῦ λιμένος, τό ἕτερον κάτεργον διεπέτασε τά ἱστία, τό δέ πνεῦμα ὠθῆσαν αὐτό προσέρριψεν εἰς τό ἡμέτερον κάτεργον καί πρός τό βράχος ὤθησε τοῦτο καί τάς κώπας ὡς καλάμην συνέτριψε, καί μικροῦ δεῖν καί αὐτό συνέτριψε τό κάτεργον. ὡς δέ τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ καί τούτου ἐρρύσθημεν τοῦ κινδύνου, ἐπλέομεν αὐτήν τε τήν νύκτα καί τήν ἑξῆς ἡμέραν καί ἔτι τήν ἐπιοῦσαν νύκτα· τῇ δ΄ ἑφεξῆς ἡμέρᾳ περί δευτέραν ἤ τρίτην ὥραν εἰς τήν Κέρκυραν προσωρμίσθημεν.

[←62]

Σούνι: Κατά τον Laurent 1971: 209 σημ. 6, o όρος απουσιάζει απ΄ όλα τα λεξικά, εκτός από τον Ducange στο Glossarium, στήλη 1412, ο οποίος δεν διακινδυνεύει κανέναν ορισμό. Ο όρος απουσιάζει επίσης από την ειδική μελέτη τού Φ. Κουκουλέ, «Ἐκ τοῦ ναυτικοῦ βίου τῶν Βυζαντινῶν», στο EEBS, XXI, 1951, σελ. 3-48. Ωστόσο ο Νίκος Παντελίδης στο άρθρο «Το παλαιοαθηναϊκό ιδίωμα», που δημοσιεύθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2019 στο ιστολόγιο τού Ν. Σαραντάκου (https://sarantakos.wordpress.com), αναφέρει λέξεις στις οποίες το σύμπλεγμα ΄στσ΄ απλοποιήθηκε σε ΄σ΄ μάλλον «παχύ», όπως περίπου το αγγλικό δίψηφο ΄sh΄. Στις λέξεις αυτές το ΄τσ΄ προήλθε από τσιτακισμό, δηλαδή από μετατροπή τού ΄κ΄ σε ΄τσ΄, όπως ο Άι-Γιώργης ο Καρύκης μετατράπηκε σε Καρύτση. Δίνει το παράδειγμα τής λέξης σουνί, για την ακρίβεια shουνί = σκοινί (αντί στσουνί). Αν λοιπόν το ΄σούνι΄ τού Συρόπουλου είναι ΄σουνί΄, τότε σημαίνει απλώς ΄σχοινί΄.

[←63]

Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε σε παρόμοια κατάσταση πιο κάτω (κεφ ια΄, παρ. 21).

[←64]

Δηλαδή στις 15 Ιανουαρίου 1438.

[←65]

Συρόπουλος 4.13: Ἐξελθόντος δέ ἐν αὐτῇ τοῦ πατριάρχου, προσελθόντων αὐτῷ πρότερον τῶν ἱερέων καί τῶν ἐκ τῶν Λατίνων ἀρχόντων, συνήχθησαν αὖθις οἱ ἱερεῖς καί ἦλθον αὖθις μετά τῶν ἁγίων εἰκόνων καί ἀνήγαγον τόν πατριάρχην μετά λιτῆς εἰς τό τοῦ καστελλάνου παλάτιον, ὑφ΄ ἡμῶν κατεχόμενον ὡς κορεσθέντα τῆς παρά τῶν λατινεπισκόπων τιμῆς καί τήν ὑπέρ τούτου ἀνάθεσιν τοῦ πάπα παραιτησάμενον. ἐκεῖσε τοίνυν καί τήν ἑορτήν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου ἐτέλεσε προσμείνας ἡμέρας ἕνδεκα, ὅτε καί τινες τῶν Λατίνων τήν τοσαύτην ὁρῶντες πλημμέλειαν ἠρώτων ἀλλήλους· πόσας τῶν ὀρτύγων φάγῇ; οἱ δέ αὐτοί καί ἀπεκρίνοντο, ὡς· εἰ μέν τις ἕτερος ἐξωνούμενος παρέχει μοι, φαγοῦμαι δέκα· εἰ δέ αὐτός ἔσομαι καί ἐξωνούμενος καί ἐσθίων, φαγοῦμαι δύο, δούς ἐξ αὐτῶν καί τῷ δούλῳ μου τάς κεφαλάς καί τούς πόδας. ταῦτα ἔλεγον ἐμπαίζοντες καί ὀνειδίζοντες καί καταισχύνοντες τούς ἡμετέρους ὡς μή φειδομένους τῶν ἐξόδων τοῦ πάπα. Οἱ δέ τῶν νησιωτῶν καί τῶν Μεθωναίων ὀρθόδοξοι πρός ἡμᾶς ἔλεγον· νῦν ὑμεῖς ἐστέ ὥσπερ ἐκεῖνοι οἱ τριακόσιοι ὀκτωκαίδεκα θεοφόροι πατέρες, ἤ καί ὡς οἱ μετ΄ αὐτούς ἐν ταῖς ἄλλαις διαλάμψαντες συνόδοις. ἅ δ΄ ἔλεγον, ὑποστρεφόντων ἡμῶν, εἰρήσεται ἐν τῷ προσήκοντι μέρει τῶν λόγων.

[←66]

Στις 17 Ιανουαρίου 1438.

[←67]

Τριακόσιοι ὀκτωκαίδεκα θεοφόροι πατέρες: Οι 318 Άγιοι Πατέρες, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, πού συνήλθε στη Νίκαια τής Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συγκλήθηκε με πρόσκληση τού αυτοκράτορα Μεγάλου Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος τής βασιλείας του και κράτησε τριάμιση χρόνια. Διακριθείσες μορφές τής συνόδου ήσαν ο Αλέξανδρος Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, ο Μέγας Αθανάσιος, ο Ευστάθιος Αντιοχείας, ο Μακάριος Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος και άλλοι.

[←68]

Βλέπε πιο κάτω (κεφ ια΄, παρ. 13).

[←69]

Συρόπουλος 4.14: Ἐκπλεύσαντες δ΄ ἐκεῖθεν, μετά μίαν ἡμέραν τόν Ῥαούζιον διαπερᾶν ἠρξάμεθα κόλπον, ὅν δι΄ ὅλης ἡμέρας τε καί νυκτός περαιούμενοι ἀπό μέσης νυκτός μέχρι πρωΐας, εἰς σφοδρόν πάλιν περιπεπτώκαμεν κλύδωνα, τῶν κατέργων ἄλλου ἀλλαχόσε διασπαρέντων καί μηδέ μετά τήν φάνσιν τῆς ἡμέρας ἀπ΄ ἀλλήλων ὁρωμένων· ἧς δή ἀρξαμένης ἡμέρας, εὑρέθημεν καί ἡμεῖς παραδόξως ὀλίγον τῆς χέρσου ἀπέχοντες, καί περί δευτέραν ὥραν εἰς τήν Κούρσουλαν προσωρμίσθημεν· καί ὥρας ἱκανῆς παρελθούσης, τό ἕτερον ἦλθε κάτεργον. εἶτ΄ ἔφθασε καί τό τοῦ βασιλέως, μετά τετάρτην ὥραν, καί ὕστερον τό λοιπόν. ἐκεῖ οὖν ἠκούσθη ὅπως ἀπέθανε καί ὁ βασιλεύς τῶν Ἀλαμανῶν καί ὅτι ὁ πάπας ἦλθεν εἰς τήν Φεραρίαν ἐκδεχόμενος καί ἡμᾶς ἐκεῖσε.

[←70]

Ραγούσα: Το όνομα τού Ντουμπρόβνικ τής Δαλματίας από τη Ρωμαϊκή εποχή μέχρι την πτώση τής Αυστρο-Ουγγρικής αυτοκρατορίας το 1918. Όπως σημειώνει ο Laurent 1971: 210 σημ. 5, οι Ραγουσαίοι, ελπίζοντας ότι ο αυτοκράτορας θα έπιανε στο λιμάνι τους, είχαν ψηφίσει να τού κάνουν δώρα αξίας 150 ὑπερπύρων.

[←71]

Κούρσουλα: Σήμερα η πόλη Kόρτσουλα στο ομώνυμο νησί τής Δαλματίας.

[←72]

Επομένως εδώ τη νηοπομπή αποτελούσαν τέσσερα μόνο πλοία: οι τρεις εμπορικές γαλέρες τής Τάνας, καθώς και η γαλέρα τής Φλωρεντίας που ήταν ελαφρά γαλέρα (Laurent 1971: 211 σημ. 7).

[←73]

Συρόπουλος 4.15: Τότε ἐξῆλθεν ὁ βασιλεύς τε καί ὁ πατριάρχης καί εἶδον ἀλλήλους καί ἐβουλεύσαντο μόνοι ἐφ΄ ἱκανήν ὥραν· οὐδέπω γάρ εἶδεν ὁ βασιλεύς τόν πατριάρχην ἀφ΄ οὗ ἀπό τῆς Πόλεως ἐξῆλθον, δύο ἤδη παρωχηκότων μηνῶν. τότε δ΄ ἐλαλήθη καί τοῦτο, ὡς εἴπερ ἤκουον τόν τοῦ Σιγισμούντου θάνατον ἐν τῇ Πελοποννήσῳ, οὐκ ἄν ἀπήρχοντο εἰς τήν σύνοδον. περιμείναντες δ΄ ἐκεῖσε δύο ἡμέρας, εἶτα πλεύσαντες ἑτέρας δύο, προσωρμίσθημεν ἐν νησιδίῳ ἐρήμῳ, οὗ καί νόσος ἐνέσκηψε δεινή τῷ βασιλεῖ· κατηνέχθη δέ καί χιών, γεγονότος ψύχους πολλοῦ, καί τέσσαρας ἡμέρας ἐκεῖ κατεψυχόμεθα, τοῦ βασιλέως μόλις μετά τήν τετάρτην ἡμέραν ἐκ τῆς σκηνῆς εἰς τό κάτεργον εἰσαχθέντος καί τόν πλοῦν μεθ΄ ἡμῶν διανύοντος· εἰς πόλιν δέ τήν λεγομένην Τζιάραν φθάσαντες κἀκεῖσε τρεῖς περιεμείναμεν ἡμέρας. τῇ δ΄ ἑξῆς πλεόντων ἡμῶν καί τοῦ πνεύματος τραχυνομένου, εἶτα καί βιαιώτερον πνεύσαντος, ὑπό τῆς βίας ἐτετρίγει τό κέρας τῆς βασιλικῆς νεώς. καί τότε μέν ἀναβάντες, ὡς ἐνῆν, αὐτό κατωχύρωσαν· μετ΄ ὀλίγον δ΄ εἰς τό καλούμενον Ῥουβίνιν ἐφθάσαμεν, ὅπου αὐτήν τε τήν ἡμέραν καί τήν ἐπιοῦσαν ἱστάμεθα τῆς κεραίας τεκταινομένης. ἐκεῖθεν δέ προελθόντες ὀλίγον, προσωρμίσθημεν εἰς τό Παρέντζον, ἔνθα καί κλύδωνος γεγονότος, τρεῖς ἡμέρας ἱστάμεθα.

[←74]

Στο κείμενο Σιγισμοῦντος: Ο Σίγκισμουντ πέθανε στο Ζναφμ τής Αυστρίας στις 9 Δεκεμβρίου 1437. Η απογοήτευση τού Ιωάννη Η΄ πρέπει να ήταν βέβαιη, γιατί, απ΄ όλους τούς δυτικούς ηγεμόνες, ο Σίγκισμουντ, αυτοκράτορας Γερμανίας και βασιλιάς Ουγγαρίας, ήταν, λόγω τής σχετικής εγγύτητας των κρατών του με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και των ακροάσεων που τού χορηγούσε πάντοτε, ο μόνος στον οποίο θα μπορούσε να υπολογίζει ο Ιωάννης στον αγώνα του εναντίον των Τούρκων. Αλλά, όπως έχει ήδη αναφερθεί (σημ. 84, κεφαλαίου γ’), είναι απίθανο να ήταν παρών ο Σίγκισμουντ στη Φλωρεντία. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι αδύνατο να είχε συμφωνήσει να συναντήσει τον Ιωάννη Η΄ στη Βενετία ή τη Ζάρα. Ίσως πάλι στο μυαλό τού Ιωάννη βλάσταινε η ιδέα μιας διάσκεψης τριών, τού πάπα δηλαδή και των δύο αυτοκρατόρων (Laurent 1971: 212 σημ. 1).

[←75]

Τζιάρα: Παλαιότερα Ζάρα, σήμερα η πόλη Ζάνταρ τής Κροατίας.

[←76]

Ρουβίνι: Σήμερα η πόλη Ρόβιν στη χερσόνησο τής Ιστρίας στην Κροατία.

[←77]

Παρέντζο: Σήμερα η πόλη Πόρετς στη χερσόνησο τής Ιστρίας στην Κροατία. Κατά τον Laurent 1971: 213 σημ. 4 οι ταξιδιώτες είχαν αρκετό χρόνο για να θαυμάσουν εκεί ένα κόσμημα βυζαντινής αρχιτεκτονικής, τη βασιλική τού επισκόπου Ευφρασίου (540-551).

[←78]

Έδεσαν εκεί στις 4 Φεβρουαρίου 1438 και αναχώρησαν στις 7 τού μηνός. Βλέπε Ψευδο-Φραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 787:
«Στις 7 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν από το Παρέντζο όλες οι γαλέρες μαζί, αλλά η αυτοκρατορική γαλέρα, επειδή ήταν ταχύτερη από τις άλλες, βρέθηκε πριν από τις άλλες στη Βενετία και έφτασε στον Σαν Νικολό [τού Λίντο] στις 8 τού μηνός, τη δεύτερη ώρα τής ημέρας»
(Κατά τήν ἑβδόμην τοῦ Φεβρουαρίου μηνός ὁρμήσασαι ἐκ τοῦ Παρεντίου πᾶσαι αἱ τριήρεις ὁμοῦ, ἡ δέ βασιλική τριήρης διά τό εἶναι αὐτήν ταχυτέραν τῶν ἄλλων προαπέσωσε τῶν ἄλλων εἰς Ἑνετίαν καί ἔφθασεν εἰς τόν ἅγιον Νικόλαον τῇ η-ῃ τοῦ μηνός, ὥρᾳ β-ᾳ τῆς ἡμέρας).

[←79]

Συρόπουλος 4.16: Τότε ἠθέλησεν ὁ βασιλεύς στεῖλαι τόν Δισύπατον εἰς τον δούκαν τῆς Βενετίας πρότερον μετά τοῦ κατέργου τῆς βίγλης, πρό ὀλίγων ἡμερῶν ἡμῖν ἐντυχόντος, καί ἑπομένου, ἐπεί καί αὐτό τήν εἰς Βενετίαν ἐστέλλετο. Μαθών δέ τοῦτο ὁ πατριάρχης, στέλλει κἀκεῖνος ἐμέ, ἵνα καί αὐτός τό δοκεῖν ὡς πατριαρχικός πρέσβις σύν τῷ βασιλικῷ πρέσβει εἰς τόν δούκαν παραγενώμεθα. πρό μιᾶς οὖν ἡμέρας ἐξελθεῖν βουληθέντες, ὑπό τοῦ κλύδωνος ἐκωλύθημεν· τῇ δ΄ ἐπιούσῃ μετά δείλην ὀψίαν ἄραντες ἐπλέομεν, καί οὐρίου τυχόντες τοῦ πνεύματος τήν εὐθύ Βενετίας ἐπλέομεν· μετά μικρόν δέ καί αἱ λοιπαί τριήρεις ἔπλεον κατόπιν ἡμῶν ἱκανῶς ἀμφισταλμέναι. ἐξ οὐρίας οὖν τήν νύχθ΄ ὅλην διαπλεύσαντες, τήν Βενετίαν κατείδομεν· ἀλλά πρίν τήν ἡμέραν διαυγάσαι τελείως, ἡ βασιλική τριήρις ἡμᾶς παραμείψασα προῆλθε, μηδόλως τῶν λοιπῶν ἡμῖν φαινομένων· καί τά λεγόμενα Καστέλλια, ἅ πρό τῆς Βενετίας ὡσεί μίλια δύο αὐτῆς ἀπέχοντα, οἱονεί θύρα καί ἀκρόπολις ταύτης εἰσί (πύργοι γάρ εἰσι δύο μέγιστοι ὀχυρώτατοι, μέσον τῆς θαλάττης ἱστάμενοι, ὀλίγον ἀλλήλων ἀπέχοντες, οἷοί τε ὄντες ἀνιέναι τε καί ἐπέχειν τήν εἰς Βενετίαν δίοδον, μή οὔσης ἀλλαχόθεν πρός τήν Βενετίαν ὁδοῦ ὅσον ἀπό θαλάσσης), ταῦτα τοίνυν διελθοῦσα ἡ βασιλική ναῦς, ἔνδοθεν ἔστη περί τήν τοῦ ἁγίου Νικολάου μονήν· ἡμεῖς δέ τήν ἡμετέραν περί δευτέραν ὥραν τῆς ἡμέρας εἰς τόν τοῦ ἁγίου Μάρκου ὡρμίσαμεν ναύσταθμον, καί ἐξελθόντες εἰς τό τοῦ δουκός παρεγενόμεθα παλάτιον· ὅ καί μαθών ὁ δούξ ἐπέταξεν εὐθύς καί ἤλθομεν πρός αὐτόν, καί ἅμα τῷ ὀφθῆναι ἡμᾶς αὐτῷ ἀπό τῆς πύλης τοῦ τρικλίνου, εὐθύς ἀνέστη, καί ὡς ἡμεῖς πρός αὐτόν ἐβαδίζομεν, οὕτω καί αὐτός πρός ἡμᾶς ἤρχετο· ὅθεν καί μέσον τοῦ τρικλίνου προσκυνήσαντες προσείπομεν αὐτῷ.

[←80]

Μάλλον ο Ιωάννης Δισύπατος. βλέπε σημ. 135 κεφαλαίου β΄.

[←81]

Κάτεργον τῆς βίγλης: Αυτό το σκάφος, τύπου ελαφράς γαλέρας, βρισκόταν σε καθημερινή υπηρεσία στη γραμμή Βενετία-Κωνσταντινούπολη. Όντας ταχύτερο, είχε κερδίσει απόσταση από την αυτοκρατορική νηοπομπή και βρισκόταν μπροστά της. Όμως η γαλέρα πάνω στην οποία βρισκόταν ο αυτοκράτορας, που ήταν τού ίδιου τύπου, ταξίδευε ακόμη γρηγορότερα. Βλέπε Ψευδο-Φραντζή πιο πάνω, σημ. 62 (Laurent 1971: 211 σημ. 7).

[←82]

Αν και ο Συρόπουλος γράφει ότι δεν υπήρχε άλλη θαλάσσια πρόσβαση στην πόλη τής Βενετίας, στην πραγματικότητα υπήρχαν τέσσερις είσοδοι. Ωστόσο η πρόσβαση από τον Σαν Νικολό τού Λίντο ήταν (και εξακολουθεί να είναι) το σημείο εισόδου των πλοίων που έρχονταν από την Ελλάδα.

[←83]

Μονή ἁγίου Νικολάου: Το μοναστήρι τού Σαν Νικολό πάνω στο μακρόστενο νησί τού Λίντο, που προστατεύει τη λιμνοθἀλασσα τής Βενετίας από τις φουρτούνες τής Αδριατικής. Η αυτοκρατορική γαλέρα πλησίασε κοντά στο μοναστήρι το Σάββατο 8 Φεβρουαρίου, τη δεύτερη ώρα τής ημέρας (Laurent 1971: 213 σημ. 8).

[←84]

Αυτός είναι ο Παλιός Ναύσταθμος (Arsenale Vecchio), που είναι προσβάσιμος από το κανάλι Rio del Arsenale. Το παλάτι τού δόγη, στην πλατεία τού Αγίου Μάρκου, βρίσκεται κοντά (Laurent 1971: 213 σημ. 9).

[←85]

Tο παλάτι τού δόγη τής Βενετίας (Παλάτσο Ντουκάλε), που βρίσκεται και σήμερα πάνω στη θάλασσα, δίπλα στην εκκλησία τού Αγίου Μάρκου, αποτελούσε την κατοικία τού δόγη αλλά και το κέντρο τής πολιτικής και νομικής διοίκησης. Περιλάμβανε λοιπόν διαμερίσματα και δωμάτια συνεδριάσεων τού δόγη, αλλά ως δημόσιο κτίριο περιλάμβανε επίσης αίθουσες συνελεύσεων και δωμάτια για τούς αυλικούς και τούς αξιωματούχους τής διοίκησης. Περιλάμβανε επίσης και την κρατική φυλακή, η πρόσβαση προς την οποία από το παλάτι γινόταν μέσω γέφυρας πάνω από μικρό κανάλι, τής ονομαζόμενης «Γέφυρας των Στεναγμών» (Πόντε ντέι Σόσπιρι).

[←86]

Η λέξη τρίκλινος στα αρχαία ελληνικά συνήθως σημαίνει αίθουσα εστίασης. Στο κείμενο τού Συρόπουλου, εδώ και αλλού, φαίνεται ότι αναφέρεται σε αίθουσα υποδοχής.

[←87]

Συρόπουλος 4.17: Ὁ δέ ἀσμένως ἡμᾶς δεξάμενος καί προσειρηκώς καί τῇ μέν μιᾷ χειρί αὐτοῦ τήν τοῦ Δισυπάτου κατέχων χεῖρα, τῇ ἑτέρᾳ δέ τήν ἐμήν καί τῶν περί αὐτόν πρώτων ἀρχόντων προστάξει αὐτοῦ τῆς ἑτέρας ἑκατέρου ἡμῶν λαβομένων, ἑτέρων δ΄ ἀρχόντων καί τόν ἐμοί ἀκολουθήσαντα ἄρχοντα τῶν ἀντιμινσίων ὁμοίως ἐπιλαβομένων, οὕτω τοίνυν ὁ δούξ κατέχων ἡμᾶς καί βαδίζων, ἀναγαγών τε εἰς ὅν καί αὐτός ἐκαθητο δεύτερον σκίμποδα καί πρός τό καθῆσαι στραφείς συνέστρεψε καί ἡμᾶς ἐκ τῶν χειρῶν αὐτοῦ κατεχομένους ἔτι, καί τόν μέν Δισύπατον πλησίον αὐτοῦ, ἐμέ δ΄ εὐθύς μετ΄ αὐτόν ἐκάθισε, καί τότε τῶν χειρῶν ἀνῆκεν ἡμᾶς. προσείπομεν οὖν τῷ δουκί, ὁ μέν Δισύπατος τόν τοῦ βασιλέως, ἐγώ δέ τόν τοῦ πατριάρχου χαιρετισμόν δι΄ ἑρμηνέως· ὁ δέ ηὐχαρίστησε καί εὐφράνθη ἐπί ταῖς ὑγείαις τοῦ τε βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου, ὡς εἰκός, καί ὅπως ὑπέστησαν κόπους καί δυσχερείας ὑπέρ εἰρήνης καί ἑνώσεως τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, καί μέτριά τινα εἶπεν ὑπέρ τούτου, καί τά ἀνήκοντα ἤκουσε παρ΄ ἡμῶν. καί μετά τήν ὁμιλίαν ἀναστάς καί ἡμᾶς ἑκατέρωθεν αὐτοῦ συμπαραλαβών καί κατέχων ὡς καί πρότερον, διῆλθε τό τρίκλινον καί εἰσήγαγεν ἡμᾶς εἰς κελλίον, ἐν ᾧ ἦν κλίνη περιφανῶς ἐστρωμένη, ἔνθα πάλιν οἰκείαις χερσί καθίσας ἡμᾶς, ἐξῆλθε καί μετά τῶν περί αὐτόν ἐβουλεύσατο, καί ὡς ἐν ὀλίγῳ κέκληκεν ἡμᾶς δι΄ ἑνός τῶν ἐκείνῳ συνόντων. ἐρχομένων οὖν ἡμῶν πρός αὐτόν, εὐθύς ἀνέστη καί ἵστατο, μέχρις ἄν καί ἡμεῖς καθεσθῶμεν, καί εἶπε πρός ἡμᾶς, ὅτι· ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν πρό ἡμερῶν, ὅπως ἐγγύς ἡμῶν παρεγένετο ὁ βασιλεύς τε καί ὁ πατριάρχης, ἵν΄ ἑτοιμασθῶμεν καί ποιήσωμεν τήν ἀνήκουσαν τιμήν πρός ὑπαντήν αὐτῶν. διά τοῦτο προσμεινάτωσαν ἐκεῖσε περί τόν ἅγιον Νικόλαον καί αὔριον ἐλεύσονται, τήν ὀφειλομένην αὐτοῖς τιμήν, ὡς χρή, ποιησόντων ἡμῶν· ἐγώ δέ ἐλέυσομαι σήμερον ἰδεῖν τόν βασιλέα, ἐπειδή ἔμαθον ὡς ὑπο νόσου τεταλαιπωρημένος ἐστί.

[←88]

Ο δόγης ακουμπούσε χέρια μόνο στην περίπτωση υποδοχής υψηλών αξιωματούχων. Σε κάθε άλλη περίπτωση άπλωνε απλώς το χέρι του για ασπασμό.

[←89]

Ἀντιμίνσιον ἤ αντιμίσιον: Ύφασμα στολισμένο με σταυρό, σταύρωση ή ταφή τού Χριστού και αγιασμένο από επίσκοπο. Περιείχε λείψανα αγίων και χρησιμοποιείτο ως φορητό ιερό ή τοποθετιόταν σε μη καθαγιασμένο ιερό. Ήταν απαραίτητο για τη διεξαγωγή τής λειτουργίας. Ο άρχοντας των αντιμινσίων ήταν προφανώς ο εκκλησιαστικός αξιωματούχος που είχε την ευθύνη αυτού τού πολύτιμου υφάσματος.

[←90]

Σκιμπόδιον: Υποκοριστικό τού σκίμπους (μικρό σκαμνί).

[←91]

Η διάταξη των καθισμάτων αποτελούσε πολύ σημαντική πτυχή τού ενετικού τελετουργικού, καθώς συνδεόταν με τον βαθμό και την υποβολή σεβασμού προς έναν επισκέπτη. Έτσι, όταν κάποιος καθόταν κοντά στον δόγη, ιδιαίτερα στα δεξιά του, αυτό έδειχνε μεγάλη τιμή (Fortini Brown 1990: 149).

[←92]

Συρόπουλος 4.18: Μετά τοιούτων λόγων ἐξέπεμψεν ἡμᾶς ὁ δούξ πρός τε τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην· ἡμεῖς δέ ἐζητήσαμεν ἰδεῖν τάς οἰκίας, ἐν αἷς ἀναπαύσονται οἱ ἡμέτεροι. ἐπέταξε δέ δύο ἄρχοντας, καί ἦλθον <μεθ΄ ἡμῶν> καί ἔδειξαν ἡμῖν οἰκίαν λαμπράν καί περιφανῆ, ἥν ἡτοίμασαν τῷ βασιλεῖ, ἔχουσαν κλίνας τριάκοντα ἕξ, καί ἑτέραν πάλιν ἀλλαχοῦ, ἥν ἡτοίμασαν διά τόν δεσπότην· εἶτα ἤγαγον ἡμᾶς ἀντιπέραν τοῦ ἁγίου Μάρκου εἰς τήν μονήν τοῦ ἁγίου Γεωργίου καί ἔδειξαν ἡμῖν ἀναπαύσεις διά τόν πατριάρχην, καί οἴνου βουτζία τέσσαρα, ἅ διεκόμισαν πρότερον, καί ἄρτους ἀρωματικά τε πλεῖστα, λαμπάδιά τε καί κηρία τραπεζικά μικρά τε καί μεγάλα, ἰχθύας τε πολλούς ἄρτι διακομισθέντας καί οἰκίαν πεπληρωμένην ξύλων. ἐν τούτοις ὡμίλουν οἱ ἄρχοντες οἱ δεικνύοντες ἡμῖν ταῦτα μετά τοῦ Δισυπάτου, ὡς τήν αὐτῶν ἐπισταμένου διάλεκτον. μετά τῶν ἄλλων οὖν ἠρώτησαν, εἰ ἔχει ὁ βασιλεύς περί αὐτόν τούς μεσάζοντας, τόν Καντακουζηνόν δηλονότι, καί τόν Νοταρᾶν· ὡς δέ ἤκουσαν ὅτι ἔχει, τόν Φιλανθρωπινόν καί τόν Ἰάγαριν καί ἄλλους ἄρχοντας, ἐκείνους δ΄ ἐπαφῆκε διοικεῖν τά τῆς Πόλεως, εἶπον ὅτι· ἡμῖν δοκεῖ, ἀναγκαῖον ἦν ἔχειν καί τινα ἐκείνων ἐνταῦθα. ἰδόντες δέ ἡμεῖς ταῦτα, ἀπηρχόμεθα πρός τόν βασιλέα.

[←93]

Στη Βενετία ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος διέμεινε στο παλάτι τού μαρκησίου τής Φερράρας, στην περιοχή Σαν Τζάκομο ντελ΄ Όριο, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Ενετοί για την υποδοχή υψηλόβαθμων επισκεπτών. Το κτίριο ηταν αρχικά παλάτι τής οικογένειας Πέζαρο και αργότερα παραχωρήθηκε από τη Βενετία στην οικογένεια Έστε των αρχόντων τής Φερράρας και ονομάστηκε Σπίτι τού Μαρκησίου (Κάζα ντε Μαρκέζε). Χτίστηκε κατά τον 13ο αιώνα σε ενετο-βυζαντινό ρυθμό. Ευρισκόμενο πάνω στο Μεγάλο Κανάλι (Κανάλ Γκράντε) τής Βενετίας, το παλάτι παρείχε εντυπωσιακή θέα, έχοντας εκτεταμένη πρόσοψη με αψίδες και πολλά παράθυρα. Tο κτίριο διασώζεται και σήμερα με το μεταγενέστερο όνομά του Φοντάτσο ντέι Τούρκι, δηλαδή Ξενώνας των Τούρκων, αφού φιλοξενούσε Οθωμανούς αξιωματούχους μετά την πτώση τής αυτοκρατορίας.

[←94]

Πρβλ. Ψευδο-Φραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 790-791:
«Αφού λοιπόν κάθησε και ο δόγης στα αριστερά του, σε σκαμνί ίδιο με εκείνο τού δεσπότη, και τον κρατούσε από το χέρι, συνομιλούσαν ευχάριστα και έτσι σε λίγο εισήλθαν με μεγαλοπρέπεια, με σάλπιγγες και κάθε είδους μουσική, στη λαμπρή και μεγάλη Βενετία, την πραγματικά θαυμαστή, την πλούσια σαν χρυσάφι, τη σκαλισμένη, στολισμένη και άξια για χιλιάδες επαίνους, στη σοφή και σοφότατη Βενετία, την οποία αν ονομάσει κανείς και δεύτερη γη τής επαγγελίας, δεν θα κάνει λάθος. Νομίζω ότι για αυτήν λέει και ο προφήτης στον εικοστό τρίτο ψαλμό: Ο Θεός τη θεμελίωσε πάνω σε θάλασσες. Τι άραγε θα μπορούσε να ζητήσει κανείς και να μην το βρει σε αυτήν; Γι’ αυτόν τον λόγο τής αξίζουν πολλοί και μεγάλοι έπαινοι. Ήταν περίπου η έκτη ώρα τής ημέρας, όταν άρχισαν να μπαίνουν στη Βενετία. Παρέμειναν στα πλοία μέχρι τη δύση τού ήλιου και κατέληξαν στα οικήματα τού μαρκησίου τής Φερράρας»
(Καθίσας οὖν καί ὁ δούξ ἐξ ἀριστερῶν αὐτοῦ, ἐπί ὁμοίου σκάμνου τῷ τοῦ δεσπότου, καί κρατῶν αὐτόν τῇ χειρί, συνωμίλουν ἀσπασίως καί οὕτως κατά μικρόν εἰσήρχοντο μετά παῤῥησίας μεγάλης, μετά σαλπίγγων καί παντός γένους μουσικοῦ, ἐν τῇ λαμπρᾷ καί μεγάλῃ Ἑνετίᾳ καί ὄντως θαυμαστῇ καί θαυμαστοτάτῃ πλουσίᾳ καί χρυσοειδεῖ, τετορνευμένῃ, πεποικιλμένῃ καί μυρίων ἐπαίνων ἀξίᾳ, τῇ σοφῇ καί σοφωτάτῃ Ἑνετίᾳ· εἰ καί δευτέραν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὀνομάσῃ τις, οὐχ ἁμαρτάνει. περί αὐτῆς, οἶμαι, καί ὁ προφήτης λέγει ἐν τῷ εἰκοστῷ τρίτῳ ψαλμῷ· Ὁ Θεός ἐπί θαλασσῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν. Τί γάρ ἂν ζητήσῃ τις καί οὐχ εὑρήσῃ ἐν αὐτῇ; ∆ιά τοῦτο πολλῶν ἐπαίνων καί μεγάλων ἀξία ὑπάρχει καί ἐστιν. Ἦν δέ ὡσεί ὥρα ἕκτη τῆς ἡμέρας, ὅτε ἤρξατο εἰσέρχεσθαι ἐν τῇ Ἑνετίᾳ καί ἐπλεοπόρουν ἕως δύσεως ἡλίου καί ἐκατήντησαν ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ τῆς Φεῤῥαρίας μαρκίωνος).
Η επιλογή των οικιών για τον αυτοκράτορα, τον πατριάρχη και τον δεσπότη είχε ήδη γίνει κατά τη διάρκεια συνεδρίασης τού Μεγάλου Συμβουλίου στις 3 Δεκεμβρίου 1437 (Laurent 1971: 214 σημ. 1).

[←95]

Δεσπότης: Ο τίτλος δημιουργήθηκε κατά τον 12ο αιώνα και ιεραρχικά βρισκόταν χαμηλότερα μόνο από τον αυτοκράτορα και τον συναυτοκράτορα. Από τον 13ο αιώνα ο τίτλος μπορούσε να απονέμεται ταυτόχρονα σε αρκετά άτομα, συνήθως γιους τού αυτοκράτορα, χωρίς κατ΄ ανάγκη να σημαίνει κάποια προτεραιότητα στο δικαίωμα διαδοχής του. Επί τής δυναστείας των Παλαιολόγων (1259-1453) υπήρχαν δεσπότες και έξω από την Κωνσταντινούπολη, επικεφαλής πολιτικών ενοτήτων όπως η Θεσσαλονίκη, η Ήπειρος και ο Μοριάς. Κατά τον Laurent 1971: 215 σημ. 2, για τον δεσπότη είχε ετοιμαστεί το παλιό παλάτι τού Λουντοβίκο νταλ Βέρμε στο Σαν Πάολο.

[←96]

Μονή ἁγίου Γεωργίου: Το μοναστήρι πάνω στο νησάκι Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, απέναντι από την πλατεία τού Αγίου Μαρκου.

[←97]

«Βουτζίον = Βουτσίον = Πουτίνα, ἀπό τό ἑλληνικό ΄Πυτίνη, πλεκτή λάγυνος΄ λέγουν ὁ Ἡσύχιος καί ὁ Φώτιος. Ὁ δέ Σούϊδας: ΄Πυτίνη … ὅπερ παρ΄ ἡμῖν λέγεται Φλασκίον΄. Πλεκτήν λάγυνον ἤ Φλασκίον, νοοῦν ἀγγεῖον οἴνου ἔξωθεν περιπλεγμένον μέ λυγηρά ἤ σχοινώδη κλωνάρια, διά προφυλακήν (bouteille clissée). Οἱ Ταραντῖνοι Ἕλληνες τήν ὠνόμαζαν διά τοῦ β ΄Βυτίνην΄. Ἐσήμαιναν δέ ὄχι μόνον φλασκία, ἀλλά καί μεγαλύτερα δοχεῖα, ὁποῖα εἶναι τά ἀπό τήν ΄Βυτίνην΄ χυδαϊσθέντα ΄Βουτσία΄ (barils, tonneaux). Καί αὐτό δέ τῶν Γάλλων τό bouteille μέ τήν ΄Βυτίνην΄ συγγενεύει. Ἔσωσεν ἡ γλῶσσα μας το ΄Βυτίνα΄, σημαῖνον ὅμως δοχεῖον χρήσιμον εἰς ἁλάτισιν κρεῶν (Κοραής, Άτακτα, τόμος 4α, σελ. 455).

[←98]

Βλέπε πιο πάνω, σημ. 5 κεφαλαίου β’.

[←99]

Συρόπουλος 4.19: Ὁ δέ πατριάρχης μή θελήσας προσμεῖναι ἐν τῷ κατέργῳ ἐξῆλθε, καί συναντήσαμεν αὐτῷ μεταξύ τοῦ πλοῦ περαιουμένῳ πρός τόν ἅγιον Γεώργιον. βραχύ μεθ΄ ἡμᾶς ἔφθασε καί ὁ δούξ, καί πλησιάσας τῷ πατριάρχῃ ἀπένειμε τόν προσήκοντα χαιρετισμόν καί μικρόν πρός ἀλλήλους ὡμίλησαν. εἶτα ὁ μέν δούξ ἀπῆλθεν εἰς τόν βασιλέα, ὁ δέ πατριάρχης εἰς τόν ἅγιον Γεώργιον, ὀγδόην ἄγοντος τῷ τότε τοῦ φεβρουαρίου· σάββατον δέ ἦν τοῦ Ἀσώτου, καί ἐποίησαν ἡμῖν δεῖπνον, καί τῇ ἑξῆς ἄριστον καί δεῖπνον ἐκ τῆς Αὐθεντίας, ἐκ κρεῶν καί ὀρνίθων καί ἰχθύων τοῖς μή κρεωφαγοῦσιν.

[←100]

Περιγραφή τής πρώτης αυτής συνάντησης παρέχεται από τον Ψευδο-Φραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 787:
«Και ύστερα από αρκετή ώρα προσήλθε ο δόγης μαζί με τούς άρχοντές του και τη γερουσία και προσκύνησε τον αυτοκράτορα που καθόταν, ενώ το ίδιο έκαναν και οι άρχοντες, όλοι με ακάλυπτο κεφάλι. Δεξιά του καθόταν ο δεσπότης, ο αδελφός του κυρ ∆ημήτριος, λίγο πιο κάτω από τον αυτοκρατορικό θρόνο. Και στα αριστερά τού αυτοκράτορα κάθισε ο δόγης των Ενετών. Και αφού συνομίλησαν λέγοντας λόγια χαιρετισμού και άλλα μυστικά, είπε ο δόγης στον αυτοκράτορα: «Θα έρθω το πρωί μαζί με όλους για να αποδώσω την οφειλόμενη τιμή στη θεοπρόβλητη βασιλεία σου και να τη συναντήσω με μεγαλοπρέπεια και να εισέλθεις στη Βενετία»
(Καί μετ΄ οὐκ ὀλίγην ὥραν παρεγένετο ὁ δούξ σύν τοῖς μεγιστᾶσιν αὑτοῦ καί γερουσίᾳ καί προσεκύνησε τόν βασιλέα καθήμενον, ὁμοίως καί οἱ ἄρχοντες καί πάντες ἀσκεπεῖς. ἐκάθητο δέ ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ ὁ δεσπότης, ὁ ἀδελφός αὐτοῦ κύρ ∆ημήτριος, μικρόν κατωτέρω τοῦ βασιλικοῦ θρόνου· καί ἐξ εὐωνύμων τοῦ βασιλέως ἐκάθισεν ὁ τῶν Ἑνετῶν δούξ. καί συλλαλήσαντες ἀλλήλοις λόγους χαιρετισμοῦ καί ἕτερα μυστήρια, εἶπεν ὁ δούξ τῷ βασιλεῖ ὅτι· τῷ πρωῒ ἐλεύσομαι σύν πᾶσι ποιῆσαι τήν ὀφειλομένην τιμήν τῇ βασιλείᾳ σου ἐν Θεῷ ἁγίῳ καί συναντῆσαι αὐτῇ μετά παῤῥησίας καί ἐλεύσῃ ἐντός Ἑνετίας).

[←101]

Ο Laurent 1971: 216 σημ. 2, δεν νομίζει ότι έχει σχέση με τη Σαρακοστή η παρουσία ψαριών στο φαγητό που προσφέρθηκε εκείνη την ημέρα στους Γραικούς. Η υποχρέωση για νηστεία επιβαλλόταν μία βδομάδα αργότερα, μετά την Κυριακή των Απόκρεω (16 Φεβρουαρίου). Βέβαια υπήρχαν μεταξύ των ταξιδιωτών αρκετοί, ιδιαίτερα οι μοναχοί, που τηρούσαν διαρκή αποχή και αναμφιβολα γι΄ αυτούς, καθώς και για ορισμένα ευαίσθητα στομάχια, προσφέρονταν ψάρια αντί για κρέας.

[←102]

Συρόπουλος 4.20: Τῇ δέ κυριακῇ μετ΄ ἄριστον ἀπῆλθεν ὁ δούξ μετά τῶν ἐκκρίτων τῆς Βενετίας ἀρχόντων πρός τόν βασιλέα διά τοῦ ἰδίου αὐτοῦ πλοίου τοῦ καλουμένου Πεζαντούρου, ὅπερ κατά μέν τό μῆκος ἔλαττόν ἐστι τοῦ κατέργου πολλῷ, κατά δέ τό πλάτος εὐρύτερον· δυσί δέ καταστρώμασι κατεσκεύασται, καί τό μέν κάτω τοῖς ἐρέταις ἀπονενέμηται, ἵν΄ ἐκεῖσε καθήμενοι δι΄ ἐπιτηδείων θυριδίων ἐρέττωσι, καί ἑτέρων δύο πλοίων προπορευομένων καί ἑλκόντων αὐτό καλωδίοις, ὅταν πη πλέειν δεήσειε· τό δέ ἄνω ἐν εἴδει τρικλίνου τοῖς ἄρχουσι διακεκόσμηται καί περί τήν πρύμναν σκίμπους ηὐτρέπισται τῷ δουκί, ἵν΄ ἐκεῖσε καθήμενος, πρός πάντας τούς ἐν αὐτῷ ἄρχοντας ἀποβλέπειν ἔχῃ· ἀπέναντι δέ τούτου ἕτερος σκίμπους, ἀπέχων ὅσον δίοδον ἐλευθέραν μεταξύ τῶν καθημένων εὑρίσκεσθαι· ἐκ τούτου δέ κατά μῆκος ἑτέρων σκιμπόδων πεπλήρωται, δύο μέν ὄντων ἐπι ταῖς παρατοιχίσι καί ἑτέρων ἀπέναντι τούτων καί ἄλλων αὖ ἐν τῷ μεταξύ, διεχόντων ἀπ΄ ἀλλήλων ὅσον δίοδον εἶναι, τοῖς διηνθισμένοις καί πεποικιλμένοις ἐκ χρωμάτων Λατινικοῖς ὑφάσμασι τῶν σκιμπόδων πάντων κεκοσμημένων. ὕπερθεν δέ τούτων κιγκλίσι κοκκοβαφέσι κυλινδρικῶς διασκεύασται εἰς ὕψος ἱκανόν ἐπηρμέναις, ἐφ΄ ὧν ἐπίβλημα περιτιθέασι ἐκ κοκκίνων τζοχῶν, χρείαν σκέπης οὐκ ἄνευ τέρψεως ἐκπληροῦν· ἔξωθεν δέ τῶν παρατοιχίδων, κλάδοις γλυπτοῖς, καί ἑτέροις τισί λεπτοῖς χρυσοπάστοις καί ἡερανοκοκκίνοις διακεκόσμηται· χρυσέοι δέ γλυπτοί λεοντόμορφοι Μάρκοι περικάθηνται, δύο μέν ἑκατέρωθεν τῆς πρύμνης ἐκτός, ἄλλος δέ ἐν τῇ πρώρᾳ.

[←103]

Στις 9 Φεβρουαρίου κατά τον Ψευδο-Φραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 788:
«Κι όταν έγινε πρωί, ξημερώνοντας Κυριακή, στις 9 Φεβρουαρίου, την πέμπτη ώρα τής ημέρας, ήρθε ο δόγης με μεγάλη τιμή, μαζί με τούς άρχοντες και συμβούλους του, τούς άλλους πολλούς άρχοντες τής γερουσίας και τής συγκλήτου, μέσα σε ένα πορθμείο στο οποίο συνήθιζε η γερουσία να τούς βάζει και το οποίο στη δική τους γλώσσα ονομαζόταν πεζαντούρος»
(Πρωΐας δέ γενομένης, ἐπιφωσκούσης Κυριακῆς, Φεβρουαρίῳ θ΄, ὥρᾳ πέμπτῃ τῆς ἡμέρας, ἦλθεν ὁ δούξ μετά τιμῆς μεγάλης ἅμα τοῖς ἄρχουσι καί συμβούλοις αὑτοῦ τοῖς τῆς γερουσίας καί συγκλήτου ἑτέροις ἄρχουσι πλείστοις ἐντός πορθμείου τινός, ἐν ᾧ ἔθος ἦν τῇ γερουσίᾳ εἰσιέναι αὐτούς, κατά τήν ἐκείνων διάλεκτον πουτζιδῶρον καλούμενον).
Η πομπή πρέπει να είχε ξεκινήσει κατά την πέμπτη ώρα, στις έντεκα περίπου το πρωί, ενώ θα έφτανε στον προορισμό τής μόνο κατά το σούρουπο (Laurent 1971: 216 σημ. 3).

[←104]

Πεζαντοῦρος: Εξελληνισμένη μορφή τής ιταλικής λέξης μπουσιντόρο (bucintoro), τής οποίας η προέλευση είναι ασαφής, αλλά μάλλον προέρχεται από συνδυασμό τής ενετικής λέξης μπούρσιο (κατά παράδοση τα χωρίς καρίνα σκάφη τής λιμνοθάλασσας τής Βενετίας) και τής λέξης όρο (χρυσάφι), δηλαδή σκάφος καλυμμένο με χρυσάφι. Ο πεζαντοῦρος ήταν σκάφος τελετών, που χρησιμοποιούνταν για την υποδοχή ξένων ηγεμόνων και βασιλέων.

Μια άλλη περιγραφή τού πεζαντούρου (πουτζιδώρου) παρέχεται από τον Ψευδο-Φραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 788-789:
«Το οποίο ήταν τακτοποιημένο και σκεπασμένο με κόκκινα καλύμματα, και είχε στην πρύμνη χρυσά λιοντάρια και χρυσά κιγκλιδώματα, και ήταν όλο ζωγραφισμένο με πολύχρωμα και πολύ όμορφα θέματα, δηλαδή ήταν ο ονομαζόμενος πεζαντούρος, το πλατύ σκάφος, το πλοιάριο τού ηγεμόνα. Μαζί του ήρθαν και άλλες ημιτριήρεις, εκείνες που στη γλώσσα των Λατίνων ονομάζονται τετραήρεις, δώδεκα περίπου, και αυτές τακτοποιημένες και ζωγραφισμένες μέσα και έξω, όμοιες σε όλα με εκείνη τού δόγη. Σε αυτές υπήρχαν πολλοί άρχοντες και γύρω κυκλικά είχαν πάρα πολλές χρυσές σημαίες καί σάλπιγγες και κάθε είδους μουσικά όργανα. Είχαν μάλιστα και μια τετραήρη πολύ εξαιρετική, που παρίστανε την αυτοκρατορική γαλέρα, την οποία είχαν φτιάξει πολύ όμορφη και πολύχρωμη. Γιατί στο κάτω επίπεδο ήσαν οι ναυτικοί που φορούσαν καινούργια φορέματα καλυμμένα με χρυσά φύλλα και στο κεφάλι τους είχαν ως έμβλημα την εικόνα τού διάσημου ευαγγελιστή Μάρκου και πίσω από αυτόν το αυτοκρατορικό έμβλημα. Έπειτα οι βαλλιστές, που φορούσαν άλλου είδους ενδύματα και διακριτικά. Και γύρω-γύρω στο ίδιο πλοίο, δηλαδή σε ολόκληρη την τετραήρη, αυτοκρατορικές σημαίες, στην πρύμνη πολλές χρυσές σημαίες και τέσσερις ανθρώπους στολισμένους με χρυσοκέντητα ρούχα και κοκκινόχρυσα μαλιά στα κεφάλια τους. Κι ανάμεσα σε αυτούς τούς τέσσερις ένας όμορφος άνδρας πότε καθόταν και πότε σηκωνόταν, φορώντας χρυσοΰφαντα και λαμπρά ρούχα, κρατώντας σκήπτρο στο χέρι, που έμοιαζε να είναι ο άρχοντας τής γαλέρας. Και φαίνονταν κι άλλοι άρχοντες που έμοιαζαν να είναι από ξένη χώρα, φορώντας άλλου είδους πολύχρωμα ενδύματα, και τον τιμούσαν δήθεν με μεγάλη ευλάβεια. Μπροστά από την πρύμνη στεκόταν κάτι όρθιο, σαν ψηλός στύλος. Πάνω στον στύλο υπήρχε τετράγωνο τραπέζι, μικρότερο από μια οργιά. Και πάνω στο τραπέζι εκείνο στεκόταν άνδρας οπλισμένος από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, αστράπτοντας σαν ήλιος, κρατώντας στο χέρι του φοβερό όπλο. Δεξιά και αριστερά του κάθονταν δύο παιδιά φορώντας ρούχα αγγέλων, και ήσαν σαν φτερωτοί άγγελοι. Και αυτοί δεν ήσαν ζωγραφισμένοι, αλλά πραγματικοί άνθρωποι που κινούνταν. Στην πρύμνη υπήρχαν δύο χρυσά λιοντάρια και ανάμεσά τους δικέφαλος αετός και πολλές άλλες εικόνες και άλλα θεάματα, τα οποία κανένας δεν μπορεί να αποδώσει με τη γραφή»
(ὃ ἦν εὐτρεπισμένον καί κεκαλυμμένον διά ἐρυθρῶν καλυμμάτων, καί χρυσοῦς λέοντας εἶχεν ἐν τῇ πρύμνῃ καί χρυσᾶ περιπλέγματα, καί ὅλον ἐζωγραφισμένον ποικίλων καί ὡραιοτάτον ἱστοριῶν, δηλονότι τό εἰρημένον πουτζιδῶρον ἦν ἡ κύμβη ἤτοι πλοιάριον αὐθεντικόν. ἦλθον δέ μετ΄ αὐτοῦ καί ἕτεραι ἡμιτριήρεις, αἱ κατά τήν τῶν Λατίνων διάλεκτον τετραήρεις ἐπονομαζόμεναι, ὡσεί δύο ἐπί δέκα, καί αὐταί εὐτρεπισμέναι καί ἐζωγραφισμέναι ἐντός καί ἐκτός, κατά πάντα ὅμοια τοῦ δουκός. ἐν οἷς ᾖσαν ἄρχοντες πλεῖστοι καί κύκλωθεν κύκλῳ σημαίας εἶχον χρυσᾶς καί σάλπιγγας ἀπείρους καί πᾶν εἶδος ὀργάνων. εἶχον δέ καί τινα τετραήρη ἐξαίρετον πάνυ, εἰς ὄνομα τάχα τῆς βασιλικῆς τριήρεως, ἣν ἐποίησαν ὡραιοτάτην καί ποικίλην· κάτωθεν γάρ οἱ ναῦται ἔμβλεα ἔχοντες φορέματα χρυσοπετάλινα καί ἐπί τάς κεφαλάς αὑτῶν εἶχον σημεῖον τήν εἰκόνα τοῦ πανευφήμου Μάρκου τοῦ εὐαγγελιστοῦ καί ὄπισθεν τούτου τό βασιλικόν σημεῖον· εἶτα οἱ τζαγκράτορες ἄλλης θέας ἐνδύματα καί σημείας φέροντες· καί κύκλωθεν τοῦ αὐτοῦ πλοίου, ἤτοι τετραήρεως ὅλης, σημαίας βασιλικάς, εἰς τήν πρύμναν χρυσᾶς σημείας καί πλείστας καί ἀνθρώπους τεσσάρεις ἐστολισμένους μεθ΄ ἱματίων χρυσοζωγραφίστων καί τρίχας κοκκινοχρύσας ἐπί τάς κεφαλάς αὑτῶν. μέσον δέ τούτων τῶν τεσσάρων ἀνήρ τις εὐειδής πότε μέν ἐκαθέζετο πότε δέ ἵστατο, φέρων ἱμάτια χρυσοΰφαντα καί λαμπρά, κρατῶν καί ἐν τῇ χειρί σκῆπτρον, ὥσπερ τριήρεως κύριος δεικνύων εἶναι. καί ἕτεροι ἄρχοντες ὡς ἐξ ἀλλοδαπούς χώρας ὑπάρχοντες ἑωρῶντο φέροντες ἄλλης ἰδέας ἐνδύματα πάνυ ποικίλα, λατρεύοντες αὐτόν μετ΄ εὐλαβείας τάχα. ἔμπροσθεν δέ τῆς πρύμνης ἵστατο ὄρθιόν τι ὡς στῦλος ὑψηλός. ἄνωθεν δέ τοῦ στύλου ὡς τράπεζα τετράγωνος ὀλιγώτερον ὀργυιᾶς μιᾶς· ἐπάνω δέ τῆς τραπέζης ἐκείνης ἀνήρ ἵστατο ὡπλισμένος ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς, ἀστράπτων ὡς ἥλιος, κρατῶν ἐν τῇ χειρί αὑτοῦ ὅπλον φοβερόν· δεξιᾷ δέ καί ἀριστερᾷ αὐτοῦ ἐκάθηντο δύο παῖδες ἀγγελικά φοροῦντες, καί πτερωτοί ἦσαν ὡς ἄγγελοι. Καί οὗτοι οὐκ ἐν φαντασίᾳ, ἀλλ΄ ἀληθῶς ἄνθρωποι ἦσαν κινούμενοι. καί ὡς δύο λέοντες ἦσαν ἐν τῇ πρύμνῃ χρυσοῖ καί μέσον αὐτῶν ἀετός δικέφαλος καί ἄλλα πλεῖστα ὡς φαντάσματα. καί ἄλλα τινά, ἃ οὐδείς δύναται γραφῇ παραδοῦναι).

[←105]

Στο κείμενο, χρυσόπαστα. Πρβλ. Πλούταρχο, Αντώνιος, 26:
«αὐτή δέ κατέκειτο μέν ὑπό σκιάδι χρυσοπάστῳ κεκοσμημένη γραφικῶς ὥσπερ Ἀφροδίτη».

[←106]

Στο κείμενο, ἡερανοκοκκίνοις. Στον Groyghton 1660, κεραυνοκοκκινοῖς.

[←107]

Αποτελούσε μέρος τής τελετής υποδοχής η διακόσμηση τού πεζαντούρου και όλων των συνοδευτικών σκαφών με χρωματιστά παραπετάσματα.

[←108]

Συρόπουλος 4.21: Μετά τούτου τοίνυν ὁ δούξ καί οἱ σύν αὐτῷ, ἕτεροί τε πλεῖστοι μεθ΄ ἑτέρων πλοιαρίων ἀναριθμήτων σχεδόν παρεγένοντο πρός τόν βασιλέα καί προσεκύνησαν αὐτόν μετά σαλπίγγων καί παιάνων καί παντοίων μουσικῶν. καί ὁ μέν δούξ εἰς τήν βασιλικήν ἀνήχθη τριήρη, τόν ἴδιόν τε υἱόν τῷ βασιλεῖ παρέθετο, εἰ καί μετ΄ ὀλίγας ἡμέρας ὁ παῖς τό ζῆν ἐξεμέτρησε, καί παρεκάλει τόν βασιλεα ὁ δούξ μεταβῆναι εἰς τόν πεζαντοῦρον καί δι΄ αὐτοῦ ἐντός ἀφικέσθαι τῆς Βενετίας· ὁ δέ βασιλεύς οὐ μετέβη οὐκ ἔχων εὐκόλως ποιῆσαι τοῦτο, ἀνεδέξατο δέ ἄσμενος καί ἐκάθισε τόν δούκα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τόν ἴδιον ἀδελφόν τόν δεσπότην κῦρ Δημήτριον ἐξ ἀριστερῶν· καί οὕτω προστάξει τοῦ βασιλέως ἄρασα ἡ βασιλική τριήρις, σχολῇ τε καί βάδην παραπλέουσα, προεπέμπετο καί ἐδορυφορεῖτο παρά τε τοῦ πεζαντούρου καί ἑτέρων, τῶν μέν παρεπομένων, τῶν δέ περικυκλούντων, ἐνίων δέ καί ἡγουμένων ὑπό τοῦ πλήθους· τοσοῦτον γάρ πλῆθος τῶν πλοιαρίων συνήθροιστο, ὥστε τήν προαύλιον τῆς Βενετίας θάλασσαν σχεδόν πᾶσαν καλύπτεσθαι ὑπό τῶν πλοίων. εἶπεν ἄν τις ἰδών ἄλλην κινητήν Βενετίαν τήν ἠϊόνα ταύτην σχεδιασθῆναι. οὕτως οὖν μετά κρότων καί παιάνων τόν βασιλέα προπέμποντες ἑορτασίμως εἰς τήν ἑτοιμασθεῖσαν ἤγαγον οἰκίαν, οὐ τῶν σαλπίγγων μόνον, ἀλλά πάντων τῶν ἐν ὅλῃ τῇ Βενετίᾳ κωδώνων διάτορον ἠχούντων καί κωδωνιζομένων ἐφ΄ ἱκανόν· ἕν μόνον ἠμαύρου τρόπον τινά τήν φαιδρότητα τῆς δορυφορίας, τό ὀμιχλῶδες καί διάβροχον τῆς ἡμέρας ἐκείνης.

[←109]

Πρόκειται για τον Ντομένικο, τον μικρότερο γιο τού δόγη.

[←110]

Ο αυτοκράτορας υπέφερε από ουρική αρθρίτιδα (ποδάγρα) τόσο σοβαρά, που τα κάτω άκρα του ήσαν σχεδόν παράλυτα. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε στην ιππασία ή στο κυνήγι. Ο Συρόπουλος περιγράφει πιο κάτω τον τρόπο με τον οποίο κουβάλησαν στην πράξη τον αυτοκράτορα στην αίθουσα, για την ανακήρυξη τής έναρξης τής συνόδου.

[←111]

Κατά τον Laurent 1971: 217 σημ. 6, τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 4) επιβεβαιώνουν ότι ο αυτοκράτορας έβαλε τον δόγη να καθίσει όχι στα δεξιά του, όπως γράφει ο Συρόπουλος, αλλά στα αριστερά του, λιγότερο προβεβλημένα, σε κάθισμα μικρότερο από εκείνο τού αυτοκράτορα και παρόμοιο με αυτό τού δεσπότη:
«Για να μη λέω πολλά, όταν ήρθε ο δόγης, πλησίασε την αυτοκρατορική γαλέρα μαζί με τούς άρχοντες τής αρεσκείας του, και ανέβηκε και προσκύνησε τον αυτοκράτορα που καθόταν, έχοντας δεξιά του, όπως προαναφέρθηκε, τον αδελφό του καθισμένο χαμηλότερα από τον αυτοκρατορικό θρόνο. Έβαλε [ο αυτοκράτορας] και τον δόγη να καθίσει στα αριστερά του, σε σκαμνί παρόμοιο με εκείνο τού δεσπότη. Και κρατώντας τον από το χέρι μιλούσαν χαρούμενα»
(Ἐλθών δέ ὁ δούξ, ἵνα μή πολλά λέγω, ἐπλησίασε τῇ βασιλικῇ τριήρῃ μετά τῶν ἀρχόντων τῆς βουλῆς αὐτοῦ, καί ἀνῆλθε καί προσεκύνησε τόν βασιλέα καθήμενον, ἔχοντα ἐκ δεξιῶν, ὡς προείρηται, τόν ἀδελφόν αὐτοῦ καθήμενον κατώτερον τοῦ βασιλικου θρόνου· ἐκάθισε δέ (ὁ βασιλεύς) καί τόν δοῦκα ἐξ ἀριστερῶν αὐτοῦ, παρομοίως τῷ σκάμνῳ τοῦ δεσπότου· καί κρατῶν αὐτόν τῇ χειρί ὡμίλουν ἀσπασίως).

Αν λάβουμε υπόψη τη θέση που δόθηκε στον Ιωάννη Η΄ κατά τη διάρκεια τής πρώτης συνάντησής του με τον πάπα (βλέπε Gill, Acta, σελ. 7), φαίνεται ότι το να κάθεται κανείς στα αριστερά ενός ατόμου ήταν σημάδι προσφοράς τιμής στο άτομο αυτό:
«Ήθελε να γονατίσει, μα δεν τον άφησε ο πάπας, αλλά τον δέχτηκε στην αγκαλιά του. Τού έδωσε το χέρι, το οποίο ασπάστηκε ο αυτοκράτορας και τον έβαλαν να καθίσει στα αριστερά του»
(καί θέλοντα γονυπετῆσαι οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν ὁ πάπας, ἀλλ' ἐδέξατο αὐτόν εἰς τόν κόλπον αὐτοῦ· καί δούς τῇ χειρί, ἥν ἠσπάσατο ὁ βασιλεύς, καί ἐκάθισαν αὐτόν ἐξ ἀριστερῶν αὐτοῦ).

[←112]

Μια από τις χαρακτηριστικές ικανότητες των Ενετών ήταν η ευελιξία και η ετοιμότητα μεταβολής και προσαρμογής των σχεδίων και τού τελετουργικού προγράμματος ανάλογα με τις περιστάσεις. Έτσι, αν και εθιμοτυπικά ο τιμώμενος επισκέπτης έπρεπε να επιβιβαστεί στο πλοίο τού δόγη και να μπει στη Βενετία, συνοδευόμενος από τον δόγη πάνω στον πεζαντούρο, λόγω τής ασθένειας τού Ιωάννη έγιναν γρήγορα ρυθμίσεις, ο δόγης επιβιβάστηκε στη γαλέρα τού Ιωάννη και ο πεζαντούρος αποτέλεσε απλώς συνοδεία τής αυτοκρατορικής γαλέρας.

[←113]

Αυτή η συνοδεία σκαφών αποτελούσε επίσης μέρος τής τελετής υποδοχής. Τα πλοία που περιγράφονται εδώ ήσαν πιθανότατα στόλος 20-40 μικρών πολεμικών γαλερών, τις οποίες χρησιμοποιούσε η Βενετία σε τέτοιες περιπτώσεις. Τα στρατιωτικά τους χαρακτηριστικά καλύπτονταν από πολύχρωμες διακοσμήσεις και παραπετάσματα.

[←114]

Κατά τον Laurent 1971: 218 σημ. 2, υπήρχε κι άλλο ένα πράγμα που έλειπε από το πρόγραμμα: η δημηγορία στην ελληνική γλώσσα, την οποία ο ανθρωπιστής Λεονάρντο Τζουστιανιάνι εκτιμούσε τοσο και την οποία ο γενικός ηγούμενος των Καμαλντολέζε μοναχών Αμπρότζιο Τραβερσάρι επρόκειτο να εκφωνήσει, για λογαριασμό και κατόπιν εντολής τού πάπα, κατά την άφιξή τους ενώπιον τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη. Η εντολή να επιστρέψει την ομιλία του δόθηκε στον Τραβερσάρι από τούς Λατίνους ηγέτες (majoribus nostris), αναμφίβολα από τον καρδινάλιο τού Τιμίου Σταυρού και το περιβάλλον του. Ο Ευγένιος Δ΄ δυσαρεστήθηκε με αυτό και ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι εξοργίστηκε.

[←115]

Ο Laurent 1971: 218 σημ. 3, θεωρεί αξιοσημείωτο ότι ο Συρόπουλος δεν βλέπει και σε αυτή την κακοκαιρία ένα ακόμη σημάδι θείας αποδοκιμασίας. Ίσως τον είχε εντυπωσιάσει το μεγαλείο τού θεάματος και η ζεστασιά τής υποδοχής, όπως είχε εντυπωσιάσει και τον συντάκτη τής περιγραφής στα Ελληνικά Πρακτικά [Gill, Acta, 4-5]:
«Σείστηκε όλη η πόλη, βγήκε να υποδεχθεί τον αυτοκράτορα και γινόταν μεγάλος θόρυβος και αλαλαγμός. Και ήταν εντυπωσιακό να βλέπει κανείς φοβερό ενθουσιασμό την ημέρα εκείνη, τον θαυμαστό εκείνον ναό τού Αγίου Μάρκου, τα εξαίσια παλάτια τού δόγη και τα άλλα σπίτια των αρχόντων, που ήσαν τεράστια, στολισμένα πολύ με κόκκινο και χρυσό, ωραία και ωραιότερα από ωραία. Αυτοί που δεν είδαν, ίσως δεν θα πιστέψουν, αλλά εμείς που είδαμε, δεν μπορούμε να αποδώσουμε γράφοντας την ομορφιά αυτής τής πόλης, τη θέση, την τάξη, τη σύνεση των ανδρών μαζί και των γυναικών, το μεγάλο πλήθος τού λαού, που στέκονταν όλοι και έβλεπαν και χαίρονταν μαζί και ήσαν ευτυχισμένοι με την είσοδο τού αυτοκράτορα. Γιατί συγκινήθηκε η καρδιά μας βλέποντας την τόση μεγαλοπρέπεια, ώστε να λέμε σε έκσταση: «Ουρανός έγινε σήμερα η στεριά και η θάλασσα». Δηλαδή όπως τα ουράνια κτίσματα και έργα τού Θεού δεν μπορεί κανείς να τα καταλάβει, αλλά μόνο νιώθει έκπληξη, έτσι νιώθαμε έκπληξη βλέποντας και τα θεάματα εκείνης τής ημέρας, αν και μεγάλη είναι η διαφορά ανάμεσα στα δύο. Όταν λοιπόν φτάσαμε στη μεγάλη γέφυρα την οποία ονομάζουν Ριάλτο, τη σήκωσαν και η γαλέρα πέρασε από κάτω. Υπήρχε κι εκεί μεγάλο πλήθος λαοῦ, χρυσοστόλιστες σημαίες και σάλπιγγες, θόρυβοι και αλαλαγμοί, και μιλώντας γενικά, εξαντλείται το μυαλό μου γράφοντας και λέγοντας τα θεάματα τής ημέρας εκείνης και τούς επαίνους, τα χαρακτηριστικά και την τιμή που έδειξαν τότε στον αυτοκράτορα. Και φτάσαμε, όπως προανέφερα, στην οικία τού μαρκησίου τής Φερράρας. Εκεί λοιπόν έδεσε η γαλέρα. Ήταν η ώρα τής δύσης τού ήλιου. Ο δόγης και οι άρχοντες αποχαιρέτισαν και έφυγαν για τα σπίτια τους. Ήταν ημέρα Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου τού έτους 1437»
(ἡ δέ πόλις πᾶσα ἐσείσθη καί ἐξῆλθεν εἰς ὑπάντησιν τοῦ βασιλέως, καί κρότος καί ἀλαλαγμός μέγας ἐγένετο· καί ἦν ἰδεῖν ἔκστασιν φοβεράν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, τόν πολυθαύμαστον ἐκεῖνον ναόν τοῦ ἁγίου Μάρκου, τά παλάτια τοῦ δουκός τά ἐξαίσια, καί τούς ἄλλους τῶν ἀρχόντων οἴκους παμμεγέθεις ὄντας, ἐρυθρούς καί χρυσίῳ πολύ κεκοσμημένους, ὡραίους καί ὡραίων ὡραιοτέρους· οἱ μή ἰδόντες ἴσως οὐ πιστεύσουσιν, ἡμεῖς δέ οἱ ἰδόντες οὐ δυνάμεθα γραφῇ παραδοῦναι τήν καλλονήν αὐτῆς, τήν θέσιν, τήν τάξιν, τήν σύνεσιν τῶν ἀνδρῶν ὁμοῦ τε καί γυναικῶν, τό παμπληθές τοῦ λαοῦ, ἑστώτων πάντων καί βλεπόντων καί χαιρόντων ὁμοῦ καί εὐφραινομένων ἐπί τῇ εἰσελεύσει τοῦ βασιλέως· ἐξέστη γάρ ἡ ψυχή ἡμῶν βλεπόντων τήν τοιαύτην παῤῥησίαν, ὥστε λέγειν ἡμᾶς ἐν ἐκστάσει· «οὐρανός σήμερον ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα γέγονεν· δῆλον ὥσπερ τά ἐν τῷ οὐρανῷ κτίσματα καί ποιήματα τοῦ Θεοῦ οὐ δύναταί τις καταλαβεῖν, ἀλλά μόνον ἐκπλήττεται, οὕτω καί τά τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐξεπληττόμεθα θεάματα βλέποντες, ἀλλά πολλή τῶν μεταξύ τῷ ἑτέρῳ διαφορά. ὅταν οὖν ἤλθομεν εἰς τήν μεγάλην γέφυραν, ἣν καλοῦσιν Ῥεάλτον, ἐσήκωσαν αὐτήν ἄνω, καί ἐπέρασε κάτωθεν τό κάτεργον· ἦν δέ κἀκεῖσε πλῆθος λαοῦ πολύ, καί σημαῖαι χρυσοειδεῖς καί σάλπιγγες καί κρότοι καί ἀλαλαγμοί, καί ἁπλῶς εἰπεῖν ἀτονεῖ μου ὁ νοῦς γράφειν καί λέγειν τά τῆς ἡμέρας ἐκείνης θεάματα καί τούς ἐπαίνους καί τήν σχέσιν καί τήν τιμήν, ἣν ἔδειξαν τότε τῷ βασιλεῖ. καί ἀπήλθομεν, ὡς προεῖπον, ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ μαρκέζε τῆς Φερραρίας· ἐκεῖσε γοῦν ἔστησαν τήν τριήρην· ἦν δέ ὥρα δύσεως ἡλίου· καί ἀποχαιρετίσας ὁ δούξ καί οἱ ἄρχοντες ἀπῆλθον οἴκαδε, ἡμέρᾳ κυριακῇ, φεβρουαρίῳ θ΄ εἰς ,αυλζ΄).

[←116]

Συρόπουλος 4.22: Και τόν πατριάρχην δέ οὐ κατέλιπον ἄμοιρον ἑορτασίμου τιμῆς· δύο γάρ πλοιάρια εὐτρεπίσαντες καί πατριαρχικαῖς σημαίαις μικραῖς τε καί πυκναῖς ἐφ΄ ὅλαις ταῖς παρατοιχίσι αὐτά περιστέψαντες, μέσον δέ φιάλας ἐπῃρμένας κατασκευάσαντες πορφυριζούσας, καί παρ΄ αὐταῖς κέδρους χλοαζούσας στήσαντες ὡς παρά ταῖς φιάλαις δοκεῖν πεφυτεῦθαι, καί τοῖς ἐν αὐταῖς ὕδασιν ἄρδεσθαι καί ταύτας κατασκιάζειν, πρό τῆς πατριαρχικῆς οἰκίας αὐτά φέροντες ἔστησαν, καί ἵσταντο αὐτά δι΄ ὅλης τῆς ἡμέρας ἐκεῖ. οὕτω πως καί τῷ πατριάρχῃ τήν ἑορτάσιμον τιμήν καί δορυφορίαν ἀφωσίωσαν.

[←117]

Συρόπουλος 4.23: Καί ταῦτα μέν οὕτω προέβησαν. ὁ δέ Χριστόφορος ἅμα τῷ ἐς Βενετίαν φθάσαι, εὐθύς ἀπῆλθεν εἰς τόν πάπαν καταλιπών ἀνθ΄ ἑαυτοῦ τόν ἐκ τῶν Βενετίκων ἀρχόντων Μιχελέτον Τζίου καλούμενον ἡμῶν ἐπιμελησόμενον· ὅστις μετά παραδρομήν ἡμερῶν δύο, εἶπε τῷ πατριάρχῃ ὅπως ἐστίν ἀνατεθειμένος, ἵνα παράσχῃ αὐτός ἔξοδον ὀλίγων τινῶν ἡμερῶν, μέχρις ἄν στείλῃ ἐκεῖθεν ὁ πάπας. ἔδωκεν οὖν τοῖς περί τόν βασιλέα. καί νῦν ζητῶ, εἶπε, μαθεῖν τί ὁρίζεις δοῦναι τοῖς περί τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου. ὁ δέ πατριάρχης ἠρώτησεν αὐτόν τό πῶς ἐποίησεν εἰς τούς περί τόν βασιλέα καί εἶπεν ὅτι ἀνέφερε τῷ βασιλεῖ ἵνα ὁρίσῃ ὅσην ἔχει θέλημα δόσιν γενέσθαι· καί ὁ βασιλεύς ὥρισε φλωρία πεντακόσια, αὐτός δέ ἀνέφερεν, ὅτι· ὥρισας πεντακόσια, ἐγώ δέ ἤδη δίδωμι ἑξακόσια. ἔδωκα οὖν ἐκεῖ ταῦτα ἵνα διανείμωσι τοῖς περί τόν βασιλέα. ὁμοίως οὖν ἀναφέρω, ἵνα ὁρίσῃς καί αὐτός καθώς ἔχεις θέλημα. ὥρισεν οὖν ὁ πατριάρχης, ὅτι· ἐπειδή αὐτή ἡ δόσις δι΄ ὀλίγας ἡμέρας γίνεται, δός φλωρία τριακόσια· ὁ δέ αὖθις εἶπεν, ὅτι· ὥρισας τριακόσια, ἐγώ δέ ἤδη δίδωμι τετρακόσια. ἔλαβον οὖν καί διεμερίσαντο ταῦτα πρός τε τόν πατριάρχην καί τούς καθόλου. εἶτα ἦλθεν ὁ δούξ καί εἶδε τόν πατριάρχην· ἔστειλε δέ αὐτῷ κανίσχιον, σαχαρίγδια τεσσαράκοντα καί λαμπάδας μεγάλας τεσσαράκοντα καί οἶνον. καί μεθ΄ ἡμέρας ἦλθεν ὁ καρδηνάλιος τοῦ Σταυροῦ παρά τοῦ πάπα σταλείς καί μετ΄ αὐτοῦ ὁ μαρκέσης τῆς Φεραρίας, καί εἶδον τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην. ὅτε οὖν ἦλθεν εἰς τόν πατριάρχην, εἵπετο καί ὁ δούξ κατέχων τά κράσπεδα τοῦ καρδηναλικοῦ ἰματίου. ἔμεινεν οὖν εἰς τήν Βενετίαν ὀλίγας ἡμέρας καί πάλιν ὑπέστρεψεν ὁ καρδηνάλιος εἰς τόν πάπαν.

[←118]

Ο Μικελέτο Τζίο ήταν Ενετός αξιωματούχος και κεφαλαιούχος. Τον Απρίλιο τού 1430 κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη, πιθανώς ως διαπραγματευτής των Ενετών με τούς Οθωμανούς. Το 1437 στάλθηκε από τον πάπα Ευγένιο Δ΄ στην Κωνσταντινούπολη, για να καλύψει όλες τις οικονομικές ανάγκες για το ταξίδι στη σύνοδο τής Φερράρας. Επέστρεψε στη Βενετία τον Δεκέμβριο τού 1437 και παρέμεινε στην υπηρεσία τού πάπα, ο οποίος τού ανέθεσε διάφορες αποστολές σχετικές με την προετοιμασία τής συνόδου.

[←119]

Η Βενετία ανέλαβε τα έξοδα των Γραικών κατά τις πρώτες πέντε ημέρες. Στη συνέχεια έκανε μόνο δώρα σε είδος. Ο πάπας πληροφορήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1437, ότι η Γερουσία θα αναλάμβανε μόνο τον αυτοκράτορα και την ακολουθία του για 10 ή 12 ημέρες, κι αυτό μέχρι το ποσό των 2.000 δουκάτων. Σε προηγούμενη συζήτηση τής 12ης Δεκεμβρίου είχε προβλεφθεί μέγιστη δαπάνη μόνο χιλίων δουκάτων, με διαμονή τού αυτοκράτορα στο νησί τού Σαν Τζόρτζιο (Laurent 1971: 219 σημ. 6).

[←120]

Στο κείμενο, κανίσχιον. Μικρό καλάθι, πανεράκι. βλέπε σημ. 8 κεφαλαίου γ΄.

[←121]

Στο κείμενο, σαχαρίγδια. Στον Creyghton 1660 σάχαρ ἰνδιακό.

[←122]

Στις 13 Φεβρουαρίου, μαζί με τον πατριάρχη τού Γκράντο, τον αρχιεπίσκοπο Τάραντα και τούς επισκόπους Κρήτης, Βιτσέντσα και Τρεβίζο (Laurent 1971: 219 σημ. 7).

[←123]

Καρδηνάλιος τοῦ Σταυροῦ: Ο Νικκολό Αλμπεργκάτι (1357-1443), γνωστός επίσης ως καρδινάλιος τής Μπολώνια.

[←124]

Ανακριβές κατά τον Laurent 1971: 220 σημ. 2, επειδή ο μαρκήσιος ήρθε στη Βενετία χωριστά και βρισκόταν εκεί από τις 12 τού μηνός, «την πρώτη ώρα τής νύχτας» (a hore i. de note).

[←125]

Ο Νικολό ντ΄ Έστε (1423-1441), τού οποίου οι συζυγικές αποτυχίες φαίνεται ότι είχαν διασκεδάσει τούς Γραικούς. Ο Χαλκοκονδύλης, που θα τις έπαιρνε από κάποιο μέλος τής συνόδου, ίσως από τον δεσπότη Δημήτριο, ένιωσε την ευχαρίστηση να καταγράψει τις λεπτομέρειες στο χρονικό του (Laurent 1971: 220 σημ. 3). Βλέπε Παράρτημα αυτού του βιβλίου.

[←126]

Η επίσκεψη στον αυτοκράτορα έγινε στις 14 Φεβρουαρίου και εκείνη στον πατριάρχη στις 15 (Laurent 1971: 220 σημ. 4),

[←127]

Kατά τον Laurent 1971: 220 σημ. 5, αυτή η έκφραση θα έκανε κάποιον να πιστέψει ότι επέστρεψε χωρίς καθυστέρηση, κάτι που θα ήταν αντίθετο με τις συμβουλές που είχε δώσει η Γερουσία τής Βενετίας με τον πρεσβευτή της στις 17 Φεβρουαρίου στην παπική κούρτη. Στην πραγματικότητα ο Αλμπεράτι έμεινε απρόθυμα στη Βενετία για δεκαπέντε περίπου ημέρες και δεν έφυγε για τη Φερράρα πριν τις 27 Φεβρουαρίου, αφού εξασφάλισε ότι οι Γραικοί θα πήγαιναν με τον πάπα.

[←128]

Συρόπουλος 4.24: Λόγοι οὖν ἐκινοῦντο τότε πολλοί περί τοῦ εἰ δεῖ τούς ἡμετέρους πρός τόν πάπαν ἤ πρός τήν ἐν Βασιλείᾳ σύνοδον ἀφικέσθαι. εἶπεν οὖν ὁ δούξ τῷ βασιλεῖ, ὅτι· ἡ Βενετία ἐστίν ὡς ἄν ἰδική σας καί δύνασθε ἀναπαυθῆναι καλῶς ἐν αὐτῇ, μέχρις ἄν ἐθέλητε. συμβουλεύω οὖν ὅτι κρεῖττόν ἐστιν, ἵνα προσμείνητε ἐν τῇ Βενετίᾳ καί ἀποπειράσησθε καί τοῦ πάπα καί τῆς συνόδου· ἐλεύσονται γάρ ἑκατέρωθεν καί ζητήσουσι καί ἀξιώσουσι πρός σφᾶς αὐτούς ἀπελθεῖν, καί τότε ζητήσετε καί ὑμεῖς τά ὑπέρ ἑαυτῶν, καί ὅπη ἄν εὕρητε τά μᾶλλον λυσιτελοῦντα ὑμῖν, οὕτως ἐκεῖσε ἀπέλθετε. προσμείνατε οὖν ἵνα εἰδῆτε τί λέγουσιν ὑμῖν ἑκάτεροι, καί οὕτως εὑρήσετε τό συμφέρον ὑμῖν. τά αὐτά δέ ἔλεγον καί οἱ κρείττονες τῶν Βενετίκων, καί προσετίθουν, ὅτι· εἰ θελήσετε, γενήσεται καί ἡ σύνοδος ἐνταῦθα, καί ἔσται τοῦτο καί εἰς πλείονα τιμήν ὑμῶν καί ἀνάπαυσιν. ὁ δέ βασιλεύς προσεκαλεῖτο τόν πατριάρχην ἵνα περί τούτου βουλεύσωνται· ἐνόσει γάρ. ἔτυχε δέ καί ὁ πατριάρχης νοσῶν, καί οὐδέτερος ἠδύνατο πρός τόν ἕτερον ἀφικέσθαι, καί ἐδυσχέραινε πρός τοῦτο ὁ βασιλεύς. μετά γοῦν δευτέραν καί τρίτην πρόσκλησιν διεμηνύσατο, ὅτι· βουλευθήτω ἡ ἁγία βασιλεία σου μετά τῶν ἰδικῶν σου· εἶτα ὅρισον ἵνα μάθω καί αὐτός τό συμπέρασμα τῆς βουλῆς, καί ἐντεῦθεν κἀγώ βουλεύσομαι ὅπερ ἄν μοι δόξῃ λυσιτελέστερον. ἀλλ΄ οὐκ ἤρεσαν ταῦτα τῷ βασιλεῖ· ὥρισε γάρ· πῶς ἄν βουλεύσηται καλῶς, μή ἀκούσας πάντων τῶν ἐν τῇ βουλῇ τάς γνώμας; ἐν τῇ βουλῇ γάρ κινοῦνται λόγοι πολλοί καί λέγουσί τινες τάς αἰτίας δι΄ ἅς δοκεῖ αὐτοῖς συμφέρειν τόδε γενέσθαι, ἕτεροι δ΄ αὖ ἀντιλαμβανόμενοι τῶν ἐναντίων λόγων λέγουσιν αἰτίας, δι΄ ἅς νομίζουσι μή προσήκειν γενέσθαι τό δόξαν τοῖς προτέροις συμφέρον. ὅταν οὖν γυμνασθῶσι καλῶς αἱ αἰτίαι καί ἀκούσωσιν οἱ βουλευταί πάντας τούς λόγους καί τάς ἀντιθέσεις ἑκάστου, τότε δύνανται περισυνάξαι καί ἐκλέξασθαι ἐκ τῶν πολλῶν τό συμφέρον, ὥσπερ καί ἐν τῷ παρόντι. ἐνταῦθα κινοῦνται λόγοι πολλοί περί τούτου καί γυμνάζεται τό πρᾶγμα, καί ἐναντιοῦνταί τινες τοῖς βουλευομένοις λυσιτελεστέραν τήν εἰς τόν πάπαν ἡμῶν ἔλευσιν, καί μέχρι τοῦ νῦν δοκοῦσι βελτίω λέγειν οὗτοι οἱ τό μή ἀπελθεῖν εἰς ἐκεῖνον βουλευόμενοι. ἐλθέτω οὖν ἀπαραιτήτως ὁ πατριάρχης, ὅτι ἀναγκαία ἐστίν ἡ περί τούτου βουλή. τούτων τῶν λόγων ἀκούσας ὁ πατριάρχης, εἶπεν· οἶδα ἐγώ πῶς καί παρά τίνων λέγονται οἱ τοιοῦτοι λόγοι, καί ὅταν ἐκεῖσε ἀπέλθω, ἑνί λόγῳ πάντας αὐτούς ἀνατρέψω. εἶτα διεμηνύσατο τῷ βασιλεῖ ὅπως ἦν κατ΄ ἐκείνην τήν ἡμέραν ἄνετος καί τῇ μετ΄ ἐκείνην, εἰ καί ἔτι ῥᾴων γένοιτο, τῇ ἐφεξῆς ἀφίξεται.

[←129]

Αν και το γεγονός ότι είχαν επιβιβαστεί στις γαλέρες τού πάπα έδειχνε αρκετά σαφή επιθυμία να πάνε προς αυτόν, είναι αναμφισβήτητο ότι όταν βρέθηκαν στη Βενετία, ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης δίσταζαν και επανεξέταζαν το ζήτημα τού πού να πάνε. Ο Τραβερσάρι σημειώνει στις 21 Φεβρουαρίου 1438, ότι και οι δύο σκέφτονταν γι΄ αυτόν τον σκοπό και ότι αυτή η επιμονή είχε αναστατώσει πλήθος ανθρώπων, που είχαν ήδη προσβληθεί από το γεγονός ότι κανένας από αυτούς δεν είχε παρουσιαστεί ενώπιον τού λεγάτου! Σύμφωνα με τον Τραβερσάρι πάλι, η αιτία αυτών των γεγονότων ήσαν επιστολές που είχαν ληφθεί από τη Βασιλεία. Ωστόσο υπήρχαν προφανώς κι άλλοι λόγοι, τούς οποίους μάς επιτρέπουν να δούμε οι οδηγίες που έδινε η Γερουσία τής Βενετίας στις 17 Φεβρουαρίου 1438, στον πρεσβευτή τής στην παπική κούρτη Μάρκο Ντάντολο: Ήταν, καταρχάς, η απομένουσα διαφωνία μεταξύ τού πάπα και τής Συνόδου τής Βασιλείας και η εχθρότητα που εκδηλωνόταν απέναντι στον ποντίφηκα από πολλούς ηγεμόνες. Είναι επίσης βέβαιο, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, ότι οι Γραικοί ζητούσαν συμβουλές από τούς Ενετούς. Από την άλλη πλευρά, είναι συμπτωματικό ότι ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης ζητούσαν από τη Γαληνοτάτη το πιο απόλυτο μυστικό σχετικά με την προσέγγισή τους (Laurent 1971: 220 σημ. 6).

[←130]

Είναι αλήθεια ότι αυτή η δήλωση θα σηματοδοτούσε σημαντική εξέλιξη τής ενετικής νοοτροπίας ενόψει τού μουσουλμανικού κινδύνου. Στις αρχές Ιουνίου 1437, η Γερουσία είχε μάλιστα γνωστοποιήσει στον πάπα τον φόβο, ότι η διεξαγωγή τής Συνόδου τής Ένωσης σε μία από τις πόλεις τής Δημοκρατίας (για παράδειγμα στο Ούντινε) θα παρείχε στον Moυράτ Β΄ το πρόσχημα να επιτεθεί στις κτήσεις τής στη Ρωμανία. Πώς λοιπόν θα αντιδρούσε ο σουλτάνος, βλέποντας τον Ιωάννη Η΄ να παρατείνει τη διαμονή του στην ίδια την πρωτεύουσα αυτής τής επικράτειας; Είναι βέβαιο ότι οι Γραικοί ζητούσαν συμβουλές από τούς Ενετούς και συζητούσαν μαζί τους τις αμφιβολίες τους. Από την άλλη πλευρά δεν είναι λιγότερο αληθές, ότι ο λεγάτος και η ακολουθία του δεν είχαν την αίσθηση ότι ο πατριάρχης και ο αυτοκράτορας ήσαν απολύτως αποφασισμένοι να πάνε στον πάπα. Η συζήτησή τους στις 14 Φεβρουαρίου δεν είχε προσφέρει καμία διαβεβαίωση, ενώ στις 17 και στις 21 τού μηνός ο Ιωσήφ Β΄ δήλωνε ότι ήθελε ακόμη να το σκεφτεί. Ωστόσο η απόφαση είχε καταρχήν ληφθεί στις 15, ενώ στις 17 τού μηνός είχε ακόμη κοινοποιηθεί στους πρεσβευτές τού βασιλιά τής Καστίλλης στη Σύνοδο. Δεν ήταν όμως τελική μέχρι τις 25, όπως αποδεικνύεται από αρκετά αυτοκρατορικά έγγραφα. Οι οδηγίες που έδινε η Βενετία στον εκπρόσωπό τής στον πάπα στις 12 Δεκεμβρίου 1437 ήσαν διαμετρικά αντίθετες με τις υποδείξεις που λέγεται ότι είχε κάνει η Σινιορία στους φιλοξενούμενούς της. Ουσιαστικά απέκλειαν αυτές τις υποδείξεις, ώστε να ελαχιστοποιήσουν την αντίθεση που είχαν συναντήσει από τον πάπα, τη σύνοδο τής Βασιλείας και πολλούς δυτικούς βασιλείς. Όμως, άραγε σημαίνει αυτό ότι τέτοιες παρατηρήσεις δεν γίνονταν ανεπίσημα; Μια τέτοια άρνηση θα αγνοούσε την κινητικότητα τού διπλωματικού παιχνιδιού. Ο Συρόπουλος θα διατηρούσε από τις παρατεταμένες συνομιλίες των Γραικών με τη Βενετία μόνον εκείνες, οι οποίες, σε συγκεκριμένους κύκλους και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, εξυπηρετούσαν τον σκοπό του: να δείξει πώς ο δεόντως ενημερωμένος αυτοκράτορας γύριζε συστηματικά την πλάτη στις συμβουλές εκείνων, Των μόνων οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να υπηρετήσουν την κοινή υπόθεση (Laurent 1971: 221 σημ. 7).

[←131]

Συρόπουλος 4.25: Ὁ δέ Χριστόφορος ἀπελθών εἰς τόν πάπαν ἐκ τῆς Βενετίας, ὡς δεδήλωται, θᾶττον ὑπέστρεψε, καί ἦν ἐν τῇ Βενετίᾳ διεγείρων τούς ἡμετέρους καί τήν πρός τόν πάπαν ἔλευσιν διαπραττόμενος κατά τό ἐγχωροῦν. δέδωκεν οὖν πάλιν τῷ μέρει τοῦ πατριάρχου φλωρία πεντακόσια χάριν μερικοῦ σιτηρεσίου· ἀφ΄ ὧν ἔλαβεν ὁ πατριάρχης φλωρία ἑκατόν εἴκοσι τρία, ὧν τά ἑκατόν πέντε δούς ἐπρίατο δισκοποτήριον ἀργυροδιάχρυσον θαυμασίᾳ τέχνῃ ἐξειργασμένον, τά δέ λοιπά διεμερίσθησαν τοῖς ἄλλοις τοῖς καθόλου. εἶτα ἔδωκεν ἰδίως τῷ βασιλεῖ φλωρία χίλια καί τῷ πατριάρχῃ ὁμοίως χίλια· ἐποίησε δέ διά ἐξόδου τοῦ πάπα τῷ πατριάρχῃ καί λεκάνην ἀργυρᾶν διά νιμμόν τοῦ προσώπου αὐτοῦ καί σκυτέλια ἀργυρᾶ. ὁ δέ πατριάρχης κατά τήν ἡμέραν, ἥν περιέστησεν ἐλθεῖν εἰς τόν βασιλέα, ἀπῆλθε πρῶτον εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Μάρκου καί τά ἐκεῖσε ἱερά κειμήλια ἐθεάσατο, πολύολβα ὄντα καί πολυτάλαντα, ἐν οἷς καί λίθοι τίμιοι καί μέγιστοί εἰσι καί διαυγέστατοι καί πᾶν εἶδος ἱερῶν ἐκ πάσης ἀρίστης καί τιμίας ὕλης κατεσκευασμένον, τά μέν ἐκ λίθων ἐξῃρημένων εὐφυῶς ἄγαν διαγεγλυμμένα, τά δέ ἐκ χρυσοῦ καθαρωτάτου ἀρίστως συντεθειμένα· ἔνθα δή καί τάς τοῦ ἱεροῦ καλουμένου τέμπλου θείας εἰκονογραφίας κατείδομεν τῇ αἴγλῃ τοῦ χρυσοῦ μαρμαιρούσας καί τῷ πλήθει τῶν πολυτίμων λίθων καί τῷ μεγέθει καί τῷ κάλλει τῶν μαργάρων καί τῇ τῆς τέχνης φιλοτιμίᾳ καί ποικιλίᾳ, τούς θεατάς καταπληττούσας, αἵ κατά τόν καιρόν τῆς ἁλώσεως, ὅτε ἡ Πόλις ὑπό τῶν Λατίνων οἴμοι ἑάλω ἀπενεχθεῖσαι ἐντεῦθεν ἐκεῖσε νόμῳ τῆς λείας, εἰς μιᾶς μεγίστης εἰκόνος συνετέθησαν σχῆμα, ἱδρυμένης ἄνωθεν τοῦ ἐν τῷ καθολικῷ βήματι ἀλταρίου, ὀχυροτάταις θύραις ἔμπροσθέν τε καί ὄπισθεν ἰσχυρῶς πάνυ κατησφαλισμένης καί κλεισί καί σφραγίσι διαφυλαττομένης· τῶν δέ θυρῶν δίς τοῦ ἔτους ἀνοιγομένων κατά τε τήν τῶν Χριστουγέννων καί τήν ἀναστάσιμον ἑορτήν καί πάντων τῶν ἐκεῖσε θεωρούντων τήν ἐκ πολλῶν σύνθετον εἰκόνα ἐκείνην, τοῖς μέν κεκτημένοις καύχημα καί τέρψις ἐγγίνεται καί ἡδονή, τοῖς δ΄ ἀφαιρεθεῖσιν, εἴ που καί παρατύχοιεν, ἀθυμία καί λύπη καί κατήφεια, ὡς καί ἡμῖν τότε συνέβη. πλήν εἰ καί ἐκ τοῦ τέμπλου τῆς ἁγιωτάτης Μεγάλης Ἐκκλησίας ἠκούομεν εἶναι ταύτας, ἀλλ΄ οὖν ἔγνωμεν ἀκριβῶς ἔκ τε τῶν ἐπιγραφῶν, ἔκ τε τῆς στηλογραφίας τῶν Κομνηνῶν, τῆς τοῦ Παντοκράτορος μονῆς εἶναι ταύτας. εἰ οὖν τά τῆς μονῆς τοιαῦτα, σκοπεῖν χρή ὁποίαν εἶχον ἄν ὑπερβολήν τά τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἔν τε τῇ διαυγείᾳ καί λαμπρότητι τῆς ὕλης καί τῇ φαιδρότητι καί ποικιλίᾳ τῆς τέχνης καί τῇ τοῦ τιμήματος ὑπερβολῇ.

[←132]

Σύμφωνα με την εκδοχή Β τού χειρογράφου, ο Χριστόφορος είχε επιστρέψει, στην ακολουθία τού καρδινάλιου Αλμπεργκάτι, στις 13 Φεβρουαρίου, και θα έμενε μετά την αναχώρηση τού τελευταίου, δηλαδή μετά τις 25 τού μηνός. Αναμφισβήτητα η διανομή των χρημάτων, στην οποία προχώρησε, προδιέθεσε ευνοϊκά τούς Γραικούς απέναντι στον Ευγένιο Δ΄. Ωστόσο, όπως έχει παρατηρηθεί, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτό είτε ότι οι Γραικοί είχαν αγοραστεί είτε ότι ο Συρόπουλος κάνει λάθος. Ενδεχομένως ο δότης ήθελε απλώς να δείξει, ότι η οικονομική κατάσταση τής Αγίας Έδρας ήταν καλύτερη από εκείνη, την οποία είχαν πιστέψει στην Κωνσταντινούπολη από τούς απεσταλμένους τής Βασιλείας (Laurent 1971: 222 σημ. 1).

[←133]

Σκυτέλιον ή σκουτέλιον: αγγείο για τρόφιμα (Αδαμάντιος Κοραής, Άτακτα, Παρίσι 1828, σελ. 60).

[←134]

Σύμφωνα με την εκδοχή Β τού χειρογράφου, ο δόγης έστειλε δύο σκάφη για να πάρουν τον ελληνικό κλήρο, ενώ ο ίδιος ήρθε να χαιρετήσει τον πατριάρχη κοντά στη βασιλική (Laurent 1971: 223 σημ. 2).

[←135]

Η άλωση τής Κωνσταντινούπολης από τούς σταυροφόρους τής 4ης Σταυροφορίας (1204).

[←136]

Η διάσημη Πάλα ντ΄ Όρο (Pala d΄ Oro) είναι ορθογώνιο πλαίσιο διαστάσεων 3,50 μ. x 2,10 μ., κατασκευασμένο από χρυσό, επίχρυσο ασήμι και σμάλτο. Χωρίζεται κατά το ύψος σε δύο μέρη άνισου μεγέθους, με μεγαλύτερο το κατώτερο. Είναι διακοσμημένη και από τις δύο πλευρές με 83 σμαλτωμένες εικόνες, 74 σμαλτωμένα μετάλλια και 38 χρυσά ανάγλυφα προτομών σε μικρογραφία. Φέρει επίσης 1927 πολύτιμους λίθους, όπως μαργαριτάρια, γρανάτες, σμαράγδια, ζαφείρια, αμέθυστους, ρουμπίνια, τοπάζια και καμέες. Στο κέντρο τού κατώτερου τμήματος απεικονίζεται ο Χριστός ευλογών, περιστοιχιζόμενος από τούς τέσσερις Ευαγγελιστές. Στην κάτω σειρά και στο κέντρο απεικονίζεται η Παναγία, έχοντας δεξιά την αυτοκράτειρα Ειρήνη (σύζυγο τού Ιωάννη Β΄ Κομνηνού) και αριστερά τον δόγη τής Βενετίας Ορντελάφο Φαλιέρο. Αρχικά παρίστανε, όπως πιστεύεται, τον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό, αλλά οι Ενετοί επανεπεξεργάστηκαν το κεφάλι και το σκήπτρο, για να σχηματίσουν τον δόγη. Σε οριζόντιες σειρές απεικονίζονται απόστολοι, προφήτες και άγγελοι, ενώ στην περιφέρεια παρουσιάζονται 27 σκηνές από τη Βίβλο, αλλά και σκηνές από τον βίο τού ευαγγελιστή Μάρκου. Το επάνω μέρος είναι διακοσμημένο με επτά μεγαλύτερες σμαλτωμένες εικόνες με σκηνές από τη ζωή τού Χριστού και με τον Αρχάγγελο Μιχαήλ στο κέντρο.

[←137]

Κατά τον Laurent 1971: 224 σημ. 1, το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να δώσει στους Γραικούς τη βεβαιότητα ότι αυτές οι θαυμάσιες εικόνες προέρχονταν από τη Μονή Παντοκράτορος, πρέπει να περιείχε ακριβή κείμενα, στα οποία αναφέρονταν από κοινού τόσο οι Κομνηνοί όσο και το ίδιο το μοναστήρι. Τίποτε τέτοιο δεν υπάρχει σήμερα στην Πάλα ντ΄ Όρο. Ωστόσο ο Συρόπουλος πρέπει να το είδε καθαρά και η τοποθέτησή του, πολύ κρίσιμη και πολύ σθεναρή για να υποδεικνύει υπόθεση, δεν θα είχε νόημα αν, όπως υποστηρίζεται, οι αρχικές επιγραφές είχαν διαγραφεί. πριν περάσει αυτός από εκεί, ήδη από το 1345. Επιπλέον, αν δεν είχε αυτή τη δυνατότητα ελέγχου, ο συγγραφέας μας θα είχε μοιραστεί τη γενική άποψη, ότι επρόκειτο για λεία παρμένη από την Αγία Σοφία.

[←138]

Ο Laurent 1971: 224 σημ. 2, γράφει ότι η λέξη στηλογραφία σημαίνει όχι πλάκες, αλλά εικόνες, εδώ πορτραίτα. Επίσης αυτή η λέξη είναι στον πληθυντικό, πράγμα που υποδηλώνει ότι το πορτρέτο τής αυτοκράτειρας δεν ήταν το μοναδικό αλλά ότι υπήρχε και το αντίστοιχο τού συζύγου της. Εκείνος εμφανιζόταν αρχικά στην τιμητική θέση, στα δεξιά τής Παναγίας, ακόμη κι όταν μεταγενέστερη αναδιάταξη αντικατέστησε το δικό του κεφάλι με εκείνο τού δόγη Φαλιέρ. Κατά τη γνώμη τού Laurent, οι δύο ηγεμόνες μπορεί να είναι μόνο ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (πεθ. 1143) και η σύζυγός του Ειρήνη (πεθ. 1134), οι συνιδρυτές τής Μονής Παντοκράτορος.

[←139]

Μονή Παντοκράτορος: Μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (βασ. 1118-1143) ανατολικά τής εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων στην πλαγιά τού τέταρτου λόφου. Το συγκρότημα περιλάμβανε νοσοκομείο και γηροκομείο. Το μοναστήρι καταλήφθηκε από τούς Ενετούς το 1204 και μέχρι το 1261, όταν, με την ανάκτηση τής Κωνσταντινούπολης, ξαναδόθηκε σε Ορθόδοξους μοναχούς και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1453.

[←140]

Συρόπουλος 4.26: Ταῦτα τοιγαροῦν ἀκριβῶς ἰδών πάντα ὁ πατριάρχης καί τῇ θεωρίᾳ αὐτῶν οἱονεί ἐντρυφήσας, συνόντος αὐτῷ καί τοῦ δουκός διαμηνυθέντος πρότερον παρά τοῦ πατριάρχου, πέμψαντος δέ καί τά πλοῖα, δι΄ ὧν εἰς τόν ἅγιον Μάρκον ἀφίγμεθα, καί ἐλθόντος καί αὐτοῦ καί προπέμψαντος καί τά δηλωθέντα πάντα ἐμφανισθῆναι προσταξαντος, μετά γοῦν τό ἱκανῶς ἐνασχοληθῆναι τούτοις ὁ πατριάρχης, εἰς τόν βασιλέα μετά τοῦ δουκός ἀφίκετο· καί ὁ μέν δούξ ἰδών καί ὁμιλήσας τῷ βασιλεῖ φιλικῶς τήν ἰδίαν ἀπέπλει, ὁ δέ πατριάρχης μόνος συνῆν τῷ βασιλεῖ ὥραν ἱκανήν. ἑτοιμασθέντος δέ ἀρίστου τῷ τε πατριάρχῃ καί ἡμῖν οὗ ὁ Φιλανθρωπινός ᾤκει, ἀπελθόντες μετά τοῦ πατριάρχου ἐσιτησάμεθα, καί μετά τοῦτο αὖθις εἰσῆλθεν ὁ πατριάρχης εἰς τόν βασιλέα καί μετ΄ οὐ πολύ προσεκλήθησαν οἱ ἄρχοντες τῆς βουλῆς καί ἕξ τῶν ἀρχιερέων καί τρεῖς ἐξ ἡμῶν. ἐζητήθη οὖν, εἰ δεῖ πρός τόν πάπαν ἡμᾶς παραγενέσθαι. καί λόγων περί τούτου κινηθέντων καί τῶν πλειόνων δεῖν εἶναι λεγόντων, εἶπεν ὁ Ἡρακλείας, ὡς· ἀκούομεν, ὅτι ἔρχεται καρδηνάλιος ὁ Ἰουλιανός ἐκ τῆς συνόδου καί ἐστίν ἐγγύς. καλόν οὖν μοι φαίνεται ἵνα προσμείνωμεν ὀλίγον, ὡς ἄν εἴδησίν τινα καί ἐξ ἐκείνου λάβωμεν, καί τότε κρεῖττον βουλευσόμεθα. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· βέλτιόν μοι δοκεῖ, ἵνα βουλευσάμενοι νῦν στήσωμεν ὅπερ ἄν φανῇ συμφέρον ἡμῖν, ὅπως ἀν κἀκεῖνος ἐλθών εὕρῃ συνιστάμενον τό τῆς βουλῆς ἡμῶν ἀποτέλεσμα, καί μή πρός ἄλλο τι παρεκκλίνειν ἡμᾶς πειραθείη. λέγετε τοίνυν πρός τό πρᾶγμα καί ἄφετε τό περί τοῦ Ἰουλιανοῦ. ὁ μέν οὖν βασιλεύς ὥσπερ ἐπιλελησμένος ὧν ἔλεγε πρότερον, ὅλως ἦν ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν, ὡσαύτως δέ καί πρό αὐτοῦ ὁ πατριάρχης. εἰ οὖν καί τρεῖς ἐξ ἡμῶν, μεθ΄ ὧν καί Βουλλωτής τέταρτος ἦν, εἶπον βέλτιον εἶναι μή ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν, οἱ λοιποί πάντες τό ἐλθεῖν ἀπεφήναντο, καί ἐκυρώθη τοῦτο. μετά ταῦτα δευτεραῖος ἔφθασε καί ὁ Ἰουλιανός εἰς τήν Βενετίαν. εἶδεν οὖν τόν βασιλέα, ἦλθε καί εἰς τόν πατριάρχην, ἑπομένου καί τοῦ δουκός καί τά κράσπεδα τοῦ ἰματίου αὐτοῦ κατέχοντος· εἶτ΄ ἀπῆλθε καί αὐτός εἰς τόν πάπαν. παρεσκευάζοντο δέ καί οἱ ἡμέτεροι ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν· πρῶτον δέ ἔστειλαν πρός αὐτόν ὁ μέν βασιλεύς τούς δύο αὐταδέλφους τούς Δισυπάτους, ὁ δέ πατριάρχης τόν Ἡρακλείας καί τόν Μονεμβασίας.

[←141]

Γεώργιος Φιλανθρωπινός: υπασπιστής τού αυτοκράτορα και ασκών καθήκοντα μεσάζοντος κατά τη διάρκεια τής συνόδου. Ήταν συγγενής τού πατριάρχη, που φαίνεται ότι αποσυρόταν μερικές φορές στην κατοικία τού Φιλανθρωπινού (Laurent 1971: 224 σημ. 5).

[←142]

Αναμφίβολα στο τέλος αυτού τού συμβουλίου ο αυτοκράτορας αποφάσισε αμετάκλητα για τη Φερράρα και έκανε την ανακοίνωση, στις 25 Φεβρουαρίου, στους Γερμανούς εκλέκτορες και στους πατέρες τής Βασιλείας, καλώντας τους να ενωθούν μαζί του (Laurent 1971: 224 σημ. 6).

[←143]

Η εκδοχή Β τού χειρογράφου δίνει τα ονόματα των μελών τού συμβουλίου: εννέα εκκλησιαστικοί, συμπεριλαμβανομένων έξι επισκόπων (Τραπεζούντος, Εφέσου, Ηρακλείας, Κυζίκου, Μονεμβασίας και Σάρδεων) και τριών αρχόντων (μέγας σακελλάριος, μέγας χαρτοφύλαξ και ο συγγραφέας), και έξι συγκλητικοί (Γεώργιος Φιλανθρωπινός, Μανουήλ και Ανδρόνικος Ιάγαρις, Γεώργιος και Ιωάννης Δισύπατος και Μανουήλ Βουλλωτής) (Laurent 1971: 225 σημ. 7).

[←144]

Ο καρδινάλιος Τζουλιάνο Τσεζαρίνι (1398–1444), επικεφαλής τής Καθολικής αντιπροσωπείας στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Σκοτώθηκε αργότερα στη σταυροφορία τής Βάρνας (1444), πολεμώντας τούς Οθωμανούς τού σουλτάνου Μουράτ Β΄.

[←145]

Κατά τον Laurent 1971: 225 σημ. 8, το πιο πάνω σχόλιο δεν προκαλεί έκπληξη, αν το συγκρίνουμε με την εμπιστοσύνη τού ίδιου τού Ιωάννη Η΄ στον Ιωάννη τής Ραγούσας, για τον οποίο ο Ιουλιανός ήταν ο άνθρωπος τον οποίο εμπιστευόταν περισσότερο.

[←146]

Ο Μανουήλ Βουλλωτῆς (βλέπε σημ. 32 κεφαλαίου γ’), τον οποίο εκπλήσσεται κανείς να βλέπει να διατυπώνει άποψη αντίθετη από εκείνη τού αυτοκράτορα (Laurent 1971: 225 σημ. 9).

[←147]

Κατά την εκδοχή Β τού χειρογράφου, την ημέρα μετά την εν λόγω διάσκεψη. Ο Ιουλιανός είχε μόλις φτάσει στις 20 Φεβρουαρίου. Συνεπώς η εν λόγω διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 18 (Laurent 1971: 225 σημ. 10).

[←148]

Ο Τζουλιάνο Τσεζαρίνι γεννήθηκε στη Ρώμη περί το 1389. Έγινε καρδινάλιος τού Σαντ΄ Άντζελο στις 8 Νοεμβρίου 1430, ύστερα τής Αγίας Σαβίνας και επίσκοπος Τούσκουλου. Ήταν πρόεδρος τής Συνόδου τής Βασιλείας, την οποία ξεκίνησε στις 14 Δεκεμβρίου 1431 και άφησε στις αρχές Φεβρουαρίου 1438. Ήταν εκπρόσωπος των Λατίνων στη Σύνοδο τής Φερράρας τον Απρίλιο-Μάιο τού 1438 και παπικός λεγάτος το 1442 στην Ουγγαρία, για να προετοιμάσει σταυροφορία εναντίον των Τούρκων. Πέθανε στο τέλος τής μάχης τής Βάρνας που χάθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1444. (Laurent 1971: 225 σημ. 11).

[←149]

Κατά την εκδοχή Β τού χειρογράφου, ο Τσεζαρίνι έμεινε τέσσερις ημέρες στη Βενετία. Πρέπει λοιπόν να έφυγε στις 23 ή 24 Φεβρουαρίου, όχι για να πάει αμέσως στον πάπα, όπως μάς κάνει να πιστέψουμε ο Συρόπουλος, αλλά για να πάει στη Μάντουα και να ασχοληθεί με ορισμένες υποθέσεις. Στο μεταξύ επανασυμφιλιώθηκε με τον Ευγένιο Δ΄, αλλά δεν βρισκόταν στη Φερράρα μέχρι τις 8 Μαρτίου 1438. Πήγε να χαιρετήσει τον πατριάρχη στις 21 Φεβρουαρίου μαζί με τον Τραβερσάρι (Laurent 1971: 225 σημ. 12).

[←150]

Δισύπατοι: βλέπε σημ. 135 κεφαλαίου β΄. Ο Αντρέ ντε Σάντα Κρότσε λέει ότι η ομάδα των αγγελιοφόρων περιλάμβανε τρεις πολίτες και δύο ηγουμένους και ότι βρισκόταν στην παπική κούρτη στις 20 Μαρτίου. Αυτό δεν είναι εφικτό, επειδή η αφήγηση τού Συρόπουλου, που είναι ακριβέστερη, τοποθετεί τη σκηνή στην εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου την Κυριακή τής Τυροφάγου, η οποία το 1438 έπεφτε στις 23 Φεβρουαρίου. Σύμφωνα με το Αντρέ ο πάπας τούς υποδέχτηκε την 1η Μαρτίου και εγκαταστάθηκαν στο Παραντίζο, όπου θα κατέβαινε σύντομα και ο ίδιος ο αυτοκράτορας (Laurent 1971: 226 σημ. 1).

[←151]

Συρόπουλος 4.27: Κατά δέ τό σάββατον τῆς Τυροφάγου εἰσῆλθεν εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὁ πατριάρχης, καί πρῶτον μέν ἐρραντίσατο καί αὐτός διά τοῦ ῥαντιστηρίου ἐκείνων τό δοκεῖν ἁγιάσματος, εἶτα ὑπέδειξαν αὐτῷ οἱ ἐκεῖσε λατινομόναχοι εὐμεγέθη καί εὐτραφῆ χεῖρα τοῦ ἁγίου Γεωργίου λέγοντες εἶναι ὑπό σανίδος κοιλανθείσης περιεχομένην καί εὐφυῶς ἄγαν κατησφαλισμένην καί ἐν κιβωτίῳ φυλαττομένην· ἥν καί κατησπάσατο ὁ πατριάρχης. εἰπόντος δέ αὐτῷ τοῦ μεγάλου χαρτοφύλακος, ὡς· οὐκ ἔστιν ἡ χείρ τοῦ ἁγίου Γεωργίου — τό γάρ μαρτυρικόν ἐκείνου ἅγιον σῶμα κατέκαυσαν καί τήν κόνιν ελίκμησαν — εἶπεν αὐτῷ σκωπτικῶς ὁ πατριάρχης· σιώπα, οὐκ οἶδας τί λέγεις. ἔψαλον δέ τότε οἱ μοναχοί ἑσπερινόν πολύν καί φιλότιμον, εἰς ὅν καί ἵστατο ὁ πατριάρχης καί ἡμεῖς μετ΄ αὐτοῦ· εἶτα εἰσῆλθεν εἰς τό βῆμα καί περιεσκόπει τό ἀλτάριον καί τά ἐν αὐτῷ καί προσέταξε περιελεῖν τά σκιάδια ἐκ τῶν κεφαλῶν ἡμῶν, καί περιείλομεν. τότε ἐλθόντων καί τῶν Δισυπάτων λαβεῖν εὐλογίαν ἐπί τῷ ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ πατριάρχης μετά δριμύτητος· ἐκβάλλετε τάς σκουφίας. εἰπόντος δέ τοῦ ἑνός ὡς οὗτοι οὐκ ἔχουσι τοιαύτην συνήθειαν, ἔφη· εἰ μή ποιήσετε τοῦτο, τυχόν ἐκπεσεῖσθε ἀπό τῆς ἀρχοντίας ὑμῶν· ἀλλά διά ταῦτα ἐγένεσθε τοιοῦτοι ὁποῖοι κατέστητε. τότε λέγει ὁ εἷς πρός τόν ἕτερον· δεῦρο ἀπέλθωμεν, καί παρῃτήσαντο τήν εὐλογίαν.

[←152]

Διατηρείται και σήμερα στο θησαυροφυλάκιο τού Αγίου Μάρκου ένας βραχίονας τού Αγίου Γεωργίου, καλυμμένος σε όλο το μήκος του με ασημένια λεπίδα που φέρει δίστιχο (Laurent 1971: 226 σημ. 2).

[←153]

Στο κείμενο, σκιάδια. Ο Bernardakis, Ornements, σελ. 137, λέει ότι παλαιότερα οι διάκονοι, ιερείς και επίσκοποι φορούσαν επίσης το σκιάδιον, μαύρο ή σκούρο μωβ καπέλο με χείλος σαν εκείνο των Λατίνων ιερέων. Δύο ζώνες αστεριών διέσχιζαν ολόκληρη την επιφάνειά του, σχηματίζοντας σταυρό. Ο σταυρός τού πατριαρχικού σκιαδίου ήταν από μεταξωτό ή χρυσό πανί (Laurent 1971: 226 σημ. 3).

[←154]

Στη βυζαντινή υψηλή κοινωνία το δικαίωμα να φοράει κάλυμμα κεφαλής σύμφωνα με τον βαθμό προσέδιδε στον νεαρό άνδρα την ποιότητα τού άρχοντα, την ἀρχοντία. Μέχρι τότε ο νεαρός έφηβος ήταν μόνο ἀσκεπής! Οι Ενετοί και άλλοι Λατίνοι προσβάλλονταν από το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί δεν έβγαζαν τα καλύμματα κεφαλής, ακόμη κι όταν πλησίαζαν τον λεγάτο τού πάπα. Ο Τραβερσάρι έπρεπε να εξηγήσει ότι οι Γραικοί ήσαν τόσο συνηθισμένοι σε αυτό, που
«στον αυτοκράτορά του και τον πατριάρχη, κανένας, ούτε ο πιο χαμηλός, δεν μιλάει με ακάλυπτο το κεφάλι»
(Imperatori suo et Patriarchae nemo, licet infimus, nisi operto loquatur capite).
Ζητώντας από τούς δύο διπλωμάτες να αποκαλυφθούν, ο πατριάρχης ήθελε να είναι ευγενικός προς τούς Λατίνους, τούς οικοδεσπότες του, συμμορφούμενος με τα έθιμά τους (Laurent 1971: 227 σημ. 4).

[←155]

Συρόπουλος 4.28: Ἀπῆλθον οὖν, καί οἱ μέν ἄρχοντες ἠσπάσαντο τόν πόδα τοῦ πάπα καί ἀναδοχῆς καί εὐμενείας ἔτυχον παρ΄ αὐτοῦ· τῶν δ΄ ἀρχιερέων μή ἀσπασαμένων τόν πόδα τοῦ πάπα, ἀηδῶς λίαν διετέθη πρός αὐτούς. δέον οὖν διαμηνῦσαί τι περί τούτου τῷ πατριάρχῃ· οἱ δέ οὐδ΄ ὅλως ἔδωκαν αὐτῷ εἴδησιν. ὁ δέ βασιλεύς μετά παραδρομήν ἡμερῶν πέντε ἐξῆλθε τῆς Βενετίας καί παρεγένετο εἰς τόν πάπαν, καί προϋπήντησεν αὐτῷ ὁ μαρκέσης εἰς τό καλούμενον Φραγκουλίν, ὅπερ ἀπέχει τῆς Φεραρίας ὥρας ἡμισείας πρός τῇ μιᾷ διαστημα· ἐκεῖ γάρ ὁ βασιλεύς ἐξῆλθε τοῦ πλοίου. ὑπεδέξατο δέ αὐτόν ὁ μαρκέσης μετά μεγάλης τιμῆς, τῶν υἱῶν αὐτοῦ πεζῆ πορευομένων καί οὐρανόν ὕπερθεν τοῦ βασιλέως αἰωρούμενον κατεχόντων. οὕτως οὖν προέπεμψεν αὐτόν εἰς τόν πάπαν, εἶτ΄ ἐκεῖθεν εἰς ἴδιον παλάτιον αὐτόν ἤγαγεν.

[←156]

Ακριβώς στις 28 Φεβρουαρίου. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 6:
«Στις 28 Φεβρουαρίου βγήκαμε από τη Βενετία, ο αυτοκράτορας, ο δεσπότης και όλοι οι κληρικοί και η συνοδεία τους, και ακολουθούσαμε από το νερό τον δρόμο προς τη Φερράρα»
(Φεβρουαρίῳ κη΄ ἐξέβημεν ἀπό Βενετίας ὅ τε βασιλεύς, ὁ δεσπότης καί πᾶς ὁ κλῆρος καί ἡ συνοδία αὐτῶν, καί ἐπλέομεν τήν εἰς Φερραρίαν ὁδόν).

[←157]

Φραγκουλίν: Η κωμόπολη Φρανκολίνο, στη νότια όχθη τού Πάδου, βόρεια τής Φερράρας. Κατά τον Laurent 1971: 227 σημ. 6, εδώ η περιγραφή τού Συρόπουλου είναι ανακριβής. Ο μαρκήσιος δεν πήγε στο Φρανκολίνο, όπου τον αυτοκράτορα υποδέχτηκε το βράδυ τής 3ης Μαρτίου ένας καρδινάλιος, πρώην λεγάτος τού πάπα στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και πλήθος αρχιερέων και αρχόντων. Ζήτησε να συνεχίσει το ταξίδι του με άλογο και την επόμενη μέρα οργανώθηκε πομπή 200 περίπου ιππέων (150 Γραικών και 50 Λατίνων συνοδών). Ο μαρκήσιος ντ΄ Έστε, οι 6 καρδινάλιοι που ήσαν παρόντες στην παπική κούρτη και μια μεγάλη συνοδεία πήγαν να τον συναντήσουν ένα χιλιόμετρο έξω από την πόλη, όπου οι δύο πομπές ενώθηκαν την Τετάρτη 4 Μαρτίου λίγο μετά το μεσημέρι. Μέρος των Γραικών συνέχισε το ταξίδι του από το ποτάμι, όπως και ο πατριάρχης και η ακολουθία του.

[←158]

Οὐρανός: Σκίαστρο.

[←159]

Ύστερα από την παπική ακρόαση, ο αυτοκράτορας οδηγήθηκε στο Παραντίζο (Paradiso), παλάτι που βρισκόταν στη γειτονιά τής Σάντα Μαρία ιν ντελ Μπούκο, ενώ ο δεσπότης Δημήτριος εγκαταστάθηκε στη Σκιβανόλια (Schivanoglia). Ο Συρόπουλος, συνοδεύοντας τον πατριάρχη, δεν συμμετείχε στην ιππασία και γι΄ αυτό δεν υπογραμμίζει μια ιδιαιτερότητα, την οποία θα χαρακτήριζε ενοχλητική: «Έβρεχε πολύ» (fu gran piova), λέει ο χρονικογράφος, όπως θα συνέβαινε αργότερα και στη Φλωρεντία (Laurent 1971: 227 σημ. 7).

[←160]

Συρόπουλος 4.29: Ὁ δέ πατριάρχης δυσχερῶς μέν ἔφερε τοῦτο, τό τοῦ βασιλέα πρότερον ἀπελθεῖν εἰς τόν πάπαν· ἔλεγε γάρ· ἤ ὁμοῦ ἔδει ἀφικέσθαι τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην ἤ προηγεῖσθαι τήν Ἐκκλησίαν, οὐ μήν κατόπιν ταύτην ἀκολουθεῖν. τεταρταῖός γε μήν ἐξῆλθε καί ὁ πατριάρχης, καί ἡμεῖς σύν αὐτῷ τήν προαύλιόν τε τῆς Βενετίας θάλασσαν, εἶτα καί τήν γλόντζαν παραμείψαντες καί τοῦ ποταμοῦ ἐπιβάντες ἀνηγόμεθα, καί εἰς τά ὅρια τοῦ μαρκέση πεφθακότες, εὕρομεν τό αὐτοῦ πλοῖον ἐκεῖσε ἐκδεχόμενον τόν πατριάρχην, ὅπερ σχῆμα μέν εἶχε νηός, τό δέ κάτω τούτου κατάστρωμα ἐπίπεδον ὄν, εὖρός τε ἱκανόν εἶχεν καί μῆκος ἀνάλογον· ἐκ δέ τοῦ μήκους μέρος μέν τι εἰς κελλίον διεκεχώριστο βηλοθύροις καί ἐν αὐτῷ κλίνη ἦν περιφανῶς ἄγαν ἐστρωμένη· τό δέ λοιπόν τρικλίνου τρόπον διεκεκόσμητο, σκίμποδας μέν εἶχεν περί τούς τοίχους τοῖς διηνθισμένοις ἐκ χρωμάτων τερπνοῖς καί ποικίλοις ὑφάσμασι περικεκαλυμμένους· μέσον δ΄ ἔκειντο δύο σιδηρᾶ πυρεῖα μεγάλα τροχίσκοις περιαγόμενα, ἐν οἷς ὅτ΄ ἐδέησε πῦρ ἀνῆπτον· οἱ δέ γε τοῖχοι τοῦ πλοίου μή ὑπερβαίνοντες τάς κεφαλάς τῶν ἐν τοῖς σκίμποσι καθημένων, τοσούτων ἄνωθεν ὕψος στυλίσκοις μόνοις ἐπλήρουν, τό δέ γε μεταξύ διάστημα πᾱν εἰς παραθυρικάς ὑπανοίξεις ἐχωρίζετο, διά τῶν στυλίσκων διφυῶν ὄντων, καί ὁμοιότητα διασωζόντων κιονιδίων εὐφυῶς ἄγαν διαπεπλεγμένων καί πεποικιλμένων χρυσίῳ τε λαμπρῶς περικεχρυσωμένων καί τοῖς ἐκ λαζουρίου καί κινναβάρεως χρώμασιν ἔσθ΄ ὅπως διακεχρωσμένων· ὧν δή σιδήροις ἄνωθεν δι΄ ἀλλήλων κατησφαλισμένων, τά μέν μεταξύ διαστήματα ὡς ὑπανοίξεις βηλοθύροις ἐκλείοντό τε καί διηνοίγοντο, τοῖς δέ καταντικρύ στυλίσκοις τά κατά διάμετρον σίδηρα τό ἑδραῖον ἑκατέρῳ μέρει παρεῖχον, καί οὕτως οἱ στυλίσκοι τό ἄνω ὑπανεῖχον κατάστρωμα· ὅ δή σκέπη τε ἦν τοῦ κάτω τρικλίνου τήν τε χρείαν τοῦ μαγειρίου παρεῖχεν ἄνωθεν καί τοῖς ὑπηρέταις ἀνάπαυσιν· περί δέ τό μέσον ἱστόν εἶχεν, οὐκ ἱστίων χάριν ἱστάμενον· οὐ γάρ ἐχρῆτο ἱστίοις πρός πλοῦν, ἀλλ΄ ἵνα ἐκ τούτου ὑψόθεν καλωδίοις δεσμούμενον, ἔξωθεν διά τῆς ξηρᾶς ὑπ΄ ἀνδρῶν προπορευομένων ἕλκηται αὐτό, ἔσθ΄ ὅτε δέ καί διά τοῦ ποταμοῦ ἕτερον πλοῖον κώπαις συχναῖς προηγούμενον εἷλκον αὐτό καλωδίῳ, καί οὕτως ἔπλει ἔνθα ὁ ἐν αὐτῷ ἄρχων προσέταττεν.

[←161]

Δηλαδή στις 4 Μαρτίου, τη μέρα που ο αυτοκράτορας έφτασε στον προορισμό του. Τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 6) δίνουν ως λόγο αυτής τής καθυστέρησης την έλλειψη σκαφών (Laurent 1971: 228 σημ. 1):
«Και έτσι προχώρησαν τα πλοία από το ποτάμι, ενώ ο αυτοκράτορας ήρθε από τη στεριά την έκτη ώρα τής ημέρας και μπήκε έφιππος στη Φερράρα με μεγάλη τιμή και μεγαλοπρέπεια»
(καί οὕτως ἐπορεύθησαν τά πλοῖα διά τοῦ ποταμοῦ, ὁ δέ βασιλεύς ἦλθε διά ξηρᾶς ὥρᾳ Ϛ' τῆς ἡμέρας, καί εἰσῆλθεν ἔφιππος εἰς Φερραρίαν μετά τιμῆς καί παρρησίας μεγάλης).

[←162]

Στο κείμενο, γλόντζα: Η παραθαλάσσια πόλη Κιότζα μεταξύ τής λιμνοθάλασσας τής Βενετίας και των εκβολών τού Πάδου. Βλέπε πιο κάτω, σημ. 7 και 8 κεφαλαίου ια΄. Ο Laurent 1971: 228 σημ. 2, μεταφράζει τη γλόντζα ως λιμνοθάλασσα, ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι το αυτοκρατορικό σκάφος έπρεπε να διασχίσει τη λιμνοθάλασσα και ότι ο όρος επιβιώνει στα σημερινά ελληνικά (γλίντζα). Η λιμνοθάλασα τής Βενετίας σχηματίζει σώμα νερού έκτασης 550 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων, που το χωρίζει από την Αδριατική μια στενή λωρίδα γης. Το αυτοκρατορικό πλοίο έπρεπε αναγκαστικά να διασχίσει τη λιμνοθάλασσα πριν εισέλθει στον Πάδο. Ωστόσο η εξήγηση τής γλόντζας τού Συρόπουλου ως Κιότζα έχει διπλό πλεονέκτημα: (α) Αφαιρεί το ιστορικό πρόβλημα που τίθεται πιο κάτω από τη χρήση τής ίδιας λέξης (ἐκ τῆς γλόντζας ναυμαχήσαντες, κεφ. ια΄, παρ. 4). (β) Γράφοντας εδώ τήν γλόντζαν παραμείψαντες, ο Συρόπουλος βρίσκεται σε συμφωνία με το γεγονός ότι η νηοπομπή έπρεπε αναγκαστικά να περάσει μπροστά από την Κιότζα.

[←163]

Στον Πάδο ποταμό.

[←164]

Δηλαδή δεν είχε καρίνα, ήταν ποταμόπλοιο.

[←165]

Αίθουσα υποδοχής.

[←166]

Στο κείμενο σκίμποδες, δηλαδή ανάκλιντρα.

[←167]

Στο κείμενο ἐκ λαζουρίου, στον Creyghton 1660 ἐκ λαζαρίου. Aπό το μεσαιωνικό λατινικό λαζάριουμ (μπλε).

[←168]

Στο κείμενο ἐκ κινναβάρεως. Η κιννάβαρις είναι ο κόκκινος θειούχος υδράργυρος.

[←169]

Συρόπουλος 4.30: Ἔστειλεν οὖν ὁ μαρκέσης μετά οἰκείου ἄρχοντος καί ὑπεδέξατο ἐν αὐτῷ τόν πατριάρχην. πρός ἑσπέραν δέ ἦν, καί ἔμεινεν ἐν αὐτῷ ὁ πατριάρχης· πρωΐας δέ γενομένης, μετεκαλέσατο τούς τε ἀρχιερεῖς καί ἡμᾶς, καί εἰσελθόντες ἐκαθήμεθα μετ΄ αὐτοῦ. ἔτυχε δέ τότε ἐμποδισθέν ἐν τῷ ποταμῷ τό πλοῖον, ἐν ᾧ ἦσαν οἵ τε καλόγηροι καί ὁ βίος τοῦ πατριάρχου, καί οὐ συνωδοιπόρει αὐτῷ, καί ἐπέταξεν ὁ πατριάρχης ἵστασθαι πάντας ἡμᾶς μέχρις ἄν φθάσῃ κἀκεῖνο· βραδύναντος δέ ἐπί πλεῖστον μέρος τῆς ἡμέρας, εἶπεν ὁ Χριστόφορος τῷ πατριάρχῃ· ἄν ὁρίσῃς, κέλευσον ἵνα ἀπερχώμεθα σχολαιότερον, φθάσει δέ κἀκεῖνο· οὔτε γάρ κίνδυνος οὔτε φόβος τίς ἐστιν ἐνταῦθα. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ πατριάρχης· ὁ βίος μου χρήζει τό ἥμισυ τῆς Βενετίας. πῶς οὖν καταλιπών αὐτόν ἀπελεύσομαι; ἀνάγκη έστίν ἵνα περιμείνωμεν μέχρις ἄν ἔλθῃ. ὡς δέ πάλιν εἰς ἱκανήν ἡμέραν ἱστάμεθα, τῶν ἀνθρώπων ἀγανακτησάντων καί ἀρξαμένων ἑτοιμάζεσθαι ἕλκειν τό πλοῖον, ἔφη ὁ πατριάρχης· ὁρῶ ὅτι οὐδέν ἡγοῦνται τούς λόγους ἡμῶν. εἴπατε οὖν ἵνα ἐκβάλλωσιν ἡμᾶς ἔξω, αὐτοί δέ ἀπελθέτωσαν ὡς βούλονται· ὅπερ μαθόντες περιέμενον καί ἄκοντες πάντες. μόλις οὖν ἔφθασε μετά μεσημβρίαν, καί ὀλίγον τι τοῦ ποταμοῦ διηνυκότες, ὀψίας γενομένης, ἐκεῖσε διενυκτερεύσαμεν· ἔωθεν δέ λύσαντες ἀνηρχόμεθα, καί πρίν ἐξήκειν πρώτην ὥραν τῆς ἡμέρας, ὁρῶμεν ἔφιππον τόν Καρυστηνόν σταλέντα παρά τοῦ βασιλέως καί δρόμῳ πρός ἡμᾶς θέοντα, ὅς ἐλθών εἶπε τῷ πατριάρχῃ, ὅπως· ἐκδέχεται ὁ πάπας ἵνα ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου ἐλθών προσκυνήσῃς καί ἀσπάσῃ κάτω τόν πόδα αὐτοῦ. ὁ γοῦν βασιλεύς ἐνίσταται καί ἀγωνίζεται ἤδη τρεῖς ἡμέρας, ἵνα μή γένηται τοῦτο· διαμηνύεται δέ τοῦτο καί τῇ μεγάλῃ ἁγιωσύνῃ σου, ἵνα εἴδῃς πῶς ἄν προσέλθῃς αὐτῷ.

[←170]

Μαρκέσης Φερραρίας: Ο μαρκήστος Φερράρας Νικολό Γ΄ ντ΄ Έστε προερχόταν από την οικογένεια που κυβερνούσε τη Φερράρα από τα μέσα τού 14ου αιώνα και ήταν από τις πιο πετυχημένες δυναστείες στην Ιταλία. Κυβέρνησε την πόλη κατά τη διάρκεια τής περιόδου 1393-1441, αρχικά, κατά τα πρώτα δέκα χρόνια, με τη βοήθεια συμβουλίου αντιβασιλείας και στη συνέχεια μόνος του για σαράντα ακόμη χρόνια. Στα έργα του στην περιοχή (οχυρωματικά, κτιριακά, εκκλησιαστικά) περιλαμβάνεται και η ίδρυση τού Δομινικανού μοναστηριακού συγκροτήματος Σάντα Μαρία ντέλλι Άντζελι (1437), στο οποίο διέμεινε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος όπως θα διαβάσουμε αργότερα και το οποίο εξελίχθηκε σε σημαντικό θρησκευτικό κέντρο στην ύπαιθρο τής Φερράρας, συνδεόμενο κυρίως με την οικογένεια Έστε.

[←171]

Όταν τα πράγματα αυτά πουλήθηκαν μετά τον θάνατο τού πατριάρχη, το ποσό που έπιασαν ήταν μόλις αρκετό για να πληρωθούν τα έξοδα τής κηδείας του και ένα μνημόσυνο. Ωστόσο είναι αλήθεια ότι ο πατριάρχης είχε τουλάχιστον 500 φλουριά. Βλέπε παρακάτω, κεφ. ια΄παρ. 10.

[←172]

Θεόδωρος Καρυστινός: Μέλος τής αντιπροσωπείας και στενός φίλος και συνεργάτης τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου. Επίσης πρεσβευτής τού Ιωάννη Η΄ στη Βενετία, Βουργουνδία, Αραγωνία και Σιέννα. Πήρε μέρος στην άμυνα τής Κωνσταντινούπολης κατά την πολιορκία τού 1453. Πρβλ. Ψευδο-Φραντζή, εκδ. Βόννης, σελ. 254, ο οποίος εκθειάζει την ικανότητά του να χειρίζεται το τόξο:
Θεοδώρῳ μέν τῷ ἐκ Καρύστου, ἀνδρί πολεμιστῇ καί δραστικωτάτῳ καί τοξότῃ ἠσκημένῳ ὑπέρ ἄνθρωπον.

[←173]

Συρόπουλος 4.31: Δεινόν οὖν ἔδοξε τοῦτο πάνυ τῷ πατριάρχῃ, ὅτι αὐτός ἄλλην ἀναδοχήν μεγάλην καί διάθεσιν καί πληροφορίαν ἐθάρρει εὑρήσειν ἀπό τοῦ πάπα· διό καί ἔτι ὤν ἐν τῇ Βενετίᾳ εἶπε πρός τινα τῶν οἰκείων καί ὁμιλητῶν τοῦ πάπα, ὅτι· ἐγώ ἔστησα εἰς ἐμαυτόν, ἵνα εἰ μέν ὁ πάπας πρωτεύῃ μου κατά τούς χρόνους, ἔχω αὐτόν ὡς πάτερα μου· εἰ δέ ἰσότης ἡμῖν ἔνεστι κατά τούς χρόνους, ἔχω αὐτόν ὡς ἀδελφόν μου· εἰ δέ νεώτερός μου τυγχάνει, ἔχω αὐτόν ὡς υἱόν μου, καί θελω ἵνα εἰ ἔστιν οἰκία καλή πλησίον τῆς οἰκίας αὐτοῦ ἔχουσα καί δίοδον μετέωρον ὕπερθεν τῆς ὁδοῦ, δώσῃ μοι ταύτην ὡς ἄν καί ἰδίως πρός αὐτόν διερχόμενος ἤ κἀκεῖνος αὖ πρός ἐμέ συμβουλεύω αὐτῷ τά δέοντα, καί ἔσται τοῦτο εἰς μεγάλην ὠφέλειαν αὐτοῦ· οἶδα γάρ ὅτι οὐκ ἔχει περί αὐτόν συμβούλους καλούς. τοιαύτην πληροφορίαν σχήσειν ἤλπιζε, καί διά τοῦ πάπα ἐθάρρει ἐλευθερῶσαι τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τῆς ἐπιτεθείσης αὐτῇ δουλείας παρά τοῦ βασιλέως διά τῶν προνομίων, ὡς καί πρός τινας τῶν συνήθων εἴρηκε τοῦτο· καί πολλάκις ἔλεγεν ἔτι ὤν ἐνταῦθα, ὅτι· ἐγώ ἐκεῖσε ἀλλοῖος φανήσομαι καί τήν ἀρχήν μου καθώς μοι προσήκει ἀνακαλέσομαι. ὡς δέ τόν τοῦ ποδός ἀσπασμόν ἤκουσεν, ἐξεπλάγη· ὅμως ἀπῆλθε, καί, πληθούσης ἀγορᾶς, ἐφθάσαμεν εἰς τήν Φεραρίαν καί ἔστημεν ἀπέναντι τοῦ κάστρου ἐγγύς τῆς γεφύρας· καί πρό μεσημβρίας ἦλθον ἐπίσκοποι ἕξ καί προσειρήκασι τῷ πατριάρχῃ τόν ἀπό τοῦ πάπα χαιρετισμόν καί εἶπον αὐτῷ ὅπως ὀφείλει ἀποδοῦναι τῷ πάπᾳ τόν χαιρετισμόν, ὅν ἐξ ἔθους ἀπονέμουσιν πάντες αὐτῷ. ὁ δέ πατριάρχης εἶπεν, ὅτι· οὐκ ὀφείλω ἐγώ τοιοῦτον ἀσπασμόν, ἀλλ΄ ἐπειδή ἀδελφοί ἐσμεν, δεῖ περιπτύξασθαι καί ἀσπάσασθαι ἀλλήλους ἀδελφικῶς. ἄλλως οὖν οὐ ποιήσω. εἶπε δέ καί ἄλλους τινάς λόγους περί τούτου ὁ πατριάρχης, πρός οὕς ἀπελογήσαντο καί οἱ ἐκ τοῦ πάπα καί ἀπῆλθον. ἦν δ΄ εὐθύς καί ὁ τοιοῦτος πρῶτος χαιρετισμός καταπεφρονημένος· οὔτε γάρ ἐποίησε τήν ὑπαντήν, ἔτι ὄντος τοῦ πατριάρχου πορρωτέρω, οὔτε καρδηνάλιον ἔστειλεν ὡς ἔχει ἔθος καί εἰς ὑπαντήν τῶν καρδηναλίων ποιεῖν, οὔτε πλείονας ἐπισκόπους.

[←174]

Αυτή η δήλωση, που είχε γίνει στη Βενετία, είχε σκανδαλίσει πολλούς στην ακολουθία τού καρδινάλιου Αλμπεργκάτι: «Προσβλήθηκαν κάποιοι μεγάλοι, που αποκάλεσε αδελφό του τον δικό μας ποντίφηκα» (Offendit quosdam de majoribus quod pontificem nostrum appellet fratrem suum). Ο Τραβερσάρι λοιπόν θεώρησε απαραίτητο να προειδοποιήσει τον Ευγένιο Δ΄, να μην προσβληθεί σε περίπτωση που ο πατριάρχης τον αποκαλούσε αδελφό (Laurent 1971: 231 σημ. 3).

[←175]

Στο κείμενο, πληθούσης ἀγορᾶς. Αυτός ο χρονικός προσδιορισμός, δηλαδή την ώρα που η αγορά είναι γεμάτη κόσμο, συναντιέται συχνά σε Έλληνες ιστορικούς. Πρβλ. Ξενοφώντα, Κύρου Ανάβασις, 1.8.1:
καί ἤδη τε ἦν ἀμφί ἀγοράν πλήθουσαν.

[←176]

Η νηοπομπή έφτασε κοντά στο κάστρο τής Φερράρας στις 7 Μαρτίου (Laurent 1971: 231 σημ. 5).

[←177]

O Laurent 1971: 233 σημ. 1, συμφωνεί ότι υπήρχαν πράγματι μόνο έξι επισκόποι, χωρίς καρδινάλιο, για να χαιρετήσουν τον πατριάρχη κατά την άφιξή του. Τα Ελληνικά και τα Λατινικά Πρακτικά είναι πολύ διακριτικά γι’ αυτό το ανάρμοστο καλωσόρισμα.

[←178]

Συρόπουλος 4.32: Ὁ δέ πατριάρχης προσκαλεσάμενος ἐγγύς τούς ἀρχιερεῖς τε καί ἡμᾶς, εἶπεν· ἠκούσατε τί διαμηνύεται ὁ πάπας ἡμῖν; θέλει ἵνα ἀσπασώμεθα τόν αὐτοῦ πόδα. εἶπεν οὖν ὁ Τραπεζοῦντος· νῦν ὁρίζεις πάντα πρός ἡμᾶς; καί τίνα ἦσαν ἅπερ ἔφασκες ἡμῖν ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει, ὅτι πάντα τά ἐκεῖσε καλῶς διεθέμεθα καί ὑποδέξονται ἡμᾶς μετά μεγάλης τιμῆς καί ἀγάπης καί πᾶσαν θεραπείαν καί ἀνάπαυσιν εὑρήσομεν παρά τοῦ πάπα καί τῶν Λατίνων; ὁ δέ πατριάρχης ἔφη· καί ποῦ ἐνεθυμήθην ἔγωγε τοῦτο; καί ὁ Τραπεζοῦντος εἶπεν· ἀλλ΄ ἐκεῖθεν ἔδει καί τοῦτο καί ἄλλα πολλά τοιαῦτα ἐνθυμηθῆναι καί περιστῆναι· ὅταν γάρ ἠρωτῶμεν καί ἐζητοῦμεν, ἵνα εἰδῶμεν πῶς καί ἐπί τίσιν ἀπελευσόμεθα πρός Λατίνους, καί ὥριζες· ἑτοιμάσθητε μόνον ἵν΄ ἀπέλθωμεν, τά δ΄ ἐκεῖσε ὄψεσθε πάντα καλῶς ὑφ΄ ἡμῶν κατασκευασθέντα καί συμφωνηθέντα, ἐνομίζομεν ὡς οὐδέν κατελείφθη τῶν δεόντων μή ζητηθέν καί συμφωνηθέν. ὅμως ὁ Χριστόφορος ἐποιήσατο πολύν λόγον ἐκεῖσε περί καθέδρας τοῦ τοποτηρητοῦ τοῦ πάπα. εἰ μή γοῦν καί ἔκ τινος ἄλλου, ἀλλ οὖν ἐκ τούτου γε μόνον ἔδει φροντίσαι καί τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου περί τῶν σῶν δικαίων. εἶτα εἶπε καί αὐτός καί πάντες, ὅτι τοῦτο οὔτε δίκαιόν ἐστιν, οὔτε πρέπει, οὔτε συμφέρει γενέσθαι, κἄν εἴ τι καί προβήσεται· εἶπε δέ καί ὁ πατριάρχης, ὅτι· ἀδύνατόν ἐστιν ἵνα συγκαταβῶ ὅ νῦν λέγουσιν, οὔτε εἰς ἐμαυτόν, ἀλλ΄ οὐδέ εἰς ὑμᾶς. ποῦ δέ εἰσιν οἱ πρίν σταλέντες παρ΄ ἡμῶν ἀρχιερεῖς; ἐκείνους ἔδει γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν εἴδησιν περί τούτου ἔτι οὖσιν ἐν τῇ Βενετίᾳ· οἱ δέ οὐδέ μέχρι τοῦ νῦν πρός ἡμᾶς ἐφάνησαν. διαμηνυθήτωσαν ἐλθεῖν ἐνταῦθα. τούτου δέ γεγονότος, ἦλθεν ὁ Ἡρακλείας μόνος, ἐπεί ὁ Μονεμβασίας ἐνόσει, καί διηγήσατο ὅπως ὅτε προσεκύνησαν τόν πάπαν, εὐθύς εἷς τῶν παρισταμένων αὐτῷ τό κράσπεδον τοῦ παπικοῦ ἰματίου ἄρας, τόν ἀσπασμόν τοῦ ποδός παρ΄ αὐτῶν ἐξεδέχετο· οὗ γενομένου, αὐτοί μέν ἔστησαν καί οὐ πλέον τι πεποιήκασι. προσῆλθον δέ οἱ Δισύπατοι καί ἀσπάσαντο αὐτόν· ὅθεν καί πρός αὐτούς μέν εὐμενῶς διετέθη ὁ πάπας καί ἀνεδέξατο αὐτούς, πρός δέ τούς ἀρχιερεῖς ἀηδῶς διετέθη καί παρέβλεψεν αὐτούς μηδένα λόγον περί αὐτῶν ποιησάμενος· ἔκτοτε δή κάθηνται μόνον εἰς κατούναν, ἥν ἔδωκαν αὐτοῖς ὁρισμῷ τοῦ μαρκέση. εἰρηκότος δέ τοῦ πατριάρχου, ὅτι· ἐπεί οὕτως εἴδετε, δέον ἦν ἵνα διαμηνύσητε καί ἡμῖν ταῦτα, εἶπεν ὁ Ἡρακλείας· οὐχ εὕρομεν εὐκόλως μηνυτήν.

[←179]

Καθέδρα: εκκλησιαστικός θρόνος.

[←180]

Συρόπουλος 4.33: Ὁ δέ βασιλεύς ἔστειλεν αὖθις τόν Βουλλωτήν δηλῶν τῷ πατριάρχῃ ὅπως ἀγωνίζεται ὑπέρ αὐτοῦ πρός τόν πάπαν διά μηνυτῶν καί ὅτι δεῖ καί αὐτόν ἐνίστασθαι. εἶτα περί δείλην ὀψίαν ἦλθον πάλιν οἱ ἐκ τοῦ πάπα ἐπίσκοποι καί τόν τοῦ ποδός ἀπῄτησαν ἀσπασμόν. ἀπελογήσατο δέ ὁ πατριάρχης μετά τῆς ἀνηκούσης ἐνστάσεως, ὅτι· πόθεν ἔχει τοῦτο ὁ πάπας ἤ ποία τῶν συνόδων δέδωκεν αὐτῷ τοῦτο; δείξατε πόθεν ἔχει αὐτό καί ποῦ καταγράφεται; ὅμως ὁ πάπας λέγει ὅτι ἔστι διάδοχος τοῦ ἁγίου Πέτρου. εἰ οὖν ἐκεῖνός ἐστι τοῦ Πέτρου διάδοχος, ἐσμέν καί ἡμεῖς διάδοχοι τῶν λοιπῶν ἀποστόλων. ἠσπάζοντο οὖν οἱ ἀπόστολοι τόν πόδα τοῦ ἁγίου Πέτρου; τίς ἤκουσε τοῦτο; ἀπεκρίθησαν δέ οἱ ἐπίσκοποι, ὅτι ἀρχαῖον ἔθος ἐστί τοῦ πάπα, καί πάντες ἀπονέμουσιν αὐτῷ τόν τοιοῦτον ἀσπασμόν καί ἐπίσκοποι καί ῥῆγες καί ὁ βασιλεύς τῶν Ἀλαμανῶν καί οἱ καρδηνάλιοι, οἵ καί μείζους τοῦ βασιλέως εἰσί καί ἱερωμένοι. καί ὁ πατριάρχης εἶπεν, ὅτι· τοῦτο ἔνι καινοτομία, καί οὐ στέρξω οὐδέ ποιήσω τοῦτό ποτε· ἀλλ΄ εἰ μέν θέλει ὁ πάπας, ἵνα ἀσπάσωμαι αὐτόν ἀδελφικῶς κατά τό ἡμέτερον ἔθος τό ἀρχαῖον καί ἐκκλησιαστικόν, οὕτω καί πρός αὐτόν ἀπελεύσομαι· εἰ δέ τοῦτο οὐκ ἀποδέχεται, παραιτοῦμαι πάντα καί ὑποστρέφω. ἀπῆλθον οὖν οἱ ἐπίσκοποι εἰπεῖν ταῦτα τῷ πάπᾳ, καί ἤργησαν ὥραν ἱκανήν. εἶτα πάλιν ἦλθον τά αὐτά λέγοντες, καί ὅτι πῶς ἐστι δυνατόν τοιαύτης στερηθῆναι τόν πάπαν τιμῆς; ὁ δέ πατριάρχης τῶν προτέρων ἀντείχετο λόγων τε καί ἀγώνων. πολλῶν οὖν ἐν τῷ μεταξύ κινηθέντων λόγων παρ΄ ἑκατέρων τῶν μερῶν καί μεγάλης γεγονυίας ἐνστάσεως περί τοῦ ἀσπασμοῦ τοῦ τε πατριάρχου καί τῶν περί αὐτόν, ὥρισε τελευταῖον ὁ πατριάρχης, ὡς· εἰ μή παραιτήσεται ὁ πάπας καί εἰς τούς ἡμετέρους ἀρχιερεῖς καί εἰς τούς ἄρχοντάς μου τούς σταυροφόρους τόν τοῦ ποδός ἀσπασμόν, ἀδύνατόν ἐστιν ἐκ τοῦ πλοίου με ἐξελθεῖν· δοκεῖ γάρ μή προβαίνειν κατά τήν ἀποδοχήν τοῦ Θεοῦ τήν παροῦσαν συνάθροισιν καί συζήτησιν, διό καί ἐπήγαγεν ἡμῖν ὁ Θεός τόν τοιοῦτον ἐμποδισμόν· ὅθεν καί ὑποστρέψω ἀπαραιτήτως, ἔτι ὤν ἐν τῷ πλοίῳ, πρό τοῦ καί ἑτέρων δεινῶν πειραθῆναί με. ἀπῆλθον οἱ ἐπίσκοποι καί ἀπήγγειλαν ταῦτα τῷ πάπᾳ· καί μετά παραδρομήν ὥρας ἱκανῆς ἐλθόντες εἶπον, ὅτι· ὁ μακαριωτατος πάπας διά τό καλόν τῆς εἰρήνης καί ἵνα μή γένηταί τις ἐμποδισμός εἰς τό θεῖον τοῦτο τῆς ἑνώσεως ἔργον ἀπό τῆς παρούσης αἰτίας παραιτεῖται καί τό ἴδιον δίκαιον καί ἰδού ἐλθεῖν προσκαλεῖται τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου. πλήν ὁρίζει, ὅτι ἄλλως ἐβούλετο ἑτοιμᾶσαι τήν ἀπ΄ ἐκείνου πρός σέ ὑποδοχήν· ἐσκέπτετο γάρ ποιῆσαι ταύτην παρρησίᾳ ἐν πλήθει ἀρχόντων καί παραστάσει μεγάλῃ· νῦν δέ οὐχ οὕτω ποιήσει, διότι πολύ τῆς ἰδίας ἀφαιρεῖται τιμῆς καί οὐκ ἀποδέχεται δῆλον τοῦτο γενέσθαι πολλοῖς, ἀλλ΄ ὑποδέξεταί σε ἐν ἰδίῳ κελλίῳ, παρόντων μόνων τῶν καρδηναλίων. ἐλθέ οὖν πρῶτον μετά ἕξ ἀπό τῶν ἰδικῶν σου, ὧν ἄν ἐθέλῃς, καί μετά τό προσκυνῆσαι καί αὐτούς, εἰσελθέτωσαν ἕτεροι ἕξ καί προσκυνησάτωσαν, καί ἐξελθόντων αὐτῶν ἕτεροι πάλιν ἕξ εἰσελθέτωσαν καί προσκυνησάτωσαν, καί τόν αὐτόν τρόπον προσκυνησάτωσαν ὅσους ἄν ὁρίσῃς.

[←181]

Συρόπουλος 4.34: Ἦλθε δέ καί ὁ μαρκέσης μετά τῶν ἐπισκόπων ἐν ταύτῃ τῇ τελευταίᾳ συνελεύσει καί προσεκαλεῖτο τόν πατριάρχην ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καί πρός τόν πάπαν ἀφικέσθαι, ἔπειτα εἰς οἰκίαν ἀναπαύσασθαι. ἐπεί δέ ἑσπέρα ἦν (ὅλη γάρ ἡ ἡμέρα παρῆλθεν ἱσταμένων ἡμῶν μετά τοῦ πλοίου, μέχρις ἄν τό περί τῶν δηλωθέντων διορθωθῇ), πάλιν ἐν τῷ πλοίῳ ἐμείναμεν. ἅμα δέ πρωΐ προσωρμίσθημεν ἐγγύς τοῦ κάστρου, καί ἐξελθόντες εὐθύς ἀνέβημεν ἵππους τούς παρά τοῦ μαρκέση ἑτοιμασθέντας, καί προπεμπόντων αὐτοῦ τε τοῦ μαρκέση καί καρδηναλίου τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ πάπα Μαρτίνου καί ἑτέρων ἐπισκόπων καί ἀρχόντων, ἤλθομεν ἐν τοῖς προαυλίοις τοῦ πάπα, καί ἀποβάντες τῶν ἵππων διήλθομεν πεζοί τήν αὐλήν, ἐφίππου ὄντος τοῦ πατριάρχου, μέχρι τῶν εἰς τό παλάτιον ἀναβαθμῶν. ἐκεῖσε δ΄ ἀποβάντος καί αὐτοῦ, ἀνήλθομεν μετ΄ αὐτοῦ, καί διελθόντες τούς ἐν τῇ πρώτῃ πύλῃ ὑπηρέτας τοῦ πάπα τούς τάς ἀργυρέας τράπας κατέχοντας, ὑπέρ εἴκοσιν ὄντας, εἰσήλθομεν εἰς τόν τρίκλινον, καί διαβάντες αὐτόν, εἰς ἑτέρου τε τρικλίνου πύλην ἐλθόντες, εὕρομεν ἐν αὐτῷ ἄρχοντας πλείους οἶμαι τῶν δέκα ράβδους κατέχοντας πεντασπιθαμιαίας χασδέοις κοκκίνοις ἐνδεδυμένας καί μέσον ἀργυροδιαχρύσῳ κεκοσμημένας μεσεμβολήματι· οἵ τήν τοῦ δευτέρου τρικλίνου πύλην ἀνοίξαντες ἐνέδωκαν ἡμῖν εἰσελθεῖν, καί τινες ἐξ αὐτῶν προηγούμενοι εἰς κελλίον εἰσήγαγον, ἐν ᾧ κλίνη ἦν περιφανῶς ἐστρωμένη, καί μετά τοῦτο εἰς ἕτερον κελλίον εἰσαγαγόντες, εἰς ἕτερον αὖθις τρίκλινον ὁμοῦ πάντας ἡμᾶς εἰσήγαγον, ἀνοιξάντων τῶν τοῦ πάπα κελλικῶν κλειδούχων τήν τοῦ τρικλίνου τούτου πύλην καί μετά τό εἰσελθεῖν ἡμᾶς κλεισί πάλιν ἀσφαλισάντων· οὕτω γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἔθος ἀεί καί εἰσιοῦσι καί ἐξιοῦσι κλεισί τάς τῶν κελλίων ἀσφαλίζεσθαι πύλας ἔνδοθέν τε καί ἔξωθεν, πάντων τῶν κελλικῶν ὀρμαθούς κλειδῶν ἐχόντων τῶν ἑαυτῶν ζωνῶν ἐξηρτημένας. ἐν ᾧ δή τρικλίνῳ συγκεκλεισμένους ἡμᾶς προσμεῖναι κελεύσαντες τόν πατριάρχην μετεκαλέσαντο.

[←182]

Το Σάββατο 8 Μαρτίου, κατά την πρώτη ώρα τής ημέρας. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 9:
«Στις 8 Μαρτίου το πρωί, την πρώτη ώρα τής ημέρας, ήρθαν εικοσιπέντε περίπου καρδινάλιοι και επίσκοποι και ο μαρκήσιος, ο αφέντης τής περιοχής, και μαζί του μεγάλο πλήθος αρχόντων, και άλογα και μουλάρια, ανεβαίνοντας στα οποία μπήκαμε στη Φερράρα»
(Τῷ πρωί δέ ὥρᾳ α΄ τῆς ἡμέρας μαρτίῳ η΄, ἦλθον καρδινάλιοι καί ἐπίσκοποι ὡσεί εἴκοσι πέντε, καί ὁ μαρκέσιος τῆς χώρας ὁ αὐθέντης, καί σύν αὐτῷ πλῆθος ἀρχόντων πολύ, καί ἵπποι καί ἡμίονες· οἷς ἐποχηθέντες εἰσήλθομεν τήν Φερραρίαν).

[←183]

Και από τούς δύο γιους του, όπως και με τον αυτοκράτορα (Laurent 1971: 235 σημ. 5).

[←184]

Τον Πρόσπερο Κολόννα. Φαίνεται ότι δεν ήταν ο μόνος, γιατί οι πηγές, αν και αποκλίνουν ως προς τον αριθμό, υποδεικνύουν αρκετούς: έξι, τέσσερις ή δύο, τον Πρόσπερο Κολόννα και τον Ντομένικο Καπράνιτσα. Αναφέρεται επίσης ότι ο πατριάρχης ίππευε ανάμεσα σε δύο καρδινάλιους (Gill, Acta, σελ. 9 και 34) και ότι εισήλθε στη Φερράρα από την πύλη τού Σαν Ρομάνο:
ἦν δέ ὁ πατριάρχης ἔφιππος καί ᾤχετο μεταξύ δύο καρδιναλίων μετά τιμῆς μεγάλης (Laurent 1971: 235 σημ. 6).

[←185]

Βλέπε Gill, Acta, σελ. 9 (Laurent 1971: 235 σημ. 7):
«Ήρθαν εικοσιπέντε περίπου καρδινάλιοι και επίσκοποι και ο μαρκήσιος, ο αφέντης τής περιοχής, και μαζί του μεγάλο πλήθος αρχόντων»
(ἦλθον καρδινάλιοι καί ἐπίσκοποι ὡσεί εἴκοσι πέντε, καί ὁ μαρκέσιος τῆς χώρας ὁ αὐθέντης, καί σύν αὐτῷ πλῆθος ἀρχόντων πολύ).

[←186]

Στο κείμενο, ἀργυρέας τράπας. Στη λατινική μετάφραση τού 1660, «ασημένιες τρίαινες» (argenteas fuscinulas). Ο Laurent 1971: 237 σημ. 1, παραπέμπει στον Suicerus, Thésaurus, II, στηλ. 1284-1285:
«τράπη στους σύγχρονους Έλληνες, αντί για τράπηξ που σημαίνει δόρυ»
(τράπη apud recentiores Graecos pro τράπηξ, quod hastam significat).

[←187]

Στο κείμενο, χασδέοις κοκκίνοις. Ο Laurent 1971: 237 σημ. 2, παραπέμπει στον Ducange, Glossarium, στηλ. 1739-1740 για χάσδιον.

[←188]

Συρόπουλος 4.35: Ὁ δέ, συμπαραλαβών τόν Τραπεζοῦντος, τόν Ἐφέσου, τόν Κυζίκου, τόν Σάρδεων, τόν Νικαίας καί τόν Νικομηδείας, εἰσῆλθε μετ΄ αὐτῶν, τήν τοῦ κελλίου πύλην ἀνοιξάντων ἅμα τῶν κελλικῶν καί μετά τό εἰσελθεῖν εὐθύς κλεισίν ἀσφαλισαμένων. καί εἰσελθών ὁ πατριάρχης μετά τῶν δηλωθέντων ἠσπάσατο τόν πάπαν, καθώς ἐτάχθη, καί ἐκάθισεν· οὕτω δέ ἠσπάσαντο αὐτόν καί οἱ μετ΄ αὐτοῦ, καί ὀλίγον προσειρηκότες ἀλλήλους ὁ πάπας τε τῷ πατριάρχῃ καί οὗτος αὖθις ἐκείνῳ, μετά μικρόν ἦλθον οἱ κελλικοί μετά τοῦ Νικομηδείας καί εἰσῆξαν ἑτέρους ἕξ τῶν ἀρχιερέων, καί προσεκύνησαν καί ἠσπάσαντο τόν πάπαν· εἶτα τούτους ἐκβαλόντες τούς ἐναπολειφθέντας αὖθις εἰσῆξαν ἀρχιερεῖς, καί μετά τήν ἐκείνων ἐξέλευσιν εὐθύς τούς σταυροφόρους εἰσῆξαν ἡμᾶς. εἴδομεν οὖν τόν μέν πάπαν καθήμενον ἐπί τοῦ ἐπῃρμένου αὐτοῦ θρόνου, κειμένου πλησίον καί ἐπί δεξιῷ μέρει πύλης κεκλεισμένης τῆς εἰς ἕτερον εἰσαγούσης κελλίον· ἀπό δέ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ πάπα, ὅσον μιᾶς καθέδρας διάστημα καταλειφθέν, τό ἐφεξῆς εἶχε καθημένους τούς καρδηναλίους ἐν καθέδραις ἴσαις κατά πάντα καί ὁμοίαις τῷ ὑποποδίῳ τοῦ πάπα, ὧν τό ὕψος ἴσον ἐστί τοῖς παρ΄ ἡμῖν σωπεδίοις, ἐξ εὐωνύμων δέ ἀποχῆς καταλειφθείσης ὅσον τό διάστημα τῆς δηλωθείσης παρεῖχε πύλης, καί ἑτέρας τοσαύτης ἀποχῆς, ἐν ᾗ ὁ Χριστόφορος παρίστατο ὡς μεταγλωττιστής, μετ΄ αὐτήν καθήμενον τόν πατριάρχην ἐν ἑνί τῶν δηλωθέντων ὑποποδίων, καί μετ΄ αὐτόν παρισταμένους δουλοπρεπῶς τούς ἐξ ἀρχῆς εἰσελθόντας καί προὔχοντας τῶν ἀρχιερέων. προσκυνήσαντες οὖν καί ἡμεῖς τόν πάπαν, ἠσπασάμεθα ἥν παρέσχεν ἡμῖν αὐτοῦ χεῖρα καί παρειάν καί ἐξήλθομεν. ἕτερος δέ τις οὐκ εἰσῆλθε μεθ΄ ἡμᾶς· ἀλλά μετά βραχύ ἐξῆλθε καί ὁ πατριάρχης, τῶν κελλικῶν τοῦ πάπα ἐν ταῖς εἰσελεύσεσι καί ἐξελεύσεσιν ἑκάστης ἡμῶν τάξεως κλεισί διανοιγόντων τάς πύλας καί εὐθύς ὁμοίως ἀσφαλιζομένων. οἱ δέ ἐξερχόμενοι πάντες συνηγόμεθα εἰς ὅν ἐξ ἀρχῆς συνέκλεισαν ἡμᾶς τρίκλινον· ὅτε δή καί ὁ πατριάρχης ἐξῆλθεν, ἀνοίξαντες τήν τοῦ τρικλίνου πύλην, τήν ἐλευθερίαν τῆς ἐξόδου παρέσχον ἡμῖν, καί οὕτω κατελθόντες τοῦ παλατίου καί ἐπιβάντες τῶν ἵππων, διεσώσαμεν τόν πατριάρχην εἰς τήν ἑτοιμασθεῖσαν αὐτῷ οἰκίαν καί ἡμῶν ἕκαστος εἰς τό δοθέν κατήντησε καταγώγιον. Σάββατον δ΄ ἦν δεύτερον τῶν νηστειῶν, ὅτε ταῦτα ἐγένετο, ὀγδόην ἄγοντος τοῦ μαρτίου. ὁ δέ μαρκέσης ἐποίησεν ἡμῖν ἄριστον καί δεῖπνον, ὁμοίως δέ καί τῇ μετ΄ αὐτήν.

[←189]

Στο κείμενο σωπέδια. Πρβλ. περιγραφή Κωδινού Κουροπαλάτη (Περί τῶν Ὀφφικιαλίων τοῦ Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως καί τῶν ὀφφικίων τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Βόννη, 1839, σελ. 63):
«Ο αυτοκράτορας σηκώνεται αμέσως. Και το σκαμνί στο οποίο πατάει, τρέχει και το κρατάει και με τα δύο χέρια ένας από τούς παρά τον αυτοκράτορα κατάλληλους νέους με ακάλυπτο το κεφάλι, ώστε ο αυτοκράτορας να πατήσει σταθερά»
(ὁ βασιλεύς εὐθέως ἀνίσταται. ὅ δέ πατεῖ σουππέδιον, τῶν τῷ βασιλεῖ κατά γένος προσηκόντων νέων ἀπό τῶν ἀσκεπῶν τις δραμών ἀμφοτέραις κατέχει χερσίν, ὥστε τόν βασιλέα ἑδραίως πατεῖν).

[←190]

Με πομπή ακόμη λιγότερο επίσημη απ΄ ό,τι κατά την άφιξη, σύμφωνα με τα Λατινικά Πρακτικά που υπογραμμίζουν την απουσία καρδιναλίων, αλλά με συνοδεία τουλάχιστον ίση σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 10), που αναφέρουν την παρουσία των δύο προαναφερθέντων καρδιναλίων (Laurent 1971: 237 σημ. 3):
«Όταν λοιπόν έγινε ο ασπασμός και βγήκαμε από το παλάτι, ανεβήκαμε πάλι στα άλογα και φύγαμε μαζί με τον πατριάρχη, ακολουθώντας μέχρι το σπίτι που είχε ετοιμαστεί γι’ αυτόν. Τον αφήσαμε εκεί και φύγαμε, καθένας για το μέρος που είχε ετοιμαστεί για εμάς»
(τοῦ ἀσπασμοῦ τοιγαροῦν γενομένου καί τοῦ παλατίου ἐξελθόντες, τοῖς ἵπποις πάλιν ἐπιβάντες, τῷ πατριάρχῃ ἀπήλθομεν ὀψικεύοντες ἕως τόν ἡτοιμασμένον οἶκον αὐτοῦ· ὅν ἐκεῖσε καταλιπόντες ἀπήλθομεν ἕκαστος, ὅπου ἄν ἡτοιμάσθη ἡμῖν).

[←191]

Στην «οικία των Ρομπέρτι» (κάζα ντέλλι Ρομπέρτι) (Laurent 1971: 238 σημ. 1).

[←192]

Συρόπουλος 4.36: Ἐν ἐκείνῃ δέ τῇ ἡμέρᾳ μετά μεσημβρίαν διεμηνύσατο ὁ πατριάρχης τῷ πάπᾳ, ὅτι· ἡμεῖς μετά τό εἰσελθεῖν είς τά ὅρια τῆς σῆς μακαριότητος οὐκ ἐποιήσαμεν οὐδέ τό τυχόν ἐπισκοπικόν, τήν παρακέλευσιν διατηροῦντες τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων· νῦν δέ ἐλθόντες ἐνταῦθα, ζητοῦμεν ἵνα ἔχωμεν τήν συνήθη ἡμῖν ἐκκλησιαστικήν ἀκολουθίαν καί τήν λειτουργίαν ἡμῶν καί πᾶσαν τήν τάξιν, ἥν ἡμεῖς ἔχομεν, μετά θελήματος καί ἐνδόσεως τῆς μακαριότητός σου. ὁ γάρ πατριάρχης μετά τό παραμεῖψαι τήν Κέρκυραν, ψαλλομένων τῶν ἑσπερινῶν ὕμνων καί ἐν τριήρει καί ἐν χέρσῳ καί έν αὐτῇ τῇ Βενετίᾳ πασῶν τῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν λειτουργιῶν τελουμένων, οὐκ ἐδίδου τήν συνήθη εὐλογίαν ἐν τῷ τέλει τῶν ὕμνων ἡμῖν τε καί τοῖς ἐκεῖσε εὑρισκομένοις. δό καί τά τοιαῦτα ἐζήτησεν. ὁ δέ πάπας ἐνέδωκε ταῦτα καί διωρίσατο, ἵνα ἔχῃ τήν ἰδίαν τάξιν ό πατριάρχης ὡς βούλεται. γενομένης οὖν τῆς ὑμνωδίας τοῦ ἑσπερινοῦ περιφανῶς ἔτι τε τῇ ἐπιούσῃ καί τῆς λειτουργίας, εὐλόγησε τούς εὑρεθέντας.

[←193]

Κατά τον Laurent 1971: 239 σημ. 3, ο πατριάρχης είχε κάνει χρήση τού δικαίωματός του, πιστεύοντας ότι το νησί τής Κέρκυρας, καθώς και οι ενετικές κτήσεις στη Ρωμανία, στις οποίες είχε πιάσει η νηοπομπή, βρίσκονταν ακόμη εντός τής δικαιοδοσίας του. Ωστόσο, κατά τον Laurent πάντοτε, η εποχή κατά την οποία τα εδάφη αυτά αποτελούσαν μέρος τού Ἰλλυρικοῦ και επομένως τού Πατριαρχείου των Ρωμιών (από την αρχή μέχρι τον 8ο αιώνα) ήταν πια πολύ απομακρυσμένη.

[←194]

Κατά τη διάρκεια τής πανηγυρικής λειτουργίας, τής οποίας χοροστάτησε ο Ιωσήφ Β΄ με δεκαπέντε ιερείς την επόμενη Κυριακή, παρουσία τού μαρκησίου και όλων των ανατολικών αρχιερέων. Στο τέλος τής λειτουργίας όλοι οι βοηθοί έλαβαν το αντίδωρο. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 4 (Laurent 1971: 239 σημ. 4).

[←195]

Συρόπουλος 4.37: Μετά δέ παρέλευσιν ἡμερῶν τεσσάρων διεμηνύσατο ὁ πάπας τῷ πατριάρχῃ, ὅτι· χρή περί τῆς προκειμένης ἡμῖν ὕλης ἄρξασθαι λέγειν.ὁ δέ πατριάρχης ἀπεκρίνατο, ὡς· ἔτι τεταλαιπωρημένος ὤν ὑπό τῶν μακρῶν πελαγῶν καί τῆς ἐκεῖθεν ζάλης καί ταλαιπωρίας, οὐ δύναμαι λέγειν. ἤρχοντο δέ καί καρδηνάλιοι καί ἐπίσκοποι καί φιλικῶς ὡμίλουν τῷ πατριάρχῃ. εἶτα διεμηνύσατο ὁ πατριάρχης τῷ πάπᾳ, ὡς βούλεται καί ἰδεῖν αὐτόν, καί ἵνα τάξῃ ἡμέραν καθ΄ ἥν ἀποδέχεται τοῦτο ποιῆσαι. ἐπιστάσης οὖν τῆς ἀποταχθείσης ἡμέρας, ἔφερον ἵππους ἵν΄ ἔφιπποι ἀπέλθωμεν πρός αὐτόν. ὁ δέ πατριάρχης ἐκέλευσε καί ἐποίησαν καινήν ὀθόνην καί ἐνέδυσαν τόν ἵππον ἐφ΄ οὗ ἔμελλε καθίσειν ἐκ κεφαλῆς μέχρι καί τῶν μυκτήρων καί τῶν ποδῶν αὐτοῦ· ἐπέταξε δή ἵνα κατέχωσι καί τό διβάμβουλον καί τό δεκανίκιον ἔμπροσθεν αὐτοῦ. εἶπεν οὖν ὁ μέγας χαρτοφύλαξ, ὅτι· ἐνταῦθα οὐδέν ἀνήκουσι προηγεῖσθαι ταῦτα, καί, εἰ ὁρίσεις, καταλειφθήτωσαν. καί εἶπεν ὁ πατριάρχης· λαβέτωσαν καί προηγείσθωσαν μετ΄ αὐτῶν. ἔφη δέ ὁ μέγας χαρτοφύλαξ· καί διεμηνύσατο ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου περί τούτου τῷ πάπᾳ; καί ὁ πατριάρχης· διεμηνυσάμην, ἔφη, καί ἀντεμήνυσεν ἵνα ἔχω πᾶσαν τήν τάξιν μου. ὄμως ἀφῆκε τό διβάμβουλον· καθεσθείς δέ ἐπί τοῦ λευκοφόρου ἵππου καί τήν ὁδόν διερχόμενος ηὐλόγει τούς προστυχόντας· οἱ δέ ἦσαν ῥάπται, γουνάριοι καί σκυτοτόμοι· τούτους γάρ εἶχεν ἐκ πρώτης ἀφετηρίας ἡ ὁδός ἥν διηρχόμεθα, οἵ καί ἐπί τοῖς ἐργαστηρίοις καθήμενοι καί τήν τοιαύτην ἀσυνήθη ἱππασίαν καί εὐλογίαν θεώμενοι, ὡς ἐνεοί μόνον ἑώρων καθήμενοι.

[←196]

Δεκανίκιον: Ποιμαντορική ράβδος την οποία ο αυτοκράτορας απένειμε σε διακεκριμένους κληρικούς.

[←197]

Συρόπουλος 4.38: Ὡδήγησαν δέ ἡμᾶς εἰς ἑτέραν πύλην τοῦ παλατίου, ἐν ᾗ ἡμεῖς μέν τῶν ἵππων ἀπέβημεν· ὁ δέ πατριάρχης διά τῆς ἐκεῖσε κλιμακοειδοῦς ἀναβάσεως ἔφιππος ἀνελθών, προηγουμένων ἡμῶν, τῶν δέ καί ἑπομένων, εἰς τόν τρίκλινον ἐπέζευσε, καί λαβών τό δεκανίκιον, εἰσῆλθεν εἰς κελλίον, ἐν ᾧ συνεισήλθομεν καί ἡμεῖς. εἶτ΄ ἐκεῖθεν, προοδοποιοῦντος τοῦ Χριστοφόρου, εἰσῆλθεν εἰς τόν πάπαν καί ὡμίλει μετ΄ αὐτοῦ μόνος πρός μόνον δι΄ ἑρμηνέως τοῦ Χριστοφόρου. μετά δέ παραδρομήν ὥρας ἱκανῆς ἐξῆλθε, καί ἑτοιμαζόντων τόν ἵππον ἐπιβῆναι ἔνθα καί ἐπέζευσεν, εἶπεν ὁ πατριάρχης· ἀγαγέτωσαν αὐτόν κάτω. κατελθών οὖν καί ὁ πατριάρχης μεθ΄ ἡμῶν κἀκεῖσε ἐπί τοῦ ἵππου καθίσας, ἔφη· εἴπατε τῷ κατέχοντι τό δεκανίκιον ἵνα καλύπτῃ αὐτό ὑπό τό ἴδιον ἐπανωφόριον, ὥστε μή φαίνεσθαι, καί οὕτως εἰς τό ἴδιον ἀπεσώθη καταγώγιον. τῇ δ΄ ἐπιούσῃ ἠρωτήθη ὁ πατριάρχης, πῶς διετέθη ὁ πάπας πρός αὐτόν καί πῶς ὑπέλαβεν ἔχειν αὐτόν περί τῶν ἐκκλησιαστικῶν. ὁ δέ εἶπεν, ὅτι καλῶς. τοῦτο δέ μόνον ἐμέμψατο ἡμῖν, ὅτι ὑπό πολλήν δουλείαν ὑπετάξαμεν τήν ἐκκλησίαν εἰς τήν κοσμικήν ἀρχήν. εἶτα ἠρωτήθη περί τοῦ δεκανικίου, καί εἶπεν, ὅτι· μέμνησθε ὅπως εὐλόγει ὁ λεγάτος ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει καί τισιν ἔδοξε βαρύ; ἐγώ δέ εἶπον· ἄφετε αὐτόν ποιεῖν ὡς βούλεται· ὅμως τινές παρεκρούσαντο τούς ἐμούς λόγους καί ἐκώλυσαν αὐτόν. ἐκεῖνος τοίνυν ἐλθών ἐποίησεν ὅπερ εἴδετε νῦν εἰς ἡμᾶς. ἔφη δή πρός ταῦτα ὁ Τραπεζοῦντος· ἐγώ καθώς εἶδον τήν καθέδραν καί τήν τάξιν, ἐν ᾗ σε ἔταξεν ὁ πάπας καί οἵαν ὑπεροχήν εἰς ἑαυτόν διεπραγματεύσατο, ἠπόρησα καί κατ΄ ἐμαυτόν ἔλεγον· ὁ πατριάρχης ἐστίν ὁ κῦρ Ἰωσήφ ὁ τά τοιαῦτα καταδεξάμενος; καί πῶς ἀνέχεται τῶν τοιούτων; καί ἔκτοτε στοχάζομαι, ὡς οὐδέν ὑγιές προβήσεται εἰς ἡμᾶς.

[←198]

Συρόπουλος 4.39: Εἶτα κελεύει ὁ πάπας ὅτι δεῖ συναχθῆναι πάντας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καί συστῆσαι τήν οἰκουμενικήν σύνοδον καί σκέπτεσθαι καί περί τῶν ζητημάτων, ἵνα κηρυχθῇ πανταχοῦ, ὅτι ἐν τῇ Φεραρίᾳ συνέστη ἡ οἰκουμενική σύνοδος· τό δέ ἦν, ἵνα διά τῆς τοιαύτης φήμης στηριχθῇ μέν καί ἑδραιωθῇ ὁ πάπας, ἡ δέ ἐν Βασιλείᾳ σύνοδος ἐλαττωθῇ καί ἀτονήσῃ. ὥρισεν οὖν ὁ πατριάρχης τόν Νικομηδείας, τόν Τορνόβου, τόν μέγαν χαρτοφύλακα καί ἐμέ, ἵνα ἐλθόντες ἴδωμεν πῶς βούλονται τάξαι τάς καθέδρας. παρεγενόμεθα οὖν εἰς τόν ναόν τῆς ἐπισκοπῆς Φεραρίας, ὅς προμήκης καί μέγιστός ἐστιν, ἐπ΄ ὀνόματι τιμώμενος τοῦ ἁγίου Γεωργίου· ἔστειλε δέ καί ὁ βασιλεύς κῦρ Μανουήλ τόν Ἰάγαριν καί κῦρ Γεώργιον τόν Δισύπατον· εὕρομεν δ΄ ἐκεῖσε καί καρδηναλίους τόν τε Ἰουλιανόν καί τόν Φιρμάνον καί ἐπισκόπους τινάς. εἴδομεν οὖν ἐν τῷ ἀνατολικῷ μέρει τοῦ ναοῦ περί τό μέσον ἱστάμενοι τό ἀλτάριον, ἐν δέ τῷ δεξιῷ μέρει κείμενον τόν ἐπῃρμένον θρόνον, ὕπερθεν μέν οὐρανόν καμουχέϊνον εἰς ὕψος αἰωρούμενον ἔχοντα, ὄπισθεν δ΄ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ μέχρι καί τοῦ θρόνου βηλοθύρῳ ὁμοίῳ κοσμούμενον· κατά μῆκος δ΄ ἐκ τοῦ ἀλταρίου ἀπέχοντα ὡσεί εἴκοσι πέντε ποδῶν διάστημα· μετά δέ τόν θρόνον ἱκανοῦ καταλειφθέντος διαστήματος, σκίμποδες ἐφεξῆς ἐξ ἑκατέρου μέρους κατεσκευάσθησαν ὅμοιοι ἀναβαθμοῖς, ὡς ἄν ἐν ἐκείνοις καθέζοιντο οἱ ἐπίσκοποι. εἶπεν οὖν ἡμῖν ὁ Ἰουλιανός, ὅτι· ἰδού ὁ θρόνος τοῦ πάπα καί καθίσει αὐτός τε καί οἱ περί αὐτόν ἀπό τούτου τοῦ μέρους, ἀπό δέ τοῦ ἑτέρου ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί οἱ λοιποί τῶν Γραικῶν. οὕτως εἶπεν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς· εἶτα λέγει· δεῦρο ἵνα καθίσωμεν ἰδίᾳ, ὡς ἄν εἴπωμεν περί τούτων πλατύτερον. οὗ γεγονότος κἀκείνων ὀλίγον τι ἰδίᾳ βουλευσαμένων, εἶπεν αὖθις ὁ Ἰουλιανός, ὅτι· ἐπειδή ἕν μέρος ἐστί τῶν Λατίνων, ἕν δέ τῶν Γραικῶν, καί τό μέν ἐκ τοῦ ἑνός μέρους καθίσει τοῦ ναοῦ, τό δ΄ ἐκ τοῦ ἑτέρου, δεῖ τόν πάπαν μέσον καθίσαι ὡς πρῶτον καί συνοχέα πάντων, ἵνα καί ἑκάτερα τά μέρη συνέχῃ.

[←199]

Μανουήλ Ἰάγαρις: Διαφορετικός από τον Μᾶρκο Ἰάγαρι, επίσης διπλωμάτη στην υπηρεσία τού Ιωάννη Η΄. Βλέπε πιο κάτω, κεφ. ε’ παρ. 6. Ένα τρίτο μέλος αυτής τής οικογένειας, ο Ἀνδρόνικος Ἰάγαρις, έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, κεφ. γ’ παρ. 3.

[←200]

Ο Τσεζαρίνι, που θα διηύθυνε τη σύνοδο, έφτασε στη Φερράρα στις 8 Μαρτίου, την ίδια μέρα με τον πατριάρχη (Laurent 1971: 241 σημ. 2).

[←201]

Ο Ντομένικο Καπράνιτσα, καρδινάλιος τής Σάντα Μαρία ιν βία Λάτα, ονομαζόμενος Φιρμάνο ή ντι Φέρμο από το όνομα τής επισκοπής του. Γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1400 στην Παλεστρίνα, έγινε καρδινάλιος στις 24 Μαρτίου 1423, αλλά η προαγωγή του δημοσιεύθηκε μόλις στις 8 Νοεμβρίου 1430. Ήταν επίσκοπος Φέρμο από το 1425. Πέθανε στη Ρώμη στις 14 Αυγούστου 1458.

[←202]

Συρόπουλος 4.40: Τοῦτο δ΄ οὐκ ἔδοξεν ἡμῖν καλόν· διό καί πρός αὐτόν εἴπομεν, ὅτι· ἐπεί καί ἡ αἰδεσιμότης σου εἴρηκεν, ὅτι δύο μέρη ἐσμέν, δεῖ μᾶλλον τόν πάπαν μετά τοῦ ἰδίου εἶναι καί καθῆσαι μέρους, ὡσαύτως δέ καί τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην αὖθις μετά τοῦ ἰδίου. ὁ δέ Ἰουλιανός ἔφη· ἀλλά μέσον τῶν μερῶν εἶναί τινα χρή σύνδεσμον. ἔσται γοῦν μέσος ὁ πάπας. ἡμεῖς δέ εἴπομεν· οὐκ ἔστι χρεία τοῦ συνδέσμου τούτου· εἰ δέ ἀπαραιτήτως θελήσει μέσος καθίσαι ὁ πάπας, ἕπεται καί ἐξ ἀνάγκης, ἵνα καί ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης μέσον καί πλησίον τούτου καθίσωσιν· ἄλλως γάρ καθίσαι τούτους οὐκ ἐγχωρεῖ. ὁ δέ Ἰουλιανός εἶπεν· ἀλλ΄ εἷς ὀφείλει εἶναι ὁ σύνδεσμος, δι΄ οὗ εἰς ἕν τά δύο μέρη συνδέοιντο· δύο δέ καί τρεῖς ἔνα σύνδεσμον οὐ ποιοῦσι. λόγων οὖν πολλῶν κινηθέντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, ἀπήλθομεν καί ἀνηνέγκαμεν ταῦτα τῷ τε βασιλεῖ καί τῷ πατριάρχῃ, οἵ καί μεγάλως δυσχεράναντες ἀνελάβοντο τόν περί τούτου ἀγῶνα, καρδηναλίων καί ἐπισκόπων πρός αὐτούς παραγενομένων, καί μάλιστα πρός τόν βασιλέα, καί περί τῶν καθεδρῶν ἀγωνιζομένων. μετά τάς πολλάς οὖν φιλονεικίας τε καί ἐνστάσεις εἶπον, ἵνα ὁ μέν τοῦ πάπα θρόνος τεθῇ κατά τό μεσαίτατον τοῦ πλάτους τοῦ ναοῦ· εἶτ΄ ἀπό τοῦ ἀριστεροῦ μέρους τοῦ πάπα μετά τούς τοῦ θρόνου ἀναβάθμους διαστήματος κενοῦ καταλειφθέντος κατά τό πλάτος, ὅσον ὁ τοῦ βασιλέως θρόνος ἐπέχει, ἐκεῖσε μέν τεθεῖναι καί τόν βασιλικόν θρόνον· κατά δέ τό μῆκος ὄπισθεν, ὡς εἶναι τά ἐμπρόσθια τοῦ βασιλικοῦ θρόνου κατόπιν τῶν ὀπισθίων τοῦ παπικοῦ θρόνου, εἶθ΄ ἑτέρου τοσούτου καταλειφθέντος διαστήματος, μετά τόν βασιλικόν θρόνον κατά τε πλάτος καί κατά μῆκος ἐπί τά ὀπίσθια, ἐκεῖσέ πη καί τόν τοῦ πατριάρχου τεθῆναι θρόνον, καί οὕτως ἐν τῇ οἰκουμενικῇ συνόδῳ συνεδριάζειν αὐτούς κατόπιν καί πρός νῶτ΄ ἀγωνιουμένους. ἐπεί δέ καί τοῦθ΄ ὡς καταγέλαστον ἀπεδοκιμάσθη, μετά πολλούς λόγους καί ἐνστάσεις μόλις ποτέ ἐνέδωκαν, ἵνα καθίσῃ ὁ πάπας μετά τῶν περί αὐτόν ἀφ΄ ἑνός μέρους τοῦ δεξιοῦ, καθώς ἐξ ἀρχῆς εἶπεν ὁ Ἰουλιανός, ὁ δέ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης μετά τῶν ἰδίων ἀπό τοῦ ἑτέρου μέρους· πλήν οὐδέ τοῦτ΄ ἐνέδωκαν ἁπλῶς καί ἀπεριέργως, ἀλλά μετ΄ ἀκριβῶν προσδιορισμῶν. εἶπον γάρ ὅτι μετά τόν τοῦ πάπα θρόνον καί τούς ἀναβάθμους αὐτοῦ, διαστήματός τινος καταλειφθέντος, τεθήσεται ὁ θρόνος τοῦ βασιλέως τῶν Ἀλαμανῶν καί μετ΄ ἐκεῖνον ἑξῆς καθεδοῦνται οἱ καρδηνάλιοι· ἀπό δέ τοῦ ἀριστεροῦ μέρους καταντικρύ καί κατ΄ ἰσότητα τοῦ Ἀλαμανικοῦ θρόνου τεθήσεται ὁ θρόνος τοῦ βασιλέως καί ἐφεξῆς τοῦ πατριάρχου. δυσχεραίνοντος δέ τοῦ βασιλέως καί καταντικρύ τοῦ πάπα καθίσαι ζητοῦντος, καί τίς ἡ χρεία τοῦ Ἀλαμανικοῦ θρόνου λέγοντος, ἐπεί οὔτε βασιλεύς πάρεστι ἐνθάδε, ἀλλ΄ οὐδ΄ ἔστιν ὅλως (προετεθνήκει γάρ) εἶπον ἐκεῖνοι· ἀλλ΄ ἀνάγκην ἔχομεν τηρεῖν ἀεί καί φυλάττειν τόν τόπον τοῦ βασιλέως ἡμῶν, καί εἰ μή ἐν τοῖς ζῶσίν ἐστιν· ἄλλως δέ τεθῆναι τάς καθέδρας ἤ ἔν τινι ὑπεροχῇ ἧς νῦν εἴπομεν τάξεως ἀδύνατόν ἐστιν. ἐπείσθη τοίνυν ἐξ ἀνάγκης εἰς ταῦτα ὁ βασιλεύς· ὁ δέ πατριάρχης καί ἔτι δυσχεραίνων ἦν καί μή ἀνεχόμενος τόν τοσοῦτον ὑποβιβασμόν τῆς καθέδρας, καί ἠναγκάσθη ὁ βασιλεύς πείθειν καί τόν πατριάρχην πρός τοῦτο. ὡς δέ καί ὁ πατριάρχης ἐζήτησεν οὐρανόν τε σχεδιάσαι ὕπερθεν τοῦ αὐτοῦ θρόνου καί βηλόθυρον ὄπισθεν, καί οὐδέ τοῦτο ἐνέδωκεν ὁ πάπας, διό καί ἐλυπεῖτο ὁ πατριάρχης, ἀγανακτήσας ὁ βασιλεύς ἔφη, ὅτι· νῦν ἔγνων ἀληθῶς, ὡς ἡ ζήτησις τοῦ θρόνου καί τῆς καθέδρας οὐχί διά τήν συνοδικήν τάξιν, ἀλλά δι΄ ὑπερηφανίαν μᾶλλον καί φαντασίαν ἐζητεῖτο κοσμικήν πόρρω τῆς πνευματικῆς ἡμῶν καταστάσεως. ἔστειλε δέ ὁ βασιλεύς ἄρχοντας (ὁ γάρ πατριάρχης οὐκ ἐθέλησε στεῖλαι), καί ἀπῆλθον εἰς τόν ναόν καί μετά τῶν ἐπισκόπων τοῦ πάπα σπαρτίῳ διαμετρήσαντες τήν διάστασιν τοῦ Ἀλαμανικοῦ θρόνου, κατ΄ ἰσότητα καί καταντικρύ τούτου καί τόν τοῦ βασιλέως ἡμῶν ἔθηκαν θρόνον· καί ἐφεξῆς ὀλίγην τινά διάστασιν καταλιπόντες, τόν πατριαρχικόν ἔθηκαν θρόνον, καί μετά τοῦτον σκίμποδα διά τούς τοποτηρητάς.

[←203]

Kατά τον Laurent 1971: 244 σημ. 1, αυτό δεν ήταν πια αλήθεια όταν ειπώθηκε, γιατί ο Αλβέρτος τής Αυστρίας εξελέγη αυτοκράτορας τής Γερμανίας στις 18 Μαρτίου και στέφθηκε στο Αιξ-λα-Σαπέλ (Άαχεν) στις 31 Μαΐου. Ωστόσο τα νέα έφτασαν στην παπική κούρτη μόλις την 1η Ιουλίου. Επομένως ο Ιωάννης Η΄ το αγνοούσε.

[←204]

Κατά τον Laurent 1971: 244 σημ. 2, είναι προφανές ότι ο θρόνος τού Γερμανού αυτοκράτορα τοποθετήθηκε σκόπιμα, για να αποτρέψει και να συγκρατήσει τις απαιτήσεις τού Βυζαντινού μονάρχη. Όπως προαναφέρθηκε (κεφ. γ’ σημ. 84), είναι αμφίβολο αν θα ερχόταν ο Σίγκισμουντ στη Φερράρα. Ο Αλβέρτος, ο διάδοχός του, δεν εμφανίστηκε ποτέ.

[←205]

Ο θρόνος τού πατριάρχη, χαμηλότερος από εκείνον τού πάπα κατά ένα περίπου μέτρο, είχε το ίδιο κόκκινο χρώμα και έμοιαζε με εκείνον σε όλα, εκτός από τον θόλο. Σύμφωνα με τον Αντρέ ντε Σάντα Κρότσε, ο πατριάρχης αντιμετωπιζόταν ως ο πρώτος από τούς καρδιναλίους (Laurent 1971: 245 σημ. 3).

[←206]

Συρόπουλος 4.41: Εἶτα τό τῆς ἀνακηρύξεως γραμμάτιον συνέθηκαν καθώς ἤθελον οἱ Λατῖνοι, προηγουμένου τοῦ ὀνόματος τοῦ πάπα καί διοριζομένου ὅπως παραγενομένου καί τοῦ γαληνοτάτου βασιλέως τῶν Γραικῶν μετά τοῦ πατριάρχου καί πάσης τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συνέστη ἡ οἰκουμενική σύνοδος ἐν τῇ Φεραρίᾳ καί ἤδη ἤρξατο ἐξετάζειν καί περί τῆς τοῦ δόγματος διαφορᾶς. ἀλλά καί ἕτερον γράμμα πεποιήκασιν ὁ βασιλεύς τε καί ὁ πατριάρχης μετά τοῦ πάπα καί τῶν καρδηναλίων, ἐν ᾧ συνεφώνησαν ἰδίως, ἵνα μέχρι καί διωρίας μηνῶν τεσσάρων μετά τήν ἀνακήρυξιν μηκέτι ποιήσωσι διαλέξεις περί τῆς δόξης, ἵνα τό δοκεῖν σταλῶσι πρέσβεις εἰς τούς ῥήγας καί εἰς τούς αὐθέντας καί ἔλθωσι καί ἐξ ἐκείνων εἰς τήν σύνοδον τοποτηρηταί· μεταξύ δέ τῆς διωρίας ἵνα συνέρχωνταί τινες τῶν συνοδικῶν καί ἐξετάζωσι περί μερικῶν τινων διαφορῶν. διελαλοῦντο δέ τά περί τῶν θρόνων καί συνεβιβάζοντο, ὡς ἀνωτέρω δεδήλωται, ὑπέρ εἴκοσιν ἡμέρας.

[←207]

Όπως γράφει ο Laurent 1971: 245 σημ. 5, το κείμενο αυτής τής συμφωνίας δεν έχει βρεθεί. Βλέπε Gill, Acta, σελ. 11:
«Αφού λοιπόν ομοφωνήσαμε, κηρύξαμε την έναρξη τής συνόδου στις 9 τού μηνός Απριλίου, την Τετάρτη τής αγίας και μεγάλης Σαρακοστής, με την παρακάτω συμφωνία: Ότι αν περνάει ο καιρός [και] δεν συνεδριάζει η σύνοδος, αλλά μάλλον μαίνεται [ο καιρός] εναντίον μας, και δεν μπορούμε εμείς να ενεργήσουμε διαφορετικά, να συζητάμε με κοινή απόφαση περί των δογμάτων. Κι αν μεν ενωθούμε, δόξα τω Θεώ, να χωριστούμε μεταξύ μας ειρηνικά, όπως προβλέπει η συμφωνία»
(ὁμογνωμήσαντες οὖν ἀνεκηρύξαμεν τήν σύνοδον, μηνί ἀπριλλίῳ θ΄, τῇ ἁγίᾳ καί μεγἀλῃ δ΄ τῆς τεσσαρακοστῆς, μετά συμφωνίας τοιαύτης· ὅτι ἐάν πλημμελῇ ὁ καιρός [καί] ἡ σύνοδος οὐ συνέρχεται, ἀλλά μᾶλλον μαίνεται καθ' ἡμῶν, καί μή ἐχόντων ἡμῶν ἄλλως πῶς ποιῆσαι, γνώμῃ κοινῇ ἴνα διαλεχθῶμεν περί τῶν δογμάτων· καί εἰ μέν ἑνωθῶμεν, δόξα τῷ θεῷ, ἵνα μετ΄ εἰρήνης ἀπ΄ αλλήλων ἀπελθεῖν κατά τήν δύναμιν τοῦ δεκρέτου γενήσεται ἡμῖν).

[←208]

Σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Gill, Acta, σελ. 101 κ.ε.), η πρωτοβουλία αυτής τής αναβολής οφειλόταν στον αυτοκράτορα, που ήθελε να δει τούς δυτικούς ηγεμόνες να ενώνονται μαζί του στη σύνοδο. Ωστόσο, παρά τις προσκλήσεις και τις πρεσβείες, δεν εμφανίστηκε κανένας. Η οργή τού Ιωάννη Η΄ θα σημειωθεί επανειλημμένα και θα επιβαρύνει την πορεία των συνοδικών συζητήσεων (Laurent 1971: 245 σημ. 6).

[←209]

Πολλές από αυτές τις επιστολές πρόσκλησης στάλθηκαν ως επί το πλείστον μεταξύ 10 Φεβρουαρίου και 11 Μαρτίου 1438 (Laurent 1971: 245 σημ. 7).

[←210]

Συρόπουλος 4.42: Ὁ δέ βασιλεύς ἅμα τῷ ἐλθεῖν τούς ἡμετέρους ἐν τῇ Φεραρίᾳ ἐφρόντιζεν ὅπως ἄν ἔχωμεν τάς διατροφάς οἱ Γραικοί πάντες κατά τήν περίληψιν τοῦ δεκρέτου. εἶπον οὖν οἱ τοῦ πάπα ἵνα παρέχωσι καθ΄ ἡμέραν ἄρτους καί οἶνον καί κρέα καί ἰχθύας λιτρῶν ποσότητα τεταγμένην· ὁ δέ βασιλεύς οὐκ ἠθέλησε τοῦτο, εἰπών ὅτι καί δυσχερές ἐστι καί ἀνοίκειον πρός ἀνάπαυσιν ἀρχόντων καί καλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δότωσαν ἔξοδον κατ΄ ἀναλογίαν τῶν ἀνθρώπων, ὡς ἄν διατρέφηται ἕκαστος ὡς βούλεται, μεθ΄ ὧν ἔχει ἀνθρώπων τε καί ὑπηρετῶν· οἱ δέ οὐκ ἔξοδον ἀλλά τροφάς ἡμερησίας παρέχειν ἤθελον κατά τήν συμφωνίαν, ἥν εἶχον μετά τοῦ μαρκέση, εἰ ποιήσει τήν σύνοδον ἐν τῇ Φεραρίᾳ. ὁ δέ μαρκέσης συνεφώνησεν, ἵνα δώσῃ αὐτῷ ἀμισθί οἰκίας καί κλίνας καί ἡμερησίας διατροφάς διά τούς Γραικούς λιτρῶν ποσότητα τεταγμένην, οὐκ οἶδα πόσην, καί ἐπί τούτοις ἐποίησεν ὁ πάπας ἐκεῖσε τήν σύνοδον· ὁ δέ μαρκέσης ἐδιπλασίασεν ὅσα εἶχεν ἐκ συνηθείας κομέρκια καί συνῆγε πλεῖστον εἰσόδημα, ἐπεί συνήχθησαν ξένοι ἐπέκεινα τῶν πεντακισχιλίων· ὡσαύτως δέ καί οἱ πωλοῦντες ἐδιπλασίασαν τάς τιμάς πάντων τῶν πιπρασκομένων. ἔδωκεν οὖν ὁ μαρκέσης οἰκίας πᾶσιν ἡμῖν, κλίνας δέ μόνοις τοῖς ἐν τῇ πατριαρχικῇ οὖσιν οἰκίᾳ· οἱ δέ λοιποί τῇ χαμευνίᾳ καί ξηροκοιτίᾳ ἐνηθλοῦμεν ἄκοντες, καί εἴ ποτ΄ ὀδυνώμενοι ἐπί τοῖς τοιούτοις ἐλέγομέν τι πρός τινα τῶν ἐκ τοῦ πάπα, οὐδέν ἄλλο ἠκούομεν, εἰ μή· ἄμπεας πασιέντζιαν, ἤγουν· ἔχετε ὑπομονήν, καί ἐθεράπευον τήν ξηροκοιτίαν ἡμῶν τοιούτοις λόγοις. ἤθελον οὖν οἱ τοῦ πάπα, ἵνα παρέχῃ ὁ μαρκέσης καί τά τρόφιμα, καθώς συνεφώνησεν. ὡς δ΄ ὁ βασιλεύς οὐδ΄ ὅλως ἐπείσθη πρός τοῦτο, συνέθεντο ἵνα δίδωσι δουκάτα, καί ἔστησαν διδόναι τοῖς μέν κλητοῖς καί ὀνομαστί παραγεγονόσι μετά τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου ἀνά τεσσάρων φλωρίων κατά μῆνα, τοῖς δέ ὑπουργοῖς καί ὑποχειρίοις ἀνά τριῶν· παρεῖχον δέ κατά μῆνα καί τῷ βασιλεῖ φλωρία τριάκοντα, τῷ δέ πατριἀρχῃ εἴκοσι πέντε, καί τῷ δεσπότῃ εἴκοσι, καί ὠνόμαζον ταῦτα οἱ Λατῖνοι ἐπιβολήν. συνεφωνήθησαν οὖν ταῦτα περί τάς ἀρχάς τῆς ἐν Φεραρίᾳ ἐπιδημίας ἡμῶν· πλήν μνήμη τῆς δόσεως οὐκ ἦν παρ΄ ἐκείνοις. ἀλλ΄ οἱ ἐν τῇ Βενετίᾳ πρό τοῦ αἰτηθῆναι παρέχοντες τά φλωρία εὐφόρως καί φιλοτίμως, νῦν ἐν τῇ Φεραρίᾳ αἰτούμενοι, ἑνός μηνός καί ἥμισυ παρωχηκότος μετά τήν ἐν Βενετίᾳ δόσιν, οὐδόλως ἠθέλησαν δοῦναί τι πρό τοῦ πεισθῆναι καί ἀκολουθῆσαι τούς ἡμετέρους εἰς τά δόξαντα ἐκείνοις περί τῶν καθεδρῶν καί τῆς ἀνακηρύξεως· ὅτε δέ συνέθεντο οἷς ἐκεῖνοι ἠθέλησαν καί ἐζήτησαν, τότε δεδώκασι καί αὐτοί τοῖς ἐν τῇ ἡμετέρᾳ Ἐκκλησίᾳ κατά τήν δευτέραν τοῦ ἀπριλλίου ὑπέρ μηνιαίου σιτηρεσίου φλωρία ἑξακόσια ἐνενήκοντα ἕν.

[←211]

Ο πάπας και η φαμίλια του, ο αυτοκράτορας και η ακολουθία του και οι καρδινάλιοι ήσαν φιλοξενούμενοι τής πόλης τής Φερράρα και επίσης επωφελούνταν απαλλαγής από τελωνειακούς δασμούς. Η διαμονή και συντήρηση των Γραικών, συμπεριλαμβανομένου τού πατριάρχη, παρέμενε ευθύνη τού πάπα. Η αποζημίωση σε μετρητά θα οδηγούσε το παπικό θησαυροφυλάκιο σε ανυπέρβλητες δυσκολίες. Λίγο μετά τις 9 Απριλίου 1438 ο Ευγένιος Δ΄ έγραψε ότι η συντήρηση των Γραικών και των στρατιωτών στους οποίους είχε ανατεθεἰ η φροντίδα τής Κωνσταντινούπολης κόστιζε 5.000 φλουριά τον μήνα (Laurent 1971: 247 σημ. 1).

[←212]

Στο κείμενο, κομέρκια: Λατινικής προέλευσης λέξη για τούς φόρους επί των εμπορικών συναλλαγών, αντίστοιχους με τούς σημερινούς τελωνειακούς δασμούς.

[←213]

Στο κείμενο, χαμευνία καί ξηροκοιτία.
Χαμευνία είναι τό χαμαί κοιμᾶσθαι. Πρβλ. Φιλόστρατο, Βίος Απολλωνίου τού Τυανέως, 3.15: ὁ δέ γε Δάμις φησί χαμευνίᾳ μέν αὐτούς χρῆσθαι, τήν γῆν δέ ὑποστρωννύναι πόας….
Ξηροκοιτία είναι τό κοιτάζεσθαι ἐπί ξηρᾶς κλίνης. Πρβλ. Ευσέβιο Αλεξανδρείας, 440D. Βλέπε επίσης Πτωχοπρόδρομο: τά ὀστέα μου συνετρίβησαν ἀπό ξηροκοιτίας (στο Κοραής, Ἄτακτα, Τόμος Πρῶτος περιέχων δύο ποιήματα Θεοδώρου τοῦ Προδρόμου (Παρίσι 1828) σελ. 35).
Ωστόσο ο Συρόπουλος εδώ έχει μάλλον υπόψη του τον Λόγο Λ΄, Περί μετανοίας καί ἀρχῆς ἐπαινετοῦ βἰου τού Συμεών τού Νέου Θεολόγου (949-1022):
Λοέτρου οὐχ ἅψομαι, ἐπί κλίνης στρώμνης μου οὐκ ἀναβήσομαι, ἀλλά χαμευνίᾳ καί ξηροκοιτίᾳ ἐμαυτόν προθύμως ἐκδῶ…
(Λουτρό δεν θα ακουμπήσω, στο στρώμα τού κρεβατιού μου δεν θα ανεβώ, αλλά θα παραδώσω προθύμως τον εαυτό μου σε ύπνο στο πάτωμα, χωρίς στρώμα…)

[←214]

Habeas patientiam.

[←215]

Δουκᾶτο: Ενετικό χρυσό νόμισμα (φλουρί).

[←216]

Κατά τον Laurent 1971: 247 σημ. 2, αυτό ακριβώς θα επηρέαζε τούς Λατίνους θεολόγους, που είχαν προσκληθεί στη σύνοδο από τον πάπα.

[←217]

Γι΄ αυτή την αποδιδόμενη πρόθεση, την οποία ο Συρόπουλος επαναλαμβάνει συχνά κατά τη διάρκεια τής περιγραφής του, ο Laurent 1971: 247 σημ. 3, παραπέμπει στον Gill, Personalities, σελ. 163-167, 176.

[←218]

Συρόπουλος 4.43: Διά δέ τήν ἀγανάκτησιν τοῦ πατριάρχου παρετάθη ἡ ἀνακήρυξις εἰς τήν ἐνάτην τοῦ ἀπριλλίου. μεταξύ δέ τῶν ἡμερῶν τούτων ἐσκέπτετο ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης, πῶς ἄν τάξωσι τούς τοποτηρητάς· τά μέν γάρ διά τοῦ Ἀντιόχου ἐλθόντα γράμματα τῶν πατριαρχῶν ἐδίδουν τῷ μέν Ἡρακλείας μετά καί ἑτέρου προσώπου τήν τοποτήρησιν τοῦ Ἀλεξανδρείας, τῷ δέ Ῥωσίας μετά τοῦ πνευματικοῦ κῦρ Γρηγορίου τήν τοποτήρησιν τοῦ Ἀντιοχείας, τῷ δέ Ἐφέσου καί τῶν Σάρδεων, τήν τοῦ Ἱεροσολύμων, ἅ καί διεκομίσαμεν ὁρισθέντες, ὁ μέν Χρυσοκέφαλος κῦρ Ἰωάννης παρά τοῦ βασιλέως, ἐγώ δέ παρά τοῦ πατριάρχου, τοῖς δηλωθεῖσι, καί κατεπείσαμεν αὐτούς τοῖς τε τῶν στειλάντων μηνύμασι καί λόγοις ἡμετέροις καί ἐδέξαντο τούς τόπους καί ἔλαβον καί τά γράμματα πρό τοῦ ἐξελθεῖν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. ἐν δέ τῇ Φεραρίᾳ ἕτερα εὑρέθησαν γράμματα, ὡς οἶμαι δέ καί διπλᾶ, πλήν ὑπογεγραμμένα καί γνήσια τῶν πατριαρχῶν, μεταποιοῦντα δέ τά πρόσωπα. ἀναλαβόντες οὖν καί ἅ ἐδώκαμεν πρότερον ἡμεῖς τοῖς τοποτηρηταῖς καί πάντα τά γράμματα ὁ βασιλεύς ὁμοῦ καί ὁ πατριάρχης συναγαγόντες καί ἀκριβῶς θεωρήσαντες, τρία τιν΄ ἐκ πάντων ἐξελέξαντο, ἐν οἷς περιείχοντο τοῦ μέν Ἀλεξανδρείας τοποτηρηταί ὁ Ἡρακλείας καί ὁ πνευματικός κῦρ Γρηγόριος, τοῦ δ΄ Ἀντιοχείας ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ῥωσίας, τοῦ δέ Ἱεροσολύμων ὁ Σάρδεων μόνος. ταῦτ΄ οὖν κυρώσαντες ἔστειλαν πρός τούς δηλωθέντας μετά τοῦ Τορνόβου, τοῦ μεγάλου χαρτοφύλακος καί ἐμοῦ, συνόντος ἡμῖν καί κῦρ Μανουήλ τοῦ Βουλλωτοῦ ὡς παρά τοῦ βασιλέως σταλέντος.

[←219]

Συρόπουλος 4.44: Παραγενόμεθα οὖν πρός τόν Ἡρακλείας, καί λόγους παρά τε τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου πρός αὐτόν εἰπόντες, πολλούς δέ καί οἴκοθεν, οὐχ εὕρομεν τοῦτον καταπειθῆ, καίτοι γ΄ εὐθέως ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει πεισθέντα· διό καί πολλούς λόγους ἐκινήσαμεν μετ΄ αὐτοῦ. ὁ δέ ἔλεγεν· οὐ θέλω εἶναί τινός τοποτηρητής, ἀλλά κρεῖττον ἡγοῦμαι καθῆσθαι ἁπλῶς ὡς Ἡρακλείας. ἠναγκάσθημεν οὖν καί κοινῇ καί ἰδίᾳ ἕκαστος ἱκετεύειν καί παρακαλεῖν αὐτόν δέξασθαι τήν τοποτήρησιν, καί οὐκ ἀπαλλαγησόμεθα ἐλέγομεν ἐντεῦθεν ἄπρακτοι. μετά γοῦν τούς πολλούς λόγους καί τήν ἄμετρον τῆς ὥρας παράτασιν σχεδόν καί ἄκων τό γράμμα ἐδέξατο. εἴδομεν δέ καί τόν πνευματικόν καί εἴπομεν αὐτῷ τά παρά τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου διατάγματα καί μηνύματα· ὁ δέ ἀπεκρίνατο, ὅτι καί πρότερον οἶδε καί νῦν ἀκούει τό περί τούτου· σκέψεται οὖν καί ποιήσει ὅπερ ἄν φανῇ αὐτῷ ἁρμόδιον. ὅμως ὕστερον ἐδέξατο τό τοιοῦτον. εἶτα πρός τόν Ἐφέσου ἤλθομεν, καί λόγους ἀπό τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου πρός αὐτόν εἰρηκότες περί τοποτηρήσεως τοῦ Ἀντιοχείας, εὕρομεν αὐτόν μηδόλως δέξασθαι τοῦτο βουλόμενον. ὅθεν καί ἀξιώσεσι καί λόγοις παραινετικοῖς πείθειν ἐπεχειροῦμεν· ὁ δέ ἀντέλεγε καί ἐλυπεῖτο φάσκων, ὅτι· ἱερομόναχον ὄντα με τοῦ Ἀλεξανδρείας ἐποιήσαντο τοποτηρητήν, νῦν δέ Ἐφέσου γεγονότα ὑποβιβάζουσί με εἰς τοῦ Ἀντιοχείας· διό οὐ καταδέχομαι τοῦτο, καθίσω δέ καί αὐτός ἐν τῇ συνόδῳ ἁπλῶς ὡς Ἐφέσου. πολλά οὖν λέγοντες καί συμβουλεύοντες ὡς οὐ δεῖ ἐπί τοσοῦτον ἐνίστασθαι, ἀνοικεῖον γάρ ἐστι καί τῆς ἀρετῆς καί τῆς πνευματικῆς αὐτοῦ καταστάσεως, καί ὅτι οὔπω ἔμαθον οἱ πατριάρχαι ὅτι ἐχειροτονήθη Ἐφέσου, ἀλλ΄ ἔτι ὡς ἱερομόναχον γράφουσιν αὐτῷ, οὐδόλως ἐπείθομεν. τότε ἀναγκασθείς εἶπον ἐγώ, ὅτι· ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει ἐδέξω τόν τόπον τοῦ Ἱεροσολύμων, Ἐφέσου ὤν, καί δεδώκαμέν σοι καί τό γράμμα μετά τοῦ Χρυσοκεφάλου· νῦν δέ οὐ θέλεις δέξασθαι τόν τοῦ Ἀντιοχείας; καί εἶπεν, ὅτι· οὐδ΄ ἐκεῖνον ἐδεξάμην, ἀλλά καταλιπόντες τό γράμμα ἀπήλθετε. ὁ δέ νομοφύλαξ ἐφύλαξε τοῦτο κἀνταῦθα διεκόμισεν· ἐγώ δ΄ εἶπον· οὐχ ἁρμόδιόν ἐστι νῦν ταῦτα ἀντιλέγειν. αὖθις δέ λόγοις ἀξίωσιν ἔχουσι καί συμβουλαῖς πλείσταις αὐτόν καταθέλξαντες, ἐπεί κἀκ τῶν προτέρων λόγων πραότερος γέγονε καί ἡμεῖς οὐδόλως ἐνεδίδομεν αὐτῷ τήν ἀποφυγήν, μόλις ποτέ κατένευσε καί τό γράμμα ἐδέξατο. μετά τοῦτον δ΄ εἰς τόν Σάρδεων ἀφίγμεθα· ὁ δ΄ ἐπί τῇ κελεύσει τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου εὐθύς ἐπείσθη καί τό γράμμα ἐδέξατο. ταῦτα δέ τῇ κυριακῇ τῶν Βαΐων μετά μεσημβρίαν μέχρις ἑσπέρας μόλις διεπραξάμεθα. ἐπεί δέ καί ὁ Μονεμβασίας λελυπημένος ἦν (ὅτε γάρ ἔπεισαν αὐτόν παραιτήσασθαι τόν θρόνον τῆς Τραπεζοῦντος καί ἀλλαχοῦ μετατεθῆναι, ἐζήτησεν ἵνα ἔχῃ τόν τόπον αὐτῆς καί μέχρι τῆς ὥρας ἐκείνης οὐκ ἐδόθη αὐτῷ), διά τοῦτο δεδώκασιν αὐτῷ τόν τόπον τοῦ Ἀγκύρας.

[←220]

Στην ιεράρχιση των πατριαρχείων τής Ανατολής πρώτο ήταν το Αλεξανδρείας. Ακολουθούσαν το Αντιοχείας και το Ιεροσολύμων.

[←221]

Στις 6 Απριλίου 1438 (Laurent 1971: 248 σημ. 1).

[←222]

Ο Θεοδόσιος χειροτονήθηκε επίσκοπος Τραπεζούντος στις 25 Μαρτίου 1415 και μετατέθηκε στη Μονεμβασία ενάντια στη θέλησή του γύρω στο 1430/31 (Laurent 1971: 248 σημ. 2).

[←223]

Συρόπουλος 4.45: Ἀλλ΄ ἐνταῦθα καί τά περί τῆς ἡμετέρας δηλῶσαι βούλομαι τάξεως. οἱ πρῶτοι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας ἄρχοντες οἱ σταυροφόροι, οἱ καί ἐξωκατάκηλοι ὀνομαζόμενοι, εἶχον τάξιν καί ἐν καθέδραις, εἴτε συνοδικαῖς εἴτε κελλικαῖς, καί ἐν στάσεσι καί ἐν συλλόγοις, ἵνα ἀεί πλησίον τοῦ πατριάρχου εὑρίσκωνται· ἦσαν δέ πέντε καί ὁμοταγεῖς ταττόμενοι ὡς αἱ πέντε αἰσθήσεις τοῦ πατριάρχου· καί ὥσπερ αἱ πέντε αἰσθήσεις οὐ διΐστανται τοῦ ἀνθρώπου, οὕτως οὐδέ οὗτοι οἱ πέντε διΐσταντό ποτε τοῦ πατριάρχου, διό καί πρό τῶν ἀρχιερέων ἐκάθηντο καί προκαθήμενοι τῆς συνόδου ἐπευφημίζοντο, ἐν σωπεδίοις ἴσως καθήμενοι, τῶν ἀρχιερέων μόνων ἐν σκάμνοις θρονοειδέσι καθημένων, μᾶλλον δέ τῶν μητροπολιτῶν. ἐν οὖν τῇ Φεραρίᾳ συνερχομένων τῶν ἀρχιερέων τε καί ἡμῶν περί τόν πατριάρχην, ἐζητήσαμεν ἵνα τηρηθῇ ἡ τάξις ἡμῶν, καί οὐκ ἐγένετο· ἀνηνέγκαμεν ἐκ δευτέρου τῷ πατριάρχῃ περί τούτου, καί οὐκ ἀπεκρίθη· πολλάκις εἴπομεν περί τούτου, καί οὐδένα λόγον ἔδωκεν ἡμῖν, ἑκουσίως, οἶμαι, ταῦτα ποιῶν καί ἀπομακρύνων ἡμᾶς ἀφ΄ ἑαυτοῦ. ἐζητήσαμεν περί τούτου καί ὅτε ἑτοιμάζοντο αἱ καθέδραι τῆς συνόδου, καί οὐδέ τότε εἶπεν ὁ πατριάρχης τόν τυχόντα λόγον περί ἡμῶν. ἐξ ἀνάγκης οὖν ὡς ἔτυχεν ἐκαθήμεθα, καί ἐν λόγοις καί ἀντιλογίαις καί συζητήσεσιν, ἐπεί οἱ ἐγγύς τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου ἔλεγον καί ἀντέλεγον, ἡμεῖς δέ ἀεί εὑρισκόμεθα ἐν καθέδρᾳ μετά πέντε καί δέκα ἤ τρεισκαίδεκα τό ἔλαττον, διά τοῦτο ἐσιωπῶμεν καί ἄκοντες μή δυνάμενοι στεντόριον βοᾶν καί ἀντιλέγειν ἤ συνηγορεῖν πρός οὕτω μακράν ἀφεστηκότας. μόλις ὅτε ἠρωτώμεθα περί γνώμης, ἐλέγομεν ταύτην διά βραχέων, καί τοῦτο σπανίως. ὅμως ἔπαυσαν καί τοῦτο τελείως, μήδε αὐτό ἀποδεχόμενοι, ὡς ὁ λόγος δηλώσει, καί ἦν ὁ ἐν ἡμῖν μερικός λόγος πάντῃ ἀργός, ὡς πολλαχόθεν τήν σιωπήν ἡμῶν διαπραξαμένων ἑαυτοῖς.

[←224]

Σταυροφόροι: Τίτλος που δινόταν παραδοσιακά τουλάχιστον από τα τέλη τού 11ου αιώνα (η παλαιότερη αναφορά δεν είναι νωρίτερα από το 1094) στους πέντε ανώτερους αξιωματούχους τού πατριαρχείου, στους οποίους προστέθηκε ο πρωτέκδικος το 1198 και, όπως φαίνεται, τον 14ο αιώνα ο μέγας ἐκκλησιάρχης. Αυτοί οι υψηλοί αξιωματούχοι ήσαν γενικά διάκονοι και είχαν σημαντικά προνόμια (Laurent 1971: 250 σημ. 1).

[←225]

Κατά τον 15ο αιώνα αυτός ο συμβολισμός δεν υπήρχε πλέον, αφού οι Ἐξωκατάκηλοι ήσαν επτά. Ωστόσο στις συνθήκες τής Φλωρεντίας ίσχυε κατά κάποιον τρόπο, αφού ο μέγας οἰκονόμος και ο σακκελίου είχαν παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη κι έτσι υπήρχαν πέντε από αυτούς στο πλευρό τού πατριάρχη (Laurent 1971: 251 σημ. 2).

[←226]

Οι ίδιοι οι Λατίνοι αισθάνονταν τη σημασία τού ρόλου που διαδραμάτιζε στη Βυζαντινή Εκκλησία αυτή η ομάδα ανώτερων αξιωματούχων, δεδομένου ότι, χωρίς να γνωρίζουν τη σύγκριση που είχε ήδη κάνει ο πάπας Ιωάννης Η΄ γράφοντας στον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄, δεν δίσταζαν να βλέπουν σε αυτούς εκείνο που ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών ήθελε από αυτούς να είναι (πρβλ. Patrologia Graeca 138, στήλη 1048C), δηλαδή το ισοδύναμο των καρδιναλίων τής Καθολικής Εκκλησίας:
«Σταυροφόρους ονομάζουν τούς καρδινάλιους τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινούπολης. Τούς εφημέριους τής Αγίας Σοφίας ονομάζουν καρδιναλίους»
(cruciferi qui dicuntur cardinales Ecclesiae Constantinopolitanae canonici Sanctae Sophiae quos cardinales vocant) (Laurent 1971: 251 σημ. 3).

[←227]

Συρόπουλος 4.46: Ὁ δέ πατριάρχης ἐζήτησε παρά τοῦ πάπα ναόν μέγαν ἑνός τῶν μοναστηρίων, ὥς ἄν ἐκτελέσει τάς ἑορτάς ἐν αὐτῷ, ὅπερ οὐκ ἔδοξε καλόν τοῖς πλείοσιν ἡμῶν καί πολλῷ μᾶλλον τῷ πνευματικῷ Γρηγορίῳ· οὗτος γάρ διέσυρε καί ἐμέμψατο λίαν τό περί τούτου καί ἀπεσείετο τούς τοῦτ΄ ἀποδεχομένους, ὡς διά τούτου τήν μετά τῶν Λατίνων ἕνωσιν προμνηστευομένους· ὅς μετά καί ἄλλων πολλῶν τῶν δεικνυόντων αὐτόν μή παραδεχόμενον τά τῶν Λατίνων, εἶπε καί τοῦτο ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου καί τῶν ἀρχιερέων καί πάντων ἡμῶν, ὡς· ἐγώ ὅταν εἰς ναόν εἰσέλθω Λατίνων, οὐ προσκυνῶ τινα τῶν ἐκεῖσε ἁγίων, ἐπεί οὐδέ γνωρίζω τινά· τόν Χριστόν ἴσως μόνον γνωρίζω, ἀλλ΄ οὐδ΄ ἐκεῖνον προσκυνῶ· διότι οὐκ οἶδα πῶς ἐπιγράφεται, ἀλλά ποιῶ τόν σταυρόν μου καί προσκυνῶ. τόν σταυρόν οὖν, ὅν αὐτός ποιῶ, προσκυνῶ καί οὐχ ἕτερόν τι τῶν ἐκεῖσε θεωρουμένων μοι. τοιαύτην διάθεσιν ἐδείκνυεν ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς ἔχειν πρός τά λατινικά καί ἀπεκλείετο δεινῶς τήν πρός ἐκείνους ἐπιδημίαν ἡμῶν.

[←228]

Συρόπουλος 4.47: Καί οὗτος μέν οὕτως. ὁ δέ πάπας ἀπεκρίνατο πρός τήν ζήτησιν τοῦ πατριάρχου, ὅτι· τοῦτο οὐκ ἔστίν ἐμὀν, ἀλλά τοῦ ἐπισκόπου τῆς Φεραρίας, καί πρός ἐκεῖνον γενέσθω ἡ ζήτησις. διαμηνυθείς οὖν καί ὁ ἐπίσκοπος εἶπεν, ὅτι· εἰς τούς μείζονας τῶν ναῶν οὐ μόνον οἱ μοναχοί, ἀλλά καί ἄρχοντες ἐκκλησιάζονται καί λαός πολύς· ἐν ταῖς ἑορταῖς οὖν ταύταις οὔτε οἱ μοναχοί δύνανται παραιτήσασθαι τῆς ἰδίας λειτουργίας καί ψαλμωδίας ἤ λειτουργεῖν ἄλλοθί που, οὔθ΄ οἱ ἐξωτερικοί καταλειφθῆναι ανεκκλησίαστοι καί στερηθῆναι τῶν συνήθων αὐτοῖς τελετῶν. ἐκ δέ τῶν μικροτέρων ναῶν οὐδείς αὐτοῖς συντελέσει, οὐδέ ἀρέσει ὡς μικρός. διά τοῦτο οὐκ ἔχω δοῦναι τῷ πατριάρχῃ ναόν. ὡς δέ πάλιν ὁ πατριάρχης διεμηνύσατο περί ναοῦ, εἶπον οἱ τοῦ πάπα, ὅτι· ἐπεί ἐν τῷ δεκρέτῳ οὐ γράφεται δοῦναι ὑμῖν ναόν (οὐδέ γάρ ἐτάξαμεν τοῦτο), λοιπόν οὐδέ δώσωμεν.

[←229]

Συρόπουλος 4.48: Ὁ δέ πάπας ἠνάγκαζε γενέσθαι τήν ἀνακήρυξιν. ἐπεί οὖν ἐνόσει ὁ πατριάρχης καί οὐκ ἠδύνατο εἰς τήν σύνοδον ἐλθεῖν, οὐκ οἶδ΄ εἴθ΄ ὑπό νόσου εἴθ΄ ὑπό τῶν τοῦ αὐτοσχεδίου οὐρανοῦ οὗ ἐφίετο κωλυόμενος ἐπίπλων, ἐποίησεν ἔγγραφον προτροπήν τοῖς ἀρχιερεῦσι· καί ἀπελθόντες εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Γεωργίου προηγουμένων τῶν τοποτηρητῶν, συνόντων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, προκαθημένου τοῦ πάπα μετά τῶν περί αὐτόν, καθώς ἐτάχθη, καί ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους, τοῦ βασιλέως καί τῶν τοποτηρητῶν καί τῶν ἀρχιερέων, ἐκ δεξιῶν δέ τοῦ βασιλέως, τοῦ δεσπότου καί ἐφεξῆς τῶν συγκλητικῶν ἀρχόντων καί τῶν λοιπῶν, καί πάντων καθεσθέντων κατά τήν τάξιν αὐτῶν, ἀνέβη εἰς τό πέργουλον ἐκ μέν τῶν Λατίνων ἐπισκόπων ὁ Πορτουγάλου καί ἀνέγνω λατινικῶς τό γράμμα τῆς ἀνακηρύξεως, ἐκ δέ τῶν ἡμετέρων ὁ Μιτυλήνης καί ἀνέγνω τοῦτο ἑλληνικῶς (τό γάρ αὐτό ἦν γεγραμμένον τῇ ἑκατέρᾳ γλώττῃ) καί οὕτως ἐτελέσθη ἡ ἀνακήρυξις κατά τήν μεγάλην τετράδα, ἄγοντος ἐνάτην τοῦ ἀπριλλίου μηνός.

[←230]

Κατά τον Laurent 1971: 252 σημ. 1, πρόκειται για κακόβουλη υπόθεση, την οποία αγνοούν τα Ελληνικά Πρακτικά τής συνόδου (Gill, Acta, 13), για τα οποία ο πατριάρχης ήταν απλώς άρρωστος:
«Όμως ο δικός μας πατριάρχης ήταν άρρωστος και δεν ήρθε. Το ίδιο και ο Σάρδεων. Αλλά ο πατριάρχης έστειλε τη δική του προτροπή και επιθυμία και τη διάβασαν»
(ὁ δέ ἡμέτερος πατριάρχης ἀσθενῶν ἦν καί οὐκ ἦλθεν· ὁμοίως καί ὁ Σάρδεων· ἀλλ΄ ὁ πατριάρχης ἀπέστειλε προτροπήν ἑαυτοῦ καί θέλημα, καί ἀνέγνωσαν αὐτό).

[←231]

Κατά τα Ελληνικά Πρακτικά τής συνόδου (Gill, Acta, 14), η πατριαρχική επιστολή διαβάστηκε στην αρχή τής εναρκτήριας συνεδρίασης από τον ρεφερενδάριο τού πατριάρχη, πριν από τη βούλλα ανακήρυξης και κατόπιν αιτήματος τού αυτοκράτορα:
«Ύστερα κάθησαν, και πρόσταξαν να διαβαστεί από τον άμβωνα η ανακήρυξη τής συνόδου. Πριν από αυτήν, πρόσταξε ο αυτοκράτορας μαζί με τον πάπα να διαβαστεί η γραπτή προτροπή τού πατριάρχη. Και έτσι σηκώθηκε ο ρεφερενδάριος τού πατριάρχη, ένας διάκονος, και άρχισε να διαβάζει»
(εἶτα ἐκάθισαν, καί ὥρισαν ἐπ΄ ἄμβωνος ἀναγνωσθῆναι τήν τῆς συνόδου ἀνακήρυξιν· πρό ταύτης δέ ὥρισεν ὁ βασιλεύς μετά τοῦ πάπα ἀναγνωσθῆναι ἐγγράφως τήν προτροπήν τοῦ πατριάρχου· καί οὕτως ἀνέστη ὁ ῥεφερενδάριος τοῦ πατριάρχου διάκονός τις, καί ἤρξατο λέγειν).

[←232]

Βλέπε τα Ελληνικά Πρακτικά τής συνόδου (Gill, Acta, 12), όπου περιγράφεται η σειρά εισόδου των Γραικών και όπου αναφέρεται ότι κάθησε και ο πατριάρχης σε ψηλό θρόνο:
ἐκάθισε καί ὁ πατριάρχης ἡμῶν ἐπί θρόνου καί αὐτός ὑψηλοῦ.

[←233]

Στο κείμενο πέργουλον. Ενδιαφέρουσα ετυμολόγηση από τον Κοραή (Άτακτα, 287): Πέργουλον: βλέπε Πέργομα. Πέργομα: Το Πέργαμον των παλαιῶν, ἡ Πέργαμος, ἑλληνικόν ὄνομα ἰδίως δοθέν ἀπό τόν Ὅμηρον (Ἰλιάς ω΄, 700) εἰς τήν ἀκρόπολιν τῆς Τροίας, ἀπό δέ τούς μεταγενεστέρους εἰς πᾶσαν ἀκρόπολιν. ΄Πέργαμος ἡ ἀκρόπολις τοῦ Ἰλίου΄, λέγει ο Ἡσύχιος. Ὁ δέ Φώτιος: ΄Πέργαμον τήν πόλιν οἱ Ἴωνες λέγουσιν· οἱ δέ πάντα τά ὑψηλά΄. Ἐκ τούτου καί τῶν Ἰταλῶν τό Pergamo, ὁ ἄμβων (chaire) ὅπου ἀναβαίνει ὁ Ἱεροκήρυξ νά διδάξει· ἀκόμη καί τό Pergola σημαῖνον τό αὐτό καί προσέτι τά ἀναβαίνοντα εἰς τοῖχον ἤ δένδρον κλήματα τῆς ἀμπέλου, ἡ κοινῶς λεγόμενη Κρεββατίνα και Κληματαρία ἤ Κληματερή. Πέργουλα (θηλ.), ΄ὑπερῶον΄ κατά τούς Γραικορωμαίους, οἱ ὁποῖοι καί Πέργουλον (οὐδ.) ὠνόμασαν καί τόν Ἄμβωνα

[←234]

Κατά τα Ελληνικά Πρακτικά τής συνόδου (Gill, Acta, 15) τη βούλλα ανακήρυξης τη διάβασε λατινικά όχι ο επίσκοπος τού Πόρτο αλλά ο αρχιεπίσκοπος τού Γκράντο:
«Όταν διαβάστηκε αυτό, πρόσταξαν να διαβαστεί από τον άμβωνα και η βούλλα ανακήρυξης τού μακαριότατου πάπα. Επέλεξαν λοιπόν οι Λατίνοι από τη μεριά τους τον αρχιεπίσκοπο τού Γκράντο»
(Τούτου ἀναγνωσθέντος, ὥρισαν ἵνα καί τό δεκρέτον τοῦ μακαριωτάτου πάπα ἀναγνωσθῇ ἐπ΄ ἄμβωνος. καί δή ἐκλέξαντο oἱ Λατῖνοι ἀπό τοῦ μέρους αὐτῶν τόν ἀρχιεπίσκοπον Γραδένσης).

[←235]

Ο Δωρόθεος Μυτιλήνης.

[←236]

Η παπική βούλλα Magnas Omnipotenti Deo (Παντοδύναμος Θεός). Μόνο οι καρδινάλιοι την υπέγραψαν. Κατά τον Laurent 1971: 253 σημ. 6, το κείμενο υπάρχει με λάθη στο Gill, Acta, σελ. 16-18.

[←237]

Συρόπουλος 4.49: Ἡ δέ τότε γεγονυῖα τάξις ἐν τοῖς τόποις τῶν ἀρχιερέων μέγα σκάνδαλον προὐξένησέ τισιν ἐξ αὐτῶν· ὁ μέν γάρ Ἐφέσου ἐλυπήθη ἰδών ὅπως ἐδόθη τῷ πνευματικῷ κῦρ Γρηγορίῳ ὁ τόπος τοῦ Ἀλεξανδρείας καί προκαθίσει αὐτοῦ, ἱερομόναχος ὤν, καί οὐκ ἠνείχετο, ἀλλά παρῃτεῖτο καί ὅν ἐδέξατο τόπον τοῦ Ἀντιοχείας· ὁ δ΄ αὖ πνευματικός τοῦτο γνούς, οὐκ εἰς τόν σκάμνον, ἀλλά κάτω ἐκάθισε, καί οὕτως ἐκάθισεν ό Ἐφέσου ὡς Ἀντιοχείας. πλήν ἐσκανδαλίσθη καί ὁ πνευματικός, ὅτι δι΄ αὐτόν οὐκ εὐλόγως λελύπητο ὁ Ἐφέσου καί διά τό ἀσκανδάλιστον ἴσως οὐκέτι προεκάθητο τοῦ Ἐφέσου, ἄλλοθι δέ πη καί ὡς ἔτυχεν οἷα φόρτον φέρων ἑαυτόν εἰκῇ παρέρριπτε, ταπεινούμενος τό δοκεῖν καί μή περί τόπου φροντίζων· ὅμως δ΄ ἐκ τῆς τοιαύτης φαύλης καί οὐδαμινῆς αἰτίας ἡ δεινή τῶν ἡμετέρων προέβη διαίρεσις, ἥν ὁ λόγος δηλώσει κατά καιρόν. ὁ δέ γε Κυζίκου μετά τάς ἑορτασίμους τοῦ Πάσχα ἡμέρας οἴκοθεν ἐξελθών ἄνευ μανδύου καί τήν ἀγοράν καί τάς λεωφόρους τῆς Φεραρίας διαδραμών, ἑπομένων αὐτῷ δύο καλογήρων καί τόν ἀρχιερατικόν κατεχόντων μανδύαν, οὕτως ἀνέβη εἰς τά βασίλεια καί ἐζήτει ἐμφανισθῆναι τῷ βασιλεῖ. ἰδόντες δέ αὐτόν οἱ ἄρχοντες καί ἀπαξιοῦντες αὐτῷ τήν τοιαύτην αὐτοῦ στολήν, ἠξίουν αὐτόν ἐνδύασθαι τόν μανδύαν· ὁ δέ ἔλεγεν· οὐκέτι θέλω εἶναι ἀρχιερεύς, ἐπειδή προέστη μου ὁ Μονεμβασίας, καί θέλω ἵνα ἴδω τόν βασιλέα καί ἀφήσω καί τόν μανδύαν ἐνταῦθα. ὡς δέ εἶπον αὐτῷ οἱ ἄρχοντες ὅτι· οὐ δυνήσῃ ἰδεῖν τόν βασιλέα, ἀγανακτεῖ γάρ καί οὐδ΄ ἡμεῖς εἴδομεν αὐτόν, ἐκεῖνος ἐπετίθετο καί μή έξελεύσεσθαι τῶν βασιλείων, εἰ μή ἴδοι αὐτόν. ἠναγκάσθησαν οὖν οἱ ἄρχοντες, καί μετά πολλῆς ἀξιώσεως καί παρακλήσεως καί λόγων συμβουλευτικῶν καί ὑποσχέσεων, ὅτι δι΄ ἐπιμελείας αὐτῶν γενήσεται καί εἰς αὐτόν ἡ ἀνήκουσα θεραπεία παρά τοῦ βασιλέως, ὀψέ καί μόλις ἐδυσώπησαν αὐτόν καί ἀπῆλθε οἴκαδε ἄνευ μέντοιγε τοῦ μανδύου. τοιαῦτα προοίμια παρέσχεν ἡμῖν ἡ οἰκουμενική συνοδική ἀνακήρυξις τῆς μελετωμένης ἑνώσεως· ἀντί γάρ τοῦ καί μετά τῶν διαφερομένων ἀρχήν ἑνώσεως ἐμβαλεῖν, ἡ δέ καί ἡμῖν αὐτοῖς μᾶλλον ἀρχήν σχισμάτων παρέσχε καί διαστάσεων.

error: Content is protected !!
Scroll to Top