Σημειώσεις Κεφαλαίου 11

Σημειώσεις Κεφαλαίου 11

[←1]

Συρόπουλος 11: Τμῆμα ΙΑον. Ἐν ᾧ περί τῆς εἰς Βενετίαν ἀναστροφῆς ἡμῶν καί ὅπως ἐλειτουργήσαμεν ἐν τῷ ναῷ τοῦ ἁγίου Μάρκου ἀξιώσει τοῦ δούκα καί προστάξει καί ἐπιθέσει τοῦ βασιλέως, καί ὅπως ἐπανήλθομεν οἴκαδε, καί περί τινων γεγονότων ἐν τῇ ἐπανόδῳ ἡμῶν. ἀπομνημονευμάτων ια.

[←2]

Συρόπουλος 11.1: Ὁ μητροπολίτης Κυζίκου κῦρ Μητροφάνης, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας πάνυ καλῶς ἐν τῇ μοναχικῇ διαπρέψας πολιτείᾳ καί τοῦ ἐναρέτου ἀντιποιούμενος βίου καί καλῶς ἑαυτόν εἰς ταῦτα ῥυθμίσας, μέγα κλέος παρά πᾶσιν ἐκτήσατο, καί ἐσέβοντο καί ἐτίμων αὐτόν πάντες, ὡς σεβάσμιον καί θεῖον καί ἐνάρετον ἄνθρωπον· ἀλλ΄ ὁ τοιοῦτος μετά θάνατον τοῦ πατριάρχου ἐψιθυρίζετο παρά τινων τῶν τοῦ βασιλέως οἰκιακῶν καί ἐσαίνετο τῇ εἰς τό πατριαρχεῖον ἀνόδῳ, ἔτι ὤν ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ, καί οὕτως εἰς τά βασιλικά θεσπίσματα ὑπεσύρετο. ὅτε τοίνυν παρεσκευάζετο καί οὗτος ἐξελθεῖν ἐκ τῆς Φλωρεντίας μετά καί ἑτέρων ἀρχιερέων, εἶχε μέν τό μέγα σχῆμα, ὅ περιετίθετο, ἀπῃωρημένον ἄνωθεν τοῦ ἰδίου κοιτωνίσκου, εἶχε δέ καί τήν τῶν θείων μυστηρίων παρακαταθήκην ἐν ἰδίῳ τόπῳ πεφυλαγμένην. τά οὖν ἐνδύματα καί τά χρειώδη ὅσα εἶχον μικρά τε καί μεγάλα συστέλλοντες καί διευθετοῦντες οἱ καλόγηροι αὐτοῦ, ἐξέβαλον πάντα καί παρεδίδουν εἰς φορτία, τό δέ σχῆμα καί ἡ παρακαταθήκη γεγόνασιν ἀφανῆ ἐκ τοῦ τόπου, οὗ ἀπῃώρηντο, καί πολλά ζητήσαντες καί πάντα τά ἐν τῇ οἰκίᾳ ἀνερευνήσαντες καί ἀναμοχλεύσαντες καί πάνυ μογήσαντες ἐντός τε καί ἐκτός, οὐ μόνον οἱ καλόγηροι, ἀλλά καί αὐτός ὁ Κυζίκου οὐδέν τῶν δηλωθέντων εὑρεῖν ἠδυνήθησαν. ἦν οὖν παράδοξον καί ὡς τέρας ἐσημειώθη παρά τινων, ὅτι οὐδέν ἄλλο ἀπώλετω τῶν δυναμένων καί εἰς ἀργύρια ἱκανά καί εὐκόλως διαπραθῆναι, ἀλλ΄ ἤ ταῦτα μόνα τιμιώτατα μέν ὄντα καί αὐτά, μᾶλλον δέ ὑπέρτιμα, μήτε δέ ὅμως εἰς πρᾶσιν ἐπιτήδεια, μήτε εἰς χρῆσίν τινα τοῖς ἐκεῖσε ἤ ἄλλοις ἐσόμενα, καί ταῦτα μηδενός ἐξωτερικοῦ εἰσελθόντος τῷ τότε ἐν τῇ οἰκίᾳ· διό καί ἀπειρηκότες ἀπεδήμησαν, μήτε αὐτοί μήθ΄ ἕτεροί τινες ὕστερον εὑρεῖν τι δυνηθέντες τῶν εἰρημένων.

[←3]

Πέρα από αυτά που αναφέρει εδώ ο συγγραφέας για τον μητροπολίτη Μητροφάνη τίποτε δεν είναι γνωστό, εκτός από το ότι ήταν παρών στις 17 Φεβρουαρίου 1421 ή 1436 σε πράξη πώλησης. Σύμφωνα με τον Σχολάριο, Œuvres, IV, 510, ἐπατριάρχευσε δι΄ ἁπλότητα και θα είχε εγκαταλείψει την Ένωση, αν δεν τον εμπόδιζαν οι υποστηρικτές του, οι Λατίνοι (Laurent 1971: 522 σημ. 1).

[←4]

Στο κείμενο μέγα σχῆμα. Μεγάλο μαύρο ωμοφόριο, με κεντημένα πάνω του σύμβολα τού θείου πάθους και διάφορες επιγραφές. Το φορoύσε όποιος γινόταν μεγαλόσχημος μοναχός. Ο Μητροφάνης, όπως και οι περισσότεροι Βυζαντινοί επίσκοποι, ήταν μοναχός και ήταν φυσιολογικό να έχει αυτό το ρούχο στις αποσκευές του. Ο Creyghton 1660: 312, θεωρεί ότι το μέγα σχῆμα είναι πολυτελείς κουρτίνες που πλαισιώνουν το κρεβάτι τού μητροπολίτη (cum magnam lautitiem haberet in velamentis ac cortinis, quae a summo laqueari lecto suo circumfundebantur).

[←5]

Συρόπουλος 11.2: Καί ὅτε ἐγγύς τῆς Βενετίας ἐγένοντο, ἔνθα καί ὀλίγη θάλασσα τῇ ἰλύϊ ἐπιπολάζει, εἷς τῶν ἐν τῷ πλοίῳ ναυτῶν, ἐν ᾧ καί ὁ Κυζίκου παρῆν, ἱστάμενος ἐπί τῆς ἀκάτου, ὡς ἔθος τοῖς Λατίνοις, καί τήν κώπην ἐρέττων, ὀλισθήσας ἔπεσεν ἐν τῇ θαλάσσῃ καί ἐγένετο ἀφανής, καί ἀκριβῶς ἐρευνησάντων τῶν λοιπῶν ναυτῶν οὐδαμῶς εὑρεῖν αὐτόν ἠδυνήθησαν. ἠπόρησαν οὖν εἰς τοῦτό τινες, πῶς καί ἄλλων πολλῶν πλοίων ὄντων σύν αὐτῷ, οὐ γέγονε τοῦτο τό σύμπτωμα ἐν ἑτέρῳ, εἰ μή ἐν ᾧ ηὑρίσκετο ὁ Κυζίκου. ὅμως συνηθροίσθημεν πάντες εἰς τήν Βενετίαν καί ἐξεδεχόμεθα τόν βασιλέα· πρό ἡμῶν δ΄ ἐν αὐτῇ παρεγένετο ὁ φυγάς Σταυρουπόλεως καί ἐφυλάχθη παρά τοῦ δεσπότου· ἤκουσαν γάρ τινες τῶν Λατίνων ὅτι οὐ στέργει τήν ἕνωσιν καί ἤθελον διαχειρίσασθαι αὐτόν.

[←6]

Που είχε φτάσει στη Βενετία την 1η Ιουλίου (Laurent 1971: 524 σημ. 1).

[←7]

Συρόπουλος 11.3: Ὁ δέ Κυζίκου κατέλυσεν ἐκεῖσε εἰς μοναστήριον. ἐν κυριακῇ οὖν τῆς πρό τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως, προσλαβόμενος καί τέσσαρας ἐκ τῶν ἡμετέρων, ἐλειτούργησεν εἰς τό κελλίον ἐν ᾧ κατῴκει, καί ἀνεκήρυξε καί τό τοῦ πάπα μνημόσυνον· προσεκαλέσατο δέ καί τούς ἐν τῇ αὐτῇ μονῇ λατινομονάχους, ἵν΄ ἴδωσι λειτουργίαν φιλότιμον, οἵ καί ἀπεδέξαντο ἰδόντες αὐτήν, καί εἶπον ὅτι· ἡμεῖς ἑορτάζομεν ἐν τῇδε τῇ μονῇ τήν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου. ζητοῦμεν μέν οὖν καί ἀξιοῦμεν τήν σήν ἁγιότητα, ἵνα συμπαραλαβών καί τούς λοιπούς ἱερεῖς καί διακόνους, ὅσους ἔχετε, λειτουργήσῃς εἰς τό μέσον καί μέλλομεν ἑτοιμάζειν ὑμῖν καί τράπεζαν. ὁ δέ συνέθετο τοῦτο ποιῆσαι. ἀκούσαντες δέ ταῦτα οἱ λοιποί ἀρχιερεῖς ἐδυσχέραινον λέγοντες· ἡμῶν μή ἐχόντων πατριάρχην, πῶς ἐμνημονεύθη ὁ πάπας; πόθεν δέ εἶχεν ὁ Κυζίκου τήν ἄδειαν; ἤ τί ἠνάγκασεν αὐτόν ἵνα τοῦτο ποιήσῃ; καί ἐβούλοντο κωλῦσαι καί ἐπιπλῆξαι αὐτόν ἀδελφικῶς. προέλαβε δέ ὁ δεσπότης ὁ ὀρθοδοξότατος καί συνέστειλεν αὐτόν· προσελθόντος γάρ αὐτῷ τοῦ Κυζίκου ἀναγγεῖλαι τό γεγονός καί βουλεύσασθαι καί περί τῆς εἰς τό ἑξῆς λειτουργίας, ὁ δεσπότης δέ εἶπεν αὐτῷ· καλόν ἦν ὅ ἐποίησας, δέσποτα; καί οὕτως ἔδει ποιῆσαι ἀρχιερέα γέροντα καί καλόν ἄνθρωπον; πρῶτον μέν οὐκ εἶχες λόγον εἰς τοῦτο παρά τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ μου· εἶτα οὔτε πατριάρχην ἔχομεν, ἵνα πράττητε μετ΄ ἐκείνου τά ἐκκλησιαστικά. πόθεν οὖν εἶχες τήν ἄδειαν ἵνα μνημονεύσῃς τόν πάπαν; εἰσίν ἐνταῦθα καί ἕτεροι ἀρχιερεῖς καί πρῶτοι καί τίμιοι καί αἰδέσιμοι, καί ὥσπερ οὐδέ ἐκεῖνοι ἐποίησάν τι, οὕτως οὐδέ σε ἔδει ποιῆσαι. διά τοῦτο μήδε εἰς τό ἑξῆς ποιήσῃς τι.

[←8]

Συρόπουλος 11.4: Μετά ταῦτα ἦλθεν ὁ βασιλεύς εἰς τήν Βενετίαν τῇ ἕκτῃ τοῦ σεπτεμβρίου, συνεπαγόμενος μεθ΄ ἑαυτοῦ καί τόν Ἐφέσου· ἐκράτησε γάρ αὐτόν ἐκεῖσε καί ἀνέπαυσε καί ἐν τῇ ὁδῷ καί εἰς τήν Βενετίαν διέσωσεν· εἶτα καί εἰς τό ἴδιον ἐμβιβάσας κάτεργον δι΄ ἀσφάλειαν καί ἀνάπαυσιν αὐτοῦ, οἴκαδε ἐπανήγαγε. τό δέ κάτεργον τό βασιλικόν εὐτρεπιζόμενον ἀπηρτίσθη, καί τῇ τρίτῃ καί δεκάτῃ τοῦ σεπτεμβρίου, ἡμέρᾳ σαββάτῳ, ἐποίησαν ἁγιασμόν εἰς τό κάτεργον καί εἵλκυσαν αὐτό εἰς τήν θάλασσαν ἐντός τοῦ ἀρσανᾶ. κατ΄ ἐκείνην δέ τήν νύκτα ἐγένετο πυρκαϊά ἐν τῷ ἀρσανᾷ, ἐν ᾧ οἰκήματι ἐτεκταίνετο τά βέλη, καί ἐνεπρήσθησαν οἰκήματα τρία μετά τῶν ἐντός αὐτῶν ὅπλων καί κάτεργα τρία γενουϊτικά μετά τῶν σκεπαστῶν αὐτῶν, ἅ ἔλαβόν ποτε ἐκ τῆς γλόντζας ναυμαχήσαντες, καί ἵσταντο ἀργά ἐπέκεινα τῶν ἑπτά χρόνων δι΄ ἔνδειξιν μόνον, καί εἰ μή γνούς τήν πυρκαϊάν ὁ Ἡρακλείας ἐδήλωσε τοῖς ἐν τῷ ἀρσανᾷ, ὡς οἰκῶν ἐγγύς, μεγίστη ἄν ἐγεγόνει ζημία. ὁ δέ βασιλεύς διαυγαζούσης τῆς τετάρτης καί δεκάτης τοῦ σεπτεμβρίου ἀπῆλθεν εἰς τήν Πάτουβαν θεωρίας χάριν καί τέρψεως μήτε διά τό τῆς κυριακῆς αἰδέσιμον, μήτε διά τήν ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ δυσωπηθείς περιμεῖναι, μήτε τῇ ζημίᾳ τῶν Βενετίκων ἐπικαμφθείς· ὑπέστρεψε δέ μετά δύο ἡμέρας καί περιέμενεν ἡμέρας πολλάς, μέχρις ἄν ἀπαρτισθῶσι τά κάτεργα.

[←9]

Ο δόγης (Φραντσέσκο Φόσκαρι) βγήκε από τη Βενετία πάνω στον Μπουσιντόρο, για να συναντήσει τον αυτοκράτορα στο νησί τού Σαν Κλεμέντε, ανάμεσα στο Λίντο και τη Τζουντέκα. Πήγε σε αυτό το μέρος με επίπεδη βάρκα, ανέβασε τον αυτοκράτορα στο πλοίο πέρα από το Μαλαμόκο και τον πήγε στο νησί τού Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, όπου θα διέμενε. Αυτή τη φορά ο καιρός ήταν πολύ όμορφος, ήταν γιορτινός και ήταν Κυριακή! (Laurent 1971: 525 σημ. 3)

[←10]

Η Ενετική Σινιορία είχε πάρει από την 1η Αυγούστου μέτρα, για να επισπεύσει τον εξοπλισμό των πλοίων που θα έπαιρναν τούς Γραικούς πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Τον στόλο τής επιστροφής αποτελούσαν η αυτοκρατορική γαλέρα, δύο ελαφρές γαλέρες που είχαν ναυλωθεί από τούς εκπροσώπους τού πάπα και οι γαλέρες τής Ρωμανίας. Ο στόλος έπρεπε να μεταφέρει τον αυτοκράτορα στη Λήμνο και να παραμείνει εκεί τρεις ή τέσσερις ημέρες, για να τον τιμήσει και να παρέχει ασφάλεια. Καθώς σε κάθε πλοίο μπορούσαν να επιβιβαστούν εκατό Γραικοί πέρα από τα εμπορεύματα, οι επτακόσιοι άνθρωποι που έπρεπε να επαναπατριστούν είτε θα επιβιβάζονταν και σε άλλα πλοία είτε θα ακολουθούσαν τη χερσαία διαδρομή (Laurent 1971: 525 σημ. 4).

[←11]

Στο κείμενο ἀρσανάς, από την ενετική λέξει αρσενάλε. Ο ναύσταθμος (αρσενάλε) τής Βενετίας καταλαμβάνει το ανατολικό άκρο τού νησιού, στην περιοχή Καστέλλο (Φρούριο) τής πόλης.

[←12]

Στο κείμενο γλόντζα: Η Κιότζα (Chioggia) μεταξύ Βενετίας και εκβολών Πάδου στην Αδριατική. Το λατινικό της όνομα ήταν Κλόντια (Clodia). Το όνομα Γλόντζα (Κλότζα;), που χρησιμοποιεί ο Συρόπουλος, ίσως αποτελούσε μεταβατική ονομασία, ύστερα από τη λατινική και πριν από τη σύγχρονη.

[←13]

Στον Πόλεμο τής Κιότζα μεταξύ Γένουας και Βενετίας η πόλη κατακτήθηκε αρχικά από τούς Γενουάτες (1378), αλλά τελικά επικράτησαν οι Ενετοί (1381) καταλαμβάνοντας και γενουάτικα πλοία στο λιμάνι της. Τα μεταπολεμικά ζητήματα ρυθμίστηκαν με τη συνθήκη τού Τορίνο (1382), στα πλαίσια τής οποίας ο τερματισμός τής σύγκρουσης μεταξύ των δύο ναυτικών κρατών προέβλεπε επίσης για την ελληνική Τένεδο την ανάλγητη καταστροφή και ερήμωση τού νησιού. Τα γενουάτικα λοιπόν πλοία που υπήρχαν στον ναύσταθμο (αρσενάλε) τής Βενετίας ως εκθέματα και αναμνηστικά τής νίκης αυτής, δεν πρέπει να βρίσκονταν εκεί απλώς «περισσότερο από επτά χρόνια», όπως γράφει ο Συρόπουλος, γιατί το 1439 απέχει τουλάχιστον πενήντα χρόνια από τον Πόλεμο τής Κιότζα (1378-1381).

[←14]

O Jorga, Notes, III, σελ. 48, σημ. 2, λέει στις 12 Σεπτεμβρίου και διευκρινίζει ότι αφού πέρασε μέσω τής Πάδουας για να κυνηγήσει στην περιοχή τού Τρεβίζο, επέστρεψε στις 15 τού μηνός (Laurent 1971: 527 σημ. 3).

[←15]

Στο κείμενο Πάτουβα, η σημερινή Πάντοβα, 50 περίπου χιλιόμετρα δυτικά τής Βενετίας.

[←16]

Κατά τον Laurent 1971: 527 σημ. 4, ο Συρόπουλος κάνει λάθος, Το 1439 η 14 Σεπτεμβρίου έπεφτε Τρίτη, όχι Κυριακή (το Πάσχα ήταν στις 5 Απριλίου).

[←17]

Συρόπουλος 11.5: Μεταξύ δέ τῶν ἡμερῶν ἐζήτησεν ὁ δούξ τόν βασιλέα, ἵνα λειτουργήσωσιν οἱ ἡμέτεροι εἰς τόν ἅγιον Μάρκον, ὡς ἄν ἴδῃ καί αὐτός τήν ἡμετέραν λειτουργίαν. καί ἴσως εἶχε μέν καί ὁ δούξ τοῦτο δι΄ ἐφέσεως· τό δέ πλέον ἦν ὑποβολή τῶν ἡμετέρων, ἵν΄ ὠθήσωσι καί τούς ἀηδῶς διατεθέντας ἐπί τῇ ἑνώσει καί μή προθύμως αὐτήν δεξαμένους λειτουργῆσαι ἐν λατινικῷ ναῷ. καί ἐπένευσεν ὁ βασιλεύς τοῦτο γενέσθαι· εἶτα βουλεύσατο περί τούτου μετά τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου, εἰ ἄρα προσήκει τούς ἀρχιερεῖς λειτουργῆσαι πάντας ὁμοῦ ἤ ἕνα ἀρχιερέα μετά τριῶν ἤ τεσσάρων ἱερέων καί διακόνων. εἶπεν οὖν ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος· τό μέν λειτουργῆσαι πέντε ἤ ἕξ ἐν μεγάλῳ ναῷ καί τοσούτῳ πλήθει ἀνθρώπων οὐ φανεῖται ἔνδοξον· χρή δέ γενέσθαι τήν λειτουργίαν ἡμῶν ἔνδοξον καί περίφημον. πάλιν δέ τό λειτουργῆσαι πάντας οὐ διασώσει ἡμῖν τό τίμιον· πολλοί γάρ εἰσι, καί ἐν τοῖς πολλοῖς εἰσι καί τινες ἀπρόσεκτοι καί οὐκ εἰδότες εὐτακτεῖν ἐν τῇ λειτουργίᾳ· οἱ δέ Λατῖνοί εἰσι πεπαιδευμένοι καί πᾶσαν εὐταξίαν καί εὐλάβειαν τηροῦσιν ἐν αὐτῇ. εἰ οὖν τις τῶν πολλῶν ποιήσει ἀπρόσεκτόν τι καί ἀπᾷδον, εἰς πάντας ἀναδραμεῖται τό ἔγκλημα, καί ἀντί ἐπαίνου καί τιμῆς προξενήσομεν ἑαυτοῖς ὄνειδος καί ἀτιμίαν. διά τοῦτο προσήκει ἵνα λειτουργήσωσι δέκα ἐκ τῶν ἀρχιερέων, δύο ἐκ τῶν ἀρχόντων τῶν σταυροφόρων οἱ εὐλαβέστεροι καί αἰδεσιμώτεροι καί οἱ λοιποί ἄρχοντες τῆς ἐκκλησίας οἱ ὀφφικιάλιοι καί ἐκ τῶν ἱερομονάχων καί πρεσβυτέρων οἱ εὐλαβέστεροι, καί οὕτω γενήσεται ἡ λειτουργία ἡμῶν ἔνδοξος καί περιφανής.

[←18]

Συρόπουλος 11.6: Ἀπεδέξατο αὐτά ὁ βασιλεύς καί εἶπεν αὐτῷ ἵνα ἐκλέξηται καί τά πρόσωπα. παρέδραμεν οὖν τῶν ἀρχιερέων ὅσους οἶδεν αὐτομολήσαντας εἰς τήν ἕνωσιν καί προθύμως στέργοντας αὐτήν, καί οὔτε Ῥωσίας, οὔτε Κυζίκου ἐμνήσθη, οὔτε Νικαίας, οὔτε Μιτυλήνης, οὔτε τινός τῶν ὁμοίων· ἐξελέξατο δέ ὅσους οἶδεν ὑπογράψαντας μέν, μεταμελουμένους δέ καί ἀντιβαίνοντας, οἷον τόν Ἡρακλείας, εἰδώς αὐτόν ἄκοντα ὑπογράψαντα καί μηδέ φορέσαντα ἐν τῇ ἑνώσει, ὁμοίως καί τόν Ἀγχιάλου καί ἄλλους τοιούτους· εἶτα ἐκ τῶν ἀρχόντων τῶν σταυροφόρων ἀπεδοκίμασε τόν μέγαν σακελλάριον ὡς γέροντα καί δυσειδῆ καί κακόφωνον καί ἀνάρμοστον εἰς τό εὐαγγελίσασθαι καί ὅτι ἀρκοῦσα φροντίς αὐτῷ ἡ τῶν ἱερῶν σκευῶν, ὅτι κατεῖχεν αὐτά· ὁμοίως καί τόν μέγαν σκευοφύλακα ὡς λίαν διακεχυμένον καί ἀστειευόμενον καί γελῶντα, τότε δέ καί βήχοντα καί πτύοντα πάνυ. ὁ δέ μέγας χαρτοφύλαξ, ἔφη, καί ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης εἰσίν εὐλαβεῖς καί αἰδέσιμοι καί εὔστολοι ἀνθρωποι καί λειτουργησάτωσαν καί τινες τῶν ἐφεξῆς ἀρχόντων τοιοῦτοι. ἡ ἐπίνοια δέ αὐτοῦ πᾶσα ἦν περί τοῦ Ἡρακλείας καί τοῦ Ἀγχιάλου καί περί ἡμῶν τῶν δύο, ἵνα μή ἔχωμεν ἀποφυγήν.

[←19]

Ο Ισίδωρος Κιέβου έφυγε από τη Φλωρεντία στις 6 τού μηνός και έφτασε στη Βενετία στις 15 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που ο αυτοκράτορας επέστρεψε από την εκδρομή του. Η βυζαντινή λειτουργία στον Άγιο Μάρκο έγινε Κυριακή (βλέπε κεφ. ια’, παρ. 9). Έγινε επομένως στις 20 ή 27 Σεπτεμβρίου (Laurent 1971: 527 σημ. 5).

[←20]

Ο Βησσαρίων βρισκόταν ακόμα στη Φλωρεντία στις 13 Αυγούστου (βλέπε πιο πάνω, σημ. 67 κεφαλαίου ι’). Θα έφτανε στη Βενετία μέσω Βερόνα, μαζί με άλλους φιλο-ενωτικούς αρχιερείς όπως ο Μυτιλήνης Δωρόθεος (Laurent 1971: 527 σημ. 6).

[←21]

Σχετικά με αυτό το θέμα, δείτε την μετά τη σύνοδο στάση των μητροπολιτών και άλλων βυζαντινών αρχιερέων που ήσαν παρόντες στη Φλωρεντία, στον Σχολάριο, Œuvres, III, σελ. 194, 195 (Laurent 1971: 529 σημ. 1).

[←22]

Συρόπουλος 11.7: Ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς καί ἔγραψαν ἐν καταστίχῳ ὅσους ἐξελέξατο ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος· εἶτα ὥρισε καί συνήχθησαν εἰς τό παλάτιον οἱ ἐκλεγέντες ἀρχιερεῖς καί ὁ μέγας χαρτοφύλαξ μετ΄ αὐτῶν. εἶπεν οὖν ὁ βασιλεύς πῶς διεμηνύσατο ὁ δούξ καί ἠξίωσεν ἵνα λειτουργήσωσιν οἱ ἡμέτεροι εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Μάρκου. ἐφάνη οὖν καλόν καί ἐξελεξάμεθα ὑμᾶς, ἵνα λειτουργήσετε. γινώσκετε οὖν τοῦτο ἀπό τοῦ νῦν καί ἑτοιμάσθητε ἵν΄ αὔριον λειτουργήσετε. εἶπεν οὖν ὁ Ἡρακλείας, ὅτι· ἐγώ οὐδέν δύναμαι ἵνα λειτουργήσω, καί παρακαλῶ συμπάθησόν μοι. καί εἶπεν ὁ βασιλεύς· λειτούργησον, νά σωθῇς. ὁ δέ εἶπεν· ἀσθενής εἰμι καί οὐ δύναμαι. καί ὁ βασιλεύς ἔφη· δύνασαι, καί ζητῶ ὡς ζήτημα ἵνα λειτουργήσῃς. ὁ δέ εἶπεν· ἀγανακτῶ τήν κεφαλήν μου, καί εἰ ἀσκεπῆ καταλείψω ταύτην, εὐθὐς εἰμι ἀσθενής. καί ὁ βασιλεύς ἔφη· λειτούργησον καί ἔσο ἐσκεπασμένος. ὁ δέ εἶπεν· οὐ προσήκει τοιοῦτόν τι γενέσθαι ἐπί παρουσίᾳ τοῦ δουκός καί τῶν Λατίνων, οἵ περιεργάζονται ἀκριβῶς καί μέμφονται τά τοιαῦτα. καί ὁ βασιλεύς· χρεία ἐστίν ἵνα λειτουργήσῃς καί λειτούργησον. ὁ δέ εἶπε· τίς ἀνάγκη ἐπεί ἀγανακτῶ; λειτουργησάτω ὁ Τραπεζοῦντος ἤ ἕτερος ὁ ὤν ὑγιής. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· ἄφες τούς λόγους· σύ γάρ θέλεις λειτουργήσειν. εἶτ΄ ἀπέβλεψε πρός τούς ἄλλους καί κατένευσαν. ὁ δέ Ἀγχιάλου εἶπεν· οὐκ ἔχω ἀλλαγήν· διό οὐδέ λειτουργήσω. καί εἶπεν ὁ βασιλεύς· ζήτησον ἀφ΄ ἑτέρου καί λειτούργησον. ὁ δέ εἶπεν· οὐ θέλω, ἵνα ἐντρέπωμαί τινα ἐν οἷς οὐκ ἔχω χρείαν. καί ὁ βασιλεύς ἔφη· ἀλλ΄ ὁρίσομεν ἡμεῖς καί εὑρήσουσί σοι ἀλλαγήν. ὁ δέ Ἀγχιάλου εἶπε· καί οὐκ ἔστι κάλλιον ἵνα λειτουργήσῃ ὁ ἔχων ἀλλαγήν καί μέλλων μοι δανείζειν αὐτήν, παρό ἐμέ τόν μή ἔχοντα, μηδέ ἀποδεχόμενον δανεισθῆναι; καί ἐπί τούτοις ἐξῆλθον.

[←23]

Κοινή έκφραση τής εποχής. Βλέπε πιο πάνω, κεφ. ζ’, παρ. 6 και 17.

[←24]

Συρόπουλος 11.8: Ὁ δέ βασιλεύς διεμηνύσατο καί τοῖς μή παρατυχοῦσιν ἐκεῖσε ἵνα λειτουργήσωσιν ἀπαραιτήτως. ὁ δέ Ἡρακλείας στενοχωρούμενος παρεγένετο εἰς τά πρόπυλα τοῦ ἁγίου Μάρκου· μετεκαλέσατο δ΄ ἐκεῖσε τόν μέγαν χαρτοφύλακα καί εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εὗρον κώλυμα κανονικόν δι΄ οὗ ἐκφεύξομαι τό λειτουργῆσαι· ὥρισε γάρ ὁ βασιλεύς ἵνα λειτουργήσῃ καί ὁ Λακεδαιμονίας. αὐτός οὖν περιπέπτωκεν ἐγκλήματι κανονικῷ καί περιέστησα ἵνα μηδέν συλλειτουργήσω αὐτῷ. διό ἐφάνη μοι καλόν, ἵνα σοι εἴπω καί ἀναφέρῃς τοῦτο τῷ βασιλεῖ καί ὁρίσῃ ἵνα λειτουργήσῃ ἄλλος ἀντ΄ ἐμοῦ. ἀξιῶ οὖν, ἄπελθε δι΄ ἐμέ εἰς τόν βασιλέα καί ἀνάφερε ταῦτα. ἔφη δέ ὁ μέγας χαρτοφύλαξ· αὐτός μᾶλλον ἄπελθε καί ἀνάφερε ταῦτα. καί εἶπεν ὁ Ἡρακλείας· λοιπόν ἐλθέ καί σύ μετ΄ ἐμοῦ. ἀπῆλθον οὖν ὁμοῦ, καί ἀνενεγκόντος τοῦ Ἡρακλείας ταῦτα, εἶπεν ὁ βασιλεύς· οὐ φαίνεταί μοι καλόν ἵνα μηδέν συλλειτουργήσῃς αὐτῷ πρό τῆς ἐξετάσεως καί τῆς κρίσεως. λειτούργησον οὖν κατά τό παρόν, καί ὕστερον μέλλετε ἐξετάζειν τά τοιαῦτα. ὁ δέ εἶπεν, ὅτι· φανερώτατόν ἐστι τό ἔγκλημα αὐτοῦ· ἐχειροτόνησε γάρ παπᾶν φονέα τόν φονεύσαντα ἐν τῇ Ῥόδῳ Μιχαήλ τόν Κορέσην, ὄθεν καί οὐκ ἐᾶ με τό συνειδός συλλειτουργῆσαι αὐτῷ. ἔφη δέ ὁ βασιλεύς· λοιπόν ἡμεῖς παύσομεν ἐκεῖνον καί ἐξοικονομήσομεν ἵνα λειτουργήσῃ ἕτερος ἀντ΄ ἐκείνου· καί σύ λειτούργησον ἀκωλύτως. ὁ δέ εἶπεν· ἐπεί ἐδέξατο ἐκεῖνος τόν ὁρισμόν σου καί περιέστη ἵνα λειτουργήσῃ, οὐ προσήκει ἵνα ἐμποδισθῇ. μᾶλλον ὅρισον ἄλλον ἀντ΄ ἐμοῦ, ἐπει ἐγώ εἰμι ἀσθενής καί εὑρέθη καί ὁ ἐμποδισμός οὗτος. ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· τοῦτο ἔσται εἰς ἐμέ καί εἰσάξω ἄλλον ἀντ΄ ἐκείνου, ὡς οἶδα· σύ δέ λειτούργησον. ἐξῆλθε δέ καί οὕτως ὁ Ἡρακλείας μή κατανεύσας.

[←25]

Συρόπουλος 11.9: Τῇ δ΄ ἐπιούσῃ ἅμα πρωΐ, ἥτις ἦν κυριακή, ἐμήνυσεν ὁ βασιλεύς τῷ Ἡρακλείας ἵν΄ ἀπέλθῃ εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Μάρκου καί λειτουργήσῃ, καί πάλιν ὡς ἐν βραχεῖ διεμηνύσατο, ὅτι· εἰ μή λειτουργήσεις σύ ὡς πρῶτος, οὐ λειτουργήσει ἕτερος ἀντί σοῦ. μετά τήν τοσαύτην οὖν ἔνστασιν ἀπῆλθε καί μή βουλόμενος καί ἐλειτούργησεν· ὁμοίως δέ καί ἡμεῖς, ἰδόντες τήν ἐπίθεσιν τοῦ βασιλέως ἀπαραίτητον. ἐλειτουργήσαμεν οὖν, παρόντος τοῦ δεσπότου καί τοῦ δουκός καί ἱσταμένων ὁμοῦ (ὁ βασιλεύς γάρ οὐ παρῆν ἐν τῇ λειτουργίᾳ), καί ἀπεδέξατο ὁ δούξ καί οἱ μετ΄ αὐτοῦ ἄρχοντες τήν τάξιν τῆς ἱερουργίας ἡμῶν· εἰ δέ καί τινες διασύρουσιν ἡμᾶς, ὡς ἐν λατινικῷ ναῷ λειτουργήσαντας, μάτην ἡμᾶς μέμφονται· ἐλειτουργήσαμεν γάρ εἰς ἡμέτερον ἀντιμίνσιον καί εἰς ἡμέτερα ἱερά σκεύη, ὥσπερ ἐλειτουργοῦμεν καί εἰς οἰκίας λατινικάς, καί ἐπληρώσαμεν ἀκριβῶς πᾶσαν τήν ἐκκλησιαστικήν ἡμῶν τάξιν καί μεταχείρισιν· καί εἶπε καί τό ἅγιον σύμβολον ὁ ὑπομνηματογράφος ἄνω εἰς τό πέργουλον μεγαλοφώνως ἄνευ τῆς προσθήκης, καί οὐδέ ὁ πάπας ἐμνημονεύθη ἐκεῖσε. οἶδεν οὖν ὁ Θεός ὁ τά πάντα ἐφορῶν, ὅτι πάντα οὕτω προέβησαν ὡς ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσε, καί οὐ παραλλάσσω τι τῶν γεγονότων ἐκεῖσε, οὐδέ ἄλλο τι παρά τήν ἀλήθειαν ἐν τῷδε συγγράφομαι τῷ συντάγματι.

[←26]

Αντιμίνσιον: Ύφασμα που τοποθετούσαν σε μη καθαγιασμένο ιερό και ήταν απαραίτητο για τη διεξαγωγή τής λειτουργίας. βλέπε σημ. 71 κεφαλαίου δ΄.

[←27]

Συρόπουλος 11.10: Μετά ταῦτα ἐπετέθη τῷ βασιλεῖ ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος, ἵνα ποιήσῃ μνημόσυνον τῷ πατριάρχῃ. τῶν μέν οὖν πεντακοσίων φλωρίων τῶν εὑρεθέντων ἐν τῷ πατριαρχικῷ κελλίῳ τῶν μέν καταναλωθέντων εἴς τε κηδείαν καί εἰς τό πρῶτον μνημόσυνον καί εἰς τόν τάφον ἐκείνου, τῶν δ΄ ἐναπολειφθέντων εἴς τε ἀγοράς κυνῶν καί εἰς τάς διατροφάς αὐτῶν, μόνον δέ τῶν ἐνδυμάτων τοῦ πατριάρχου ἱσταμένων, ὥρισε καί ἐπωλήθησαν καί αὐτά καί ἐξ αὐτῶν ἔδωκαν φλωρία τῷ μεγάλῳ πρωτοσυγκέλλῳ καί ἐποίησε μνημόσυνον. πάλιν δέ ὁ αὐτός συνέταξε τούς λειτουργήσοντας, πρῶτον δέ τόν Τραπεζοῦντος, ὅς καί ἅπαξ καί δίς ἀπηγόρευσε τοῦτο· ὅμως ἐπιτεθέντος τοῦ βασιλέως, ἐπείσθη. ἐφορέσαμεν οὖν εἰς τόν ναόν τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Γεωργίου. καί ψαλλομένου τοῦ μνημοσύνου μεταξύ τοῦ Ἀμώμου, ἦλθον λατινεπίσκοπος καί λατινοϊερομόναχοι ὀκτώ, καί φορέσαντες καί αὐτοί ἵσταντο μεθ΄ ἡμῶν, κατέχοντες καί αὐτοί κηρία ὁμοίως ἡμῖν. μετά δέ τό τέλος τοῦ Ἀμώμου καί τοῦ κανόνος εἶπον καί αὐτοί μυστικήν εὐχήν καθ΄ ἑαυτούς, καί ἀρξαμένης τῆς λειτουργίας, ἐν τῇ πρώτῃ εἰσόδῳ εἰσώδευσαν κἀκεῖνοι μεθ΄ ἡμῶν καί ἵσταντο ἐντός τοῦ βήματος ὁρῶντες μόνον· καί γενομένου τοῦ ἀσπασμοῦ, ἠσπάσαντο κἀκεῖνοι ἀλλήλους, καί οὕτως ἐτελέσθη ἡ λειτουργία. κατεσκευάσθη δέ καί τοῦτο παρά τοῦ μεγάλου πρωτοσυγκέλλου· ἐκεῖνος γάρ ἠνάγκασέ τινας μή λειτουργήσαντας ἐν τῇ εἰς τόν ἅγιον Μάρκον λειτουργίᾳ καί ἐλειτούργησαν ἐν τῷδε τῷ μνημοσύνῳ· ἠνάγκασε δέ λίαν καί τόν ἄρχοντα τῶν μοναστηρίων καί τόν ἄρχοντα τῶν ἀντιμινσίων, καί οὐκ ἐδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς. ἠνώχλησεν οὖν καί ἠπείλησεν αὐτούς σφόδρα. καί ταῦτα μέν οὕτως.

[←28]

Ψαλμωδία τοῦ Ἀμώμου: Ο Ψαλμός 118 που ονομάζεται έτσι από τη λέξη Ἄμωμοι, στην οποία δίνεται η έμφαση στον πρώτο στίχο: Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ Κυρίου.

[←29]

Το Μέγα Εὐχολόγιον.

[←30]

Συρόπουλος 11.11: Περί δέ τῆς ἐν τῇ πατρίδι ἐπανόδου ἡμῶν ὁ πάπας συνεφώνησε μετά τῶν Βενετικῶν πραγματευτῶν, ἵνα τά δύο κάτεργα τῆς Πραγματείας δέξωνται ἀνά ἑκατόν ἀνθρώπους ἐξ ἡμῶν, ἔστειλε δέ καί ἔξοδον ὑπέρ τοῦ βασιλικοῦ κατέργου καί ὑπέρ ἑτέρου ἑνός. ἐρρόγευσαν οὖν ναύτας τοῦ ἑνός κατέργου, ἐν ᾧ καί ὁ δεσπότης εἰσῆλθεν· εἰς δέ τό κάτεργον τοῦ βασιλέως ἔδωκαν ῥόγαν μηνῶν δύο· οὐδείς δέ ναύτης βενέτικος ἠθέλησεν εἰσελθεῖν ἐν αὐτῷ, ἀλλ΄ εἰσήχθησαν ὑποχείριοι Ῥῶσοι καί Βούλγαροι, οὐδεμίαν εἴδησιν ναυτικῆς ἔχοντες. ἐλείποντο δέ καί ἀπό τοῦ τεταγμένου ἀριθμοῦ ναῦται ἑξήκοντα· ἡτοιμάσθησαν δ΄ oὖν ὅμως καί εἶπον ἡμῖν ἵνα εἰσέλθωμεν εἰς τά κάτεργα τῇ τετάρτη καί δεκάτη τοῦ ὀκτωβρίου. κατ΄ ἐκείνην δέ τήν νύκτα ἐγένετο κλύδων μέγας καί βιαίως ἐτάραξε τήν θάλασσαν καί ἐξέκοψε τάς ἀγκύρας καί ἐντός τοῦ λιμένος κατέαξε κάτεργα τέσσαρα, ὧν ἦν καί τό καπιτανίκιν, οὗ ἡμεῖς εἰσήχθημεν· κατεάγη γάρ ἐξ ἐκείνου τό ἥμισυ τῆς βάντας τοῦ ἑνός μέρους, καί ἐτέκταινον αὐτό ἡμέρας τρεῖς. εἶτα εἰσήχθημεν εἰς τά κάτεργα, καί ὁ ὑποσχόμενος ἐπανασῶσαι ἡμᾶς εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν μετά πολλῆς ἀναπαύσεως καί πολλῶν κατέργων καί μετά μεγάλης τιμῆς, κατέστησεν ἡμᾶς καί εἴχομεν τοιαύτην ἄνεσιν καί εὐρυχωρίαν ἐν τοῖς φορτηγοῖς κατέργοις, οἵαν ἔχουσι τά ἐκ τοῦ Καφᾶ ἤ ἐκ τοῦ Ἀσπροκάστρου διά νηῶν φερόμενα ἀνδράποδα Τζαρκάσιοι τυχόν ἤ Σκύθαι.

[←31]

Κατά τον Laurent 1971: 532 σημ. 4, η έλλειψη χρημάτων είχε καθυστερήσει την εκμίσθωση των γαλερών που προορίζονταν για τον επαναπατρισμό των Γραικών. Η Ενετική Γερουσία, η οποία είχε δώσει τον λόγο της και ήθελε να τον κρατήσει, πίεσε την 1η Αυγούστου για τον εξοπλισμό. Η υπόθεση συνέχιζε να καθυστερεί και στις 9 Οκτωβρίου η Σινιορία αναγκάστηκε να θέσει στη διάθεση τού αυτοκράτορα τις γαλέρες τής Ρωμανίας, δηλαδή εμπορικά πλοία, στα οποία ανέβασαν και επιβάτες και εμπορεύματα. Ωστόσο οι εμπλεκόμενες δαπάνες παρέμεναν ευθύνη τού αυτοκράτορα «για εκείνο [το πλοίο] στο οποίο θα βρισκόταν» ( in hoc suo accessu).

[←32]

Χωρίς αμφιβολία το πλοίο τού Αντρέα Γκρίττι, στο οποίο η Ενετική Δημοκρατία είχε αναθέσει, στις 9 Οκτωβρίου, να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη, με έξοδα τού πάπα, ένα μέρος τής συνοδείας τού αυτοκράτορα. Αλλά ο Ιωάννης Η΄ είχε επίσης εξασφαλίσει, στις 15 Σεπτεμβρίου, ότι η νηοπομπή θα συνοδευόταν, για μεγαλύτερη ασφάλεια, από δύο ελαφρές οπλισμένες γαλέρες, συμπεριλαμβανομένης τής γαλέρας τής Τάνας (στον μυχό τής Αζοφικής Θάλασσας), τής οποίας το δρομολόγιο είχε εκτραπεί γι΄ αυτόν τον σκοπό (Laurent 1971: 533 σημ. 5).

[←33]

Βάντα: Tο σανίδωμα (le bordage) κατά Laurent 1971: 533.

[←34]

Στο κείμενο Τζαρκάσιοι. Οι Κιρκάσιοι ή Τσερκέζοι, που κατοικούσαν στις περιοχές ανατολικά τού Ευξείνου Πόντου μεταξύ Γεωργίας και Κιμμέριου Βόσπορου.

[←35]

Σκύθες: Εδώ οι κάτοικοι τής περιοχής των αρχαίων Σκυθών, βορείως των εκβολών τού Δούναβη στα δυτικά και κατά μήκος των ακτών τού Ευξείνου Πόντου, μέχρι τούς Κιρκάσιους στα ανατολικά.

[←36]

Καφφᾶς: Το μεσαιωνικό όνομα τής αρχαίας Θεοδοσίας (και σημερινής Φεοντοσίγια) στη νοτιοανατολική ακτή τής Κριμαίας, ενός από τα μεγαλύτερα κέντρα δουλεμπορίου τής εποχής.

[←37]

Ἀσπρόκαστρο: Λιμάνι που ανήκε στην ηγεμονία τής Μολδαβίας και αποτελούσε κέντρο δουλεμπορίου τής εποχής. Βλέπε και σημ. 74 κεφαλαίου β΄.

[←38]

Συρόπουλος 11.12: Ἐξήλθομεν οὖν ἐκ τῆς Βενετίας τῇ ένάτη καί δεκάτη τοῦ ὀκτωβρίου καί διαπεράσαντες μιλία ἑκατόν, προσωρμίσθημεν εἰς κάστρον παλαιόν μέν καί ἠμελημένον, ἀστεῖον δέ ἄλλως κατά τήν θέσιν τοῦ τόπου καί νησιδίοις εὐθαλέσι περικυκλούμενον, ἀφθονίαν τε τῶν χρειωδῶν καί παντοίων τροφῶν παρεχόμενον· καλεῖται δέ Πόλα. περιέμειναν οὖν ἐκεῖσε τά κάτεργα καί ἔλαβον καί ἀνθρώπους καί χρείας· τό δέ βασιλικόν κάτεργον ἐξῆλθεν ἐστερημένον ναυτῶν ἑξήκοντα. διηνύομεν δέ τόν πλοῦν, καί ἐν μιᾷ νυκτί προσωρμίσθημεν ἐν λιμένι, καί πρωΐας ἀναχθέντες ἐκεῖθεν εὕρομεν τόν ἄνεμον ἐναντίον, καί στραφέντες ἱστάμεθα πάλιν εἰς τόν αὐτόν λιμένα ἡμέρας τρεῖς μηδεμίαν ἐκ τοῦ τόπου παραμυθίαν ἔχοντες. εἶτ΄ αὖ ἐξήλθομεν καί εὐφόρου τυχόντες ἀνέμου ἐπ΄ ὀλίγον (μόλις γάρ ἐπί δύο ὥραις ἐπλέομεν καλῶς), περιπεπτώκαμεν αὖθις κλύδωνι αἰφνιδίῳ καί βιαίῳ, ὅς ἀτάκτως ὠθήσας τά κάτεργα ἐξετόπισε καί ἀπήγαγεν εἰς ἔρημον νῆσον καλουμένην Λέσαν· καί τά μέν τῶν Βενετίκων κάτεργα ἠδυνήθησαν καί εἰσῆλθον ἐν τῷ ἐκεῖσε λιμένι, τό δέ βασιλικόν ἐστερημένον ὄν καί ναυτῶν καί ἐπιστημόνων ἀνθρώπων, οὐκ ἠδυνήθη εἰσελθεῖν, ἀλλ΄ ἐξετοπίσθη καί οὐκ οἴδαμεν τί γέγονε, καί ἐλυπούμεθα πάντες νομίζοντες ὅτι ἐκινδύνευσε καί περιεμένομεν ἡμέρας δύο· περί δέ τήν ἑσπέραν τῆς δευτέρας ἡμέρας ἐμήνυσεν ἡμῖν ὁ βασιλεύς, ὅπως ἡ αὐτοῦ ναῦς ὡρμίσθη ἐν ἑτέρῳ μέρει τῆς αὐτῆς νήσου, καί ἐπεί πολύ ἐστι τό διά μέσου διάστημα, ὥρισεν ἵνα ἐξέλθωμεν ἅμα πρωῒ καί πλέωμεν ἐξ ὀρθοῦ, ἐλεύσεται δέ καί αὐτός ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους καί ἑνωθησόμεθα ἐν τῇ ὁδῷ. καί γέγονεν οὕτως. ἐπλέομεν οὖν καί πάλιν διαπερῶντες τόν Ῥαούζιον κόλπον περιεπεπτώκαμεν μεγίστῳ καί ἀφορήτῳ κλύδωνι, ἐν ᾧ ἀπηλπίσαμεν παντελῶς τάς ἰδίας ζωάς, οἰμώζοντες καί θρηνοῦντες καί τῶν φιλτάτων ἀναμιμνησκόμενοι <καί ἐλεεινῶς ἀποκλαιόμενοι>. καί ἐπί τούτοις ὅλη ἡ νύξ παρέδραμε, καί οὐδέτερον κάτεργον ἑώρα τό ἕτερον, οὐδέ οἱ ναυτικοί ῄδεσαν ὅπῃ ἀπήρχοντο· δεδιότες δέ μόνον μήποτε σκοτίας οὔσης τῇ γῇ προσπελάσαντες, τάς ναῦς ἀπολέσωσι, πρός τό πέλαγος αὐτάς ἴθυνον· τῇ νυκτί δ΄ ἐκείνῃ καί μία ναῦς ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐρχομένη ἐβυθίσθη ἐν τῷ αὐτῷ πελάγει πλησίον ἡμῶν. ἡμέρας δέ ἐπιγενομένης, τό τε πνεῦμα ῥᾷον ἐγένετο καί ἡμεῖς εὑρέθημεν πολύ τῆς γῆς ἀπέχοντες καί δι΄ ὅλης ἐκείνης τῆς ἡμέρας κατήραμεν εἰς τήν Ἤπειρον. ἔνθα προσμείναντες τῇ ἐφεξῆς ἡμέρᾳ, παρεγενόμεθα εἰς τήν Κέρκυραν, κἀκεῖσε δύο ἡμέρας περιεμένομεν τόν βασιλέα· εἰσήει γάρ ἡμᾶς φόβος ἀκούσαντας ὅτι διήρχοντο περί τά μέρη ἐκεῖνα κάτεργα τέσσαρα Κατελανικά, μήποτε ἐνέτυχον τῷ βασιλεῖ. ὅμως μετά τάς δύο ἡμέρας ἦλθε καί αὐτός εἰς τήν Κέρκυραν.

[←39]

Ο Jorga, Notes, III, σελ. 48, σημ. 2, και πάλι σε αντίθεση με τον Συρόπουλο, λέει ότι ο αυτοκράτορας, που μπήκε στη γαλέρα του στις 15, έφυγε από τη Βενετία στις 18 τού μηνός.

[←40]

Πόλα: Σήμερα Πούλα, η μεγαλύτερη πόλη στη χερσόνησο τής Ιστρίας στην Κροατία.

[←41]

Λέσα: Χωρίς αμφιβολία η Λίσσα (σήμερα Βις, Vis), νησί τού αρχιπελάγους τής Δαλματίας με πολύ ασφαλή κόλπο, νοτιοανατολικά τής Λέσινα (σήμερα Χβαρ, Hvar). Ο Ιωάννης Ευγενικός ἐξώκειλε εκεί τον Σεπτέμβριο τού 1438:
«Ύστερα από δύο μέρες φτάσαμε αργά κοντά στα νησιά τού κόλπου, από τα οποία το ένα ονομάζεται Λίσσα, το μυτερό και μικρό Μελιτζέλιον, ενώ εκείνο ανάμεσά τους ονομάζεται Άγιος Ανδρέας, όπου στα ανατολικά βλέπαμε γύρω και άλλα τέσσερα ιστιοφόρα πλοία να περιπλανιούνται άτακτα στο πέλαγος κοντά μας»
(ἐν τῷ κόλπῳ νησιδίων ὀψέ μετά δύο ἡμέρας ἐγενόμεθα, ὧν τό μέν Λίσσα, τό δ΄ ὀξύ καί σμικρόν Μελιτζέλιον, τό δ΄ ἀμφοῖν τούτοιν μέσον Ἅγιος Ἀνδρέας καλεῖται, ἔνθα καί ἑτέρας ἐς ἕω τέτταρας περιεσκοποῦμεν ὁλκάδας τῇδε κἀκεῖσε παραπλησίως ἡμῖν ἐν τῷ πελάγει περιπλανωμένας).

Βλέπε Σπ. Π. Λάμπρος, Toῦ Νομοφύλακος Ἰωάννου τοῦ Εὐγενικοῦ λόγος διαλαμβάνων τό κατ' αὐτόν ἐξαίσιον παρά θεοῦ θαῦμα τῆς τοῦ ἐν θαλάσσῃ πικροῦ θανάτου ἀπαλλαγῆς ἀκριβῶς πάντῃ τε καί ἀψευδῶς καί εὐχαριστήριος ἐν μέρει, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά Ι, Αθήναι 1912, 271-314, εδώ σελ. 280 (Laurent 1971: 553 σημ. 2).

[←42]

Για την καταλανική πειρατεία, τη συχνότητα και τη σοβαρότητα των καταστροφών που διαπράττονταν ακόμη και σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, βλέπε πιο πάνω, κεφ. δ', σημ. 31.

[←43]

Συρόπουλος 11.13: Οἱ οὖν ἐκεῖσε χριστιανοί καί καλοί ἄνθρωποι ὅτε μέν εἰς τήν Ἰταλίαν ἀπηρχόμεθα, ἀσπασίως προσήρχοντο καί μεγάλως ἐτίμων ἡμᾶς· ὅτε δέ ὑπεστρέφομεν ἀηδῶς ἄγαν ἡμᾶς ἐδέχοντο καί ἔλεγον· κάλλιον ἄν ἦν εἰ οὐκ ἀπήρχεσθε εἰς τήν σύνοδον. τί καλόν ἐποιήσατε; εἴθε μή ἐθεωροῦμεν ὑμᾶς ἐκεῖσε ἀφιγμένους. προσῆλθε δέ τῷ βασιλεῖ ὁ ἐκεῖσε πρωτοπαπᾶς μετά καί ἑτέρων ἱερέων καί ἀνέφερον καί ἐζήτησαν ἵνα ὁρίσῃ πῶς χρή διάγειν αὐτούς μετά τῶν Λατίνων. ὥρισεν οὖν, ὅτι· διάγετε κατά τήν τάξιν ἥν ἔχετε καί πρότερον. ἀνέφερον οὖν, ὅτι· ἡμεῖς οὐκ ἔχομεν ἐνταῦθα ἐπίσκοπον· ἐποιοῦμεν δέ ἐξέτασιν εἰς τούς ἀναγομένους πρός ἱερωσύνην καί ἐλαμβάνομεν τάς μαρτυρίας αὐτῶν, εἶτα ἐστέλλομεν αὐτούς καί ἐχειροτονοῦντο παρά ἡμετέρων ἐπισκόπων. ἐζήτησε οὖν πολλάκις ὁ ἐνταῦθα εὐρισκόμενος λατινεπίσκοπος, ἵνα χειροτονῇ αὐτούς· ἡμεῖς δέ ἐλέγομεν ὅτι· ἀδύνατόν ἐστιν δέξασθαι ἡμᾶς τήν χειροτονίαν ὑμῶν, καί διά τοῦ σχίσματος παρεκρουόμεθα τό ζήτημα αὐτοῦ. νῦν δέ ἐπεί ἐγένετο ἡ ἕνωσις, ἐπιτεθήσεται ἡμῖν ἵνα χειροτονῇ· ἡμεῖς δέ οὐδόλως θέλομεν τοῦτο. ποίαν ἄν εὑρήσομεν εἰς τοῦτο ἀποφυγήν; ὁ δέ βασιλεύς ἔφη· ἡμεῖς οὕτως ἐποιήσαμεν καί ἐστέρξαμεν τήν ἕνωσιν, ἵν΄ ἔχῃ ἑκάτερον μέρος τά ἔθη καί τήν τάξιν, ἥν εἶχε καί πρότερον. εἰ οὖν εἴπωσί τι πρός ὑμᾶς οἱ Λατῖνοι, εἴπατε ὅτι οὕτως ἐγένετο ἡ ἕνωσις, ἵνα ἔχωμεν τά ἔθη καί τήν τάξιν ἡμῶν ὡς τό πρότερον, καί οὕτως οὐκ ἐνοχλήσουσιν ὑμῖν. οἱ δέ πάλιν ἀνήνεγκαν, ὅτι· ἡμεῖς ἐσμέν ἄνθρωποι δεδουλωμένοι εἰς τούς Λατίνους, καί οὐχ εὑρήσει παραδοχήν ἐν αὐτοῖς ὁ ἡμέτερος λόγος· ἐροῦσι γάρ, ὅτι πρότερον ἦτε ἐσχισμένοι, νῦν δέ ἐπεί ἡνώθητε καί ἐσμέν ἡνωμένοι πάντες, ἡμῖν ἀνήκουσι καί αἱ χειροτονίαι, καί οὐκ ἐάσουσί τινα ἀπελθεῖν ἄλλοθί που καί χειροτονηθῆναι. τί οὖν ἡμεῖς πρός τοῦτο ποιήσομεν; ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· μεταγραφήσεται ὁ ὅρος καί δοθήσεται ὑμῖν καί ἕξετε τοῦτο εἰς δεφένδευσιν ὧν λέγομεν πρός ὑμᾶς. καί οὕτως ἀπηλλάγησαν.

[←44]

Συρόπουλος 11.14: Ἤδη δέ διαυγαζούσης τῆς ἐπιούσης ἡμέρας, ἄραντες ἐπλέομεν, μηδόλως φροντίσαντός τινος περί τῆς τοῦ ὅρου μεταγραφῆς. καί ἵνα τά ἐν μέσῳ καί αὐτός παραδράμω, στάσεις τέ φημι καί ἀργίας ματαίας καί κινδύνους τινάς, ἐφθάσαμεν εἰς τήν Μεθώνην, καί ἱστάμεθα ἐκεῖσε ἡμέρας πέντε κωλυόμενοι ὑπό νότου βιαίου. ὠνείδιζον οὖν ἡμᾶς ὅσοι ἐκ τῶν Μεθωναίων ζηλωταί τῆς ἡμετέρας δόξης ἐτύγχανον καί ἔλεγον ὅτι· ἡμεῖς πρότερον, ὁσάκις ἐνεπίπτομεν εἰς λόγους μετά τῶν Λατίνων τῶν εὑρισκομένων ἐνθάδε, κατεδικάζομεν αὐτούς, μή δυναμένων ἀντιλέγειν ἡμῖν· νῦν δέ οὐκ ἔχομέν τι ἄν λέγοιμεν αὐτοῖς. καλόν ἄν ἦν εἰ μετεποιεῖτέ τι καί ὑμᾶς ἐκ τῶν ἐκείνων, εἴτε μή κρεωφαγεῖν τάς δύο ἡμέρας τῆς τεσσαρακοστῆς, εἴτε μή λειτουργεῖν τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τρίς καί τετράκις ἐν τῷ αὐτῷ ἀλταρίῳ, εἴτε κατά τήν ἡμέραν τῶν Χριστοῦ γενεθλίων καί κατά τήν ἀναστάσιμον μή λειτουργεῖν τόν αὐτόν καί ἕνα ἱερέα ἀπό τοῦ μεσονυκτίου μέχρι καί τῆς τετάρτης ὥρας τῆς ἡμέρας, ὁσάκις ἄν δυνηθῇ ἱερουργῆσαι, ἤ ἄλλο τι ἐκ τῶν πολλῶν ὧν ἔχουσιν ἀτόπων· εἰ γάρ μετεποιεῖτέ τι ἐξ ὧν ἔχουσιν οἱ Λατῖνοι, ἴσως εἴχομεν ἄν λέγειν καί ἡμεῖς ἐκείνοις, ὅτι καί ὑμεῖς ἐσφάλλετε ἐν τοῖσδε καί διώρθωσαν ὑμᾶς οἱ ἡμέτεροι. νῦν δέ οὐδέ ἀντιβλέψαι αὐτοῖς δυνησόμεθα· μέγα κακόν εἰργάσασθε ἡμᾶς.

[←45]

Η άφιξη στη Μεθώνη προσδιορίζεται στις 16 Νοεμβρίου σε σύντομο χρονικό: Ἐνθυμήσεων ἤτοι χρονικῶν σημειωμάτων συλλογή πρώτη, Νέος Ἑλληνομνήμων, VII, 1-2, 1910, σελ. 113-313, εδώ 157 (Laurent 1971: 536 σημ. 1):
«Ανάμνηση τής συνόδου. Το έτος 6446 από κτίσεως κόσμου, στις 21 Δεκεμβρίου 1437, ήρθε στη Μεθώνη ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κυρ Ιωσήφ και 29 μητροπολίτες και επίσκοποι, και μαζί τους και κληρικοί τής Αγίας Σοφίας και άλλοι ιερείς, ηγούμενοι και λαϊκοί και ο δεσπότης κυρ Δημήτριος. Όλοι αυτοί ήρθαν με μια αυτοκρατορική γαλέρα και τρεις τού πάπα τής Ρώμης. Έμειναν στη Μεθώνη 14 ημέρες. Στις 28 τού ίδιου μήνα ήρθε ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης στην Πύλο με τούς στρατιώτες του, ενώ στις 3 Ιανουαρίου βγήκε ο πατριάρχης και η σύνοδος όλη και πήγαν στην Πύλο, όπου βρισκόταν ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης. Στις 16 Νοεμβρίου 1439, με το πλοίο τού κυρίου Γκαμπριέλε Μπαρμπαρίγο, ήρθε ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης και όλη η σύνοδος στη Μεθώνη και βγήκε ο αυτοκράτορας και ο αδελφός του στη στεριά στη Μαντένη [Μαντινεία]. Και στις 23 Νοεμβρίου, τού ίδιου μήνα, λειτούργησε ο Φράγκος [Λατίνος] επίσκοπος με τούς ιερείς του, ενώ ο Ρωμαίος [Ρωμιός] επίσκοπος και ο κλήρος του δεν λειτούργησαν την ίδια μέρα. Μόνο έκαναν ασπασμό οι Φράγκοι και οι Ρωμαίοι στη φράγκικη λειτουργία. Και στις 24 τού ίδιου μήνα λειτούργησε ο Ρωμαίος επίσκοπος κυρ Ιωσήφ, ο κατά κόσμον Κονταράτος, και όλος ο κλήρος και όλη η χώρα, από μέσα κι από έξω, Φράγκοι και Ρωμιοί, στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, και έφαγαν και αντίδωρο και ο [Ενετός] αφέντης ο καστελάνος και οι [Λατίνοι] άρχοντες όλοι και οι αρχόντισσες, όπως και οι Ρωμιοί. Η ομόνοια τής εκκλησίας έγινε το έτος 1439͵ τον καιρό τού μακαρίου πάπα Ρώμης Ευγένιου. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως πέθανε στη Φλωρεντία, και ο μητροπολίτης Σάρδεων. Χωρίστηκαν από εμάς και διώχτηκαν οι Λατίνοι το έτος 6286 από κτίσεως κόσμου [778 μ.Χ.]»
(Ἐνθύμησις περί τῆς συνόδου. Ἔτους ͵ϚυμϚ' ͵αυλζ' ἐν μηνί Δεκεμβρίῳ κα' ἦλθεν ὁ πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ κύρ Ἰωσήφ, εἰς τήν Μεθώνην καί κθ' μητροπολῖται καί ἐπίσκοποι, καί ἀπό τοῦ κλήρου τῆς Ἁγίας Σοφίας καί ἕτεροι ἱερεῖς μετ΄ αὐτῶν, ἡγούμενοι καί λαϊκοί καί ὁ δεσπότης ὀ κύρ Δημήτριος. Οἱ αὐτοί ὅλοι ἦλθαν μέ ἕνα κάτεργα βασιλικόν καί τρία τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης. Ἐστάθησαν μέσα εἰς τήν Μεθώνην ἡμέρας ιδ'. Τῷ αὐτῷ μηνί κη' ἦλθεν ὁ βασιλεύς ὁ κύρ Ἰωάννης εἰς τήν Πύλαν μέ τά φουσάτα του, καί εἰς τάς γ' τοῦ Ἰαννουαρίου ἐξέβη ὁ πατριάρχης καί ἡ σύνοδος ὅλη καί ἐπῆγαν εἰς τήν Πύλαν, ὅπου ἦταν ὁ βασιλεύς ὁ κύρ Ἰωάννης. Αυλθ', ἐν μηνί Νοεμβρίῳ ιϚ', εἰς τήν ἐγγερίαν τοῦ μισέρ Γαβριήλ Μπαρμπαρίγου ἦλθεν ὁ βασιλεύς ὁ κύρ Ἰωάννης καί ἡ σύνοδος ὅλη εἰς τήν Μεθώνην, καί ἐδιέβη ὁ βασιλεύς καί ὁ ἀδελφός του τῆς στερεᾶς εἰς τήν Μαντένην· καί εἰς τάς κγ' τοῦ Νοεμβρίου τοῦ αὐτοῦ μηνός ἐλειτούργησεν ὁ ἐπίσκοπος ὁ Φράγγος μέ τούς ἱερεῖς του καί ὁ ἐπίσκοπος ὁ Ῥωμαῖος καί ὁ κλῆρός του οὐδέν ἐλειτούργησε τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ· μόνον ἐποίησαν ἀσπασμόν οἱ Φράγκοι καί οἱ Ῥωμαῖοι εἰς τήν λειτουργίαν τήν φράγγικην. Καί εἰς τάς κδ' τοῦ αὐτοῦ μηνός ἐλειτούργησεν ὁ ἐπίσκοπος ὁ Ῥωμαῖος ὁ κύρ Ἰωσήφ, ὁ κατά κόσμον Κονταράτος καί ὅλος ὁ κλῆρος καί ὅλη ἡ χώρα ἀπέσω καί ἔξω Φράγγοι καί Ῥωμαῖοι, εἰς τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Θεολόγον, καί ἔφαγον καί ἀντίδωρον καί ὁ αὐθέντης ὁ καστελάνος καί οἱ ἄρχοντες ὅλοι καί ἡ ἀρχόντισσαις, ὁμοίως καί οἱ Ῥωμαῖοι. Ἡ ὁμόνοια τῆς ἐκκλησίας ἐγένετο εἰς ͵αυλθ', εἰς τόν καιρόν τοῦ μακαρίου πάπα Ῥώμης Εὐγενίου. Ὁ πατριάρχης ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἐκοιμήθη εἰς τήν Φλωρέντζαν, καί ὁ μητροπολίτης ὁ Σάρδεων. Ἐχωρίσθησαν ἀφ' ἡμῶν καί ἐξεβλήθησαν οἱ Λατῖνοι ἐν ἔτει ͵,ϚσπϚ΄).

[←46]

Η νηοπομπή (βλέπε προηγούμενη σημείωση) παρέμεινε στο λιμάνι για δέκα ημέρες. Μαλιστα έγιναν λειτουργίες για την ένωση, αναμφισβήτητα ύστερα από μακρές συνομιλίες και κάποιους δισταγμούς, στις 23 τού μηνός (καθολική λειτουργία) και στις 24 (ορθόδοξη) με αμοιβαία αγκαλιάσματα στην πρώτη περίπτωση και διανομή αντίδωρου στον κυβερνήτη και στους Λατίνους προκρίτους, άνδρες και γυναίκες, στη δεύτερη (Laurent 1971: 553 σημ. 2).

[←47]

Κατά τον Laurent 1971: 536 σημ. 3, αυτή η αντίδραση είναι φυσιολογική και πρέπει να είχε συμβεί σε κάθε μέρος, όπου η τελετή τής Ένωσης ήταν τόσο θεαματική. Ίσως όμως ο Συρόπουλος μεγεθύνει τη σημασία αυτής τής διαμαρτυρίας, επειδή, αν πιστέψουμε την αναφορά που υποβλήθηκε στον Ευγένιο Δ΄, η υποδοχή τού πληθυσμού πρέπει να ήταν μάλλον ενθουσιώδης (magna cum alacritate) στους κύριους τόπους στάθμευσης (Mεθώνη, Κορώνη, Νεγκροπόντε, Πελοπόννησο, σε εδάφη, είναι αλήθεια, ενετικής κυριαρχίας). Βλέπε την επιστολή προς τον πάπα στις 25 Αυγούστου 1440 τού Χριστόφορου Γκαρατόνι, ο οποίος συνόδευσε τούς Γραικούς στην επιστροφή, όπως είχε κάνει και στο ταξίδι μετάβασης. Για την υποδοχή κατά το ταξίδι μετάβασης, με πρωτοβουλία τού πατριάρχη και με τη συμμετοχή τού μητροπολίτη Ιωσήφ Κονταράτου, βλέπε πιο πάνω, κεφ. δ', παρ. 8.

[←48]

Κατά τον Laurent 1971: 537 σημ. 4, αποτελεί αναμφισβήτητα έθιμο τού παλαιού λατινικού κανονικού δικαίου να περιορίζεται η νηστεία κατά τη Σαρακοστή στις δύο μέρες τής Τετάρτης και τής Παρασκευής, ενώ οι Γραικοί την επέκτειναν σε ολόκληρη την εβδομάδα, εκτός από το Σάββατο και την Κυριακή.

[←49]

Κατά τον Laurent 1971: 537 σημ. 5, η πρόταση είναι διφορούμενη γιατί μπορούμε να καταλάβουμε είτε ότι ο ίδιος ιερέας ιερουργεί σε απροσδιόριστο αριθμό λειτουργιών είτε ότι αρκετοί ιερείς διαδέχονται ο ένας τον άλλο στον ίδιο βωμό, όπως μπορεί να συμβαίνει και σήμερα.

[←50]

Δηλαδή στις δέκα το πρωί.

[←51]

Συρόπουλος 11.15: Ὁ δέ βασιλεύς ἐκ τῆς Μεθώνης ἐξελθών ἀπῆλθεν ἔφιππος κατόπιν καταλιπών καί τήν Κορώνην διάστημα ἡμερήσιον, κἀκεῖσέ πῃ λιμένα καταλαβών ὀλίγον προσέμεινεν· αἱ δέ τριήρεις ἐκ τῆς Μεθώνης εἰς τήν Κορώνην παραγενόμεναι, κἀκεῖσε ἡμίσειάν τε καί μίαν ἡμέραν προσμείνασαι (ἔνθα καί οἱ τῶν Λατίνων ἱερεῖς μετά τῶν Γραικῶν καί μεθ΄ ἑκατέρων τῶν ἐπισκόπων, τοῦ Λατίνου δηλονότι καί τοῦ Γραικοῦ, συμφορέσαντες ἐλιτάνευσαν σύνδυο ἐρχόμενοι, Γραικοῦ μέν τοῦ ἑνός ὄντος, Λατίνου δέ τοῦ ἑτέρου, καί οὕτω τήν ἕνωσιν παραδεικνύοντες) τῇ ἐφεξῆς ἄρασαι καί μετά τοῦ βασιλέως ἑνωθεῖσαι, ὡς τῆς βασιλικῆς τριήρεως πρός αὐτόν εὐθύς ἀπελθούσης καί τόν βασιλέα εἰσδεξαμένης, τόν πλοῦν διήνυον, καί διέβημεν τήν Μονεμβασίαν καί πολύ μέρος τῆς Πελοποννήσου. μεσούσης δέ ἤδη τῆς νυκτός, σφοδρός ἐγείρεται ἄνεμος καί κλύδων μέγας καί σκότος πολύ καί βιαία φορά τῶν νηῶν, καί πάλιν ἐκινδυνεύσαμεν· ἤδη δέ διαυγαζούσης τῆς ἡμέρας εὑρέθημεν παρ΄ ἐλπίδα εἰς τάς περί τάς Αθήνας ἱσταμένας κίονας τάς παρά τοῖς ἐκεῖσε ὀνομαζομένας Κολώνας, αἵ δή καί ὡράθησαν ἡμῖν ὡς πάντων ἀγαθῶν ἄγγελοι. ἀρξαμένης δέ τῆς ἡμέρας καί τό πνεῦμα πράως ἐφέρετο καί ἡ θάλασσα γαλήνην ἦγε καί ἡμέρως ἡμᾶς παρέπεμπε καί διά δύο ἡμερῶν ἐφθάσαμεν εἰς Εὔβοιαν, οὗ καί ὄμβροι καί ἄνεμοι βίαιοι κατέλαβον ἡμᾶς, καί ἱστάμεθα εὔφορον καιρόν ἐκδεχόμενοι.

[←52]

Το προαναφερθέν χρονικό (βλέπε πιο πάνω, σημ. 30) λέει ότι ο αυτοκράτορας και ο αδελφός του Δημήτριος αποχώρησαν από τη Mεθώνη με άλογα για τη Μαντινεία (εἰς τήν Μαντένην), η οποία δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με τη Μεγάλη Μαντινεία πολύ βορειότερα, ούτε με τη Μικρή Μαντινεία από την άλλη πλευρά τού Μεσσηνιακού Κόλπου, στη Λακωνία. Ξεκινώντας από την Κορώνη, οι αναβάτες θα χρειάζονταν περισσότερο από μια μέρα για να φτάσει στη μία ή την άλλη από αυτές τις δύο τοποθεσίες (Laurent 1971: 537 σημ. 7).

[←53]

Εδώ ο Χριστόφορος Γκαρατόνι βρισκόταν στον τόπο του. Ἐπρεπε λοιπόν να μπει επικεφαλής τής τελετής μαζί με τον Έλληνα ομόλογό του, αναμφισβήτητα αυτόν τον Μακάριο, ο οποίος, μαζί με τον Σάρδεων Διονύσιο (επομένως λίγο πριν τον Νοέμβριο τού 1437), είχε βάλει τον αυτοκράτορα να καταστείλει τις πράξεις κάποιου Γιουβενάλ. Βλέπε Scholarios, Œuvres, IV, σελ. 478, επιστολή Γεωργίου Σχολάριου προς τον Μανουήλ Ραούλ:
«Και τα άλλα τα αφήνω. Αλλά αυτόν τον τρισκατάρατο Γιουβενάλ, όταν έμαθα ότι στην Αίνο είχε διαφθείρει πολλούς, κακό για το οποίο μού είχαν μιλήσει οι ίδιοι οι κάτοικοι τής Αίνου που παρέμεναν ευσεβείς, έγραψα στον Γκατελούζο, τον άρχοντα τής πόλης, συμβουλεύοντάς τον πολλές φορές ή να φυλακίσει τον αλιτήριο ή να τον διώξει από την πόλη. Κι εκείνος τον έδιωξε χωρίς καθυστέρηση, ενώ αν δεν γινόταν έτσι, ολόκληρη η Αίνος θα είχε διαφθαρεί από εκείνον. Όμως με το διώξιμό του πολλοί σώθηκαν χωρίς να πάθουν κακό. … Επίσης περιερχόμενος τα μοναστήρια, μιλώντας εναντίον τής παρθενίας και τής σεμνότητας τού αξιώματος των μοναχών και λέγοντας κι άλλες τέτοιες ηλιθιότητες, διέφθειρε τούς πιο απλοϊκούς. Όταν το έμαθε αυτό ο επίσκοπος Κορώνης κυρ Μακάριος και ο Σάρδεων Διονύσιος, χρησιμοποιώντας εμένα συνεργό σε αυτό προσέφυγαν στον αυτοκράτορα και έδιωξαν τον καταραμένο από την πόλη»
(Καί τά μέν ἄλλα ἐῶ. Ἀλλά τόν τρισκατάρατον τοῦτον Ἰουβενάλιον πυθόμενος ἐν τῆ Αἴνῳ διαφθαρκέναι πολλούς, αὐτῶν Αἰνειτῶν τῶν ἔτι εὐσεβούντων ἐξειπόντων μοι τό δεινόν, γράψας τῷ τῆς πόλεως ἄρχοντι Γατελιούζῳ πολλάκις συνεβούλευον ἤ καθειργνύναι ἤ ἐξελαύνειν τόν ἀλιτήριον. Κἀκεῖνος ἐξήλαυνεν οὐδέν μελλήσας, καί εἰ μή οὕτως ἐγένετο, κἄν ἡ σύμπασα Αἶνος διέφθαρτο ὑπ’ ἐκείνου. Ἀλλ’ ἐξωσθέντος, ἀπαθεῖς πολλοί διεσώθησαν. … Τά δέ μοναστήρια περιϊών, κατά τῆς παρθενίας καί τοῦ σεμνοῦ τῶν μοναχῶν σχήματος καί ἄλλ΄ ἄττα ληρῶν, τούς ἁπλουστέρους διέφθειρε. Τοῦτο μαθών ὁ Κορώνης ἐκεῖνος κῦρ Μακάριος καί ὁ Σάρδεων Διονύσιος, ἐμοί πρός τοῦτο συνεργῷ κεχρημένοι, τῷ βασιλεῖ προσελθόντες, τόν ἐναγῆ τῆς πόλεως ἐξελαύνουσιν).

Βλέπε και Zakythinos, Despotat, II, σελ. 280, σημ. 5. Η κατοικία τού Βυζαντινού επίσκοπου, που βρισκόταν παραδοσιακά 4 ή 5 μίλια από το ενετικό λιμάνι τής Κορώνης, μεταφέρθηκε και πάλι τον Δεκέμβριο τού 1437 σ΄ ένα μοναστήρι στα προάστια (Laurent 1971: 537 σημ. 8).

[←54]

Κάβο Κολώνες: Το Σούνιο. Ονομαζόταν έτσι από τούς λευκούς κίονες τού ναού τού Ποσειδώνα, τούς οποίους βλέπει ο ναυτικός από τη θάλασσα χωρίς δυσκολία.

[←55]

Δηλαδή στη Χαλκίδα (Νεγκροπόντε).

[←56]

Συρόπουλος 11.16: Ἐνταῦθα δή πάλιν οἱ Λατῖνοι μετά τῶν Γραικῶν ἐλιτάνευσαν σύνδυο ἐρχόμενοι Γραικός τε καί Λατῖνος, τοῦ Μιτυλήνης ἐξάρχοντος καί μετά Λατίνων ἐν ναῷ αὐτῶν λειτουργήσαντος. οἱ δέ ἐν τῇ νήσῳ ἡμέτεροι ἱερεῖς λυπούμενοι σφόδρα πρός ἡμᾶς ἔλεγον· μέγα κακόν εἰργάσασθε εἰς ἡμᾶς· οἱ γάρ Λατῖνοι καί πρότερον ἐπετίθεντο λειτουργεῖν ἐν τοῖς ναοῖς ἡμῶν, καί ἀπεσοβοῦμεν αὐτούς ὡς σχισματικούς· νῦν δέ ἐλεύσονται ἀδιακρίτως ἐκ πρωΐας ὅταν βουληθῶσι καί λειτουργήσουσι, καί ἡμεῖς οὐδέ διᾶραι στόμα τολμήσομεν· φυλάξομεν δέ μόνον τό μή λειτουργῆσαι κατ΄ ἐκείνην τήν ἡμέραν· καί εἰ βουληθῶσιν, ἀργήσουσιν ἡμᾶς παντελῶς λειτουργοῦντες καθ΄ ἑκάστην.

[←57]

Συρόπουλος 11.17: Μετά δέ παραδρομήν ἡμερῶν δέκα, εὐφόρου καιροῦ γεγονότος, ἄραντες ἐπλέομεν. τῆς δέ βασιλικῆς τριήρεως ἑτοιμασθείσης προηγεῖσθαι κατά τό ἔθος, ἐπέταξεν ὁ βασιλεύς προσμεῖναι μικρόν· ἐξεδέχετο γάρ ἀγγελίας τινάς μαθεῖν ἐκ τῆς Πόλεως ἤδη ἐλθούσας ὡς ἤκουσε. καί ὡς ἐν ὀλίγῳ ἀντιπνεύσαντος τοῦ ἀνέμου ἐξελθεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἡμεῖς δέ πλέοντες ὅλην τήν ἡμέραν, ἑσπέρας εἴς τινα λιμένα κατήχθημεν, καί τῇ ἐπιούσῃ πάλιν ἀναχθέντες καί πλεύσαντες ἱκανῶς, πρός ἑσπέραν εἰς Ὡρεόν τάς ναῦς ὡρμίσαμεν κἀκεῖσε ἱστάμενοι τόν βασιλέα περιεμένομεν, ἀλγοῦντες ἐπί τῇ αὐτοῦ ἀπουσίᾳ καί τῷ τοῦ πλοός ἐμποδισμῷ· ἦν γάρ ὁ καιρός ἐπιτηδειότατος πρός τήν ἐπάνοδον. οἱ δ΄ ἐν ταῖς ναυσίν ἔμποροι ἐκκακήσαντες, ἐπεί οὐκ ἠδύναντο καταπεῖσαι τόν καπιτάνον διανύειν τόν πλοῦν, εἶχον δέ πολλάς ἐξόδους εἰς τά κάτεργα βραδύνοντες καί πρός τούτοις ἐκινδύνευον, ἐποίησαν προτέστον τῷ καπιτάνῳ, ἵνα τηρήσῃ αὐτούς ἀζημίους· ὁ δέ ἔδειξεν αὐτοῖς τό κουμουσίον ὅ ἔδωκαν αὐτῷ ἐκ τῆς Βενετίας, προστάσσον αὐτόν μηδόλως διΐστασθαι τοῦ βασιλέως, καί οὕτως ἔσκωψε καί ἀπέπεμψεν αὐτούς.

[←58]

Στο κείμενο προτέστο. Bλέπε σημ. 215 κεφαλαίου β΄.

[←59]

Στο κείμενο κουμουσίον, από τη λατινική λέξη commissiο.

[←60]

Συρόπουλος 11.18: Ἐκεῖσε οὖν ἱσταμένων ἡμῶν, ἐτελεύτησε καί ὁ πρωτέκδικος διάκονος κῦρ Γεώργιος ὁ Καππάδοξ, πολυημέρῳ νόσῳ κατεργασθείς, καί ἐτάφη ἐν νησιδίῳ σμικρῷ ναόν ἔχοντι λατινικόν τοῦ ἁγίου Γεωργίου· ἡμέραι παρῆλθον ἐπέκεινα τῶν δέκα, καί οὐκ ἦλθεν ὁ βασιλεύς· διό καί ἀναγκασθέντες ὑπεστρέψαμεν εἰς τήν Εὔβοιαν καί εὕρομεν αὐτόν ἐκεῖσε. ἐπεγένοντο δέ ἄνεμοι ἐναντίοι, ὄμβροι τε καί χιόνες καί παγετοί, καί ἱστάμεθα αὖθις ἐκεῖ ἡμέρας πεντεκαίδεκα. τότε ἠκούσαμεν ὅτι ἐνόσει καί ἡ δέσποινα τά πρός θάνατον. παυσαμένου δέ τοῦ χειμῶνος καί ἑτοιμασθέντων ἐξελθεῖν τοῦ λιμένος τέθνηκε Παλαιολόγος ὁ Κασανδρινός. μηδενός οὖν τῶν ἡμετέρων καταλιμπανομένου ἐπί τῷ τῆς κηδείας φροντίσαι τοῦ Παλαιολόγου, δεδώκασιν ἔξοδον τῷ Σεκουνδινῷ τῷ μεταγλωττιστῇ ἵνα κηδεύσῃ καί ἐνταφιάσῃ ἐκεῖνον ἐντίμως.

[←61]

Άγιος Γεώργιος: Στη νησίδα Μονολιά, στο μεγαλύτερο από τα Λιχαδονήσια, που βρίσκονται απέναντι από το βορειοδυτικό άκρο τής Εύβοιας, ανάμεσα στον Μαλιακό και τον Βόρειο Ευβοϊκό κόλπο.

[←62]

Παλαιολόγος Κασσανδρινός: Αυτός ο άρχοντας, σύμμαχος τής βασιλικής οικογένειας, είναι κατά τα άλλα άγνωστος.

[←63]

Ο Σεκουνδινός, που καταγόταν από το νησί, αποβιβάστηκε εκεί για να συναντήσει την οικογένειά του, αλλά δεν θα παρέμενε εκεί. Βλέπε πιο πάνω, σημ. 18 κεφ. ε΄.

[←64]

Συρόπουλος 11.19: Ἡμεῖς δέ ἀναχθέντες ἐπλέομεν, Σκίαθόν τε παραμείψαντες καί Σκῦρον καί Σκόπελον, εἰς τούς Διαδρόμους κατήραμεν. πάλιν ἐκεῖσε τοῦ ἀνέμου δεινῶς ἀντιπνεύσαντος, ἀπεκλείσθημεν πολλάς ἡμέρας, κατεδηδωκότες σιτία πάντα, καί οὐδέ ὕδωρ ηὑρίσκομεν. διό καί ἔστειλαν τό κάτεργον τῆς βίγλας εἰς τόν Σκόπελον ἵνα φέρῃ σιτία, καί μεθ΄ ἡμέρας δύο ἐκόμισεν ἄρτους ἑπτακαίδεκα καί ἕνα ἀγρίονον, σύβαριν τῶν κυνῶν· μεγάλη γάρ φροντίς ἐγένετο ἀεί ὑπέρ τῆς τῶν κυνῶν ἐπιμελείας. ἐσκέπτοντο οὖν ἵνα ἤ εἰς Εὔριπον αὖθις ὑποστρέψωσιν, ἤ εἰς Κρήτην, ἤ εἰς Μιτυλήνην ὁρμήσωσι· μόλις δέ ποτε εὐφόρου καιροῦ γενομένου, αὖθις ἐπλέομεν καί τῷ λιμένι τοῦ Γυμνοπελαγησίου πλησιάζοντες εἴδομεν τήν βασιλικήν τριήρη πρός τό ἔνδον τοῦ λιμένος οἰακιζομένην· ὅπερ ἰδόντες οἱ τῶν λοιπῶν κατέργων ναυτικοί ἐδυσχέραινον καί κατεβόων, καί οἱ κόμητες τῷ ἐν τῷ βασιλικῷ ἐφώνουν κόμητι καί ταῖν χεροῖν ἔνευον καί ὡδήγουν ἄλλην βαδίζειν· ὁ δέ νεύμασι τήν αἰτίαν ἀνετίθει τῷ βασιλεῖ καί ὅτι ἄκων εἰσῆλθεν εἰς τόν λιμένα. ἠκολούθησαν δέ ἐξ ἀνάγκης καί τά λοιπά κάτεργα, μή βουλομένων πάντων τῶν ἐν αὐτοῖς. ἡ δέ ἡ τοῦ λιμένος ἐκείνου εἴσοδος τοσοῦτον εὖρος ἔχουσα, ὅσον μόλις δίοδον τῷ κατέργῳ παρέχειν, ἐντός δέ εὐρύχωρος μετρίως καί νηνεμίαν ἔχων πολλήν, μικρός τε ὤν καί ὑπο υψηλῶν ὀρέων περικυκλούμενος. δυσχεραινόντων οὖν πάντων πῶς ἐκεῖσε εἰσήχθημεν, ἔφη ὁ βασιλεύς· ταχύ ἐξελευσόμεθα καί μή ἀλγείτωσαν. ἀκούσας δέ ὁ τοῦ καπιτανικίου γραμματικός εἶπεν· οὐκ ἐξελευσόμεθα ἐντεῦθεν εἰ μή μετά παραδρομήν μιᾶς ἑβδομάδος καί μόλις. ὅ καί γέγονεν· ἐναντιουμένων γάρ τῶν ἀνέμων τήν ἐξέλευσιν, ἱστάμεθα ὥσπερ ἐν εἰρκτῇ ταλαιπωρούμενοι καί ἀλγοῦντες καί μηδέ ὕδατος ἐμφορούμενοι· οὐδόλως γάρ εὑρίσκεται ὕδωρ ἐν παντί τῷ νησιδίῳ ἐκείνῳ. μόλις δέ ποτε μετά τήν ἑβδόμην ἡμέραν τε καί ὥραν ἐνδόντος τοῦ ἀνέμου ἄραντες σύν μεγίστῃ σπουδῇ καί ὁρμῇ καί βοῇ τάχιστα διεπερῶμεν τήν δίοδον, τοῦ καπιτάνου ὥσπερ ἐπιλαθομένου τοῦ ἑαυτοῦ γήρως καί δίκην κόμητος ἐπί τοῦ κατέργου ἁλλομένου καί διατρέχοντος καί τούς ναύτας ἀδελφούς ἀποκαλοῦντος καί διεγείροντος καί δύο ἀμφορεῖς οἴνου ὑποσχομένου δοῦναι αὐτοῖς καί δακτυλοδεικτοῦντος ἐφ΄ ὕψους καί διαπρυσίως κηρύττοντος, καί οὕτως ἐξῆλθεν ἡ καπιτανική ναῦς μετά βίας μεγάλης· ὡσαύτως δέ καί ἡ λοιπή μετ΄ αὐτήν, τοῦ καπιτάνου αὖθις πρός αὐτήν ἀποβλέποντος καί νεύμασι καί σχήμασι καί φωναῖς ταύτην ἐφελκομένου. ὅτε δέ καί αὐτήν εἶδε ἐξελθοῦσαν, τάς χεῖρας ἄρας δόξαν καί εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ ἀνέπεμψεν. ἀλλ΄ ἡ βασιλική ναῦς κατόπιν ἐλθοῦσα ἐξελθεῖν οὐκ ἠδυνήθη, ἀντιπνεύσαντος τοῦ ἀνέμου καί σκληρύναντος τήν θάλασσαν καί κύματα ἐγείραντος τήν ἔξοδον κωλύοντα. ἔμειναν οὖν ἐκεῖσε αἱ δύο τριήρεις, ἡ βασιλική καί ἡ τοῦ δεσπότου· αἱ δέ ἐξελθοῦσαι δύο ἔστησαν πρός τό ἕτερον μέρος τοῦ νησιδίου, καί διενυκτερεύσαμεν ἐκεῖ. ἡμέρας δ΄ ἐπιγενομένης ἐξῆλθον καί ἐκεῖναι αἱ τριήρεις καί ἡνώθησαν μεθ΄ ἡμῶν, καί εὐθύς τῆς Λήμνου ἐπλέομεν καί ἐλθόντες ἔστημεν εἰς τόν Κότζινον ἡμέρας πέντε, καί ὁ μέν βασιλεύς ἐσχόλαζεν ἐν κυνηγεσίοις, οἱ δ΄ ἐκ τῶν Βενετίκων κατέργων τά τῶν Λημνίων ἐληίζοντο καί μεγάλην φθοράν ἐκεῖσε ἐποίησαν.

[←65]

Κατά τον Laurent 1971: 540 σημ. 1, ο συγγραφέας, κάπως μπερδεμένος με τη γεωγραφία, βάζει τη Σκύρο πριν από τη Σκόπελο. Από την άλλη πλευρά, η θάλασσα έπρεπε να ήταν πολύ άσχημη για να κάνουν τα πλοία ένα τέτοιο τεράστιο ημικύκλιο γύρω από το βόρειο τμήμα τής Εύβοιας.

[←66]

Διαδρόμοι: Η Αλόνησος. Πρβλ. Π. Ζερλέντης, Φ. Κατσουρός, Νησιωτική Επετηρίς, Ερμούπολις Σύρου 1918, ανατύπωση Νότη Καραβία, Αθήνα 1987, σελ. 59.

[←67]

Βίγλα: Περιπολία. Η γαλέρα τής ενετικής περιπολίας κατά μήκος τής εμπορικής διαδρομής.

[←68]

Κατά τον Laurent 1971: 541 σημ. 3, ο Συρόπουλος εδώ πρέπει να κάνει λάθος. Πιθανότατα είχε κατά νου μάλλον το νησί τής Χίου, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως διάλειμμα στην ελαφρώς εκτρεπόμενη διαδρομή από τη Λήμνο, όπου η συνοδεία έπρεπε να πιάσει, επειδή μερικά από τα ενετικά πλοία έπρεπε να εγκαταλείψουν την υπηρεσία τού αυτοκράτορα. Βλέπε πιο πάνω, σημ. 5 κεφαλαίου ια΄.

[←69]

Γυμνοπελαγήσιον: Το ακατοίκητο νησί Κυρά Παναγιά στα βόρεια τής Αλονήσου. Το νησί, που αναφέρεται σε έγγραφα ήδη από το δεύτερο μισό τού δέκατου αιώνα (το 973, το 989 και το 993), ανήκε τότε σε μοναχούς οι οποίοι, όταν Άραβες πειρατές λεηλάτησαν τα αγαθά τους, το πούλησαν στο αγιορείτικο μοναστήρι τής Μεγίστης Λαύρας (Laurent 1971: 541 σημ. 4).

[←70]

Στο κείμενο κόμητες.

[←71]

Το υψηλότερο σημείο είναι στα 350 μέτρα (1.050 πόδια).

[←72]

Κατά τον Laurent 1971: 541 σημ. 6, πράγματι, στο ακατοίκητο νησί Κυρά Παναγιά δεν υπάρχει νερό, εκτός από την περίοδο των βροχών. Όμως στο βόρειο τμήμα του υπάρχει πολύ καλό λιμάνι, πράγμα που εξηγεί γιατί, αν και ήταν κάποτε ιδανικός τόπος απομόνωσης για μετανοούντες μοναχούς, το νησί ήταν άλλοτε και στέκι πειρατών και λαθρεμπόρων, ενώ, ανά πάσα στιγμή, αποτελούσε σημείο ανάπαυλας τού θαλασσινού ταξιδιού.

[←73]

Στο κείμενο ἀμφορεῖς.

[←74]

Κότζινος: Σήμερα Κότσινας, ήταν στη μέση περίοδο τής αυτοκρατορίας το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο λιμάνι τής Λήμνου σε κόλπο τής βόρειας ακτής τού νησιού, στην ανατολική ακτή τού κόλπου Πουρνιά, απέναντι από τον κόλπο τού Μούδρου. Το καλοκαίρι τού 1442 ο δεσπότης Κωνσταντίνος [ΙΑ΄] Παλαιολόγος, ερχόμενος σε βοήθεια τής Πόλης και έχοντας πιάσει εκεί, θα δεχόταν επίθεση από τον τουρκικό στόλο. Πρβλ Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1049 B:
«Τον Ιούλιο τού ίδιου έτους ο αφέντης μου και δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, ερχόμενος σε βοήθεια τής Πόλης πέρασε από τη Μυτιλήνη και παίρνοντας τη σύζυγό του τη βασίλισσα έφτασε στη Λήμνο. Ενώ βρισκόταν εκεί, πολιορκήθηκε στον Κότζινο για πολλές ημέρες από ολόκληρο τον τουρκικό στόλο. Με τη βοήθεια τού Θεού ο στόλος αποχώρησε άπρακτος, αλλά η βασίλισσα αρρώστησε κάτω από αυτές τις συνθήκες, απέβαλε τον Αύγουστο τού ίδιου έτους και πέθανε στο Παλαιόκαστρο, στο ίδιο νησί τής Λήμνου, όπου θάφτηκε»
(Καί τόν Ἰούλιον μῆνα τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ἐρχομένου τοῦ αὐθεντός μου καί δεσπότου κυροῦ Κωνσταντίνου εἰς βοήθειαν τῆς πόλεως καί διά τῆς Μιτυλήνης διελθόντος καί λαβόντος καί τήν αὑτοῦ γυναῖκα τήν βασίλισσαν, εἰς τήν Λῆμνον ἦλθε· καί εὑρεθέντος ἐκεῖσε ἐπολεμήθη εἰς τόν Κότζηνον ἡμέρας πολλάς ὑπό τοῦ στόλου παντός τῶν Τουρκῶν. Ἀπελθόντος δ΄ ἀπράκτου τοῦ στόλου βοηθείᾳ θεοῦ, ἡ βασίλισσα ἀπό τῆς περιστάσεως ἀσθενήσασα καί ἐκτρωθεῖσα τόν Αὔγουστον τοῦ αὐτοῦ ἔτους εἰς τό Παλεόκαστρον τοῦ αὐτοῦ νησίου τῆς Λήμνου ἀπέθανε καί ἐτάφη).

[←75]

Γι΄ αυτή τη θανατηφόρα συνήθεια των ενετικών πληρωμάτων βλέπε πιο πάνω, σημ. 20 κεφαλαίου δ΄.

[←76]

Συρόπουλος 11.20: Ἐκεῖ ἠγγέλθη ἡμῖν καί ὁ θάνατος τῆς δεσποίνης κύρας Μαρίας τῆς συμβίου τοῦ βασιλέως, καί εὐθύς ἀνεμνήσθημεν τῶν σημείων τῶν φανέντων ἡμῖν ἐν τῇ Φλωρεντίᾳ. κατά γάρ τόν καιρόν τοῦ μαΐου καί τοῦ ἰουνίου ἐφαίνοντο δύο ἄστρα, ὀλίγον ἀλλήλων διϊιστάμενα καί καπνόν ἀποπέμποντα, τό μέν μεῖζον καί πλείονα καπνόν ἐκπέμπον, τό δέ ἧττον καί ἧττον καπνίζον· ἀνεμιμνησκόμεθα δέ καί τοῦ μεγάλου ἄστρου τοῦ καπνίζοντος ἐπί πλεῖστον πρό τῆς ἁλώσεως καί τοῦ θανάτου τοῦ Παγιαζίτου ἀμηρᾶ, ὅπως προεδήλωσε τόν θάνατον ἐκείνου, καί ἐλέγομεν ὅτι ταῦτα δηλωτικά εἰσι θανάτων αὐθεντικῶν. ἀκούσαντες δέ τόν θάνατον τῆς δεσποίνης, εἶτα καί τῆς δεσποίνης κύρας Εὐγενίας, ἔτι δέ καί τῆς βασιλίσσης τῆς τοῦ δεσπότου συζύγου, εἴπομεν ὅτι τοῦ θανάτου τούτων ἦσαν δηλωτικά τά καπνίζοντα ἄστρα ἐκεῖνα. ἔστειλαν δέ πλοῖον ἐκ τῆς πόλεως καί ἔγραψαν ἵνα εἴπωσι τῷ βασιλεῖ ἐκεῖσε περί τοῦ θανάτου τῆς δεσποίνης· γενομένης δέ βουλῆς, ἐνενόησαν ὅτι, εἰ ἀκούσει τοῦτο ἐνταῦθα ὁ βασιλεύς, λυπηθήσεται καί πενθήσει ὑπέρ τάς πεντεκαίδεκα ἡμέρας καί τίς καταπείσει αὐτόν ἐξελθεῖν ἐντεῦθεν; καί ἄλλα πολλά εὑρῶντες, δι΄ ἅ ἐφάνη βέλτιον ἵνα μηδαμῶς εἴπωσι τῷ βασιλεῖ περί τούτου, ἐφύλαξαν αὐτό.

[←77]

Η Μαρία Μεγάλη Κομνηνή, κόρη τού αυτοκράτορα Τραπεζούντος Αλεξίου Δ΄ και τρίτη σύζυγος τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου, πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 1439 και θάφτηκε στο μοναστήρι τού Παντοκράτορα. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1048:
«Στις 17 Δεκεμβρίου 6948 [1439] πέθανε η δέσποινα κυρά Μαρία από την Τραπεζούντα. Την 1η Ιανουαρίου τού ίδιου έτους [1440] πέθανε η δέσποινα Ευγενία, η κόρη τού Γκατελούζο. Θάφτηκαν στη Μονή Παντοκράτορος κατά τη διάρκεια φοβερής χειμερινής καταιγίδας»
(Καί Δεκεμβρίῳ ιζ-ῃ τοῦ μη-ου ἔτους ἀπέθανεν ἡ δέσποινα κυρά Μαρία ἡ ἀπό Τραπεζοῦντας· καί τῇ α-ῃ Ἰαννουρίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπέθανεν ἡ δέσποινα Εὐγενία, ἡ τοῦ Γατελιούζη θυγάτηρ· αἱ καί ἐτάφησαν ἐν τῇ τοῦ Παντοκράτορος μονῇ, καί σφοδροῦ εἴ πέρ ποτε χειμῶνος τότε γενομένου).

[←78]

Στο κείμενο Παγιαζίτης. Ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ ο Κεραυνός (Γιλντιρίμ, βασ. 1389-1402) νικήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τον Ταμερλάνο (Τιμούρ) στη Μάχη τής Άγκυρας το 1402 και πέθανε στην αιχμαλωσία. Την παρέμβαση τού Ταμερλάνου είχαν προκαλέσει οι Τουρκομάνοι εμίρηδες τής Ανατολίας (Αϊντίν, Μεντεσέ, Τεκκέ, Σαρουχάν κλπ.), επειδή ο Βαγιαζήτ με τον ιερό του πόλεμο (τζιχάντ) δεν κατακτούσε μόνο εδάφη απίστων, δηλαδή χριστιανών, αλλά είχε προσαρτήσει και τα μικρασιατικά τους εμιράτα στο οθωμανικό. Ο Ταμερλάνος, ύστερα από τη νίκη του, επανέφερε το στάτους κβο, όπως αυτό υπήρχε πριν από τις τελευταίες κατακτήσεις τού Βαγιαζήτ. Από την κατάσταση επωφελήθηκε και η αυτοκρατορία, τής οποίας η ζωή παρατάθηκε για άλλα πενήντα χρόνια. Όμως η δύναμη των Οθωμανών, καθώς και η αδυναμία των χριστιανών και Τουρκομάνων αντιπάλων τους, ουσιαστικά δεν αναχαιτίστηκε. Απλώς μετατέθηκε για λίγα χρόνια η πλήρης επικράτησή τους. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος πληροφορήθηκε την ήττα και την αιχμαλωσία τού Βαγιαζήτ ενώ βρισκόταν στο Παρίσι. Είχε μεταβεί εκεί, καθώς και στο Λονδίνο, σε ύστατη προσπάθεια συγκέντρωσης βοήθειας. Μάλιστα για τον ίδιο σκοπό είχε στείλει και τον άρχοντα Βρανά στην Παμπλόνα τής Ισπανίας, πρωτεύουσα τού βασιλείου τής Ναβάρρας. Στον απόηχο τής συντριβἠς από τον Ταμερλάνο, οι γιοι τού Βαγιαζήτ επιδίωξαν κάποιο συμβιβασμό με τούς χριστιανούς. Στους εσωτερικούς πολέμους διαδοχής που ακολούθησαν ανάμεσα στους τέσσερις αδελφούς, τον Σουλεϊμάν, τον Μούσα, τον Ισά και τον Μωάμεθ, επικράτησε το 1413 ο τελευταίος. Ο σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ (βασ. 1413-1421) διατήρησε καλές σχέσεις με την αυτοκρατορία. Τα πράγματα άλλαξαν με τον θάνατό του και την άνοδο στον θρόνο τού γιού του, τού Μουράτ Β΄ (βασ. 1421-1444, 1446-1451), τού Αμηρά τού βιβλίου. Ο Ταμερλάνος (1336-1405) δεν ασχολήθηκε ξανά με τη Μικρά Ασία. Τρία χρόνια μετά τη Μάχη τής Άγκυρας, πέθανε το 1405 στο Οτράρ, καθ΄ οδόν σε εκστρατεία εναντίον τής Κίνας τής δυναστείας των Μινγκ.

[←79]

Η Ειρήνη Γκαττελούζο, γεννημένη ως Ευγενία Γκαττελούζο, που πέθανε την 1η Ιουνίου 1440, ήταν σύζυγος τού Ιωάννη Ζ΄ Παλαιολόγου, ανηψιού τού Μανουήλ Β΄. Ο Ιωάννης Ζ΄ υπήρξε αυτοκράτορας για πέντε μήνες το 1390 (βλέπε και σημ. 56 κεφαλαίου γ΄). Η Ευγενία ήταν κόρη τού Φραντσέσκο Β΄ Γκαττελούζο τής Λέσβου (εγγονού από μητέρα τού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου) και τής Βαλεντίνα Ντόρια.

[←80]

Η Ζωή, κόρη τού μεγάλου δούκα Παρασπονδύλη, παντρεύτηκε τον δεσπότη Δημήτριο Παλαιολόγο στα τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου 1436. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1045Α:
«Στις 25 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1436] ήρθε στην Πόλη η Ζωή, η κόρη τού μεγάλου δούκα Παρασπονδύλη, με αυτοκρατορική γαλέρα που είχε σταλεί μαζί με τον Μανουήλ Παλαιολόγο για να τη φέρει. Λίγες ημέρες αργότερα παντρεύτηκε τον δεσπότη κυρ Δημήτριο»
(Καί τῇ κε-ῃ Μαρτίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν καί ἡ τοῦ Παρασπονδύλου μεγάλου δουκός θυγατέρα Ζωή μετά κατέργου βασιλικοῦ, ὁποῦ ἐστάλη μετά Παλαιολόγον τόν Μανουήλ, ἵνα φέρωσιν αὐτήν· ἣν δή καί μετά τινας ἡμέρας εὐλογήθη αὐτήν ὁ δεσπότης κύρ ∆ημήτριος).
Η Ζωή πέθανε στις 17 Ιανουαρίου 1440 κατά τον Σφραντζή, ό.π. 1048:
«Στις 17 Ιανουαρίου πέθανε η βασίλισσα κυρά Ζωή [σύζυγος τού δεσπότη κυρ Δημήτριου] και θάφτηκε στη Μονή Κυραμάρθας»
(καί τῇ ιζ-ῃ τοῦ αὐτοῦ Ἰαννουαρίου μηνός [τοῦ μ-ου ἔτους] ἀπέθανεν ἡ βασίλισσα κυρά Ζωή καί ἐτάφη ἐν τῇ τῆς Κυραμάρθας μονῇ).
Ωστόσο κατά τον Ψευδο-Σφραντζή, Patrologia Graeca 156, 796Α, πέθανε τον Ιούνιο:
«Στις 17 τού ίδιου μηνα [Ιουνίου] πέθανε και η βασίλισσα κυρά Ζωή και θάφτηκε στη Μονή τής Κυραμάρθας»
(καί τῇ ιζ-ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός [Ἰουνίου] τό κοινόν χρέος ἐπλήρωσε καί ἡ κυρία Ζωή ἡ βασίλισσα καί ἐτάφη ἐν τῇ τῆς κυρίας Μάρθας μονῇ).

[←81]

Συρόπουλος 11.21: Μετά δέ τό ἐμπλησθῆναι τούς ἐν ταῖς τριήρεσι τῶν Λημνίων λαφύρων, ἄραντες ἐκ τοῦ Κοτζίνου καί μικρόν παραπλεύσαντες, ἐν τόπῳ γενόμενοι, ὅς ὁ Σωτήρ καλεῖται, κλύδωνι αὖθις περιπεπτώκαμεν δεινῷ καί τότε τῷ ὄντι τελείως ἀπηλπίσαμεν ἑαυτούς. ἠγγέλθη δέ ἡμῖν καί τότε παραμυθία ἡ ἐν τοῖς τοιούτοις κινδύνοις φαινομένη γλυκυτάτη θεία φωταγωγία, ἥ καί τότε ἡμῖν ἐπεφάνη. γενομένης δέ ἡμέρας, ὁ ἄνεμος ἡμερώτερον ἔπνει, καί οἱ μέν Βενέτικοι πλέειν ἐβούλοντο, ὁ δέ βασιλεύς ὁρῶν τήν θάλασσαν κυμαινομένην ἐδειλία καί ἵστατο. παρελθούσης οὖν τῆς ἡμέρας ἐκείνης σύν τῇ ἐπιούσῃ νυκτί, τῇ ὑστεραίᾳ ἰδόντες τό πνεῦμα πραότερον, λύσαντες ἀνηγόμεθα καί τό βόρειον μέρος τῆς νήσου παραμείψαντες καί τοῦ πελάγους ἁψάμενοι, νότῳ ἐνετύχομεν βιαίῳ· ἡ γάρ νῆσος πρότερον ἀπεῖργεν αὐτόν. ἐφέροντο οὖν αἱ νῆες βιαίως πάνυ. ἐν τούτοις δέ ὁ ἱστός ἐτετρίγει καί δραμόντες οἱ ναυτικοί εἶδον αὐτόν κάτωθεν ἀρξάμενον ρήγνυσθαι, καί ἡμεῖς ἐνομίσαμεν ὅτι βούλονται χαλᾶσαι τά ἱστία· οἱ δέ ἀναβάντες εἰς τόν ἱστόν ἐν τοσαύτῃ βίᾳ καί σφοδρότητι τοῦ ἀνέμου καί σχοίνους μεγίστους τοῦ ἱστοῦ ἐξαρτήσαντες ἐν τρισί τόποις ἀπό τῆς κορυφῆς καί κατωτέρω, εἰς τά μέρη τῆς πρύμνης τούτους ἐδέσμευσαν. εἶτα στρέβλαις αὐτούς συστρέψαντες καί ἐντείναντες κατωχύρωσαν καί ἀσφαλῶς πλέειν παρεσκεύασαν.

[←82]

Σωτήρ: Το ακρωτήριο Σωτήρας στη βορειοανατολική Λήμνο, το ανατολικό ακρωτήριο τού κόλπου Πουρνιάς.

[←83]

Συρόπουλος 11.22: Ἐν τέσσαρσιν οὖν ὥραις ἐκ τῆς Λήμνου ἐφθάσαμεν εἰς τό Στενόν, οὗ καί εὕρομεν νῆα στρογγύλην φορτηγόν ἐξελθοῦσαν ἐκ τῆς Βενετίας πεντεκαίδεκα ἡμέρας πρότερον ἡμῶν, εἰς ἥν εἰσῆξεν ὁ βασιλεύς ἀνθρώπους τινάς καί λέοντας καί κύνας, ἵνα διακομίσῃ αὐτούς εἰς τήν Πόλιν· ἐκεί δέ ἐνεσχέθη πέτρᾳ ὑφάλῳ καί ἐκάθητο ἀκίνητος. ἡμεῖς δέ μικρόν παραδραμόντες αὐτήν, ἐκεῖσε πῃ ἐμείναμεν, καί τήν μετ΄ αὐτήν ἡμέραν τε καί νύκτα διαγαγόντες· τῇ δ΄ ἐπιούσῃ ἄραντες ἐπλέομεν, καί ἐν τῷ παραπλέειν ἡμᾶς τήν Καλλιούπολιν, ἔστειλεν ὁ τῆς Καλλιουπόλεως ἄρχων ἕνα ἐκ τῶν ἑαυτοῦ ἀνθρώπων τῶν Ἀγαρηνῶν προσεροῦντα τῷ βασιλεῖ· προσεκαλέσατο δέ δι΄ αὐτοῦ τόν βασιλέα διαμηνυσάμενος, ὡς εἴπερ ὁρίσει, ἵνα ἀναπαύσηται εἰς τό κάστρον ἤ εἰς τόπον τοῦ ἀμηρᾶ, ἔστιν εἰς τόν ὁρισμόν αὐτοῦ. ἀπεδέξατο δέ τοῦτο ὁ βασιλεύς καί ἔστειλεν αὐτῷ δῶρον μαστραπᾶν ἀργυροῦν μετά τοῦ Λάσκαρι τοῦ Μάμαλη.

[←84]

Στενό: Ο Ελλήσποντος (Δαρδανέλλια).

[←85]

Στο κείμενο στρογγύλη ναῦς: Εμπορικό πλοίο που ταξίδευε με πανιά, χωρίς κωπηλάτες.

[←86]

Στο κείμενο λέοντας και κύνας: Τι ζώα ήσαν άραγε οι λέοντες; Ο Laurent 1971: 545 μεταφράζει επίσης «λιοντάρια και σκύλους» (des lions et des chiens).

[←87]

Στο κείμενο μαστραπᾶν, από το τουρκικό maşrapa.

[←88]

Λάσκαρις Μάμαλης: Άγνωστος κατά τον Laurent 1971: 544 σημ. 1, ο οποίος παραπέμπει στους Miklosich et F. Miller, Acta et diplomala graeca Medii Aevi, II, σ. 374, 375, 543, για άλλα μέλη αυτής τής αρκετά δραστήριας οικογένειας στις αρχές τού 15ου αιώνα και σημειώνει ότι ο Νικόλαος, που μπορεί να είχε κάποια σχέση με το υπόψη άτομο, ήταν πρεσβευτής τού Βυζαντίου στην Κρήτη το 1406.

[←89]

Συρόπουλος 11.23: Ἔκτοτε οὖν δευτεραῖοι πρός ἑσπέραν παρεπλέομεν τό προάστειον τῆς Πόλεως τόν Θεολόγον, ἔνθα ἡ κεφαλή τῆς Πόλεως, ὁ Ἀσάν κῦρ Παῦλος, μετ΄ ὀλίγων πάνυ ἐλθών προσεκύνησε τόν βασιλέα, καί περί δευτέραν ὥραν τῆς νυκτός κατελάβομεν τήν Χρυσείαν Πύλην καί ἔστημεν εἰς τήν λεγομένην Ἐξάρτησιν, οὗ ἦλθον πολλοί τῶν ἀρχόντων καί προσεκύνησαν τόν βασιλέα. τῇ δ΄ ἐπιούσῃ ἥτις ἦν πρὠτη τοῦ φεβρουαρίου τῆς τρίτης ἰνδικτιῶνος, ἡμέρα δευτέρα τῆς Τυροφάγου, ἅμα πρωΐ ἦλθεν ὁ δεσπότης κῦρ Κωνσταντῖνος μετά κατέργου εἰς ὑπαντήν τοῦ βασιλέως καί ἕτεροι πολλοί τῶν ἀρχόντων καί τῶν Γενουιτῶν καί τῶν Βενετίκων· καί ἐπεί οὐκ ἔδοξε καλόν τοῖς πρότερον βουλευσαμένοις, ἵν΄ εἴπωσι τῷ βασιλεῖ περί τοῦ θανάτου τῆς δεσποίνης, διά τοῦτο οὐδέ τότε ἔδειξάν τι λυπηρόν. ὅθεν καί προπέμποντες καί δορυφοροῦντες μετά κρότων καί σαλπίγγων καί παιάνων, ἀπέσωσαν αὐτόν εἰς τόν αἰγιαλόν τοῦ Κυνηγοῦ. ἐξελθόντες οὖν τῶν νηῶν ὁ βασιλεύς τε καί ὁ δεσπότης κῦρ Δημήτριος, προηγουμένου καί τοῦ δεσπότου κῦρ Κωνσταντίνου, ἀπήρχοντο εἰς τά βασίλεια ἔφιπποι. καί ὁ μέν βασιλεύς ὡς φθάσας καί μαθών τόν θάνατον τῆς βασιλίσσης, οὐ μήν δέ τόν τῆς δεσποίνης, μή ὁρῶν σημεῖά τινα χαροποιά εἰς τάς τῶν βασιλείων ὑπανοίξεις, ἐνόμισεν ὅτι γίνεται τοῦτο διά τον θάνατον τῆς βασιλίσσης. ὁμοίως δέ καί ὁ δεσπότης προμαθών μέν τόν θάνατον τῆς δεσποίνης, ἀγνοῶν δέ τήν ἑαυτοῦ χηρείαν· ὅθεν καί ἑκάτερος τῇ τοῦ ἑτέρου χηρείᾳ τά λυπηρά ἀπένεμεν. ὅτε δ΄ ἐντός τῶν βασιλικῶν κελλίων παρεγένοντο, εὑρέθησαν καί ἄμφω χηρεύοντες, τῆς μητρός αὐτῶν τῆς ἁγίας δεσποίνης ἀναγγειλάσης αὐτοῖς ὁμοῦ τό συμβάν, καί ἐπένθησαν ἑκάτερος τήν ἰδίαν λύπην. οὕτω μέν ἐπανήλθομεν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν μετά πολλῶν κόπων καί κινδύνων καί ταλαιπωρίας μεγίστης, καί ταῦτα τῶν καιριωτέρων μνησθέντος τοῦ λόγου καί καταλιπόντος τά μερικώτερα· ὀλίγα δέ τινα τά περί τάς ἀρχάς τῆς ἐνδημίας ἡμῶν προσθείς, τήν φίλην ἀσπάσεται σιωπήν.

[←90]

Θεολόγος: Το Έβδομον, ένα από τα σημαντικότερα προάστια τής Κωνσταντινούπολης στην Προποντίδα, 10 περίπου χιλιόμετρα δυτικά από το Μίλιον. Στη θέση τού Εβδόμου τής αυτοκρατορίας βρισκόταν μέχρι το 1922 η ελληνική κοινότητα Μακροχωρίου, ενώ σήμερα στον ίδιο χώρο υπάρχει ο οικισμός Μπακιρκιόϊ.

[←91]

Παῦλος Ἀσάν: Ανώτατος διπλωμάτης στην υπηρεσία τής αυτοκρατορίας, τότε διοικητής τής πρωτεύουσας κατά τη διάρκεια τής συνόδου. Πήγε στην Πελοπόννησο μαζί με τον αδελφό τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, τον Δημήτριο, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη τού Ασάν Θεοδώρα στις 16 Απριλίου 1441. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, στηλ. C48:
«Την ίδια μέρα ο Παύλος Ασάν, παίρνοντας την κόρη του Θεοδώρα Ασάνινα, έφυγε από την Πόλη, πήγε στη Μεσημβρία και την έδωσε ως νόμιμη σύζυγο στον δεσπότη κυρ Δημήτριο»
(Καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ [ιϚ-ῃ Ἀπριλλίου τοῦ τοῦ μθ-ου ἔτους] λαβών τήν αὑτοῦ θυγατέραν Ἀσανῖναν τήν Θεοδώραν Παῦλος ὁ Ἀσάνης ἔφυγεν ἀπό τῆς Πόλεως καί ἦλθεν εἰς τήν Μεσέμβριαν καί δέδωκεν αὐτήν εἰς νόμιμον γυναῖκα τῷ δεσπότῃ κύρ Δημητρίῳ).
Αργότερα το ίδιο έτος πέθανε από επίθεση αποπληξίας. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, στηλ. 1049Α:
«Κατά τη διάρκεια τού ίδιου μήνα ο Παύλος Ασάνης υπέστη τρομερό εγκεφαλικό επεισόδιο και παρέδωσε το πνεύμα»
(Ἐν ᾧ μηνί [Ὀκτωβρίῳ τοῦ ν-ου ἔτους] καί ἀποπληξίᾳ δεινῇ περιπεσών Παῦλος ὁ Ἀσάνης ἐναπέψυξεν).

[←92]

Χρυσή Πύλη: Η κεντρική πύλη των χερσαίων τειχών τής Πόλης. Βρισκόταν (και βρίσκεται) στο νότιο άκρο των τειχών, κοντά στη συμβολή τους με τα τείχη τής Προποντίδας. Από αυτήν περνούσε ο νοτιοδυτικός κλάδος τής Μέσης Οδού τής πόλης, οδηγώντας προς τη Θεσσαλονίκη και την Ελλάδα κατά μήκος τής βόρειας ακτής τής Προποντίδας.

[←93]

Εξάρθηση: Κατά τον Laurent 1971: 545 σημ. 4, προφανώς δεν πρόκειται για την Εξάρτυση τού Κεράτιου κόλπου, στην ακτή τού Γαλατά, απέναντι από την εκκλησία τής Αγίας Θεοδοσίας που βρισκόταν στην απέναντι όχθη. Το εδώ απόσπασμα μάς επιτρέπει να σκεφτούμε ότι η Εξάρθηση βρισκόταν στο λιμάνι τής Χρυσής Πύλης ή κοντά σε ναύσταθμο εργασιών, αφού ο αυτοκράτορας μπήκε στην πόλη από πύλη τής Προποντίδας και όχι από αντίστοιχη τού Κεράτιου.

[←94]

Στο κείμενο, τῆς τρίτης ἰνδικτιῶνος. Βλέπε πίνακα μετατροπής στη σημ. 25 τού κεφαλαίου β΄. Κατά τον Laurent 1971: 545 σημ. 5, όπως σημειώνει ο πάπας Ευγένιος Δ΄ σε επιστολή του προς τον Χριστόφορο Γκαρατόνι, η αυτοκρατορική νηοπομπή έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 31 Ιανουαρίου 1440 το βράδυ, ύστερα από τρεισήμισι μήνες σκληρού ταξιδιού στη θάλασσα. Αυτή η υπερβολική βραδύτητα φαινόταν στον πάπα ως απειλή για την Ένωση, απειλή την οποία θα επιδείνωνε η καθυστέρηση στη δημοσίευση τής απόφασης τής Συνόδου τής Φλωρεντίας (Laurent 1971: 545 σημ. 5).

[←95]

Σφραντζής, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1048:
«Τον Φεβρουάριο τού ίδιου έτους, επέστρεψαν από την Ιταλία ο αυτοκράτορας μας, ο δεσπότης [Δημήτριος] και ολόκληρη η αντιπροσωπεία μας, εκτός από τον πατριάρχη και τον στενό μου φίλο, τον ευγενή μητροπολίτη Σάρδεων. Ο τελευταίος πέθανε στη Φερράρα και ο πατριάρχης αργότερα στη Φλωρεντία»
(Καί τόν Φευρουάριον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπανέστρεψαν εἰς τήν Πόλιν ἀπό τῆς συνόδου ὅ τε βασιλεύς καί ὁ δεσπότης καί οἱ ἀπελθόντες πάντες ἄλλοι, τοῦ πατριάρχου καί μόνον καί τοῦ καλοῦ καγαθοῦ Σάρδεων κἀμοί πλεῖστα φίλων ἐκεῖσε τελευτησάντων, τούτου μέν εἰς Φεῤῥαρίαν, τοῦ δέ πατριάρχου ἐν Φλωρεντίᾳ ὕστερον).

[←96]

Επειδή πολύς κόσμος στο βιβλίο πέθανε από βουβωνική πανούκλα, ας δούμε πώς περιγράφει την ασθένεια εκείνης τής εποχής ο Κριτόβουλος, De Rebus Gestis Mechemetis, Fragmenta Historicorum Graecorum, τομ. 5 (Παρίσι 1873) 160-161:
«Θα μιλήσω λοιπόν και για τα ίδια τα συμπτώματα τής ασθένειας. Το κακό οπωσδήποτε εμφανιζόταν πρώτα στη βουβωνική χώρα και τα σημάδια εκεί εμφανίζονταν λίγο-πολύ. Έπειτα η ασθένεια προσέβαλλε βίαια το κεφάλι, προκαλώντας σε αυτό υψηλό πυρετό, φλεγμονές στις κοιλίες τού εγκεφάλου, στους υμένες και τα μηνίγγια, και ερεθισμούς και κοκκινίλες στο πρόσωπο. Στη συνέχεια σε κάποιους προκαλούσε αναισθησία, βαρύ ύπνο και λήθαργο, ενώ σε άλλους αντιθέτως φρενίτιδα, ημιπληγία και αϋπνία. Έπειτα εμφανιζόταν ο πόνος όλος γύρω από την καρδιά, με άγριο και πολύ ψηλό πυρετό, που κατέκαιγε τα εσωτερικά όργανα και προκαλούσε σε αυτήν έντονες φλεγμονές, υπερθέρμανση όλου τού αίματος, καταστροφή και φοβερούς πόνους από αυτό, έντονες οδύνες και φωνές εκείνων που χάνονταν, συνεχή ταχυπαλμία, αναπνοή βαριά και κάκοσμη, φοβερά ρίγη, κρυάδες, νέκρωση των άκρων και τελικά θάνατο. Τέτοια ήταν λοιπόν τα κύρια συμπτώματα τής ασθένειας, όπως αναφέρθηκαν σε μένα, παραλείποντας τα υπόλοιπα»
(XVIII. Λέξω δέ καί αὐτό τό εἶδος τῆς νόσου. τά μέν γάρ πρῶτα περί τούς βουβῶνας ἐστηρίζετο τό δεινόν ὁποιδήποτε, καί τό σημεῖον ἐν τούτοις ἐδείκνυτο ἤ μείζον ἤ ἔλαττον· ἔπειτα προσέβαλλε σφοδρῶς τῇ κεφαλῇ, καί θέρμας ἰσχυράς ἐνεποίει ταύτῃ καί φλεγμονάς περί τε τάς κοιλίας τοῦ ἐγκεφάλου καί τούς ὑμένας καί μήνιγγας, καί φλογώσεις καί ἐρυθήματα τοῦ προσώπου· κἀκ τούτου τισί μέν ἀναισθησίαν ἐνειργάζετο καί ὕπνον βαρύν καί καταφοράν, τισί δέ καί τοὐναντίον φρενῖτιν καί παραπληξίαν καί ἀγρυπνίαν ἐπέφερεν· εἶτα ἐστηρίζετο περί τήν καρδίαν ὁ πόνος ὅλος καί τό δεινόν μετά πυρετοῦ λάβρου τε καί διακαοῦς τά τε ἔνδον ξυμφλέγοντος καί ξυγκαίοντος καί φλεγμονάς έμποιοῦντος αὐτῇ σφοδροτάτας, καί ἐξόπτησιν τοῦ ὅλου αἵματος καί φθοράν καί ὀδύνας ἰσχυράς ἐκ τούτου καί ἀλγηδόνας δριμείας καί βοάς τῶν ἀπολωλότων, καί παλμούς ξυνεχεῖς καί ὀξεῖς καί ἄσθμα βαρύ καί δυσῶδες καί φρίκην δεινήν καί ψύξιν καί νέκρωσιν τῶν ἄκρων καί τελευταῖον θάνατον. τοιοῦτον δή τι καί τό εἶδος τῆς νόσου, ὡς ἐμοί γε κατεφάνη εἶναι τά πλεῖστα παραλιπόντι).

error: Content is protected !!
Scroll to Top