04. Η καταστροφή των αρχαιοτήτων τής Κωνσταντινούπολης (1204) στην περιγραφή τού Νικήτα Χωνιάτη

<-Η άλωση τής Πόλης από τούς Λατίνους (1204) και η επιστολή τού πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ Η κλοπή των αγίων λειψάνων τής Πόλης από τον ηγούμενο Μάρτιν (1204)->

Η καταστροφή των αρχαιοτήτων τής Κωνσταντινούπολης (1204) στην περιγραφή τού Νικήτα Χωνιάτη1

Για να μην υποφέρουμε πιο βασανιστικό πόνο διηγούμενοι την ιστορία με μακρηγορία, θα το προσπεράσουμε αυτό και θα δώσουμε συνοπτικά τα εξής στην περιγραφή μας.2

Λίγο καιρό αφότου η αυτοκρατορική μας εξουσία είχε περιπέσει στα χέρια των Φράγκων, καθώς και η αρχιερατική σ΄ εκείνα των Ενετών, εξαιτίας σφαλμάτων που γνωρίζει καλά ο Κύριος, δημιουργός και κυβερνήτης αυτού τού κοσμικού σκάφους, έφτασε από τη Βενετία ο [Λατίνος] πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, κάποιος που ονομαζόταν Θωμάς,3 μέσης ηλικίας και στη σωματική διάπλαση παχύτερος κι από γουρούνι που το τάιζαν μέσα σε λάκκο.4

Είχε καλοξυρισμένο πρόσωπο, όπως και οι άλλοι τού δικού του γένους, ενώ το στήθος του ήταν εντελώς άτριχο, σαν να είχε αποτριχωθεί με ειδική αλοιφή. Φορούσε ράσο που είχε ραμμένα πάνω του μικρά κομμάτια δέρματος και τα μανίκια στένευαν στους καρπούς. Στο χέρι του είχε δαχτυλίδι, ενώ καποιες φορές φορούσε και γάντια από δέρμα που εφάρμοζαν στα δάκτυλά του.5

Οι αφοσιωμένοι στον Θεό ακόλουθοί του, αυτοί που στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα, φαίνονταν να έχουν την ίδια ιδιότητα και ήσαν σε όλα απολύτως όμοιοι με τον προϊστάμενό τους, στα ρούχα, στη συμπεριφορά και στα θερισμένα γένια τους.6

Δείχνοντας από την αφετηρία,7 όπως λένε, το εθνικό τους γνώρισμα, τη φιλαργυρία, επινοούν χρηματικό πόρο πρωτότυπο, πόρο που είχε διαφύγει απ΄ όσους σκύλευσαν κατά καιρούς τη βασιλίδα πόλη. Ανοίγοντας τούς βασιλικούς τάφους, όσους βρίσκουν στο ηρώο που είναι χτισμένο γύρω από το μεγάλο τέμενος των μαθητών τού Χριστού,8 λωποδυτούν όλη τη νύχτα και με τον πιο ανόσιο τρόπο αρπάζουν ό,τι βρίσκεται μέσα σ΄ αυτούς, κοσμήματα χρυσά, μαργαριτάρια, πετράδια πολύτιμα αστραφτερά που ο καιρός δεν έφθειρε.9

Όταν μάλιστα βρήκαν και το πτώμα τού αυτοκράτορα Ιουστινιανού, εντελώς διατηρημένο, απείραχτο από τούς αιώνες που πέρασαν, απέδωσαν βέβαια αυτό που είδαν σε θαύμα, ωστόσο διόλου δεν περιφρόνησαν τα ταφικά αναθήματα.10

Μπορεί λοιπόν κανείς να πει ότι οι εκπρόσωποι τής Εσπερίας ούτε για τούς ζωντανούς ούτε καν για τούς νεκρούς έδειξαν οίκτο, αλλά ξεκινώντας από τον Θεό και τούς θεράποντές του, έδειξαν κάθε αδιαφορία για όλους, όπως και κάθε ασέβεια.11

Λίγο μετά κομματιάζουν και τού Μέγιστου Ναού12 το καταπέτασμα, που ζύγισε πολλές χιλιάδες μνες13 τού πιο καθαρού ασημιού και διέθετε παχιά επίστρωση χρυσού.14

Επειδή είχαν έλλειψη χρημάτων (γιατί οι βάρβαροι δεν ξέρουν πώς να ικανοποιήσουν την αγάπη τους για τα πλούτη), έριχναν ματιές με λαχτάρα στα χάλκινα αγάλματα και τα έστελναν στις φλόγες.15

Η ορειχάλκινη Ήρα, που στεκόταν στο φόρο τού Κωνσταντίνου,16 ρίχτηκε σε καμίνι και κόπηκε σε νομίσματα. Το κεφάλι αυτού τού αγάλματος ήταν τόσο βαρύ, που κατάφεραν να το μεταφέρουν στο μεγάλο παλάτι μόνο όταν έζεψαν σε άμαξα τέσσερα ζευγάρια βόδια.17

Έπειτα από αυτήν, ανατράπηκε από τη βάση του ο Πάρις-Αλέξανδρος, που στεκόταν δίπλα στην Αφροδίτη και τής πρόσφερε το χρυσό μήλο τής Έριδος.18

Όσο για την τετράπλευρη εκείνη χάλκινη κατασκευή, που ανταγωνιζόταν σε ύψος τούς πιο ψηλούς από τούς κίονες που είναι στημένοι σε πολλά σημεία τής πόλης μας, ποιος άραγε βλέποντάς την δεν θαύμασε την ποικιλία τής ομορφιάς της; Βρισκόταν εκεί ζωγραφισμένο κάθε ωδικό πτηνό, κελαηδώντας την άνοιξη. Απεικονίζονταν επίσης σε αυτήν οι εργασίες των γεωργών, αυλοί, καρδάρες, βελάσματα προβάτων και σκιρτήματα αρνιών.19

Στο κάτω μέρος απλωνόταν το πέλαγος τής θάλασσας και στα νερά του έβλεπε κανείς κοπάδια ψαριών, άλλα πιασμένα στα δίχτυα κι άλλα να τα ξεσχίζουν και να ξαναφεύγουν ανάλαφρα προς τον βυθό. Και οι Έρωτες, δυο-δυο, τρεις-τρεις μαζί, γυμνοί, χωρίς ρούχα, πετούσαν μήλα ο ένας στον άλλον κι ανασκιρτούσαν από γέλιο γλυκό.20

Η τετράπλευρη αυτή κατασκευή κατέληγε σε σχήμα πυραμίδας, ενώ πάνω, στην κορυφή, έβλεπε κανείς γυναικεία μορφή που περιστρεφόταν και με τις πιο ελαφρές πνοές τού ανέμου. Γι΄ αυτό και ονομαζόταν Ανεμοδούλιον.21 22

Ωστόσο κι αυτό το πανέμορφο έργο το παρέδωσαν στους καμινευτές, καθώς και τον έφιππο εκείνον άνδρα, που στηριζόταν πάνω σε τραπεζιόσχημη βάση στο φόρο τού Ταύρου,23 τον άνδρα με την ηρωική μορφή και το αξιοθαύμαστο μέγεθος.24

Έλεγαν κάποιοι ότι επρόκειτο για τον Ιησού τού Ναυή και το δικαιολογούσαν από το γεγονός ότι έδειχνε με το προτεταμένο του χέρι στην κατεύθυνση τού ήλιου που ήδη πορευόταν προς τη δύση, σαν να τον πρόσταζε να σταθεί πάνω από τη Γαβαών.25 Οι περισσότεροι όμως πίστευαν ότι επρόκειτο για τον Βελλεροφόντη, τον γεννημένο και αναθρεμμένο στο νησί τού Πέλοπα, που ίππευε τον Πήγασο. Κι αυτό γιατί το άλογο ήταν αχαλίνωτο, ενώ έτσι μάς περιγράφεται ο Πήγασος, ελεύθερος να τρέχει παντού, χωρίς ν΄ ανέχεται αναβάτη, αφού και να πετά μπορούσε και να καλπάζει στη γη.26 27

Στα στόματα όλων κυκλοφορούσε παλαιά φήμη, που πέρασε και σ΄ εμάς, ότι κάτω από την αριστερή μπροστινή οπλή αυτού τού αλόγου ήταν κρυμμένο ομοίωμα ανδρός. Κατά τη γνώμη κάποιων παρίστανε Ενετό, ενώ κατά τη γνώμη άλλων παρίστανε άνδρα δυτικού έθνους από εκείνα που υπάγονταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ή ίσως Βούλγαρο. Μάλιστα πολλές φορές είχε ασφαλιστεί η οπλή, ώστε να μη μπορεί κανείς, με κανένα τρόπο, να δει τι ήταν κρυμμένο από κάτω της.28

Όταν το άλογο κατακομματιάστηκε και στάλθηκε μαζί με τον αναβάτη του στη φωτιά, βρέθηκε και το θαμμένο κάτω από την οπλή χάλκινο ομοίωμα, που ήταν μάλιστα τυλιγμένο σε μάλλινη χλαίνη. Όμως οι Λατίνοι λίγο νοιάστηκαν για τις φήμες που το συνόδευαν. Το έριξαν κι αυτό στη φωτιά.29

Αλλά ούτε τα αγάλματα που βρίσκονταν στον Ιππόδρομο, ούτε και άλλα θαυμαστά έργα άφησαν αβλαβή αυτοί οι βάρβαροι, που δεν γνώρισαν ποτέ έρωτα για την ομορφιά. Τα κόψανε κι αυτά σε νομίσματα, ανταλλάσσοντας έτσι τα μεγάλα με μικρά και μετατρέποντας σε κέρματα μικρής αξίας εκείνα που είχαν φτιαχτεί με τα μεγαλύτερα έξοδα.30

Γκρεμίστηκε λοιπόν και ο Ηρακλής, ο μέσα σε τρεις νύχτες γεννημένος, ο μέγας μεγαλωστί,31 απιθωμένος μέσα σε κοφίνι, με τη λεοντή στρωμένη από πάνω, την ‒έστω και χάλκινη‒ φοβερή στην όψη, που έμοιαζε πως θα ΄βγαζε βρυχηθμό ο οποίος θα τρόμαζε το ανυπεράσπιστο πλήθος που στεκόταν εκεί πέρα.32

Ο Ηρακλής παρουσιαζόταν καθισμένος, χωρίς φαρέτρα στην πλάτη του, χωρίς να κρατάει στα χέρια του τόξο, δίχως να προβάλει το ρόπαλό του, αλλά εκτείνοντας το δεξί του πόδι και το δεξί του χέρι όσο ήταν δυνατό, ενώ το αριστερό του πόδι το είχε λυγισμένο και πάνω στο γόνατο στήριζε το αριστερό χέρι με τον αγκώνα. Με τον βραχίονα τού χεριού του ορθωμένο στήριζε το κεφάλι στην παλάμη, βαρύθυμος, θρηνώντας για την κακή του τύχη, δυσανασχετώντας για τούς άθλους που τού επέβαλε ο Ευρυσθέας, όχι από ανάγκη, μα από φθόνο περισσότερο, εκμεταλλευόμενος την περίσταση.33

Και είχε το στέρνο ευρύ, τούς ώμους φαρδείς, τριχοφυΐα πυκνή, τα μπράτσα δυνατά. Το μέγεθός του ήταν τόσο όσο και τού αρχέτυπου Ηρακλή, όπως, έχω την εντύπωση, τον φαντάστηκε ο Λυσίμαχος, που φιλοτέχνησε το χάλκινο άγαλμα, καλλιτέχνημα αριστουργηματικό, το πρώτο από τα χέρια του αλλά και το τελευταίο. Και ήταν τόσο μεγάλος, που η κορδέλα που περιέβαλλε τον αντίχειρά του είχε το μέγεθος ζωστήρα ανδρικού, ενώ η κνήμη του ήταν ίση με το ανάστημα ανδρός.34

Τέτοιος ήταν ο Ηρακλής. Και δεν τον άφησαν στη θέση του αυτοί που ξεχωρίζουν την ανδρεία απ΄ όλες τις συγγενικές αρετές, την οικειοποιούνται και την υπολογίζουν πάνω απ΄ όλα.35

Μαζί με τον Ηρακλή κατεδάφισαν και τον γάιδαρο που γκάριζε βαρυφορτωμένος καθώς προχωρούσε, με τον οδηγό του να τον ακολουθεί από πίσω. Αυτές οι μορφές είχαν στηθεί από τον Καίσαρα Αύγουστο στο Άκτιο (που είναι η Νικόπολη στην Ελλάδα), επειδή, όταν βγήκε μια νύχτα για να κάνει αναγνώριση τού στρατόπεδου τού Αντώνιου, συνάντησε έναν άνθρωπο που οδηγούσε γάιδαρο και όταν τον ρώτησε ποιος ήταν και πού πήγαινε, εκείνος είπε «ονομάζομαι Νίκων36 και ο γάιδαρός μου Νίκανδρος37 και πηγαίνω στο στρατόπεδο τού Καίσαρα».38 39

Δεν κράτησαν τα χέρια τους μακριά ούτε από την ύαινα και τη λύκαινα, εκείνες που θήλασαν τον Ρώμο και τον Ρωμύλο. Κι αυτά τα παλαιά τιμημένα σύμβολα τού γένους τα έκοψαν σε στατήρες μικρής αξίας, χάλκινους κι αυτούς, και τα έριξαν στο χωνευτήρι.40

Ακόμη και τον άνδρα που πάλευε με λιοντάρι, όπως και τον ίππο τού Νείλου, που το πίσω μέρος τού σώματός του κατέληγε σε ουρά σκεπασμένη από λέπια. Επίσης εκείνον τον ελέφαντα που έσειε την προβοσκίδα του. Επιπλέον τις Σφίγγες, όμορφες γυναίκες στην όψη από μπροστά, αλλά θηρία φρικτά από πίσω και ακόμη πιο παράξενες, καθώς και πεζές πορεύονταν αλλά και ανάλαφρες με τα φτερά πετούσαν, μπορώντας να συναγωνιστούν ακόμη και τα πουλιά που είχαν μεγάλες φτερούγες.41

Επίσης το ξεχαλίνωτο άλογο που όρθωνε τ΄ αυτιά και φρούμαζε και που ζωηρό και υπάκουο συνάμα πρότεινε το πόδι του, καθώς και το πανάρχαιο κακό, τη Σκύλλα, που μέχρι τη μέση είχε μορφή γυναίκας, μορφή ωστόσο εμπροσθοβαρή, με στήθος προς τα εμπρός, γεμάτη αγριότητα, ενώ από κει και κάτω χωριζόταν σε μορφές θηρίων που χυμούσαν στο πλοίο τού Οδυσσέα, και καταβρόχθιζαν αρκετούς από τούς συντρόφους του.42 43

Στον ιππόδρομο υπήρχε επίσης χάλκινος αετός, αποτέλεσμα των παραδόξων μεθοδεύσεων τού Απολλωνίου τού Τυανέως και τής γοητείας που ασκούσε ο άνθρωπος αυτός μεγαλοπρεπέστατη απόδειξη, μαγική. Όταν κάποτε, δηλαδή, συναντήθηκε με τούς Βυζαντινούς, τον παρακάλεσαν εκείνοι να πάψει τις δαγκωματιές των φιδιών, από τις οποίες κακοπάθαιναν άσχημα.44 Εκείνος, με κάθε τρόπο και συνολικά, όλες τις ανομολόγητες μεθόδους χρησιμοποίησε, των οποίων δάσκαλοι είναι οι δαίμονες και όσοι πιστεύουν στων δαιμόνων τις οργιαστικές εκδηλώσεις, κι έστησε πάνω σε στήλη αετό, θέαμα που στάλαζε την ηδονή μες στις ψυχές, και ανάγκαζε να στέκονται όσοι το αντίκριζαν, όμοια μ΄ αυτούς που ακούγαν των Σειρήνων τα τραγούδια, που δύσκολα μπορούσε κανείς ν΄ αντιπαρέλθει.45

Είχε τα φτερά του ανοιχτά σαν να πετούσε, κι ένα φίδι κάτω από τα πόδια του σκιρτούσε και τεντωνόταν με ελικοειδείς κινήσεις, εμποδίζοντας τον αετό να σηκωθεί στον αέρα και προσπαθώντας να φτάσει στα φτερά του και να τα δαγκώσει. Μα πουθενά δεν έφτανε το φαρμακερό φίδι. Γιατί καθώς το είχαν διαπεράσει οι αιχμές των νυχιών τού αετού έσβησε η ορμή του κι έμοιαζε περισσότερο να κοιμάται, παρά να προσκολλάται στα φτερά τού πουλιού για να το αντιμετωπίσει. Έτσι, πνέοντας τα λοίσθια το φίδι, πέθαινε μαζί του και το φαρμάκι του. Μα ο αετός, περήφανα κοιτώντας, έτοιμος σχεδόν ν΄ ανακράξει για τη νίκη του, ορμούσε προς τα πάνω επιχειρώντας να συμπαρασύρει το ερπετό και στον αέρα να βρεθούν και τα δύο. Και τα συμπέραινε κανείς αυτά από τη χαρά στο βλέμμα τού αετού και από τη νέκρωση τού φιδιού, που βλέποντάς το κανείς να έχει πάψει να συστρέφεται και να δαγκώνει με δαγκωματιά θανατηφόρα, θα πίστευε πως και τα υπόλοιπα φίδια τού Βυζαντίου, έχοντας τούτο το παράδειγμα, θα λούφαζαν και θ΄ αναγκάζονταν να μαζευτούν στις τρύπες τους και να κρυφτούν.46

Ωστόσο το γλυπτό αυτό με τη μορφή αετού δεν ήταν αξιοθαύμαστο μόνο για όσα προαναφέραμε, αλλά και για το γεγονός ότι έδειχνε ξεκάθαρα και τις ώρες τής ημέρας σε όσους το αντίκρυζαν με πρακτικό τρόπο. Και τις έδειχνε με τις αυλακιές που ήσαν χαραγμένες στα φτερά του, όταν οι ακτίνες τού ήλιου δεν σκοτείνιαζαν από τα σύννεφα.47

Αλλά και η λευκώλενη Ελένη, η καλλίσφυρη, η με τον περήφανο ψηλό λαιμό, αυτή που όλους τούς Έλληνες συγκέντρωσε στην Τροία, εκείνη που κυρίεψε την Τροία και φεύγοντας από αυτήν προσάραξε στον Νείλο κι έπειτα πάλι στων Λακώνων τούς τόπους επέστρεψε για πάντα, μήπως κι αυτή ημέρωσε τούς ανήμερους; Μήπως μαλάκωσε τη σιδερένια βούλησή τους;48

Διόλου δεν κατάφερε κάτι παρόμοιο, αυτή που με την ομορφιά της υποχείριο έκανε όποιον την αντίκρυζε, κι ας ήταν ντυμένη με ρούχα φανταχτερά κι ας είχε όψη δροσερή, παρά τον χαλκό, και ας παρακινούσε στον έρωτα με τον χιτώνα της, με τον πέπλο της, με το στεφάνι και τον πλόκαμο των μαλλιών της. Και ήταν ο χιτώνας της λεπτότερος κι από ιστό αράχνης και αριστουργηματικός έπεφτε από πάνω του ο πέπλος, και το στεφάνι το μέτωπό της έστεφε, έχοντας τη διαύγεια τού χρυσαφιού και των πολύτιμων λίθων, ενώ η πλεξίδα της τον καταρράκτη των μαλλιών της μάζευε, αυτόν που άνεμος εδώ κι εκεί οδηγούσε, φτάνοντας ώς τις κνήμες της.49

Τα χείλη είχε μισάνοιχτα, χαλαρωμένα σαν κάλυκα λουλουδιού, και θα ΄λεγες πως θ΄ ακουστεί απ΄ αυτά φωνή. Όσο για το χαριτωμένο της χαμόγελο, που ευθύς κυρίευε και γέμιζε χαρά τον θεατή, το χαρωπό της βλέμμα, των φρυδιών τις καμάρες και τις υπόλοιπες τού σώματός της ομορφιές, αυτά, τι λογής ήσαν, αδύνατο μού είναι να περιγράψω με λόγια και να τα παραστήσω για τούς κατοπινούς.50

Αλίμονο Ελένη, κόρη τού Τυνδάρεω,51 κάλλος από τη φύση του όμορφο, μόσχευμα των ερώτων, τής Αφροδίτης έγνοια, τής φύσης δώρο πανάριστο, βραβείο για το οποίο έριζαν οι Έλληνες κι οι Τρώες! Πού είναι άραγε το φάρμακο εκείνο που έπαυε τούς πόνους κι έκανε να λησμονιούνται όλες οι συμφορές, αυτό που τού Θώνου τού βασιλιά η γυναίκα τού χάρισε; Πού είναι τα φίλτρα σου τα ακαταμάχητα; Γιατί δεν τα χρησιμοποίησες, όπως παλιά, και τώρα; Φοβάμαι, όμως, πως οι Μοίρες το όρισαν στη βία να πέσεις τής φωτιάς, μη παύοντας ακόμα και ως εικόνα τον έρωτα ν΄ ανάβεις σε όσους σ΄ αντικρίζουν.52

Θα μπορούσα να πω ότι τού Αινεία αυτοί οι απόγονοι με τη φωτιά σε τιμώρησαν ως αντίποινα για το ότι αιθάλη έγινε η Τροία απ΄ τη φωτιά, μ΄ αιτία τούς δικούς σου έρωτες, τούς αδικοκαμωμένους. Ωστόσο, η μανία αυτών των ανθρώπων για χρυσάφι δεν μού επιτρέπει μήτε να σκεφτώ, μήτε να πω κάτι παρόμοιο. Εξαιτίας αυτής τής μανίας τα σπάνια σε κάθε τόπο, τα ομορφότερα ανάμεσα στα όμορφα έργα, οδηγήθηκαν στον πλήρη αφανισμό. Εξαιτίας της πάλι, πολλές φορές αυτοί διώχνουν και χωρίζουν τις γυναίκες τους, με αντάλλαγμα λίγα χρήματα. Και δείχνουν μεγαλύτερη έφεση να στρώνονται μπροστά σ΄ ένα τραπέζι κι όλη τη μέρα να παίζουν πεσσούς, και μάλιστα με ορμή παράλογη και μανιώδη, και όχι με λογική ανδρεία.53

Κι ο ένας στον άλλον ορμάει έξαλλα και τού Άρη ζώνονται τα όπλα, βάζοντας ως έπαθλο τής νίκης όλα όσα κατέχουν, κι αυτές ακόμα τις νόμιμες συζύγους τους,54 χάρη στις οποίες άκουσαν τα παιδιά τους να τούς φωνάζουνε "πατέρα", ακόμα και το σπουδαίο εκείνο πράγμα, που δεν το παραχωρεί κανείς σε άλλον, την ψυχή, εξαιτίας τής οποίας τα πάντα κάνουν οι άνθρωποι. Άλλωστε, πώς είναι δυνατόν ν΄ αναζητήσει κανείς σε ανθρώπους βάρβαρους, αγράμματους και πλήρως αναλφάβητους την ανάγνωση και τη γνώση των λόγων αυτών που τραγουδήθηκαν για σένα:55

«Δεν είναι κρίμα αν βασανίζονται για μια γυναίκα τέτοια
μαζί οι Αργίτες οι λιοντόκαρδοι κι οι Τρώες καιρούς και χρόνια;
Τι φοβερά με τις αθάνατες θεές στην όψη μοιάζει!»56 57

Πρέπει όμως ν΄ αναφερθώ και σε αυτό: πάνω σε στήλη ήταν τοποθετημένη μορφή νεαρής γυναίκας, στην πιο χαριτωμένη ηλικία, με τα μαλλιά τραβηγμένα προς τα πίσω, να πέφτουν από τις δύο πλευρές τού προσώπου της. Δεν ήταν τοποθετημένη ψηλά αλλά χαμηλά, κι όποιος άπλωνε το χέρι του μπορούσε να την αγγίξει. Με το δεξί της χέρι, δίχως υποστήριγμα κανένα, βαστούσε στην παλάμη από το πόδι τού αλόγου έφιππο άνδρα σαν να κρατούσε κύπελλο γεμάτο ποτό. Ο καβαλάρης είχε σώμα σφριγηλό, φορούσε θώρακα στο στήθος, στα πόδια του περικνημίδες, μορφή ολότελα πολεμική. Το άλογο τα αυτιά του έτεινε σε ήχο σάλπιγγας, τέντωνε τον ψηλό λαιμό και ήταν στην όψη φοβερό και με τα μάτια του φανέρωνε την αγριεμένη του διάθεση. Τα πόδια του υψώνονταν στον αέρα, δείχνοντας κίνηση πολεμική.58 59

Ύστερα από αυτό το γλυπτό, πολύ κοντά στον ανατολικό αυχένα τού λόφου που ονομαζόταν λόφος Ρουσίου, ήσαν στημένοι αρματηλάτες, που έδιναν υποδείξεις επιδεξιότητας στην αρματοδρομία. Με την κίνηση των χεριών τους έδειχναν, θαρρείς, στους αρματοδρόμους πώς περνώντας τη στροφή τού στίβου δεν έπρεπε να χαλαρώνουν τα χαλινάρια αλλά να οδηγούν τα άλογα λοξά και διαρκώς, ολοένα πιο δυνατά, να τα χτυπούν με το μαστίγιο και ν΄ αναγκάζουν έτσι τον αντίπαλο να λοξοδρομεί και να μένει πίσω, έστω κι αν είχε άλογα ταχύτερα και κατείχε καλά την τέχνη τής αρματοδρομίας.60

Σ΄ εκείνα που ειπώθηκαν, ας προστεθεί κάτι ακόμη. Γιατί δεν είχα την πρόθεση να τα καταγράψω όλα. Όμορφο στην όψη και στην τέχνη, σχεδόν απ΄ όλα ανώτερο, ήταν το ζώο το φιλοτεχνημένο από χαλκό, πάνω σε πέτρινη βάση, που ολότελα θα έμοιαζε με βόδι, αν δεν είχε κοντή ουρά, μακρύ λαιμό και νύχια στα πόδια. Στα σαγόνια του έσφιγγε κι έπνιγε άλλο ζώο, με λέπια σε ολόκληρο το σώμα τόσο τραχιά, που θα πλήγωναν ακόμη κι όποιον αρματωμένος τα άγγιζε. Έμοιαζε να είναι βασιλίσκος61 το ένα και ασπίδα62 το άλλο που συνθλιβόταν στο στόμα τού πρώτου. Αρκετοί όμως νόμιζαν ότι επρόκειτο για βόδι τού Νείλου και για κροκόδειλο.63

Για μένα, πέρα από τις διαφορετικές εντυπώσεις, το κυριότερο είναι πως είχαν εμπλακεί σε μια πάλη παράδοξη. Ταυτόχρονα έπληττε και υπέφερε καθένα τους εξαιτίας τού άλλου, αφάνιζαν και αφανίζονταν, κέρδιζαν κι έχαναν και την ίδια ώρα καθένα ήταν νικητής και υπέκυπτε στο άλλο. Αυτό που έλεγαν πως είναι βασιλίσκος φούσκωνε ολόκληρο, από το κεφάλι ώς τα πέλματα των ποδιών του, λύγιζε το σώμα του και ειχε χρώμα πράσινο, πιο πράσινο κι από τον βάτραχο, καθώς έτρεχε το φαρμάκι τού άλλου παντού μέσα του και τού έδινε το χρώμα τού θανάτου. Στα γόνατα έπεφτε λοιπόν κι έσβηναν τα μάτια του, καθώς μαραινόταν τής ζωής η δύναμη.64

Μάλιστα έδινε σε όσους τον έβλεπαν την εντύπωση ότι θα είχε ανατραπεί νεκρός από ώρα, αν δεν τον στήριζαν οι βάσεις των ποδιών του και δεν τον κρατούσαν σε όρθια στάση. Ο άλλος, πιασμένος από τα σαγόνια, αγωνιζόταν με δυσκολία με την ουρά του, ενώ [ο ταύρος] είχε το στόμα ορθάνοιχτο, για να τον πνίξει συμπιέζοντας τα δόντια του. Εκείνος [ο κροκόδειλος] φαινόταν να τεντώνεται και να προσπαθεί να γλιστρήσει έξω από το φράγμα των δοντιών του για να περάσει μέσα από το ανοιχτό στόμα, αλλά δεν είχε τη δύναμη, επειδή το μέρος αμέσως πίσω από τούς ώμους, τα μπροστινά πόδια, καθώς εκείνα τα μέρη του σώματος που συνδέονταν με την ουρά βρίσκονταν μέσα στο κενό τού στόματός του [τού ταύρου], πιασμένα στα σαγόνια του.65

Έτσι σκοτώθηκαν το ένα από το άλλο. Κοινός και στα δύο ήταν ο αγώνας και η άμυνα, ισοδύναμα ήσαν στη νίκη, που τη συνόδευσε και για τα δύο ο θάνατος.66

Νομίζω ότι πρέπει να πω, ότι το να καταστρέφει ο ένας τον άλλον και από κοινού να παίρνουν τον δρόμο προς τον θάνατο, είναι από τις ανθρώπινες συμφορές η πιο ολέθρια και φονική. Δεν είναι κάτι που απλώς απεικονίζει κανείς, μήτε συμβαίνει μόνο στα πιο δυνατά ζώα. Συχνά συμβαίνει και σε έθνη, όπως αυτά που ήρθαν εναντίον εμάς των Ρωμιών,67 φονεύοντας και φονευόμενοι, καταστρεφόμενοι από τη δύναμη τού Χριστού, ο οποίος σκορπίζει τα έθνη που θέλουν πολέμους68 και δεν χαίρεται με την αιματοχυσία, ο οποίος επιτρέπει στον δίκαιο άνθρωπο να βαδίζει πάνω στην ασπίδα και τον βασιλίσκο,69 καταπατώντας το λιοντάρι και τον δράκο.70

<-Η άλωση τής Πόλης από τούς Λατίνους (1204) και η επιστολή τού πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ Η κλοπή των αγίων λειψάνων τής Πόλης από τον ηγούμενο Μάρτιν (1204)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top