09. Μια μέρα τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου στην Ιταλία

<-H επιστολή τού Γεώργιου Τραπεζούντιου προς τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο Η απόφαση τής Συνόδου Φλωρεντίας->

Μια μέρα τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου στην Ιταλία1

Στις 27 Ιουλίου 1439 εγώ, ο Τζιοβάννι ντι Τζάκοπο ντι Λάτινο ντε Πίλι, ευρισκόμενος γύρω στις εννιά το πρωί ή λίγο πριν στην πλατεία τής Περέτολα, είδα να έρχεται από τον δρόμο τού Πράτο ο κύριος Άντζελο τού Τζάκοπο Ατσαγιόλι με κάποιους ακόλουθους.2 Πήγε μέχρι την πόρτα τής εκκλησίας τής Περέτολα και χτύπησε αρκετές φορές. Βλέποντας ότι δεν άνοιγε, πήγα προς το μέρος του και ρώτησα, αν δεν τον πείραζε η ερώτησή μου, τι έκανε και τι ήθελε από τον εφημέριο. Μού απάντησε:3

«Έρχομαι από την Πιστόϊα και το Πράτο, στην ακολουθία τού αυτοκράτορα τής Κωνσταντινούπολης, που ήθελε να πάει να δει την Πιστόϊα και τη ζώνη τής Παναγίας στο Πράτο4 και η Σινιορία μού ανάθεσε να τον ακολουθήσω. Επειδή έχει περάσει η ώρα για να γυρίσουμε στη Φλωρεντία και να φάει5 και επειδή είναι κουρασμένος κι άρρωστος, όπως γνωρίζεις, θα ήθελα να τον βάλω στην εκκλησία μέχρι το βράδυ».6

Εγώ τού απάντησα:

«Κύριε, είμαι μόνος στο σπίτι. Αν το σπίτι μας είναι επαρκές για να υποδεχθεί τόσο μεγάλον άρχοντα, θα μού έδινε απόλυτη ευχαρίστηση, αλλά οφείλω να σάς προειδοποιήσω, ότι στο σπίτι δεν υπάρχει τίποτε εκτός από κρεβάτια και τούς τέσσερις τοίχους».7

Μού απάντησε λέγοντας:

«Είχα την πρόθεση να τον πάω είτε στο σπίτι τού Αντόνιο, τού γιου τού κυρίου Ριτσάρντο (Ricciardo) ή στο σπίτι σου, αλλά θεωρώντας ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται τέτοιες επιβαρύνσεις σε φίλους, πήγαινα εδώ, σε αυτόν τον ιερέα».8

Με ευχαρίστησε ιδιαίτερα και συμφώνησε να τον φέρει στο σπίτι μας, λέγοντας:

«Δεν θέλω να μπεις σε καμία δαπάνη πέρα από τη χρήση τού σπιτιού σου. Η Κοινότητα πληρώνει τα έξοδά του».9

Γύρισε προς το Πράτο, συνάντησε τον αυτοκράτορα στον δρόμο και τον έφερε κατευθείαν στο σπίτι μας. Εκείνος εμφανίστηκε μαζί με σαράντα έως πενήντα ιππείς, σε καλή κατάσταση και με τούς πολλούς βαρώνους, άρχοντες και κυρίους του. Επειδή είχε χάσει τη δυνατότητα χρήσης των ποδιών του, μπήκε μέσα στην αίθουσά μας με το άλογο, χωρίς να τον δει κανείς να ξεπεζεύει, εκτός από τούς δικούς του κυρίους και υπηρέτες. Τού είχα ετοιμάσει το κρεβάτι τού δωματίου αριστερά τής εισόδου στην αίθουσα, στρωμένο όπως ήταν, με πράσινη κουβέρτα και ζευγάρι λευκά σεντόνια. Όμως ο αυτοκράτορας, όπως κατάλαβα, δεν ήθελε να πάει στην κρεβατοκάμαρα. Αντ΄ αυτού τού έφτιαξαν ένα είδος καναπέ με δύο πάγκους, με μικρό στρώμα και κουβέρτα, δίπλα στην πόρτα τής αίθουσας, προς τα αριστερά τού προς τα μέσα διαδρόμου, κάτω από την κρεβατίνα, κι εκεί κοιμήθηκε μέχρι να τού ετοιμάσουν οι άνθρωποί του κάτι να φάει. Όταν ετοιμάστηκε το φαγητό, τού έβαλαν μικρό τραπέζι μπροστά στον καναπέ του. Τού βρήκα μερικά λευκά τραπεζομάντηλα και στη συνέχεια έφαγε μόνος. Οι άλλοι, οι βαρώνοι και οι άρχοντές του, [έφαγαν] κάτω από την κρεβατίνα, μέσα κι έξω από το σπίτι, σαν συσσίτιο στρατιωτών. Και οι υπόλοιποι, οι υπηρέτες, αφού έφαγαν οι άρχοντες, πήραν κι αυτοί το γεύμα τους στο ίδιο μέρος.10

Και σημειώστε ότι το πρώτο φαγητό που έφαγε ο αυτοκράτορας ήταν μια σαλάτα με άνδρακλα11 και μαϊντανό, με μερικά κρεμμύδια, τα οποία ήθελε να καθαρίσει ο ίδιος. Μετά από αυτό υπήρχαν κοτόπουλα και περιστέρια βραστά και στη συνέχεια κοτόπουλα και περιστέρια κομμένα στα τέσσερα και τηγανισμένα στο τηγάνι με λαρδί. Καθώς έρχονταν τα πιάτα, τα τοποθετούσαν όλα μπροστά του, έπαιρνε ό,τι ήθελε και τα έστελνε στους άλλους. Το τελευταίο πιάτο του ήταν αυγά ριγμένα σε ζεστά τούβλα, ενώ τα άλλα ήσαν μαγειρεμένα. Τα έβαλαν μπροστά του σε μπωλ με πολλά μπαχαρικά. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς γινόταν αυτό, αλλά αυτό έγινε.12

Ο κύριος Άντζελο κι εγώ, μαζί με τούς υπηρέτες του, πήγαμε να γευματίσουμε στο σπίτι τού Αντόνιο, τού γιου τού κυρίου Ριτσάρντο, όπου η σύζυγος τού τελευταίου είχε μαγειρέψει για εμάς κοτόπουλα και περιστέρια που είχαν σταλεί εκεί με δαπάνη τού εν λόγω κυρίου, τού ραβδοφόρου τής Σινιορίας. Στη συνέχεια, όταν νιώθαμε ότι είχαμε φάει και αναπαυτεί αρκετά, φύγαμε για το σπίτι μου και βρήκαμε τον αυτοκράτορα να παίζει τάβλι13 με έναν από τούς βαρώνους του. Μερικοί από τούς ανθρώπους του στέκονταν και παρακολουθούσαν. Άλλοι πήγαιναν βόλτα στον κήπο, ενώ άλλοι κοιμoύνταν σε όλες τις κρεβατοκάμαρες, σαν να βρίσκονταν στο σπίτι τους. Ο κύριος Άντζελο, ο Τσιριάκο τής Ανκόνα,14 άνθρωπος πολύ μορφωμένος στα ελληνικά και στα λατινικά, καθώς κι εγώ, στεκόμασταν όλη τη μέρα στην αίθουσα, καθώς ο αυτοκράτορας έπαιζε πάντοτε τάβλι και αστειευόταν με τούς ανθρώπους του.15

Το βράδυ, κατά την εικοστή τρίτη ώρα16 ή ίσως αργότερα, ο κύριος Άντζελο μού ζήτησε να πάω στον κήπο μαζί με τούς κυρίους και με έβαλε να γονατίσω στα πόδια τού αυτοκράτορα. Εξέφρασε ευχαριστίες, μέσω τού διερμηνέα του, για την τιμή που τού είχα κάνει να τον υποδεχθώ στο σπίτι μου και αφού μού έκανε την προσφορά ότι, αν πήγαινα ποτέ στην πατρίδα του, θα μού έκανε την τιμή, κλπ., πήρε το όνομά μου, πώς λεγόμουν, πού είχε μείνει και κράτησε τέτοιου είδους σημειώσεις.17

Απάντησα στην Αυτού Μεγαλειότητα εκείνο που μού ήρθε και αφού φίλησα τα πόδια του, αποσύρθηκα από την παρουσία του. Οι ιππείς βρίσκονταν ήδη στη σέλλα και οι περισσότεροι από τούς βαρώνους έφιπποι στο λιβάδι. Όταν έφυγαν όλοι από την αίθουσα, εκτός από μερικούς, το άλογο τού αυτοκράτορα οδηγήθηκε στην αίθουσα, κλείστηκε η πόρτα, αυτός ανέβηκε στο άλογό του και πήραν τον δρόμο προς τη Φλωρεντία κατά μήκος τού Άρνου. Στη συνέχεια, σε ανάμνηση αυτών των γεγονότων, ζωγραφίσαμε το οικόσημό του πάνω από την πόρτα τής αίθουσας, όπως μπορεί και τώρα να το δει κανείς.18

<-H επιστολή τού Γεώργιου Τραπεζούντιου προς τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο Η απόφαση τής Συνόδου Φλωρεντίας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top