11. Δούκας: Η βασιλεία τού σουλτάνου Μουράτ Β’ και η Σύνοδος τής Φλωρεντίας

<-Η απόφαση τής Συνόδου Φλωρεντίας Χαλκοκονδύλης: Η Ιταλία, η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας και η Σταυροφορία τής Βάρνας (1444)->

Δούκας: Η βασιλεία τού σουλτάνου Μουράτ Β’ και η Σύνοδος τής Φλωρεντίας1

Ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος συνάπτει συμφωνία υποτέλειας με τον Μουράτ Β’ (1424)

[29.1] Ο αυτοκράτορας Ιωάννης διαπραγματεύτηκε συνθήκη διαρκούς ειρήνης με τον Μουράτ, συμφωνώντας να παραδώσει σε αυτόν πόλεις και κωμοπόλεις κατά μήκος τού Ευξείνου Πόντου, εκτός από τα φρούρια που δεν είχε μπορέσει να πάρει με τη βία, όπως η Μεσημβρία, οι Δέρκοι και άλλα, καθώς και το Zητούνιον και τα εδάφη κατά μήκος τού Στρυμώνα. Επιπλέον, υποσχόταν να καταβάλει ετήσιο φόρο υποτέλειας τριακοσίων ασημένιων νομισμάτων. Έχοντας κάνει ό,τι μπορούσε για να διατηρήσει την ειρήνη, ξεκουραζόταν.2 3

[29.2] Και ο Μουράτ, καθώς η τύχη τον είχε κοιτάξει με μεγάλη εύνοια, καταστρέφοντας εντελώς τούς εχθρούς του, και καθώς δεν είχε απομείνει κανένας για να τον απειλήσει ή να τον εμποδίσει, πέρασε από τη Θράκη στην Προύσα. Έφυγε από την Προύσα, διέσχισε τη γέφυρα στο Λοπάδιον και συνέχισε προς Πέργαμο, Μαγνησία, Σμύρνη, Θύραια και Έφεσο.4

[29.3] Ήρθαν πρέσβεις από όλους τούς ηγεμόνες, από κοντά και μακριά, για να τον επαινέσουν. Ο αυτοκράτορας έστειλε τον μεσάζοντά του, τον κυρ Λουκά Νοταρά,5 με πολλά δώρα. Ο Λάζαρ, ο δεσπότης τής Σερβίας, ο Νταν, ο ηγεμόνας τής Βλαχίας, ο άρχοντας τής Μυτιλήνης, οι Χιώτες και οι Ρόδιοι, όλοι για να τον επαινέσουν. 6 Έγιναν συνθήκες ειρήνης και φιλίας με όλους εκτός από τούς Ενετούς, για τον λόγο που θα αφηγηθώ τώρα.7

Ο δεσπότης Ανδρόνικος παραχωρεί τη Θεσσαλονίκη στους Ενετούς (1423)

[29.4] Ο Ανδρόνικος, δεσπότης τής Θεσσαλονίκης, ο τρίτος γιος τού αυτοκράτορα Μανουήλ, γεννημένος μετά τον αυτοκράτορα Ιωάννη και τον Θεόδωρο, χάθηκε από τη θεϊκή ασθένεια.8 Όταν ο Μουσταφά είχε απελευθερωθεί από τη Λήμνο και ο Μουράτ πολιορκούσε την Πόλη, η Θεσσαλονίκη βρισκόταν επίσης κάτω από κατάσταση πολιορκίας. Όλοι οι κυβερνήτες τής Θεσσαλίας, τής Αιτωλίας, τής Φθίας, τής Θήβας και πέρα από τα Ιωάννινα, ενωμένοι με τούς γιους τού Εβρενός και με τον Τουραχάν και πολλούς άλλους, συνέθλιβαν και απέκλειαν τη Θεσσαλονίκη. Πολύ αναστατωμένοι από τις καθημερινές επιθέσεις των Τούρκων, λιμοκτονώντας από την έλλειψη επαρκών προμηθειών και στερημένοι από κάθε βοήθεια (η Κωνσταντινούπολη υπέφερε από τις δικές της συμφορές και δεν μπορούσε να στείλει βοήθεια), οι Θεσσαλονικείς έστειλαν αρκετούς αξιωματούχους στους Ενετούς με την απόφαση (με ή χωρίς τη συγκατάθεση τού δεσπότη) να τούς παραδώσουν τη Θεσσαλονίκη. Οι Ενετοί αποδέχτηκαν ευχαρίστως την προσφορά και συμφώνησαν να υπερασπιστούν, να εφοδιάσουν και να φέρουν τόση ευημερία στην πόλη, που θα μεταμορφωνόταν σε δεύτερη Βενετία. Οι Θεσσαλονικείς, από την πλευρά τους, υπόσχονταν να είναι τόσο νομιμόφρονες στην κοινότητα των Ενετών, όσο εκείνοι που είχαν γεννηθεί και ανατραφεί στη Βενετία. Μόλις σφραγιζόταν η συνθήκη, θα έφερναν έναν δόγη στη Θεσσαλονίκη με μοίρα δέκα γαλερών, θα έβαζαν αυτόν στην πόλη και θα έβγαζαν τον δεσπότη Ανδρόνικο.9 Αφού επευφημούσαν τον νέο δόγη, οι γαλέρες θα επέστρεφαν στη Βενετία. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τότε ο αριθμός των τουρκικών επιθέσεων αυξήθηκε.

«Αυτή η Πόλη είναι δική μας», υποστήριζαν οι Τούρκοι, «γιατί αν δεν την είχαμε γονατίσει με τη δύναμη των όπλων μας, δεν θα είχε περάσει με εσάς».

Μέσα λοιπόν σε αυτό το πνεύμα ἐγινε δυνατή μάχη, αλλά οι Τούρκοι επικράτησαν ενώ πεινούσαν οι Θεσσαλονικείς. Οι Λατίνοι φοβήθηκαν ότι οι Ρωμιοί, που υπέφεραν πολύ, θα σηκώνονταν, θα εξεγείρονταν και θα έβαζαν τούς Τούρκους στην πόλη για να διώξουν τούς Ενετούς (η πόλη ανήκε προηγουμένως στους Τούρκους).10 Έτσι αποφάσισαν να μετακινήσουν τα νοικοκυριά τής αριστοκρατίας των Ρωμιών έξω από τη Θεσσαλονίκη, χωρίζοντάς τα μεταξύ Εύβοιας, Κρήτης και Βενετίας. Η ακόλουθη πλαστή αφορμή για να γίνει αυτό μεταδόθηκε παντού:

«Οι προμήθειες είναι λιγοστές: σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, κρέας και κάθε άλλο είδος τροφής. Για να μειωθεί ο αριθμός των νοικοκυριών, επομένως, λόγω αυτής τής δυσάρεστης κατάστασης, ας εγκατασταθούν αλλού οι πιο επιφανείς άνδρες. Αργότερα, με τη βοήθεια τού Θεού, θα επιστρέψουν στα σπίτια τους».

Πολλοί μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν εδώ κι εκεί. Πολλοί ρίχτηκαν στα βάθη τής θάλασσας, ενώ άλλοι βασανίστηκαν ως άπιστοι. Εκείνοι που παρέμειναν στην πόλη, κακοποιήθηκαν σε αμέτρητες πράξεις βίας. Κατά την επιστροφή τού Μουράτ από την Ασία στη Θράκη, οι Ενετοί έστειλαν πρέσβεις για να τού ζητήσουν ειρήνη. Ωστόσο δεν θέλησε να τούς δώσει απάντηση, αλλά απλώς παρατήρησε:

«Αυτή η πόλη είναι πατρική μου ιδιοκτησία. Ο παππούς μου Βαγιαζήτ, με τη δύναμη τού χεριού του, την πήρε από τούς Ρωμιούς. Αν οι Ρωμιοί είχαν υπερισχύσει πάνω μου, θα είχαν λόγο να λένε: “Είναι άδικος!” Αλλά εσείς, που είστε Λατίνοι από την Ιταλία, γιατί έχετε μπει παράνομα σε αυτά τα μέρη; Μπορείτε να αποχωρήσετε, αν θέλετε. Αν δεν το κάνετε, θα έρθω γρήγορα».

Έχοντας αποτύχει στην αποστολή τους, έστειλαν την απάντησή του γραπτώς στη Βενετία με τις γαλέρες τής Γκουάρντια, δηλαδή τής Επιφυλακής.11

Ο Μουράτ Β’ καταλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη (1430)

[29.5] Με τον ερχομό τής άνοιξης ο Μουράτ ξεκίνησε από την Αδριανούπολη και πήγε στις Σέρρες. Αφού συγκέντρωσε εκεί τον στρατό τής Δύσης, έγραψε στον Χαμζά να πάρει τον στρατό τής Ανατολής, να περάσει τον πορθμό και να έρθει στη Θεσσαλία. Όταν ένωσαν τις δυνάμεις τους, έστειλε τον Χαμζά στη Θεσσαλονίκη με όλα τα στρατεύματά του. Ο Μουράτ έμεινε στις Σέρρες, απολαμβάνοντας τα καλά πράγματα εκείνου τού τόπου. Γιατί αγαπούσε τα συμπόσια. Επειδή ήταν νεαρός άνδρας εκείνη την εποχή, εικοσιπέντε περίπου ετών. Ο Χαμζά έστησε περίφραξη από πασσάλους, ενώ καθημερινά ξεκινούσε επιθέσεις εναντίον τής Θεσσαλονίκης. Τα στρατεύματα έξω από την πόλη ξεπερνούσαν τούς μέσα σε αναλογία εκατό προς ένα. Τότε, αφού κατασκεύασε πολλές σκάλες, πολιορκητικές μηχανές και άλλες πολεμικές κατασκευές, ειδοποίησε [ο Χαμζά] τον Μουράτ να έρθει, για να ξεκινήσουν την τελική τους επίθεση. Οι υπερασπιστές περίμεναν την άφιξη των γαλερών από τη Βενετία. Ο Μουράτ ήρθε, έκανε τις τελικές προετοιμασίες για την επίθεση, αλλά γαλέρες δεν υπήρχαν. Ο Μουράτ, καλώντας τα στρατεύματά του με σάλπιγγα, τούς μίλησε ως εξής:

«Λοιπόν, σάς δίνω τα πάντα σε αυτήν την πόλη: άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ασήμι και χρυσό. Αφήστε σε μένα μόνο την πόλη».

Τότε, όταν ήχησαν οι σάλπιγγες και στήθηκαν οι σκάλες (τι μπορούσαν να κάνουν πεντακόσιοι ή χίλιοι ή δύο χιλιάδες άνδρες σε μια τόσο μεγάλη πόλη, αφού υπήρχε ένας μόλις βαλλιστής για να καλύψει δέκα προμαχώνες;) οι Τούρκοι ανέβηκαν και βρέθηκαν αμέσως μέσα στην πόλη. Άνοιξαν μια πύλη και ολόκληρος ο στρατός έσπευσε μέσα σαν σμήνος μελισσών. Τότε πράγματι συνέβη ένα παράξενο γεγονός. Άνδρες και γυναίκες, νέους και κορίτσια, έφηβους και βρέφη, τούς έδεσαν μαζί σαν αλυσίδες και τούς τραβούσαν ιππείς. Καθώς τους έσερναν, φώναζαν «Αλίμονο!» Αλλά δεν υπήρχε κανένας για να δείξει έλεος ή να απλώσει χέρι βοήθειας. Αυτή ήταν η κακή απαρχή και ο άθλιος οιωνός των μελλοντικών καταστροφών που θα έπεφταν πάνω στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Σπίτια απογυμνώθηκαν, ναοί καταστράφηκαν και τα εκκλησιαστικά στολίδια και τα ιερά λείψανα έπεσαν σε βρώμικα χέρια. Αγνές παρθένες έπεσαν στις αγκαλιές ασώτων και ευγενείς γυναίκες στην αγκαλιά ανθρώπων χαμηλής καταγωγής! Όλα τα πράγματα μετατράπηκαν σε κακά. Τι και πώς και γιατί; Λόγω των αμαρτιών μας! Μέσα σε μια μέρα μια πόλη τέτοιου μεγέθους αδειάστηκε και έμεινε έρημη.12 Μαζεύοντας τούς Τούρκους κατοίκους από τα γύρω χωριά και τις πόλεις, καθώς και τις συζύγους και τα παιδιά τους, ο ηγεμόνας τούς εγκατέστησε στη Θεσσαλονίκη, εκδίδοντας οδηγίες, ότι αν κάποιος Ρωμιός ελευθερωνόταν με την πληρωμή λύτρων, «ας τού επιτραπεί να έρθει και να κατοικήσει ξανά σε αυτήν την πόλη». Καθιέρωσε τα πιο επιφανή μοναστήρια, των οποίων η φήμη ήταν γνωστή παντού, ως βωμούς για τη δική τους θρησκεία, με εξαίρεση την εκκλησία τού Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ο Μουράτ μπήκε μέσα και θυσίασε ένα κριάρι με τα ίδια του τα χέρια. Ύστερα προσευχήθηκε. Αργότερα πρόσταξε να παραμείνει η εκκλησία στα χέρια των χριστιανών. Οι Τούρκοι όμως απομάκρυναν τα στολίδια τού τάφου και τής εκκλησίας, καθώς και όλα τα άλλα μέσα στο ιερό, αφήνοντας μόνο γυμνούς τοίχους. Από τη Θεσσαλονίκη ο Μουράτ επέστρεψε στην Αδριανούπολη. Λίγο αργότερα οι Ενετοί, φοβούμενοι ότι θα έχαναν και την Εύβοια, έστειλαν πρέσβεις και έκαναν ειρήνη.13

Ο Νταν Β’ γίνεται υποτελής τού Μουράτ. Ο Ντράκουλ τον σκοτώνει και γίνεται βοεβόδας (1431)

[29.6] Εκείνες τις ημέρες εμφανίστηκε ένας από τούς γιους τού Μίρτσεα, τού βοεβόδα τής Βλαχίας. Γιατί είχε πολλούς γιους, καθώς ζούσε μἐσα στην ασωτία. Και βγήκε από την Κωνσταντινούπολη, γιατί ζούσε εκεί στο παλάτι τού αυτοκράτορα Ιωάννη [Η’] ως αξιωματικός τού στρατού, όπου συνομιλούσε καθημερινά με νεώτερους, που είχαν γνώσεις τόσο στον πόλεμο όσο και σε πράξεις ανταρσίας. Τότε υπήρχαν και ορισμένοι Βλάχοι στην Κωνσταντινούπολη. Τον πήραν μαζί τους και τον έφεραν σε ένα σημείο στα σύνορα τής Βλαχίας, όπου έφταναν καθημερινά πολλοί άνθρωποι και ιδρύθηκε ισχυρό στρατόπεδο. Το έθνος των Βλάχων βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης και κατά συνέπεια μπορούσε εύκολα να χειραγωγηθεί, για να εξυπηρετήσει τις μηχανορραφίες εκείνων που αγωνίζονταν για την εξουσία.14

[29.7] Τὀτε βοεβόδας ήταν ο ανιψιός τού Μίρτσεα, ο γιος τού αδελφού του, ο Νταν, ο οποίος, όταν έμαθε για τον θάνατο τού Μίρτσεα (ο Μίρτσεα είχε συνοδεύσει τον Μουράτ στην εκστρατεία του εναντίον τής Πόλης, αλλά καθώς στεκόταν έτοιμος σε διάταξη μάχης, αυτός και οι Τούρκοι έπεσαν σε ενέδρα), δραπέτευσε και μπήκε στην Πόλη. Αποκάλυψε την ταυτότητά του στον αυτοκράτορα, ύστερα από το οποίο εξορμούσε με τούς Ρωμιούς και έκανε πολλά ανδραγαθήματα εναντίον των Τούρκων. Μόλις ο Μουράτ αναχώρησε από την Πόλη χωρίς να έχει επιτύχει τον σκοπό του, ο Νταν προσκύνησε τον αυτοκράτορα και ζήτησε την ελευθερία του και να τού επιτραπεί να επιστρέψει αμέσως στη χώρα του. Ο αυτοκράτορας τον αντάμειψε με δώρα και βάζοντάς τον σε ένα από τα μεγαλύτερα πολεμικά του πλοία, τον έστειλε μέσω Ευξείνου Πόντου στο Ασπρόκαστρο. Οι ευγενείς τής Βλαχίας, που μαζεύτηκαν εκεί, τον αναγνώρισαν ως ηγεμόνα και τον αποκατέστησαν στον θρόνο τού παππού του, αφού σκότωσαν τον νόθο γιο τού Μίρτσεα. Μόλις έγινε αρχηγός όλης τής Βλαχίας, έστειλε πρέσβεις στον Μουράτ για να κάνει ειρήνη μαζί του. Και έγινε ειρήνη, επειδή ο Μουράτ είχε καλό χαρακτήρα και ευγενικό. Πληρώνοντας τον ετήσιο φόρο υποτέλειας ο Νταν κυβερνούσε τη Βλαχία και βρισκόταν σε ειρήνη με όλους τούς γείτονές του.15

[29.8] Ας επιστρέψει όμως τώρα η αφήγησή μας στον Ντράκουλ, γιατί έτσι ονομαζόταν, όντας πανούργος στους τρόπους του. Γιατί το όνομα Ντράκουλ μεταφράζεται ως κακός. Ο Ντράκουλ αντιμετώπισε τον Νταν σε μάχη και, ως νικητής, έκοψε το κεφάλι του και εγκαταστάθηκε ως κύριος τής ηγεμονίας τού πατέρα του. Ο Μουράτ, μαθαίνοντας το τραγικό γεγονός, υπέφερε πολύ. Είχε όμως μαζί του έναν άλλον αδελφό τού Νταν, τον οποίο ήθελε να εγκαταστήσει ως ηγεμόνα στη θέση τού δολοφονημένου αδελφού του. Τον έστειλε λοιπόν με δύναμη στη Βλαχία, αλλά ο Ντράκουλ διεξήγαγε σκληρή μάχη εναντίον των εισβολέων και τούς κατατρόπωσε, καταστρέφοντάς τους εντελώς. Στη συνέχεια σκότωσε τον αδελφό τού Νταν και κληρονόμησε ο ίδιος την ηγεμονία.16

[29.9] Εκείνο το έτος έφτασε ένας από τούς αξιωματούχους τού Καραμάν, ενημερώνοντας τον Μουράτ ότι στους στάβλους [τού Καραμάν] υπήρχε ένας αραβικός επιβήτορας, ο οποίος σε ταχύτητα και μέγεθος, χρώμα, συμμετρία σώματος και άκρων δεν είχε ταίρι ανάμεσα σε εκείνους που εκτρέφονταν και εκπαιδεύονταν με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια από τούς Άραβες. Ο Μουράτ λοιπόν, που επιθύμησε να αποκτήσει αυτό το άλογο, έστειλε έναν αξιόπιστο δούλο του για να ζητήσει το άλογο, ελπίζοντας ο Μουράτ ότι με το πρώτο μήνυμα ο Καραμάν θα τού έδινε το άλογο, ως ένδειξη φιλίας ή με αντάλλαγμα κάποιο αντίτιμο. Γιατί ο Μουράτ χλεύαζε πάντοτε και απειλούσε τον Καραμάν, ενώ καυχιόταν για τις δικές του επιτυχίες, καθώς και για τις επιτυχίες τού πατέρα και τού παππού του εναντίον τής ηγεμονίας τού Καραμάν. Ήταν λοιπόν πεπεισμένος ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα αποκτούσε το άλογο. Όμως πρόθεση τού Καραμάν ήταν να αρνηθεί. Ρώτησε λοιπόν τον δούλο τού Μουράτ:

«Μπορεί ο κύριός σου να ανέβει σε αυτό το άλογο;»

δείχνοντάς το και με το δάκτυλό του. Εκείνος απάντησε:

«Δεν είναι δική μου δουλειά να απαντήσω αν μπορεί ή δεν μπορεί. Μόνο αυτός μπορεί να σού απαντήσει. Πες μου τι να απαντήσω στον κύριό μου».

Ο Καραμάν απάντησε:

«Πες στον άρχοντά σου, ότι δεν θα μπορέσει να ανέβει σε αυτό το άλογο, καθώς είναι πολύ ατίθασσο. Ακόμη κι εγώ με δυσκολία ανεβαίνω. Για αυτόν τον λόγο δεν θα τού το στείλω».

Όταν δόθηκε στον Μουράτ αυτό το μήνυμα, η καρδιά του σκλήρυνε. Συγκέντρωσε γρήγορα τα στρατεύματά του, διέσχισε τον πορθμό και έφτασε στην Προύσα, όπου παρέμεινε για λίγο μέχρι να συγκεντρωθεί και ο στρατός τής Ανατολής.17

Ο Ντράκουλ υποτάσσεται στον Μουράτ Β’, που εισβάλλει στα εδάφη τού Καραμάν (1444)

[29.10] Ο προαναφερθείς Ντράκουλ, βοεβόδας τής Βλαχίας, διέσχισε επίσης τον πορθμό και αφού έφτασε στην Προύσα, ζήτησε ακρόαση από τον εμίρη Μουράτ. Αφού τον προσκύνησε δείχνοντας την υποταγή του, υποσχέθηκε ότι όποτε ο Μουράτ χρειαζόταν να περάσει στην Ουγγαρία, θα τού έδινε πέρασμα. Επιπλέον, αυτός προσωπικά θα ήταν ο οδηγός του μέχρι τα σύνορα τής Αλαμανίας και τής Ρωσίας [δηλαδή τής Πολωνίας]. Ευχαριστημένος από αυτή την υπόσχεση, ο Μουράτ κάλεσε τον Ντράκουλ να φάει και να πιει στο τραπέζι του. Τού απένειμε υψηλές τιμές, έδωσε πολλά δώρα στον ίδιο και σε εκείνους που ήσαν μαζί του (που ήσαν περισσότεροι από τριακόσιους), τον ασπάστηκε και τον άφησε να φύγει.18

[29.11] Από την Προύσα ο Μουράτ προχώρησε στην Κιουτάχεια και βγαίνοντας από εκεί μπήκε στην ηγεμονία τού Καραμάν. Υπἐταξε δύο πόλεις, η μία από τις οποίες ονομάζεται Άκσαραϋ στα τουρκικά, ενώ η άλλη, κοντά στο Ικόνιο, σε απόσταση ταξιδιού δύο ημερών από αυτό, ονομάζεται Μπέησεχιρ. Ο Καραμάν, μη μπορώντας να αντισταθεί στον Μουράτ, έστειλε ως πρέσβεις τούς πιο αξιόπιστους αξιωματούχους του, προσφέροντας να τού δώσει μεγάλο χρηματικό ποσό, τον επιβήτορα και τις δύο πόλεις που είχε πάρει, μαζί με τα χωράφια και τα χωριά τους, με μόνο αντάλλαγμα να γύριζε πίσω. Η αδελφή τού Μουράτ, που ήταν παντρεμένη με τον Καραμάν, τού έστειλε επίσης επιστολές. Ο Μουράτ κάμφθηκε από τις εκκλήσεις τους, συνήψε ένορκη συνθήκη ειρήνης και γύρισε πίσω.19 20

Ο δεσπότης Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς παντρεύει την κόρη του με τον Μουράτ Β’ (1435)

[30.1] Όταν ο Μουράτ έφτασε στην Αδριανούπολη, έμαθε ότι ο δεσπότης τής Σερβίας, γιος τού Λάζαρ και κουνιάδος τού Βαγιαζήτ Γιλντιρίμ, ήταν νεκρός. Έστειλε πρέσβεις στον διάδοχό του21 απαιτώντας όλη τη Σερβία. Ο νεκρός Στέφαν είχε πεθάνει χωρίς παιδιά και επομένως δεν είχε κληρονόμο. Είχε όμως έναν ανιψιό, γεννημένο από την αδελφή του Mάρα, την κόρη τού Λάζαρ. Ο Γεώργιος ήταν γιος τού Βουκ Μπράνκοβιτς, τού γαμπρού τού Λάζαρ. Καλωσορίζοντας τούς πρέσβεις και απονέμοντάς τους τις πρέπουσες τιμές, σκεφτόταν την κακή συνήθεια τού δράκου: Αν τού δινόταν αρκετό να φάει για να μετριάσει την πείνα του, ίσως έμενε ικανοποιημένος για λίγο. Όμως, αν δεν έμενε ικανοποιημένος, τότε θα άνοιγε το στόμα του και θα καταβρόχθιζε τόσο τη Σερβία όσο και τη Βουλγαρία και όλα τα πατρικά του εδάφη. Αποφάσισε να επωφεληθεί από την περίσταση και προσέφερε την κόρη του στον Μουράτ σε γάμο,22 μαζί με το μεγαλύτερο μέρος τής Σερβίας, πιθανώς ως προίκα, ενώ το μόνο που ζητούσε σε αντάλλαγμα ήταν ένα σύμφωνο ειρήνης σφραγισμένο με ιερούς όρκους. Ποιος θα αναφέρει τον αριθμό των χρυσών και αργυρών νομισμάτων που δόθηκαν; Έστειλε πρέσβεις στον Μουράτ και έπεισαν τον ηγεμόνα. Εκείνος έστειλε τον Σαρουτζά, έναν από τούς βεζύρηδές του, να αρραβωνιάσει την κόρη [με τον Μουράτ], να δώσει όρκους στον Γεώργιο και να λάβει την επίσημη υπόσχεσή του. Ο Σαρουτζά συναντήθηκε με τον δεσπότη Γεώργιο και, ολοκληρώνοντας τον αρραβώνα, επέστρεψε. Ο Γεώργιος ζήτησε άδεια να χτίσει ένα φρούριο στις όχθες τού Δούναβη και ο Μουράτ την έδωσε. Ο δεσπότης άρχισε να χτίζει το Σμεντέρεβο.23 24

Ο Ντράκουλ οδηγεί τον Μουράτ Β’ και τα στρατεύματά του στην Ουγγαρία (1439)

[30.2] Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, ο Μουράτ εκστράτευσε στην Ουγγαρία. Διέσχισε τον Δούναβη στη Νικόπολη, όπου τον συνάντησε ο Ντράκουλ ο οποίος, αγκαλιάζοντας τον με εκφράσεις μεγάλης χαράς, συνόδευσε τον Μουράτ με τον δικό του στρατό. Ύστερα από πορεία τεσσάρων ημερών, διέσχισαν τα σύνορα στην Ουγγαρία και βρήκαν τον τόπο έρημο. Γιατί μαθαίνοντας οι Ούγγροι την εισβολή τού Μουράτ, είχαν βγει από τις πόλεις και τα μικρά φρούρια. Οι Τούρκοι κατέκλυσαν μεγάλες εκτάσεις έρημης γης, χωρίς να κερδίσουν τίποτε άλλο, παρά μόνο ένα μικρό φρούριο και αυτό κατά λάθος. Γιατί οι άνδρες είχαν βγει για να αναζητήσουν τις απαραίτητες προμήθειες και απουσίαζαν από την πόλη, όταν οι Τούρκοι το πρωί βρήκαν τις πύλες ανοιχτές. Χωρίς κανέναν να τούς αντιταχθεί, μπήκαν, πήραν τα λάφυρα και έφυγαν. Αν και έφτασαν μέχρι το Ζιπήνιον —αυτή είναι μια από τις πιο διάσημες πόλεις τής Ουγγαρίας—, δεν τολμούσαν να προχωρήσουν πιο πέρα. Οι πολίτες, κοιτάζοντας άγρια τούς Τούρκους, τούς αντιστάθηκαν με τόλμη και ούτε καν μπήκαν στον κόπο να κλείσουν τις πύλες, που είχαν μείνει ανοιχτές. Σκότωσαν πολλούς Τούρκους, οι οποίοι οπισθοχώρησαν βιαστικά. Ο Ντράκουλ έπρεπε πάντοτε να πηγαίνει μπροστά, γιατί ο Μουράτ φοβόταν μήπως τού στήσει ενέδρα. Όταν έφτασαν στον Δούναβη, πέρασαν απέναντι. Τότε ο βασιλιάς ήταν μόνο βρέφος25 και δεν υπήρχε αντιβασιλέας. Μόλις είδαν λοιπόν την τόλμη των Τούρκων, η βασίλισσα εγκατέστησε έναν από τούς ευγενείς ως αντιβασιλέα, τον μεγάλο δομέστικο τού στρατού,26 έναν τολμηρό και μεγαλοπρεπή άνθρωπο, στα πολεμικά άλλον Αχιλλέα ή Έκτορα.27

[30.3] Μετά τη διέλευση τού Δούναβη, ο Μουράτ επέστρεψε στην Αδριανούπολη και έστειλε τον Σαρουτζά να φέρει τη νύφη του από τη Σερβία. Όταν έφτασε ο Σαρουτζά, ο δεσπότης τον δέχτηκε με μεγάλη τιμή γιατί είχε στεφθεί εκείνο τον χειμώνα. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης είχε στείλει τον Γεώργιο Φιλανθρωπηνό με τα διακριτικά τού αξιώματος και τον είχε εγκαταστήσει ως δεσπότη Σερβίας.28 Ο Σαρουτζά ξεκίνησε με τη νύφη, που έφερνε μαζί της πολύ θησαυρό και χρυσοκέντητα ενδύματα και συνοδευόταν από τούς δύο αδελφούς της. Μόλις έφτασαν, γιορτάστηκε ο γάμος με μεγάλη χαρά. Ο Μουράτ είχε προηγουμένως πάρει για σύζυγό του την κόρη τού Ισφεντιγιάρ,29 αλλά λαχταρούσε περισσότερο αυτή τη νέα νύφη, που ήταν όμορφη τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Όταν ολοκληρώθηκαν οι γαμήλιες γιορτές, ο Μουράτ απέλυσε εγκάρδια τούς αδελφούς τής συζύγου του, αφού τούς πρόσφερε πολλά δώρα. Καθώς είχε φτάσει το φθινόπωρο, έμεινε στην Αδριανούπολη. Μερικές φορές ασχολιόταν με το άθλημα τού κυνηγιού ή με θεάματα και κατανάλωση ποτών.30

[30.4] Με τον ερχομό τής άνοιξης, συνέλαβε ένα κακό σχέδιο εναντίον τού δεσπότη, τού πεθερού του, έχοντας σε αυτό σύμβουλο έναν από τούς ευγενείς του, το όνομα τού οποίου ήταν Φαδουλάχ, έναν κακό άνθρωπο και άθλιο εχθρό των χριστιανών. Στην αρχή τής βασιλείας τού Μουράτ ήταν μεγάλος φύλακας των αρχείων. Αργότερα, όταν ο ηγεμόνας αναγνώρισε την πανουργία, την οξύτητα τού νου και την αυστηρή αποφασιστικότητα και την έχθρα του για τούς χριστιανούς, τον ἐκανε και βεζύρη. Μια μέρα ο Φαδουλάχ είπε στον Μουράτ:

«Γιατί, Κύριε, δεν καταστρέφεις εντελώς τούς εχθρούς τής πίστης μας; Ο Θεός σού έχει δώσει τόσο μεγάλη εξουσία κι εσύ περιφρονώντας την, δεν τούς αντιμετωπίζεις με τον τρόπο που αρέσει στον Θεό, αλλά περιθάλπεις τούς άπιστους με καλοπροαίρετη ανοχή. Δεν είναι λοιπόν αυτό το θέλημα τού Θεού. Άφησε το σπαθί σου να φάει τη σάρκα των ασεβών, μέχρι να επιστρέψουν στη διδασκαλία τού ενός Θεού και τού μεγάλου Προφήτη του. Πρέπει να γνωρίζεις, ηγεμόνα, ότι το φρούριο, που έχτισε ο δεσπότης τής Σερβίας, δεν είναι προς όφελός μας. Ας το πάρουμε λοιπόν από αυτόν και ας το έχουμε για να περάσουμε από τη Σερβία στην Ουγγαρία. Ας πάρουμε επίσης από αυτόν τα ορυχεία, τις αέναες πηγές που αναβλύζουν σαν νερό το χρυσό και το ασήμι. Μαζί με αυτές μπορούμε να πάρουμε την Ουγγαρία και να προχωρήσουμε πέρα από την Ιταλία, ταπεινώνοντας τούς εχθρούς τής πίστης μας».

Ο Μουράτ Β΄ υποτάσσει το Νόβο Μπέρντο τής Σερβίας (1441)

Ο ηγεμόνας, έξυπνος και χωρίς κακία στην καρδιά του, άκουσε τα λόγια τού Σατανά. Έστειλε λοιπόν πρέσβεις στον δεσπότη τής Σερβίας, απαιτώντας την παράδοση τού πρόσφατα ανεγερμένου φρουρίου τού Σμεντέρεβο. Ο δεσπότης υπενθύμισε στον Μουράτ την επίσημη υπόσχεση που είχε δώσει και τη συγγένειά τους. Αλλά ο τύραννος αγνόησε τη διαμαρτυρία τού δεσπότη και βάδισε εναντίον του. Έφτασε πρώτα στο Σμεντέρεβο την εποχή τού καλοκαιριού. Η σιταποθήκη τού κάστρου ήταν άδεια, όπως και οι άλλες αποθήκες τού φρουρίου. Αφού σκέφτηκε για λίγο, απέκλεισε το φρούριο και έμεινε δίπλα σε αυτό για τρεις μήνες, οπότε συνθηκολόγησε από την έλλειψη προμηθειών. Έδωσε όρκους και διαβεβαιώσεις ότι δεν θα αδικούσε κανέναν, οι πύλες άνοιξαν και οι υπερασπιστές βγήκαν για να τον προσκυνήσουν. Μέσα βρίσκονταν ο μεγαλύτερος γιος τού δεσπότη και ο θείος από τη μητέρα του, ο Θωμάς Καντακουζηνός.31 Ο Μουράτ εγκατέστησε μεγάλη τουρκική φρουρά και ύστερα αναχώρησε και πήγε στο Νόβο Μπρέντο, μητέρα των πόλεων.32 Την κατέκτησε ύστερα από μάχη και συνθηκολόγηση και έτσι όλη η Σερβία έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Με τον ερχομό τού χειμώνα [ο Μουράτ] επέστρεψε στην Αδριανούπολη. Οι δύο γιοι τού δεσπότη (ο ένας βρισκόταν στην Αδριανούπολη πριν βαδίσει ο Μουράτ εναντίον τού Σμεντέρεβο, ενώ ο άλλος συνελήφθη στο φρούριο και μεταφέρθηκε στην Αδριανούπολη) στάλθηκαν αιχμάλωτοι στην Αμάσεια στην Ανατολή, όπου ο Μουράτ, ακολουθώντας τη συμβουλή του Φαδουλάχ, τούς έβγαλε τα μάτια.33

[30.5] Ο Ντράκουλ, ο οποίος ήρθε τότε στην Αδριανούπολη για να προσκυνήσει τον Μουράτ, συνελήφθη και στάλθηκε δεμένος στην Καλλίπολη όπου φυλακίστηκε στον πύργο, με το πρόσχημα ότι σκόπευε να προδώσει τον Μουράτ όταν τον οδηγούσε μέσω τής Ουγγαρίας, καθώς και με άλλες κατηγορίες που είχε επινοήσει ο Φαδουλάχ. Όταν είχε περάσει πολλές ημέρες στον πύργο, τού ζήτησαν τούς γιους του ως ομήρους. Έστειλε λοιπόν, τούς έφεραν και τούς παρέδωσε, παρόλο που ήσαν ακόμη έφηβοι. Ο Μουράτ τούς πήρε υπό κράτηση και τούς έστειλε σε ένα φρούριο στην Ασία που ονομαζόταν Νυμφαίο, με εντολές να φρουρούνται προσεκτικά. Στον Ντράκουλ, που έδωσε επίσημο όρκο ότι θα ήταν από εδώ και πέρα πιστός υπηρέτης, επιτράπηκε να επιστρέψει στη Βλαχία.34

Ο Μουράτ Β΄ πολιορκεί ανεπιτυχώς το Βελιγράδι (1440)

[30.6] Με τον ερχομό τής άνοιξης [ο Μουράτ] συγκέντρωσε τεράστιο στρατό τόσο από την Ασία όσο και από τη Θράκη και εκστράτευσε εναντίον τού Βελιγραδίου. Το Βελιγράδι ήταν πόλη τής Σερβίας ισχυρά οχυρωμένη, που είχε τα θεμέλιά της ανάμεσα σε δύο ποτάμια, τον Δούναβη και τον Σάβα. Πριν από λίγο καιρό είχε ζητήσει αυτή την πόλη ο κράλης τής Ουγγαρίας35 και τού την είχε παραχωρήσει ο δεσπότης Γεώργιος, επειδή φοβόταν μήπως οι Τούρκοι, αφού την καταλάμβαναν, διέσχιζαν τον Δούναβη και υπέτασσαν τις πόλεις τής Ουγγαρίας και τού δεσπότη. Ο δεσπότης κυβερνούσε πολλές πόλεις στην απέναντι πλευρά τού ποταμού. Επιπλέον, οι Ούγγροι, όντας ισχυρότεροι πολεμιστές, θα μπορούσαν να υπερασπιστούν καλύτερα το Βελιγράδι. Ο δεσπότης είχε περάσει τον Δούναβη όταν ο Μουράτ τού ζήτησε το Σμεντέρεβο, αναζητώντας καταφύγιο στις δικές του πόλεις [στην απέναντι πλευρά τού ποταμού] και έχοντας τούς Ούγγρους να τον φρουρούν. Για αυτόν τον λόγο οι Τούρκοι είχαν εχθρική διάθεση απέναντί του.36

[30.7] Ο Μουράτ έφτασε στο Βελιγράδι και έστησε τις σκηνές του σε κύκλο. Προχώρησε στην κατασκευή πετροβόλων μηχανών, μικρών και μεγάλων, ενώ ύψωσε χωμάτινα αναχώματα. Ετοίμασε επίσης μια μοίρα με περισσότερες από εκατό τριήρεις για να πλεύσουν στο ποτάμι. Όμως, ύστερα από πολιορκία έξι μηνών, όχι μόνο δεν είχε πετύχει τίποτε ούτε από τη στεριά ούτε από το ποτάμι, αλλά είχε χάσει και πολλούς από τούς ευγενείς του και τούς δούλους του, τόσο από τη λοιμώδη επιδημία, όσο και από τα βλήματα που έριχναν οι πολεμικές μηχανές από το φρούριο.37 Έριχναν μολυβένιες βολίδες, μεγάλες όσο ένα καρύδι του Πόντου [φουντούκι], από μια χάλκινη συσκευή τής οποίας ο σωλήνας είχε τις βολίδες σε αρμαθιές των πέντε ή δέκα. Το οπίσθιο άκρο τού χάλκινου σωλήνα το γέμιζαν με σκόνη αποτελούμενη από νίτρο, θειάφι και κάρβουνο ιτιάς. Όταν μια σπίθα ή σπινθήρας φωτιάς ερχόταν σε επαφή με αυτό το μίγμα, εκείνο αναφλεγόταν ξαφνικά, συμπιέζοντας τον αέρα. Ο πιεζόμενος αέρας ωθεί αναγκαστικά τις βολίδες και καθώς κινούνται προς τα εμπρός, η βολίδα δίπλα στη σκόνη ωθεί την μπροστά της και η δεύτερη ωθεί τη βολίδα μπροστά της. Με αυτόν τον τρόπο, η εκρηκτική δύναμη μεταδίδεται στη βολίδα που βρίσκεται στο στόμιο και την ωθεί σε απόσταση ενός μιλίου. Όταν η βολίδα χτυπήσει άνθρωπο ή άλογο, ακόμη κι αν φοράει πανοπλία, η δύναμη τής βολής είναι τόσο συντριπτική, που διαπερνά την πανοπλία και τη σάρκα τού αναβάτη και τού αλόγου, χωρίς να εξαντληθεί ή να διαλυθεί. Όταν η βολίδα χτυπάει σίδερο ή οποιοδήποτε άλλο είδος προστατευτικού υλικού, το σφαιρικό βλήμα συμπιέζεται και μετατρέπεται σε γραμμικού σχήματος, η βολίδα γίνεται σαν καρφί και διαπερνά τα έντερα των σωθικών σαν φλογερό ποτάμι.38

Ο Ιωάννης Η’ ταξιδεύει στην Ιταλία. Ένωση των Εκκλησιών στη Φλωρεντία (1439)

[31.1] Εκείνο το έτος [1437] απέπλευσε ο αυτοκράτορας Ιωάννης για τη Βενετία, μαζί με τον πατριάρχη κύριο Ιωσήφ και άλλους επισκόπους και άρχοντες, για να συμμετάσχουν στη σύνοδο. Γιατί είχε προσχεδιάσει την ένωση κι έχοντας στείλει πρέσβεις στη Ρώμη εξασφάλισε τη συμφωνία τού πάπα Ευγένιου, που υποσχόταν να καλύψει ο ίδιος τη δαπάνη τού ταξιδιού και να εξασφαλίζει στην Ιταλία χρήματα για τις ανάγκες των αρχόντων τού παλατιού και τής εκκλησίας, καθώς και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Όσοι μαζεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, από εκείνους που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τα νησιά, καθώς και από τούς μοναχούς που βρίσκονταν στο Άγιο Όρος, ήσαν […] σε αριθμό, ενώ οι τού παλατιού που ήσαν μαζί με τον αυτοκράτορα ήσαν […].39 Ο πάπας έστειλε γαλέρες από την Ιταλία, καθώς και χρήματα για τις δαπάνες τους. Μπήκαν λοιπόν στις γαλέρες για να ταξιδέψουν από την Κωνσταντινούπολη στη Βενετία. Όταν αποβιβάστηκαν στη Βενετία, δέχτηκαν με χαρά οι Ενετοί τούς Ρωμιούς, τον αυτοκράτορα ως δεύτερο μονάρχη και επόπτη τής σωτηρίας των ψυχών τους, με τον ίδιο τρόπο τον πατριάρχη και τούς άλλους αρχιερείς. Τούς έδωσαν και εκκλησία, στην οποία μπήκαν για να κάνουν την αναίμακτη θυσία. Μαζεύτηκαν λοιπόν εκείνη τη μέρα όλοι οι κάτοικοι τής πόλης, άνδρες και γυναίκες, για να δουν και ν΄ ακούσουν τη θεία και ιερή λειτουργία κατά τα έθιμα τής ανατολικής εκκλησίας. Κι αφού είδαν και δάκρυσαν, φώναξαν από το βάθος τής ψυχής τους:

«Φύλαξε εσύ Κύριε άτρωτη την Εκκλησία σου από τα βέλη τού πονηρού. Ένωσέ την εσύ σ΄ ένα. Βγάλε εσύ τις διαφωνίες από τη μέση. Γιατί εμείς, που δεν είχαμε δει ποτέ Γραικούς, ούτε γνωρίζαμε τη δική τους λειτουργία, από αυτά που ακούγαμε, τούς θεωρούσαμε βαρβάρους. Τώρα γνωρίζουμε κι έχουμε πιστέψει ότι αυτοί είναι οι πρωτότοκοι γιοι τής εκκλησίας και ότι πνεύμα Θεού είναι εκείνο που μιλά μέσα τους».40

[31.2] Φεύγοντας λοιπόν από τη Βενετία, έφτασαν στη Φερράρα από τη στεριά. Κι εκεί, όταν ξεκίνησαν τις εργασίες τής συνόδου, ξέσπασε στη Φερράρα θανατηφόρα επιδημία. Φεύγοντας από εκεί πήγαν στη Φλωρεντία και στη Φλωρεντία ολοκληρώθηκε η σύνοδος.41

[31.3] Έξαρχος λοιπόν από τη μεριά των Γραικών ήταν από τούς αρχιερείς ο Μάρκος, επίσκοπος Εφέσου, ενώ από τη μεριά των Ιταλών ο Ιουλιανός, καρδινάλιος τού Τιμίου Σταυρού, κορυφαίος στις γνώσεις γύρω από την κλασική φιλοσοφία και στα δόγματα τής χριστιανικής πίστης.42 Ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος, υπόδειγμα μόρφωσης στην αρχαία ελληνική γραμματεία43 και τούς κανόνες των οικουμενικών συνόδων, ο Νικαίας Βησσαρίων44 και ο Ρωσίας Ισίδωρος45 ήσαν οι πιο μορφωμένοι από τούς αρχιερείς, καθώς και ο μέγας χαρτοφύλαξ Βαλσαμών46 ο αρχιδιάκονος. Από την πλευρά των κοσμικών ήσαν ο Γεμιστός από τη Λακεδαιμονία,47 ο δικαστής Γεώργιος Σχολάριος48 και ο Αργυρόπουλος.49 Αυτοί υπερασπίζονταν τις θέσεις των Ρωμιών στις συζητήσεις, ενώ υπήρχαν πολλοί που υπερασπίζονταν τις θέσεις των Λατίνων.50

[31.4] Είχαν γίνει πολλές συνελεύσεις. Στο τέλος, όταν ξεπεράστηκαν οι διαφωνίες και συμφώνησαν στο ίδιο πράγμα οι Ιταλοί και οι Γραικοί εκτός από τον Μάρκο, συντάχθηκε απόφαση. Ορκίστηκαν και δεσμεύτηκαν ότι δεν θα ξαναβρεθούν σε αντίθεση. Η ουσία τής απόφασης ήταν ότι το άγιο πνεύμα εκπορεύεται από τον πατέρα και τον υιό, σαν να εκπορεύεται από μία αρχή και από μία προβολή, δηλαδή εκείνο που λένε οι Γραικοί «από τον πατέρα δια τού υιού».51 Όλοι λοιπόν όσοι υπέγραψαν την απόφαση τής ένωσης έφυγαν από τη Φλωρεντία, αφού πρώτα λειτούργησαν και κοινώνησαν μαζί με τούς Λατίνους και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλο, εκτός από τον Μάρκο Ευγενικό. Εκείνο που ενοχλούσε τον Μάρκο ήταν η προσθήκη στο σύμβολο τής πίστεως. Έλεγε:

«Βγάλτε την από την ομολογία τής πίστεως και βάλτε την όπου αλλού θέλετε. Ας ψάλλεται στις εκκλησίες, όπως παλιά, “ο μονογενής υιός και λόγος τού Θεού, που είναι αθάνατος”».52

Οι Λατίνοι όμως διαφωνούσαν:

«Αν έχει κάτι βλάσφημο η προσθήκη, δείξε το και θα το αφαιρέσουμε και από το σύμβολο τής πίστεως και απ΄ όλα τα βιβλία, με τα οποία θεολόγησαν οι πατέρες, δηλαδή ο Κύριλλος, ο Αμβρόσιος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Βασίλειος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος, ο Χρυσόστομος και πολλοί άλλοι. Αν όμως εμείς οι Λατίνοι ομολογούμε ότι ο Πατέρας είναι η μία αρχή, αιτία, πηγή και ρίζα τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, χωρίς ν΄ αναγνωρίζουμε δύο αρχές, τότε ποια είναι άραγε η ανάγκη ν΄ αφαιρέσουμε την προσθήκη; Μάλιστα εμείς δεν την αποκαλούμε προσθήκη, αλλά διασάφηση και ανάπτυξη». 53

[31.5] Πέθανε λοιπόν και ο πατριάρχης μετά την ένωση στη Φλωρεντία.54 55

[31.6] Φεύγοντας από εκεί ο αυτοκράτορας και η ανατολική σύνοδος, έφτασαν στη Βενετία με δαπάνες τού πάπα, ενώ από τη Βενετία έφτασαν στη Βοιωτία με ενετικές γαλέρες ύστερα από εντολή τού πάπα και από τη Βοιωτία στην Κωνσταντινούπολη με αυτοκρατορικές και ενετικές γαλέρες.56

[31.7] Φτάνοντας βρήκαν να έχει πεθάνει η δέσποινα κυρα Μαρία, η σύζυγος τού αυτοκράτορα Ιωάννη, καθώς και η βασίλισσα, η σύζυγος τού δεσπότη Δημήτριου,57 αδελφού τού αυτοκράτορα.58

[31.8] Κι ο αυτοκράτορας έστειλε πρέσβεις στον Μουράτ, δείχνοντας προς αυτόν ευγνωμοσύνη και απόλυτη φιλία. Γιατί εκείνος υποψιαζόταν, ότι πηγαίνοντας στη δυτική Ευρώπη ο αυτοκράτορας είχε κάνει ομόνοια με τούς Φράγκους, είχε γίνει Φράγκος59 και επρόκειτο να εκστρατεύσουν εναντίον τού Μουράτ από τη στεριά και από τη θάλασσα, για να τον βγάλουν από τη δύση. Χάρηκε όμως όταν οι πρέσβεις τού ανέφεραν και τού εξήγησαν, ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε πάει στην Ιταλία για τούς λόγους που είχαν ακουστεί, αλλά για να συζητήσουν τη διαφορά στα δόγματα τής χριστιανικής τους πίστης.60 61

Οι υπογράψαντες, επιστρέφοντας στην Πόλη, αποκηρύσσουν την Ένωση των Εκκλησιών

[31.9] Οι αρχιερείς κατέβηκαν αμέσως από τις γαλέρες και οι Κωνσταντινουπολίτες, όπως συνηθίζεται, τούς ασπάζονταν και τούς ρωτούσαν:

«Πώς πήγαν οι υποθέσεις σας; Πώς πήγαν τα ζητήματα τής συνόδου; Επικρατήσαμε;»

Κι εκείνοι απαντούσαν:

«Ξεπουλήσαμε την πίστη μας. Ανταλλάξαμε την ευσέβεια με την ασέβεια προδίδοντας την καθαρή θυσία. Έχουμε γίνει αζυμίτες».62

Τέτοια και άλλα πιο αισχρά και βρώμικα λόγια έλεγαν. Μάλιστα ποιοι; Εκείνοι που υπέγραψαν την απόφαση, ο Ηρακλείας Αντώνιος και όλοι οι άλλοι. Κι όταν κάποιος τούς ρωτούσε

«Τότε γιατί υπογράψατε;»

έλεγαν

«επειδή φοβηθήκαμε τούς Φράγκους».

Κι όταν πάλι τούς ρωτούσαν:

«Βασάνισαν οι Φράγκοι κανέναν; Τον μαστίγωσαν; Τον έβαλαν στη φυλακή;»

έλεγαν

«όχι».

«Τότε γιατί;»

«Αυτό το δεξί χέρι υπέγραψε», έλεγαν, «πρέπει να κοπεί. Η γλώσσα συμφώνησε. Πρέπει να ξερριζωθεί».

Δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν. Μάλιστα υπήρχαν και κάποιοι αρχιερείς κατά την υπογραφή τής απόφασης τής συνόδου, που έλεγαν:

«Δεν θα υπογράψουμε, αν δεν μάς δώσετε το κατάλληλο ποσό».

Οι άλλοι λοιπόν έδιναν και βουτιόταν το καλαμάρι στο μελάνι. Πάρα πολλά ήσαν τα νομίσματα που δόθηκαν σε αυτούς και μετρήθηκαν στα χέρια καθενός από τούς πατέρες. Έπειτα, όταν άλλαξαν γνώμη, ούτε τα αργύρια επέστρεψαν. Μάλιστα σε σχέση με τη μομφή ότι ξεπούλησαν την πίστη τους, αυτοί αμάρτησαν περισσότερο από τον Ιούδα, ο οποίος επέστρεψε τα αργύρια. Γνώριζε όμως ο Κύριος και ανέβαλλε την τιμωρία. Φωτιά είχε ανάψει μέσα στον Ιακώβ και οργή είχε ανεβεί στο κεφάλι τού Ισραήλ».63 64

Ο Χούνιαντι και ο Μπράνκοβιτς οδηγούν στρατό εναντίον των Τούρκων (1443)

[32.1] Όταν ο προαναφερθείς δεσπότης Γεώργιος είδε την απογυμνωμένη του δεσποτεία και ότι τα μόνα υπάρχοντα που διατηρούσε ήσαν μερικά φρούρια μέσα στην Ουγγαρία, άρχισε να αποθαρρύνεται. Μη έχοντας κανέναν να τον βοηθήσει, πήγε στον κράλη τής Ουγγαρίας. Εκείνος ήταν ανήλικος και έτσι όλες οι υποθέσεις τού κράτους διεκπεραιώνονταν από τη μητέρα του τη βασίλισσα και τον Γιάνος τον πρωτοστράτορα.65 Ο δεσπότης παρακαλούσε και οδυρόταν να δείξουν έλεος. Η βασίλισσα, έχοντας καμφθεί από οίκτο ή μάλλον επειδή φοβήθηκε ότι ο καταστροφέας θα εισέβαλε και στην Ουγγαρία αν η Σερβία έμενε ανυπεράσπιστη, έδωσε εντολή στον στρατηγό, ο οποίος ήταν εξαιρετικά πλούσιος, να δώσει οικονομική βοήθεια στον Γεώργιο. Ο Γεώργιος, με μισθοφορική δύναμη εικοσιπέντε περίπου χιλιάδων ιππέων και τοξοτών, διέσχισε τον Δούναβη. Προχωρώντας γρήγορα μέχρι την πόλη που ονομάζεται Σόφια, έβαλαν φωτιά και την πυρπόλησαν, καθώς και όλες τις γύρω κωμοπόλεις και χωριά, χωρίς να αφήσουν τίποτε όρθιο. Όλα τα λάφυρα τα έστειλαν πίσω στον Δούναβη και μεταφέρθηκαν απέναντι, ενώ τα στρατεύματα προχωρούσαν προς τη Φιλιππούπολη. Ο Μουράτ συγκέντρωσε τον δυτικό του στρατό (γιατί δεν είχε τον χρόνο να καλέσει και τα ανατολικά στρατεύματα) και βάδιζε προς τη Φιλιππούπολη. Οι Ούγγροι, συνοδευόμενοι από τον δεσπότη, έφτασαν στην πόλη που ονομάζεται Τζλατή στη γλώσσα των Βουλγάρων, η οποία σε μετάφραση σημαίνει χρυσή. Βρίσκεται στη μέση μεταξύ Σόφιας και Φιλιππούπολης και έχει βουνά και αδιάβατα δάση που εκτείνονται μέχρι κοντά στη Φιλιππούπολη. Γιατί ήθελαν να διασχίσουν τα βουνά, πριν όμως το κάνουν αυτό, έπρεπε να ανοιχτεί μονοπάτι από τούς πελεκηφόρους άνδρες και τούς υλοτόμους. Οι Τούρκοι κατάφεραν να διασχίσουν το τραχύ ορεινό έδαφος και έφτασαν απέναντι από το στρατόπεδο των Ούγγρων, αλλά φοβήθηκαν και δεν κατέβηκαν από το βουνό στην πεδιάδα. Οι Ούγγροι ανέβηκαν με θάρρος στα μισά τού βουνού. Οι Τούρκοι έριχναν συνεχώς βέλη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, βλέποντας και οι δύο πλευρές ότι δεν προχωρούσαν καθόλου λόγω τής τραχύτητας τού εδάφους, επέστρεψε καθεμία από εκεί που είχε έρθει.66 Τότε ο Μουράτ δείλιασε, όταν σκέφτηκε ότι κατά τη διάρκεια τής ζωής του δεν είχε δει ποτέ ουγγρική δύναμη να διασχίζει τον Δούναβη, αλλά τώρα, χάρη στον δεσπότη, αυτό είχε επιτευχθεί.67 Έστειλε πρέσβη στον δεσπότη και συμφώνησε να επιστρέψει όλες τις πόλεις του, συμπεριλαμβανομένου του Σμεντέρεβο.68 Επέστρεψε επίσης τούς τυφλούς γιους τού δεσπότη καθώς και τούς γιους τού Ντράκουλ. Οι παραχωρήσεις του καθορίστηκαν σε συνθήκες σφραγισμένες με ιερούς όρκους. Ενημέρωσε [ο δεσπότης] για αυτές τις εξελίξεις τη βασίλισσα τής Ουγγαρίας και τον αντιβασιλέα.69 Ο Γιάνος ήταν πρωτοστράτωρ, ενώ ο βασιλιάς των Σαξόνων ήταν αντιβασιλέας για τον κράλη τής Ουγγαρίας. Τον είχαν καλέσει και τον είχαν διορίσει κηδεμόνα, επειδή ο καθολικός κράλης ήταν έφηβος, δεκαπέντε μόλις ετών. Έφτασαν οι Τούρκοι στην Ουγγαρία, δηλαδή οι πρέσβεις, και αντάλλαξαν όρκους φιλίας με τον βασιλιά των Σαξόνων. Συμφωνήθηκε ότι ούτε οι Ούγγροι θα διέσχιζαν τον Δούναβη για να επιτεθούν στον Μουράτ ούτε οι Τούρκοι θα πορεύονταν εναντίον των Ούγγρων. Όμως ο Γιάνος δεν ορκίσηκε, λέγοντας: «Δεν είμαι δεσπότης αλλά μόνο υπηρέτης τού δεσπότη».70

Ο Μουράτ Β΄ καταλαμβάνει το Ικόνιο και το Καραμάν και επιστρέφει στη Θράκη

[32.2] Όταν ο Μουράτ ολοκλήρωσε την ειρήνη με τούς Ούγγρους και τούς Σέρβους,71 έκανε προετοιμασίες για να επιτεθεί στον Καραμάν. Συγκέντρωσε τις δυνάμεις τής Θράκης και τής Θεσσαλίας, διέσχισε τον πορθμό και στρατοπέδευσε στην Προύσα συγκεντρώνοντας και τα ανατολικά του στρατεύματα. Έστειλε επίσης οδηγίες στον μεγαλύτερο γιο του, που ονομαζόταν Αλαντίν,72 να συγκεντρώσει στρατό από την Αμάσεια και να σπεύσει στο Ικόνιο, πράγμα που έκανε. Η αιτία τής σύγκρουσης ήταν, ότι όταν ο δεσπότης και ο Γιάνος είχαν εκστρατεύσει εναντίον τού Μουράτ, ο Καραμάν, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, είχε κατεβεί και ανακτήσει τις πόλεις του, τις οποίες είχε προηγουμένως καταλάβει ο Μουράτ. Αυτή λοιπόν ήταν η αιτία τής μάχης. Ο Μουράτ βάδισε από την Προύσα προς την Κιουτάχεια και από εκεί στη Σαλουταρία Φρυγία, όπου έκανε μεγάλες προπαρασκευές. Από εκεί πήγε στο Ικόνιο. Ο Καραμάν, διαφεύγοντας με τον στρατό του, διέσχισε τα σύνορα τής Συρίας και πήγε σε ορεινά οχυρά. Ο Μουράτ κατέστρεψε το Ικόνιο χωρίς έλεος και πήρε από εκεί πολύ χρυσό και ασήμι. Προχώρησε εναντίον τής πόλης Λάρανδα και διέπραξε εξωφρενικά κακά εναντίον των Λαρανδινών. Συνέχιζε να λεηλατεί και να κουρσεύει κάθε πόλη και περιοχή που ανήκε στον Καραμάν. Έφτασε ακόμη και να τραυματίσει Τούρκους συμπατριώτες του. Καθώς το καλοκαίρι είχε τελειώσει, ο Μουράτ αποφάσισε να φύγει από την ηγεμονία τού Καραμάν. Απέλυσε τον γιο του και τον στρατό του, που επέστρεψαν στην Αμάσεια. Ο Μουράτ κατέβηκε στην Προύσα και διέσχισε τον πορθμό προς τη Θράκη. Ο Καραμάν ήταν τώρα ελεύθερος να επιστρέψει στα εδάφη του.73

[32.3] Με την έναρξη τού χειμώνα έφτασε από την Αμάσεια ένας από τούς δούλους τού Αλά αντ-Ντιν και ανακοίνωσε τον θάνατό του. Ο Μουράτ πένθησε πολύ, επειδή ο Αλά αντ-Ντιν ήταν δεκαοκτώ χρονών και πολύ όμορφος και θαρραλέος. Ο Μουράτ κάλεσε όλους τούς αξιωματούχους και τούς διοικητές του και διόρισε τον δεύτερο γιο του Μεχμέτ, που ήταν ακόμη ανήλικος, κυβερνήτη και αρχηγό όλων των υπηκόων του.74 Ο Μουράτ πέρασε στη συνέχεια απέναντι στην Ανατολή και κατοικούσε στην Προύσα ως ιδιώτης.75

Ούγγροι και Βλάχοι διασχίζουν τον Δούναβη. Στη Βάρνα σκοτώνεται ο Βλάντισλαβ Γ’ (1444)

[32.4] Στις αρχές τής άνοιξης έφτασαν κατάσκοποι από την Ουγγαρία, ενημερώνοντας τον νέο ηγεμόνα και τούς συμβούλους του, τούς Χαλίλ, Σαρουτζά και Ζαγανός,76 ότι πολλοί Ούγγροι και Βλάχοι συγκεντρώνονταν στις όχθες τού Δούναβη. Ο Μεχμέτ ενημέρωσε τον πατέρα του για αυτές τις εξελίξεις. Έκπληκτος για την παραβίαση των όρκων, ο Μουράτ προβληματζόταν για το τι επρόκειτο να συμβεί. Καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι, διέταξε όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις τής Ανατολής να ενωθούν μαζί του την ώρα τής ανύψωσης τού Σείριου στον ουρανό. Μια μοίρα εικοσιπέντε γαλερών, που περνούσε από το Αιγαίο, έφτασε απέναντι από την Καλλίπολη και προχώρησε να εμποδίσει το πέρασμα τού Μουράτ. Επιπλέον, μερικές γαλέρες έπλευσαν στο Ιερό Στόμιο και εμπόδισαν τη διέλευσή του σε αυτό το σημείο. Οι Ούγγροι, διασχίζοντας τον Δούναβη, προχωρούσαν χωρίς αντίσταση. Εκκαθάρισαν τον δρόμο και, καταλαμβάνοντας τα φρούρια, έφτασαν στη Βάρνα. Ο Μουράτ στενοχωρήθηκε βρίσκοντας τον δρόμο του αποκλεισμένο. Οι στρατιώτες τού Μεχμέτ, απογοητευμένοι, άρχισαν να ανησυχούν. Μετακινώντας τα στρατεύματά του προς το Ιερό Στόμιο, ο Μουράτ ανακάλυψε ένα πέρασμα χωρίς γαλέρες και κατάφερε να διασχίσει τον πορθμό. Τα στρατεύματα τού Μεχμέτ, που παρακολουθούσαν, ακολούθησαν και σε μια μέρα ένωσαν τις δυνάμεις τους με τον Μουράτ. Μέσα σε δύο μέρες οι συνδυασμένοι στρατοί είχαν φτάσει στη Βάρνα. Την επόμενη μέρα διεξήχθη μια καταπληκτική και τρομακτική μάχη, από νωρίς το πρωί μέχρι την ένατη ώρα [3 μ.μ.] και οι χριστιανοἰ σκότωναν τούς Τούρκους ανελέητα. Περίπου τη δέκατη ώρα τής ημέρας, ο Σάξονας βασιλιάς [Βλάντισλαβ Γ΄, βασιλιάς Ουγγαρίας και Πολωνίας], συνοδευόμενος από πεντακόσιους περίπου στρατιώτες, έστρεψε το ιππικό του προς τον εχθρό. Ο Γιάνος προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά δεν μπορούσε. Και καθώς ο Σάξονας βασιλιάς πλησίαζε, το άλογό του δέχτηκε θανάσιμο χτύπημα, ρίχνοντας τον αναβάτη του μακρυά. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν επί τόπου. Ο Γιάνος συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, όταν είδε το κεφάλι ανυψωμένο σε λόγχη. Υπήρχαν κραυγές και αλαλαγμοί, όπως

«Ας φύγει όποιος μπορεί».

Οι Τούρκοι σκότωσαν τούς περισσότερους χριστιανούς. Καθώς έπεφτε η νύχτα, ο Γιάνος δραπέτευσε με δυσκολία διασχίζοντας τον Δούναβη. Οι Τούρκοι επέστρεψαν με τα λάφυρά τους από τον πόλεμο.77 Ο νικηφόρος Μουράτ διέσχισε τον πορθμό και αποφάσισε να κατοικήσει στη Μαγνησία.78

Ο Μουράτ επιστρέφει ως σουλτάνος. Ο Μεχμέτ Β΄ στέλνεται κυβερνήτης στη Μαγνησία Λυδίας (1446)

[32.5] Επειδή εμείς οι χριστιανοἰ αρνούμασταν να αναγνωρίσουμε ότι μάς υποδούλωσαν οι αμαρτίες μας και ότι οι κακές πράξεις μας προκάλεσαν τις ατυχίες μας, η Τύχη έστειλε κι άλλη οργή εναντίον μας. Ο Χαλίλ, ο οποίος γνώριζε από θέματα κυβέρνησης, ήταν πεπεισμένος ότι ο νεαρός ηγεμόνας δεν θα πετύχαινε ποτέ. Έφερε λοιπόν πίσω τον Μουράτ στο παλάτι τής Αδριανούπολης, για να συνεχίσει τη βασιλεία του. Ο νέος ηγεμόνας, ο Μεχμέτ, ο γιος τού Μουράτ, διορίστηκε κυβερνήτης τής Μαγνησίας.79 80

Ο Μουράτ Β΄ θριαμβεύει στη [Δεύτερη] Μάχη τού Κοσσυφοπέδιου (1448)

[32.6] Όταν ο Γιάνος έμαθε για αυτές τις εξελίξεις, διέσχισε τον Δούναβη από άλλη διαδρομή και περνώντας μέσα από όλες τις στενωπούς έφτασε στη Nις ή στο Κοσσυφοπέδιο. Ο Μουράτ περίμενε με ολόκληρο τον στρατό του και η μάχη ξεκίνησε καθώς έπεφτε το βράδυ. Στις σκοτεινές ώρες νωρίς την αυγή, ο Γιάνος σηκώθηκε με μερικούς στρατιώτες, δήθεν για να προετοιμαστεί για πρόωρη επίθεση και έφυγε. Είχε δει ότι οι τουρκικές δυνάμεις ήσαν ανώτερες σε αριθμό και ότι οι Ούγγροι, φοβισμένοι, σκέφτονταν να φύγουν. Όταν με την ανατολή ο Μουράτ είδε τις σκηνές των Ούγγρων σε αταξία καθώς έσπευδαν να φύγουν, έπεσε πάνω τους και από εκείνους που δεν διέφυγαν, άλλους λεηλάτησε, ενώ άλλους σκότωσε. Ο Μουράτ είχε κερδίσει μεγάλη νίκη και ο Γιάνος είχε υποστεί ήττα.81 82

Ο Μουράτ Β’ νικά τον Κωνσταντίνο στο Εξαμίλιο και καταστρέφει τα τείχη (1446)

[32.7] Μετά τη μεγάλη του νίκη, ο Μουράτ αποφάσισε να βαδίσει εναντίον τής Πελοποννήσου. Όταν ο Κωνσταντίνος, δεσπότης τής Λακεδαιμονίας, ενημερώθηκε για την άφιξη τού βασιλιά και την εμφάνιση των γαλερών στον Ελλήσποντο, προέβλεψε την πλήρη καταστροφή των Τούρκων. Βγαίνοντας από το Εξαμίλιο, πήρε τη Θήβα και τα γύρω χωριά. Ο Μουράτ, ο οποίος είχε επιστρέψει από την τεράστια στρατιωτική του επιτυχία, έστειλε πρέσβη στον Κωνσταντίνο ζητώντας την παράδοση των πόλεων, αλλά εκείνος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Αντίθετα, προχώρησε προς το Εξαμίλιο (το οποίο είχε ανοικοδομήσει πριν από τέσσερα χρόνια) και έσκαψε χαρακώματα γύρω από αυτό. Ύστερα ο Κωνσταντίνος και εξήντα χιλιάδες άνθρωποι αναζήτησαν καταφύγιο πίσω από το τείχος του. Λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος και ο αδελφός του Θωμάς, ο δεσπότης τής Αχαΐας, προδόθηκαν από τούς Αλβανούς. Ειδοποιήθηκαν όμως για την προδοσία και διέφυγαν. Ο Μουράτ, αφού προχώρησε γρήγορα μέχρι την Πάτρα και τη Γλαρέντζα, τα αφάνισε όλα εκεί. Κατά την επιστροφή του γκρέμισε το Εξαμίλιο αφήνοντάς το ερείπιο, ενώ αιχμαλώτισε περισσότερα από εξήντα χιλιάδες άτομα.83 84

Πεθαίνει ο Ιωάννης Η’ (1448). Τον διαδέχεται ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ’ (1449)

[33.1] Ο αυτοκράτορας Ιωάννης [Η’], που υπέφερε από ουρική αρθρίτιδα για πολλά χρόνια, κατάσταση που επιδεινώθηκε από τη βαθιά θλίψη και τη δυσφορία που αντιμετώπισε μετά την επιστροφή του από την Ιταλία, εν μέρει λόγω τής ταραχής που προέκυψε από την Ένωση των Εκκλησιών και εν μέρει λόγω τού θανάτου τής αυτοκράτειρας, αρρώστησε σοβαρά και μέσα σε λίγες ημέρες πέθανε, ο τελευταίος που βασίλευσε ως αυτοκράτορας των Ρωμιών. Οι αξιωματούχοι κάλεσαν τον Κωνσταντίνο στην Κωνσταντινούπολη.85 Ο Κωνσταντίνος έστειλε αμέσως πρέσβεις στον Μουράτ για να τον ηρεμήσει με δώρα και συμβιβαστικά μηνύματα, αφαιρώντας έτσι κάθε εχθρότητα μεταξύ τους.86

Πεθαίνει ο Μουράτ Β΄ (1451) και τον διαδέχεται ο γιός του, ο Μεχμέτ Β΄

[33.2] Ο Μουράτ ήθελε να κανονίσει γάμο για τον γιο του Μεχμέτ. Εξασφάλισε νύφη μεταξύ των ηγεμόνων που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων της Αρμενίας, την κόρη τού Τουργκατίρ, τού ηγεμόνα των Τουρκομάνων που γειτνιάζουν με την άνω Καππαδοκία.87 Όμως ο Μουράτ δεν θα δεχόταν την οικογένεια τού Τουργκατίρ ως ισοδύναμη με τη δική του εξουσία και τον πλούτο του, αλλά η ηγεμονία τού Τουργκατίρ βρισκόταν ανάμεσα σε εκείνη των Τουρκο-Περσών και εκείνη τού Καραμάν. Επιπλέον, είχε πάντοτε συμμαχήσει με τον γιο τού Μουράτ στην Αμάσεια, και είχε συχνά συγκρουστεί τόσο με τον Καραμάν από τον νότο όσο και με τον Καρά Γιουσούφ88 από τον βορρά. Μέσω αυτής τής γαμήλιας συμμαχίας ο Μουράτ έλπιζε να κερδίσει πρόσθετη συμπαράσταση και βοήθεια από τον Τουργκατίρ. Έστειλε τον βεζύρη του, τον Σαρουτζά, για να συνοδεύσει τη νύφη από το σπίτι τού πατέρα της με τη μεγαλύτερη τιμή και δόξα. Έφερνε μαζί της πολλούς θησαυρούς και πολύτιμη προίκα. Όταν έφτασαν τα νέα ότι πλησίαζε στον πορθμό τής Καλλίπολης, ο πεθερός της Μουράτ έστειλε ευγενείς από την Αδριανούπολη και ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες για να τη συνοδεύσουν στο παλάτι τού ηγεμόνα στην Αδριανούπολη. Ο Μουράτ καλωσόρισε τη νύφη με μεγάλη χαρά και εγκαινίασε τις γαμήλιες γιορτές. Είχε προσκαλέσει όλους τούς αξιωματούχους και τούς υποτελείς ηγεμόνες τής επικράτειάς του, χριστιανούς και Τούρκους, και έσπευσαν όλοι με δώρα για να γιορτάσουν τούς γάμους. Οι γιορτές ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο και τελείωσαν τον Δεκέμβριο, και έτσι ολοκληρώθηκε η τελετή τού γάμου. Ο Μουράτ γέμισε με πολλά δώρα τούς στρατιώτες τού νοικοκυριού τού πατέρα της που την είχαν συνοδεύσει και στη συνέχεια τούς απέλυσε. Στον γιο τού Μουράτ, τον γαμπρό, μαζί με τη νύφη του, ανατέθηκε η θέση τού κυβερνήτη τής Λυδίας στη Μικρά Ασία.89

[33.3] Ο Μεχμέτ έφτασε στη Μαγνησία στα μέσα Ιανουαρίου. Την πέμπτη ημέρα τού Φεβρουαρίου έφτασε ένας αγγελιοφόρος σαν αετός με γρήγορα φτερά και έδωσε στον Μεχμέτ μια σφραγισμένη επιστολή. Διάβασε σε αυτήν τον θάνατο τού πατέρα του. Η επιστολή είχε σταλεί από τούς βεζύρηδες, τον Χαλίλ και τούς άλλους. Αποκάλυπταν τον θάνατο τού πατέρα του90 και συμβούλευαν τον Μεχμέτ να μην καθυστερήσει την αναχώρησή του, αλλά, αν ήταν δυνατό, να ανέβαινε στον Πήγασο, το φτερωτό άλογο, και να έφτανε στη Θράκη πριν μάθουν τα γύρω έθνη για τον θάνατο τού ηγεμόνα. Ἀκουσε τα λόγια τους. Τότε ακριβώς ανέβηκε σε ένα από τα αραβικά του άλογα και δεν είπε τίποτε άλλο στους ευγενείς του, παρά μόνο: «Όποιος με αγαπά, ας με ακολουθήσει». Προχωρούσε γρήγορα, έχοντας μπροστά τούς στρατιώτες τού νοικοκυριού του, γοργοπόδαρους και επιδέξιους τοξότες, όλους τους γίγαντες, όπως λέμε, πεζούς, και ακολουθούσαν οι ξιφοφόροι και οι ακοντιστές του πάνω σε άλογα. Δύο ημέρες μετά την αναχώρησή του από τη Μαγνησία, διέσχισε τον πορθμό τής Χερσονήσου. Έμεινε άλλες δύο μέρες στην Καλλίπολη για να μαζέψει τούς οπαδούς του. Ένας αγγελιοφόρος στάλθηκε στην Αδριανούπολη για να ανακοινώσει την άφιξή του στη Χερσόνησο.91

[33.4] Μεταδόθηκε παντού ότι ο ηγεμόνας βρισκόταν στην Καλλίπολη, για να μην εξεγερθεί ο όχλος. Ήταν συνήθειά τους να εξεγείρονται κατά τη διάρκεια τής αλλαγής από έναν ηγεμόνα στον διάδοχό του. Για αυτόν τον λόγο λένε συχνά στον λαό ότι ο ηγεμόνας είναι άρρωστος, κρατώντας μυστικό τον θάνατό του. Αυτό το κάνουν ιδιαίτερα όταν ο διάδοχος δεν είναι παρών στον θάνατο. Καθώς ο Μεχμέτ ξεκινούσε από την Καλλίπολη, συνέρρεαν πολλά πλήθη για να τον προσκυνήσουν. Όταν έφτασε κοντά στον κάμπο, βγήκαν για να τον συναντήσουν όλοι οι αξιωματούχοι τής ηγεμονίας, βεζύρηδες και σατράπες, κυβερνήτες των επαρχιών και των πόλεων, οι μύστες και οι δάσκαλοι τής βρώμικης θρησκείας τους, οι ασχολούμενοι με τις επιστήμες και τις τέχνες, καθώς και μεγάλο μέρος τού χυδαίου όχλου.92 Όταν το πλήθος, προχωρώντας στοιχημένο, έφτασε σε σημείο ένα περίπου μίλι μακριά από τον ηγεμόνα, κατέβηκαν και συνέχισαν την πορεία τους με τα πόδια. Ο ηγεμόνας όμως και οι συνοδοί του παρέμεναν έφιπποι. Προχωρώντας για μισό περίπου μίλι μέσα σε απόλυτη σιωπή, σταμάτησαν και καθώς στέκονταν μαζί ως σώμα, ύψωσαν τις φωνές τους σε δυνατούς θρήνους, χύνοντας δάκρυα. Τότε ο Μεχμέτ και η συνοδεία του κατέβηκαν επίσης από τα άλογα και ακολούθησαν το παράδειγμά τους, γεμίζοντας τον αέρα με θρήνους. Οι πένθιμες κραυγές που ακούγονταν εκείνη την ημέρα και από τις δύο πλευρές ήταν πράγματι κάτι εντυπωσιακό! Αφού συγκεντρώθηκαν και πλησίασαν ο ένας τον άλλο, οι ευγενείς προσκύνησαν τον ηγεμόνα και φίλησαν το χέρι του. Ανεβαίνοντας στα άλογά τους, μπήκαν στην πόλη μέχρι την πύλη τού παλατιού, και όταν ο ηγεμόνας μπήκε μέσα, έφυγαν παίρνοντας ο καθένας τον δρόμο του.93

[33.5] Την επόμενη μέρα, όπως ήταν το έθιμο, έγινε επίσημη παρουσίαση. Ο νεαρός ηγεμόνας, τού οποίου η βασιλεία μόλις άρχιζε, καθόταν στον πατρικό του θρόνο (αυτό δεν ήταν καθόλου επωφελές, αλλά αποτελούσε παραχώρηση του Θεού για τις αμαρτίες μας). Όλοι οι σατράπες και οι βεζύρηδες τού πατέρα του, συμπεριλαμβανομένων των Χαλίλ πασά και Ισάκ πασά, στέκονταν απέναντι και σε απόσταση. Οι δικοί του βεζύρηδες, ο ευνούχος Σαχίν και ο Ιμπραήμ, στέκονταν δίπλα του σύμφωνα με το έθιμο. Ο Μεχμέτ στράφηκε στον βεζύρη του, τον Σαχίν, και ρώτησε: «Γιατί στέκονται σε απόσταση οι βεζύρηδες τού πατέρα μου; Κάλεσέ τους και πες στον Χαλίλ να σταθεί στη θέση του. Ο Ισάκ να αναχωρήσει για την Προύσα, μαζί με τούς υπόλοιπους άρχοντες τής Ανατολής, για να θάψουν τον πατέρα μου. Ας έχει επίσης εξουσία επί των ανατολικών επαρχιών». Μόλις τελείωσε τα λόγια του, έσπευσαν προς τα εμπρός και φίλησαν το χέρι του, όπως ήταν το έθιμο. Ο Χαλίλ παρέμεινε ως βεζύρης, ενώ ο Ισάκ πήρε το πτώμα τού ηγεμόνα και μαζί με πολλούς άλλους αξιωματούχους αναχώρησαν για την Προύσα με μεγάλη υπευθυνότητα και το έθαψαν στον τάφο που είχε χτίσει ο ηγεμόνας. Στις επικήδειες τελετές ο Ισάκ έριξε πολλά χρυσά νομίσματα στα χέρια των απόρων.94

[33.6] Ο θάνατος τού Μουράτ δεν υπήρξε αποτέλεσμα πολλαπλών ασθενειών ούτε ήταν οδυνηρός. Υπέφερε λιγότερο από τον πατέρα του, επειδή ο Θεός, υποθέτω, έκρινε τον άνδρα σύμφωνα με τις καλές πράξεις που έκανε για το κοινό, και τη συμπάθεια που εξέφραζε για τούς άπορους, όχι μόνο για εκείνους τού δικού του έθνους και τής ασεβούς πίστης, αλλά και για τούς χριστιανούς. Τις ένορκες συνθήκες που συνήπτε, τις διατηρούσε απαραβίαστες και ανέπαφες μέχρι το τέλος. Αν ορισμένοι χριστιανοἰ κατέφευγαν στην παράβαση των συνθηκών και στην παραβίαση των όρκων, δεν ξέφευγαν από το αλάνθαστο μάτι τού Θεού. Τιμωρούνταν δίκαια από τον ίδιο τον εκδικητή. Ο θυμός τού Μουράτ δεν ήταν άκρατος. Ύστερα από νίκη, ο βάρβαρος δεν καταδίωκε ούτε διψούσε για την πλήρη καταστροφή τού οποιουδήποτε έθνους, αλλά μόλις οι ηττημένοι ζητούσαν με πρέσβεις ειρήνη, δεχόταν και ο ίδιος πρόθυμα τούς πρέσβεις και τούς άφηνε να φύγουν ειρηνικά, μισώντας τον πόλεμο και αγαπώντας την ειρήνη. Και ο πατέρας τής ειρήνης επιφύλαξε με τη σειρά του για τον βάρβαρο έναν ειρηνικό θάνατο και όχι από σπαθί.95

[33.7] Οι ημέρες τής ασθένειάς του ήσαν συνολικά τέσσερις. Είχε βγει από το παλάτι με μερικούς νέους και είχε περάσει στο ευρύχωρο νησί που είχε δημιουργηθεί από τη διακλάδωση των ποταμών κοντά στην πόλη. Καθώς η γη ήταν πλούσια, αφθονούσαν τα βοσκοτόπια και τα καταπράσινα βότανα για την τροφή των ζώων. Οι φοράδες, τα μουλάρια και οι περήφανοι επιβήτορες τού ηγεμόνα βόσκουν εκεί. Επιπλέον, υπήρχαν πολλά κτίρια για να προσφέρουν ζεστασιά και διασκέδαση, ανάλογα με την εποχή, και ό,τι άλλο συνέβαλε στην ευχαρίστηση. Ήθελε να περάσει αρκετές ημέρες εκεί μόνος του, με μερικούς από τούς πλησιέστερους συντρόφους του, να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει από τις έγνοιες και την κούραση τού πρόσφατου γάμου. Αφού πέρασε μια μέρα στο νησί χωρίς να ζήσει τις συνήθεις απολαύσεις του, πρόσταξε την επόμενη μέρα να μεταφερθεί στο παλάτι, παραπονούμενος ότι ένιωθε το κεφάλι και το σώμα του βαρύ και ναρκωμένο. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι για τρεις ημέρες, υπέστη κρίση επιληψίας και πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου τού έτους 6958 [1451].96

[33.8] Λέγεται ότι μια νύχτα μετά τις γαμήλιες γιορτές αλλά πριν πάει ο Μουράτ στο νησί, είδε το ακόλουθο όραμα. Ένας φοβερός άνδρας στεκόταν μπροστά του. Καθώς είχε ζαρώσει από τον φόβο, ο άνδρας που φάνηκε, τον πήρε από το χέρι. Ο Μουράτ φορούσε χρυσό δαχτυλίδι στον αντίχειρα τού δεξιού του χεριού. Ο άνδρας έβγαλε το δαχτυλίδι από τον αντίχειρα τού ηγεμόνα και το έβαλε στον δείκτη του. Ύστερα το έβγαλε από τον δείκτη και το έβαλε στο μεσαίο δάχτυλο. Από αυτό, έβαλε το δαχτυλίδι στο τέταρτο δάχτυλο, και τέλος, το έβαλε στο μικρό δάχτυλο. Ύστερα, βγάζοντας το δαχτυλίδι από το μικρό δάχτυλο, ο άνδρας τού οράματος εξαφανίστηκε μαζί του. Ξυπνώντας ο ηγεμόνας, κάλεσε τούς μάντεις του και τους διηγήθηκε το όραμα. Εκείνοι ερμήνευσαν ότι το δαχτυλίδι αντιπροσώπευε την ηγεμονία. Στα δάχτυλα έδωσαν την ακόλουθη εξήγηση: Ο αντίχειρας ήταν ο Μουράτ. Τα άλλα δάχτυλα ήσαν εκείνοι τής γενεαλογίας του που θα ηγεμόνευαν ύστερα από αυτόν. Άλλοι όμως ερμήνευαν κρυφά και σιωπηλά, ότι ο αντίχειράς του αντιπροσώπευε τον τελευταίο χρόνο τής ζωής του, η αφαίρεση τού δαχτυλιδιού τη δεσποτεία και το βάλσιμο και βγάλσιμο τού δαχτυλιδιού στα άλλα τέσσερα δάχτυλα αντιπροσώπευε τον αριθμό των ετών εξουσίας τού διαδόχου του, ύστερα από τον οποίο θα έληγε η τυραννία. Αλλά ας επιστρέψουμε τώρα στην αφήγηση, για να δούμε τι κατέστρεψε αυτό το αιμοδιψές θηρίο [ο Μεχμέτ], τι σκόρπισε και τι αφάνισε εντελώς κατά τη διάρκεια τής ζωής του.97

[33.9] Ο Μεχμέτ [Β’], αφού έστειλε το σώμα τού πατέρα του στην Προύσα για ταφή, έκανε απογραφή των ταμείων και των πατρικών θησαυρών. Βρήκε αμέτρητα ασημένια και χρυσά σκεύη, πολύτιμους λίθους και χρυσά νομίσματα. Τα σφράγισε όλα με τη δική του σφραγίδα και τα έβαλε ξανά στο ταμείο.98

[33.10] Ο Μεχμέτ ανακάλυψε επίσης ότι ο πατέρας του είχε ένα γιο βρέφος, οκτώ περίπου μηνών, γεννημένο από νόμιμη σύζυγο —γιατί ο ίδιος είχε γεννηθεί από σκλάβα, 99 — την κόρη τού Ισφεντιγιάρ, ηγεμόνα τής Σινώπης.100 Όταν η μητέρα τού αγοριού και δική του μητριά επισκέφτηκε μια μέρα το παλάτι για να παρηγορήσει τον τύραννο, εκείνος έστειλε στο σπίτι τής προαναφερθείσας έναν από τούς άρχοντες, έναν από τούς γιους τού Εβρενός που ονομαζόταν Αλή και ήταν τότε αρχηγός τής φρουράς τού παλατιού, και έπνιξε το παιδί. Την επόμενη μέρα σκότωσε και τον ίδιο τον Αλή και πάντρεψε τη μητέρα τού παιδιού ενάντια στη θέλησή της με τον Ισάκ, τον σκλάβο τού πατέρα του.101

[33.11] Την άλλη μητριά του, τη Μάρα, την κόρη τού Γεώργιου, δεσπότη τής Σερβίας, πολύ ευσεβή χριστιανή, σκόπευε να τη δώσει κι αυτήν σε γάμο με άλλον κοινό σκλάβο. Φοβήθηκε όμως μήπως ο πατέρας της ξεσηκώσει εναντίον του τούς στρατούς των Ούγγρων, και συνειδητοποιώντας ότι έπρεπε ακόμη να παγιώσει τη δική του εξουσία προτού φτάσει στο αποκορύφωμα τής δύναμής του, δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε. Όταν ο δεσπότης άκουσε ότι ο γαμπρός του, ο Μουράτ [Β’], είχε πεθάνει και ότι ο Μεχμέτ είχε αναδειχθεί ως ηγεμόνας, έστειλε αμέσως πρέσβεις να τον παρηγορήσουν ως ορφανό και να ανανεώσουν και να διασφαλίσουν με όρκους τις συνθήκες και τα σύμφωνα που είχε κάνει με τον πατέρα τού Μεχμέτ. Ζήτησε επίσης την άδεια να φέρει την κόρη του πίσω στο σπίτι. Ο Μεχμέτ ικανοποίησε τα αιτήματα τού δεσπότη, όχι επειδή ήθελε να ζει και να ηγεμονεύει με ειρήνη και καλή διάθεση, αλλά για να αγοράσει χρόνο. Όταν έφτανε η κατάλληλη στιγμή, θα διέπραττε αδικίες και ανομίες. Αυτά τα πράγματα και πολλά άλλα έκανε εκείνος, που πριν ακόμη γεννηθεί, ήταν λύκος που φορούσε προβιά αρνιού. Υποδέχτηκε τούς πρέσβεις με ευγένεια, αντάλλαξε επίσημες υποσχέσεις μαζί τους και τούς άφησε να φύγουν ειρηνικά. Έστειλε τη μητριά του στον πατέρα της με μεγάλη δόξα και τιμή, ενώ τής έδωσε επιπλέον πολλές χορηγίες και περιοχές στα σύνορα τής Σερβίας, για τη διατροφή και την εξυπηρέτηση κάθε ανάγκη της.102

[33.12] Έτσι και οι άθλιοι και δυστυχείς Ρωμιοί που κατοικούσαν τότε στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον δεσπότη Κωνσταντίνο, όταν έμαθαν και αυτοί για την αλλαγή στον οθωμανικό θρόνο, έστειλαν πρέσβεις για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους και τα συγχαρητήριά τους στον νέο ηγεμόνα. Ποιοι σε ποιον; Τα αρνιά στον λύκο, τα σπουργίτια στο φίδι, οι ψυχορραγούντες στον ίδιο τον θάνατο! Κι εκείνος, ο Αντίχριστος μπροστά στον Αντίχριστο, ο καταστροφέας τού ποιμνίου του Χριστού μου, ο εχθρός τού Σταυρού και όλων εκείνων που πιστεύουν σε αυτόν που σταυρώθηκε πάνω του, φορώντας τη μάσκα τής φιλίας, σαν μαθητής τού Σατανά μεταμορφωμένου σε φίδι, καλωσόρισε την πρεσβεία, συνέταξε νέες συνθήκες και ορκίστηκε στον Θεό τού ψευτοπροφήτη και στον συνώνυμό του Προφήτη και στα ακάθαρτα βιβλία του και στους αγγέλους και αρχαγγέλους, ότι θα αφοσιωνόταν, όλες τις ημέρες τής ζωής του, στην υπόθεση τής φιλίας και ομόνοιας με την Πόλη και με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, καθώς και με όλα τα απομακρυσμένα χωριά και κωμοπόλεις που βρίσκονταν υπό τον αυτοκρατορικό του έλεγχο. Έδωσε επίσης την επίσημη υπόσχεσή του ότι θα ζούσε και θα πέθαινε με την ίδια εύνοια και καλή διάθεση, που είχε δείξει ο πατέρας του τόσο στον προηγούμενο αυτοκράτορα Ιωάννη [Η’] όσο και στον τωρινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο [ΙΑ’]. Πάνω και πέρα από αυτές τις καλές υποσχέσεις, ο Μεχμέτ δώρισε στην αυτοκρατορία των Ρωμιών ετήσιο εισόδημα από τα έσοδα των χωριών που βρίσκονταν κατά μήκος τού Στρυμώνα, ύψους τριακοσίων χιλιάδων ασημένιων νομισμάτων, το οποίο είχαν ζητήσει οι τρισάθλιοι Ρωμιοί ως πληρωμή για τη διατροφή και άλλα έξοδα τού Ορχάν, του προαναφερθέντος απόγονου τού Οσμάν.103 Μετά τη σύναψη τής φιλικής και απολύτως ικανοποιητικής συμφωνίας, αναχώρησαν με χαρά. Με παρόμοιο τρόπο οι κάτοικοι τής Βλαχίας, τής Βουλγαρίας και των νησιών, Μυτιληναίοι, Χιώτες, Ρόδιοι, και οι Γενουάτες από τον Γαλατά, ήρθαν από παντού με δώρα και προσκύνησαν τον πραγματικά σαρκοβόρο δαίμονα. Και αφού έλαβαν ικανοποιητικές γι’ αυτούς δεσμεύσεις, αναχώρησαν…104

<-Η απόφαση τής Συνόδου Φλωρεντίας Χαλκοκονδύλης: Η Ιταλία, η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας και η Σταυροφορία τής Βάρνας (1444)->
error: Content is protected !!
Scroll to Top