<-Δούκας: Η βασιλεία τού σουλτάνου Μουράτ Β’ και η Σύνοδος τής Φλωρεντίας | Σφραντζής: Από τη μάχη τής Άγκυρας (1402) στη βασιλεία Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1448)-> |
Χαλκοκονδύλης: Η Ιταλία, η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας και η Σταυροφορία τής Βάρνας (1444)1
Ο Μουράτ Β’ εναντίον τού Καραμάν και ο Τουραχάν εναντίον τού Εξαμιλίου (1426)
[6.1] Μετά την εκστρατεία του εναντίον τού Καραμάν2 ο Μουράτ [Β’], ο γιος τού Μεχμέτ [Α’], βάδισε εναντίον των Βλάχων, για να εγκαταστήσει τον γιο τού Ντράκουλ στην εξουσία.3 Αλλά καθώς ετοιμαζόταν να αναχωρήσει από το παλάτι του, έμαθε ότι ο Καραμάν συνωμοτούσε και σχεδίαζε εξέγερση εναντίον τού βασιλείου του, και ότι είχε μαζί του τον ηγεμόνα τού Κανδυλόρου4 και μερικούς από τούς άλλους ηγεμόνες τής [Μικράς] Ασίας. Ο Καραμάν έλπιζε ότι οι Ούγγροι θα βάδιζαν εναντίον τού Μουράτ και θα τον έφταναν σύντομα με μεγάλο στρατό. Είχε λοιπόν προσκαλέσει τούς υπόλοιπους τυράννους τής [Μικράς] Ασίας να συμμετάσχουν στην εξέγερσή του. Έτσι λοιπόν ο Μουράτ, ο γιος τού Μεχμέτ, έλυσε το στρατόπεδό του και βάδιζε εναντίον του,5 στέλνοντας τον Τουραχάν, τον ύπαρχο τής Θεσσαλίας, εναντίον τού Ισθμού τής Πελοποννήσου, για να κατεδαφίσει το τείχος και να επιτεθεί στην επικράτεια τής Πελοποννήσου, όση βρισκόταν κάτω από τούς ηγεμόνες των Ελλήνων, και τότε να φύγει. Έτσι ο Τουραχάν πήρε τον στρατό τής Θεσσαλίας και τής λίμνης Περαιβίας6 και έφτασε στον Ισθμό. Βρίσκοντας το τείχος εγκαταλειμένο, το κατεδάφισε, εισέβαλε στην Πελοπόννησο και λεηλάτησε τη χώρα. Φτάνοντας στον Μυστρά, έκανε επιδρομή στη Λακωνία και ύστερα αναχώρησε.7 8
[6.2] Στο μεταξύ ο σουλτάνος [Μουράτ] πέρασε στην Ασία και βάδιζε για δεύτερη φορά εναντίον τού Καραμάν, λεηλατώντας και κατακτώντας τη χώρα του. Ενώ συνέβαινε αυτό, ο Τζούρατζ, ο ηγεμόνας των Σέρβων,9 άρχιζε συζητήσεις με τον Γιάνος και τον εδώ κι εκεί των Ούγγρων και ερχόταν σε επαφή με καθέναν από τούς επικεφαλής άνδρες τής Ουγγαρίας. Τούς παρότρυνε να πορευτούν εναντίον τού Μουράτ και υποσχόταν να δώσει στους Ούγγρους σημαντικά κονδύλια για αυτήν την εκστρατεία, τα οποία είχε μαζί του. Τον βοήθησε σε αυτό και ο Γιάνος, ο οποίος ήταν φιλικός προς τούς Έλληνες και τύχαινε να είναι και προσωπικός φίλος τού Τζούρατζ.10
Πόλεμοι των Γενουατών εναντίον τού Ιωάννη Η’ και των Τατάρων τής Κριμαίας (1434)
[6.3] Ο Ιωάννης [Η’], ο αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, πολεμούσε εναντίον των Γενουατών, έχοντας συγκρουστεί μαζί τους για αυτόν τον λόγο, δηλαδή σχετικά με τούς εμπορικούς τους δασμούς στον Γαλατά. Έτσι οι Γενουάτες εξόπλισαν τα μεγαλύτερα ιστιοφόρα πλοία που είχαν και δεκατρείς γαλέρες και επιβίβασαν σε αυτά οκτώ περίπου χιλιάδες στρατιώτες. Έπλευσαν εναντίον τού Βυζάντιου με σκοπό να το καταλάβουν.11 Εκστράτευσαν επίσης εναντίον των Σκυθών από τον [Κιμμέριο] Βόσπορο, γιατί οι Σκύθες είχαν παρενοχλήσει και εισβάλει στην πόλη τους κοντά στον Βόσπορο που ονομάζεται Καφφάς, έχοντας διαφορές με τούς κατοίκους αυτής τής πόλης.12 Για αυτόν τον λόγο είχαν στείλει πρέσβεις στον Χατζή Γκιράι, τον βασιλιά των Σκυθών στην περιοχή, προκειμένου να επιλύσουν τις διαφορές τους. Όμως οι πρέσβεις δεν κατάφεραν να πετύχουν κανέναν από τούς στόχους τους, οπότε ανέφεραν στην Ιταλία τα ζητήματα που αφορούσαν την πόλη.13
[6.4] Οι Γενουάτες θεώρησαν την σκυθική επιδρομή στην πόλη τους ως απαράδεκτη προσβολή και, καθώς η διαφωνία τους με τούς Έλληνες προέκυψε ταυτόχρονα, ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν εναντίον και των δύο, με πρόθεση να τούς καταστρέψουν. Έφτασαν στο Βυζάντιο και κήρυξαν πόλεμο στην πόλη τού Κωνσταντίνου, ενώ έπειτα έπλευσαν στον Εύξεινο Πόντο και έφτασαν στον Καφφά.14 Αναχωρώντας από τη Χερσόνησο [τής Κριμαίας] προχώρησαν κατευθείαν εναντίον των Σκυθών, αφήνοντας την πόλη τους και κινούμενοι εναντίον τους. Οι Σκύθες έβλεπαν ότι οι Γενουάτες επιτίθεντο με άτακτο τρόπο και δεν τούς πρόσεχαν καθόλου. Γιατί την προηγούμενη μέρα οι Γενουάτες είχαν στραφεί σε ένα ποταμό εκεί για να στρατοπεδεύσουν και δεν είχαν βάλει ούτε φρουρούς στο στρατόπεδο, πιστεύοντας ότι οι Σκύθες δεν θα τολμούσαν ποτέ να διακινδυνεύσουν να τούς επιτεθούν. Επίσης αυτοί που βρίσκονταν μπροστά δεν περίμεναν εκείνους που έρχονταν από πίσω κι έτσι ο στρατός δεν παρουσίαζε ενιαίο μέτωπο, αλλά είχε γίνει μια μακρά στήλη καθώς προχωρούσαν, και έτσι κινούνταν εναντίον τού εχθρού. Τότε οι Σκύθες επιτέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή τους σκοπεύοντας να κάνουν μάχη. Κατατρόπωσαν τούς Γενουάτες με την επίθεσή τους και τούς κυνηγούσαν όσο πιο γρήγορα μπορούσε καθένας. Εκείνοι τής εμπροσθοφυλακής, που είχαν τραπεί σε φυγή, έπεφταν πάνω στους συντρόφους τους και τούς έτρεπαν και εκείνους σε φυγή, και έτσι η κατατρόπωση εξαπλώθηκε μέχρι την οπισθοφυλακή. Έχοντας κατατροπώσει ολόκληρο τον στρατό, οι Σκύθες τούς σκότωναν κατά τη φυγή, χωρίς να λυπηθούν κανέναν και σφάζοντας όλους όσους συναντούσαν, μέχρι να αναζητήσουν οι Γενουάτες ασφάλεια στην πόλη από αυτή την καταστροφή.15 16
[6.5] Αυτό ήταν το αποτέλεσμα τού πολέμου τους εναντίον των νομαδικών Σκυθών από τον Βόσπορο, οπότε οι Γενουάτες αναχώρησαν και έφτασαν στο Βυζάντιο. Έφτασαν στην πόλη τού Γαλατά που βρίσκεται απέναντι από το Βυζάντιο, στην πλευρά τής Ευρώπης, και συζήτησαν σε δημόσια συνέλευση για το πώς θα καταλάμβαναν την πόλη με τη βία. Επάνδρωσαν τα πλοία τους και ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν εναντίον τού λιμανιού τού Βυζαντίου, φέρνοντας τα πλοία τους κοντά στα τείχη, ώστε να καταλάβουν την πόλη από τα πλοία τους. Στο μεταξύ οι Βυζαντινοί ετοιμάστηκαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και πολεμούσαν γενναία εναντίον των Γενουατών πάνω από τα τείχη τους. Οι τελευταίοι επιτέθηκαν στα τείχη από τα πλοία τους και προσπάθησαν να τα καταλάβουν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανέβουν στα τείχη, καθώς οι Έλληνες αμύνονταν έντονα. Καθώς δεν σημείωναν πρόοδο, χωρίστηκαν και απέπλευσαν στην Ιταλία.17
[6.6] Ο Γαλατάς, η πόλη των Γενουατών, συνέχισε να πολεμά εναντίον τού Βυζαντίου για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τούς Έλληνες και τούς κατοίκους τού Γαλατά να βάλλουν με κανόνια οι μεν τους δε. Κάποια στιγμή ο Ιωάννης Λεοντάρης εξαπέλυσε έντονη επίθεση εναντίον των τειχών τού Γαλατά και τον απέκλεισε,18 στερώντας τους τρόφιμα και άλλα αναγκαία. Κάνοντας επιδρομές, συνέλαβε πολλούς άνδρες από τα πλοία των Γενουατών, και έφερε τριακόσιους περίπου από αυτούς αλυσοδεμένους στον αυτοκράτορα Ιωάννη, ο οποίος βρισκόταν στην κατοικία τού Ξυλλά. Είχε βρεθεί αντιμέτωπος με αυτούς τούς άνδρες στην τάφρο τού Γαλατά. Ύστερα από αυτό, έστειλαν πρέσβεις ο ένας στον άλλο και συζήτησαν για τούς αμπελώνες έξω από τον Γαλατά καθώς και για τούς φόρους τους. Οι Γενουάτες συναίνεσαν με τούς όρους που πρότεινε ο αυτοκράτορας για να καταλήξουν σε συμφωνία, ενώ έδωσαν επίσης στον αυτοκράτορα χίλια χρυσά νομίσματα ως αποζημίωση για τον πύργο στη Βασιλική, τον οποίο είχαν χτυπήσει με τα κανόνια τους, καθώς και για τη ζημιά που είχαν υποστεί τα εργαστήρια κατά μήκος τής Μἐσης Οδού, και συμφώνησαν να φέρουν τη σημαία του αυτοκράτορα των Ελλήνων. Και αυτή ήταν η συμφωνία που έκαναν οι Έλληνες με τούς Γενουάτες.19
Ο Ιωάννης Η’ στη Φερράρα. Συζυγικά προβλήματα τού μαρκησίου Νικολό Γ’ ντ’ Έστε
[6.7] Τότε ο Ιωάννης [Η’], ο αυτοκράτορας των Ελλήνων, έστειλε πρεσβεία στον ποντίφηκα των Ρωμαίων, το όνομα τού οποίου ήταν Ευγένιος [Δ’],20 για να συναντηθούν και να επιλύσουν τις διαφορές τους σε θρησκευτικά ζητήματα. Εξέταζε την άποψη των Δυτικών, για να εξακριβώσει αν οι Ρωμαίοι θα εκτιμούσαν μια συμφωνία με τους Έλληνες. Η πρεσβεία του πήγε επίσης στους Γερμανούς. Εκείνη την εποχή οι Γερμανοί τύχαινε να βρίσκονται στην περιοχή τής πόλης Βασιλεία και διαφωνούσαν με τον πάπα Ευγένιο. Τον είχαν κηρύξει έκπτωτο και είχαν διορίσει έναν ποντίφηκα, το όνομα τού οποίου ήταν Φέλιξ [Ε’],21 έναν από τούς ευγενείς τους. Συγκάλεσαν δημόσια σύνοδο για να προωθήσουν την υπόθεσή τους. Έτσι και οι δύο πλευρές επάνδρωσαν γαλέρες και κάλεσαν τον Ιωάννη, τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, ζητώντας κάθε πλευρά να οργανώσει εκείνη τη σύνοδο, ώστε να μπορέσουν μαζί να επιλύσουν τις διαφορές τους και να επιτύχουν ομόνοια. Όταν έφτασαν γαλέρες και από τούς δύο ποντίφηκες, ο Ιωάννης απέρριψε ευγενικά το πλοίο που έστειλε η σύνοδος Βασιλείας, λέγοντας ότι είχε ήδη δεσμευτεί στους Ρωμαίους, τούς Ενετούς και τούς άλλους Ιταλούς, που τον είχαν προσκαλέσει να πάει εκεί. Πήρε λοιπόν τούς επίσκοπους του Βυζαντίου και τούς πιο μορφωμένους από τούς Έλληνες και αναχώρησε, ταξιδεύοντας προς την Ιταλία.22 23
[6.8] Ήρθε στη Βενετία24 και προχώρησε στη Φερράρα,25 όπου, έμαθε ότι διέμενε ο ποντίφηκας Ευγένιος. Ταξίδεψε κατά μήκος τού Πάδου. Αυτή η πόλη απέχει τριακόσια περίπου στάδια από τη Βενετία και οι άρχοντές της είναι άνδρες τού οίκου που ονομάζεται Έστε.26 Η πόλη είναι ευημερούσα και πυκνοκατοικημένη και ο Πάδος ποταμός περνάει από αυτήν, ενώ βρίσκεται σε περιοχή που είναι σύμμαχος των Ρωμαίων. Εκείνοι τούς οποίους ονόμαζαν ηγεμόνες τής πόλης ήσαν οι εξής. Ο άνδρας που κυβερνούσε αυτήν την πόλη ήταν λογικός και όχι ασύνετος, αλλά τού είχε συμβεί η ακόλουθη συμφορά. Η σύζυγός του, κόρη τού ηγεμόνα τού Μονφερράτ, ήταν εξαιρετικής εμφάνισης και αρχικά ευγενής στη συμπεριφορά της.27 Ερωτεύτηκε έναν νόθο γιο τού συζύγου της. Οι επισκέψεις του σε αυτήν διαρκούσαν μέχρι αργά το βράδυ —ένα μάλλον αφελές έθιμο των κατοίκων τής Ιταλίας— και, καθώς έπαιζαν κάποια παιχνίδια, δελέασε σαγηνευτικά τον νεαρό άνδρα. Όταν αυτός συνειδητοποίησε ότι ήταν ερωτευμένη μαζί του, ξετρελάθηκε κι αυτός μαζί της και για αρκετό καιρό την ποθούσε, παρόλο που ήταν η ίδια η μητριά του. Αλλά μια από τις υπηρέτριες κατάλαβε ότι οι δύο ήσαν ερωτευμένοι και είχαν σχέση και τούς πρόδωσε στον δικό της εραστή, έναν άνδρα τον οποίο είχε σε μεγάλη εκτίμηση ο άρχοντας τής πόλης και τον τιμούσε πολύ. Όταν το έμαθε κι εκείνος και διαπίστωσε προσωπικά ότι ήταν αλήθεια, το αποκάλυψε στον άρχοντά του λέγοντας:
«Κύριε, θα προτιμούσα να ταφώ κάτω από τη γη παρά να δω τέτοια επαίσχυντα πράγματα που συμβαίνουν στο σπίτι σας. Έχω δει την κυρία μου να κάνει έρωτα με τον νόθο γιο σας, κάτι τόσο απαγορευμένο. Κάντε ό,τι πρέπει για να απαλλαγείτε από αυτή τη γυναίκα! Μη ζείτε μαζί της πια! Και διώξτε και τον νεαρό!»28
[6.9] Όταν ο άρχοντας το έμαθε, έμεινε έκπληκτος με αυτό που συνέβαινε και λαχταρούσε να βρει τρόπο να επιβεβαιώσει το ζήτημα βλέποντάς το ο ίδιος. Είπε ότι ήθελε να το δει με τα μάτια του και να γίνει αυτόπτης μάρτυρας σε αυτό. Άνοιξε λοιπόν μια μικρή τρύπα πάνω από το κρεβάτι, τόσο μικρή ώστε να μη μπορούν να τη δουν και παρακολουθούσε από ψηλά, καθώς η γυναίκα του έκανε έρωτα με τον δικό του γιο στο κρεβάτι. Όταν το είδε και ήξερε ότι ήταν αλήθεια, κάλεσε πρώτα τη γυναίκα του. Όταν ήρθε, τής μίλησε ως εξής:
«Γυναίκα, τι δαίμονας σε οδήγησε σε τέτοια τρέλα, να κάνεις έρωτα με τον γιο μου, το πιο ανόσιο πράγμα που, κατά τη γνώση μου, έχει κάνει οποιαδήποτε γυναίκα; Πώς νόμιζες ότι ύστερα από αυτό τα πράγματα θα πήγαιναν καλά για μένα, για σένα, για το γάμο μας;»
Εκείνη απάντησε λέγοντας:
«Κύριε, δεν θα κρύψω πια το γεγονός ότι το έκανα αυτό στον γάμο σας. Είναι όλα αλήθεια. Ομολογώ. Όμως μόνο εγώ είμαι υπεύθυνη για αυτό, εγώ ήμουν εκείνη που συνέλαβε αυτές τις πολύ ανόσιες πράξεις, καθοδηγούμενη από τη μεγαλύτερη ανάγκη. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, πώς έσυρα αυτόν τον απρόθυμο νεαρό άνδρα σε μια ανίερη υπόθεση. Επομένως θα δεχτώ δίκαια την τιμωρία σας, αλλά σάς παρακαλώ να μην επιβάλλετε σκληρή ποινή στον νεαρό άνδρα, γιατί δεν είναι σε καμία περίπτωση υπεύθυνος».29
[6.10] Ύστερα από αυτό, κάλεσε τον νεαρό και τον ρώτησε αν τα πράγματα που πιάστηκε επ’ αυτοφώρω να κάνει ήσαν σωστά. Ο τελευταίος ήταν έκπληκτος και δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Άρχισε λοιπόν να ζητά συγχώρεση. Συνόδευε τώρα τον νεαρό ένας άνθρωπος, που γνώριζε πολύ καλά τη σχέση του και είχε βοηθήσει και τις δύο πλευρές να την προχωρήσουν. Ήταν ηθοποιός και από την αρχή ενθάρρυνε τον νεαρό σε αυτήν την ερωτική υπόθεση. Κάλεσε κι αυτόν ο άρχοντας και τον ρώτησε γιατί είχε διαπράξει μια τόσο ανίερη πράξη εναντίον του. Κι εκείνος είπε:
«Κι εσείς πήρατε την ερωμένη τού γιου σας και κοιμηθήκατε μαζί της. Δίκαια λοιπόν σάς το έκανε αυτό».
Γιατί ο γιος του είχε κάποτε ερωτευτεί μια γυναίκα στην πόλη, αλλά δεν είχε κάνει έρωτα μαζί της. Αργότερα, όταν ο πατέρας του έμαθε ότι ήταν πολύ όμορφη, την πήρε με τη βία και έκανε έρωτα μαζί της. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο ηθοποιός ενθάρρυνε τον νεαρό να προχωρήσει τη σχέση του με την άλλη γυναίκα. Έχοντας λάβει αυτές τις απαντήσεις από τον καθένα, διέταξε τότε να αποκεφαλιστεί ο γιος του, στη συνέχεια και η γυναίκα του και αργότερα και ο ηθοποιός. Μέσα από τέτοιες καταστάσεις ο άρχοντας τής πόλης έπεσε σε συμφορά. Λίγο αργότερα παντρεύτηκε την κόρη τού τυράννου των Λομβαρδών30 και αφοσιώθηκε σε επιπόλαια διασκέδαση, για να βρει κάποια παρηγοριά για τη μοίρα του.31
Η Σύνοδος μεταφέρεται στη Φλωρεντία. Τρόπος διοίκησης Δημοκρατίας Φλωρεντίας
[6.11] Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων έφτασε στη Φερράρα και συνάντησε τον πάπα τής Ρώμης, ο οποίος έμενε εκεί εκείνη την εποχή, έχοντας έρθει από τη Ρώμη, γιατί ήταν Ενετός και ζητούσε από τη γενέτειρά του να τον υποστηρίξει στη διαμάχη του με τούς Γερμανούς. Ο αυτοκράτορας και ο πάπας ξεκίνησαν επίσημες συζητήσεις και εξέταζαν προσεκτικά τις διαφορές τους, αναζητώντας να βρουν μια θέση που θα ήταν καλύτερη και για τούς δύο. Στη συνέχεια, φεύγοντας από εκεί, πήγαν στη Φλωρεντία, την πρωτεύουσα των Τυρρηνών, πόλη που ήταν μεγάλη, ευημερούσα και η πιο όμορφη από όλες στην Ιταλία.32 Η Τυρρηνία [Τοσκάνη] ξεκινά από την πόλη Περούτζια και παρακάμπτοντας την ευημερούσα πόλη Μπολώνια στα δεξιά, εκτείνεται μέχρι τη Λούκκα. Η Λούκκα και η Περούτζια είναι αυτόνομες πόλεις και τα καθεστώτα τους τείνουν προς δημοκρατική εξουσία. Η Φλωρεντία είναι η πλουσιότερη πόλη ύστερα από εκείνη των Ενετών και οι πολίτες της ασχολούνται με το εμπόριο και τη γεωργία. Φαίνονται να ξεπερνούν τούς άλλους σε σύνεση, ενώ οι άνδρες αυτής τής πόλης αριστεύουν σε ό,τι ασχολούνται.33
[6.12] Διοικούνται με τον ακόλουθο τρόπο. Έχουν συμβούλιο πεντακοσίων μελών, το οποίο ψηφίζει σχετικά με τις υποθέσεις τής πόλης, συμπεριλαμβανομένου τού πολέμου και τής ειρήνης, και διαπραγματεύεται με απεσταλμένους.34 Υπάρχουν επίσης δύο ξένοι άνδρες, τούς οποίους το κράτος προσκαλεί και τιμά. Διορίζουν τον έναν ως δικαστή για τα εγκλήματα που γίνονται στην πόλη, ενώ διατηρούν τον δεύτερο για να προεδρεύει των άλλων υποθέσεων τής πόλης, εκείνων που αφορούν την υπόλοιπη διοίκηση τής πόλης. Φέρνουν αυτούς τούς ξένους άνδρες, έτσι ώστε, μη όντας δικοί τους πολίτες, να μη δείχνουν προκατάληψη υπέρ τής μιας ή τής άλλης πλευράς, όταν πρόκειται να προεδρεύσουν σε συγκεκριμένη δίκη. Εκλέγουν επίσης τούς άρχοντες για τις υποθέσεις τής πόλης και τον λεγόμενο σημαιοφόρο. Καθένας από αυτούς διατηρεί τα αξιώμά του για τρεις μήνες και είναι υπεύθυνος για τις υποθέσεις τής πόλης, τα χρήματα και τα έσοδα.35 Κάθε φορά που έρχονται άνθρωποι με πρόταση για πόλεμο ή ειρήνη, παραπέμπονται σε αυτούς και εκείνοι με τη σειρά τους τούς παραπέμπουν στο συμβούλιο των πεντακοσίων. Επιλέγουν τούς άρχοντές τους ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι δημότες και τούς ηγέτες ορισμένων συντεχνιών. Σε αυτήν την πόλη επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αλλοδαπό που πληρώνει τούς φόρους του σύμφωνα με τα έθιμά τους, να γίνει πολίτης της. Κάθε φορά που το συμβούλιο ψηφίζει για ένα θέμα, επιτρέπει στους άρχοντες να ενεργούν με τον καλύτερο τρόπο που θεωρούν κατάλληλο. Σχεδόν όλες οι πόλεις τής Τοσκάνης έχουν υιοθετήσει αυτό το είδος καθεστώτος: η Περούτζια, η Λούκκα, το Αρέτσο και η Σιένα.36
Συμφωνία για Ένωση των Εκκλησιών. Εκ των υστέρων υπαναχώρηση των Ελλήνων
[6.13] Κατά την άφιξή τους εκεί, οι Έλληνες και ο ποντίφηκας εξέταζαν προσεκτικά τις θρησκευτικές τους διαφορές για κάποιο χρονικό διάστημα, προσπαθώντας να αποφασίσουν τι θα ήταν καλύτερο για αυτούς να δηλώσουν, και τελικά κατέληξαν σε συμφωνία. Σε αρμονία και οι δύο πλευρές αποκήρυξαν τις διαφορές τους, καθώς και τα δύο μέρη είχαν τώρα την ίδια άποψη και δεν ήθελαν άλλες καινοτομίες. Διατύπωσαν γραπτώς αυτή τη συμφωνία και κάλεσαν τούς αγίους ως μάρτυρες, ότι δεν εισήγαγαν καινοτομίες σχετικά με την πίστη.37 Στη συνέχεια, ο ποντίφηκας των Ρωμαίων επέλεξε δύο από τούς πιο διακεκριμένους άνδρες των Ελλήνων, τούς έδειξε εύνοια και τούς κέρδισε διορίζοντάς τους καρδινάλιους, το υψηλότερο αξίωμα που είχε την εξουσία να παραχωρεί, δηλαδή έγιναν ηγεμόνες τής πίστης. Είναι εγκατεστημένοι σε κοντινές του περιοχές, είναι περίπου τριάντα38 και είναι σύντροφοι και σύμβουλοί του. Τούς παρέχει σημαντικό εισόδημα καθώς και γη που τούς αποφέρει έσοδα, σε μερικούς περισσότερα και σε άλλους λιγότερα, εκχωρώντας σε καθέναν γη, ανάλογα με την εκτίμηση στην οποία τον έχει. Διόρισε λοιπόν δύο από τούς Έλληνες σε αυτήν την τάξη, τον Βησσαρίωνα από την Τραπεζούντα, τον επίσκοπο Νικαίας39 και τον Ισίδωρο, επίσκοπο Ρωσίας,40 για να τούς έχει ως υπουργούς και συνεργάτες του, για την επίλυση των διαφορών μεταξύ αυτού και των Ελλήνων.41
[6.14] Θα πω περισσότερα για τον Βησσαρίωνα, γνωρίζοντας πόσο μεγάλος ήταν. Όσον αφορά τη φυσική ευφυΐα, παρόλο που πολλοί Έλληνες ήσαν γνωστοί γι’ αυτήν, έγινε μακράν ο πρώτος ανάμεσά τους, και φαινόταν να έχει την πιο ισχυρή ικανότητα κρίσης, σχετικά με οτιδήποτε συνέβαινε. Σε γνώσεις δεν υστερούσε απέναντι σε κανέναν, Έλληνα ή Ρωμαίο. Άρεσε τόσο στον Νικόλαο [Ε’], ο οποίος έγινε αργότερα πάπας τής Ρώμης, που τού ανέθεσε την επίβλεψη τής ευημερούσας πόλης Μπολώνια. Αυτή η πόλη σπαρασσόταν από αστικές αναταραχές και οι παρατάξεις συγκρούονταν εντελώς μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να φανεί αυτός στους ανθρώπους εκείνης τής πόλης ως ένα είδος υπερφυσικής δύναμης.42 Αυτή η πόλη είναι μια από τις πιο ευημερούσες στην Ιταλία και δεν είναι πολύ πίσω από τις κορυφαίες σε ό,τι αφορά τον πλούτο και τη γενική ευημερία. Είναι επίσης στολισμένη από την καλλιέργεια τής λογοτεχνίας και είναι μεταξύ των πρώτων στην Ιταλία.43
[6.15] Ο Ισίδωρος ήταν μορφωμένος και πατριώτης. Αργότερα συνελήφθη από τούς βαρβάρους στο Βυζάντιο υπερασπιζόμενος την πατρίδα του. Έτσι ο πάπας Ευγένιος επέλεξε αυτούς τούς δύο άνδρες λόγω τής μεγάλης εκτίμησης που φαινόταν να τούς έχουν οι Έλληνες και τής βοήθειας που θα τού έδιναν στις διαπραγματεύσεις του με τούς Έλληνες και κατέληξε σε συμφωνία με τούς Έλληνες. Ο Ευγένιος υποσχέθηκε στον αυτοκράτορα των Ελλήνων, ο οποίος είχε ανάγκη όσο περισσότερη βοήθεια μπορούσε να προσφερθεί για τη φύλαξη τής πόλης του, ότι στο εξής θα μεριμνούσε πολύ για το βασίλειό του και τούς Έλληνες. Θα παρακινούσε τούς Ούγγρους και τούς Γερμανούς να βαδίσουν εναντίον των Τούρκων και δεν θα σταματούσε ποτέ τις προσπάθειές του να τούς ενθαρρύνει προς τον σκοπό αυτό, έτσι ώστε οι Έλληνες και άλλοι να αναγνωρίσουν την καλοσύνη του. Αφού ο πάπας έδωσε αυτές τις υποσχέσεις, ο αυτοκράτορας των Ελλήνων επέστρεψε στο βασίλειο τού Βυζαντίου.44 45
[6.16] Αλλά όταν οι Έλληνες επέστρεψαν στην πατρίδα, είπαν ότι δεν θα τηρούσαν πλέον τη συμφωνία τους. Αντιθέτως, δεν ήσαν πια πρόθυμοι να συμφωνούν με τούς Ρωμαίους. Ο ποντίφηκας όμως έστειλε ορισμένους σοφούς στους Έλληνες στο Βυζάντιο, για να ξεκινήσουν συζητήσεις με τούς σοφούς των Ελλήνων που τώρα απέρριπταν την απόφαση τής συνόδου η οποία είχε γίνει μεταξύ τους στην Ιταλία, δηλαδή με τον Μάρκο, τον επίσκοπο Εφέσου, ο οποίος ήταν εντελώς αντίθετος με το δόγμα των Λατίνων από την αρχή, και με τον Σχολάριο, τον οποίο τότε εκτιμούσαν μεταξύ των Ελλήνων για τη σοφία του.46 Αλλά μετατράπηκε σε έντονη συζήτηση χωρίς να πετύχουν τίποτε κι έτσι επέστρεψαν με άδεια χέρια στην Ιταλία.47 48
Πόλεμοι Βενετίας-Μιλάνου
[6.17] Λίγο αργότερα ο Ευγένιος πήγε στη Ρώμη με τούς Ενετούς ως συμμάχους,49 που εκείνη την εποχή υπερείχαν στον πόλεμό τους εναντίον τού τυράννου τής Λομβαρδίας Γιατί οι Ενετοί είχαν προσλάβει έναν στρατηγό, έναν Λομβαρδό ονομαζόμενο Καρμανιόλα, ο οποίος ήταν συγγενής μέσω γάμου με τον τύραννο των Λομβαρδών και τού είχαν εμπιστευτεί τον στρατό τους.50 Πήρε τον στρατό και τα πλοία, όσα είχε ζητήσει να τού επανδρώσουν οι Ενετοί, και προχώρησε εναντίον τού Φίλιππο, τού άρχοντα τού Μιλάνου, τόσο πεζή όσο και μέσα από τον ποταμό Πάδο, με εβδομήντα περίπου πλοία εξοπλισμένα με ξύλινες επάλξεις. Ο ηγεμόνας τού Μιλάνου είχε τον στρατηγό Νικολό, τον αποκαλούμενο Μικρόσωμο,51 έναν άνδρα ειδικευμένο στον πόλεμο, που είχε διακριθεί σε μάχες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Ενετοί είχαν το πάνω χέρι στον πόλεμο, κατά τον οποίο οι δύο πλευρές πολεμούσαν μεταξύ τους στη λίμνη που ονομάζεται «Φυλακή».52 Όταν ο Νικολό ο Μικρόσωμος προχώρησε εναντίον τής πόλης Μπρέσσια και την πολιόρκησε με πρόθεση να την αιχμαλωτίσει, οι Λομβαρδοί τού αντιστάθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έφτασαν σε τόσο μεγάλη ανάγκη, που έτρωγαν ποντίκια και γάτες,53 προτιμώντας να υποφέρουν φρικτά παρά να παραδοθούν. Την αντίσταση στην πόλη ενίσχυε η παράταξη των Γουέλφων.54
[6.18] Έχουμε μάθει ότι όλη η Ιταλία χωρίζεται σε δύο παρατάξεις, τούς Γουέλφους και τούς Γιβελλίνους. Δεν έχω μάθει από κανέναν πώς προέκυψε ώστε κάθε οικογένεια και πόλη στην Ιταλία να χωρίζεται σε αυτές τις δύο παρατάξεις, έτσι που να είναι εχθροί μεταξύ τους και να διαφωνούν αμετάκλητα στις απόψεις τους, ή από πού προέκυψε αυτή η διαίρεση. Οπότε δεν έχω τίποτε ακριβές να πω για αυτά τα ζητήματα, ούτε έχω κάτι αξιόπιστο να συνεισφέρω ο ίδιος. Η χώρα των Λομβαρδών και αυτή των Γενουατών ανήκει στην παράταξη των Γιβελλίνων, ενώ εκείνες των Ενετών, των Ρωμαίων και το Μάρκε βρίσκονται στο απέναντι στρατόπεδο των Γουέλφων. Ωστόσο οι Τυρρηνοί και η περιοχή τού βασιλείου που εκτείνεται μέχρι τη μακρινή Απουλία χωρίζονται εσωτερικά στα δύο: μερικοί από αυτούς ανήκουν στην παράταξη των Γουέλφων και κάποιοι σε εκείνη των Γιβελλίνων. Και μπορεί κανείς να δει τις δύο παρατάξεις να διαφωνούν και να πολεμούν μεταξύ τους σε μια και την ίδια πόλη. Υποψιάζομαι ότι οι περισσότερες αστικές διαμάχες μεταξύ των Ιταλών λαμβάνουν χώρα για αυτόν τον λόγο.55
[6.19] Τότε συνέβη οι άνθρωποι τής Πάδουας να θέλουν να βάλουν δικό τους ηγεμόνα, έναν άνδρα με το όνομα Μαρσίλιο, από τον οίκο των Καρράρα, και συμφώνησαν να παραδώσουν την πόλη σε αυτόν.56 Η πόλη είναι μεγάλη και ευημερούσα με περίμετρο εβδομήντα περίπου σταδίων. Ένας ποταμός που ονομάζεται Μπρέντα κυλάει μέσα από την πόλη και επίσης γύρω της, οχυρώνοντας έτσι πολύ την πόλη. Όταν θα έφερναν μέσα τον Μαρσίλιο, είχαν συμφωνήσει την ημέρα που έπρεπε να έρθει για να γίνει η προσπάθεια. Αλλά υπήρξε έντονη καταιγίδα και εμπόδισε τον άνθρωπο να έρθει την καθορισμένη ημέρα. Ένας από εκείνους που ήσαν μυημένοι στη συνωμοσία άρχισε να φοβάται για τη ζωή του, αν κάποιος άλλος πρόδιδε τη συνωμοσία πρώτος, και έτσι βγήκε μπροστά και αποκάλυψε τη συνωμοσία. Όταν οι άλλοι το έμαθαν, οχύρωσαν την πόλη με φρουρές όσο καλύτερα μπορούσαν και έστησαν ενέδρα στο σημείο από το οποίο θα περνούσε ο Μαρσίλιο. Όταν ήρθε στην πόλη συνελήφθη και σκότωσαν περίπου εκατό από τους άνδρες στην πόλη, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων τους. Ο ίδιος ο Μαρσίλιο εκτελέστηκε επίσης.57
[6.20] Αυτά τα γεγονότα που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια αυτού τού πολέμου ενίσχυσαν σημαντικά τούς Ενετούς. Κάτω από τη στρατιωτική ηγεσία τού Καρμανιόλα επικρατούσαν και έπαιρναν το προβάδισμα στον πόλεμο εναντίον τού ηγεμόνα των Λομβαρδών. Αργότερα, λέγεται ότι συμμετείχε σε συνωμοσία και προδόθηκε στους Ενετούς. Συνελήφθη επ’ αυτοφώρω ενώ μηχανορραφούσε εναντίον τής πόλης και θανατώθηκε. Λέγεται επίσης, ότι καθώς οδηγούνταν στον τόπο όπου θα πέθαινε με αποκεφαλισμό, τον φίμωσαν ώστε να μη μπορεί να μαρτυρήσει ονόματα σε εκείνους που είχαν έρθει να τον δουν να πεθαίνει. Μετά τον θάνατό του, οι Ενετοί κάλεσαν τον Φραντσέσκο που επονομαζόταν Σφόρτσα, τον διόρισαν στρατηγό και τού ανέθεσαν τον πόλεμο.58
[6.21] Λίγο αργότερα, όταν ο Φραντσέσκο βρισκόταν στην υπηρεσία των Ενετών, συνέβη να αναλάβει την ηγεμονία τού Μιλάνου.59 Όμως, ενώ εξακολουθούσε να είναι στρατηγός τους, κατόρθωσε μεγάλη επιτυχία και έφτασε μέχρι την πόλη Λόντι, που είναι πολύ κοντά στο Μιλάνο, ενώ κατέκτησε τα εδάφη τού Μπέργκαμο, όπως λέγεται, και μερικών άλλων πόλεων τής Λομβαρδίας στην πέρα πλευρά τού ποταμού Άντα. Ύστερα από αυτό έγινε συνθήκη μεταξύ των δύο πλευρών, των Ενετών και τού ηγεμόνα τού Μιλάνου, και ο Φραντσέσκο πήρε ως σύζυγό του μια νόθα κόρη τού ηγεμόνα.60 Ευρισκόμενος ανάμεσά τους παρέμενε σε ειρήνη μαζί τους και πολεμούσε εναντίον τού Νικολό. Όσο για τον τελευταίο, όταν συνήφθη συνθήκη και υπήρχε ειρήνη, πήγε στην Παρθενόπη να συναντήσει τον βασιλιά των Αραγωνέζων [Αλφόνσο Ε’], για να κάνει συμμαχία μαζί του και να τον βοηθήσει, αν χρειαζόταν, στον πόλεμο εναντίον των Τυρρηνών. Αλλά ο βασιλιάς δεν μπορούσε να βρει τίποτε χρήσιμο γι’ αυτόν, οπότε επέστρεψε στον ηγεμόνα τού Μιλάνου.61 Λίγο αργότερα πέθανε, ένας άνδρας ισχυρότατος στη στρατιωτική στρατηγική, στην ηγεσία στρατεύματος και στη διεξαγωγή μαχών. Πέθανε όντας άρρωστος με διαβήτη για πολλά χρόνια, αφήνοντας μεγάλο όνομα για τον εαυτό του σε όλη την Ιταλία. Η οικογένειά του ήταν από την Περούτζια.62
[6.22] Όσο για τον Φραντσέσκο, λίγο μετά από τότε που ο ηγεμόνας τού Μιλάνου υπέκυψε σε ασθένεια και πέθανε,63 συγκρούστηκε με τούς Ενετούς και ξεκίνησε να αποκτήσει την τυραννία τού Μιλάνου. Γιατί οι Ενετοί, όταν πέθανε ο Φίλιππο, κατέληξαν σε συμφωνία με τούς κατοίκους τού Μιλάνου, ενθαρρύνοντας την πόλη να αποδεχτεί αριστοκρατία και ενεργούσαν ως υπερασπιστές εκεί τού καθεστώτος. Η πόλη κυβερνούνταν με αυτόν τον τρόπο για κάποιο χρονικό διάστημα, επιλέγοντας άρχοντες από τούς κορυφαίους άνδρες μέσα στην πόλη.64 Αλλά πολέμησαν στους δρόμους όταν η πόλη άρχισε να υιοθετεί καθεστώς μεγαλύτερης ισονομίας και έστειλαν στρατό.65 Καθώς τα πράγματα δεν σημείωναν πρόοδο, η πόλη ήθελε τυραννία και κάλεσαν τον Φραντσέσκο να γίνει ηγεμόνας τους. αλλά άλλοι αντιτάσσονταν σε αυτούς.66 67
[6.23] Ο Φραντσέσκο [Σφόρτσα] συγκέντρωσε στρατό και προχώρησε γρήγορα εναντίον των Ενετών, εκεί όπου είχε μάθει ότι είχαν στρατοπεδεύσει. Ήρθε με τον στρατό του κοντά στην πόλη, σε απόσταση εκατό περίπου σταδίων και την πολιόρκησε. Πήρε μέτρα για να εξασφαλίσει την τυραννία και οι φίλοι του τον βοήθησαν σε αυτό, αλλά δεν θα άφηνε κανέναν από τούς υποστηρικτές του να εισέλθουν στην πόλη, έτσι ώστε να πιέζονται να παραμείνουν στο πλευρό του.68 Αποφάσισε να μην επιτεθεί απευθείας στην πόλη, φοβούμενος τον πληθυσμό της, τον μεγαλύτερο από εκείνον όλων των πόλεων στην Ιταλία, καθώς και τον στρατό της, που ήταν πολλές φορές μεγαλύτερος από τον δικό του. Επιπλέον, ήσαν εξειδικευμένοι στον πόλεμο, αντάξιοι τού δικού του στρατού και περίμεναν έναν στρατό από τούς Ενετούς να τούς συμπαρασταθεί σε αυτόν τον πόλεμο. Κι έτσι περίμενε εκεί, ασχολούμενος με την πόλη.69
[6.24] Όταν έμαθε ότι έφτανε ήδη ο στρατός που είχαν στείλει οι Ενετοί για να βοηθήσουν τούς ανθρώπους τού Μιλάνου, έκανε την πρώτη κίνηση ξεστήνοντας το στρατόπεδό του και, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, απομακρυνόμενος σε απόσταση πεντακοσίων περίπου σταδίων από την πόλη, όπου στρατοπέδευσε. Εκεί ο στρατηγός των Ενετών (το όνομά του ήταν Κουδουνίδας)70 στρατοπέδευσε επίσης, περιέβαλε το στρατόπεδό του με τάφρο και περίμενε να έρθει ο στρατός από το Μιλάνο σε υποστήριξή του, οπότε θα έκανε την επίθεση. Ο Φραντσέσκο έμαθε από τούς κατασκόπους του ότι ο στρατός έφευγε από την πόλη για να έρθει σε βοήθεια των Ενετών κι έτσι τη νύχτα άναψε πολλές φωτιές στο στρατόπεδό του, για να μην υποπτευθούν οι εχθροί του αυτό που σχεδίαζε να κάνει. Εξόπλισε τούς άνδρες του εκείνη τη νύχτα και βάδισε με μεγάλη ταχύτητα εναντίον τού στρατού τού Μιλάνου. Εκεί προχώρησε σε μάχη, κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος τού στρατού και επικράτησε τόσο πολύ, που τίποτε άξιο λόγου δεν απέμεινε από αυτόν. Ύστερα επέστρεψε αμέσως στο δικό του στρατόπεδο. Λίγο αργότερα επιτέθηκε στον στρατηγό των Ενετών σε σκληρή μάχη, τούς έτρεψε σε φυγή και συνέλαβε έξι περίπου χιλιάδες ιππείς, σημειώνοντας ένδοξη νίκη. Λίγο αργότερα βάδισε στην πόλη, στο σημείο όπου είχε προηγουμένως στρατοπεδεύσει, και συνέχιζε τις δραστηριότητές του. Λίγο αργότερα μπήκε και έκανε ειρήνη, πράγμα για το οποίο τον παρότρυνε συγκεκριμένος μοναχός.71 Έστειλε τον γιο του στους Ενετούς και συνέχισε να τούς αντιμετωπίζει με καλή διάθεση. Αλλά αυτά τα πράγματα συνέβησαν λίγο αργότερα.72
Οι πάπες τής Ρώμης. Τα άλλα κράτη τής Ιταλίας
[6.25] Εκείνη την εποχή, όταν οι Έλληνες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, ο πάπας Ευγένιος δεν τούς έστειλε αξιόλογη βοήθεια. Στη συνέχεια οι Έλληνες άλλαξαν αμέσως γνώμη και μετάνιωναν που είχαν παραβιάσει τη συμφωνία τους με τον πάπα. Αλλά εκείνος δεν έστελνε βοήθεια για τον ακόλουθο λόγο. Συμμετείχε σε έναν πόλεμο που είχε ξεσπάσει στην Ιταλία μεταξύ εκείνου και των Τυρρηνών σχετικά με μια εδαφική διαμάχη και έπρεπε να καλύπτει τις δαπάνες ενός στρατού και ενός στρατηγού που ήταν από την οικογένειά του και επίσης μορφωμένος ιεράρχης. Πολεμούσε χωρίς παύση, μερικές φορές με τούς Τυρρηνούς και μερικές φορές με το Ουρμπίνο επίσης, με τον μελλοντικό ηγεμόνα.73 Γιατί φαίνεται ότι η πρωτεύουσα των Τυρρηνών πήρε τότε το μέρος τού Φίλιππο, τού ηγεμόνα των Λομβαρδών, και συνήψε μαζί του ισχυρή συμμαχία. Γι’ αυτόν τον λόγο ήσαν αντίθετοι με τον ποντίφηκα, ο οποίος ήταν Ενετός, από τον οίκο των Κοντουλμέρ, τον οποίο μάλιστα οίκο οι Ενετοί, με την επιμονή του ποντίφηκα, είχαν συμπεριλάβει στη γερουσία και επομένως τα μελη του είχαν καταφέρει από τότε να συμμετέχουν σε αυτήν. Γιατί όταν οι Ενετοί και ο Φίλιππο, ο ηγεμόνας τού Μιλάνου, πολεμούσαν ο ένας τον άλλον, ολόκληρη η Ιταλία επέλεξε πλευρά και διχάστηκε.74
[6.26] Οι ακόλουθες είναι οι τυραννίες στην Ιταλία: αυτή τής Φερράρας, τού οίκου των Έστε, οι Μαλατέστα τού Ρίμινι και τού Mάρκε, καθώς και οι τύραννοι των Ουρμπίνο, Μάντουας, Μιλάνου, Ρώμης, Νάπολης και Απουλίας. Έχει ήδη αναφερθεί η κατάσταση των ηγεμόνων Φερράρας, Μιλάνου, Απουλίας και Μάντουας75 και έχει γίνει αρκετή αναφορά σε αυτούς στην παρούσα περιγραφή. Όσο για τούς τυράννους τού Ουρμπίνο, αυτό γνωρίζω. Η οικογένεια Μαλατέστα φαίνεται να είναι η αρχαιότερη και κυβέρνησε το Μάρκε για πολλά χρόνια, κυβερνώντας επίσης το Ρίμινι και άλλες διακεκριμένες πόλεις τής περιοχής. Από τη βάση τους εκεί έχουν διοριστεί σε στρατιωτικές διοικήσεις από τις ηγετικές δυνάμεις στην Ιταλία. Υπηρέτησαν ως στρατηγοί για τούς Ενετούς και τούς Τυρρηνούς και απέκτησαν την ηγεμονία τής Μάντουας.76 77
[6.27] Επιστρέφω τώρα στο θέμα τού πάπα τής Ρώμης. Όταν ο πάπας πεθάνει, οι καρδινάλιοι συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένο σπίτι, ψηφίζουν για διαφορετικές πλευρές και διαλέγουν όποιον επιλέγουν οι καρδινάλιοι Κολόννα και Ορσίνι και σε αυτές τις εκλογές ευνοούν τούς φίλους τους. Γιατί αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι από τούς οίκους στη Ρώμη και έχουν μεγάλη επιρροή, έτσι ώστε η ισχύς να ταλαντεύεται πότε προς τη μία πλευρά και πότε προς την άλλη. Αλλά συχνά συμφωνούν και δεν κάνουν πάπες ούτε ξένους ούτε εκείνους που υποστηρίζουν την άλλη πλευρά. Όταν γίνει η ψηφοφορία και προκύψει αποτέλεσμα, ανακηρύσσουν πάπα αυτόν τον άνθρωπο και τον κρατούν στο κτίριο, μέχρι να συναινέσουν όλοι στην επιλογή. Τον καθίζουν σε σκαμνί με τρύπα, έτσι ώστε οι όρχεις του να κρέμονται προς τα κάτω και να μπορεί να τούς αγγίξει ένας άνδρας στον οποίο έχει ανατεθεί αυτό το καθήκον και με αυτόν τον τρόπο καθίσταται σαφές ότι [ο πάπας] είναι άνδρας. Πιστεύουν ότι εδώ και πολύ καιρό μια γυναίκα κατάφερε να γίνει πάπας στη Ρώμη.78 Η αβεβαιότητα οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι σχεδόν οι άνδρες στην Ιταλία και στις δυτικές περιοχές ξυρίζουν τακτικά τα γένια τους. Εκείνη έπειτα έμεινε έγκυος και, όταν εκτελούσε τη θεία ευχαριστία, γέννησε παιδί κατά τη διάρκεια τής τελετής, πράγμα που είδε το εκκλησίασμα. Για αυτόν τον λόγο, για να γνωρίζουν με βεβαιότητα και να μην έχουν αμφιβολίες, αγγίζουν και εκείνος που αγγίζει φωνάζει δυνατά «Ο δεσπότης μας είναι άνδρας!»79
[6.28] Αλλάζουν τα ονόματά τους [οι πάπες], με την υπόθεση ότι γίνονται πιο ιεροί από τούς προηγούμενους εαυτούς τους και ότι υφίστανται πλήρη μεταμόρφωση. Επιλέγουν το όνομα επίσης με ψηφοφορία, εισάγοντας στην επιλογή τα ονόματα προηγούμενων παπών. Οι ηγεμόνες τής Ιταλίας και τής υπόλοιπης Δύσης δείχνουν μεγάλο σεβασμό στον ποντίφηκα. Υπάρχουν πενήντα περίπου καρδινάλιοι.80 Οι ηγεμόνες τής Ιταλίας έχουν λίγο-πολύ χωρίσει τις θέσεις εξουσίας στα δύο: όταν έχουν δύο γιους, παραδίδουν την ηγεμονία στον ένα γιο ενώ στον άλλο αφήνουν την ιεροσύνη, για να αποτρέψουν τις μεταξύ τους συγκρούσεις. Εξαιτίας αυτού, η θέση τού πάπα τής Ρώμης έχει μεγάλη αξία για αυτούς και έτσι όλοι είναι γενικά φιλικοί προς αυτόν.81
[6.29] Όσον αφορά αυτούς τούς πάπες, τότε ο Ιωακείμ, ένας μορφωμένος και από τούς σοφότερους στην Ιταλία, έγινε ειδικός στη μαντεία και προέλεγε τις ταυτότητες των μελλοντικών παπών καθώς και τον τρόπο με τον οποίο καθένας από αυτούς θα έπαιρνε αυτό το αξίωμα και θα συμπεριφερόταν σε αυτό.82 Έγινε αντικείμενο θαυμασμού όταν οι προφητείες του πραγματοποιούνταν. Λέγονται κι άλλα εκπληκτικά πράγματα για αυτόν τον άνδρα. Όταν ήταν συνηθισμένος άνθρωπος, πριν να έχει οποιαδήποτε σοφία, μικρή ή μεγάλη, ήταν φύλακας σε συγκεκριμένο μοναστήρι στην Ιταλία83 και μπήκε τυχαία σε έναν κήπο. Καθώς περπατούσε, εμφανίστηκε μπροστά του ένας άνδρας με υπέροχη εμφάνιση. Στάθηκε και του είπε, κρατώντας μια κανάτα στα χέρια του:
«Ιωακείμ, πάρε, πιες αυτό το κρασί, είναι εξαιρετικό». Το πήρε και ήπιε όσο μπορούσε. Όταν είπε στον άνδρα ότι είχε πιει αρκετά, ο άνδρας τού είπε: «Ιωακείμ, αν πιεις όλο το κρασί, θα ξέρεις απλώς τα πάντα με ακρίβεια».
Από τότε και μετά μπορούσε να συνομιλεί με τούς σοφότερους και να εμφανίζει ένα είδος υπερφυσικής σοφίας.84 Από τότε και μετά υποστήριζε σθεναρά την ηγεμονία τού παπισμού και προέλεγε πολλά μεγάλα γεγονότα που θα συνέβαιναν, προσδιορίζοντας σημάδια λεπτομερώς, ώστε να είναι απολύτως σαφές πότε επαληθεύονταν οι προβλέψεις του. Όσο για τα είδη των προβλέψεων που έκανε, μπορεί κανείς να δει τα σημάδια που θεωρούσε ότι εμφανίζονται παντού.85
[6.30] Όσον αφορά τις τυραννίες στην Ιταλία που δεν είναι πολύ μεγάλες και υπάγονται στον ίδιο τον ηγεμόνα τού Μιλάνου, όπως οι τύραννοι τής Σικελίας, Καλαβρίας, Απουλίας και των υπόλοιπων εδαφών σε εκείνο το βασίλειο υπάγονται στον βασιλιά τής Παρθενόπης [Νάπολης], καθώς δεν χρειάζεται να καταγράψω τίποτε γι’ αυτές, θα τις προσπεράσω. Όσο για τις δημοκρατίες στην Ιταλία, υπάρχουν οι πόλεις των Ενετών και τής Μπολώνια. Οι πόλεις τής Τοσκάνης (έχω ήδη προσδιορίσει ποιες είναι αυτές)86 που ακολουθούν τη Φλωρεντία και διοικούνται με τον ίδιο τρόπο. Επίσης η πόλη των Γενουατών. Αυτές είναι σχεδόν όλες οι δυνάμεις στην Ιταλία, και κάνουν συμμαχίες μερικές φορές με τούς Ενετούς και μερικές φορές με τον τύραννο τού Μιλάνου. Επιστρέφω τώρα στο σημείο όπου σταμάτησα.87
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ και οι αδελφοί του
[6.31] Όταν οι Έλληνες επέστρεψαν στην πατρίδα τους, έστειλαν πρέσβεις στον σουλτάνο Μουράτ και τού ζήτησαν να κάνει ειρήνη και να επιβεβαιώσουν τη συνθήκη τους. Συνέβη λίγο αργότερα ο Κωνσταντίνος, ο αδελφός τού αυτοκράτορα, ο οποίος είχε πάει στην Πελοπόννησο, να κληθεί από τον αδελφό του να τον διαδεχθεί στον θρόνο και έτσι αναχώρησε από εκεί και έπλευσε για το Βυζάντιο. Έφτασε στη Λήμνο αλλά, όταν παντρεύτηκε τον κόρη τού ηγεμόνα τής Λέσβου,88 ο Αχμέτ, αυτός τού στόλου τού σουλτάνου Μουράτ, έπλευσε εναντίον του και πολιόρκησε τον ίδιο και τούς άνδρες του στον Κότζινο, πόλη τής Λήμνου. Ο Αχμέτ αποβιβάστηκε στο νησί, το λεηλάτησε και πολιόρκησε τον αδελφό τού αυτοκράτορα για εικοσιεπτά ημέρες.89 Κατεδάφισε τα τείχη με κανόνια, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει την πόλη με τη βία και να μπει σε αυτήν. Στη συνέχεια, καθώς δεν μπορούσε να την πάρει, έφυγε για το σπίτι του.90
[6.32] Ο Κωνσταντίνος ήρθε στο Βυζάντιο όπου ο αυτοκράτορας ανακοίνωσε την άποψή του, ότι ο αδελφός του [Θεόδωρος;] έπρεπε να έρθει σε αυτόν, ότι εκείνος [ο Κωνσταντίνος;] έπρεπε να επιστρέψει στην Πελοπόννησο και ότι ο αδελφός του Θεόδωρος έπρεπε να αναχωρήσει, να φύγει από την Πελοπόννησο και να έλθει στο Βυζάντιο.91 Και αυτό έκαναν. Αλλά ο μικρότερος αδελφός τους Δημήτριος συγκρούστηκε με τον αυτοκράτορα, επειδή ο τελευταίος τού είχε αφαιρέσει τα περισσότερα από τα εδάφη του. Καθώς δεν έπαιρνε από τον αδελφό του τίποτε από αυτά που χρειαζόταν, έστειλε πρέσβη στον σουλτάνο Μουράτ, πήρε στρατό από εκείνον και προχώρησε να πολιορκήσει το Βυζάντιο.92 Λίγο αργότερα αναχώρησε, καθώς δεν σημείωνε καμία πρόοδο, παρόλο που ο γαμπρός του Ασάνης, άνδρας με μεγάλη επιρροή στο Βυζάντιο, φαινόταν να συνεργάζεται μαζί του στον αγώνα για τον θρόνο.93 Λίγο αργότερα έστειλε έναν πρέσβη στον αδελφό του τον αυτοκράτορα και ήρθε στο Βυζάντιο. Λίγο αργότερα, τόσο αυτός όσο και ο αδελφός τής συζύγου του συνελήφθησαν από τον Ιωάννη, τον αυτοκράτορα των Ελλήνων. Οι δύο άνδρες κρατούνταν χωριστά στη φυλακή, αλλά, ύστερα από υποκίνηση τού Ασάνη, ο Δημήτριος δραπέτευσε τη νύχτα και πέρασε απέναντι, στην πόλη τού Γαλατά. Στέλνοντας πρέσβεις, έκανε ειρήνη και διορίστηκε ξανά στη διοίκηση τού Ευξείνου Πόντου.94 Ο αδελφός τής συζύγου του ελευθερώθηκε επίσης από τον αυτοκράτορα.95
Οι Ούγγροι επιτίθενται στα ευρωπαϊκά εδάφη τού Μουράτ Β’
[6.33] Ο αυτοκράτορας επιβεβαίωσε τη συνθήκη με τον Μουράτ, τον γιο τού Μεχμέτ, και δεν ήταν λιγότερο δραστήριος με πρεσβείες στον Ευγένιο, τον πάπα τής Ρώμης και τον Βλάντισλαβ, τον βασιλιά των Ούγγρων, ο οποίος είχε μόλις ανέβει στον θρόνο.96 Τον τελευταίο προέτρεπε ιδιαιτέρως ο Τζούρατζ Βουκ, ο οποίος είχε στερηθεί την ηγεμονία του και είχε συνεισφέρει μεγάλα χρηματικά ποσά σε αυτήν την εκστρατεία.97 Φαίνεται ότι ο Γιάνος Χούνιαντι, ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή εκείνη την εποχή και είχε κερδίσει μεγάλη δόξα για τις νίκες του εναντίον των Τούρκων, παρακίνησε με επιτυχία τον βασιλιά των Ούγγρων να προχωρήσει εναντίον τού Μουράτ, τού γιου τού Μεχμέτ. Έτσι εκείνος συγκέντρωσε τεράστιο στρατό, παίρνοντας μαζί του τον [Βλαντ Β’] Ντράκουλ, τον ηγεμόνα των Βλάχων και τον Τζούρατζ, τον ηγεμόνα των Σέρβων, για να τού δείξει τον δρόμο. Όταν διέσχισαν τον Δούναβη και μπήκαν στην επικράτεια τού σουλτάνου, βάδισαν προς τα εμπρός υποδουλώνοντας όλους όσους εύρισκαν στον δρόμο τους. Λεηλάτησαν και έκαψαν τις κωμοπόλεις και την ευημερούσα πόλη Σόφια.98 99
[6.34] Όταν ο Μουράτ έμαθε ότι οι Ούγγροι τού επιτίθεντο με μεγάλο στρατό, κάλεσε ολόκληρους τούς στρατούς τής Ασίας και τής Ευρώπης και προχώρησε ο ίδιος εναντίον τους, για να δώσει μάχη. Όταν έφτασε σε μέρος που ονομάζεται Βασιλίτζα, βρήκε τούς Ούγγρους στρατοπεδευμένους εκεί.100 Ο Μουράτ είχε στείλει νωρίτερα ένα στράτευμα, να παρακολουθεί τον στρατό των Ούγγρων, να τον ειδοποιεί για τις κινήσεις τους και να αποκλείσει το πέρασμα τής Βασιλίτζας με δέντρα, σε προσπάθεια να εμποδίσει το πέρασμά τους. Έκαναν ό,τι τους ζητήθηκε και έφραξαν το πέρασμα, προσπαθώντας να εμποδίσουν τη διέλευση, ενώ οι Ούγγροι προσπαθούσαν να προχωρήσουν μέσα προς τη Θράκη. Ο Μουράτ έστησε το στρατόπεδο του στο βουνό, κοντά στο στενό σημείο τού δρόμου. Συγκέντρωσε εδώ τούς καλύτερούς του, ιδιαίτερα εκείνους που είχαν την καλύτερη φήμη στη στρατηγική. Ήσαν ο Ισά, γιος τού Εβρενός, ο Τουραχάν, ύπαρχος τής Θεσσαλίας, ο Κιουμλού, ο Κασίμ, στρατηγός τής Ευρώπης και ο Ισάκ, ύπαρχος των Σκοπίων. Όταν έφτασαν και πήραν τις θέσεις τους, ο Μουράτ είπε τα εξής:101
[6.35] «Μουσουλμάνοι, βλέπετε σε τι τρομερή ανάγκη έχουν φτάσει οι υποθέσεις μας. Αυτοί οι Ούγγροι βαδίζουν εναντίον μας, φέρνοντας τούς Βλάχους και τον ηγεμόνα των Σέρβων. Τώρα είναι η ώρα. Αν κάποιος από εσάς μπορεί να επινοήσει ένα καλό σχέδιο, το οποίο μπορούμε να εφαρμόσουμε για να επικρατήσουμε σε αυτόν τον πόλεμο, να το δηλώσει τώρα. Πιστεύω ότι πρέπει να πολεμήσουμε και να δώσουμε τη μάχη το συντομότερο δυνατό, επιτιθέμενοι στον εχθρό. Γιατί νομίζω ότι θα τούς επιβληθούμε, καθώς είναι τόσο λίγοι σε αριθμό. Νομίζω ότι πρέπει να πάμε τώρα, όλοι μαζί, να δώσουμε μάχη και να μην το αναβάλουμε».102
[6.36] Όταν ο Μουράτ είπε αυτά τα λόγια, ο Κασίμ, ο στρατηγός τής Ευρώπης, τον παρότρυνε να πολεμήσει λέγοντας:
«Σουλτάνε, δεν υπάρχει κανένας που δεν θα επαινέσει τα λόγια σου, που ταιριάζουν σε μεγάλο Οθωμανό σουλτάνο ο οποίος, χωρίς να έχει υπάρξει επιθετικός απέναντι στους εχθρούς του, αυτούς τούς τιποτένιους άνδρες, προσπαθεί να διατηρήσει το βασίλειό του. Αν δεν πολεμήσουμε, το ηθικό μας, στηριγμένο στον φόβο που έχουμε για τον σουλτάνο μας, θα καταρρεύσει, ενώ εκείνο τού εχθρού θα γίνει ισχυρότερο. Και φοβάμαι ότι η αναβολή τής μάχης θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που πιστεύουμε ότι θα μάς φέρει πλεονέκτημα. Από την αρχή μού φαινόταν αφόρητο ότι φράξαμε το πέρασμα σαν να φοβόμασταν και δίναμε αυτή την εντύπωση στον στρατό μας. Τώρα πρέπει να προχωρήσουμε κατευθείαν εναντίον τους, να διατρέξουμε αμέσως τον κίνδυνο μάχης, να μπούμε στη δοκιμασία της για να σώσουμε τη γη μας και να μην υποκύψουμε στον εχθρό, αν θέλεις σουλτάνε να τιμωρήσεις αυτούς τούς ανθρώπους που έχουν λεηλατήσει τη γη σου. Αν όχι, πρέπει να μείνεις εδώ. Εγώ ο ίδιος θα τούς φέρω σε σένα, έτσι ώστε ούτε αυτοί ούτε κάποιος άλλος στη Δύση να θέλει ποτέ να έρθει ξανά εναντίον σου!»103
[6.37] Αυτό είπε ο Κασίμ, ο γιος τού Μαζάκ.104 Όταν οι υπόλοιποι παρέμεναν σιωπηλοί και δεν τολμούσαν να εκφράσουν γνώμη αντίθετη με εκείνη τού σουλτάνου, ο Τουραχάν, ο ύπαρχος τής Θεσσαλίας, είπε τα εξής:
«Σουλτάνε, κάθε άτομο πρέπει να πει εκείνο που πιστεύει, ανεξάρτητα από αυτό που έχεις πει, ειδικά επειδή η παρούσα στιγμή είναι μεγάλης επικινδυνότητας. Αν τυχαίνει να είναι φίλος, είναι απαραίτητο για κάθε άτομο να μιλήσει τι πιστεύει όταν ο κίνδυνος απειλεί τον φίλο του. Είναι ακόμη πιο απαραίτητο να πει στον άρχοντά του τι γνωρίζει ο καθένας μας αυτή τη στιγμή, στον βαθμό που ο κίνδυνος απειλεί όλους μας από κοινού. Εγώ, σουλτάνε, θέλω οι υποθέσεις σου να διοικούνται καλά. Αν αφαιρέσεις τη μια φτερούγα από ένα πουλί, δεν θα μπορεί να τη χρησιμοποιήσει καλά σε περίπτωση ανάγκης. Αν κόψεις και την άλλη, αφήνοντας μόνο το σώμα του, τότε δεν θα μπορεί να πετάξει και θα μπορεί μόνο να περπατάει. Πώς λοιπόν θα λειτουργήσει στο μέλλον, αν χρειάζεται να βρει τροφή ή να κάνει οτιδήποτε άλλο στις τωρινές του συνθήκες; Θα έλεγα ότι αυτό ισχύει και για σένα. Η Πύλη είναι το σώμα και παρέχει εδώ πολύ ασφαλή βάση λειτουργιών. Τον στρατό τής Ασίας τον συγκρίνω με τη μία φτερούγα, όπως και τον στρατό τής Ευρώπης. Κανένας από τούς δύο δεν θα θέλει να δει τη μάχη μέχρι το τέλος. Αντίθετα, ο στρατός τής Ασίας δεν θα χτυπηθεί με τον εχθρό, που έχει δόρατα και φοράει πανοπλίες, ενώ ο στρατός τής Ευρώπης θα θέλει να πολεμήσει, αλλά, χωρίς τον στρατό τής Ασίας, θα μείνει μόνος του και δεν θα επιμείνει μέχρι το τέλος. Θα τραπεί και εκείνος σε φυγή, αναζητώντας ασφάλεια, οπουδήποτε μπορεί να βρεθεί. Έχεις λοιπόν την Πύλη και τούς γενίτσαρους, αλλά δεν μπορώ να πω με ποιον τρόπο θα σωθείτε κατάλληλα σε αυτές τις συνθήκες, ή τουλάχιστον θα αμυνθείτε, αλλά χωρίς να πετύχετε τίποτε. Μού φαίνεται ότι δεν πρέπει να κάνουμε επίθεση, αλλά να αποσυρθούμε και να γυρίσουμε πίσω, αντιμετωπίζοντας ό,τι μας εμποδίζει, και να το κάνουμε αυτό μέχρι να πιεστεί ο εχθρός σκληρά από την πείνα και να γυρίσει πίσω. Τότε, όταν θα βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση, μπορούμε να επιτεθούμε με όλη μας τη δύναμη. Τότε θα είμαστε σε θέση να τούς αντιμετωπίσουμε όπως θέλουμε».105
[6.38] Αυτή η γνώμη φαινόταν να είναι καλύτερη από την προηγούμενη και όλοι οι άλλοι παρόντες στο συμβούλιο συμφώνησαν με αυτήν. Αλλά ο Ισά, ο γιος τού Εβρενός, είπε τα εξής:
«Μού φαίνεται, σουλτάνε, ότι αυτό δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον μας. Γιατί αν επικρατήσεις επί τού εχθρού, δεν μπορώ να δω τι όφελος θα αποκομίσεις από αυτό. Ο Βαγιαζήτ ο Κεραυνός, ο παππούς σου, κατατρόπωσε τούς Γάλλους και τούς Ούγγρους, αλλά δεν απέκτησε κανένα όφελος από αυτό. Αποσύρθηκαν πίσω στη δική τους χώρα και σώθηκαν επιστρέφοντας αμέσως και έτσι διατήρησαν τη δική τους χώρα. Αλλά αν συμβεί το αντίθετο —Θεός φυλάξοι!— τότε θα προκύψουν φρικτά πράγματα. Είναι καλύτερο για κάθε άνθρωπο να διαλέγει την ασφαλέστερη πορεία δράσης, το αποτέλεσμα τής οποίας θα είναι ότι δεν θα πάει στραβά και δεν θα ηττηθεί αλλά θα επικρατήσει επί τής άλλης πλευράς, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενέργειές του πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Μεταξύ αυτών των δύο επιλογών, μιάς που είναι γεμάτη κίνδυνο για εμάς, για την οποία συζητάμε με φόβο, και μιας άλλης που είναι πολύ πιο ασφαλής από αυτήν, θα πρέπει να προτιμήσουμε την ασφαλέστερη πορεία. Είναι ζήτημα ευφυΐας να σκεφτόμαστε με αυτόν τον τρόπο παρά με οποιονδήποτε άλλο. Σε μένα, λοιπόν, δεν φαίνεται σωστό να αποσυρθείς, σουλτάνε, ενώπιον τού εχθρού, ούτε θα το συμβούλευα. Γιατί θα φαινόταν σαν να τρεπόμαστε σε φυγή, πράγμα που θα ενίσχυε τη θέση τους, αποδυναμώντας τη δική μας. Ούτε, από την άλλη πλευρά, νομίζω ότι θα επικρατούσαμε με τούς Ασιάτες και το πεζικό που έχουμε. Δεν πρέπει να δώσουμε μάχη, αλλά να επιμείνουμε στον αποκλεισμό τού περάσματος ακόμη πιο έντονα, έως ότου η αναγκαιότητα τούς υποχρεώσει να αποσυρθούν και, όταν αποσύρονται, τότε θα τούς επιτεθούμε καταδιώκοντάς τους με το ιππικό και θα τούς βλάψουμε με όποιον τρόπο μπορούμε».106
[6.39] Οι υπόλοιποι παρόντες συμφώνησαν ότι αυτή η γνώμη ήταν ακόμη καλύτερη από την προηγούμενη. Στη συνέχεια αποφάσισαν να μην επιτεθούν ούτε να αποσυρθούν, αλλά να τούς σταματήσουν κρατώντας αυτή τη γραμμή, να επιτεθούν στον εχθρό όταν θα αποσύρεται, στέλνοντας τον στρατό τής Ευρώπης εναντίον του, έχοντας αποφασίσει να φρουρούν το πέρασμα όσο το δυνατόν πιο στενά, ως υπερασπιστές. Φρουρούσαν λοιπόν το πέρασμα με όποιον τρόπο μπορούσαν και το υπερασπίζονταν όσο πιο σθεναρά μπορούσαν. Οι Ούγγροι προσπάθησαν να περάσουν πιέζοντας τούς Τούρκους, αλλά απέτυχαν. Γιατί καθώς τούς επιτέθηκαν και άσκησαν τεράστια πίεση, έσπευσαν να βοηθήσουν οι υπόλοιποι Τούρκοι και ακολούθησε πάλη. Τελικά οι άνδρες τού σουλτάνου απώθησαν τούς Ούγγρους και στάθηκαν στον δρόμο τους εμποδίζοντας το πέρασμά τους.107 108
Οι Τούρκοι αντεπιτίθενται και καταδιώκουν τούς Ούγγρους, που τούς στήνουν ενέδρα
[6.40] Λίγο αργότερα, καθώς οι Ούγγροι δεν πετύχαιναν τίποτε και πιέζονταν από την πείνα, αποσύρθηκαν και στράφηκαν προς τα πίσω. Συγκέντρωσαν τον εξοπλισμό τους και ξεκίνησαν την πορεία τους τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε και οι Τούρκοι είδαν ότι το στρατόπεδο τού εχθρού είχε εγκαταλειφθεί κατά τη διάρκεια τής νύχτας, έμειναν στη θέση τους. Στη συνέχεια ο σουλτάνος επέλεξε από τον στρατό του εκείνους που έμειναν και ήσαν προετοιμασμένοι, και ανέθεσε στον Κασίμ, τον στρατηγό τής Ευρώπης, να καταδιώξει τον εχθρό. Διέταξε επίσης τον Τουραχάν να ακολουθήσει με τον στρατό τής Θεσσαλίας. Έτσι ο Κασίμ πήρε αυτούς τούς άνδρες και προχώρησε να καταδιώξει τον εχθρό όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αλλά ο Γιάνος είχε προβλέψει ότι οι Τούρκοι θα τούς επιτίθεντο καθώς υποχωρούσαν, και έτσι επέλεξε κι αυτός μερικούς από τούς καλύτερους Ούγγρους και τούς τοποθέτησε σε ενέδρα, για να επιτεθούν και από τις δύο πλευρές στους Τούρκους που έρχονταν εναντίον τους καταδιώκοντας τον δικό τους στρατό. Καθώς προχωρούσε ο Κασίμ μέσα από την πεδιάδα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, καταδιώκοντας τούς Ούγγρους, εκείνος έκανε την προέλασή του. Αλλά ο Τουραχάν, ο αδελφός του, μίλησε στον αδελφό του109 με τον ακόλουθο τρόπο:110
[6.41] «Κασίμ, εσύ προχωράς στην πεδιάδα με αυτόν τον μεγάλο στρατό, αλλά να ξέρεις ότι δεν προχωράς με ασφαλή τρόπο. Γιατί οι Ούγγροι ούτε θα ανεχθούν την καταδίωξή μας ούτε θα στραφούν ήσυχα και χαρούμενα σε υποχώρηση. Μερικοί από αυτούς μάς προκαλούν εδώ και ώρα σε ανοιχτό αγώνα και κατά την άποψή μου είναι πρόθυμοι για μάχη. Πιστεύω ότι θα πλήρωναν πολλά χρήματα, για να μάς έβλεπαν να κατεβαίνουμε στην πεδιάδα και να βαδίζουμε εναντίον τους. Αντίθετα, ας συνεχίσουμε να τούς καταδιώκουμε στον βαθμό που χρειάζεται, προχωρώντας στους πρόποδες τού βουνού. Έτσι θα μπορέσουμε να τούς αντιμετωπίσουμε με τον τρόπο που μάς συμφέρει».
Αλλά τα λόγια του δεν έπεισαν τον Κασίμ. Έτσι ο ίδιος ο Τουραχάν πήρε τον στρατό τής Θεσσαλίας και στράφηκε προς τούς πρόποδες, έχοντας τον στρατό του συντεταγμένο.111
[6.42] Καθώς ο Κασίμ και ο στρατός τής Ευρώπης προχωρούσαν μέσα από την πεδιάδα, ήρθε η καλύτερη στιγμή για τον Χούνιαντι να θέσει σε εφαρμογή την ενέδρα του και έτσι οι άνδρες τού βασιλιά που είχαν υποχωρήσει, εφορμούσαν τώρα εναντίον των βαρβάρων, όταν ο Γιάνος εμφανίστηκε από την ενέδρα του. Αφού τούς κατατρόπωσε και τούς έτρεψε σε φυγή, ο Χούνιαντι σκότωσε μερικούς από αυτούς ενώ αιχμαλώτισε άλλους. Έπεσαν εκεί πολλοί από τούς άνδρες του σουλτάνου, ενώ ο αδελφός του Χαλίλ, ο γιος τού Ιμπραήμ, συνελήφθη από τούς Ούγγρους.112 Και άλλοι Τούρκοι συνελήφθησαν καθώς τρέπονταν σε φυγή, αλλά ο ίδιος ο Κασίμ διέφυγε προς το στρατόπεδο τού σουλτάνου, έχοντας μαζί του λίγους μόνο άνδρες από τον στρατό του. Όταν έφτασε ενώπιον τού σουλτάνου, είπε τα εξής:113
[6.43] «Σουλτάνε, τι πράγματα έχουμε υποφέρει εξαιτίας αυτού τού ανθρώπου [Τουραχάν], τού πιο άθλιου που γνωρίζουμε, που έχει προδώσει τις υποθέσεις σου στον εχθρό! Γιατί δεν έκανε αυτό που είχε πάρει εντολή να κάνει, ούτε ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί για να το κάνει. Αποκάλυψε όλα όσα σκοπεύαμε να κάνουμε στον Τζούρατζ Βουκ,114 που είναι φίλος του, και έτσι βλάφτηκαν οι υποθέσεις σου. Από εκείνη την άποψη λοιπόν, καταστραφήκαμε».
Σύλληψη και φυλάκιση τού Τουραχάν. Συμφωνία Μουράτ με Σέρβους και Ούγγρους
Τότε ο Χαλίλ, ο γιος τού Ιμπραήμ, θλιμμένος για τον αδελφό του, κατάγγειλε κι αυτός τον Τουραχάν στον σουλτάνο. Ο σουλτάνος είχε προσβληθεί πολύ που ο Τουραχάν δεν είχε συνοδεύσει τον στρατηγό τής Ευρώπης, αλλά είχε απομακρυνθεί για να πάρει άλλο δρόμο και είχε έτσι προδώσει τον στρατό του. Συνέλαβε τον Τουραχάν και τον φυλάκισε, στέλνοντάς τον αλυσοδεμένο στην Ασία, για να φυλακιστεί στην Toκάτ, ισχυρή πόλη. Γιατί ο Χαλίλ υπαινίχθηκε και αυτό στον σουλτάνο, υπενθυμίζοντάς του ότι ο Τουραχάν κατοικούσε στο Μεγάλο Βίντιν, ήταν ύπαρχος των εδαφών δίπλα στον Δούναβη και ήταν φίλος και συνεργάτης τού [Τζούρατζ] Βουκ, τού ηγεμόνα των Σέρβων, και για αυτόν τον λόγο είχε καταλάβει ότι οι δυο τους έπρεπε να βοηθούν ο ένας τον άλλον με οποιονδήποτε τρόπο απαιτούσαν οι παρούσες συνθήκες. Είχε επίσης πάρει δώρα από τον Βουκ για να τον βοηθήσει, σε ό,τι πίστευε ότι θα ήταν προς το συμφέρον του. Ο σουλτάνος πείστηκε από αυτό και φυλάκισε τον Τουραχάν στέλνοντάς τον στην Ασία, ενώ ανέθεσε τη διοίκηση τής Θεσσαλίας σε άλλον άνδρα. Έτσι φυλακίστηκε ο Τουραχάν.115
[6.44] Όσο για τον Τζούρατζ, τον ηγεμόνα των Σέρβων, δεδομένου ότι οι Ούγγροι κατάφεραν να μην πετύχουν τίποτε γι’ αυτόν, όσον αφορά την επιστροφή του στην ηγεμονία του, έστειλε έναν αγγελιοφόρο στην Πύλη και προσπαθούσε να εξακριβώσει τις απόψεις τού σουλτάνου, δηλαδή αν θα τού επέστρεφε την ηγεμονία του, έτσι ώστε να μπορεί να τού πληρώνει φόρο υποτέλειας και να τού δίνει τα μισά έσοδα τής γης του. Έλεγε ότι θα έκανε συνθήκη με αυτούς τούς όρους και ότι θα αναλάμβανε να πείσει τούς Ούγγρους να συμμετάσχουν στη συνθήκη μαζί του. Όταν ο Μουράτ άκουσε τον αγγελιοφόρο να κάνει αυτές τις προσφορές, υποσχέθηκε να ικανοποιήσει αυτά τα αιτήματα και επίσης να τού δώσει πίσω τούς δύο γιους του και να τούς θεωρεί στο εξής ως φίλους τού σουλτάνου. Στη συνέχεια ο Βουκ πήγε σε κάθε έναν από τούς Ούγγρους ξεχωριστά και έπεισε τον βασιλιά Βλάντισλαβ να συνάψει συνθήκη με τον Μουράτ, λέγοντας τα εξής:
«Βασιλιά, σε προσκαλεί ο σουλτάνος Μουράτ να συνάψεις συνθήκη, αν και να μη δώσεις πίσω εδάφη. Αν συμφωνείς με αυτά που λέω και κάνεις συνθήκη προς το παρόν, θα είσαι σε καλύτερη θέση να προετοιμαστείς για πόλεμο. Και δεν θα μπορέσει να σού αντισταθεί για δεύτερη φορά».116
[6.45] Αυτά τα λόγια τον έπεισαν [τον Βλάντισλαβ] και υποσχέθηκε να κάνει ό,τι του πρότεινε ο Σέρβος. Στη συνέχεια έστειλε έναν αγγελιοφόρο στην Πύλη, στέλνοντας και πρέσβεις με την έννοια ότι οι Ούγγροι θα έκαναν ειρήνη και ότι αυτός [ο Τζούρατζ] θα αποκαθίστατο στην ηγεμονία του. Ύστερα ο Μουράτ έστειλε πρέσβεις και έκαναν συνθήκη, οι όροι τής οποίας ήσαν ότι ο Τζούρατζ θα είχε τη γη του και θα έδινε τα μισά έσοδά της στον σουλτάνο. Ταυτόχρονα, οι Ούγγροι ορκίστηκαν ότι δεν θα λεηλατούσαν τη γη τού σουλτάνου, ούτε με τη σειρά τους οι Τούρκοι θα διέσχιζαν τον Δούναβη και θα προκαλούσαν οποιαδήποτε ζημιά με οποιονδήποτε τρόπο. Θα ήσαν φίλοι και σύμμαχοι για όλη τους τη ζωή, χωρίς δόλο ή εξαπάτηση. Οι Βλάχοι θα ήσαν υποτελείς τού σουλτάνου, καθώς είχαν συμφωνήσει στη συνθήκη που είχε προηγουμένως συνάψει ο σουλτάνος μαζί τους, και θα υπηρετούσαν τούς Ούγγρους με τον ίδιο τρόπο που τούς είχαν υπηρετήσει προηγουμένως.117 118
Ο Μουράτ εναντίον τού Καραμάν. Ο Κωνσταντίνος επικυρίαρχος Θήβας και Αθήνας
[6.46] Όταν έγινε αυτό, ο Μουράτ βάδισε εναντίον τού Καραμάν. Γιατί όταν ο τελευταίος είχε μάθει ότι οι Ούγγροι προχωρούσαν εναντίον τού σουλτάνου Μουράτ, ότι είχαν κατέβει τον Δούναβη και βάδιζαν εναντίον τού εδάφους τού σουλτάνου, πίστευε ότι θα ήταν η τέλεια ευκαιρία να προχωρήσει και να κατακτήσει τη γη τού σουλτάνου στην Ασία. Και ο Καραμάν ξεκίνησε και προχωρούσε, υποδουλώνοντας ό,τι μπορούσε. Γιατί ακόμη νωρίτερα, όταν οι Ούγγροι ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν εναντίον τού Μουράτ, είχαν προχωρήσει με παρόμοιο σκεπτικό, δηλαδή ότι με στρατούς και από τις δύο χώρες που έρχονταν εναντίον τους, οι στρατοί τού Μουράτ θα χωρίζονταν και έτσι θα εξασθενούσαν.119 Ο Μουράτ ασχολήθηκε πρώτα με τον πιο σημαντικό πόλεμο, και όταν τον τακτοποίησε με τρόπο ευνοϊκό για αυτόν, βάδισε αμέσως εναντίον τού Καραμάν. Όμως ο τελευταίος έστειλε πρέσβεις, προσφέροντας να τον υπηρετήσει σε όλα τα θέματα στα οποία μπορεί να τον χρειαζόταν, και παρέχοντας ομήρους και δεσμεύσεις για αυτούς τους όρους. Αυτά λοιπόν συνέβαιναν τότε γι’ αυτόν στην Ασία.120
[6.47] Αλλά στην Ευρώπη τα ακόλουθα συνέβαιναν στην επικράτειά του από τούς Πελοποννήσιους ηγεμόνες. Γιατί όταν ο Θεόδωρος, ο οποίος επρόκειτο να είναι αυτοκράτορας των Ελλήνων μετά τον Ιωάννη, πήγε στο Βυζάντιο για να αναλάβει το βασίλειο,121 ο Κωνσταντίνος με το επώνυμο Ντράγκας122 πήγε στην Πελοπόννησο για να αναλάβει τα εδάφη τού αδελφού του, συμπεριλαμβανομένου, μεταξύ άλλων, τού Μυστρά, που βρίσκεται δίπλα στο όρος Ταϋγετος, και σχεδόν ολόκληρης τής υπόλοιπης Πελοποννήσου (γιατί εκτός από την επικράτεια τού Θωμά,123 τού αδελφού τού αυτοκράτορα, παρέλαβε όλη την υπόλοιπη, να βρίσκεται υπό την εξουσία του). Όταν έφτασε εκεί, προχώρησε σε ρυθμίσεις για την περιτείχιση τού Ισθμού,124 ενώ έκανε τις περιοχές έξω από την Πελοπόννησο να επαναστατήσουν εναντίον τού σουλτάνου των Τούρκων. Κατέλαβε τη Βοιωτία, υπέταξε την πόλη τής Θήβας και γενικά ανέλαβε όλη τη Βοιωτία.125 Ο τύραννος τής Αθήνας [Νέριο Β’] υποσχέθηκε να τού πληρώνει φόρο υποτέλειας και να κάνει συνθήκη.126 Όσο για το όρος Πίνδος, σε αυτό κατοικούν Βλάχοι, που μιλούν την ίδια γλώσσα με εκείνους τής Βλαχίας —γιατί είναι παρόμοιοι με τούς Βλάχους τού Δούναβη— και ήρθαν σε αυτόν τον ηγεμόνα και τού εμπιστεύθηκαν τούς εαυτούς τους. Πολέμησαν εναντίον των Τούρκων που ζουν στη Θεσσαλία, λαμβάνοντας άρχοντα από τον ηγεμόνα των Πελοποννήσιων [Κωνσταντίνο].127
[6.48] Το Λοιδορίκιον, μια πόλη στη χώρα των Λοκρών, στην Πίνδο, κοντά στην πόλη Φανάρι, παραλαμβάνει τον άρχοντά της από τον σουλτάνο. Η επικράτεια που εκτείνεται μέχρι την Αχαΐα κατοικείται από τούς Αραβαίους, οι οποίοι είναι Αλβανοί και τούς επιτρέπει ο σουλτάνος να εξουσιάζουν τη δική τους προγονική γη.128 Ήρθαν και αυτοί στους Έλληνες. Καλώντας ολόκληρη την Πελοπόννησο στον Ισθμό, ο Κωνσταντίνος τον απέκλεισε με τείχος όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και κάλεσε τον αδελφό του [Θωμά] να έρθει εκεί, ο οποίος κυβερνούσε τη δική του περιοχή. Καλώντας όλους εκεί, ύψωσε το τείχος, αναθέτοντας διαφορετικό τμήμα σε κάθε άτομο, όσο μπορούσε να χτίσει τη δεδομένη στιγμή. Όταν ολοκληρώθηκε το τείχος τού Ισθμού, έστειλε στρατό εναντίον τής γης τού σουλτάνου, τη λεηλάτησε και παρέμεινε σε πόλεμο.129
[6.49] Λίγο αργότερα, ο Ομέρ, γιος τού Τουραχάν, παρέλαβε τον στρατό τής Θεσσαλίας και βάδισε εναντίον τής Θήβας και τής Αττικής.130 Τις λεηλάτησε και αναχώρησε, παίρνοντας πολλά λάφυρα μαζί του. Όταν ο Νέριο [Β’], ο τύραννος τής Αθήνας, είδε ότι οι τουρκικές υποθέσεις επέστρεφαν και πάλι στην προηγούμενη κατάστασή τους,131 έστειλε έναν πρέσβη στην Πύλη και ζήτησε να κάνει συνθήκη με τον σουλτάνο, δεσμευόμενος να πληρώνει τον φόρο υποτέλειας που θα τού επέβαλε ο σουλτάνος. Ο σουλτάνος Μουράτ πείστηκε και έκανε συνθήκη μαζί του, υπό την προϋπόθεση ότι θα τού πλήρωνε τόσο φόρο υποτέλειας στο μέλλον, όσον πλήρωνε στο παρελθόν.132
[6.50] Αυτός ο Νέριο, ο οποίος ήταν από την Φλωρεντία, την πρωτεύουσα των Τυρρηνών, έγινε τύραννος τής Αθήνας με τον ακόλουθο τρόπο. Ο Αντόνιο [Α’], ο γιος τού Νέριο [Α'], κάλεσε αυτόν και τον αδελφό του από τη Φλωρεντία ως συγγενείς του και τούς είχε μαζί του, εξασφαλίζοντας τη συντήρησή τους.133 Όταν ο Αντόνιο πέθανε από αποπληξία στον ύπνο του, αν και βρισκόταν σε καλή κατάσταση,134 η σύζυγός του έστειλε στον σουλτάνο ζητώντας να ανατεθεί το πριγκιπάτο σε αυτήν και σε ένα άξιον άνδρα τής πόλης, που ήταν συγγενής της και μαλιστα ο πατέρας μου.135 Έστειλε αυτόν τον άνδρα να το προσπαθήσει στον σουλτάνο, και τού έδωσε μεγάλο χρηματικό ποσό, ώστε να μπορέσει να τούς εξασφαλίσει την ηγεμονία τής Αττικής και τής Βοιωτίας. Εκείνος ξεκίνησε από την πόλη και ταξίδεψε στον σουλτάνο, αλλά οι επικεφαλής τού λαού εξαπάτησαν τη γυναίκα τού Αντόνιο και την έβγαλαν από την ακρόπολη, λόγω τού μίσους τους για τον Χαλκοκανδύλη. Στη συνέχεια εγκατέστησαν τούς συγγενείς τού Αντόνιο ως τύραννους και, απομακρύνοντας την οικογένειά μου, επικράτησαν στην πόλη. Έκαναν γαμήλια συμμαχία με τη σύζυγο τού Αντόνιο, μέσω ενός καλής οικογένειας θετού γιου της, και κατέλαβαν την ακρόπολη.136 Λίγο αργότερα, έχοντας εκδιώξει τη σύζυγό του από την ακρόπολη και βγάλει την οικογένειά μου έξω, ανέλαβαν τις υποθέσεις τής πόλης.137
[6.51] Όταν ο Χαλκοκανδύλης έφτασε ενώπιον τού σουλτάνου, τέθηκε υπό φρούρηση και ο σουλτάνος τον διέταξε να παραδώσει την περιοχή. Υποσχέθηκε [φόρο υποτέλειας] τριάντα χιλιάδων χρυσών νομισμάτων, αλλά δεν πέτυχε τίποτε, καθώς έμαθε ότι ο σουλτάνος είχε στείλει στρατό εναντίον τής Βοιωτίας για να υποτάξει την πόλη τής Θήβας.138 Κατάφερε να δραπετεύσει στο Βυζάντιο, εγκαταλείποντας τούς υπηρέτες του, τις σκηνές και τα υποζύγια. Επιβιβάστηκε σε πλοίο στο Βυζάντιο και έπλεε προς την Πελοπόννησο. Εκεί συνέλαβαν το πλοίο του και τον ίδιο πλοία των τυράννων τής Αθήνας που περιπολούσαν. Έπιασαν τον Χαλκοκανδύλη και τον έφεραν αλυσοδεμένο πίσω στον σουλτάνο. Αλλά ο σουλτάνος απέρριψε τις κατηγορίες και τον συγχώρησε, χωρίς να τον θεωρήσει υπεύθυνο για τίποτε. Όταν [ο σουλτάνος] ζήτησε τα τριάντα χιλιάδες χρυσά νομίσματα, είπε [ο Χαλκοκανδύλης] ότι δεν είχε να τα δώσει. Από τότε η περιοχή λεηλατούνταν φρικτά από τον [ύπαρχο τού] σουλτάνου που έδρευε στη Θεσσαλονίκη.139
[6.52] Ο Νέριο [Β’], που ήταν τώρα τύραννος τής ηγεμονίας, ήταν μάλλον θηλυπρεπής και πιο ενδοτικός και εκθρονίστηκε από τη θέση του από τον αδελφό του Αντόνιο [Β'], ο οποίος συνωμότησε εναντίον του. Στη συνέχεια, όταν πέθανε ο Αντόνιο, ο Νέριο, ο αδελφός αυτού τού Αντόνιο, επέστρεψε από τη Φλωρεντία και ανέλαβε την ηγεμονία.140 Εκείνη την εποχή ο [Οθωμανός] ύπαρχος τής Θεσσαλίας εισέβαλε στην περιοχή του, λόγω τής συμμαχίας του με τούς Έλληνες.141 Αντιμέτωπος με αυτήν την κατάσταση, έκανε ειρήνη με τον σουλτάνο. Όταν το έμαθαν οι Έλληνες, βάδισαν εναντίον τής Αθήνας. Τότε ο Νέριο έστειλε αγγελιοφόρο στον σουλτάνο, να πει ότι οι Έλληνες επιτίθενται εναντίον του και πολιορκούν την πόλη προσπαθώντας να την καταλάβουν. Επίσης ο Τουραχάν, ο ύπαρχος τής Θεσσαλίας έστειλε αγγελιοφόρους στον σουλτάνο και τον παρότρυνε να βαδίσει εναντίον τής Πελοποννήσου. Αλλά αυτά τα γεγονότα συνέβησαν πολύ αργότερα.142 Εκείνη την εποχή ο Νέριο ήταν υποτελής τού ηγεμόνα τής Πελοποννήσου [Κωνσταντίνου], τού αδελφού τού αυτοκράτορα, όπως περιέγραψα προηγουμένως.143 144
Τα προκαταρκτικά τής μάχης τής Βάρνας
[6.53] Έτσι ήσαν τα πράγματα για τούς Έλληνες και την Πελοπόννησο. Όσο για τον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου [Ιωάννη Η’], είχαν γίνει τα ακόλουθα. Κατάλαβε ότι οι Ούγγροι αποσύρονταν και είχαν καταλήξει σε συμφωνία με τον Μουράτ, ύστερα από απαίτηση τού Τζούρατζ και ότι έστελναν πρέσβεις στον πάπα τής Ρώμης [Ευγένιο Δ’], προτείνοντας να έρθουν γαλέρες και άλλα πλοία στον Ελλήσποντο και να εμποδίσουν τον Μουράτ, που έλειπε τότε στην Ασία, να περάσει απέναντι στην Ευρώπη. Τότε θα ήταν εύκολο να τον καταστείλουν. Εναλλακτικά, ο στρατός τής Ευρώπης θα αποκόπτονταν μαζί με τον Μουράτ και δεν θα ήταν πια πρόθυμος να συμπλακεί με τούς Ούγγρους. Έστειλαν επίσης πρέσβεις στους Γάλλους και τον ηγεμόνα τής Βουργουνδίας, υπενθυμίζοντάς τους ότι θα ήταν σωστό να εκδικηθούν για τούς Γάλλους οι οποίοι, λόγω τής ανοησίας τού Σίγκισμουντ, είχαν πεθάνει στον πόλεμο με τον Βαγιαζήτ.145 Τούς έπεισαν με τη βοήθεια τού πάπα των Ρωμαίων, επάνδρωσαν δέκα γαλέρες και τις έστειλαν στον Ελλήσποντο. Ο πάπας επάνδρωσε άλλες δέκα και τις έστειλε στον αυτοκράτορα Ιωάννη για να πραγματοποιήσει το σχέδιο που τούς είχε προτείνει ο αυτοκράτορας.146 Αυτά τα πλοία έφτασαν στον Ελλήσποντο και εμπόδιζαν τον Μουράτ να περάσει στην Ευρώπη.147
[6.54] Όσο για την ακτή τής Μακεδονίας στην Αδριατική Θάλασσα, τα ακόλουθα συνέβαιναν. Ενώ οι Ούγγροι αναμενόταν να φτάσουν ξανά στην Ευρώπη για να εκδιώξουν τον Μουράτ και τούς Τούρκους από την Ευρώπη, οι άνθρωποι εκεί πρόβλεψαν ότι θα ξεκινήσει ξανά πόλεμος —γιατί είχε ανακοινωθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη ότι οι Ούγγροι θα συγκεντρώνονταν για να προελάσουν και ότι ο Ελλήσποντος θα καταλαμβανόταν από Δυτικούς. Καθένας λοιπόν έσπευδε στην πατρίδα του, με πρόθεση να την πάρει πίσω και να την καταλάβει, σε οποιοδήποτε βαθμό θα μπορούσε να σημειώσει πρόοδο εκεί. Έτσι και ο Ζενέμπισι ξεκίνησε από τις περιοχές τής Μακεδονίας κοντά στην Αδριατική, παίρνοντας μαζί τούς Αλβανούς εκεί, εκείνους που μπόρεσε να συγκεντρώσει. Προχώρησε πέρα από το Αργυρόκαστρο και υπέταξε την κοιλάδα που εκτείνεται εκεί μέχρι την Καστοριά.148 Όμως, ο Φιρούζ, ο ύπαρχος τής Βέροιας, συγκέντρωσε τούς Σκύθες τού Χατζή Γκιράι και τούς Τούρκους τού σουλτάνου, ενώ τον ακολούθησαν επίσης πολλοί από την περιοχή τής Θεσσαλονίκης και τη λίμνη των Περραιβών. Ξεκίνησε ξαφνικά την πορεία του και τούς επιτέθηκε όταν ήσαν απροετοίμαστοι, έχοντας στήσει τις σκηνές τους κάπου στην περιοχή τής Καστοριάς. Σκότωσε το μεγαλύτερο μέρος των Αλβανών, συμπεριλαμβανομένου τού ίδιου τού αρχηγού τους, τού Ζενέμπισι. Προκάλεσε μεγάλη σφαγή προχωρώντας εναντίον των υπόλοιπων. Αυτά λοιπόν συνέβαιναν σε ολόκληρη την Ευρώπη, η οποία βρισκόταν σε αναταραχή, καθώς καθένας έσπευδε για τις δικές του υποθέσεις. Αυτό προκάλεσε μεγάλο φόβο στους Τούρκους, καθώς πίστευαν ότι θα καταστρέφονταν τότε από τούς Ούγγρους και τούς γύρω λαούς, που δεν ήσαν τής ίδιας φυλής με αυτούς. Οπουδήποτε κι αν βρίσκονταν, ενίσχυαν τα τείχη τους και περίμεναν να δουν πώς θα εξελισσόταν καθενα από αυτά τα ζητήματα.149
Ούγγροι και Βλάχοι καταλαμβάνουν τη Βάρνα και προχωρούν προς Αδριανούπολη
[6.55] Όσο για τούς Ούγγρους, στάλθηκε πρέσβης σε αυτούς από τον πάπα των Ρωμαίων: ήταν ο καρδινάλιος Τζουλιάνο [Τσεζαρίνι], λογικός άνθρωπος και αναγνωρισμένος ως Ρωμαίος λόγιος, ο οποίος τούς υποκίνησε σε πόλεμο. Όσο για τον όρκο, τον πολύ τρομερό που είχαν ορκιστεί κατά τη συνθήκη, τον ανακήρυξε άκυρο με την ευλογία τού πάπα και κατάφερε να τούς πείσει.150 Ξεκίνησαν να βαδίζουν εναντίον των ευρωπαϊκών κτήσεων τού σουλτάνου, πιστεύοντας ότι θα τις εύρισκαν εγκαταλειμμένες, καθώς ο Μουράτ απουσίαζε στην Ασία και ήταν απασχολημένος εκεί.151 Επίσης, τα πλοία τού πάπα περιπολούσαν στον Ελλήσποντο και θα τον εμπόδιζαν να περάσει απέναντι. Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων τούς είχε επίσης υποδείξει ότι ο Μουράτ δεν θα περνούσε ποτέ ξανά στην Ευρώπη. Έκαναν συνθήκη με τούς Βοημούς για να διευθετήσουν τις διαφορές τους, για τον ίδιο λόγο, μού φαίνεται, για τον οποίο είχαν συνάψει συνθήκη με τον Μουράτ, δηλαδή επειδή αποτελούσαν πραγματική απειλή για αυτούς. Είχαν αποδεχθεί την ειρήνη με τον Μουράτ επειδή επρόκειτο να υπάρξει πόλεμος μεταξύ αυτών και τού βασιλείου των Βοημών, αλλά τώρα κατέληγαν σε συμφωνία μαζί τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους χωρίς να ανησυχούν.152 153
[6.56] Προχώρησαν σε εκστρατεία εναντίον τής Ευρώπης, παίρνοντας μαζί τους τούς Βλάχους και τον [Βλαντ Β’] Ντράκουλ, τον γιο τού Μίρτσεα [Α'], ο οποίος ήταν πολύ πρόθυμος να συμμετάσχει στον πόλεμο και να βαδίσει μαζί τους και διέθεσε δέκα περίπου χιλιάδες ιππείς.154 Προσκάλεσαν τον Τζούρατζ, τον αρχηγό των Σέρβων, να συμμετάσχει στον πόλεμο και να συμβάλει στην προσπάθειά τους, αλλά δεν πείστηκε, λέγοντας ότι οι ενέργειές τους ήσαν λάθος, καθώς παραβίαζαν τη συνθήκη και διέπρατταν αδικία. Πίστευε όμως ότι, δίνοντας χρήματα, θα μπορούσε να παρακάμψει την κατηγορία ότι δεν εκστράτευε μαζί με τον βασιλιά των Ούγγρων [Βλάντισλαβ]. Ωστόσο συμβούλευσε τον βασιλιά να μην προχωρήσει, καθώς οι Τούρκοι ήσαν πολύ δυνατοί και δεν θα ήταν τόσο εύκολο να ηττηθούν από τούς Ούγγρους. Γιατί έβλεπε ότι οι προετοιμασίες τους δεν ήσαν επαρκείς για να υπερισχύσουν επί των κτήσεων τού σουλτάνου στην Ευρώπη, αφού ζούσαν εκεί αμέτρητοι Τούρκοι, που είχαν μεγάλη εμπειρία σε πολέμους, από τούς οποίους κέρδιζαν το μεγαλύτερο μέρος των προς το ζην. Και τούς υπενθύμισε ότι σε απελπιστικές καταστάσεις αυτή η φυλή είχε παντού εξαιρετική αρετή και ότι μπορούσε να ανασυγκροτείται καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη.155
[6.57] Ο Βλάντισλαβ, ο βασιλιάς των Ούγγρων, διέσχισε τον Δούναβη από τo Aρντέαλ και πέρασε απέναντι τον στρατό του, φτάνοντας στο έδαφος τού σουλτάνου. Στρατοπέδευσε εκεί, στην ακτή τού Ευξείνου Πόντου, στα εδάφη τού Βούλγαρου Ντομπρότιτσα,156 κοντά στην Καλλιάκρα και τη Βάρνα. Ήρθαν εκεί και πολιορκούσαν τις πόλεις. Όταν η Βάρνα πολιορκήθηκε, διαπραγματεύτηκε την παράδοσή της, αλλά η Καλλιάκρα καταλήφθηκε όταν οι Ούγγροι επιτέθηκαν και ανέβηκαν στα τείχη.157 Όταν την κατέλαβαν και την υποδούλωσαν, προχώρησαν κατευθείαν προς το έδαφος τού Βυζάντιου και την Αδριανούπολη.158
Ο Μουράτ συνάπτει συνθήκη με τον Καραμάν και σπεύδει να περάσει τον Ελλήσποντο
[6.58] Ενώ το έκαναν αυτό, ο Μουράτ, ο γιος τού Μεχμέτ, βάδισε εναντίον τού Καραμάν και λεηλάτησε τη γη του.159 Άρπαξε τα υποζύγια και πολιόρκησε την ακρόπολη τού Ικονίου. Ο Καραμάν τον απέφευγε πηγαίνοντας στις βουνοκορφές τής χώρας του και μἐνοντας εκεί. Το σχέδιό του ήταν, ότι αν κάποιος τού επιτίθετο εκεί, θα άντεχε υπερασπιζόμενος τον εαυτό του από τις κορυφές. Έστειλε έναν πρέσβη στον Μουράτ, υποσχόμενος να τού δώσει ομήρους, να στείλει τον γιο του στην Πύλη και να πληρώνει διπλάσιο τον ετήσιο φόρο υποτέλειας που πλήρωνε πριν. Ενώ ο Καραμάν έκανε αυτή την προσφορά και ζητούσε να συνάψει συνθήκη με τον σουλτάνο, ήρθαν νέα από τον ηγεμόνα των Σέρβων [Τζούρατζ], ότι οι Ούγγροι είχαν προχωρήσει και είχαν διασχίσει τον Δούναβη. Ο Μουράτ δέχτηκε τότε την πρόταση τού Καραμάν, έκανε τη συνθήκη και παίρνοντας τούς ομήρους και τον γιο του οδήγησε τον στρατό του μακριά.160
[6.59] Έμαθε τότε ότι ο Ελλήσποντος είχε καταληφθεί από ιταλικά και δυτικά πλοία, οπότε δεν ήξερε τι να κάνει ή πώς να αντιμετωπίσει την παρούσα κατάσταση και να περάσει απέναντι. Όμως οδήγησε τον στρατό του βιαστικά στον Ελλήσποντο, πιστεύοντας ότι θα απωθούσε τις γαλέρες με κανόνια, αν προσπαθούσαν να τον αποκλείσουν με τις περιπολίες τους. Γιατί αυτό είναι το πιο στενό σημείο τής Προποντίδας και υπάρχει ένας πύργος στην πλευρά τής Ασίας που ονομάζεται Ιερόν, καθώς πουθενά αλλού οι δύο ηπείροι δεν ήσαν τόσο κοντά. Οδήγησε τον στρατό του εκεί, τόσο εκείνον τής Ευρώπης όσο και τής Ασίας, με πρόθεση να πραγματοποιήσει τη διέλευση, αλλά δεν βρήκε γαλέρες εκεί, γιατί οι ισχυροί άνεμοι τις εμπόδιζαν να εισπλέουν στην Προποντίδα. Αυτός ο δυνατός άνεμος φυσούσε επί πολλές μέρες και είχε αναγκάσει τα πλοία να προσαράξουν, καθώς δεν μπορούσαν να πλεύσουν εναντίον του με κανένα τρόπο. Καθώς οι γαλέρες δεν βρισκόνταν πια εκεί για να τον αντιμετωπίσουν, ο Μουράτ και ολόκληρος ο στρατός του πέρασαν απέναντι με την άνεσή τους.161 Μόλις διέσχισε, έστειλε έναν αγγελιοφόρο στον αυτοκράτορα τού Βυζαντίου, ενημερώνοντάς τον ότι είχε περάσει με ασφάλεια, επρόκειτο να βαδίσει εναντίον τού εχθρού του και τον παρότρυνε να προσευχηθεί για την επιτυχία του στους επερχόμενους πολέμους.162
Η σταυροφορία τής Βάρνας (1444)
[7.1] Όταν ο αυτοκράτορας των Ελλήνων [Ιωάννης Η’] άκουσε τα λόγια τού αγγελιοφόρου, θύμωσε όπως είναι κατανοητό, που ο Μουράτ είχε περάσει απέναντι με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να εμποδιστεί και χωρίς να χρειαστεί να δώσει μάχη. Αντίθετα, είχε περάσει με την άνεσή του και είχε επίσης διαπορθμεύσει τον στρατό του. Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε, αλλά εξέταζε επίσης πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την παρούσα κατάσταση, δηλαδή αν έπρεπε να κηρύξει πόλεμο εναντίον τού Μουράτ ή να κάνει ειρήνη. Γιατί αν υπήρχε ειρήνη μεταξύ εκείνου και τού Μουράτ, έπρεπε να τού προσφέρει αγορά και άλλα απαραίτητα καθώς βάδιζε κατά μήκος τού Ευξείνου Πόντου και μέσω τής επικράτειάς του. Aυτό όμως, όπως φαινόταν, θα τον έβαζε επίσης σε δύσκολη θέση απέναντι στους Ούγγρους, αν υπερίσχυαν τού Μουράτ και στη συνέχεια θύμωναν γι’ αυτό εναντίον του. Έκλινε προς τούς Ούγγρους και έτσι αποφάσισε να πάρει το μέρος τους και να κηρύξει πόλεμο εναντίον τού Μουράτ. Όμως ο Χαλίλ, ο γιος τού Ιμπραήμ, δεν διασάφησε καθόλου τι έγραφε η δήλωση, επειδή τότε ήταν φίλος των Ελλήνων και δεν ήθελε καθόλου να βρίσκονται αυτοί ανοιχτά σε πόλεμο με τον σουλτάνο, πριν αναμείνουν και δουν πώς θα πήγαινε ο πόλεμος.163
[7.2] Ο Μουράτ έκανε αμέσως προετοιμασίες και ξεκίνησε, καθώς οι εχθροί του προχωρούσαν. Συγκέντρωσε τον υπόλοιπο στρατό τής Ευρώπης που είχε μαζευτεί στο πλευρό του και ενωθεί μαζί του, κατά διαστήματα, για τον πόλεμο. Στη συνέχεια βάδισε πίσω από τον στρατό των Ούγγρων και στρατοπέδευσε τη νύχτα στο μέρος όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι Ούγγροι την προηγούμενη νύχτα. Κατά τη διάρκεια τής ημέρας προχώρησε ξανά και στρατοπέδευσε στη θέση όπου είχαν στρατοπεδεύσει εκείνοι. Το έκανε αυτό για τέσσερις ημέρες, παρατηρώντας τούς αριθμούς τού εχθρού και αξιολογώντας τη στάση τους απέναντί του, δηλαδή αν φοβούνταν πολύ και μαζεύονταν σε μικρό χώρο ή αν ένιωθαν τολμηροί και βάδιζαν χωρίς φόβο. Επίσης αν είχαν προμήθειες στο στρατόπεδο. Γιατί μπορεί κανείς να εξακριβώσει αυτά τα πράγματα ακολουθώντας έναν εχθρικό στρατό και να καταλήξει πολύ αξιόπιστα αν είναι φοβισμένοι ή τολμηροί, πόσες προμήθειες και τι αριθμούς έχουν, και αν ο στρατός τους βρίσκεται κοντά ή σε απόσταση. Έτσι ο Μουράτ εξέταζε αυτά τα πράγματα επί τέσσερις ημέρες καθώς προχωρούσε πίσω τους. 164 165
[7.3] Την πέμπτη μέρα, μόλις ο Γιάνος Χούνιαντι κατάλαβε ότι ο στρατός τού σουλτάνου τούς ακολουθούσε από πίσω στην πορεία τους, συζήτησε με τον βασιλιά των Ούγγρων [Βλάντισλαβ] και προσπάθησαν να αποφασίσουν αν θα τον πολεμούσαν εκεί και προχωρούσαν μόνο μετά τη μάχη ή αν θα συνέχιζαν να προχωρούν χωρίς μάχη και υποτάσσοντας την περιοχή. Σε αυτές τις συζητήσεις αποφάσισαν να δώσουν μάχη, ώστε να μην καταδιώκονται, παρενοχλούνται και έχουν προβλήματα, που θα τούς εμπόδιζαν να πραγματοποιήσουν κάποια επιχείρηση στο έδαφός του. Πήραν αυτή την απόφαση και σταμάτησαν την προέλασή τους, οπότε ο Μουράτ έφτασε και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα.166
[7.4] Παράταξε πρώτα τούς γενίτσαρους και τούς κύκλωσε μπήγοντας μεγάλες σιδερένιες ασπίδες έδαφος. Ο σουλτάνος τις μεταφέρει πάντοτε μαζί του, πάνω σε καμήλες, όπου κι αν πηγαίνει. Επιπλέον, τα όπλα των γενίτσαρων μεταφέρονται επίσης πάνω σε καμήλες και όπου υπάρχει μάχη, μοιράζει τα όπλα και έτσι ετοιμάζεται για μάχη. Αφού τοποθετηθούν οι ασπίδες, ύστερα τοποθετούνται οι καμήλες εκεί, μπροστά από τις ασπίδες, και έτσι παρατάσσεται η Πύλη. Στη μέση ήταν ο ίδιος ο Μουράτ, οι άρχοντες τού νοικοκυριού του και οι άρχοντες τής Πύλης, όλοι όσοι συνοδεύουν τον σουλτάνο στο στρατόπεδο. Ο στρατός τής Ευρώπης παρατάχθηκε από αυτόν υπό τον στρατηγό Καρατζά, έναν αξιοσέβαστο άνθρωπο. Παρατάχθηκε με τις ίλες του χωρισμένες μεταξύ τους από μικρά διαστήματα. Ο στρατός τής Ασίας παρατάχθηκε κατά ίλες, με όλες τους στραμμένες προς τα εμπρός, για να βοηθούν η μία την άλλη, αν κάποιο μέρος τους πιεζόταν σκληρά από τον εχθρό. Γιατί το ιππικό δεν μπορεί να παραταχθεί με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο σε ίλες, ενώ το πεζικό είναι καλύτερο να παρατάσσεται κατά πτέρυγες, που δεν έχει το ιππικό.167
[7.5] Οι Ούγγροι παρατάσσονταν επίσης κατά λόχους και φυλές. Οι Ούγγροι είχαν τη δεξιά πλευρά και οι Βλάχοι την αριστερή. Ο Γιάνος Χούνιαντι διοικούσε τούς φάκζη, τούς λεγόμενους βίτεζεκ,168 και προχωρούσε εναντίον τού στρατηγού τής Ασίας. Οι περισσότεροι από τον στρατό των τελευταίων ούτε καν προσπάθησαν να χτυπηθούν με τούς Ούγγρους, αλλά διέφυγαν σε μεγάλη απόσταση, επιτρέποντας στους Ούγγρους να καταδιώξουν, και έτσι διαλύθηκαν. Αυτός ήταν ο δεύτερος στρατός τής Ασίας τον οποίο ο Χούνιαντι κατατρόπωνε και καταδίωκε. Παρέμενε ο στρατός τής Ευρώπης που στεκόταν στη θέση του, δεν υποχώρησε καθόλου, αλλά αντεπιτέθηκε εναντίον τού εχθρού. Είναι σαφές ότι ο στρατός τής Ευρώπης παρέμενε στη θέση του επειδή ο σουλτάνος παρέμενε στη θέση του. Όποτε δεν μπορούν να αντέξουν τον εχθρό και φεύγουν, επιστρέφουν πίσω στο στρατόπεδο τού σουλτάνου. Γιατί αυτή τη φυλή, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γνωρίζουμε (δηλαδή μετά τούς νομαδικούς Σκύθες), μπορεί να ανασυγκροτηθεί εύκολα κατά τη φυγή και να επιστρέψει ξανά στη μάχη, στρέφοντας εύκολα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση είναι προς όφελός της.169
[7.6] Στην αναταραχή τής μάχης, όταν οι Βλάχοι είδαν τούς Ασιάτες να τρέπονται σε φυγή, δεν κρατούσαν πια τις θέσεις τους, αλλά κατευθύνθηκαν στο θησαυροφυλάκιο τού σουλτάνου και λεηλάτησαν τα χρήματά του και το αντίσκηνο-κοιτώνα. Ενθαρρύνοντας ο ένας τον άλλον, σκότωναν ακόμη και τις καμήλες. Απασχολημένοι με αυτήν την επιχείρηση και ικανοποιημένοι με τη λεηλασία τους, δεν παρατάχθηκαν ξανά στη μάχη, αλλά επέστρεψαν στο δικό τους στρατόπεδο. Ο Γιάνος, όταν κατατρόπωσε τον στρατό τής Ασίας, πήγε στον βασιλιά Βλάντισλαβ και τον παρότρυνε να σταματήσει και να εδραιώσει τη θέση του, χωρίς να προχωρήσει καθόλου για να έρθει σε επαφή με τον εχθρό, για να μη τού συμβεί κάτι δυσάρεστο σε περίπτωση που πήγαινε εναντίον τού σουλτάνου και στη συνέχεια χρειαζόταν να ξεφύγει από τη μάχη. Τον συμβούλεψε να μην αφήσει κανέναν από τούς άνδρες του να πάει αλλού, αλλά να παραμείνουν εκεί και να κρατήσουν τη θέση, μέχρι να συγκρουστεί με τον στρατό τής Ευρώπης, τον καταστρέψει και επιστρέψει. Μόνο ύστερα από αυτό θα μπορούσαν να δώσουν την τελευταία μάχη, με επίθεση και κατάληψη τής Πύλης. τότε είχαν ολοκληρώσει αυτόν τον τελικό αγώνα.170
[7.7] Με αυτά τα λόγια, ο Χούνιαντι βγήκε συντεταγμένος εναντίον τού στρατού τής Ευρώπης, ο οποίος παρατάχθηκε στην αριστερή πλευρά τού σουλτάνου. Συγκρούστηκε με αυτόν και πολέμησαν για λίγο. Η μάχη διεξήχθη με τον ακόλουθο τρόπο. Όταν οι Ούγγροι συνέβαλαν και μπήκαν στη μάχη, κατατρόπωσαν τούς Τούρκους και τούς καταδίωκαν μέχρι να πλησιάσουν στο στρατόπεδό τους. Αλλά τότε οι Τούρκοι έκαναν περιστροφή και κυνηγούσαν τούς Ούγγρους για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρις ότου έφτασαν και στο δικό τους στρατόπεδο. Τότε οι Ούγγροι πίεσαν σκληρά τούς Τούρκους και τούς κυνήγησαν και πολλοί Τούρκοι έπεσαν εκεί, ποδοπατημένοι από τούς Ούγγρους. Μάλιστα πολλοί Ούγγροι είχαν επίσης χαθεί κατά τη διάρκεια τής υποχώρησής τους, όταν, προς όνειδός τους, είχαν υποχωρήσει. Εδώ ήταν που έπεσε ο Καρατζά, ο στρατηγός τής Ευρώπης, έχοντας χτυπηθεί στο στήθος από σπαθί Ούγγρου, που προκάλεσε τραύμα σαν εκείνο που προκαλείται από δόρυ. 171 172
[7.8] Όπως όλα τα γερμανικά σπαθιά, τα σπαθιά των Ούγγρων σφυρηλατούνται για να είναι μακριά και κοφτερά. Δεν κόβουν πολύ προς τα κάτω, όπως τα βαρβαρικά ή τα ιταλικά σπαθιά. Τα βαρβαρικά σπαθιά, εννοώ αυτά των Τούρκων, είναι πολύ βαριά και κοφτερά κατά μήκος μιας ακμής και έχουν την πιο ισχυρή ώθηση προς τα κάτω από όλα τα ξίφη που γνωρίζουμε. Μετά από αυτά έρχονται τα ιταλικά ξίφη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από τούς Έλληνες. Αλλά τα γερμανικά και τα ουγγρικά είναι μακριά και στρογγυλεμένα ή τετράγωνα.173 Έχουν κοφτερή ακμή και καταλήγουν σε αιχμηρό σημείο όπως αυτό τού δόρατος. Προκαλούν τραύμα δόρατος όταν ωθούνται προς τα κάτω πάνω από άλογο, με τον δόρατος. Έτσι χάθηκε ο Καρατζά.174
[7.9] Σχετικά όμως με τον Βλάντισλαβ, τον βασιλιά των Ούγγρων, συνέβησαν τα ακόλουθα. Είχε στο πλευρό του άνδρες που ζήλευαν και μισούσαν τον Γιάνος λόγω τής ανδρείας του. Καθώς έβλεπαν ότι διεξήγαγε τη μάχη καλά, είχε κατατροπώσει ολόκληρο τον στρατό τής Ασίας και τώρα πολεμούσε εναντίον τού στρατού τής Ευρώπης πολύ γενναία και είχε σκοτώσει τον στρατηγό του, τον Καρατζά, είπαν τα εξής στον βασιλιά: «Βασιλιά, γιατί να στεκόμαστε απλώς εδώ, περιμένοντας από τον Γιάνος να τα κάνει όλα, σαν να υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος παρών με το καθήκον να απωθήσει τον εχθρό; Αυτό μας φέρνει μεγάλη ντροπή, εμείς να στεκόμαστε απλώς εδώ και ο υπηρέτης σου να επιτίθεται στη μάχη εναντίον αυτών των Τούρκων. Είναι επιτακτική ανάγκη για σένα, τον βασιλιά μας, και για εμάς, που είμαστε στο πλευρό σου, να κάνουμε πράξεις που θα επαινεθούν από τις γυναίκες μας και τούς κατοίκους των πόλεών μας, όταν μάθουν πώς πήγε η μάχη, καθώς και από τούς εχθρούς μας. Αντίθετα, αυτός ο άνθρωπος θα κατατροπώσει αυτό το πλήθος ανδρών και θα κερδίσει αθάνατη δόξα για τον εαυτό του. Εσύ, που απλώς στάθηκες εδώ και τα παρακολούθησες όλα, θα κερδίσει μόνο ντροπή από τις επόμενες γενιές. Ούτε πρέπει να σκεφτείς ότι όταν οι στρατοί κατατροπώνονται, η Πύλη τού σουλτάνου θα περιμένει την επίθεσή μας. μάλλον θα τραπούν σε φυγή αμέσως, προς όπου μπορούν να πάνε. Εμπρός λοιπόν, ας κινηθούμε εναντίον τής Πύλης τού Μουράτ. Γιατί καθώς είσαι βασιλιάς, είναι δίκαιο να αντιμετωπίσεις έναν άλλο βασιλιά».175
[7.10] Ο νεαρός άκουσε αυτά τα λόγια και πείστηκε, καθώς είχε όρεξη για σπουδαίες πράξεις. Έτσι, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, επιτέθηκε εναντίον τής Πύλης τού σουλτάνου, όπου στεκόταν ο Μουράτ παραταγμένος για μάχη, με χαντάκι σκαμμένο ολόγυρα. Γιατί ο Μουράτ είχε παραμείνει στο στρατόπεδό του για να παρακολουθήσει την πορεία τής μάχης. Όταν ο Βλάντισλαβ επιτέθηκε στους γενίτσαρους, εκείνοι κυκλώθηκαν και πολεμούσαν μέσα στο στρατόπεδο, παραμένοντας στις θέσεις τους και πολεμώντας γενναία. Εκεί το άλογο τού βασιλιά των Ούγγρων χτυπήθηκε στα πόδια του με πέλεκυ και έπεσε. Η ακολουθία του δεν κατάλαβε ότι είχε πέσει, ούτε το είδαν, λόγω τής ταραχής που μαινόταν γύρω τους. Οι γενίτσαροι έβγαλαν το κράνος του, έκοψαν το κεφάλι του και το πήγαν στον σουλτάνο. Το όνομα αυτού τού γενίτσαρου ήταν Φιρούζ176 και λόγω αυτής τής γενναίας και απρόβλεπτης πράξης ο σουλτάνος Μουράτ τού έδωσε παράσημο ανδρείας177 και τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση.178
[7.11] Λέγεται ότι ο Μουράτ, όταν είδε τούς Ούγγρους να επιτίθενται και να πολεμούν τόσο γενναία, άρχισε να τρέπεται σε φυγή. Αλλά πριν διαφύγει πραγματικά, κάποιος τον είδε και τον καταράστηκε, εκτιμώντας πόσο φοβερό θα ήταν αν έφυγε, και τον ανάγκασε να παραμείνει. Λίγο αργότερα έφεραν το κεφάλι τού βασιλιά των Ούγγρων στον σουλτάνο των μουσουλμάνων. Οι Ούγγροι που ήσαν μαζί με τον βασιλιά, τον έψαχναν καθώς υποχωρούσαν. Αργότερα, όταν κατάλαβαν ότι είχε πέσει εκεί και είχε πεθάνει, επιτέθηκαν ξανά προσπαθώντας να ανακτήσουν το σώμα του, αλλά δεν το κατάφεραν. Γιατί αυτό το κατόρθωμα είχε αναζωπυρώσει τούς γενίτσαρους και μάχονταν αποφασιστικά. Αργότερα, όταν οι Ούγγροι δεν μπόρεσαν να ανακτήσουν το σώμα, επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους.179
[7.12] Όταν τα νέα έφτασαν στον Χούνιαντι και τούς άλλους στις τάξεις τους, η μάχη σταμάτησε. Κάθε άτομο που μάθαινε τα νέα αποσυρόταν και αναχωρούσε μέσα σε αναταραχή. Δεν πορεύτηκαν στο στρατόπεδό τους, αλλά και ο Χούνιαντι και οι Βλάχοι προχώρησαν κατευθείαν προς τον Δούναβη. Η συνοδεία τού βασιλιά των Ούγγρων τράπηκε επίσης σε φυγή με αταξία, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κατά τη διάρκεια αυτής τής αποχώρησης, ο καρδινάλιος Τζουλιάνο, άνθρωπος εξαιρετικός από κάθε άποψη, σκοτώθηκε από τούς Τούρκους. Πολλοί άλλοι καλοί άνδρες έπεσαν από τούς Βλάχους κατά τη διάρκεια αυτής τής αποχώρησης. Όταν ο Γιάνος έφτασε στον Δούναβη, τα στρατεύματά του πέρασαν απέναντι και σκορπίστηκαν. Καθώς προχωρούσε με μικρή ακολουθία, συνελήφθη από τον [Βλαντ Β’] Ντράκουλ, τον ηγεμόνα των Βλάχων, που ήταν εχθρός του. Ο Γιάνος τού είχε προηγουμένως αντιταχθεί ανάμεσα στους Ούγγρους και ενώπιον τού βασιλιά Βλάντισλαβ, όταν έκαναν το ταξίδι από τη Βλαχία για να διασχίσουν τον Δούναβη. Είχε λεηλατήσει τα χωριά του και τον είχε συκοφαντήσει στον βασιλιά των Ούγγρων, λέγοντας ότι βρισκόταν στο πλευρό τού Μουράτ και των Τούρκων και τούς ενημέρωνε για ό,τι έκαναν. Ο Ντράκουλ τον συνέλαβε με την πρόθεση να τον σκοτώσει, αλλά στη συνέχεια πήρε λύτρα και συνεπώς τον άφησε ελεύθερο. 180 181
[7.13] Έτσι, καθώς ο Γιάνος πορευόταν μέσα από τη Βλαχία, ο Ντράκουλ τον συνέλαβε και σκόπευε να τον εκδικηθεί. Τον φυλακίστηκε και τον κρατούσε φρουρούμενο. Όταν οι Ούγγροι έφτασαν στην πατρίδα και έμαθαν ότι ο Γιάνος είχε συλληφθεί, θεώρησαν αφόρητη προσβολή ότι ο Ντράκουλ είχε συλλάβει άνδρα Ούγγρο και μάλιστα έναν που κατείχε αξίωμα. Έστειλαν αγγελιοφόρους διατάσσοντας να αφήσει τον Γιάνος ελεύθερο. Αν δεν το έκανε, θα τον θεωρούσαν εχθρό και θα πορεύονταν εναντίον του με ολόκληρο τον στρατό τους. Όταν τού ανακοινώθηκε αυτό το μήνυμα των Ούγγρων, φοβήθηκε για τα δικά του συμφέροντα, δηλαδή μήπως έλθουν και τον διώξουν οι Ούγγροι για λογαριασμό αυτού τού άνδρα. Έτσι απελευθέρωσε τον Γιάνος, τού φέρθηκε ευγενικά και τον έστειλε στους Ούγγρους μέσω τού Πράσοβο στο Αρντέαλ.182
[7.14] Λίγο αργότερα, ο Χούνιαντι έφερε πίσω τον Νταν, τον έκπτωτο ηγεμόνα τής Βλαχίας, και βάδισε εναντίον τού Ντράκουλ, σκοτώνοντάς τον μαζί με τον γιο του.183 Ο Χούνιαντι συγκέντρωσε στρατό και οδήγησε πίσω στη Βλαχία τον Νταν, τον εκτοπισμένο γιο τού Μπασαράμπ. Ο Ντράκουλ, ο γιος τού Μίρτσεα, και ο γιος του παρατάχθηκαν για μάχη. Όταν και οι δύο πλευρές παρατάχθηκαν για μάχη και επρόκειτο να συμπλακούν, οι Βλάχοι εγκατέλειψαν τον γιο τού Μίρτσεα στον σχηματισμό του και αποσκίρτησαν στον Νταν. Όταν ο Ντράκουλ είδε ότι οι Βλάχοι πήγαιναν μαζικά στον Νταν, έσπευσε να φύγει. Τράπηκε λοιπόν σε φυγή ενώ ο Νταν τον καταδίωκε με όλη του τη δύναμη. Ο Νταν συνέλαβε και τούς δύο και τούς σκότωσε επί τόπου. Τότε ο Γιάνος επέστρεψε στην πατρίδα και λίγο αργότερα εξελέγη στρατηγός και αντιβασιλέας στις υποθέσεις των Ούγγρων, καθώς βρίσκονταν ήδη σε πόλεμο με τούς Γερμανούς και τούς Βοημούς. Εμπιστεύτηκαν τις υποθέσεις τους σε αυτόν για να τις διαχειριστεί όπως τού φαινόταν καλύτερα.184 Συγκέντρωσε στρατό, βάδισε εναντίον των Βοημών και πολεμούσε εναντίον τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Πολέμησε ακόμη εναντίον τού Ίσκρα, ενός πολεμιστή η φήμη τού οποίου είχε εξαπλωθεί παντού. Συγκρούστηκε μαζί του και ηττήθηκε, αλλά αργότερα πήγε και ξανασυγκρούστηκε μαζί του και επικράτησε.185 186
[7.15] Ο Μουράτ, αφού έκοψε το κεφάλι τού βασιλιά Βλάντισλαβ, το περιέφερε πάνω σε δόρυ και το επιδείκνυε στα στρατεύματα, ετοιμαζόταν να επιστρέψει από εκεί στην πατρίδα. Έξι περίπου χιλιάδες Τούρκοι έπεσαν σε αυτή τη μάχη, όπως λένε οι ίδιοι, ενώ από τούς Ούγγρους έπεσαν ακόμη περισσότεροι. Οι πιο πολλοί από αυτούς σκοτώθηκαν από τούς Βλάχους187 κατά τη διάρκεια τής υποχώρησης. Έτσι συνέβησαν αυτά τα γεγονότα και ο έλεγχος των υποθέσεων επέστρεψε ξανά στον Μουράτ, οδηγώντας σε μεγάλη ανησυχία τούς κατοίκους τής Ευρώπης. Στον Φιρούζ, που τού έφερε το κεφάλι τού βασιλιά, έδωσε ως δώρο πολλά χρήματα και πολλά εδάφη και τον διόρισε ύπαρχο. Ο ίδιος ο σουλτάνος έφερε το σώμα τού Καρατζά στην Αδριανούπολη, όπου φρόντισε να τού γίνει υπέροχη επικήδεια πομπή και να ταφεί με μεγάλες τιμές. Διόρισε τον Οζγκούρ στη θέση του ως στρατηγό τής Ασίας, έναν Αλβανό που είχε υποδουλωθεί και παρθεί από τη χώρα των Αλβανών, τον οποίο είχε μεγαλώσει ο ίδιος ο σουλτάνος στο νοικοκυριό του και τον οποίο διόρισε πρώτα ως ύπαρχο και αργότερα ως στρατηγό τής Ασίας. Έβγαλε τον Φατουμά από τη θέση του (ήταν ο προεδρεύων τού νοικοκυριού τού σουλτάνου) και τον αντικατέστησε με τον Σαρατζά, έναν σκλάβο ελληνικής καταγωγής. Αλλά την εξουσία κατείχε ο Χαλίλ, ο γιος τού Ιμπραήμ, άνδρας πρώτος σε σύνεση στην Πύλη τού σουλτάνου. Λίγο αργότερα συνέλαβε τον Φατουμά και κατάσχεσε την περιουσία του, αξίας ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων <νομισμάτων>, συν τέσσερις χιλιάδες τάλαντα αργύρου.188
Θάνατος Ιωάννη [Η']. Κάθοδος τού Μουράτ στην Ελλάδα
[7.16] Όσο για τον αυτοκράτορα των Ελλήνων [Ιωάννη Η’], τήρησε τη συνθήκη του με τον σουλτάνο, η οποία δεν είχε λυθεί. Παρέμενε σιωπηλός προς το παρόν και εξευμένιζε τον σουλτάνο με δώρα, έτσι ώστε ο σουλτάνος Μουράτ να μη βάζει στο μυαλό κάτι κακό εναντίον του. Γιατί είχε διαφορές με τον αδελφό του Θεόδωρο που είχε φτάσει πρόσφατα στο Βυζάντιο προκειμένου να διαδεχθεί τον αδελφό του στον θρόνο. Ο Θεόδωρος ενεργούσε σαν να ήταν ανταγωνιστής για τον θρόνο εναντίον τού αδελφού του, ενώ αργότερα οδηγήθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Ο Θεόδωρος, ο αδελφός στον οποίο είχε ανατεθεί η Σηλυμβρία και η περιοχή της, βάδιζε εναντίον τού αυτοκράτορα τού Βυζαντίου.189 Γιατί είχε ζητήσει σημαντικό εισόδημα για έξοδα διαβίωσης, αλλά δεν το είχε λάβει και για αυτόν τον λόγο βρισκόταν τώρα σε πόλεμο με τον αδελφό του και εκστράτευε. Αλλά αργότερα, πριν μπορέσει να κάνει οτιδήποτε εναντίον του, υπέκυψε σε λοιμώδη αρρώστια και πέθανε. 190
[7.17] Στο μεταξύ ο Κωνσταντίνος, ο ηγεμόνας τής Πελοποννήσου, είχε κατακτήσει την επικράτεια τού σουλτάνου, δηλαδή την Πίνδο, τη Βοιωτία και τούς λεγόμενους Οζόλιους Λοκρούς, λεηλατούσε τη γη και δεν σταματούσε να πολεμά. Βάδισε ακόμη και εναντίον τής Αττικής, όπως ανέφερα πιο πάνω.191 Ο σουλτάνος τα έμαθε όλα αυτά και τα θεώρησε απαράδεκτα. Έστειλε γύρω αγγελιοφόρους, για να συγκεντρωθούν οι στρατοί τής Ασίας και τής Ευρώπης στις Σέρρες και ξεκίνησε από την Αδριανούπολη.192 Ο Νέριο [Β’], ο τύραννος τής Αθήνας, τον παρότρυνε επίσης να βαδίσει εναντίον τής Πελοποννήσου, όπως τον παρότρυνε και ο Τουραχάν, ο ύπαρχος τής Θεσσαλίας.193 Όταν ο Κωνσταντίνος σπέκλεισε με τείχος τον Ισθμό, έμεινε εκεί ο ίδιος με τη φρουρά που είχε εγκαταστήσει στον Ισθμό, και ο ίδιος κατοικούσε εκεί ως επί το πλείστον. Όταν όμως έμαθε ότι ο Μουράτ βάδιζε εναντίον του, κάλεσε εκεί όλους στην Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένου τού αδελφού του [Θωμά], που τύχαινε να γιορτάζει τον γάμο τής κόρης του. Γιατί την είχε παντρέψει με τον Λάζαρο, τον γιο τού ηγεμόνα των Σέρβων.194 Ήρθαν όλοι στον Ισθμό όπως τούς ζητήθηκε και ενίσχυσαν το τείχος με τον τρόπο που τούς φαινόταν πιο κατάλληλος για άμυνα…195
<-Δούκας: Η βασιλεία τού σουλτάνου Μουράτ Β’ και η Σύνοδος τής Φλωρεντίας | Σφραντζής: Από τη μάχη τής Άγκυρας (1402) στη βασιλεία Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1448)-> |