Κεφάλαιο 9

<-8. Η Σύνοδος στη Φλωρεντία 10. Συγγραφή και υπογραφή τής απόφασης τής Συνόδου Φλωρεντίας->

Κεφάλαιο 9: Η τελική φάση τής Συνόδου τής Φλωρεντίας

Μάς δόθηκαν λοιπόν
στις 22 Μαϊου 1.208 φλουριά,
ενώ ο παπικός εκπρόσωπος
είπε γι΄ αυτό:
«Να μη δοθεί τίποτε στον Εφέσου,
γιατί σαν τον Ιούδα
τρώει το ψωμί τού πάπα,
φέρνει αντιρρήσεις και τον μισεί».

Περιεχόμενα κεφαλαίου1

Εδώ περιέχονται αρκετές δικές μας ιδιωτικές συνεδριάσεις και ομιλίες με τις οποίες προετοίμαζαν να υποστηριχθεί το «εκ τού Υιού». Πώς γνωμοδότησαν πρώτα οι «ημέτεροι» και συμφώνησαν και πώς έπεισαν μερικούς να γνωμοδοτήσουν επίσης και συναίνεσαν οι περισσότεροι με το «εκ τού Υιού». Περιέχεται επίσης και η γνώμη τού πατριάρχη και τού αυτοκράτορα και πώς ανάγκαζε και εμάς ο πατριάρχης να συμφωνήσουμε με την ένωση και τον καιρό που το έκανε αυτό, πέθανε.

1. Ο συγγραφέας και δύο συνάδελφοί του ζητούν να επιστρέψουν στην Πόλη2

Το έγγραφο λοιπόν των Λατίνων, αυτό που έστειλαν ύστερα στον αυτοκράτορα, περιλάμβανε τα προαναφερθέντα. Κι εκείνος δεν το εμφάνισε καθόλου στη σύναξη,3 αλλά απλώς λεγόταν ότι ζητούσαν εξήγηση οι Λατίνοι σε αυτό που είχαν δώσει οι Γραικοί και ότι είχαν δώδεκα ερωτήσεις σε αυτό. Κι εμείς, όταν εκφράσαμε τις προαναφερθείσες απόψεις, αποβληθήκαμε από τις συνεδριάσεις. Και καθόμασταν και οι τρεις4 σαν να μάς είχαν διαχωρίσει και μάς παράβλεπαν. Ύστερα από δεκαπέντε μέρες5 πήγαμε στον πατριάρχη ιδιαιτέρως ο καθένας και παρακαλέσαμε να μάς δώσει την άδεια να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Γιατί δεν συμμετείχαμε στα διαδραματιζόμενα. Και ο πατριάρχης, αφού μάς δέχτηκε κατά το δυνατόν ήρεμα, έβαλε το ζήτημα σε συζήτηση. Μάς παρακίνησε σε αυτό ο μεγάλος χαρτοφύλακας, έχοντας εξαπατηθεί. Γιατί αυτός ζήτησε πρώτος και τού επέτρεψαν, όπως νόμιζε, να επιστρέψει στην πατρίδα.

2. Νουθεσία τού Φιλανθρωπινού στο όνομα τού αυτοκράτορα6

Νωρίς το πρωί τής επόμενης ημέρας μάς οδήγησαν, τον μεγάλο χαρτοφύλακα, εμένα και τον πρωτέκδικο, στον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα με βασιλική εντολή και ραβδούχους. Βγήκε προς εμάς ο Φιλανθρωπινός και είπε:

«Ο αφέντης μας ο αυτοκράτορας ρωτά: Γιατί ενοχλείτε τον πατριάρχη και ζητάτε ν΄ αναχωρήσετε στην πατρίδα και παρακινείτε και τούς άλλους να τον ενοχλούν και να ζητούν την επιστροφή; Άραγε προσπαθείτε με αυτόν τον τρόπο να καταστρέψετε το έργο που έχουμε ξεκινήσει; Γιατί βλέπω και τα άλλα που κάνετε εναντίον αυτής τής υπόθεσης. Τι φταίει ο πατριάρχης και γιατί τον βάζετε σε πειρασμό; Ή μήπως νομίζετε ότι ήρθαμε έτσι απλώς να πούμε μόνο και να επιστρέψουμε άπρακτοι; Μήπως με παρακινείτε έτσι να σάς πω "φύγετε" κι έπειτα να γράψω στην Πόλη να μην αφήσουν κανέναν από εσάς να μπει στο σπίτι του; Κι όταν επιστρέψω και ο ίδιος, να σάς κάνω ως αφέντης ό,τι κρίνω σκόπιμο; Άραγε δεν γνωρίζετε ότι είμαι αφέντης σας και μπορώ να σάς κάνω ό,τι θέλω; Προσέχετε και μη με παρακινείτε να κάνω κάτι, που δεν θα σάς φανεί καλό. Γιατί έχω πολλά εναντίον σας».

3. Απάντηση των τριών αξιωματούχων7

Αφού λοιπόν μάς είπε αυτά και άλλα φοβερά, θυμωμένα και βαριά λόγια, εμείς απαντήσαμε:

«Ήρθαμε εδώ, ελπίζοντας ότι θα επιστρέφαμε σ΄ έναν χρόνο ή το πολύ σε δύο. Τώρα, βλέποντας την τόση καθυστέρηση και φοβούμενοι μην περάσει και τρίτος χρόνος παραμένοντας εδώ, γιατί άραγε είναι φοβερό που ζητήσαμε ν΄ αναχωρήσουμε για τα σπίτια μας, αφού είμαστε ασυνήθιστοι στις ταλαιπωρίες στην ξενιτιά και δεν προσφέρουμε εδώ καμιά βοήθεια; Λέμε φανερά, ότι δεν μπορούμε πια να ταλαιπωρούμαστε εδώ. Δεν καταστρέφουμε το έργο εμείς, ούτε εμποδίζουμε εκείνους που θέλουν να συνεργαστούν, ούτε τούς άλλους ξεσηκώνουμε για επιστροφή. Τούς ξεσηκώνει η κακοπέραση και η ταλαιπωρία την οποία και αυτοί υφίστανται, καθώς και η στέρηση και η φτώχια των οικογενειών τους και δεν χρειάζονται παρακίνηση, γιατί δεν υπάρχει άλλη τέτοια ισχυρότερη. Αποδεχόμαστε κι εμείς αυτό που θεωρείται ως συμφέρον τής πατρίδας, αλλά φοβόμαστε και τον ψυχικό κίνδυνο, επειδή όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μια ψυχή. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο άγιος αυτοκράτορας είναι αφέντης μας και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν θα προδώσουμε τις ψυχές μας γι΄ αυτό, ούτε θα κάνουμε κάτι αντίθετο με αυτό που νομίζουμε ότι συμφέρει την ψυχή. Για τίποτε στον κόσμο».

4. Καθυστέρηση τού σιτηρέσιου. Επίσκεψη στον παπικό ταμία8

Όταν διαβιβάστηκαν αυτές οι απαντήσεις στον αυτοκράτορα με τον Φιλανθρωπινό, εκείνος επιστρέφοντας και πάλι είπε εκ μέρους τού αυτοκράτορα κάποια πιο μετριοπαθή, δήθεν και παραινετικά λόγια και μάς άφησε να φύγουμε. Και ύστερα από λίγες ημέρες, ενώ καθόμασταν όλοι εκεί που βρισκόταν και ο πατριάρχης, ξεκίνησε η συζήτηση για το σιτηρέσιο. Γιατι υπέφεραν όλοι, αφού είχαν περάσει τέσσερις μήνες και δεν είχαν πάρει τίποτε. Είπε λοιπόν ο Μυτιλήνης στον πατριάρχη:

«Μίλησα για το θέμα αυτό στον παπικό ταμία9 και απάντησε ότι είναι έτοιμος να προστάξει να το δώσουν, αλλά η καθυστέρηση οφείλεται στην αμέλεια εκείνων που έχουν οριστεί να το ζητήσουν και να το παραλάβουν».

Εμείς απαντήσαμε:

«Από τη στιγμή που όρισε ο Χριστόφορος τη μέρα κατά την οποία είπε ότι πρέπει να πάμε σε αυτόν για να πάρουμε τα φλουριά, έχουμε ήδη πάει επτά φορές και όλο μάς λέει, ελάτε αύριο».

Και ο Μυτιλήνης είπε στον πατριάρχη:

«Όρισε όποιον θέλεις κι ας έλθει τώρα μαζί μου στον παπικό ταμία για να το διορθώσουμε αυτό».

Όρισε λοιπόν πάλι εμάς ο πατριάρχης κι εμείς αρνιόμασταν. Πρόσταξε όμως και πήγαμε σχεδόν χωρίς τη θέλησή μας. Είπε λοιπόν ο Μυτιλήνης πολλά για την πληρωμή, με πολλές ικεσίες και κολακείες, αλλά δεν πέτυχε τίποτε, ούτε καν να μάς πει ο Καμαρέριος χωρίς δέσμευση ότι θα δοθεί. Αυτά έγιναν περί το σούρουπο. Μόλις ξημέρωσε, ήρθαν πάλι οι ραβδούχοι με βασιλική εντολή και οδήγησαν εμένα και τον πρωτέκδικο στον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα. Μάς ρώτησε ο αυτοκράτορας μέσω τού Βουλλωτή:

«Πείτε μου, γιατί πήγατε στον παπικό ταμία;»

Όταν εμείς είπαμε την αιτία, ότι δηλαδή πήγαμε για το σιτηρέσιο, και διαβιβάστηκε αυτή στον αυτοκράτορα, μάς απάντησε πάλι μέσω τού ίδιου:

«Εγώ άκουσα διαφορετικά πράγματα για εσάς και ήθελα να σάς κάνω εκείνο που ήταν κατάλληλο για το πράγμα που άκουσα. Δέχομαι όμως αυτό που λέτε και παραιτούμαι από αυτό που ήθελα να κάνω. Φύγετε λοιπόν, αλλά να προσέχετε».

5. Διανομή τού σιτηρέσιου10

Πέρασαν αρκετές ημέρες και δεν παρέλειπαν ο Ρωσίας, ο Νικαίας και ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος να συναντιώνται καθημερινά, να συσκέπτονται και να σχεδιάζουν μυστικά. Επιτέλους, δόθηκε και το σιτηρέσιο, αφού είπε ο παπικός ταμίας, όπως ακούσαμε από τον πατριάρχη,

«ας δοθεί κι αυτό το ψυχικό τού πάπα»,

σαν να ριχνόταν στο πέλαγος. Μάς δόθηκαν λοιπόν στις 22 Μαϊου 1.208 φλουριά,11 ως δόση δύο μηνών, ενώ ο παπικός εκπρόσωπος είπε γι΄ αυτό:

«Να μη δοθεί τίποτε στον Εφέσου, γιατί σαν τον Ιούδα τρώει το ψωμί τού πάπα, τού φέρνει αντιρρήσεις και τον μισεί».

Έτσι ανόητα μίλησε εναντίον τού δίκαιου ανθρώπου ο τιποτένιος εκείνος, λέγοντας ότι έπρεπε να τού δοθεί σάουλα, δηλαδή αγχόνη.12

6. Διάσκεψη των Γραικών με τον πατριάρχη παρουσία τού αυτοκράτορα13

Και ύστερα από μερικές ημέρες14 συγκεντρώθηκαν οι δικοί μας με βασιλική εντολή στον πατριάρχη. Πήραμε εντολή να παρουσιαστούμε κι εμείς και άρχισαν να μιλούν για την ένωση.

Είπε λοιπόν ο αυτοκράτορας, ότι οι Λατίνοι ζητούσαν εξηγήσεις στο συνοπτικό γράμμα που τούς είχαμε στείλει, αλλά δεν έδειξε, ούτε διάβασε τις ερωτήσεις που μάς είχαν γράψει γι΄ αυτό.15 Είπε λοιπόν:

«Μού φαίνεται καλύτερο να επιδιώξουμε κάτι ενωτικό. Γιατί αν εμπλακούμε στις απαντήσεις, θα πέσουμε σε μεγάλο πέλαγος. Σκεφτείτε λοιπόν, αν είναι δυνατό να συμφωνήσουμε κι εμείς στο «εκ τού Υιού».

Άρχισε λοιπόν να εξετάζει το θέμα αυτό, άναψε η συζήτηση για το «εκ» και το «διά» και μετατράπηκε σε φιλονικία. Ήσαν τότε παρόντες και οι άρχοντες, γιατί είχε προστάξει ο αυτοκράτορας:

«Από δω και πέρα θέλω να είναι παρόντες και οι άρχοντες, να βλέπουν κι αυτοί ποιοι φροντίζουν για το συμφέρον τής πατρίδας και ποιοι εναντιώνονται».

Βλέποντας λοιπόν ο Ιάγαρις τρεις να διαφωνούν με τον Εφέσου16 και εκείνον μόνον ν΄ απαντά και να υπερισχύει, είπε προς εκείνους που βρίσκονταν κοντά:

«Γι΄ αυτόν έλεγαν ότι έχει τρελλαθεί; Εγώ νόμιζα ότι δεν θα μπορούσε ν΄ απαντήσει σ΄ έναν, αλλά αυτός απαντά σε όλους».

Γιατί πριν είχαν διαδώσει ότι ο Εφέσου τρελλάθηκε και δεν ήξερε τι έλεγε.

Ύστερα από τις πολλές συζητήσεις, βλέποντας ο αυτοκράτορας ότι το μόνο που γινόταν ήταν άκαρπη φιλονικία, πρόσταξε σιωπή και είπε:

«Νομίζω ότι δεν θα μπορέσουμε να καταλήξουμε σε συμπέρασμα, αν προηγουμένως δεν αποφασίσουμε αν είναι γνήσια ή νόθα τα ρητά των δυτικών αγίων, τα οποία προσκόμισαν οι Λατίνοι στη συνεδρίαση.17

Γι΄ αυτό σκεφτείτε τώρα το θέμα αυτό, έχοντας υπόψη ότι εκείνος που θέλει να τα χαρακτηρίσει νόθα, θ΄ αναγκαστεί ν΄ αποδείξει ότι είναι νόθα. Και πρέπει αυτός να έχει βιβλία περισσότερα και καλύτερα από εκείνα που έχουν οι Λατίνοι. Αυτοί λοιπόν θα μπορέσουν να προσκομίσουν δύο χιλιάδες, αλλά εσείς δεν έχετε ούτε ένα και δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο θα μπορέσει κάποιος ν΄ αποδείξει ότι αυτά είναι νόθα.18 Όποιος όμως θέλει, ας το αποδείξει».

7. Η αυθεντικότητα των πατερικών κειμένων που θα παρουσιαστούν από τούς Λατίνους19

Αμέσως λοιπόν παίρνοντας τον λόγο οι προσκείμενοι στον λατινισμό, μακρηγορώντας όπως είχαν προσχεδιάσει και πλημμυρίζοντας τα αυτιά των πιο αδαών, ζήτησαν ξαφνικά να δώσει καθένας τη γνώμη του, χωρίς να βάλουν το θέμα σε συζήτηση κα χωρίς ν΄ απαιτήσουν ούτε τα αυθεντικά κείμενα, στα οποία είχαν αναφερθεί οι Λατίνοι και τα οποία είχαν υποσχεθεί ότι θα έδιναν, όταν ζητιούνταν. Βιάζονταν να δοθούν αμέσως γνώμες. Αφού λοιπόν είπαν οι πρώτοι πέντε ή έξι τις γνώμες τους, επέβαλαν στους υπόλοιπους να πουν με λίγα μόνο λόγια, αν θεωρούσε καθένας τα ρητά των δυτικών αγίων γνήσια ή νόθα.

Έφτασε λοιπόν και σε μένα η ερώτηση. Και απάντησα:

«Απορώ πολύ, βλέποντας τούς αγίους αρχιερείς να προσπερνούν εύκολα το παρόν ζήτημα. Γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι μεγαλύτερο σχεδόν απ΄ όλα τα ζητήματα στο παρόν αντικείμενο. Η διάκριση τού νόθου από το γνήσιο είναι πολύ δύσκολη και απαιτεί έντονη επιστημονική σκέψη. Γιατί νοθεύονται τα βιβλία, ενώ στα προλεγόμενα τής λογικής γράφεται με πόσους τρόπους νοθεύονται. Το γνωρίζουν αυτό πολύ καλύτερα από μένα οι δεσπότες μου, που διακρίνονται στη συζήτηση και φιλοσοφούν με βάση τη λογική».

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Τι χρειάζονται αυτά; Πες κάτι στο συγκεκριμένο θέμα».

Τότε είπε ο Εφέσου:

«Πολύ καλά τα λέει».

Κι όταν εγώ είπα,

«αν δεν έχω άδεια να πω όπως θέλω τη γνώμη μου, τότε σιωπώ»,

μού είπε:

«Λέγε λοιπόν».

Και συνέχισα:

«Αν και στους απαριθμούμενους εκεί τρόπους νόθευσης δεν είχε επινοηθεί ο τρόπος που υποψιαζόμαστε τώρα. Αν λοιπόν τα βιβλία νοθεύονται με πολλούς τρόπους, βρίσκουμε τη νόθευση και σε ορισμένες ομιλίες τού Αγίου Χρυσόστομου,20 όπου δεν φαίνεται να την επέβαλε κάποια ανάγκη. Ωστόσο δεν μπορούμε να τη διακρίνουμε με βεβαιότητα, όχι μόνο εμείς, αλλά ούτε οι διδάσκαλοι τούς οποίους προφτάσαμε. Μεταξύ των οποίων και ο πολύ μορφωμένος στη θρησκευτική και κοσμική σοφία, ο αγιότατος πατριάρχης κυρ Ευθύμιος,21 που αμφέβαλλε επίσης για κάποιες ομιλίες, άλλοτε τις χαρακτήριζε νόθες και άλλοτε πάλι γνήσιες.22

Αν λοιπόν για τις ομιλίες τού Χρυσόστομου, τις οποίες από τη νεότητα μεχρι τα γηρατιά μας, διαβάζοντας και γνωρίζοντας τη διατύπωση και το νόημά τους, δεν μπορούμε να διακρίνουμε με βεβαιότητα το νόθο και το γνήσιο, πώς άραγε τότε για τούς δυτικούς αγίους, εκείνους των οποίων τα συγγράμματα ούτε γνωρίζουμε, ούτε διαβάσαμε ποτέ (γιατί ούτε τα είχαμε, ούτε μεταφράστηκαν στην αρχή,23 αλλά και από τότε δεν μάς είναι καθόλου γνωστά), πώς θα μπορέσουμε να πούμε αν είναι γνήσια ή νόθα, στα οποία ούτε τη διατύπωση, ούτε το νόημα, ούτε την υφή ή κάποιο ρυθμό τού λόγου δεν μπορούμε να καταλάβουμε από κάπου; Όταν μαλιστα βλέπουμε ότι παρουσιάζουν το άγιο σύμβολο νοθευμένο στα πρακτικά τής Εβδόμης Συνόδου εκείνοι που το έφεραν και ισχυρίζονται ότι έτσι διαβάστηκε σ΄ εκείνη την αγία σύνοδο, με την προσθήκη, κάνοντας κάτι που μπορεί να ελεγχθεί εύκολα και δεν τούς αφήνει καμία δικαιολογία, αλλά μάλλον πείθει όλους να μη δέχονται ούτε τα γνωστά, όταν παρουσιάζονται από αυτούς.

Γι΄ αυτά λοιπόν όλα, δεν μπορώ να διακρίνω αν είναι γνήσια ή νόθα. Επειδή όμως έχω και ο ίδιος ανάγκη να πω όσα υπάρχουν στη δική μου γνώση και σκέψη, λέω, ότι όσα τέτοια ρητά είναι σύμφωνα με την επιστολή τού Αγίου Μαξίμου και τα λόγια τού Αγίου Κυρίλλου, τα δέχομαι ως γνήσια.24 Όσα είναι αντίθετα με αυτά, τα θεωρώ νόθα και δεν τα δέχομαι».

Ακολούθησαν τη δική μου γνώμη κι εκείνοι που μίλησαν μετά από μένα. Όμως υπερίσχυσε η ψήφος των περισσοτέρων και τα δέχτηκαν ως γνήσια.

8. Μόνο επίσκοποι και ηγούμενοι μιλούν στη σύνοδο και υπογράφουν τα πρακτικά25

Ο αυτοκράτορας λοιπόν, καταλαβαίνοντας ότι εκτός από τέσσερις ή πέντε αρχιερείς26 οι υπόλοιποι ακολουθούσαν τις γνώμες τού Ρωσίας και τού Νικαίας και τούς χρησιμοποιούσαν ως οδηγούς, ενώ εκείνοι που ήσαν με εμάς έδιναν ιδιαίτερο βάρος στα δικά μας λόγια, έπαιρναν από εμάς οδηγίες και ακολουθώντας εμάς διαφωνούσαν με εκείνους, θεώρησε ότι έπρεπε να μάς εμποδίσει να εκφέρουμε γνώμη, πιστεύοντας ότι έτσι θα έκανε εκείνους που ήσαν με εμάς να συμφωνήσουν με την πλειοψηφία των αρχιερέων. Ύστερα από τρεις ημέρες έγινε πάλι συνεδρίαση όλων μας με βασιλική προσταγή. Κι ο αυτοκράτορας αγόρευσε ως εξής:

«Την παρούσα οικουμενική σύνοδο δεν θεωρώ κατά κανένα τρόπο κατώτερη από τις προηγούμενες επτά οικουμενικές συνόδους. Γι΄ αυτό θέλω κι αυτή ν΄ ακολουθεί εκείνες σε όλα και να μη γίνει τίποτε άλλο, παρά μόνο όσα έγιναν σ΄ εκείνες. Να προσκομιστούν λοιπόν τα πρακτικά. Αυτοί που ήσαν οι γνωμοδοτούντες και υπογράφοντες σ΄ εκείνες τις συνόδους, οι αντίστοιχοι να μιλάνε κι εδώ και να υπογράψουν την απόφαση που θα συνταχθεί. Γιατί δεν θέλω να γίνει εδώ κάτι που επιθυμούμε, αλλά να τηρηθεί σε όλα η τάξη των οικουμενικών συνόδων. Ας έλθουν λοιπόν τα πρακτικά, να δούμε σε ποιες τάξεις ανήκαν εκείνοι που μιλούσαν και υπέγραφαν σε αυτά».

Κι όταν εγώ είπα, και πριν έλθουν τα πρακτικά,

«γνωρίζουμε ποιοι μιλούν εκεί»,

πρόσταξε με μεγαλύτερη βαρύτητα:

«Ας έλθουν πρώτα αυτά».

Κάθονταν λοιπόν όλοι σιωπηλοί για αρκετή ώρα, μέχρι να τα φέρουν από την κάμαρα τού Νικαίας. Κι όταν τα έφεραν, τα πήρε ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος, κάθησε στη μέση και διάβαζε κάποια τμήματα από τις υπογραφές. Επειδή βρέθηκαν να υπογράφουν μόνο επίσκοποι και αρχιμανδρίτες, πρόσταξε ο αυτοκράτορας:

«Αυτοί μόνο να μιλάνε και τώρα και να υπογράψουν όταν έρθει η ώρα. Όλοι οι υπόλοιποι να σιωπήσουν».

Κι έτσι μάς επέβαλε σιωπή ή μάλλον μάς απάλλαξε από την υποχρέωση να μιλάμε.

9. Ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος, ο Ηρακλείας και ο συνοδικός τόμος εναντίον τού Βέκκου27

Τέθηκε αμέσως το ζήτημα τού «εκ τού Υιού» κι έσπευσαν ν΄ αποδείξουν ότι είναι το ίδιο με το «διά τού Υιού» και ότι η πρόθεση «διά» ισοδυναμεί με την «εκ». Ο Εφέσου διαφωνούσε πολύ ορμητικά. Τότε ο Ηρακλείας έβγαλε ένα βιβλίο, το έδειξε στον αυτοκράτορα και ανέφερε:

«Περιλαμβάνεται κάτι σε αυτό το βιβλίο, το οποίο είναι ανάγκη να διαβαστεί εδώ, για να το γνωρίζει και η αγία βασιλεία σου».

Τον χλεύασε αμέσως ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος με μεγάλο θυμό, λέγοντας:

«Τώρα το έφερες να διαβαστεί; Στη διάρκεια τής ανατολικής συνόδου; Πρώτα αναθεμάτισε τον Καβάσιλα κι όταν το κάνεις, διάβασέ το. Τώρα το βρήκες; Όταν ήσουν στην Κωνσταντινούπολη έπρεπε να το δείξεις, όχι εδώ. Ορίστε, δείτε τι έφερε να διαβαστεί στη σύνοδο. Αν θέλεις, αναθεμάτισε πρώτα τον Καβάσιλα και ύστερα διάβασέ το».

Βλέποντας ο Ηρακλείας την ιταμότητα και το θράσος του, τις διαθέσεις των γύρω του να επιδεινώνονται και τον ίδιο να βράζει από θυμό, βλέποντας επίσης και τον αυτοκράτορα ν΄ αποφεύγει να πάρει θέση, σιώπησε κι έκλεισε το βιβλίο. Εμείς δεν ξέραμε τι βιβλίο ήταν. Αργότερα εξετάσαμε και μάθαμε ότι ήταν ο συνοδικός τόμος που είχε γραφεί εναντίον τού Βέκκου28 και εναντίον τής ένωσης που είχε πραγματοποιηθεί στη Λυών,29 τον οποίο ούτε εμείς, ούτε οι άλλοι στη σύνοδο, εκτός από τρεις ή τέσσερις,30 γνωρίζαμε καθόλου και δεν είχαμε ακούσει ποτέ.31 Γι΄ αυτό έσπευσε ο προαναφερθείς κακοποιός και εχθρός μας να μάς εμποδίσει ακόμη και τότε να μάθουμε τι γραφόταν εκεί.32

10. Ο Εφέσου και οι Λατίνοι ως αιρετικοί. Επιθέσεις των Μυτιλήνης και Λακεδαιμονίας33

Μιαν άλλη πάλι μέρα συγκεντρωθήκαμε στον πατριάρχη, όπως συνηθίζαμε. Ξεκίνησε συζήτηση για την ένωση και επαινούσαν την ομόνοια και την ειρήνη μόνον οι παραδιδόμενοι στον λατινισμό. Είπε λοιπόν ο Ηρακλείας:

«Θα ήταν καλό, αν δίνατε και σ΄ εμάς την έκθεση που στείλατε στους Λατίνους. Γιατί μόνο μια φορά την ακούσαμε, ενώ έπρεπε να τη δούμε και να τη συζητήσουμε περισσότερες φορές».

Κι αμέσως είπε ο Νικαίας:

«Θα είναι δική σας ντροπή να ισχυρίζεστε ότι την ακούσατε μεν, αλλά την ξεχάσατε. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάτε έτσι, εκείνα που λέγονται και ακούγονται εδώ».

Κι έτσι απέκρουσε και παρέκτρεψε τα λόγια τού Ηρακλείας. Τέτοιου είδους διασκεψεις και μελέτες αξίωναν να γίνονται στις εκθέσεις και συγκαταθεσεις για το δόγμα. Κάποιοι άλλοι είπαν:

«Μικρή είναι η διαφορά ανάμεσα σ΄ εμάς και τούς Λατίνους και αν θελήσουν οι δικοί μας, θα διορθωθεί εύκολα».

Κι όταν απάντησε ο Εφέσου ότι η διαφορά είναι μεγάλη, τού είπαν:

«Δεν είναι αίρεση. Ούτε μπορείς να την αποκαλέσεις αίρεση. Γιατί κανένας από τούς πριν από σένα διάσημους και άγιους άνδρες δεν την αποκάλεσε αίρεση».

Είπε λοιπόν ο Εφέσου:

«Αίρεση είναι και ως τέτοια τη θεωρούσαν και οι πριν από εμάς,34 αλλά δεν θέλησαν να καταγγείλουν τούς Λατινους ως αιρετικούς, αναμένοντας την επιστροφή τους και κοπιάζοντας για τη φιλία.35 Αν όμως θέλετε, θα σάς αποδείξω ότι τούς θεωρούσαν αιρετικούς».

Αμέσως θύμωσαν πολύ ο Μυτιλήνης και ο Λακεδαιμονίας και είπαν:

«Τι άνθρωπος είσαι συ και λες τούς Λατίνους αιρετικούς;»

Κι αφού σηκώθηκαν μπροστά στον πατριάρχη και πλησίασαν τον Εφέσου, τού φώναζαν και τον χλεύαζαν χωρίς φόβο και ντροπή:

«Μέχρι πότε», φώναζαν, «θα σε ανεχόμαστε σιωπηλοί να λες τέτοια πράγματα;»

Μόνο με τα δόντια και τα χέρια δεν όρμησαν να τον κατασπαράξουν. Στο τέλος πρόσθεσαν:

«Θα πούμε εμείς στον πάπα ότι τον αποκαλείς αιρετικό και ή θα το αποδείξεις ή θα πάθεις αυτό που σού αξίζει».

Και βγήκαν με τέτοια ενόχληση. Βγαίνοντας λοιπόν και ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος, όταν ήταν ακόμη κοντά στον πατριάρχη, είπε:

«Εγώ ξέρω ότι αν κάνουμε την ένωση, θα μάς αναθεματίσουν πριν φτάσουμε στη Βενετία. Κι αν δεν την κάνουμε, πάλι θα μάς αναθεματίσουν. Καλύτερο λοιπόν είναι να την κάνουμε κι ας μάς αναθεματίσουν γι΄ αυτό».

Κι όταν ρωτήθηκε από τον πρωτέκδικο, το διασαφήνησε πάλι, ακόμη πιο καθαρά. Και απόρησαν όσοι το άκουσαν.

11. Ο Εφέσου αρνείται κάθε συμβιβασμό με τούς Λατίνους στο δόγμα36

Ύστερα από δύο μέρες συγκεντρωθήκαμε πάλι στον πατριάρχη, όπως συνηθίζαμε. Έγινε μεγάλη συζήτηση για την ένωση, παρακινούσαν τον Εφέσου και τού ζητούσαν να φερθεί με κάποια ανεκτικότητα και συγκατάβαση. Κι εκείνος έλεγε:

«Δεν χωράει συγκατάβαση στα θέματα τής πίστης».

Μετά λοιπόν τις πολλές απαιτήσεις για συγκατάβαση και τις απαντήσεις και αρνήσεις τού Εφέσου, όταν είπαν εκείνοι που ανυπομονούσαν για την ένωση:

«μικρή είναι η διαφορά και λίγη συγκατάβαση θα μάς ενώσει, αν θελήσεις κι εσύ να την υιοθετήσεις»,

είπε ο Εφέσου:

«Αυτό είναι παρόμοιο με εκείνο που ειπώθηκε από τον έπαρχο στον Άγιο Θεόδωρο τον Γραπτό.37 Γιατί τού είπε: "Κοινωνήστε μια μόνο φορά, τίποτε άλλο δεν θα ζητήσουμε και πορευτείτε όπου θέλετε". Και ο Άγιος τού είπε: "Αυτό που λες, μοιάζει σαν να λέει κάποιος σε άλλον, δεν σού ζητώ τίποτε άλλο, παρά να κόψω μια φορά το κεφάλι σου και ύστερα πήγαινε όπου θέλεις". Γιατί δεν είναι μικρό σε αυτά τα ζητήματα κι εκείνο που φαίνεται μικρό».38

Από αυτό λοιπόν το δήθεν ειρηνικό επίμονο αίτημα προέκυψε φιλονικία. Και ο Νικαίας χλεύαζε με αναίδεια τον Εφέσου και ύστερα από την έντονη φιλονικία σηκώθηκε ο Νικαίας και είπε:

«Άσκοπα φιλονικώ με δαιμονισμένο άνθρωπο. Γιατί είναι έξω φρενών και δεν θέλω να φιλονικώ μαζί του».

Και βγήκε θυμωμένος. Και ο Εφέσου τού είπε:

«Είσαι κοπέλι. Και φέρθηκες και σαν κοπέλι».39

Ύστερα από αυτά βγήκαμε από την αίθουσα. Ο πατριάρχης βλέποντάς τα, δεν επέκρινε ούτε παρεμπόδισε τη φασαρία, ούτε την ίδια, ούτε εκείνα που έγιναν πριν από αυτήν. Καθόταν μόνο βλέποντας, χωρίς να βγάζει μιλιά.

12. Ο Γεμιστός χλευάζεται από τον Αμηρούτζη40

Την επόμενη μέρα ήρθε ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη και με δική του εντολή συγκεντρωθήκαμε όλοι. Ξεκίνησαν λοιπόν και πάλι οι συζητήσεις για την ένωση, διαφωνούσε ο Εφέσου, φιλονικούσαν μαζί του ο Ρωσίας, ο Νικαίας, ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος και ο Αμηρούτζης και αντιδικούσαν με μεγάλη αυθάδεια. Ξεκίνησε λοιπόν ο Γεμιστός να πει κάτι και να υποστηρίξει τον Εφέσου, αλλά σιώπησε όταν τον χλεύασε με αναίδεια ο Αμηρούτζης. Απόρησαν λοιπόν όλοι, πώς δεν παρατήρησε ο αυτοκράτορας τον Αμηρούτζη για την αναίδειά του, ούτε είπε κάτι υπέρ τού άριστου σε όλα Γεμιστού.

13. Οι ενωτικοί απορρίπτουν τον Καβάσιλα και οι αντίπαλοί τους τον Βέκκο41

Όταν όμως άρχισε και ο Εφέσου να διαβάζει κάτι από τον Καβάσιλα42 για το ζήτημα που είχαν μπροστά τους, είπε αμέσως ο Ρωσίας:

«Ήρθαμε εδώ για ένωση και ειρήνη, όχι για σχίσμα και διαφωνία. Θέλω λοιπόν να διαβάσουμε και τούς ενωτικούς, όχι τούς σχισματικούς και εκείνους που διαιρούν. Ο Καβάσιλας είναι σχισματικός και δεν θέλουμε να διαβαστεί».

Τον διαδέχθηκε ο Λακεδαιμονίας λέγοντας:

«Και τι τον έχουμε τον Καβάσιλα; Τον έχουμε άγιο; 43 Αρχιερέας ήταν κι έχουμε κι εκείνον όπως έναν από τούς τωρινούς αρχιερείς, όπως τον Μονεμβασίας για παράδειγμα ή οποιονδήποτε άλλον. Δεν έχουμε ανάγκη να συμφωνήσουμε με τα συγγράμματά του».

Τότε είπε ο Εφέσου:

«Ας διαβάσουμε λοιπόν τον Βέκκο».

Κι έχοντας αγανακτήσει από την αυθάδεια και το θράσος τους, έχοντας καταλάβει ότι όλοι σχεδόν ήσαν παραδομένοι και έτοιμοι να συγκατατεθούν στον λατινισμό, σιώπησε.

14. Ο πατριάρχης προστάζει να διαβαστούν τα γραπτά των αγίων44

Συγκεντρωθήκαμε πάλι ύστερα από μια μέρα και ξεκίνησε συζήτηση για την ένωση. Ο Εφέσου σιωπούσε και παρακινούσαν μερικοί να ζητηθούν γνώμες. Παρέμενε λοιπόν εκεί τότε και ο πατριάρχης σε όλη τη διάρκεια τής συνεδρίασης και τής συζήτησης. Γιατί στις άλλες συνεδριάσεις εμφανιζόταν μόνο για λίγο και ύστερα, ως ασθενής, χωρίς ν΄ απαντήσει τίποτε στις ομιλίες, έφευγε στον κοιτώνα και κρυβόταν σαν ύφαλος. Τότε λοιπόν παραμένοντας ανέβαλλε τη διατύπωση τής γνώμης του κι έλεγε:

«Θέλω να διαβαστούν εδώ τα ρητά, ώστε ν΄ ακούσω και να καταλάβω κι εγώ με ποιον τρόπο το λένε αυτό οι άγιοι».

Κι έτσι έγινε.

15. Ομιλία τού αυτοκράτορα για τη φροντίδα των παλαιότερων για την Ένωση45

Συγκεντρωθήκαμε ύστερα από μια μέρα και ο Νικαίας, φέρνοντας βιβλίο, διάβασε κάποια ρητά τού Αγίου Κυρίλλου, από τα οποία σε άλλα μεν αφαιρούσε και παρασιωπούσε την αρχή, ενώ σε άλλα πετσόκοβε και κολόβωνε το τέλος.46 Στη συνέχεια διάβασε μερικά παραφθαρμένα47 και ασύμφωνα τού Αγίου Επιφανίου48 και γέμισε τα αυτιά εκείνων που επρόκειτο να γνωμοδοτήσουν.

«Το λένε σε πολλά σημεία οι άγιοι», έλεγε.

Αγόρευσε και ο αυτοκράτορας λέγοντας:

«Το θείο αυτό έργο τής ένωσης49 δεν άρχισε να πραγματοποιείται από μένα, αλλά ξεκίνησε να το προσπαθεί ο αφέντης μου ο αυτοκράτορας, ο πατέρας μου.50 Μάλιστα γνωρίζετε καλά, όπως γνωρίζω κι εγώ, ποιος ήταν εκείνος, όπως γνωρίζετε και τις γνώσεις, τα λόγια, τις πράξεις, την αρετή και τη συνείδησή του, τόσο στα θεία όσο και στα ανθρώπινα, καθώς και όλα τα προτερήματά του.

Εκείνος λοιπόν, όντας τέτοιος, άρχισε ν΄ αντιμετωπίζει τα ζητήματα τής ένωσης και είχε την πρόθεση να την ολοκληρώσει, πιστεύοντας ότι ήταν καλή, θεάρεστη και μάς συνέφερε από πολλές απόψεις.51 Δεν πρόφτασε όμως να τη δει να ολοκληρώνεται, γι΄ αυτό και πέρασε σε μένα η υποχρέωση να την ολοκληρώσω. Το έργο είναι δικό του και σαν προερχόμενο από εκείνον το προωθώ και ο ίδιος. Μάλιστα όχι μόνο εκείνος, αλλά και όλοι οι πολυμαθείς (αφού και οι σοφοί την επαινούσαν ώστε να πραγματοποιηθεί) και οι διδάσκαλοι τής δικής μας Εκκλησίας, από τούς οποίους πρόλαβα κι εγώ τον πατριάρχη κυρ Ευθύμιο52 και τον διδάσκαλο κυρ Ιωσήφ,53 ο οποίος έλεγε ότι είχε και το ενωτικό εκείνο το άληπτο.54 Όλοι λοιπόν οι πολυμαθείς και οι σοφοί επαινούσαν και επιθυμούσαν να δουν το έργο τής ένωσης, ως αγαθό και ως άριστο. Γι΄ αυτό κι εγώ φρόντισα μέχρι τώρα και λέω να προσέξετε, για να μη χάσουμε εκείνο που ονόμαζε ο κυρ Ιωσήφ άληπτο».55

Έπειτα πήρε αμέσως τον λόγο και ο Νικαίας:

«Είμαι νέος και δεν πρόφτασα τούς παλαιότερους.56 Ἀκουγα όμως ότι και οι παλαιοί εκείνοι θεωρούσαν καλή την ένωση. Πρόλαβα όμως και τον Χορτασμένο από τη Σηλυβρία,57 ο οποίος ήταν ένας από τούς πολυμαθείς και μεγάλους διδασκάλους, και γνωρίζω καλά ότι κι εκείνος επαινούσε πολύ την ένωση».

Και ύστερα είπε ο πατριάρχης:

«Ακούσαμε τώρα τα ρητά των αγίων. Σε άλλη συνεδρίαση θα πούμε εκείνο που θα φανεί κατάλληλο».

Και με αυτό λύθηκε η συνεδρίαση.

16. Η ψηφοφορία. Η πλειοψηφία απορρίπτει το «και εκ τού Υιού» 58

Ύστερα από δύο μέρες συγκεντρωθήκαμε και είπαν αμέσως:

«Λένε οι άγιοι το «εκ τού Υιού» και πρέπει να συμφωνήσουμε κι εμείς σε αυτό».

Και ζήτησαν αμέσως γνώμες. Ζήτησαν λοιπόν οι αρχιερείς να πει πρώτα τη γνώμη του ο πατριάρχης κι εκείνος το ανέβαλλε, λέγοντας ότι θα μιλήσει αργότερα. Όταν όμως τα έβαλαν μαζί του λέγοντας,

«για την πίστη και τα δόγματα είναι η συζήτηση και οφείλεις να μιλήσεις πρώτος»,

είπε τη γνώμη του αλλά ασαφή και υπόγεια. Φάνηκε στους περισσότερους ότι δεν συμφωνούσε με το «εκ τού Υιού».

Έπειτα είπαν γνώμες οι αρχιερείς και ύστερα από εκείνους οι ηγούμενοι. Ήσαν δέκα εκείνοι που συναίνεσαν με το «εκ τού Υιού» και δεκαεπτά εκείνοι που δεν συναίνεσαν. Μόλις λοιπόν το είδαν αυτό ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης, μπήκαν σε πολλές σκέψεις. Ο αυτοκράτορας έλεγε να γνωμοδοτήσουν και οι άρχοντες, αλλά ο πατριάρχης το εμπόδιζε. Συσκέφτονταν λοιπόν οι δύο τους εκεί μυστικά για αρκετή ώρα. Και με αυτά λύθηκε η συνεδρίαση.

17. Ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης εξασφαλίζουν την πλειοψηφία των επισκόπων59

Ύστερα πήγε ο Ρωσίας στον πατριάρχη και είπε:

«Ορίστε! Διχαστήκαμε και είναι περισσότεροι οι διαχωρισθέντες από εμάς. Μού φαίνεται λοιπόν καλό να διατάξεις να κάνουμε σύνοδο και να τούς καθαιρέσουμε, επειδή έχουμε και τη μεγάλη αγιοσύνη σου μαζί μας, πριν υπερισχύσουν εκείνοι και καθαιρέσουν εμάς».

Τον ειρωνεύτηκε λοιπόν ο πατριάρχης λέγοντας:

«Χαρά στον Ρωσίας! Αυτό συμβουλεύεις; Αυτό θα έκανες, αν ήταν στο χέρι σου; Εγώ δεν θα το κάνω, ούτε θέλω ν΄ ακουστεί ότι διχαστήκαμε, γιατί αυτό θα είναι και ατιμία για εμάς και τέλος τής ένωσης. Πρέπει ν΄ αντιμετωπίσουμε με διαλλακτικό τρόπο τούς διαφωνούντες».

Και άρχισαν ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης να προσπαθούν να τούς πείσουν, άλλους οι ίδιοι, άλλους με κάποιους ενδιάμεσους. Τότε λοιπόν ο πατριάρχης, αφού προσκάλεσε τον Τουρνόβου, τον Αμασείας και τον Μολδοβλαχίας, τούς επέκρινε λέγοντας:

«Καλά τα καταφέρατε! Δεν είστε δικοί μου; Εγώ δεν σάς πρόκοψα και σάς προβίβασα; Δεν οφείλετε σε μένα αυτά που έχετε; Δεν είστε τού κελλιού μου και τής φαμίλιας μου; Πώς λοιπόν δεν ακολουθήσατε τη δική μου γνώμη, αλλά αφήσατε να με καθαιρούσαν κιόλας, αν ήθελαν; Κι εγώ νόμιζα ότι αν με βλέπατε να ρίχνομαι στο πέλαγος, θα πέφτατε πριν από μένα στον βυθό. Αυτό έλπιζα ότι θα κάνατε για μένα. Γιατί σάς πήρα και σάς έχω κοντά μου; Για να έχω και συμπαραστάτες στα λόγια μου και συνεργούς στη γνώμη μου ή για να σάς έχω εναντίον μου; Ή μήπως θελήσατε να δείξετε ότι ξέρετε εσείς καλύτερα τα δόγματα τής Εκκλησίας; Γνωρίζω καλά ότι αυτό λένε οι άγιοι και γι΄ αυτό είπα εκείνο που ακούσατε. Οφείλετε να με ακολουθήσετε».

Κι εκείνοι απάντησαν για μεν τα άλλα εκείνο που έκριναν σκόπιμο, αλλά για τη γνώμη είπαν:

«Δεν εναντιωθήκαμε στη γνώμη τής μεγάλης αγιοσύνης σου. Μάλλον την ακολουθήσαμε και συμφωνούμε. Γιατί δεν συμφώνησες εσύ στο «εκ τού Υιού» και είπαμε εμείς το αντίθετο. Αλλά από εκείνα που γνωρίζουμε κι εμείς και καταλάβαμε, είχαμε τη γνώμη που είπαμε και δεν συμφωνήσαμε με το «εκ τού Υιού». Νομίσαμε μάλιστα και από εκείνα που πρόσταξες, ότι προς αυτό τείνει και η γνώμη τής μεγάλης αγιοσύνης σου».

Είπε λοιπόν ο πατριάρχης:

«Τι κι αν δεν το είπα κατηγορηματικά; Έπρεπε να προσέξετε ότι τα λόγια που έλεγα τέτοιο σκοπό εξυπηρετούσαν. Θα πω όμως περισσότερα και σαφέστερα σε άλλη συνεδρίαση και θα δώσω και γραμμένη τη γνώμη μου. Πρέπει λοιπόν ν΄ ακολουθήσετε κι εσείς τη δική μου γνώμη».

Έτσι τούς προέτρεψε, τούς κατεύθυνε και τούς προσέλκυσε στη δική του γνώμη. Έπειτα είδε και τον Εφέσου και τον παρακάλεσε με ευχές και δεήσεις, προβάλλοντάς του τις ευχές των αγίων και τού ίδιου τού πατέρα του και ξορκίζοντας και ικετεύοντάς τον με αυτές, να συγκατανεύσει κι εκείνος στην ένωση. Στην ομιλία του σήκωσε κάθε πέτρα, θα λέγαμε, και επινόησε κάθε τέχνασμα, για να έχει κι εκείνο το διαμάντι υπάκουο. Δεν πέτυχε όμως τίποτε.

18. Δείπνο εργασίας με τον επίσκοπο Ρωσίας60

Ο Ρωσίας προσκάλεσε τον Μελενίκου, τον Δράμας, τον Δρίστρας και άλλους αρχιερείς. Αφού τούς παρέθεσε πλούσιο γεύμα και τούς ψυχαγώγησε, έπειτα τούς κατεύθυνε, τούς δίδαξε και τούς έπεισε, να πουν εκείνα που ήθελε αυτός. Γι΄ αυτό και είπε ο Μελενίκου, όταν ζητήθηκε η γνώμη του,

«συναινώ ότι εκπορεύεται και από τούς δύο»,

και ο Δράμας,

«συναινώ με το "εκ τού Υιού", σωζομένης αβλαβούς τής Αγίας Τριάδας»,

οι οποίοι, όταν τούς περιγέλασαν αργότερα οι φίλοι τους, εκτόξευαν κατάρες εναντίον εκείνου που τούς τα είχε διδάξει.61 Κι ο αυτοκράτορας πάλι παρόμοια έκανε με μερικούς αρχιερείς και με τούς πρέσβεις των Τραπεζουντίων και των Μολδοβλάχων.

19. Ο Κυζίκου συμφωνεί με τις απόψεις τού αυτοκράτορα. Γραπτή ψήφος τού πατριάρχη62

Αυτά έγιναν μέσα σε δύο μέρες. Έπειτα πρόσταξε ο αυτοκράτορας κι έγινε συνεδρίαση στου πατριάρχη. Ήταν 2 Ιουνίου 1439.63 Πρώτα λοιπόν κάθησαν ιδιαιτέρως ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης και συσκέφτηκαν λίγο. Ύστερα προσκάλεσαν τον Κυζίκου. Γιατί ήταν στενοχωρημένος με τον αυτοκράτορα, επειδή ζητούσε τόπο στην περιοχή τού Σωσθενίου64 και δεν τού τον έδιναν. Τον ικανοποίησε τότε ο αυτοκράτορας κι εκείνος συγκατατέθηκε και είπε, όταν ρωτήθηκε, την εξής γνώμη:

«Ας βγάλουν το "εκ" και ας βάλουν το "διά", για να είμαστε ειρηνικοί».

Όταν κέρδισαν και τον Κυζίκου, μάς προσκάλεσαν όλους και ζήτησαν αμέσως γνώμες. Είπε στην αρχή λίγα λόγια ο πατριάρχης και κατέληξε στο ζήτημα τής συγκατάβασης λέγοντας:

«Ίδιο είναι κι αυτό που λέγεται τώρα με εκείνο που έχει ειπωθεί από παλιά,65 ότι η συγκατάβαση είναι θεϊκή. Γιατί δεν υπήρξε τοπική μετάβαση».

Στη συνέχεια έδωσε γραμμένη την εξής γνώμη:

«Επειδή ακούσαμε66 τα ρητά των αγίων πατέρων, των ανατολικών και των δυτικών, όπου τα μεν λένε ότι εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα "εκ τού Πατρός και τού Υιού", τα δε "εκ τού Πατρός διά τού Υιού", αν και το "διά τού Υιού" είναι το ίδιο με το "εκ τού Υιού", και το "εκ τού Υιού" ίδιο με το "διά τού Υιού", όμως εμείς, αφήνοντας το "εκ τού Υιού", λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται "εκ τού Πατρός διά τού Υιού" αιώνια και ουσιωδώς, ως εκπορευόμενο από μια αρχή και αιτία, όπου το "διά" σημαίνει εδώ την αιτία τής εκπόρευσης τού Αγίου Πνεύματος».

20. Συζήτηση για το βάπτισμα των Λατίνων67

Έπειτα ρωτούνταν οι αρχιερείς κι έλεγαν γνώμες, που γράφονταν από τον υπομνηματογράφο.

Μίλησε λοιπόν πρώτος ο Ηρακλείας ως τοποτηρητής τού Αλεξανδρείας και δεν συναίνεσε με το «εκ τού Υιού». Δεύτερος μίλησε ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος ως τοποτηρητής τού ίδιου και συναίνεσε με το «εκ τού Υιού» και με την ένωση με τούς Λατίνους. Και απόρησαν όλοι, επειδή ο ίδιος πριν από τρεις ημέρες είχε κάνει μεγάλη συζήτηση για το άγιο βάπτισμα με τον Πέτρο τον Καλαβρό68 και είχε αποδείξει ότι οι Λατίνοι είναι αβάπτιστοι. Το απέδειξε αρχικά από τα λόγια των αγίων, που περιέγραφαν πώς έπρεπε να γίνεται αυτό και με ποιον τρόπο γίνεται καθένα. Έπειτα είπε στον Πέτρο:

«Εσύ είσαι καλά μορφωμένος στην ελληνική παιδεία και γλώσσα. Πες μου λοιπόν, τί σημαίνει η ίδια η λέξη βάπτισμα; Να χύνεται νερό με κάποιο ποτήρι στο κεφάλι, ή να βουτιέται κάτι στο νερό και ύστερα να ξανασηκώνεται;»

Κι όταν ο Πέτρος είπε,

«όχι πάτερ, αυτό που λες εσύ είναι καταβάπτισμα»,69

είπε ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος:

«Καταβάπτισμα είναι όταν κατεβάζεις κάτι στο νερό και δεν το ανεβάζεις, ενώ βάπτισμα όταν το κατεβάζεις στο νερό και το ανεβάζεις».

Εκείνη λοιπόν τη μέρα δόθηκαν και οι πρώτες γνώμες και δεν συναίνεσε αυτός με το «εκ τού Υιού». Γι΄ αυτό και απόρησαν όλοι, πώς ύστερα από τρεις ημέρες συναίνεσε στην ένωση με τούς αβάπτιστους.

Έπειτα είπαν γνώμες και οι υπόλοιποι αρχιερείς. Ο Τραπεζούντος ήταν άρρωστος. Τού έστειλαν μήνυμα πολλές φορές και συχνά ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης για να δώσει γνώμη και δεν έδωσε. Εκτός λοιπόν από τον Ηρακλείας, τον Εφέσου, τον Μονεμβασίας, τον Τραπεζούντος και τον Αγχιάλου, 70 οι υπόλοιποι αρχιερείς γνωμοδότησαν ότι συναινούσαν με το «εκ τού Υιού» και με την ένωση με τούς Λατίνους. Ήσαν λοιπόν δεκατρείς εκείνοι που συναινούσαν και παράτησαν τούς έξι.71

21. Το δικαίωμα ψήφου αφαιρείται από τούς ηγουμένους72

Έπειτα ρώτησε ο μεγάλος χαρτοφύλαξ τον αυτοκράτορα αν ήθελε να γνωμοδοτήσουν και οι ηγούμενοι. Επειδή λοιπόν στις προηγούμενες γνώμες τους δεν είχαν συναινέσει με το «εκ τού Υιού», πρόσταξε ο αυτοκράτορας:

«Ακούω ότι ο πατριάρχης δεν δέχεται να γνωμοδοτήσουν. Γιατί λέει ότι είναι αχειροτόνητοι. Μάλλον δεν θέλει καν να τούς ονομάζουν ηγούμενους. Εγώ δεν το γνώριζα. Γιατί ξέρω ότι δίναμε στον ηγούμενο το δεκανίκιον και αμέσως ήταν παντού ηγούμενος. Τώρα άκουσα αυτό που είπα».73

Ανέφερε λοιπόν ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος:

«Έτσι είναι, όπως το άκουσε η αγία βασιλεία σου. Γιατί παίρνοντας το δεκανίκιον από την αγία βασιλεία σου, πήγαινε στον πατριάρχη και χειροτονούνταν. Τώρα τι προστάζεις γι΄ αυτούς;»

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Ρωτήστε τον πατριάρχη κι ας γίνει ό,τι πει εκείνος».

Αλλά ο πατριάρχης, μόλις έδωσε τη γνώμη του, έφυγε στον κοιτώνα. Κι όταν πήγε ο μεγάλος χαρτοφύλακας και τον ρώτησε, αποκρίθηκε:

«Εγώ δυσφορώ και που τούς ονομάζουν ηγούμενους κι εσύ με ρωτάς να πω, αν πρέπει να πουν γνώμες ως ηγούμενοι; Ούτε ερώτηση χρειάζεται αυτό, ούτε απάντηση».

Και τούς παράτησαν ως αχειροτόνητους. Κι εκείνους που χτες και προχτές τούς προσκαλούσαν ως ηγούμενους, που μάλιστα ως ηγούμενοι ταξίδεψαν από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Φλωρεντία μαζί με τον αυτοκράτορα, τον πατριάρχη και ολόκληρη την Εκκλησία, που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις για το δίκαιο τής ηγουμενείας και συνεργάζονταν, τότε βρέθηκαν αμέσως να μην είναι ηγούμενοι και ως αχειροτόνητοι να μην έχουν το δικαίωμα να γνωμοδοτούν.

Έπειτα ζήτησε ο αυτοκράτορας από τον δεσπότη να πει τη γνώμη του κι εκείνος δεν θέλησε. Πρόσταξε επίσης και ρώτησαν τούς άρχοντες74 και είπαν ακόμη και οι ρουχάριοι,75 οι γιατροί και ο αρχιθαλαμηπόλος76 Κρητικός. Και όλοι συμφώνησαν ότι ήταν καλή η ένωση με τούς Λατίνους. Ήμασταν κι εμείς εκεί σιωπώντας, αφού ήμασταν οι μόνοι που μάς είχε αφαιρεθεί το δικαίωμα να μιλάμε, με επίκληση των πρακτικών των συνόδων, χωρίς ν΄ αξιωθούμε να εξισωθούμε με τούς λαϊκούς στα εκκλησιαστικά ζητήματα, ούτε για το σχήμα, ούτε για την τάξη, ούτε για τη μερική έστω γνώση που είχαμε για τα δόγματα, ούτε για τον ιερατικό βαθμό, τον οποίο έχουμε με τη χάρη τού Παναγίου Πνεύματος. Έπειτα σηκωθήκαμε όλοι, όπως συνηθιζόταν, για να πει και ο αυτοκράτορας τη δική του γνώμη. Και είπε:

22. Ομιλία τού αυτοκράτορα77

«Εγώ την παρούσα αγία και οικουμενική σύνοδο δεν την θεωρώ σε τίποτε υποδεέστερη απ΄ όλες τις προηγούμενες.78 Αν και εκείνες την ξεπερνούσαν στον αριθμό των πατέρων που είχαν προσέλθει, ενώ είχαν υπάρξει πλούσιες και στην ποιότητα, παρουσιάζοντας τον μεγάλο Κύριλλο, τον Θεολόγο Γρηγόριο και άλλες άλλους από τούς διδασκάλους. Αλλά και την παρούσα δεν τη θεωρώ σε τίποτε λιγότερο άγια και σεβάσμια και καθόλου λιγότερο σεβασμό δεν τής απονέμω σε σύγκριση με εκείνες. Γιατί το ζήτημα που έχει ν΄ αντιμετωπίσει είναι μέγιστο και θείο, ενώ οι άνδρες που ασχολήθηκαν με αυτό είναι ιεροί και σεβάσμιοι, αρχίζοντας από τον αγιότατο πατριάρχη. Επειδή λοιπόν, όπως είπα, τέτοια είναι η σύνοδος αυτή, ενώ εγώ, όντας αυτοκράτορας με τη χάρη τού Θεού που με έχρισε, οφείλω ν΄ ακολουθώ την απόφαση τής συνόδου και την πλειοψηφία των συμμετεχόντων σε αυτήν, υπερασπιζόμενος επίσης τα αποφασισμένα από τούς περισσότερους κατά την τάξη που ίσχυσε στις αρχαίες συνόδους, γι΄ αυτό λέω και αποφαίνομαι, με την ισχύ και τη δύναμη τής ιερής βασιλείας, ότι ακολουθώ απαραίτητα την απόφαση αυτής τής ιεράς συνόδου και των περισσοτέρων σε αυτήν, ώστε να την υπερασπίζομαι με κάθε τρόπο σε όλα τα προαναφερθέντα. Επίσης νομίζω ότι με κανένα τρόπο δεν μπορεί να παραπλανηθεί η αγία Εκκλησία στα ιερά δόγματα, όταν συσκέπτεται από κοινού και συνοδικά. Γιατί ένας, δύο, τρεις ή και περισσότεροι από τούς ανθρώπους που βρίσκονται εδώ, είναι πιθανό να παραπλανηθούν, όταν σκέπτονται ιδιαιτέρως. Είναι όμως εντελώς αδύνατο να παραπλανηθεί ολόκληρη η Εκκλησία από κοινού, για την οποία ο Κύριος είπε στον Πέτρο, "εσύ είσαι ο Πέτρος και πάνω σε αυτή την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου και πάνω της δεν θα υπερισχύσουν οι πύλες τού Άδη".79 Διαφορετικά, καταρρέει ο σωτήριος λόγος και η πίστη μας μετατρέπεται σε ανίσχυρη. Αλλά επειδή αυτά είναι και τα δύο άτοπα, γι΄ αυτό είναι ανάγκη να παραμένει σταθερή η Εκκλησία τού Θεού και είναι αναγκαίο ν΄ ακολουθούμε εμείς την απόφασή της. Και πάνω απ΄ όλους εγώ, που περιβάλλομαι το αυτοκρατορικό σχήμα με τη χάρη τού Θεού, να την ακολουθώ και να την υπερασπίζομαι, υπό την προϋπόθεση ότι ούτε θα μάς αναγκάσουν οι Λατίνοι να προσθέσουμε στο ιερό σύμβολό μας την προσθήκη τους, ούτε ν΄ αλλάξουμε κάτι από τα έθιμα τής δικής μας Εκκλησίας».

23. Το κυνηγόσκυλο και η ομιλία τού αυτοκράτορα80

Αυτή λοιπόν είναι η γνώμη και η απόφαση τού αυτοκράτορα. Αλλά όσο μιλούσε ο αυτοκράτορας, συνέβη κάτι που φαίνεται ότι αξίζει να το διηγηθώ. Ένα από τα κυνηγετικά σκυλιά ακολουθούσε συνήθως τον αυτοκράτορα, κάθε φορά που εκείνος πήγαινε στο πατριαρχείο. Κοιμόταν πάνω στο χρυσοΰφαντο μαξιλάρι που τοποθετιόταν μπροστά στον αυτοκρατορικό θρόνο και χρησίμευε ως υποπόδιο. Γιατί ο αυτοκράτορας δεν το χρησιμοποιούσε, αφού συσπείρωνε πάντοτε τα πόδια του στον θρόνο και καθόταν πάνω τους.

Ερχόταν λοιπόν πάντοτε ο σκύλος στις συνεδριάσεις στο πατριαρχείο και παρέμενε σιωπηλός, είτε μιλούσε, είτε σιωπούσε ο αυτοκράτορας. Όταν όμως ο αυτοκράτορας άρχισε να λέει αυτή τη γνώμη, άρχισε και ο σκύλος αμέσως να διεκτραγωδεί και να υποκλαυθμηρίζει. Πολλοί προσπάθησαν να τον εμποδίσουν και να τον κάνουν να ησυχάσει, ιδιαίτερα οι κεφαλάδες,81 που τον εκφόβιζαν με φωνές και ραβδιά, αλλά εκείνος δεν σταμάτησε καθόλου. Τραγουδούσε αδιάκοπα το «κύνειο» άσμα, κλαυθμήριζε γλυκά, εξύφαινε «κυνική» τραγωδία, γαύγιζε γοερά στα συμπεράσματα τού αυτοκράτορα και φαινόταν ότι με την ισότητα τής φωνής κρατούσε το ίσο στον ομιλούντα και με σκυλίσια μουσική κρατούσε τον ρυθμό του. Και όπως οι μαθητές των βάρδων, με παιδοφωνίες και μελωδικές επαναλήψεις, λαμπραίνουν τις καλλιφωνίες των διδασκάλων τους και τις φέρνουν σε πιο μελωδικό και καλλίφωνο πέρας, έτσι και ο σκύλος τραγουδούσε αμυδρά, γαύγιζε γλυκά, διεκτραγωδούσε σκυλίσια και σιγοντάριζε τον ομιλητή ή μάλλον κλαυθμήριζε, ολοφυρόταν και θρηνούσε γοερά. Και δεν σταμάτησε, παρά μόνο όταν τελείωσε κι εκείνος που μιλούσε. Το σημείωσαν λοιπόν αμέσως αυτό μερικοί ως κακό οιωνό.

24. Ο εχθρικός προς την Ένωση δεσπότης θα φύγει στη Βενετία82

Έπειτα ζητησε ο αυτοκράτορας και πάλι επίμονα τη γνώμη τού δεσπότη, λέγοντάς του μαζί με άλλα πολλά:

«Πες κι εσύ αδελφούλη».

Γιατί ο δεσπότης, μαθαίνοντας ότι αγωνίζονταν και σχεδίαζαν να κάνουν αυτού τού είδους την ένωση, δεν ήθελε καθόλου να παραμείνει στη Φλωρεντία, αλλά να επιστρέψει στη Βενετία. Τον εμπόδιζε όμως ο αυτοκράτορας, γι΄ αυτό δυσφορούσε και λυπόταν, έκανε ό,τι μπορούσε για να μη βρεθεί εκεί κατά την ένωση, ενώ πηγαίνοντας συχνά στον πατριάρχη έλεγε:

«Η ένορκη βεβαίωση που μού έκανε ο αυτοκράτορας, γράφει ότι θα επιστρέψω στη Βενετία όποτε θελήσω, ανεμπόδιστα, με κάθε ελευθερία. Έτσι λοιπόν τηρεί ο αυτοκράτορας την ένορκη βεβαίωσή του; Γι΄ αυτόν άραγε τον λόγο μού έγραψε η μεγάλη αγιοσύνη σου να έλθω στον αυτοκράτορα; Για να στερηθῶ την ελευθερία μου;»

Μόλις λοιπόν είδε ο πατριάρχης τον δεσπότη να ζητά επίμονα να φύγει, το ζήτησε κι αυτός πολλές φορές από τον αυτοκράτορα κι εκείνος ενέδωσε να φύγει.

25. Οι καρδινάλιοι ζητούν από τον δεσπότη να παραμείνει83

Καθώς λοιπόν ετοιμαζόταν ο δεσπότης ν΄ αναχωρήσει, έτυχε να βρίσκονται στον αυτοκράτορα καρδινάλιοι και να συζητούν για την ένωση. Ήσαν αυτοί ο Ιουλιανός και ο Καμαρέριος, ενώ παρών στη συζήτηση ήταν και ο δεσπότης. Στη διάρκεια τής συζήτησής τους, είπε ο αυτοκράτορας στους καρδινάλιους:

«Ο αδελφός μου ο δεσπότης φεύγει τώρα για τη Βενετία».

Τον πίεσαν αμέσως οι καρδινάλιοι και απαιτούσαν να μείνει εκεί μέχρι την ολοκλήρωση τής συνόδου. Εκείνος δεν πειθόταν. Καθώς λοιπόν τού το ζήτησαν πολλές φορές και φορτικά, είπε ο αυτοκράτορας:

«Επειδή σού ζητούν τόσο επίμονα να μείνεις, πρέπει κι εσύ να κάνεις αυτό που σού ζητούν».

Ντράπηκε λοιπόν κι έμεινε. Κι αυτό ήταν αυτοκρατορικός συμβιβασμός. Γιατί ύστερα από λίγο, ερχόμενος ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη πριν από τις δύο τελευταίες συνοδικές συνεδριάσεις, με παρόντες όλους εμάς, διηγήθηκε ότι ύστερα από έντονη απαίτηση των καρδιναλίων πείστηκε ο δεσπότης και παρέμεινε, προσθέτοντας ότι έπρεπε να γίνεται αυτό που ζητούσαν οι καρδινάλιοι. Ο δεσπότης απάντησε αμέσως:

«Έμεινα γιατί με πρόσταξε η αγία βασιλεία σου, όχι για τα λόγια των καρδιναλίων. Γιατί δεν τούς έχω περί πολλού».

Ύστερα από μερικά λόγια, ο αυτοκράτορας πρόσθεσε πάλι:

«Πείστηκε λοιπόν ο δεσπότης από τα λόγια των καρδιναλίων».

Κι ο δεσπότης αμέσως:

«Δεν πείστηκα από τα λόγια των καρδιναλίων, όπως είπα, αλλά έμεινα για να μη φανώ ανυπάκουος στην εντολή τής αγίας βασιλείας σου».

Γι΄ αυτά λοιπόν ο δεσπότης βρισκόταν χωρίς τη θέλησή του στις τελευταίες συνεδριάσεις και δεν ήθελε να πει γνώμη. Όμως σ΄ εκείνο που τού ζήτησε ο αυτοκράτορας, είπε:

«Ούτε ιδιαίτερες γνώσεις έχω, ούτε πείρα στα δόγματα τής Εκκλησίας, ούτε γνωρίζω κάτι γι΄ αυτά. Έτσι λοιπόν, ούτε μπορώ να διακρίνω ότι αυτό είναι καλύτερο ή το άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν γι΄ αυτά τα ζητήματα κι ας μιλήσουν εκείνοι. Εγώ δεν γνωρίζω, επειδή δεν είναι δουλειά μου να εξετάζω τέτοια ζητήματα. Αν με ρωτήσουν αλλιώς, αν δηλαδή μάς συμφέρει η ένωση στις εξωτερικές και κοσμικές υποθέσεις, θα έλεγα ότι συμφέρει σε αυτές».

Ο δεσπότης έμεινε μέχρι τον θάνατο τού πατριάρχη. Γιατί ήταν παρών και στην κηδεία του και βάδιζε μπροστά, ενώ ύστερα από τέσσερις ημέρες αναχώρησε στη Βενετία,84 παραιτούμενος και από το σιτηρέσιο, επειδή δεν δεχόταν να είναι παρών στην υπογραφή τής απόφασης ή στη λειτουργία τής ένωσης. Έφυγαν μαζί του και οι σοφότατοι διδάσκαλοι,85 ο Γεμιστός και ο Σχολάριος, επειδή ούτε εκείνοι ήθελαν να βρίσκονται εκεί.86

26. Η ψήφος των πρεσβευτών87

Στη συνέχεια ρωτήθηκαν οι πρέσβεις κι έδωσαν τη γνώμη τους, αν συναινούσαν στην ένωση. Μίλησε ο Μενόνος88 πρώτος εκ μέρους τού δεσπότη κυρ Θεόδωρου89 και τελευταίος ο Νεάγωγις εκ μέρους τού βοεβόδα τής Μολδοβλαχίας.90 Ενδιάμεσα μίλησε ο Μακροδούκας, ο πρέσβης τού αυτοκράτορα Τραπεζούντος,91 λέγοντας:

«Εμείς έχουμε πάντοτε τον μητροπολίτη που μάς στέλνει η Κωνσταντινούπολη και η Εκκλησία μας ακολουθεί την αγιότατη μεγάλη εκκλησία. Εκείνο που αυτή δοξάζει και σέβεται, το ίδιο δοξάζει και η δική μας εκκλησία.92 Νομίζω λοιπόν ότι και ο αφέντης μου ο αυτοκράτορας θα συναινέσει σε αυτό που συμφωνήσατε τώρα κι εσείς. Έτσι μού φαίνεται. Δεν γνωρίζω ακριβώς, αν αποφασίσει κάτι διαφορετικό».

Από τούς Ίβηρες93 (είχαν έλθει δύο μαζί μας εκεί, ο ένας επίσκοπος και ο άλλος κοσμικός άρχοντας), ο μεν επίσκοπος, μόλις σταμάτησαν οι διαλέξεις, επειδή θεωρούσε οπωσδήποτε ότι η ένωση διεκπεραιωνόταν με κακό τρόπο, πέρασε πρώτα ιδιαιτέρως από τούς αρχιερείς και από εμάς κι έδειξε σε όλους πιττάκιον94 τού πατριάρχη Αντιοχείας, που τούς πρόσταζε να μη συμφωνήσουν καθόλου σε προσθήκη ή αφαίρεση, ούτε καν ενός γιώτα ή μιας κεραίας.95 Έπειτα, όσα φλουριά είχε τα έδωσε να τα φυλάξουν κρυφά, ενώ τα ρούχα του και όλα τα απαραίτητα τα μοίρασε στους φτωχούς και εξαφανίστηκε, κυκλοφορώντας με ένα μοναδικό χιτώνα μέχρι πρόσφατα σαν τρελλός και περιπλανώμενος. Ύστερα αναχώρησε κρυφά και δεν ξέραμε που βρίσκεται. Γι΄ αυτό νομίζαμε όλοι ότι είχε πεθάνει κάπου με κακό τρόπο. Εκείνος όμως περνούσε από τόπους και πόλεις τής Ιταλίας, ενώ δεν τον είχαμε δει και δεν είχαμε νέα του για τρεις περίπου μήνες. Όταν όμως επιστρέφαμε στη Βενετία, ακούσαμε ότι βρέθηκε άρρωστος σε πόλη που ονομαζόταν Μόδενα.96

Ο Τουρνόβου, παρακινημένος από οίκτο και από τη φιλία, πήγε εκεί, τον παρέλαβε και τον οδήγησε στη Βενετία. Επανήλθε κι αυτός στα λογικά του, όσο μπόρεσε. Πήρε και τα φλουριά που είχε δώσει να τού φυλάξουν κι επέστρεψε μαζί μας. Ο δεύτερος πρέσβης, ο κοσμικός άρχοντας,97 τις ημέρες που έμαθε ότι θα πραγματοποιηθεί η ένωση, έφυγε στη Ρώμη. Κανένας λοιπόν από τούς Ίβηρες δεν συμφώνησε με την ένωση. Γιατί διέφυγαν.98

27. Ο πρεσβευτής τής Γεωργίας στον πάπα99

Αυτόν τον Ίβηρα άρχοντα τον προσκάλεσε ο πάπας ιδιαιτέρως πριν ολοκληρωθούν τα πράγματα και τού είπε:

«Ακούω ότι είστε χριστιανοί και καλοί άνθρωποι και φροντίζετε και την Εκκλησία καλά. Η Εκκλησία όμως τής Ρώμης είναι μητέρα όλων των Εκκλησιών και ο επικεφαλής της είναι διάδοχος τού Αγίου Πέτρου, τοποτηρητής τού Χριστού και ποιμένας και διδάσκαλος συνολικός όλων των χριστιανών. Πρέπει λοιπόν κι εσείς ν΄ ακολουθήσετε τη μητέρα των Εκκλησιών, να συμφωνήσετε με εκείνα που υποστηρίζει αυτή και να υποταγείτε στον αρχιερέα της, ώστε, διδασκόμενοι και ποιμενόμενοι από αυτόν, να βρείτε ψυχική σωτηρία».

Είπε αγορεύοντας και άλλα παρόμοια, στα οποία ο Ίβηρας αποκρίθηκε:

«Εμείς με τη χάρη τού Θεού είμαστε χριστιανοί και φροντίζουμε κι ακολουθούμε την Εκκλησία μας. Η δική μας λοιπόν Εκκλησία διατηρεί καλά όσα παρέλαβε από τη διδασκαλία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και από την παράδοση των Αγίων Αποστόλων, των οικουμενικών συνόδων και των διδασκάλων τής Εκκλησίας που έχουν ανακηρυχθεί άγιοι, ενώ δεν έχει παρεκκλίνει καθόλου από τη διδασκαλία τους. Ούτε πρόσθεσε, ούτε αφαίρεσε τίποτε. Όμως η Εκκλησία τής Ρώμης πρόσθεσε και παρέβη τα όρια των αγίων πατέρων. Γι΄ αυτό και διχαστήκαμε από αυτήν ή και απομακρυνθήκαμε από αυτήν, όσοι τηρούμε καθαρά τα των πατέρων. Κι έτσι αυτή έχει στερηθεί πολλά και καλά τέκνα της κι έχει ζημιωθεί. Είναι λοιπόν απαραίτητο να φροντίσει η μακαριότητά σου και να σπεύσεις να ξαναφωνάξεις κοντά σου εκείνους που έχεις στερηθεί, να ειρηνεύσεις και να ενωθείς μαζί τους. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα, αν βγάλεις την προσθήκη από το άγιο σύμβολο. Και μπορείς να το κάνεις αυτό πολύ εύκολα, αν θέλεις. Γιατί θ΄ ακολουθήσουν όλα τα γένη των Λατίνων τη δική σου εντολή και απόφαση, επειδή σε θεωρούν διάδοχο τού Αγίου Πέτρου και σέβονται τη διδασκαλία σου. Αν λοιπόν βγάλεις την προσθήκη, όχι Ίβηρες μόνο, αλλά όλα τα γένη των χριστιανών θα υποταγούν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, θα ενωθούν πραγματικά και θα σε δοξάσουν ως αληθινό μαθητή τού Χριστού και κυρίως ως διάδοχο τού Αγίου Πέτρου. Θα σε ακολουθήσουν όλοι με ειλικρινή αγάπη. Και τότε θα γίνεις κυρίως πάπας και πατέρας όλων των χριστιανών και ποιμένας ένας και όλοι θα είναι ένα ποίμνιο κάτω από σένα».

Ο πάπας λοιπόν, έτσι νόμισε ότι θα δωροδοκούσε και θα κέρδιζε τον Ίβηρα, ως αλλόγλωσο, ανόητο, αμόρφωτο και βάρβαρο. Όταν άκουσε τα λόγια του, έμεινε άφωνος.

28. Ο πρεσβευτής τής Γεωργίας και η διαλεκτική των σχολαστικών100

Ο ίδιος Ίβηρας κι άλλη φορά σε συνοδική συνεδρίαση, όταν γινόταν γιορταστική λειτουργία ενώπιον τού πάπα, και όταν στη διάρκεια μεγάλης διδασκαλίας μιλούσε λατινικά ο ευγενής άνδρας Ιωάννης ο Πρωτονωτάριος,101 με παρόντες κι εμάς εκεί, επειδή πολλές φορές αναφέρθηκε εκείνος στον Αριστοτέλη, σε υποστήριξη εκείνων που έλεγε και δίδασκε, όταν το άκουσε δύο και τρεις φορές ο Ίβηρας, μού σκούντησε το χέρι και όταν στράφηκα προς το μέρος του και τον ρώτησα τι ήθελε, είπε:

«Τι Αριστότελε, Αριστότελε, νε καλό Αριστότελε».

Κι όταν εγώ τον ρώτησα, με λόγια και νοήματα,

«ποιο είναι το καλό;»

είπε ο Ίβηρας:

«Άγιο Πέτρο, άγιο Παύλο, άγιο Βασίλιο, Θεολόγο Γρηγόριο, Χρυσόστομο, νε Αριστότελε, Αριστότελε».

Ειρωνευόταν λοιπόν και κορόϊδευε με κινήσεις των χεριών και με γκριμάτσες τον ομιλητή, αλλά μάλλον εμάς που είχαμε αυτομολήσει σε τέτοιους διδασκάλους.

Αυτά λοιπόν τα αναφέραμε παρενθετικά, για να δείξουμε ότι όχι μόνο από τούς μορφωμένους και τούς δικούς μας, αλλά και από τούς αλλόγλωσσους και απολίτιστους κατακρίθηκαν οι Λατίνοι, ενώ ο αμαθής και βάρβαρος μετατράπηκε σε διδάσκαλο τού πάπα. Ας προχωρήσουμε λοιπόν στα επόμενα.

29. Ο αυτοκράτορας επιβεβαιώνει την ψήφο τής συνόδου η οποία δεσμεύει όλους102

Όταν ολοκληρώθηκε η διατύπωση των γνωμών και επικυρώθηκε από τον αυτοκράτορα, είπε αυτός:

«Ορίστε, με τη βοήθεια τού Θεού φάνηκε ότι το δόγμα των Λατίνων είναι καλό. Το συμπέρανε αυτό και η σύνοδος και αποφάσισε να ενωθούμε. Δεν χρειάζεται λοιπόν να φιλονικεί κανείς για το θέμα. Γιατί πριν από την απόφαση τής συνόδου είχε όποιος ήθελε την ελευθερία να μιλά όπως ήθελε, αλλά μετά την απόφαση κανένας δεν έχει την άδεια να λέει τίποτε άλλο παρά μόνο την απόφαση τής συνόδου. Ακούω επίσης ότι κάτι παπαδούρια στασιάζουν και κάνουν ταραχές. Λέω λοιπόν σ΄ εσάς τούς επικεφαλής να προσέχετε και αν μάθετε ότι κάποιος στασιάζει και λέει κάτι εναντίον τής ένωσης, να το αναφέρετε σε μένα. Κι εγώ θα πω να υπάρξει η κατάλληλη αντιμετώπιση και τού προσώπου και τού ζητήματος».

30. Ο πάπας προβάλλει στον αυτοκράτορα απρόσμενες απαιτήσεις103

Την επομένη πήγε ο αυτοκράτορας στον πάπα και τού τα είπε όλα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο έγιναν. Έλπιζε ότι ο πάπας θα τα δεχόταν με μεγάλη ευχαρίστηση και θα τον γέμιζε φιλοφρονήσεις. Αλλά ο πάπας αποδέχθηκε εν μέρει το γεγονος, αλλά είπε, όπως ακούσαμε:

«Γνωρίσατε τώρα την αλήθεια, τη δεχτήκατε και ωφελήθηκε η ψυχή σας. Χαίρομαι λοιπόν γι΄ αυτό και θα ήταν ευτυχές, αν και οι πριν από εσάς κατόρθωναν τέτοιο καλό. Ωστόσο δεν είναι αρκετό μόνο αυτό που τώρα λέτε για να γίνει η ένωση, γιατί υπάρχουν κι άλλες διαφορές μεταξύ μας. Χρειάζεται λοιπόν να διορθωθούν κι εκείνες και τότε να ενωθούμε».

Παράδοξα λοιπόν φάνηκαν αυτά στον αυτοκράτορα, γιατί είχαν εξελιχθεί διαφορετικά από τον τρόπο με τον οποίο πίστευε ότι θα εξελίσσονταν.

31. Συμβουλές πατριάρχη προς συγγραφέα, μεγάλο χαρτοφυλάκα και πρωτέκδικο104

Κι ο πατριάρχης, όταν συντάχθηκε η προαναφερθείσα απόφαση, άφησε να περάσει μια μέρα και την επόμενη κάλεσε τον μεγάλο χαρτοφύλακα, εμένα και τον πρωτέκδικο και προσπάθησε να μάς εξηγήσει και να μάς παρακινήσει. Άρχισε πρώτα από τα φλουριά:

«Ο πάπας μάς παρέχει ήδη όσα οφείλονται, δηλαδή χρήματα πεντέμιση μηνών, ενώ εξοικονομεί και τις πέντε γαλέρες, καθώς και άλλη μια για τον αυτοκράτορα. Θα δώσουν γαλέρες και οι Ενετοί και θ΄ ακολουθήσουν κι εκείνες τής περιπολίας.105 Θα επιστρέψουμε λοιπόν έντιμα με δεκαπέντε γαλέρες».

Έπειτα μάς παρουσίασε έγγραφο υποσχετικό,106 δήθεν τού πάπα και των καρδιναλίων, στο οποίο γραφόταν ότι θα έδιναν τον Μάρτιο είκοσι γαλέρες στην Πόλη,107 για να τις είχε ο αυτοκράτορας όπου τις χρειαζόταν, ενώ θα έκανε πολλά υπέρ τής Πόλης, επειδή είχε για εμάς πολλές και καλές σκέψεις και θα γινόταν μεγάλο καλό στους χριστιανούς. Έπειτα πρόσθεσε:

«Ορίστε, είδατε ότι αποδείχθηκε, ότι εκείνο που λένε οι Λατίνοι το πιστεύουν και οι άγιοι και το λένε οι δυτικοί και μερικοί από τούς ανατολικούς. Επειδή λοιπόν αποδείχθηκε καθαρά και συμφωνήθηκε από τη σύνοδο και απ΄ όλους, ενώ εσείς είστε δικοί μου, παιδιά μου, μέλη τής φαμίλιας μου και φίλοι μου και δεν σάς είπε κανείς τίποτε για το θέμα αυτό, μού φάνηκε καλό και σάς το λέω, ότι το πράγμα έγινε καλά με τη χάρη τού Θεού και αποφασίστηκε να είμαστε ενωμένοι με τούς Λατίνους. Πρέπει λοιπόν κι εσείς, ως καλοί άνθρωποι και ως μαθητές τής Εκκλησίας και δικοί μου, να δεχτείτε το γεγονός για το καλό τής ειρήνης, για το συμφέρον των χριστιανών, για τη βοήθεια τής πατρίδας, για όσα καλά επακολουθήσουν από την ένωση, και για να είστε ομόφωνοι και ομογνώμονες με μένα, όπως είσασταν και πριν. Σάς τα λέω λοιπόν αυτά σαν δικούς μου και σαν παιδιά μου. Γιατί ποιος άραγε άλλος έπρεπε να σάς τα πει, αν όχι εγώ, ο προστάτης και πατέρας σας;»

32. Ο συγγραφέας απαντά στον πατριάρχη108

Αφού λοιπόν απάντησαν οι άλλοι, είπα κι εγώ:

«Έχοντας γεννηθεί, ανατραφεί και εκπαιδευτεί, με τη χάρη τού Θεού, από άριστους γονείς και διδασκάλους τής Εκκλησίας, τούς οποίους γνωρίζει καλά και η μεγάλη αγιοσύνη σου, καρπωνόμουν πάντοτε από αυτούς, αλλά και από τούς άλλους τούς μορφωμένους και θαυμαστούς άνδρες, τούς οποίους πρόλαβα και είδα στην πατρίδα, αλλά και από εκείνα που διάβασα να λένε οι άγιοι, τα σχετικά με τη διαφορά των Εκκλησιών, ότι η αλήθεια βρίσκεται στη δική μας Εκκλησία. Αν και είμαι λοιπόν λίγος στην ομιλία, ενώ από αμέλειά μου δεν έφτασα να γίνω ίσος με τούς γονείς και τούς διδασκάλους μου, ωστόσο με τη βοήθεια τού Θεού μπορώ και να καταλαβαίνω εκείνα που διαβάζω. Γιατί δεν είμαι κι από τούς πιο αμόρφωτους. Απ΄ όλα λοιπόν, και από εκείνα που διδάχτηκα, και από εκείνα που μελέτησα, και από εκείνα που ήδη διαβάζω και σκέπτομαι, δεν βρίσκω το δόγμα των Λατίνων υγιές, αλλά αντίθετο με την παράδοση τού Σωτήρα μας και τις διδασκαλίες των αγίων. Πώς άραγε, παραβλέποντας όλα αυτά, θα υποστηρίξω δόγμα που λέει τα αντίθετα από τούς αγίους, προξενώντας στον εαυτό μου ψυχική βλάβη; Αν διακυβευόταν κάτι άλλο, εξωτερικό ή και σωματικό, θ΄ ακολουθούσα τη μεγάλη αγιοσύνη σου και θα συναινούσα σε αυτό που έχει γίνει. Όμως εδώ βλέπω ψυχικό κίνδυνο, δεν μπορώ ν΄ αλλάξω τα πιστεύω μου, ούτε να συναινέσω σε κάτι διαφορετικό από εκείνο με το οποίο συναινούσα».

33. Διαμάχη μεταξύ πατριάρχη και συγγραφέα επί των πατερικών κειμένων109

Ο πατριάρχης απάντησε σε αυτά:

«Καλά είναι όσα λες, τα ίδια πίστευα κι εγώ. Και ακούγατε όλοι, όπως μού φαίνεται ότι γνωρίζετε ότι ήμουν πάντοτε πεισματικός και ανένδοτος, περισσότερο από τούς άλλους. Όμως, από τη στιγμή που άκουσα τι λένε αυτοί οι άγιοι, τούς οποίους γιορτάζουμε, τούς οποίους δεχόμαστε ως αγίους, το δέχτηκα κι εγώ. Πώς θα μπορούσα να μη δεχτώ τούς αγίους;»

Και τον ρώτησα:

«Και ποιος γνωρίζει ότι οι άγιοι το λένε αυτό; Από πού θα πιστέψουμε ότι είναι των αγίων τα ρητά που προσκόμισαν εκείνοι, που παρουσίασαν νοθευμένο το άγιο σύμβολο στα πρακτικά τής Εβδόμης Συνόδου; Ποιες αποδείξεις μάς έδωσαν γι΄ αυτά; Πώς θ΄ αφήσουμε τα ρητά των ανατολικών αγίων, τα ομολογούμενα και σαφή και αναντίρρητα, και θα δεχτούμε εκείνα, τα οποία ούτε διαβάσαμε, ούτε ακούσαμε, αλλά τα θεωρούμε επίσης αμφίβολα και νόθα;»

Κι ο πατριάρχης είπε:

«Δεν είναι αμφίβολα. Γνήσια είναι κι εκείνα των δυτικών. Το ίδιο λέει και ο Άγιος Αθανάσιος και ο Άγιος Κύριλλος και ο Άγιος Επιφάνιος».

Κι εγώ είπα:

«Ούτε ο Άγιος Αθανάσιος το λέει αυτό, μάλλον το αντίθετο λέει, ούτε ο Άγιος Κύριλλος. Γιατί έχουμε και τα γραπτά τού Αγίου Κυρίλλου και γνωρίζουμε ακριβώς τι λέει».

Κι ο πατριάρχης είπε:

«Διάβασα τον Άγιο Αθανάσιο και το λέει αυτό σαφώς.110 Αλλά και ο Άγιος Κύριλλος111 σε πολλά σημεία το λέει. Για τον Άγιο Επιφάνιο ρώτησα πολλές φορές τον διδάσκαλο κυρ Ιωσήφ και μού είπε: "Για τούς άλλους έχω κάτι να πω, αλλά γι΄ αυτόν τον άγιό μου δεν έχω. Μάλιστα εγώ δεν τα δέχομαι όπως τα λέει αυτός. Αλλά επειδή είναι άγιος, είναι καλύτερο να συναινώ με τα δικά του παρά με τα δικά μας, αυτός λοιπόν το λέει φανερότατα". Σάς λέω λοιπόν σαν δικούς μου και σαν παιδιά μου και σάς συμβουλεύω: συμφωνήστε με αυτό που έχει γίνει».

34. Η κατά συγγραφέα ασυμφωνία μεταξύ δυτικών και ανατολικών αγίων112

Κι όταν εμείς αντιστεκόμασταν πάλι και απορρίπταμε την ένωση, είπε ο πατριάρχης:

«Ορίστε λοιπόν. Θα με κάνετε να μη γυρίσω στην Πόλη».

Κι όταν εμείς τού απαντήσαμε,

«η μεγάλη αγιοσύνη σου έχεις τούς πολλούς ομογνώμονες. Τι λοιπόν εμποδίζουμε εμείς;»

αυτός είπε:

«Αν δεν έχω όλους τούς δικούς μου ομογνώμονες, δεν θ΄ αναχωρήσω για την Πόλη. Όμως σάς λέω και σάς προτείνω πατρικά και φιλικά και κηδεμονικά: Αν δεν πειστήκατε από μένα, δεν πειράζει. Αν όμως το μάθει αυτό η σύνοδος, δεν θα σάς αφήσει απλώς και ως έτυχε, αλλά θα κάνει εκείνο που οφείλει».

Κι εμείς απαντήσαμε:

«Είμαστε έτοιμοι να υπομείνουμε εκείνο που θ΄ αποφασίσει η σύνοδος. Όμως οι πρωτεργάτες τής συνόδου (είπα εγώ), εκείνοι που σχεδίασαν αυτή την ένωση, λένε ότι συμφωνούν τα ρητά των ανατολικών και των δυτικών αγίων. Παρακαλῶ λοιπόν να διατάξεις, να έλθω εγώ κι ένας από εκείνους, όποιον αποφασίσεις, ενώπιον τής μεγάλης αγιοσύνης σου και θα πω τις απορίες που έχω σε μερικά ρητά των αγίων. Αν λοιπόν λύσει τις απορίες μου και συμβιβάσει τα ρητά, έχει καλώς. Διαφορετικά δεν θα συναινέσω έτσι απλά σε αυτό που έγινε».

35. Ο πατριάρχης προτείνει στον συγγραφέα να συζητήσει τις αμφιβολίες του με ειδικό113

Καί είπε αμέσως ο πατριάρχης:

«Ορίστε, ζητάς διάλεξη. Συζήτα λοιπόν με παρρησία. Η σύνοδος και όλοι οι αρχιερείς αρκέστηκαν στα ρητά των αγίων κι εσύ μόνο άραγε δεν θέλεις ν΄ ακολουθήσεις;»

Είπα:

«Γνωρίζω τούς αρχιερείς. Μήπως πιστεύεις ότι, εκτός από δύο ή τρεις, όλοι οι άλλοι είναι τιποτένιοι;114 Ή μήπως προστάζεις ν΄ ακολουθήσω εκείνον που είπε, «λέω το εκ τού Υιού σωζομένης αβλαβούς τής Αγίας Τριάδος»,115 ο οποίος ρωτήθηκε τρεις φορές, είπε τρεις φορές ακριβώς το ίδιο και προκάλεσε γέλια, αφού, χωρίς να το καταλαβαίνει, υποστήριζε το αντίθετο από εκείνο που έλεγε; Δεν μού αρμόζει», είπα, «να ακολουθώ αρχιερείς, που ξέρουν να θεολογούν με αυτόν τον τρόπο. Ζήτησα αυτό που σού ανέφερα και αν προστάξεις να γίνει, καλώς, αν όχι, δεν θα πω άλλα».

Κι εκείνος πάλι είπε:

«Δεν είναι δυνατό να κάνω αυτό που ζητάς, γιατί οφείλεις ν΄ ακολουθήσεις τη σύνοδο. Αν έχεις αμφιβολία και ζητάς την ικανοποίηση που λες, πήγαινε σε όποιον θέλεις, πες του ό,τι νομίζεις και ικανοποιήσου από εκείνον. Μόνο να μη το γνωρίζει αυτό κανένας άλλος. Και να γίνει πολύ σύντομα. Γιατί από κανένα δεν θέλω να εξαπατηθώ».

36. Ο συγγραφέας στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο116

Την επόμενη λοιπόν ημέρα πήγα στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο, τού διηγήθηκα αναλυτικά όλα όσα ειπώθηκαν από τον πατριάρχη και από εμάς και ζήτησα να τού παρουσιάσω κάποια ρητά. Κι εκείνος άρχισε αμέσως να χτυπά το πρόσωπό του, να θρηνεί, να κλαίει για τον εαυτό του και ν΄ απαρνιέται τη ζωή, δήθεν επειδή άκουσε ότι ο πατριάρχης είχε αρχίσει να προσπαθεί να μάς πείσει με τα φλουριά και τις γαλέρες. Χτυπιόταν και οδυρόταν, έλιωνε στα δάκρυα για εκείνες που χήρεψαν πρόσφατα, παρακινούσε κι εμένα σε δάκρυα και αναγκαζόμουν να τού κρατώ τα χέρια, να εμποδίζω τα δυνατά χτυπήματα και να σταματώ τούς ολοφυρμούς, τούς θρήνους και τις οιμωγές του. Κι όταν πέρασε πολλή ώρα με αυτά, είπε τελικά:

«Με έχει καταβάλει η λύπη και δεν μπορώ ούτε ν΄ ακούσω, ούτε να μιλήσω γι΄ αυτά. Θα έρθεις μιαν άλλη φορά και θα τα συζητήσουμε».

Το σούρουπο, όταν πήγα στον πατριάρχη μαζί με άλλους, μού είπε ο πατριάρχης:

«Τι λες;»

Όταν τού είπα,

«ακόμη δεν βρήκα πιο σοβαρά εκείνο που ήθελα»,

είπε:

«Φρόντισε όσο πιο σύντομα μπορείς».

37. Νέα συνάντηση με τον ίδιο117

Πήγα και πάλι στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο την επόμενη μέρα, έχοντας στα χέρια και δείχνοντάς του τα ρητά. Κι εκείνος άρχισε αμέσως να μού λέει άλλα αντ΄ άλλων και ν΄ αφηγείται με λεπτομέρειες παλαιά περιστατικά. Συνέχιζε να μιλά ασταμάτητα με απέραντες μακρολογίες και περιττές διηγήσεις, πηδώντας από τη μια στην άλλη, ώστε να περάσει χωρίς αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος τής ημέρας. Κι όταν ξεκίνησα να πω κάτι για εκείνα που ζητούσα, είπε αμέσως:

«Δεν είναι τώρα η ώρα για τέτοιες συζητήσεις, γιατί αυτές χρειάζονται άλλες συνθήκες. Όταν πάμε στην Πόλη, εκεί θα εξεταστούν αυτού τού είδους τα ζητήματα. Τώρα όμως ακολούθησε την Εκκλησία σου».

Και με έδιωξε με τέτοια λόγια. Εγώ όμως είπα πάλι:

«Όταν μού δείξει κάποιος ότι η ένωση αυτή δεν αντιφάσκει προς τα λεγόμενα των αγίων για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος, τότε θ΄ ακολουθήσω».

Στο μεταξύ πέθανε και ο πατριάρχης και κανένας δεν μού είπε κάτι για την ένωση. Αυτή λοιπόν τη στάση κράτησε ο πατριάρχης απέναντί μας κι εμείς απέναντι στην ένωση, όπως προαναφέρθηκε.

38. Νέες απαιτήσεις των Λατίνων. Αιφνίδιος θάνατος τού πατριάρχη118

Οι Λατίνοι όμως, αφού δέχτηκαν τη συγκατάθεση των δικών μας προς το δικό τους δόγμα, προχώρησαν και σε άλλα ζητήματα και απαιτούσαν από τούς δικούς μας να διορθώσουν κάποια πράγματα τής εκκλησιαστικής μας τάξης που δεν τούς φαίνονταν αρεστά. Έτσι, ακούγοντάς τα ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης, στενοχωριούνταν και μετάνιωναν για τη συγκατάθεση στο δόγμα. Όμως ο πατριάρχης, αφού είπε κι έδωσε την προαναφερθείσα γνώμη, ετοιμαζόταν για την επάνοδο κι έστειλε τα περισσότερα πράγματά του στη Βενετία. Έλεγε ότι θα περίμενε λίγες ημέρες, μέχρι να υπογράψει την απόφαση που θα συντασσόταν και θα έφευγε αμέσως από τη Φλωρεντία.

Ωστόσο δεν αξιώθηκε να κάνει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί πριν προφτάσει να υπογράψει, πέθανε και τάφηκε εκεί. Αφού λοιπόν έδωσε τη γνώμη που έδωσε, έζησε οκτώ μέρες. Πέθανε στις 10 Ιουνίου 1439,119 αιφνιδίως κατά το δείπνο,120 έχοντας πατριαρχήσει για εικοσιτρία χρόνια και είκοσι ημέρες.121 Τη λεπτομερή περιγραφή των μακροχρόνιων και διαφόρων ασθενειών του,122 καθώς και το ότι η ιππασία από τη Φερράρα στη Φλωρεντία τού προκάλεσε και υδρωπικία, από την οποία προκλήθηκε και ο θάνατός του, αφήνω να τα περιγράψουν άλλοι, εκείνοι που θέλουν να τα πουν πιο αναλυτικά.123

<-8. Η Σύνοδος στη Φλωρεντία 10. Συγγραφή και υπογραφή τής απόφασης τής Συνόδου Φλωρεντίας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top