Κεφάλαιο 8

<-7. Το αδιέξοδο τής Συνόδου στη Φερράρα 9. Η τελική φάση τής Συνόδου τής Φλωρεντίας->

Κεφάλαιο 8: Η Σύνοδος στη Φλωρεντία

…για τις δαπάνες των μισθοφόρων βαλλιστών
και των παπικών γαλερών
που φρουρούν την Κωνσταντινούπολη
χρωστάς 11.000 φλουριά.
Ας δοθούν λοιπόν τώρα,
ας εξοικονομηθούν
με αυτά δύο γαλέρες
κι ας αναχωρήσουν για την Πόλη.

Περιεχόμενα κεφαλαίου1

Εδώ περιέχονται τα σχετικά με τις διαλέξεις στη Φλωρεντία και ότι τις σταματήσε ο ίδιος ο αυτοκράτορας και προχωρούσε προς ενωτικές ενδιάμεσες λύσεις. Και ότι τότε, όταν ήρθε πρέσβης ζητώντας να προσφερθεί βοήθεια στην Πόλη, ο αυτοκράτορας τη ζήτησε επίμονα από τον πάπα, αλλά δεν πέτυχε τίποτε. Και ότι επέκρινε τον Ηρακλείας. Και ότι ήρθε ο Ιουλιανός στον αυτοκράτορα και απέδειξε ότι ο πάπας έκανε και περισσότερα ακόμη από εκείνα που είχαν συμφωνηθεί, αλλά εμείς δεν τηρούσαμε τις συμφωνίες. Και ότι ο αυτοκράτορας πήγαινε ιδιαιτέρως με κάποιους αρχιερείς στον πάπα και συζητούσαν κρυφά για ενωτικές λύσεις. Και ότι έστειλαν οι Λατίνοι έκθεση πίστης προς τούς δικούς μας και οι δικοί μας πάλι προς εκείνους.

1. Ο αυτοκράτορας παρέχει στους Λατίνους το δικαίωμα να υποβάλλουν προτάσεις2

Μετά την άφιξή μας στη Φλωρεντία, μάς άφησαν να ξεκουραστούμε την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών3 και την επόμενη εβδομάδα4 ετοίμασαν τις διαλέξεις. Οι Λατίνοι ζήτησαν να προτείνουν εκείνοι τα θέματα των διαλέξεων και ο αυτοκράτορας συμφώνησε, χωρίς να επικοινωνήσει με την ανατολική σύνοδο. Όταν το έμαθαν οι δικοί μας, είπαν στον αυτοκράτορα:

«Δεν είναι καλό που παραιτηθήκαμε από το δικαίωμα να προτείνουμε εμείς».

Τότε ο αυτοκράτορας είπε:

«Στη Φερράρα προτείναμε θέματα εμείς και τώρα είναι δίκαιο να προτείνουν εκείνοι».

Οι δικοί μας απάντησαν:

«Εμείς είμαστε οι ενάγοντες κι εμείς εγκαλούμε εκείνους. Άρα πρέπει πρώτα εμείς να πούμε τα δικά μας επιχειρήματα και να τούς υποχρεώσουμε σε απαντήσεις».

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Χρειάζεται να τηρήσουμε την ισότητα των δύο μερών. Στην αρχή λοιπόν προτείναμε εμείς και τώρα πρέπει να προτείνουν εκείνοι».

Και το επικύρωσε λέγοντας:

«Γιατί αυτό είναι το δίκαιο».

2. Προπαρασκευαστική συνάντηση (26 Φεβρουαρίου) 5

Έτσι την Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 14396 τής δεύτερης εβδομάδας των Νηστειών έγινε η πρώτη συνεδρίαση.7 Άρχισε λοιπόν ο Ιουλιανός να λέει στην εισαγωγή του:8

«Ο μακαριότατος πατέρας με προστάζει να πω, ότι όταν συσκεπτόμασταν για να μεταφέρουμε αυτή την ιερά σύνοδο από τη Φερράρα στη Φλωρεντία, είπε ο αυτοκράτορας να παρακινηθούμε πολύ, να συντελέσουμε και να ολοκληρώσουμε το έργο αυτό τής ένωσης. Και ο πάπας, αφού το δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση, είπε ότι δεν υπάρχει πιο κατάλληλος τρόπος γι΄ αυτό, από το να συζητούμε συνεχώς. Και αργότερα αποφασίστηκε να μαζευόμαστε τρεις φορές την εβδομάδα απαραιτήτως και να διαρκούν οι διαλέξεις μέχρι τρεις ώρες καθεμιά. Έπειτα φάνηκε στον αυτοκράτορα μάλλον πιο καλό, να επιλεγούν από κάθε πλευρά μερικοί και να συσκεφτούν ιδιαιτέρως και μυστικά, ώστε να βρούμε κάποιον τρόπο, με τον οποίο θα καταλήξουμε στην ένωση. Κι αν μέν με αυτόν τον τρόπο μπορέσουμε να ενωθούμε, ήδη θα κατορθωθεί εκείνο που επιθυμούμε. Αν όμως δεν βρεθεί τέτοιος τρόπος ενωτικός, να προχωρήσουμε προς την ένωση μέσω των διαλέξεων. Επειδή λοιπόν αυτό το πρότεινε πρώτος ο αυτοκράτορας, είναι φανερό ότι βρήκε και τον ενωτικό τρόπο και ο πάπας ζητά να τον παρουσιάσει και σ΄ εμάς».

3. Παρέμβαση τού αυτοκράτορα9

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Θα πω πρώτα εκείνα που είχα την πρόθεση να πω πριν πει ο καρδινάλιος εκείνα που είπε, ενώ στη συνέχεια θ΄ απαντήσω στα λόγια του. Λέω λοιπόν ότι εμείς στο ζήτημα τής προσθήκης είπαμε πράγματα πολλά και αναγκαία. Μάλιστα είχαμε να πούμε ακόμη περισσότερα και ισχυρότερα, αλλά τα παραλείψαμε, όπως μάς ζητήσατε. Είναι δικαίωμά μας να μιλήσουμε, όταν θελήσουμε, για το θέμα αυτό. Γι΄ αυτό μού φάνηκε καλό να το αναφέρω στην εισαγωγή τής ομιλίας μου, ώστε αν συμβεί ν΄ αναφερθούμε εμείς σ΄ εκείνα τα λόγια, να μη φανεί ότι επανερχόμαστε σε πράγματα από τα οποία παραιτηθήκαμε.

Για τα άλλα εκείνα που θα διηγηθώ, συμφωνώ κι εγώ ότι έτσι είναι. Τρόπο ένωσης ούτε βρήκαμε, ούτε έχουμε,10 αλλά ούτε σκεφτήκαμε. Αν όμως έχετε εσείς, ζητάμε να μάς τον εμφανίσετε».

4. Απάντηση τού καρδινάλιου Ιουλιανού11

Όταν άκουσαν αυτά τα λόγια του, σηκώθηκαν, πλησίασαν τον πάπα και συσκέφτηκαν ήρεμα. Έπειτα κάθησαν και είπε ο Ιουλιανός:

«Γαληνότατε κύριε αυτοκράτορα, η γαληνότητά σου έχει πειστεί, όπως είπες, ότι τα προαναφερθέντα από τούς δικούς σου για την προσθήκη είναι γενναία και ισχυρά, ενώ παραλείφθηκαν και άλλα περισσότερα, επειδή ζητήσαμε εμείς να μεταβούμε στις περί δόγματος διαλέξεις και η γαληνότητά σου, κάνοντας χάρη σ΄ εμάς, το έκανες λοιπόν έτσι, ώστε όταν κρίνει η δική σου γαληνότητα σκόπιμο, να επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα. Για το πρώτο λοιπόν, φαίνεται στον αγιότατο πατέρα και σε όλους εμάς, ότι η διαφορά για την προσθήκη αναπτύχθηκε πλήρως και διασαφηνίστηκε. Και επειδή τα θεωρούμενα από εσάς ισχυρά λύθηκαν με σαφήνεια, ζητήσαμε να μεταβούμε στα ζητήματα τού δόγματος, για να μη χάνουμε τον καιρό μας. Ας πουν λοιπόν οι δικοί σας τώρα, αν έχουν κάτι να πουν. Γιατί με τη χάρη τού Θεού είμαστε έτοιμοι και ν΄ ακούσουμε και να λύσουμε αυτά που θα παρουσιαστούν».

Κι ο αυτοκράτορας αποκρίθηκε:

«Το ζήτημα τής προσθήκης είπαμε να παραμένει μετέωρο, επειδή κανένα συμπέρασμα δεν προέκυψε κι έτσι πρέπει να παραμένει. Όσο για τον ενωτικό τρόπο, δεν είπα να σκεφτούμε μόνοι μας, σαν να οφείλουμε εμείς απαραίτητα να βρούμε τον τρόπο τής ένωσης, αλλά να σκεφτούμε από κοινού».12

5. Οι δέκα13 συνεδριάσεις τής συνόδου τής Φλωρεντίας (2-24 Μαρτίου)14

Ειπώθηκαν λοιπόν σε αυτήν, καθώς και στις άλλες επτά συνεδριάσεις που έγιναν στη Φλωρεντία, όσα περιλαμβάνονται στα υπομνήματα, τα οποία γράφονταν εκεί αναλυτικά από τούς διορισμένους γραφείς και αν θέλει κάποιος να μάθει, θα τα βρει εκεί. Στην τελευταία συνεδρίαση15 έκανε ο Εφέσου ομιλία,16 ύστερα από προτροπή τού αυτοκράτορα, που αποδείκνυε την αλήθεια και το ειλικρινές τής δικής μας πίστης και των δογμάτων τής δικής μας Εκκλησίας με βάση την αγία γραφή και τούς αγίους.

Κι έβαλε τέλος. Το έκανε αυτό βλέποντας τη σοφιστική, εριστική και αμετάπειστη συμπεριφορά των Λατίνων και μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, το έκανε με προτροπή τού αυτοκράτορα. Έγιναν κι άλλες δύο συνεδριάσεις,17 κατά τις οποίες προσκόμισαν οι Λατίνοι ρητά των δυτικών αγίων από κάποια φύλλα,18 που αποτελούσαν δήθεν το δικό τους δόγμα, δηλαδή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό. Και ζητούσαν απαντήσεις, τις οποίες δεν έδωσε κανένας από τούς δικούς μας, που είπαν μόνο:

«Θα απαντήσουμε όταν δούμε τα αυθεντικά».

Και στο σημείο αυτό σταμάτησαν οι διαλέξεις.

6. Συνάντηση των Γραικών παρουσία τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη19

Μάς συγκέντρωσε20 λοιπόν ο αυτοκράτορας όλους ενώπιον τού πατριάρχη και είπε στον Εφέσου να ετοιμάσει απάντηση σε αυτά που προσκόμισαν οι Λατίνοι. O Εφέσου είπε:

«Βλέπω ότι αυτού τού είδους οι διαλέξεις δεν θα τελειώσουν ποτέ, ούτε θα φέρουν σ΄ εμάς καλό αποτέλεσμα. Γι΄ αυτό δεν σκοπεύω να μιλάω χωρίς λόγο και ν΄ αντιμάχομαι μάταια. Άλλωστε και γι΄ αυτόν τον λόγο πήρα από την αγία βασιλεία σου την άδεια να πω όσα είπα στην τελευταία ομιλία και να σταματήσω. Αν λοιπόν προστάζεις, ας μιλήσει κάποιος άλλος και ας δώσει απάντηση».

Κι όταν ο αυτοκράτορας τον πίεζε να το κάνει ο ίδιος, είπε πάλι:

«Δεν ξέρω αν τα ρητά που μάς έφεραν ανήκουν στους αγίους που μάς δήλωσαν εκείνοι. Αν λοιπόν απαντήσω, θα πω ότι τα ρητά αυτά είναι νόθα».21

Αμέσως τού είπαν κάποιοι:

«Αν τα χαρακτηρίσεις νόθα, τότε θα εξυβρίζεις τούς αγίους, θα ξεσηκώσεις μεγάλη διχόνοια και διαμάχη ανάμεσα στους ανατολικούς και στους δυτικούς αγίους και θα προκληθεί μεγάλο σκάνδαλο».

Ο Εφέσου απάντησε:

«Δεν θα εξυβρίσω τούς αγίους, αλλά επειδή εμείς δεν έχουμε τις ομιλίες μέσα στις οποίες βρίσκονται αυτά τα ρητά, ούτε μάς είναι αυτά γνωστά, ούτε έχουμε ακούσει γι΄ αυτά μέχρι τώρα, τα μέν ρητά θα παραγράψω λόγω αμφιβολιών,22 επειδή δεν τα γνωρίζω, στους δέ αγίους θ΄ αποδώσω τον οφειλόμενο σεβασμό».

Ωστόσο αυτά τα λόγια δεν άρεσαν στους περί τον αυτοκράτορα. Γι΄ αυτό ύστερα από δύο μέρες ήρθε ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη. Συγκεντρωθήκαμε πάλι κι εμείς, έχοντας οριστεί για τούς ίδιους λόγους και σκοπούς. Κι όταν έγινε πάλι μεγάλη συζήτηση για το θέμα αυτό, είπε ο Εφέσου:

«Όσα από τα ρητά των δυτικών αγίων είναι σύμφωνα με την επιστολή τού Αγίου Μαξίμου προς τον πάπα Μαρτίνο, θα τα δεχτώ ως γνήσια. Όσα όμως διαφωνούν, δεν θα τα παραδεχτώ».

<Δεν> άρεσε αυτό στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο και στους περισσότερους, με εξαίρεση λίγους, γι΄ αυτό απορρίφθηκε.

Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν στου πατριάρχη σε τρίτη συνεδρίαση, οι ίδιοι επί των ιδίων θεμάτων, παρόντος και τού αυτοκράτορα, που απαιτούσε από τον Εφέσου να ετοιμάσει απαντήσεις σε αυτά που είχαν προσκομίσει οι Λατίνοι. Αφού λοιπόν ανταλλάχθηκαν πολλά επιχειρήματα, είπε ο Εφέσου:

«Μπορώ ν΄ απαντήσω και ν΄ αποδείξω, ότι τα ρητά αυτά δεν συμφωνούν με εκείνα που πίστευε η Εκκλησία τού Χριστού τότε, όταν ήταν ενωμένη, αν φυσικά και τα ρητά αυτά ήσαν τότε όπως τώρα τα ακούσαμε».

Τότε τον ρώτησε ο αυτοκράτορας:

«Πού θα θεμελιώνεται η αξιοπιστία και η ορθότητα των προτάσεων των συλλογισμών σου;»

Και απάντησε:

«Στις οικουμενικές συνόδους».

<Δεν> άρεσε λοιπόν αυτό στον αυτοκράτορα και σε μερικούς άλλους. Έπειτα, καθώς απορρίφθηκε γρήγορα κι έτσι λύθηκε η συνεδρίαση, βγαίνοντας ο Νικαίας είπε σε επήκοο τού αυτοκράτορα, τού πατριάρχη και όλων:

«Εγώ θα πω ανοιχτά τη γνώμη μου και τι πιστεύω γι΄ αυτά τα ζητήματα. Και αν μεν αρέσει και στους άλλους, καλώς. Αν όχι, και πάλι θ΄ ακολουθήσω την Εκκλησία μου».

7. Τουρκική απειλή στην Κωνσταντινούπολη23

Ενώ λοιπόν ασχολούμασταν με αυτά, έφτασε στον αυτοκράτορα πρέσβης ο Καντακουζηνός Φακρασής,24 φέρνοντας γράμματα από τις δέσποινες, δηλαδή τη μητέρα25 και τη σύζυγό του,26 από τον αδελφό του, τον δεσπότη Κωνσταντίνο, που τον είχε αφήσει στην Πόλη ως αναπληρωτή του,27 καθώς και από τούς μεσάζοντες.28 Το μήνυμα λοιπόν τής πρεσβείας ήταν ότι είχε φανεί καλό σε σύσκεψη και πιο συμφέρον από κάθε άποψη, να βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη περί τα τέλη τής άνοιξης δύο τουλάχιστον γαλέρες τού πάπα. Γιατί έτσι θ΄ αναχαιτιζόταν η ορμή τού Αμηρά εναντίον τής Πόλης.29 Ενημέρωσε λοιπόν αναλυτικά τον αυτοκράτορα και ζητούσε να υπάρξει άμεση φροντίδα. Γιατί ήδη άρχιζε η εποχή τής άνοιξης. Ύστερα από λίγες ημέρες είπε ο ίδιος καυχώμενος με παρρησία, ότι θα επέστρεφε σύντομα στην Πόλη με γαλέρες. Βλέποντάς μας να χαμογελάμε ήρεμα, αφού ξέραμε την υπέρ μας προθυμία και βοήθεια των Λατίνων, είπε πάλι ο ίδιος:

«Είμαι βέβαιος, ότι σε δεκαπέντε μέρες θα φύγω από εδώ με γαλέρες»,

χωρίς να ξέρει ότι θα έφευγε ύστερα από έξι μήνες μαζί με όλους εμάς και ότι θα έφτανε κι αυτός στην Κωνσταντινούπολη την επόμενη άνοιξη μαζί μας, με τις γαλέρες τού εμπορίου.

8. Οι μάταιες εκκλήσεις τού αυτοκράτορα προς τον πάπα να σώσει την Πόλη30

Όμως ο αυτοκράτορας31 δέχτηκε με χαρά αυτή την πρεσβεία, επειδή κι εκείνος με τον ίδιο τρόπο σκεφτόταν, και παίρνοντας αφορμή από αυτήν, ειδοποίησε τον πάπα για βοήθεια ως εξής:

«Οι συμφωνίες μας, που περιλαμβάνονται στο συνταχθέν από εσάς δεκρέτο,32 εγκρίθηκαν, βεβαιώθηκαν και περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων κι αυτό, ότι στο διάστημα που θα παραμένουμε εμείς σε αυτά τα μέρη, αν χρειαστεί να σταλούν γαλέρες για βοήθεια τής Κωνσταντινούπολης, να τις στείλει η μακαριότητά σου με δικές σου δαπάνες. Τώρα υπάρχει μεγάλη ανάγκη να σταλούν εκεί γαλέρες. Έχουμε λοιπόν το δικαίωμα να ζητήσουμε από τη μακαριότητά σου να στείλεις γαλέρες, όπως προβλέπεται από τη συμφωνία που περιλαμβάνεται στο δεκρέτο.

Κι εγώ δεν το απαιτώ αυτό τώρα. Λέω λοιπόν ότι για τις δαπανές των μισθοφόρων βαλλιστών και των παπικών γαλερών που φρουρούν την Κωνσταντινούπολη33 χρωστάς έντεκα χιλιάδες φλουριά. Γιατί τόσα λένε οι εκεί ότι τούς οφείλονται. Ας δοθούν λοιπόν τώρα αυτά τα φλουριά και ας εξοικονομηθούν με αυτά δύο γαλέρες κι ας αναχωρήσουν για την Πόλη. Κι εγώ θα γράψω, να δοθούν από δικά μου εισοδήματα στους εκεί φρουρούς αυτά τα οφειλόμενα από τη μακαριότητά σου, όπως προβλέπουν οι συμφωνίες μας».

Ωστόσο, αν και ειδοποίησε γι΄ αυτά τον πάπα πολλές φορές, επί πολλές ημέρες, με μεγάλη επιμονή και με πολλά και καλά λόγια, ο αυτοκράτορας δεν πέτυχε τίποτε.34 Τέτοιες βοήθειες υπέρ τής πατρίδας βρήκε ο αυτοκράτορας από τούς Λατίνους σε κατεπείγουσες ανάγκες. Και μάλιστα όντας εκεί αυτοπροσώπως, με τη σύγκλητο και την Εκκλησία όλη, παρακαλώντας και μιλώντας από κοντά.

9. Επιφυλάξεις των Λατίνων και απροθυμία τού αυτοκράτορα35

Οι Λατίνοι απαιτούσαν απαντήσεις κι έλεγαν ότι ή έπρεπε να πειστούν οι δικοί μας για εκείνα που είπαν εκείνοι και να ενωθούμε ή, αν αμφέβαλλαν ακόμη, να συνεχίζαμε τις συζητήσεις. Ο αυτοκράτορας, αντιλαμβανόμενος ότι αν προχωρούσαμε σε διαλέξεις, ο Εφέσου θα μιλούσε με τον τρόπο που προαναφέρθηκε ότι θα μιλούσε και όχι με τον τρόπο που επιθυμούσε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, δεν ήθελε ακόμη να προχωρήσουμε σε διαλέξεις, απέβλεπε σε κάποιους ενωτικούς τρόπους και ενδιάμεσες λύσεις και συσκεπτόταν καθημερινά ή με τον μεγάλο πρωτοσύγκελλο ή με τον Ρωσίας ή με τον Νικαίας, που πήγαιναν σε αυτόν ιδιαιτέρως ο καθένας. Οι υπόλοιποι παρέμεναν αδρανείς. Και όποτε μαζεύονταν ύστερα από εντολή δήθεν για να συσκεφτούν, επικρίνονταν μάλλον από τον αυτοκράτορα ότι ήσαν απείθαρχοι, δεν συνεργάζονταν στις ενωτικές λύσεις, ούτε νοιάζονταν για εκείνο που φαινόταν συμφέρον για την προστασία τής πατρίδας. Έτσι οι τρεις προαναφερθέντες, που βρίσκονταν πάντοτε μαζί με τον αυτοκράτορα και συζητούσαν και συνεργάζονταν μαζί του σ΄ εκείνα που αυτός θεωρούσε σωστά, κέρδιζαν αποδοχή και ευμένεια, οι ίδιοι και όσοι τούς ακολουθούσαν, ενώ οι υπόλοιποι αντιμετωπίζονταν με θυμό και βαρυθυμία.

10. Η ατυχής εμπειρία τού Νικαίας36

Ἐγραφαν κάποιοι από την Αγκώνα και τη Βενετία στους φίλους τους:

«Είστε περιορισμένοι εκεί και δεν το καταλαβαίνετε».

Θέλησε κάποτε και ο Νικαίας να βγεί από την πόλη έφιππος για να ξεσκάσει λίγο και όταν έφτασε στην πύλη τον εμπόδισαν οι φρουροί, λέγοντας:

«Μάς πρόσταξε ο αφέντης μας να μην αφήσουμε κανένα Γραικό να βγεί έφιππος».

Τότε τούς ρώτησε ο Νικαίας:

«Τι δικαίωμα έχει πάνω μας ο αφέντης σας και μάς επιβάλλει αυτό τον περιορισμό;»

Τού απάντησαν:

«Δεν το κάνει ο δικός μας αφέντης, αλλά ο δικός σας αυτοκράτορας. Αυτός ζήτησε από τον αφέντη να το κάνει κι εμείς τηρούμε αυτό που ζητήθηκε».

Έτσι ο Νικαίας γύρισε χωρίς τη θέλησή του και πήγε στον πατριάρχη. Οι υπηρέτες του που τον ακολούθησαν είπαν σ΄ εμάς τα συμβάντα και λυπηθήκαμε και ταραχτήκαμε πολύ, αφού καταλάβαμε και τρίτο περιορισμό.

11. Ο αυτοκράτορας υπαγορεύει τις οδηγίες του στον κλήρο37

Μια από εκείνες τις ημέρες συγκεντρωθήκαμε όλοι, όπως μάς πρόσταξαν, στο πατριαρχικό οίκημα και μίλησε εισαγωγικά ο αυτοκράτορας ως εξής:

«Εγώ είμαι υπερασπιστής38 τής Εκκλησίας. Το έργο τού υπερασπιστή μπορεί να χωριστεί σε πολλά μέρη, αλλά στην παρούσα υπόθεση μού φαίνεται ότι χωρίζεται σε δύο. Το ένα είναι να τηρεί και να υπερασπίζεται τα δόγματα τής Εκκλησίας και να παρέχει ελευθερία σ΄ εκείνους που θέλουν να μιλήσουν υπέρ αυτών των δογμάτων, ώστε να εκφράζουν ανεμπόδιστα εκείνο που επιλέγουν να πουν ως υγιές δόγμα. Επίσης να σταματά και να επικρίνει εκείνους που αντιλέγουν με εριστικό και εχθρικό τρόπο. Το άλλο είναι να κρατά ενωμένους και να διατηρεί όλους τούς δικούς μας σε ομόνοια, για να βρίσκονται όλοι κάτω από μια απόφαση και να συμφωνούν σε μια γνώμη. Αυτό λοιπόν είναι την παρούσα στιγμή το δικό μου έργο ως υπερασπιστή. Γι΄ αυτό σάς είπα και πριν για να ξέρετε, ότι εκείνος που αντιλέγει, φιλονικεί και δεν πειθαρχεί στην ψήφο των περισσοτέρων, θα βρει από τη βασιλεία μου μομφές, επικρίσεις και όλα τα άλλα που χρειάζονται για να μαζευτεί και να ταπεινωθεί, ώστε να μην τού επιτραπεί ν΄ αφηνιάζει όπως θέλει, αλλά να γνωρίζει τα δικά του όρια και ν΄ ακολουθεί τούς περισσότερους».

Ύστερα από αυτού τού είδους τον πρόλογο, προσπαθούσε να πείσει ότι έπρεπε να βρούμε κάποια ενδιάμεση λύση, με την οποία θ΄ ακολουθούσε η ένωση.

12. Η επιστολή Αγίου Μαξίμου προς Μαρίνο ως μέσο συνένωσης39

Ειπώθηκαν λοιπόν διάφορα λόγια για το θέμα αυτό από μερικούς που βοηθούσαν τον αυτοκράτορα. Στη διάρκεια αυτών των ομιλιών ο πατριάρχης αισθάνθηκε τούς συνηθισμένους πόνους κι έφυγε στον κοιτώνα του. Μιλούσαν λοιπόν για το ζητούμενο όσοι ήθελαν, ενώ στη διάρκεια αυτής τής συζήτησης είπε ο αυτοκράτορας:

«Αν βρίσκαμε τούς Λατίνους να δέχονται εκείνο που περιγράφει ο Άγιος Μάξιμος στην επιστολή του προς Μαρίνο για το Άγιο Πνεύμα, άραγε δεν θα μάς φαινόταν καλό να ενωθούμε με αυτόν τον τρόπο;»

Πήραν τον λόγο στη συνέχεια ο Ρωσίας και ο Νικαίας, επίσης και ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος, σπεύδοντας να προτείνουν ότι ήταν καλό και να πείσουν όλους να το υποστηρίξουν. Ο Εφέσου όμως, καθώς και ο Ηρακλείας και κάποιοι λίγοι διαφωνούσαν. Γιατί έλεγε ο Εφέσου, ότι οι Λατίνοι πιστεύουν το αντίθετο εκείνου που λέει ο Άγιος Μάξιμος:

«Πώς άραγε θα ενωθούμε με αυτούς, που ανάφεραν απλώς ότι συμφωνούν με το ρητό τού Αγίου Μαξίμου,40 ενώ οι ίδιοι πιστεύουν το αντίθετο και μάλιστα το κηρύσσουν και στις Εκκλησίες; Χρειάζεται πρώτα εκείνοι να ομολογήσουν τη δική μας άποψη σαφῶς και χωρίς ενδοιασμούς κι έτσι να ενωθούν με εμάς».

Σε αυτό απάντησε ο αυτοκράτορας:

«Οφείλουμε να ζητάμε την προφορική ομολογία τους και ν΄ αρκούμαστε σε αυτήν, όχι να εξετάζουμε και τις έννοιες στο βάθος τής καρδιάς τους».

Κι ο Εφέσου είπε:

«Αν διαφωνούμε στις έννοιες για την πίστη, δεν θα μπορέσουμε ούτε να ενωθούμε».

13. Η ψηφοφορία41

Ύστερα λοιπόν από πολλές ομιλίες και την επαρκή, όπως κρίθηκε, επεξεργασία τού ζητήματος, είπε ο αυτοκράτορας:

«Το ζήτημα εξετάστηκε επαρκώς. Ας δώσουν τη γνώμη τους οι παρόντες».

Οι Εφέσου και Ηρακλείας είπαν:

«Δεν είναι επαρκής για να ενωθούμε αυτή μόνο η ρήση τού Αγίου Μαξίμου».

Ο Ρωσίας, ο Νικαίας και ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος είπαν τα αντίθετα κι έκριναν το παραπάνω απολύτως επαρκές. Κι ο αυτοκράτορας, καταλαβαίνοντας ότι είχε προετοιμάσει τούς περισσότερους ν΄ ακολουθήσουν τη δική του γνώμη, ενώ λίγοι μόνο θα διαφωνούσαν, πρόσταξε:

«Να μη μιλάει καθένας χωριστά, αλλά να πουν όλοι μαζί αν τούς αρέσει, αν δηλαδή συμφωνούν με εκείνα που είπαν ο Ρωσίας και ο Νικαίας».

Φώναξαν λοιπόν κάποιοι λίγοι,

«Μάς αρέσει και συμφωνούμε»,

και ο αυτοκράτορας είπε:

«Ας το πουν αυτό όλοι».

Και είπαν πάλι οι περισσότεροι,

«συμφωνούμε, καλό είναι».

Και ο αυτοκράτορας, κοιτάζοντας στρεφόμενος εκείνους που μίλησαν, είπε πάλι:

«Κι εκείνοι που κάθονται εκεί κάτω, δεν έχουν φωνή; Γιατί δεν βγάζουν φωνή;»

Είπε λοιπόν εκείνος που τούς ξεσήκωνε να συμφωνήσουν με τα ειπωμένα, δηλαδή ο Νικομηδείας:

«Όλοι συμφωνούν».42

14. Ο Ηρακλείας συγκρούεται με τον Ρωσίας και τον Νικαίας43

Με τέτοιο τρόπο και τέτοια ελευθερία πήρε ο αυτοκράτορας τις γνώμες όλων στο προαναφερθέν ζήτημα. Γιατί αν και μερικοί συμφωνούσαν με τη γνώμη τού Εφέσου και τού Ηρακλείας, δεν πήραν την άδεια να πουν εκείνο που ήθελαν. Έπειτα προχώρησαν πάλι σε άλλες ενωτικές ομιλίες, στις οποίες απαντούσε διαφωνώντας ο Εφέσου και αναπτυσσόταν φιλονικία. Οι διαφωνούντες λοιπόν έδειχναν τη διαφορά και από τη θέση που κάθονταν. Γιατί σε αυτές τις συνεδριάσεις που γίνονταν ιδιαιτέρως, κάθονταν απέναντι από τον Εφέσου και από εκείνους που συμφωνούσαν με αυτόν. Βλέποντας λοιπόν ο Ηρακλείας την εμπάθεια και τη διάθεση φιλονικίας εκείνων που διαφωνούσαν με τον Εφέσου, τούς είπε:

«Μα την αλήθεια, μιλάτε με μίσος όλοι εσείς».

Το άκουσαν ο Ρωσίας και ο Νικαίας και είπαν:

«Πρόσεχε, γιατί μάς βρίζεις. Τι κακό λέμε και μάς βρίζεις;»

Και προσπάθησε ο Ρωσίας να φερθεί ανάρμοστα στον Ηρακλείας. Ο αυτοκράτορας πρόσταξε τον Ρωσίας να σιωπήσει και στράφηκε ο ίδιος με θυμό εναντίον τού Ηρακλείας:

«Από πού έχεις, δέσποτα, το δικαίωμα να μιλάς έτσι, να κάνεις παρατηρήσεις και ν΄ αναισχυντείς; Δεν καταλαβαίνεις ότι έβρισες τούς αρχιερείς; Και από πού είχες εσύ την εξουσία αυτή; Δεν γνωρίζεις τα όριά σου; Ούτε ξέρεις μέχρι που φτάνει η γνώση και η μόρφωσή σου; Αλλά τα πρόφερες αυτά επειδή είσαι αμόρφωτος και χωριάτης. Γιατί αν ήσουν φρόνιμος και μορφωμένος, δεν θα μιλούσες έτσι αναιδώς. Ούτε θ΄ αναισχυντούσες τόσο πολύ ενώπιον τού αυτοκράτορα. Άραγε πόσο θ΄ ανέχομαι ακόμη αυτές τις αναισχυντίες σου; Μέχρι πότε θα συγκρατούμαι με σένα; Ή μήπως νομίζεις ότι δεν γνωρίζω όσα λες και σχεδιάζεις για να εμποδίσεις αυτό το θείο έργο τής ένωσης; Γνωρίζω ακριβώς με ποιον τρόπο το αντιμετωπίζεις. Γνωρίζω όλα όσα κάνεις εναντίον τής ένωσης. Και γνωρίζω με βεβαιότητα ότι σκόπευες να πουλήσεις και τον μανδύα που φοράς για να εμποδίσεις την ένωση. Δεν ήρθαμε εδώ για να λέει και να κάνει καθένας ό,τι θέλει, αλλά για να συνεργαστούμε όλοι για το κοινό συμφέρον. Κι εσύ δεν ντρέπεσαι; Δεν συστέλλεσαι; Δεν δειλιάζεις λέγοντας και κάνοντας τα αντίθετα; Κάνεις τα ίδια με εκείνα που έκανες όταν συγκεντρωθήκαμε στην Παλατιανή και μού είπες ενώπιον τής κυρίας μου τής δέσποινας, τής μητέρας μου, εκείνα που μού είπες; Κι εγώ από μακροθυμία δεν απάντησα. Εσύ όμως ο ίδιος ούτε κατάλαβες, ούτε ντράπηκες γι΄ αυτό που είπες. Έτσι και τώρα, λες με αναισχυντία πράγματα που δεν πρέπει να λες. Γιατί είσαι άνθρωπος ανόητος, αμόρφωτος, βάναυσος και χωριάτης και δεν καταλαβαίνεις, ούτε αισθάνεσαι ποια είναι τα λόγια σου. Υπεύθυνος για όλα εκείνα που λες και για εκείνα που κάνεις είμαι εγώ. Γιατί αν σού έκανα αυτό που σού άξιζε για εκείνο που μού είπες μπροστά στην κυρία μου τη δέσποινα, θα ήσουν κι εσύ και κάθε άλλος αντίστοιχος με σένα προσεκτικός και θα σκεφτόσουν πριν πεις κάτι. Τώρα όμως η δική μου μακροθυμία και πραότητα σ΄ έχει πια καταστήσει αμόρφωτο και αναιδή».

15. Παρεμβάσεις για συμφιλίωση μεταξύ τού αυτοκράτορα και τού Ηρακλείας44

Αυτά λοιπόν και άλλα πολλά τέτοια βαριά λόγια γεμάτα θυμό βρυχήθηκε ο αυτοκράτορας εναντίον τού Ηρακλείας οργισμένος, επαναλαμβάνοντας και ανακυκλώνοντας δύο και τρεις φορές τα ίδια, χωρίς ειρμό εξαιτίας τού θυμού του, καταναλώνοντας σε αυτά μιάμιση ώρα.

Στο τέλος, όταν σταμάτησε, τού είπε ο Ηρακλείας:

«Σ΄ ευχαριστώ δεσπότη μου άγιε, που σε αντάλλαγμα για τις δουλειές που δούλεψα για σένα, για τούς κόπους που κόπιασα και για τις ταλαιπωρίες και τούς κινδύνους και τα άλλα περιστατικά που υπέφερα για να φέρω σε πέρας και να εξυπηρετήσω τις μύχιες επιθυμίες σου, άκουσα τέτοιους χαρακτηρισμούς από την αγία βασιλεία σου και απόλαυσα τέτοιες ευεργεσίες και αμοιβές».

Έπειτα σταμάτησαν όλοι και παρέμεναν για αρκετή ώρα άφωνοι. Και τελικά ζήτησαν από τον δεσπότη Δημήτριο κάποιοι από τούς αρχιερείς που κάθονταν κοντά να παρέμβει και να συμβιβάσει τα πράγματα για λογαριασμό τού Ηρακλείας, όπως κι έγινε. Γιατί όταν το ζήτησε ο δεσπότης και κάποιοι αρχιερείς, είπε ο αυτοκράτορας:

«Το έχω ήδη παραμερίσει και συγχωρώ ό,τι έγινε. Αλλά αυτός πρέπει να προσέχει από εδώ και πέρα».

Έτσι τίμησε ο αυτοκράτορας τον τοποτηρητή τού Αλεξανδρείας και πρόεδρο των υπερτίμων.

16. Οι πεινασμένοι φρουροί τού αυτοκράτορα και ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος45

Ύστερα από αυτά μάς διαδέχθηκε και πάλι η αδράνεια και καθόμασταν υποφέροντας και ταλαιπωρούμενοι. Γιατί πέρασε και η προθεσμία, δηλαδή η μέρα τής γιορτής τού Αγίου Γεωργίου,46 και ούτε έγινε ούτε ειπώθηκε τίποτε. Αλλά ούτε το σιτηρέσιο θυμήθηκαν εκείνοι που υπόσχονταν να μάς το παρέχουν δύο φορές τον μήνα και όποτε το ζητούσαμε.

Είχαν ήδη περάσει τρεις μήνες και περισσότερο και υπέφεραν όλοι από τη φτώχια, πιο πολύ από τούς άλλους οι φρουροί τού αυτοκράτορα,47 που ήσαν και οι πιο φτωχοί και στερημένοι. Γι΄ αυτό πήγαν στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο, που μπορούσε να παρέμβει στον αυτοκράτορα, και τού ζητούσαν να παρακαλέσει τον αυτοκράτορα να τούς δώσει κάτι να φάνε. Κι εκείνος τον παρακάλεσε δύο και τρεις φορές, αλλά δεν πέτυχε τίποτε. Κι επειδή αυτοί τα έβαζαν πια μαζί του, τούς έδωσε από δικά του χρήματα ένα φλουρί, ενώ ύστερα από μερικές ημέρες έκανε πάλι το ίδιο. Κι όταν πάλι από την ανάγκη τής φτώχιας πήγαν και τού ζήτησαν να φροντίσει γι΄ αυτούς, είτε μέσω τού αυτοκράτορα είτε από δικά του, ξέροντας τη διάθεση τού αυτοκράτορα και υποχωρώντας στην παράκληση προς τον ίδιο, τούς έδωσε τα ιερατικά του επιμάνικα48 και τούς είπε:

«Δεν έχω τίποτε άλλο να σάς δώσω. Πάρτε λοιπόν αυτά, πουλήστε τα και φάτε με τα λεφτά που θα εισπράξετε».

Κι εκείνοι, αφού τα πήραν, περνούσαν και τα έδειχναν στους αρχιερείς ζητώντας να τα αγοράσουν, διηγούμενοι και το ενδιαφέρον τού μεγάλου πρωτοσυγκέλλου. Κι αφού δεν τα χρειαζόταν κανένας από τούς εκεί να τα αγοράσει, τα επέστρεψαν σ΄ εκείνον που τούς τα είχε δώσει.

Καί πάλι ύστερα από μερικές ημέρες, πιεζόμενοι από τη φτώχια, ήρθαν στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο και κλαίγονταν για την απόλυτη φτώχια τους, λέγοντας ότι ο ένας πούλησε τα όπλα του, ο άλλος ενεχυρίασε τα ρούχα του και ο τρίτος κάτι άλλο. Κι εκείνος τούς είπε:

«Πηγαίνετε στον Εφέσου και στον μεγάλο σακελλάριο,49 γιατί εκείνοι εμποδίζουν την ένωση, και κάνετε ό,τι καταλαβαίνετε με αυτούς. Γιατί γι΄ αυτούς υποφέρετε κι εσείς και όλοι μας και δεν θα μπορέσουμε να φύγουμε για την πατρίδα».

Μόλις το άκουσαν, έτρεξαν αμέσως στον Εφέσου. Ήσαν περισσότεροι από είκοσι, αλλά δεν τον βρήκαν. Από εκεί πήγαν στον μεγάλο σακελλάριο οπλισμένοι με θυμό και τού είπαν:

«Γιατί δεν αφήνετε να γίνει η ένωση; Θέλετε να πεθάνουμε εδώ; Είναι άραγε καλό να χαθούμε από την πείνα; Ή μήπως δεν ξέρεις ότι δεν θ΄ ανεχτούμε πια να υποφέρουμε για σένα και γι΄ άλλους σαν εσένα;»

Κι όταν τούς ρώτησε ο μεγάλος σακελλάριος,

«ποιος σάς είπε ότι εμπόδισα ή εμποδίζω εγώ την ένωση;»

τού είπαν:

«Ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος λέει ότι εσύ και ο Εφέσου εμποδίζετε να γίνει η ένωση και μάς έστειλε σ΄ εσάς».

Εκείνος φοβήθηκε πολύ και τρόμαξε, δεν ήξερε τι να κάνει και τότε μόνο μπόρεσε να τούς αποθαρρύνει και να τούς κάνει να σιωπήσουν, όταν κατάλαβαν ίσως κι αυτοί και συνειδητοποίησαν τον δόλιο τρόπο του.50 Όμως ο μεγάλος σακελλάριος πήγε στον πατριάρχη, για ν΄ απαγγείλει κατηγορία και να κριθεί συνοδικά ο ίδιος μαζί με τον μεγάλο πρωτοσύγκελλο γι΄ αυτή την κακή πρόθεση. Τον εμποδίσαμε εμείς με κάποια λόγια και επιμείναμε, υπερασπιζόμενοι την αξιοπρέπεια τής τάξης μας.

17. Κομπασμός τού μεγάλου πρωτοσύγκελλου και απάντηση τού μεγάλου σακελλάριου51

Και άλλη φορά, όταν κάθονταν μαζί ο Νικομηδείας, ο μεγάλος σακελλάριος, ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος και μερικοί άλλοι και θλίβονταν για τη στέρηση τού σιτηρέσιου και τη μεγάλη φτώχια των δικών μας, είπε ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος:

«Εγώ κανόνισα και δεν προχώρησαν στην καταβολή τού σιτηρέσιου».

Όταν το άκουσε ο μέγας σακελλάριος, ένιωσε μεγάλη έκπληξη και τού είπε:

«σάβας»,52

προβάλλοντας και τον αντίχειρά του για επιβεβαίωση και έπαινο τής συνδρομής του και τής φροντίδας του υπέρ των δικών μας. Κι εκείνος είπε:

«Τι κακό έκανα; Θέλετε να τρώτε τα φλουριά τού πάπα αδρανείς, χωρίς να φροντίζετε καθόλου για την ένωση;»

Και ο μεγάλος σακελλάριος, με όχι μικρότερη έκπληξη από ειρωνεία, είπε:

«Καλά έκανες και γι΄ αυτό σού λέω σάβας, επειδή σ΄ επαινώ και σε θαυμάζω, τόσο για τη συμπάθεια και βοήθεια για τούς συμπατριώτες και ομοφύλους, όσο και για τη φροντίδα σου για εκείνους που στερούνται χρημάτων».

Τέτοιες συζητήσεις έκαναν οι δικοί μας με εκείνους που διαφωνούσαν με εμάς, σχεδίαζαν με κάθε τρόπο την ήττα μας και αγωνίζονταν να επικρατήσουν πάνω μας.

18. Επιμονή των Γραικών στον αυτοκράτορα να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη53

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ταλαιπωρούμενοι και αναγκαζόμενοι απ΄ όλα, πιέζαμε τον πατριάρχη και τον ικετεύαμε να ειδοποιήσει και να ζητήσει από τον αυτοκράτορα να φροντίσει για εκείνο που έπρεπε να γίνει και ιδιαίτερα για την επιστροφή μας, επειδή βλέπαμε ότι το συμπέρασμα στο οποίο θα κατέληγαν οι Λατίνοι θα ήταν ασύμφορο για εμάς. Ύστερα λοιπόν από δεύτερη και τρίτη αξίωση, έστειλε τον Μολδοβλαχίας, τον μεγάλο σκευοφύλακα κι εμένα στον αυτοκράτορα, να πούμε τα εξής:

«Πέρασαν πολλές ημέρες που καθόμαστε αδρανείς και βλέπω ότι δεν θα γίνει κάτι καλό. Υποφέρουν λοιπόν οι δικοί μας όλοι κι εγώ περισσότερο από τούς άλλους. Γιατί είμαι και άρρωστος και δεν βρίσκω εδώ την ανάπαυση που χρειάζομαι. Γι΄ αυτό είμαι υπέρ τής επιστροφής. Γιατί δεν θέλω να ταφώ στην Ιταλία. Ζητώ λοιπόν από την αγία βασιλεία σου να φροντίσεις για την επάνοδό μας. Γιατί ούτε εγώ, ούτε οι δικοί μας μπορούν πια να παραμένουν εδώ και να ταλαιπωρούνται. Άλλωστε δεν βλέπουμε ότι υπάρχει περίπτωση να γίνει κάποια διόρθωση στη δογματική μας διαφορά. Πρέπει λοιπόν να τα εγκαταλείψουμε αυτά και να φροντίσουμε για την επιστροφή».

19. Η αντίδραση τού αυτοκράτορα54

Μόλις λοιπόν τα άκουσε ο αυτοκράτορας, είπε:

«Εγώ δεν παραμένω αδρανής, αλλά πάντοτε μιλώ και αγωνίζομαι γι΄ αυτό το ζήτημα. Γιατί έρχονται συνεχώς σε μένα απεσταλμένοι τού πάπα, λένε και τούς απαντώ. Άλλοι μπορεί να κοιμούνται, αλλά εγώ αγωνίζομαι. Το γεγονός ότι παραμένουμε αδρανείς και πέρασε και η προθεσμία, όπως λέτε, δεν οφείλεται σε μένα, αλλά σ΄ εσάς. Γιατί εσείς καθυστερείτε. Λέτε μάλιστα ότι δεν θα καταλήξουμε σε συμπέρασμα και γι΄ αυτό να φροντίσω για την επιστροφή μας. Το ζήτημα δεν είναι δικό μου, αλλά τής Εκκλησίας. Αν λοιπόν τερματίσω τη σύνοδο και προκύψει κάποιο ατύχημα, η μομφή θα είναι όλη εναντίον μου. Όσον αφορά τις δικές μου υποθέσεις, τις βασιλικές εννοώ και τις κοσμικές, σ΄ εκείνα που κάνω με τούς δικούς μου, αν προκύψει κάποιο σφάλμα ή μομφή, δεν θα το θεωρήσω τόσο φοβερό. Όμως το ζήτημα εδώ είναι εκκλησιαστικό και χρειάζεται πολλή σκέψη και εκκλησιαστική συζήτηση. Δεν θέλω λοιπόν να τερματίσω εγώ μόνος μου τη σύνοδο και να χρεωθώ στη συνέχεια το όνειδος και τη μομφή πολλών, που θα θεωρούσαν ότι το αντίθετο θα ήταν πιο συμφέρον για εμάς. Γιατί είναι εύκολο να πει κανείς, «αυτό θα το κόψω», αλλά χρειάζεται και να σκεφτεί πόση δύναμη πρέπει να εφαρμόσει, όχι απότομα σαν να χτυπά με αξίνα, αλλά όσο πιο ελαφρά και απαλά χρειάζεται. Όμως εγώ δεν αναγνωρίζω τα λόγια αυτά ως λόγια τού πατριάρχη. Αλλά μού φαίνεται ότι κάποιοι άλλοι τον πίεσαν και τον ανάγκασαν να μού τα πει. Θα έλθω λοιπόν, θα τα ακούσω από τον ίδιο και θ΄ απαντήσω πιο αναλυτικά».

20. Ο μυστηριώδης τρόπος τού διδάσκαλου Ιωσήφ για την Ένωση55

Ωστόσο φοβάμαι μη μού ξεφύγει εκείνο που έλεγε ο κυρ Ιωσήφ ο διδάσκαλος.56 Γιατί είπε πολλές φορές:

«Αν ευδοκήσει ο Θεός να συγκληθεί η σύνοδος, έχω κάποια λόγια να πω εκεί, τα οποία αναμφίβολα και αναντίρρητα θα μάς ενώσουν. Ο λόγος μου είναι άληπτος, γιατί δεν θα μπορεί κανείς να τον κρίνει από κάπου ως αντίθετο ή ως επισφαλή».

Στο δωμάτιο στο οποίο καθόμασταν κρεμόταν από το δοκάρι σφαιροειδής καθρέφτης. Και είπε:

«Όπως αυτός ο καθρέφτης είναι άληπτος, γιατί δεν θα μπορέσει κάποιος απλώς με την αφή να τον αρπάξει και να τον κρατήσει, έτσι είναι», είπε, «και ο λόγος εκείνος άληπτος και ενωτικός».

Ρώτησα λοιπόν να μού πει τον λόγο και δεν θέλησε. Και τού είπα:

«Μού λες πράγμα μεγάλο και δυσεύρετο και μάλλον μέχρι τώρα ανεύρετο. Και μακάρι να σε φυλάξει ο Θεός μέχρι εκείνη τη μέρα, ώστε, αν είναι Θεού θέλημα, να κατορθωθεί με σένα αυτό το τόσο μεγάλο καλό. Αν όμως κάνεις σαν θνητός αυτό που πρέπει να γίνει και δεν μεταδώσεις σε κάποιον αυτό που λες, νομίζω ότι κι εσύ ο ίδιος θα πέσεις σε αμαρτία, αλλά και σ΄ εμάς θα προξενήσεις πολύ μεγάλη ζημιά. Σού ζητώ λοιπόν να μού το αποκαλύψεις κι εγώ θα το κρατήσω μυστικό».

Κι εκείνος δεν θέλησε να μού πει για το πράγμα, λέγοντας:

«Μην ασχολείσαι με αυτό, γιατί εγώ και πριν φύγω από τη ζωή θα έχω φροντίσει, ώστε να έχετε αυτό που λέω, όταν το χρειαστείτε. Γιατί θα βρεθεί γραμμένο και φροντίστε κι εσείς μη σάς ξεφύγει το τόσο μεγάλο αγαθό».

21. Αποτυχία των συζητήσεων. Ο αυτοκράτορας ζητάει τον επαναπατρισμό57

Ενώ λοιπόν οι Λατίνοι ζητούσαν καθημερινά και πίεζαν ιδιαίτερα ή να συμφωνήσουμε με εκείνα που είχαν πει στις τελευταίες διαλέξεις κι έτσι να ενωθούμε ή να προχωρήσουμε πάλι σε διαλέξεις, ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε και ήρθε στον πατριάρχη. Δεν μάθαμε τι συζήτησαν μόνοι τους, αλλά την επομένη58 πρόσταξε και συγκεντρωθήκαμε σε αυτόν ο Εφέσου, ο Ρωσίας, ο μεγάλος χαρτοφύλαξ κι εγώ. Έστειλε το εξής μήνυμα με εμάς στον πάπα:

«Ήρθαμε εδώ και παραμέναμε μέχρι τώρα, περιμένοντας να γίνει με τη βοήθεια τού Θεού η ένωση. Έγιναν και διαλέξεις, όσες έγιναν. Και είπαν οι δικοί μας στο ζήτημα τής προσθήκης και στο ζήτημα τού δόγματος πολλά, καλά και αναγκαία πράγματα. Επίσης και οι δικοί σας είπαν πολλά. Βλέπουμε ότι δεν θα καταλήξουμε σ΄ ένα και το ίδιο συμπέρασμα. Γιατί ούτε εσείς συμφωνείτε με τις αποδείξεις που διατυπώνουμε εμείς, ούτε εμείς πειθόμαστε από τα λόγια των δικών σας. Κι όπως καταλαβαίνω από τις διαλέξεις, δεν θα συμφωνήσουμε σ΄ ένα συμπέρασμα. Επειδή λοιπόν κάναμε αυτά που περιλάμβαναν οι συμφωνίες μας, ενώ από τις διαλέξεις δεν προέκυψε ότι θ΄ ακολουθήσει ένωση, ζητάμε να μάς βοηθήσετε να επιστρέψουμε στην πατρίδα μας».

22. Ο πάπας ζητάει την επανάληψη των συζητήσεων με τη διαδικασία τού όρκου59

Μόλις λοιπόν τα άκουσε αυτά ο πάπας, δυσαρεστήθηκε πολύ και μάς απάντησε με τα εξής:

«Νομίζω ότι οι δικοί μας απέδειξαν επαρκώς όσα είχαν την πρόθεση ν΄ αποδείξουν. Έπρεπε λοιπόν κι εσείς να πειστείτε από εκείνα που ακούσατε και που έχουν αποδειχθεί με λαμπρό και αληθινό τρόπο. Κι αν έχετε αμφιβολίες σε κάποια, να μάς τις πείτε και οι δικοί μας πολύ εύκολα θα δώσουν για καθεμιά τις εξηγήσεις και θα διασαφηνίσουν και θα διαλύσουν αυτές τις αμφιβολίες. Γιατί δεν έλειψε ποτέ από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, ούτε θα λείψει, η δύναμη λόγων επαρκών για τη διασάφηση και επίλυση κάθε απορίας, απ΄ οποιονδήποτε προήλθε ή θα προέλθει αυτή. Όμως, όπως μού φαίνεται, οι δικοί μας απέδειξαν σαφώς, ότι εκείνο που λέμε και πιστεύουμε είναι το αληθές δόγμα τής Εκκλησίας, ενώ το θεμελίωσαν και σε ρητά των αγίων διδασκάλων της.

Λέω λοιπόν να οριστεί μια μέρα και να συγκεντρωθείτε εδώ όλοι οι τού ιερατικού καταλόγου με έναν διερμηνέα. Έχοντας μπροστά ανοιχτό το ιερό ευαγγέλιο, να προσέρχεται καθένας και βάζοντας πάνω το χέρι του να ορκίζεται ότι θα πει επί τού ευαγγελίου ποια γνώμη έχει για όσα άκουσε από τούς δικούς μας. Κι έτσι νομίζω ότι εύκολα θα συγκλίνουν όλοι προς το συμπέρασμα. Φύγετε λοιπόν και πείτε αυτά στον αυτοκράτορα και στους δικούς σας. Κι εγώ θα σάς ειδοποιήσω πάλι και για κάποια άλλα ύστερα από λίγο».

23. Οι περισσότεροι Γραικοί αρνούνται να ορκιστούν στο Ευαγγέλιο60

Όταν λοιπόν επιστρέψαμε και τα αναφέραμε στον αυτοκράτορα, στον πατριάρχη και στους υπόλοιπους, δεν δέχτηκαν ευνοϊκά αυτά τα λόγια. Γιατί πώς άραγε θα μπορούσαν να κάνουν πάνω στο ίδιο το άγιο ευαγγέλιο, το έργο που το ευαγγέλιο απαγορεύει; Ο Ρωσίας όμως το επέτρεπε, λέγοντας:

«Βρίσκουμε και στη γραφή αυτό που και ο Θεός επιβεβαιώνει με όρκο».

Αυτό όμως το ζήτημα για τον όρκο είχε αναφερθεί προηγουμένως από τον Μυτιλήνης. Γιατί εκείνος το είχε εφεύρει πριν από πολλές ημέρες κι έλεγε ότι έπρεπε να γίνει με αυτή τη μέθοδο.

24. Ο Ιουλιανός παρουσιάζει στους Γραικούς τα παράπονα τού πάπα61

Ο αυτοκράτορας ήρθε στον πατριάρχη. Συγκεντρωθήκαμε κι εμείς εκεί με εντολή του.62 Ο πάπας έστειλε τρεις καρδιναλίους, τον καμαρέριο,63 τον Ιουλιανό και τον Φιρμάνο, καθώς και δέκα επισκόπους.64 Άρχισε λοιπόν ο Ιουλιανός και είπε εκείνα που είπε από την αρχή μέχρι το τέλος στον αυτοκράτορα, με παρρησία, εξυπνάδα και ρητορική ικανότητα. Ας σημειωθεί για τα λόγια του, ότι εκτίθενται εδώ όπως υπάρχουν στη μνήμη μας και όχι κατά λεξη. Είπε λοιπόν ως προερχόμενα από τον πάπα:65

«Ο μακαριότατος πάπας έστειλε γαλέρες, όπως προέβλεπαν οι συμφωνίες, οι οποίες έφτασαν εκεί σ΄ εσάς τον Σεπτέμβριο. Κι ενώ έπρεπε να έλθετε εδώ με αυτές τον Νοέμβριο, ήρθατε τον Φεβρουάριο. Εδώ προκλήθηκαν μεγάλες δαπάνες από αυτή την καθυστέρησή σας. Έπειτα, όταν ήρθατε στη Φερράρα, είπαμε να γίνει η ανακήρυξη τής οικουμενικής συνόδου. Και ξοδέψατε περισσότερο από ένα μήνα σε αυτό. Ζητήσαμε να προχωρήσουμε σε διαλέξεις και δεν θελήσατε, αλλά ζητήσατε προθεσμία τεσσάρων μηνών και να συζητήσετε ύστερα από αυτήν. Αντί των τεσσάρων, πέρασαν επτά μήνες και δεν θελήσατε να έλθετε σε διαλέξεις. Αλλά και μέσα στους τέσσερις μήνες συμφωνήσατε να συγκεντρώνεστε μαζί μας δύο φορές την εβδομάδα και να μιλάμε για τις μεταξύ μας διαφορές. Και μάς κάνατε και γράμμα γι΄ αυτό. Ήρθατε όμως οκτώ φορές κι έπειτα σταματήσατε. Συμφωνήθηκε να συζητάμε στη σύνοδο τρεις φορές την εβδομάδα απαραίτητα και ούτε αυτό τηρήσατε, αλλά προσερχόσασταν κατά διαστήματα. Έπειτα το παρατήσατε κι αυτό. Φάνηκε καλό να έλθουμε στη Φλωρεντία και γνωρίζοντας εμείς τις αναβολές και τις καθυστερήσεις σας, ζητήσαμε, όταν ήμασταν ακόμη στη Φερράρα, και υποσχεθήκατε εγγράφως, να συζητάμε απαραίτητα τρεις φορές την εβδομάδα και να μην εμποδίζει την καθορισμένη και προσδιορισμένη συνεδρίαση και διάλεξη καμία αιτία ή ασθένεια τού αυτοκράτορα ή τού πατριάρχη ή τού εισηγητή. Αν μάλιστα ο εισηγητής εμποδιζόταν από ασθένεια, ν΄ αναπλήρωνε άλλος τη διάλεξή του. Κι αν η προσδιορισμένη ημέρα τύχαινε να είναι γιορτή επισήμου αγίου, να γινόταν την επομένη η διάλεξη, ώστε να καταλήγαμε γρήγορα σε συμπέρασμα. Εσείς όμως δεν τηρήσατε ούτε αυτή την έγγραφη συμφωνία, αλλά ύστερα από λίγες συνεδριάσεις σταματήσατε, χωρίς να υπάρξει συμπέρασμα.

Ο μακαριότατος πατέρας λοιπόν εκπλήρωσε και εκπληρώνει όσα συμφώνησε και μάλλον ακόμη περισσότερα. Εσείς όμως ούτε την πρώτη συμφωνία τηρήσατε, την οποία υποσχεθήκατε εγγράφως με την ανακήρυξη τής συνόδου, ούτε τη δεύτερη, όταν προσήλθατε στις διαλέξεις, ούτε την τρίτη, την οποία δώσατε εγγράφως, όταν μεταβήκαμε στη Φλωρεντία. Και τώρα, μετά τις εδώ διαλέξεις, άραγε τι άλλο υιοθετείτε εκτός από την αδράνεια; Ίσως επιμένετε σε αυτήν, θεωρώντας ότι σάς συμφέρει. Λέμε λοιπόν ότι οι δικοί μας απέδειξαν λαμπρώς και σαφέστατα, ότι αυτό που λέμε είναι αληθές δόγμα τής Εκκλησίας και των αγίων διδασκάλων της. Και αν μεν πειστήκατε από εκείνα που ακούσατε, να έλθετε προς το συμπέρασμα. Αν όχι, αν αμφιβάλλετε ακόμη, να προσέλθετε πάλι στις διαλέξεις».

25. Διαφωνία ως προς την ανάγκη επανάληψης των συζητήσεων66

Αυτός ήταν λοιπόν ο σκοπός και ο καρπός των λόγων τού Ιουλιανού, που μίλησε πολύ αναλυτικά και ρητορικά για περισσότερο από δύο ώρες, εκδικούμενος σκληρά, επαινώντας τον πάπα και κατακρίνοντας και αντικρούοντας εμάς, που δεν κάναμε τίποτε από εκείνα που είχαμε συμφωνήσει. Φιλοτιμήθηκε λοιπόν ν΄ απαντήσει και ο αυτοκράτορας67 ρητορικά προς αυτά τα λόγια και ήταν «σαν να έτρεχε πεζός δίπλα σε άρμα τής Λυδίας».68 Κατέληξε ωστόσο στην ομιλία του με το σταμάτημα των διαλέξεων, προσθέτοντας:

«Επειδή κατάλαβα ότι με τις διαλέξεις δεν θα καταλήγαμε σε συμπέρασμα, γι΄ αυτό τις παράτησα».

Ο Ιουλιανός αντέκρουσε εκείνα που είχε αναφέρει ο αυτοκράτορας και πρότεινε πάλι ότι με τις διαλέξεις θα καταλήγαμε σε συμπέρασμα. Κι ο αυτοκράτορας είπε πάλι:

«Με τις διαλέξεις δεν θα έχουμε συμπέρασμα. Είμαι βέβαιος γι΄ αυτό και σάς ενημερώνω. Ίσως με κάποιον άλλο τρόπο είναι δυνατό να καταλήξουμε σε συμπέρασμα».

Έπειτα απάντησε και σε αυτά ο Ιουλιανός, προσθέτοντας μεταξύ των άλλων:

«Αυτά που λέει η γαληνότητά σου, ότι με τις διαλέξεις δεν θα καταλήξουμε σε συμπέρασμα, αυτά είναι λόγια προφήτη. Δεν γνωρίζαμε ως τώρα ότι η αγία βασιλεία σου ήταν προφήτης».

Έπειτα και με άλλα πολλά λόγια απέδειξε και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ήσαν αναγκαίες και απαραίτητες οι διαλέξεις και ότι ο αυτοκράτορας όφειλε να κάνει εκείνα που συντελούσαν στη διεξαγωγή τους. Και στη συνέχεια λύθηκε η συνεδρίαση.

26. Πρωτοβουλία τού αυτοκράτορα για τη συγκρότηση μικτής επιτροπής69

Ύστερα από αυτά ήρθε ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη και συνομίλησαν μόνοι για αρκετή ώρα. Στη συνέχεια πήγε και στον πάπα.70 Μετά ήρθε και πάλι στον πατριάρχη και όταν μαζευτήκαμε με δική του εντολή, μίλησε κάπως έτσι:

«Εμεῖς ήρθαμε εδώ για το θείο έργο τής ένωσης, ώστε αν γίνει αυτή, Θεού θέλοντος, να επακολουθήσει για την πατρίδα μας κάτι καλό. Νομίζαμε λοιπόν ότι με τις διαλέξεις θα καταλήγαμε σε ενωτικό συμπέρασμα. Το αντίθετο συνέβη, γι΄ αυτό και τις παρατήσαμε, παρά το γεγονός ότι οι Λατίνοι μάς πιέζουν και ζητούν να συζητήσουμε. Μού φάνηκε λοιπόν καλό ν΄ αναζητηθούν κάποιοι άλλοι τρόποι, με τούς οποίους θα μπορούσε ενδεχομένως να βρεθεί κάποια ενδιάμεση λύση και να ενωθούμε με βάση αυτήν. Το ανακοίνωσα αυτό και στον πάπα και αποφασίσαμε να επιλέξει εκείνος δέκα από τούς δικούς του, εκείνους που θέλει, κι εγώ δέκα από τούς αρχιερείς.71 Καθημερινά θ΄ αναχωρώ κι εγώ μαζί τους και μαζί με τον διερμηνέα και θα καθόμαστε ιδιαιτέρως σε αίθουσα τού πάπα. Σε μια συνεδρίαση, ας πει κάποιος από εκείνους ή από τούς δικούς μας, λόγους και τρόπους με τούς οποίους, κατά τη γνώμη του, μπορούμε να προχωρήσουμε στην ένωση. Την επόμενη μέρα άλλος, τη μεθεπόμενη τρίτος, έπειτα άλλος και μέσα από τέτοιους λόγους και τρόπους μπορεί να βρεθεί κάποιος τρόπος καλός, με τον οποίο θα ενωθούμε. Καθένας από τούς ομιλούντες να λέει ξεκινώντας και να επιβεβαιώνει, τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος τής ομιλίας του, ότι αυτά που λέει είναι δικά του και πρέπει όλοι οι ακροατές να τα λογαριάζουν ως προσωπικά δικά του, μέχρι ν΄ ακουστούν και από τούς υπόλοιπους που δεν είναι παρόντες και να φανεί αν είναι αρεστά ή όχι. Κι αν φανούν αρεστά σε όλους, τότε να ενωθούμε μέσω αυτών. Οφείλουν επίσης ν΄ αναφέρουν καθημερινά στους μη παρόντες εκείνα που συζητούνται καθημερινά».

Αφου είπε αυτά, έφυγε ο αυτοκράτορας.

27. Αποτυχία τής επιτροπής που εργάστηκε με μεγάλη μυστικότητα72

Επέλεξε λοιπόν τον Ηρακλείας, τον Εφέσου, τον Ρωσίας, τον Μονεμβασίας, τον Τραπεζούντος, τον Κυζίκου, τον Νικαίας και άλλους μέχρι τον αριθμό των δέκα73 και αναχώρησε μαζί τους στον πάπα για τέσσερις ή πέντε συνεδριάσεις.74 Στη συνέχεια σταμάτησαν, όταν ο αυτοκράτορας είδε ότι κι αυτό ήταν άκαρπο. Σ΄ εμάς δεν αναφέρθηκε τίποτε από εκείνα που ειπώθηκαν εκεί, παρά την υπόσχεση που είχε δοθεί. Ρωτώντας λοιπόν μάθαμε, ότι στην πρώτη συνεδρίαση επιχειρηματολόγησε ο Νικαίας με πολλά λόγια, ότι έπρεπε να δεχτούν και τα δύο μέρη εκείνα που λέει ο Άγιος Μάξιμος75 για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος στην προς Μαρίνο επιστολή και να ενωθούν κατά το πνεύμα εκείνου τού ρητού. Οι Λατίνοι δεν το δέχτηκαν καθόλου. Σε άλλη συνεδρίαση είπε ο Εφέσου ότι αν έβγαινε η προσθήκη από το άγιο σύμβολο, ήταν δυνατό να ενωθούμε, πράγμα που ούτε κατά διάνοια δεν αποδέχτηκαν. Τίποτε περισσότερο από αυτά δεν μάθαμε.76 Ούτε ακούσαμε αν οι Λατίνοι πρότειναν κάποιους τρόπους για τα ζητήματα αυτά.

28. Ο πατριάρχης απευθύνει έκκληση για συγκαταβατική ενωτική λύση77

Όσο λοιπόν γίνονταν αυτού τού είδους τα πράγματα, ενώ εμείς μαζευόμασταν πού και πού στον πατριάρχη, όπως συνηθίζαμε, και απλώς συζητούσαμε, είπε ο πατριάρχης:

«Η ένωση και η ειρήνη των Εκκλησιών είναι πολύ αναγκαία και ωφέλιμη για εμάς. Πρέπει λοιπόν κι εμείς να χρησιμοποιήσουμε κάποια ενδιάμεση λύση, προκειμένου να την πετύχουμε. Γιατί αν δεχτούμε κάποια μερική συγκατάβαση και με αυτήν πετύχουμε κάτι που θα προσφέρει μεγάλη βοήθεια σ΄ εμάς και στην προστασία και ανάπτυξη τής πατρίδας, κάτι που ακούγοντάς το και οι εχθροί μας θα δειλιάσουν, θα μαζευτούν, θα τρομοκρατηθούν και θα σπεύσουν να διαπραγματευτούν τη φιλία μας και εκείνα που μάς ικανοποιούν, τίποτε δεν θα μάς βλάψει, αν έχουμε δεχτεί κάποια μερική συγκατάβαση».

Όταν λοιπόν εμείς είπαμε ότι στα τής πίστης δεν χωράει συγκατάβαση, γιατί η συγκατάβαση οδηγεί σε ελάττωση τής πίστης, είπε ο πατριάρχης:

«Αναμφίβολα η συγκατάβαση οδηγεί σε κάποια ελάττωση. Αν όμως λάβουμε υπόψη το όφελος που θα κερδίσουμε από τη συγκατάβαση, δεν θα βρούμε καμία ελάττωση. Γιατί αν δεχτούμε συγκαταβατικά το ένα από τα εικοσιτέσσερα κοκκία,78 πάλι τα εικοσιτρία θ΄ αναπληρώνουν το υστέρημα τού ενός. Έτσι με την συγκατάβαση σε αυτό το ένα θα βρούμε το μεγάλο κέρδος, εκείνο το οποίο θα προσφέρει μεγάλη βοήθεια και ωφέλεια στο γένος μας».

Αλλά και άλλες δύο ή τρεις φορές είπε αντίστοιχα πράγματα ο πατριάρχης, επιχειρώντας να ωθήσει σε συγκατάθεση προς τον λατινισμό εκείνους που πειθαρχούσαν στον ίδιο.

29. Συνάντηση των Γραικών για την εξέταση έκθεσης που πρότειναν οι Λατίνοι79

Όταν σταμάτησαν και οι προαναφερθείσες συνεδριάσεις,80 έγραψαν81 έκθεση οι Λατίνοι,82 στην οποία ανακήρυσσαν ότι είχε αποδειχθεί περίτρανα η δική τους πίστη. Αφού την έστειλαν στον αυτοκράτορα, ειδοποίησαν:

«Αν δεχτείτε και συμφωνήσετε με τα αναφερόμενα σε αυτήν, μπορούμε να ενωθούμε».

Πέρασαν μερικές ημέρες, επειδή ήταν άρρωστος ο αυτοκράτορας. Άρχισαν να διαρρέουν και να συζητιούνται τα αναφερόμενα στην έκθεση, που προκαλούσαν έκπληξη και ταραχή σε όλους. Λεγόταν πάλι ότι και ο αυτοκράτορας επιθυμούσε να τούς συγκεντρώσει όλους και να προσπαθήσει να πάρει εγγράφως τη γνώμη καθενός, για το είδος τής συγκατάβασης στην οποία έπρεπε να προχωρήσει για το συμφέρον τής πατρίδας. Έπειτα, όταν κάλεσε ο αυτοκράτορας τον πατριάρχη κι εμάς,83 συγκεντρωθήκαμε. Κι ο πατριάρχης ήταν τόσο άρρωστος, που δεν μπορούσε ούτε το κεφάλι του να σηκώσει από το μαξιλάρι. Κι αυτός που ήταν πάντοτε άρρωστος κι έλεγε πάντοτε «τα πάμε καλά», το μόνο που είπε τότε ήταν «είμαι άρρωστος». Και δεν ήξερε αν θα μπορούσε να πει αυτό που ήθελε με ελευθερία. Είπε όμως:

«Οι Λατίνοι μάς έστειλαν έκθεση, ώστε αν μάς αρέσει, να ενωθούμε μέσω αυτής. Πέρασαν μέρες επειδή ήμουν άρρωστος. Κι εκείνοι πιέζουν ζητώντας απάντηση. Μού φάνηκε λοιπόν καλό να συγκεντρωθείτε εδώ και να δείτε την έκθεση. Κι αν σάς αρέσει, να πείτε να ενωθούμε μέσω αυτής. Αν όμως σάς φανεί καλό ν΄ αλλάξετε κάποιες λέξεις κι έτσι να συμφωνήσουμε με αυτήν και να ενωθούμε, αν συμφωνούν και οι Λατίνοι, ας αλλάξουν αυτές οι λέξεις. Αλλά αν νομίζετε ότι δεν είναι δυνατό να ικανοποιηθούμε με λίγες αλλαγές λέξεων, τότε φτιάξτε εσείς μιαν έκθεση, που ν΄ αρέσει σ΄ εμάς αλλά και σ΄ εκείνους, ώστε να ενωθούμε, αν είναι δυνατό, μέσω μιας τέτοιας έκθεσης».

Πρόσταξε λοιπόν και μάς έδωσαν την έκθεση, που περιλάμβανε κατά λέξη τα εξής:

30. Το κείμενο τής έκθεσης των Λατίνων84

«Επειδή σε αυτή την ιερή και οικουμενική σύνοδο, με τη χάρη τού παντοδύναμου Θεού, συγκεντρωθήκαμε85 εμείς οι Λατίνοι και οι Γραικοί, με σκοπό να ολοκληρωθεί μεταξύ μας η αγία ένωση, θέσαμε στόχο να εξεταστεί με μεγάλη ακρίβεια και συνεχή διάσκεψη το άρθρο εκείνο για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος.

Αφού λοιπόν προσκομίστηκαν ομιλίες από τις θείες γραφές και πολλά λόγια αγίων διδασκάλων, ανατολικών και δυτικών, εμείς οι Γραικοί συμπεραίνουμε ότι εκείνο που λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, δεν το λέμε με την έννοια ότι αποκλείουμε τον Υιό, από τον οποίο δεν αρνούμαστε ότι εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα αιώνια και ότι έχει ουσία όπως και από τον Πατέρα, αλλά γιατί θεωρήσαμε ότι οι Λατίνοι λένε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, σαν να εκπορεύεται από δύο αρχές και δύο πνεύσεις. Με βάση όσα αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι προφυλαχτήκαμε από το ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό.

Επίσης εμείς οι Λατίνοι υποστηρίζουμε, ότι εκείνο που λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, δεν το λέμε με την έννοια ότι αποκλείουμε ότι ο Πατέρας είναι η πηγή και αρχή ολόκληρης τής θεότητας, δηλαδή τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, ή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό χωρίς να το έχει ο Υιός από τον Πατέρα, ή ότι ισχυριζόμαστε ότι είναι δύο οι αρχές ή δύο οι προβολές τού Αγίου Πνεύματος, αλλά ότι μία είναι μόνο η αρχή και μοναδική η προβολή.

Στο όνομα λοιπόν τής Αγίας Τριάδας, τού Πατρός και τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, σε αυτήν τελικά την άγια και προσφιλή στον Θεό ένωση, με τον ίδιο νου, την ίδια ψυχή και την ίδια σκέψη, εμείς, και οι Λατίνοι και οι Γραικοί, συμφωνούμε μεταξύ μας και ομονοούμε, ώστε να πιστεύεται και να υποστηρίζεται απ΄ όλους τούς χριστιανούς αυτή η αλήθεια για την πίστη. Κι έτσι ομολογούμε, δηλαδή ότι το Άγιο Πνεύμα είναι αιωνίως από τον Πατέρα και τον Υιό, ενώ τη δική του ουσία και ύπαρξη έχει από τον Πατέρα ταυτόχρονα και από τον Υιό και εκπορεύεται και από τούς δύο αιωνίως, ως εκπορευόμενο από μια αρχή και μοναδική προβολή. Και επειδή όλα όσα είναι τού Πατέρα, ο ίδιος ο Πατέρας τα έδωσε στον μονογενή του Υιό με τη γέννηση, εκτός από το να είναι Πατέρας, αυτό ακριβώς ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό, το έχει ο ίδιος ο Υιός αιώνια από τον Πατέρα, από τον οποίο αιώνια δημιουργήθηκε».

31. Οι Γραικοί διχάζονται ως προς την έννοια των προθέσεων «ἐκ» και «διά» 86

Όταν λοιπόν διαβάστηκε αυτή η έκθεση, αποθαρρύνθηκαν όλοι, όσοι την άκουσαν. Γιατί εκτός από τον Ρωσίας, τον Νικαίας, τον Μυτιλήνης και τον μεγάλο πρωτοσύγκελλο, που άκουσαν και σιώπησαν, όλοι οι άλλοι διαφώνησαν, λέγοντας:

«Πώς θα τη δεχτούμε, αφού υποστηρίζει το αντίθετο από εκείνο που πιστεύει η δική μας Εκκλησία;»

Είπαν λοιπόν οι προαναφερθέντες:

«Αν αλλάξουμε κάτι από τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν, άραγε δεν μπορούμε να τη δεχτούμε;»

Και οι δικοί μας είπαν:

«Ποια αλλαγή μπορεί να τη διορθώσει; Αδιόρθωτη είναι».

Προσπάθησαν να πουν ο Ρωσίας και ο Νικαίας ότι οι ανατολικοί άγιοι λένε το «διά τού Υιού» και οι δυτικοί λένε το «εκ τού Υιού» και συμφωνούν. Γιατί με το ίδιο νόημα λένε οι μεν «διά τού Υιού» και οι δε «εκ τού Υιού». Και ο Εφέσου είπε:

«Δεν το λένε με το ίδιο νόημα. Γιατί άλλο νόημα έχει η πρόθεση "εκ" και άλλο η "διά"».

32. Ο αυτοκράτορας ζητά γραπτή αιτιολόγηση ψήφου87

Έμπλεξαν λοιπόν με αυτή τη διαφορά και γινόταν πολλή συζήτηση και μεγάλος αγώνας, όπου ο μεν Ρωσίας, ο Νικαίας και ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος έλεγαν ότι το ίδιο νόημα υποδηλώνουν οι προθέσεις αυτές, ο δε Εφέσου αποδείκνυε ότι υποδηλώνουν διαφορετικό νόημα.88 Ο πατριάρχης, αφού παρέμεινε για λίγο στη διάρκεια τής συζήτησης, αποχώρησε ως ασθενής στον κοιτώνα τού Φιλανθρωπινού.

Ο αυτοκράτορας καθισμένος κοίταζε και παρακολουθούσε με προσοχή τούς ομιλητές και στοχαζόταν τις διαθέσεις των ακροατών, λέγοντας και ο ίδιος δυσδιάκριτα κάποια πράγματα. Μεταξύ των οποίων πρόσταξε:

«Αυτό που θελει να πει καθένας να μην το λέει απλώς, αλλά ν΄ αναφέρει και τον λόγο για τον οποίο λέει εκείνο που τού φαίνεται κατάλληλο και αρμόζον».

Πρόσταξε επίσης:

«Να γνωρίζει καθένας, ότι θα δώσει τη γνώμη του γραμμένη μαζί με την αιτιολόγησή της».

Σε αυτό λοιπόν είπε ο Ηρακλείας:

«Γιατί να δώσω τη γνώμη μου γραμμένη; Οικουμενική σύνοδος είναι η παρούσα. Αν λοιπόν έγινε αυτό και στις άλλες οικουμενικές συνόδους, θα το κάνουμε κι εμείς. Αν δεν γινόταν, ούτε εμείς θα το κάνουμε».

Και ο αυτοκράτορας είπε:

«Έτσι θέλω να γίνει. Γιατί θέλω να κρατήσω γραμμένη τη γνώμη καθενός, ώστε να μη μπορεί κάποιος στο μέλλον να την παρουσιάσει διαφορετικά».

33. Ζητείται η παρουσία των άλλων γραμματέων. Το περιστατικό με τον πρωτέκδικο89

Η συζήτηση για τις προθέσεις πλάτιαζε και μετατρεπόταν σε μεγάλον αγώνα. Βλέποντας λοιπόν ο Λακεδαιμονίας ότι δεν θα υπερίσχυαν εκείνοι που διαφωνούσαν με τον Εφέσου, είπε κάτω απ΄ τα δόντια του:

«Καλό θα ήταν, να έβαζαν μέσα και τούς υπόλοιπους γραμματικούς»,

προσκαλώντας τους σε συμμαχία εναντίον τού Εφέσου. Ύστερα από λίγο είπε πάλι το ίδιο. Κι όταν ο πρωτέκδικος, που καθόταν κοντά του και στενοχωριόταν για τον αγώνα εναντίον τού Εφέσου ή μάλλον εναντίον τής αλήθειας, ψιθύρισε στον Λακεδαιμονίας,

«πες το εσύ πιο φανερά και θα γίνει»,

τον έδειξε αμέσως ο αυτοκράτορας και αφού τον κοίταξε βλοσυρά, είπε με βαριά φωνή:

«Τι λέει αυτός;»

Κι ενώ ο πρωτέκδικος είχε σαστίσει, όπως κι εκείνοι που κάθονταν γύρω του, και δεν απαντούσε τίποτε, ρώτησε πάλι:

«Τι είπε;»

Και ανέφερα εγώ εκείνο που είπε στον Λακεδαιμονίας.

Έτσι καθισμένος και υποφέροντας ο αυτοκράτορας, στοχαζόταν και πρόσεχε καθέναν, ενώ κανένας δεν είχε άδεια να πει ή ν΄ ακούσει από άλλον ή να ρωτήσει ή να συζητήσει κάτι.

34. Επανάληψη τής διαμάχης για την έννοια των προθέσεων «ἐκ» και «διά» 90

Κι ενώ οι ομιλίες προχωρούσαν χωρίς τέλος και είχε περάσει κατά πολύ η προσδιορισμένη ώρα, είπε ο αυτοκράτορας:

«Πηγαίνετε ξεκουραστείτε και αφού γευματίσετε να έλθετε πάλι εδώ»,

πράγμα που κάναμε. Όταν επιστρέψαμε, μπήκαν μαζί μας και ο Γεμιστός, ο Σχολάριος, ο Αμηρούτζης και οι γραμματικοί τού πατριάρχη, ενώ ο πατριάρχης βρισκόταν στο δωμάτιο τού Φιλανθρωπινού. Ξεκίνησε πάλι η συζήτηση για τις προθέσεις, όπου ο Ρωσίας, ο Νικαίας και ο πνευματικός έλεγαν τα αντίθετα από τον Εφέσου, έχοντας και άλλους μαζί τους και ιδιαίτερα τον Αμηρούτζη, ενώ ο Εφέσου αντιπαρασσόταν μόνος του σε αυτούς, παρουσίαζε πολλές μαρτυρίες από τούς αγίους για θεμελίωση των δικών του επιχειρημάτων, μεταξύ των οποίων παρουσίασε και το ρητό τού Αγίου Μαξίμου,91 για το οποίο ο Νικαίας είπε:

«Δεν το δεχόμαστε επειδή δεν διασώζεται ολόκληρη η επιστολή».

Έπειτα παρουσίασε εκείνο τού θείου Δαμασκηνού, που λέει:

«Όχι λοιπόν «από» αυτόν, αλλά «μέσω» αυτού, από τον Πατέρα εκπορευόμενο. Γιατί μόνος αίτιος είναι ο Πατέρας»92

και με πολύ καλή επεξεργασία αποδείκνυε τη διαφορά τού «εκ» από το «διά». Και ο Νικαίας είπε και γι΄ αυτό:

«Ένας είναι εκείνος που το λέει αυτό και δεν βρίσκουμε κάτι καινούργιο από τη μαρτυρία ενός. Φέρε κι άλλους, αν έχεις».

35. Ο Ηρακλείας θα γνωμοδοτήσει γραπτώς. Το κείμενο τού Αγίου Νύσσης93

Έλεγαν επίσης διάφορα επί μέρους και οι προσκείμενοι στον Εφέσου, ενώ είπε και ο Ηρακλείας στον αυτοκράτορα:

«Εμείς ακούμε τα λεγόμενα και καταλαβαίνουμε και τις διαθέσεις των λεγόντων και θα γνωμοδοτήσουμε όταν χρειαστεί. Ωστόσο, αν και ήδη είπα ότι δεν θα γράψω τη γνώμη μου, τώρα λέω ότι αν και είμαι αδαής, παρ΄ όλα αυτά θα γράψω, όπως πρόσταξες, όσα μού προσφέρει η γνώση και η συνείδησή μου. Γιατί αυτό είναι το μεγαλύτερο που οφείλω στον Θεό και δεν νομίζω ότι θα είναι φοβερό αν μιλήσω με σολοικισμούς ή βαρβαρισμούς. Αλλά θα παρουσιάσω απλοϊκά όσα καταλαβαίνω για το ζήτημα. Το ίδιο νομίζω ότι πρέπει να κάνουν και οι υπόλοιποι».

Γινόταν λοιπόν αγώνας μεγάλος μέχρι το σούρουπο, που ήταν εκείνο που οδήγησε σε πέρας τη συνεδρίαση. Πρόσταξε ο αυτοκράτορας να ξαναμαζευτούμε το πρωί. Κι όταν έγινε αυτό, άρχισαν πάλι οι συζητήσεις κι έσπευδαν με κάθε τρόπο οι προαναφερθέντες να πείσουν τον Εφέσου ή να τον αναγκάσουν να σιωπήσει. Κι εκείνος αντιστεκόταν, παρουσιάζοντας λόγια των αγίων διδασκάλων τής Εκκλησίας και θεμελιώνοντας πάνω σε αυτά τα δικά του λεγόμενα, αν και δεν πείθονταν οι διαφωνούντες. Μάλιστα ανάμεσα στα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο Εφέσου για να στηρίξει την άποψή του, για να δείξει τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν οι άγιοι τις προθέσεις «διά» και «μετά», παρουσίασε εκείνο το ρητό τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που λέει:

«Ο Πατέρας, ο χωρίς αρχή και αγέννητος, πάντοτε πατέρας θεωρείται. Και συνεχώς δίπλα σε αυτόν Υιός ομογενής προς τον πατέρα συνεπινοείται. «Διά» αυτού μάλιστα και «μετά» αυτού, πρίν διεισδύσει ανάμεσά τους κάποιο κενό και ανυπόστατο νόημα, αμέσως κατέχεται συνδεδεμένα το Άγιο Πνεύμα. Χωρίς να υστερεί κατά την ύπαρξη «μετά» τον Υιό, ώστε να είναι ποτέ νοητός ο μονογενής χωρίς το Πνεύμα, αλλά έχοντας κι αυτό την αιτία τής ύπαρξης από τον Θεό όλων. Επομένως και το μονογενές είναι φως. Μάλιστα έχοντας λάμψει «διά» τού αληθινού φωτός, δεν διαχωρίζεται ούτε από απόσταση ούτε από διαφορά φύσης από τον Πατέρα ή από τον μονογενή».94

36. Ο Νικαίας κατηγορεί τον Εφέσου. Παρέμβαση τού συγγραφέα95

Και είπε αμέσως ο Νικαίας:

«Φέρε κι άλλα ρητά σύμφωνα με αυτό, αν έχεις, και τότε θα συμφωνήσουμε και με αυτό που έφερες τώρα».

Κι αφού στράφηκε προς εμάς, είπε:

«Είναι άσκοπο αυτό που κάνουμε τώρα και φιλονικούμε με τον Εφέσου. Γιατί αυτός συμφώνησε με το δόγμα των Λατίνων».

Τον ρώτησα τότε εγώ:

«Πότε έγινε αυτό;»

Κι εκείνος είπε:

«Όταν συσκεπτόμασταν μαζί με τον αυτοκράτορα στον πάπα ιδιαιτέρως».

Κι εγώ είπα:

«Αλλά εμείς ούτε το ακούσαμε αυτό, ούτε συμφωνήσαμε. Γιατί ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνούμε σε ό,τι λέει ο Εφέσου».

Και ο Νικαίας:

«Έτσι όμως επιλεγήκαμε. Να υποστηρίζουν όλοι αυτό που λέμε».

Κι εγώ είπα:

«Επιλεγήκατε, ώστε αν θυμηθεί κάτι καλό κάποιος από εσάς, να το λέει στους Λατίνους ως δικό του, κι αν γίνεται δεκτό από εκείνους, τότε να κοινοποιείται και σ΄ εμάς, κι αν αρέσει σε όλους, έτσι να γίνεται αποδεκτό».

Όταν εκείνος δυσφόρησε με αυτή την απάντηση και είπε,

«ήταν λοιπόν άσκοπο που μαζευόμασταν, κοπιάζαμε και μιλούσαμε μάταια, αφού εσείς δεν θα υποστηρίζατε εκείνα που λέγαμε»,

είπα εγώ:

«Αυτό που λέω είναι αναμφισβήτητο, επειδή έτσι ορίστηκε από τον αφέντη μας τον αυτοκράτορα ενώπιον όλων μας. Κι αυτή την εντολή πήρατε, δηλαδή και στην αρχή και στο τέλος τής ομιλίας του να λέει και να πληροφορεί καθένας από τούς ομιλητές, ότι αυτά που λέει είναι προσωπικές του απόψεις και δεν γνωρίζει αν θα φανούν αρεστές σε όλους».

Όμως ο Εφέσου απάντησε σε αυτά ενώπιον τού αυτοκράτορα και όλων μας ανεπιφύλακτα, ότι

«Ζήτησα να βγει η προσθήκη από το άγιο σύμβολο, γνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατο να γίνει αυτό από τούς Λατίνους. Γιατί αν γινόταν, δεν θα γινόταν διαφορετικά, παρά μόνο αν οι Λατίνοι κατέκριναν προηγουμένως το δικό τους δόγμα. Γιατί αυτό το δόγμα κηρύσσεται με την προσθήκη στο σύμβολο, ενώ αν έβγαινε αυτή, θα χανόταν μαζί και το δόγμα. Κι έτσι θα ήταν καλό αν μπορούσαμε να ενωθούμε με αυτόν τον τρόπο. Κι αν παρέμεναν μερικοί που θα συνέχιζαν να πιστεύουν αυτό το δόγμα, αυτό θα ήταν μηδαμινό σε σύγκριση με το συνολικό πλήρωμα τής Εκκλησίας. Γιατί αν δεν κηρυσσόταν το δόγμα αυτό μέσω τού συμβόλου τής πίστεως, θα σβηνόταν σε λίγο και από τις σκέψεις όλων ή θα το καταργούσε και η Εκκλησία με μικρό κόπο».

Αυτά είπε ο Εφέσου με παρρησία, πιο αναλυτικά, με συγκροτημένα και αναγκαία επιχειρήματα, ενώ ούτε από τον αυτοκράτορα, ούτε από τον Νικαίας παρατηρήθηκε ότι τα είπε διαφορετικά προς τούς Λατίνους ή ότι συμφώνησε απλώς με το δόγμα τους, θεωρώντας το καλό.

Εκείνοι επέστρεψαν και πάλι στην προηγούμενη συζήτηση, για την οποία ο αυτοκράτορας δυσφόρησε και είπε:

«Βλέπω ότι συνεχίζεται η συζήτηση χωρίς τέλος και <δεν> το δέχομαι αυτό. Γιατί θα ήταν καλό, αν γινόταν έτσι και προηγουμένως. Τώρα όμως, επειδή υπάρχει ανάγκη να προσδιορίσουμε τι θα πούμε στους Λατίνους, αποφασίστε την απάντηση προς τούς Λατίνους και κρατήστε γι΄ αργότερα αυτή τη συζήτηση».

37. Ο Ρωσίας φέρνει στη συζήτηση το κείμενο των Επιγραφών τού Βέκκου 96

Και είπε αμέσως ο Ρωσίας:

«Αν βρεθούν ρητά των ανατολικών αγίων που θα μάς συμβιβάσουν, άραγε δεν θα είναι καλό να συμφωνήσουμε με τούς δικούς μας άγιους, αν μιλούν για το θέμα αυτό;»

Όταν λοιπόν είπαν πολλοί,

«θα είναι πολύ καλό»

και παρακινήθηκε από τον αυτοκράτορα, έβγαλε από τις πτυχές τού μανδύα του ένα βιβλίο97 γεμάτο από κάθε είδους αλλοίωση, αυτό που είχε συντάξει ο Βέκκος. Και διάβασε κάποια ρητά αλλοιωμένα και άλλα κολοβωμένα και κομμένα κατά κάποιον τρόπο στα δύο. Και κόμπαζε:

«Όλο το βιβλίο είναι γεμάτο με τέτοια ρητά».

Άρεσε αυτό στον αυτοκράτορα και πρόσταξε:

«Αφήστε τα πολλά κι επιλέξτε ένα ή δύο, ώστε με αυτά να συντάξετε έκθεση».

Επέλεξαν λοιπόν το ρητό τής Πρώτης Συνόδου, το οποίο, όπως το περιέκοψε με δόλιο τρόπο ο Βέκκος98 και το προσκόμισε ο Ρωσίας, γράφει:

«Να γίνει λοιπόν κι αυτό κατανοητό, φίλε και τής αλήθειας φιλόσοφε, ότι βρίσκεται το Πνεύμα να εκπορεύεται μεν από τον Πατέρα, να είναι όμως χαρακτηριστικό τού Υιού και από αυτόν ν΄ αναβλύζει»,99

το οποίο αλλιώς είχε διατυπώσει η αγία εκείνη σύνοδος.

Επέλεξαν επίσης και το ρητό τού Αγίου Κυρίλλου που λέει:

«Ουσιωδώς και από τούς δύο, δηλαδή από τον Πατέρα διά τού Υιού προερχόμενο το Πνεύμα».100

Και ρώτησαν:

«Συμφωνείτε με αυτά τα ρητά ή δεν συμφωνείτε; Ορίστε, των δικών μας αγίων είναι αυτά. Δεν θα είναι άραγε καλό, αν ομοφωνήσουμε και ενωθούμε μέσω αυτών;»

38. Νέα ψηφοφορία για το παραδεκτό των κειμένων που επιλέχθηκαν101

Κι αφού είπαν μερικοί,

«θα είναι πολύ καλό»,

ενώ οι περισσότεροι σιωπούσαν, είπε ο αυτοκράτορας:

«Ας δώσουν γνώμες και καθένας ας πει με τον τρόπο που θέλει, αν συμφωνεί με αυτά τα ρητά ή δεν συμφωνεί».

Πρόσταξε τον υπομνηματογράφο102 να γράφει τις γνώμες και να γράφει μόνο

«ο τάδε συμφωνεί, ο δείνα δεν συμφωνεί».

Αφού λοιπόν είπαν οι πρώτοι τέσσερις ή πέντε όσα επιχειρήματα είχαν πρόχειρα, πρόσταξε τούς υπόλοιπους να εγκαταλείψουμε τα περιττά και να λέμε μόνο αν συμφωνούμε ή δεν συμφωνούμε. Είπαν λοιπόν οι πολλοί απλώς ότι συμφωνούν με αυτά.

Είπα κι εγώ:

«Συμφωνώ με τα ρητά αυτά. Πώς άραγε θα μπορούσα να μη συμφωνώ με ρητό τής Πρώτης Συνόδου ή τού Αγίου Κυρίλλου, δηλαδή των διαδασκάλων τής ευσέβειάς μας, ευχόμενος να παραμείνω ευσεβής; Αλλά επειδή μερικοί αποδίδουν διπλή εξήγηση σε αυτά τα ρητά, αν δοθούν στους Λατίνους, θα ζητήσουν κι εκείνοι να μάθουν τον τρόπο με τον οποίο εξηγούν αυτά οι δικοί μας, οι οποίοι θα χρειαστεί απαραιτήτως να εξηγήσουν. Παρακαλῶ λοιπόν να οριστούν εκείνοι που πρόκειται να τα εξηγήσουν και να πουν τώρα την εξήγηση που θα δώσουν. Κι αν μεν συμφωνήσουμε σε αυτήν όλοι, τότε προτείνω να δοθούν και τα ρητά. Αν όχι, δεν προτείνω να δοθούν».

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Τι είναι αυτά τα λόγια; Πες με λίγα λόγια για να γράψει ο γραμματικός. Συμφωνείς ή δεν συμφωνείς;»

Κι εγώ είπα:

«Παρακαλώ να γραφούν όσα είπα, επειδή και προηγουμένως πρόσταξες, να πει καθένας αυτό που επιθυμεί και τον λόγο για τον οποίον το λέει. Γι΄ αυτό ακόμη περισσότερο παρακαλώ να γραφούν αυτά που είπα».

Πρόσταξε λοιπόν ο αυτοκράτορας:

«Δεν θα μπορέσει ο γραμματικός να τα θυμηθεί και να τα γράψει αυτά. Πες όπως και οι άλλοι: συμφωνείς ή όχι;»

Είπα λοιπόν:

«Δεν συμφωνώ να δοθούν».

Μόλις προσκολλήθηκαν στα δικά μου λόγια ο Αγχιάλου και ο Μολδοβλαχίας, είπαν αμέσως:

«Και τι θέλουν, όσο υπάρχει η προσθήκη; Ούτε εμείς τα δεχόμαστε αυτά».

Ακολούθησε τη δική μου γνώμη και ο πρωτέκδικος και οι ανώτεροι των ηγουμένων,

39. Ο Σχολάριος προτείνει να υποβληθεί σχέδιο διακήρυξης στους Λατίνους103

Όμως επικυρώθηκε η ψήφος των περισσοτέρων. Και πρόσταξε ο αυτοκράτορας:

«Να επιλεγούν εκείνοι που θα συντάξουν έκθεση με τέτοια ρητά. Ας είναι αυτοί ο Ρωσίας, ο Νικαίας, ο μεγάλος χαρτοφύλαξ, ο Γεμιστός και ο Σχολάριος».

Επειδή είχε περάσει η ώρα, βγήκαν για να γευματίσουν. Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν και κάθησαν ιδιαιτέρως για να γράψουν την έκθεση. Καθώς λοιπόν καθένας προτιμούσε άλλον τρόπο για να ξεκινήσουν, είπε ο Σχολάριος:

«Συνέταξα κάτι, αφού σκέφτηκα πριν από λίγο.104 Αν θέλετε, ακούστε το. Κι αν μεν σάς αρέσει, ας παρουσιαστεί και στον αυτοκράτορα και στη σύναξη. Αν όχι, ας γραφεί άλλο».

Διαβάστηκε λοιπόν από τον Σχολάριο και το ενέκριναν, το επαίνεσαν και συμφώνησαν ο Ρωσίας και ο Νικαίας. Ο Γεμιστός όμως και ο μεγάλος χαρτοφύλαξ δεν συμφώνησαν με αυτό. Ωστόσο το έφεραν και διαβάστηκε ενώπιον τού αυτοκράτορα και όλων μας. Είχε κατά λέξη ως εξής:

40. Το κείμενο105 τού σχεδίου διακήρυξης τού Σχολαρίου106

«Επειδή θεωρούσαμε προηγουμένως εμείς οι Γραικοί, ότι οι Λατίνοι λένε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, σαν να εκπορεύεται από δύο αρχές και δύο πνεύσεις, επίσης ότι δεν λένε τον Πατέρα αρχή και πηγή ολόκληρης τής θεότητας, τού Υιού δηλαδή και τού Αγίου Πνεύματος, γι΄ αυτό προφυλαχτήκαμε από τη δική τους προσθήκη ή ανάπτυξη στο σύμβολο, καθώς και από την κοινωνία μαζί τους.

Τώρα που συγκεντρωθήκαμε με τη χάρη τού Θεού σε αυτή την ιερή και οικουμενική σύνοδο με σκοπό την αγία ένωση, αφού έγιναν πολλές συζητήσεις και διαλέξεις και προσκομίστηκαν ρητά τόσο από την αγία γραφή όσο και από τούς αγίους διδασκάλους τής Εκκλησίας, εμείς μεν οι Λατίνοι επιβεβαιώνουμε ότι εκείνο που λέμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, δεν το λέμε με την έννοια ότι αποκλείουμε ότι ο Πατέρας είναι η αρχή και πηγή τής όλης θεότητας, δηλαδή τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος, ή ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Υιό, χωρίς να έχει ο Υιός αυτή την ιδιότητα από τον Πατέρα, ή ότι έχουμε τη γνώμη ότι υπάρχουν δύο αρχές ή δύο προβολές τού Αγίου Πνεύματος. Αλλά ομολογούμε, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, ως εκπορευόμενο από μια αρχή και μοναδική προβολή.

Επίσης εμείς οι Γραικοί ομολογούμε και πιστεύουμε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα, είναι όμως και χαρακτηριστικό τού Υιού και από αυτόν αναβλύζει, και ουσιωδώς και από τούς δύο, δηλαδή υποστηρίζουμε και πιστεύουμε, ότι χύνεται από τον Πατέρα μέσω τού Υιού.

Και ήδη ενωνόμαστε μεταξύ μας και συνδεόμαστε με τρόπο αγαπητό από τον Θεό, έχοντας δώσει ο ένας στον άλλο δείγματα τής δικής του πίστης και ομολογίας και αποφασίζουμε να μη φυλάγεται πια ο ένας από την ένωση ή κοινωνία με τον άλλο, αλλά ενωνόμαστε πάλι μεταξύ μας, ομονοούμε και αποκαθιστάμεθα όλοι με τη χάρη τού Θεού σε μία Εκκλησία».

41. Προειδοποίηση των Ηρακλείας και Μονεμβασίας107

Μόλις λοιπόν διαβάστηκε αυτό, οι περισσότεροι το επαίνεσαν ότι ήταν καλό. Μερικοί όμως διαφωνούσαν108 και ξεκίνησε μεγάλη συζήτηση από εκείνους που αγωνίζονταν να το προτείνουν και προσπαθούσαν να πείσουν όλους τούς άλλους. Τότε είπε ο Ηρακλείας:

«Εκείνο που πρόσταξε η αγία βασιλεία σου, δηλαδή να παραμένει μετέωρο το περί προσθήκης και να το έχουμε για δική μας μεγάλη βοήθεια, τώρα πώς σκοπεύουμε να το έχουμε, αν συμφωνήσουμε με αυτή την έκθεση;»

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Και πάλι το έχουμε».

Και ο Ηρακλείας:

«Μα πώς μπορούμε να το έχουμε, δεσπότη μου άγιε, αφού τα προδώσαμε όλα με αυτή την έκθεση;»

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Έχε το λοιπόν εσύ».

Και ο Ηρακλείας:

«Μα πώς μπορώ να έχω εγώ εκείνο που προδίδεται απ΄ όλους;»

Και είπε ο αυτοκράτορας:

«Έχε το στο εικονοστάσι σου».

Τότε, καταλαβαίνοντας και ο Μονεμβασίας τον σκοπό τού αυτοκράτορα από τα λόγια εκείνων που συνεργούσαν μαζί του, είπε:

«Παρακαλώ, δεσπότη μου ἄγιε, πρόσεχε να μην κάνεις και τώρα εκείνο που έκανε ο αυτοκράτορας ο κυρ Μιχαήλ ο λατινόφρων».109

Κι ο αυτοκράτορας δεν απάντησε. Ύστερα λοιπόν από τις πολλές ομιλίες και τα επιχειρήματα εκείνων που αγωνίζονταν να προτείνουν την έκθεση, είπε ο αυτοκράτορας:

«Ας δώσουν γνώμες».

42. Η ψηφοφορία. Αποστολή τής έκθεσης στον πάπα110

Είπαν λοιπόν οι μεν το «συμφωνώ», οι δε το «δεν συμφωνώ», μεταξύ των οποίων ήμουν κι εγώ, και γράφονταν οι γνώμες. Έπειτα είπε ο Λακεδαιμονίας στον αυτοκράτορα:

«Δεσπότη μου, δώσε εντολή να πουν και οι γραμματικοί γνώμες».

Και είπε ο αυτοκράτορας,

«ας πουν»,

ενώ ο Λακεδαιμονίας είπε αμέσως:

«Βοηθάει αυτό, πείτε».

Κι αμέσως καθένας τους φώναξε:

«Συμφωνώ».

Ήσαν δώδεκα εκείνοι που δεν συμφώνησαν και εικοσιτέσσερις, μαζί με τούς γραμματικούς, εκείνοι που συμφώνησαν.

Έπειτα έστειλε ο αυτοκράτορας τον Νικομηδείας και τον μεγάλο χαρτοφύλακα στην κάμαρα τού Φιλανθρωπινού, για να ενημερώσει μέσω αυτών και ο πατριάρχης για τη γνώμη του. Επέστρεψαν εκείνοι και ανέφεραν ότι συμφωνούσε ο πατριάρχης με αυτή την έκθεση, αλλά έλεγε κι αυτό:

«Απορώ που δεν συμφώνησαν με αυτήν όλοι. Γιατί εγώ δεν αντιλαμβάνομαι να υπάρχει κάτι αντίθετο σε αυτήν και απορώ γιατί δεν συμφωνούν μερικοί».

Επικυρώθηκε λοιπόν να σταλεί αυτή στον πάπα και είπε ο αυτοκράτορας:

«Να την υποβάλουν δύο αρχιερείς μαζί με τον μεγάλο χαρτοφύλακα και τον μεγάλο εκκλησιάρχη».

Και πριν ολοκληρώσει τη φράση του και απαντήσουμε εμείς, είπε ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος:

«Πώς θα την υποβάλουν εκείνοι που δεν συμφωνούν μαζί της; Δώσε εντολή σε άλλους και υπερασπίσου εκείνο που θέλουμε».

Πρόσταξε λοιπόν τον μεγάλο σακελλάριο και τον μεγάλο σκευοφύλακα, οι οποίοι μέχρι τότε δεν είχαν ποτέ σταλεί ιδιαιτέρως στον πάπα, καθώς και δύο αρχιερείς. Κι εκείνοι υπέβαλαν την έκθεση.

43. Οι Λατίνοι αρνούνται τη διατύπωση των Γραικών και θέτουν δώδεκα ερωτήσεις111

Οι Λατίνοι όμως, όταν την είδαν και αφού συσκέφτηκαν, δεν την θεώρησαν αποδεκτή. Αλλά ζήτησαν ή να γίνει δεκτή εκείνη που είχαν στείλει οι ίδιοι ή να δοθεί εξήγηση σ΄ εκείνη που είχαν συντάξει οι δικοί μας, όπως έχω προαναφέρει. Έγραψαν λοιπόν και υπέβαλαν τις παρακάτω δώδεκα ερωτήσεις:

«α. Στην αρχή τού γράμματός σας περιλαμβάνεται ότι, επειδή θεωρούσατε ότι οι Λατίνοι λένε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, σαν να εκπορεύεται από δύο αρχές και λοιπά, γι΄ αυτό φυλαχθήκατε από την προσθήκη ή ανάπτυξη που έγινε στο σύμβολο και από την κοινωνία με εμάς. Αλλά επειδή πληροφορηθήκατε ότι οι Λατίνοι πιστεύουν το αντίθετο, δεν οφείλετε πια να φυλάγεστε από την προαναφερθείσα προσθήκη και ανάπτυξη, και αφού η αιτία βρίσκεται σε αδράνεια, οφείλει ν΄ αδρανεί και το αποτέλεσμα. Σε αυτό λοιπόν ζητάμε απάντηση.

β. Παρουσιάζετε την πίστη των Λατίνων. Ζητάμε ν΄ απαντήσετε αν τη θεωρείτε σωστή και αν θέλετε να συμφωνήσετε με αυτήν.

γ. Παρουσιάσατε την πίστη σας, λέγοντας ότι πιστεύετε ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Ζητάμε ν΄ απαντήσετε, αν πιστεύετε ότι εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα μόνο, αλλά όχι και από τον Υιό.

δ. Λέτε ότι το Άγιο Πνεύμα είναι χαρακτηριστικό τού Υιού. Ζητάμε να διευκρινήσετε τι από τα δύο εννοείτε με τη λέξη χαρακτηριστικό: μόνο ομοούσιο ή είναι τούτο χαρακτηριστικό που έχει αιώνια το είναι του από τον Υιό, όπως και από τον Πατέρα;

ε. Λέτε ότι αναβλύζει από αυτόν. Ζητάμε διασάφηση: Σε ποιον από τούς δύο αναφέρεται το «από αυτόν»; Στον Πατέρα ή στον Υιό;

στ. Αν αναφέρεται στον Υιό, εννοείτε ότι αναβλύζει αιώνια και ουσιωδώς και προσωπικά από τον Υιό ή όχι;

ζ. Ζητάμε διασάφηση: τι σημαίνει σ΄ εσάς το ρήμα «αναβλύζει»; Αν την ουσία, δηλαδή και την υπόσταση τού είναι του, την έχει και τη λαμβάνει από τον Υιό. Και αν σημαίνει το ίδιο με το «εκπορεύεται», αν διαφέρουν κάπου και πού διαφέρουν.

η. Λέτε «ουσιωδώς και από τούς δύο», δηλαδή ότι χύνεται από τον Πατέρα δια τού Υιού. Ζητάμε διασάφηση, αν «ουσιωδώς» εννοείτε και αιώνια.

θ. Τι σημαίνει το «ουσιωδώς και αιώνια χύνεται και από τούς δύο»; Έχει δηλαδή και λαμβάνει την ουσία και από τούς δύο; Σε αυτό το πράγμα, είναι το ίδιο το «χύνεται» και το «εκπορεύεται»; Και αν διαφέρουν κάπου, πού διαφέρουν;

ι. Αν η πρόταση αυτή είναι αληθής, ότι το Άγιο Πνεύμα χύνεται και εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα και τον Υιό, αυτό γίνεται χωρίς την εξήγηση «από τον Πάτέρα δια τού Υιού»; Ή γίνεται με άλλη εξήγηση;

ια. Εκεί που λέτε «δι΄ Υιού», αν αυτή η λέξη «διά» σημαίνει κατά τη δική σας έννοια, ότι και ο Υιός είναι αιτία και αρχή τού Αγίου Πνεύματος.

ιβ. Λέτε «ήδη ενωνόμαστε μεταξύ μας και συνδεόμαστε με τρόπο αγαπητό από τον Θεό». Ρωτάμε λοιπόν για να διασαφηνιστεί. Σε τι ενωνόμαστε και συνδεόμαστε; Σε ποιο από τα δύο; Σε αυτό που λέμε εμείς ή σ΄ εκείνο που λέτε εσείς; Κι εφόσον εμείς κρατάμε αυτό που πιστεύουμε κι εσείς κρατάτε εκείνο που έχετε, δεν είναι δυνατό να ενωθούμε μεταξύ μας, όταν μεταξύ μας διαφωνούμε. Γιατί είτε πρέπει να υπάρχει ένα και το ίδιο πράγμα, στο οποίο θα γινόταν η ένωση δύο διαφωνούντων, ή να διατηρούμε εμείς τη δική μας και ταυτόχρονα τη δική σας ομολογία, κι εσείς πάλι τη δική σας και τη δική μας. Ωστόσο ούτε έτσι είναι δυνατό να ενωθούμε. Γιατί όταν αυτές οι ομολογίες διαφωνούν και στο νόημα και στον σκοπό, άραγε με ποιον τρόπο θα διατηρήσουμε ταυτόχρονα τα αντίθετα; Επειδή από τα δύο αντίθετα το ένα πρέπει να είναι ψευδές, πώς άραγε δεχόμενοι το ψευδές μαζί με την αλήθεια, θα γινόταν αρεστή στον Θεό ένωση στα πράγματα τής πίστης; Ίσως όμως εννοείτε την ένωση μόνο στην κοινωνία, όπως υπονοείται από τα επόμενα τού γράμματός σας. Αλλά τι είδους θα ήταν άραγε αυτή η ένωση, που θα συναναστρεφόμασταν σωματικά, ενώ ταυτόχρονα θα διαφωνούσαμε στην έννοια και τις λέξεις τής πίστης και εκείνων που είναι αναγκαία για τη σωτηρία;

Φαίνεται λοιπόν ότι είναι κατάλληλο και αναγκαίο το γράμμα των Λατίνων, στο οποίο αρχικά παρουσιάζεται ο τρόπος σκέψης καθενός από τα δύο μέρη και στη συνέχεια παρουσιάζεται η αληθινή και κοινή ομολογία τής πίστης, με την ίδια έννοια και την ίδια διατύπωση. Παρακαλούμε λοιπόν και ζητάμε να δώσετε την απάντηση αναλυτικά σε καθένα από τα προαναφερθέντα κεφάλαια, χωρίς αμφισβητούμενη διατύπωση, και να διευκρινήσετε τι εννοείτε όσο το δυνατό συντομότερα, ή διαφορετικά να δεχτείτε απλώς το γράμμα που σάς έχουμε δώσει».

<-7. Το αδιέξοδο τής Συνόδου στη Φερράρα 9. Η τελική φάση τής Συνόδου τής Φλωρεντίας->
error: Content is protected !!
Scroll to Top