13. Σφραντζής: Από τη μάχη τής Άγκυρας (1402) στη βασιλεία Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1448)

<-Χαλκοκονδύλης: Η Ιταλία, η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας και η Σταυροφορία τής Βάρνας (1444)

Σφραντζής: Από τη μάχη τής Άγκυρας (1402) στη βασιλεία Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (1448)1

Μάχη Αγκύρας (1402). Επιστροφή Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου από τη Δύση (1403)

Ο θλιβερός Γεώργιος Σφραντζής, ο πρώτος άρχοντας τού αυτοκρατορικού βεστιάριου,2 τώρα γνωστός ως μοναχός Γρηγόριος, έγραψε την ακόλουθη περιγραφή για τα γεγονότα που συνέβησαν κατά την άθλια ζωή του. Θα ήταν καλύτερο να μην είχα γεννηθεί ή να είχα πεθάνει παιδί. Αφού όμως αυτό δεν συνέβη, ας είναι γνωστό ότι γεννήθηκα την Τρίτη 30 Αυγούστου 6909 [1401].3 Βαπτίστηκα από την οσιώτατη και αγία Θωμαΐδα, για την οποία θα διηγηθούμε την αλήθεια σε κατάλληλο μέρος αυτής τής περιγραφής.4

[1.1] Στις 28 Ιουλίου 6909 [1401] σκοτώθηκε ο σουλτάνος Βαγιαζήτ από τον Τιμούρ. Ο οποίος Βαγιαζήτ ήταν ο πέμπτος ηγεμόνας τής δυναστείας του. Πρώτος ήταν ο Ερτογρούλ, τον οποίο ακολούθησε ο Οσμάν, από τον οποίο ονομάστηκαν Οθωμανοί. Τρίτος ήταν ο Ορχάν, τέταρτος ο Μουράτ [Α’], πέμπτος ήταν ο Βαγιαζήτ, έκτος ο Μεχμέτ [Α’] και έβδομος ήταν ο Μουράτ [Β’]. Ο Μεχμέτ [Β’] ήταν ο όγδοος σουλτάνος, που μάς υποδούλωσε και μάς έβγαλε από την Κωνσταντινούπολη.5

[2.1] Στις αρχές τού έτους 6912 [Σεπτέμβριος 1403], ο άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ Παλαιολόγος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη από τα ταξίδια του στη Δύση. [2.2] Ένας γιος γεννήθηκε γι΄ αυτόν [τον αυτοκράτορα] στις 8 Φεβρουαρίου 6913 [1404], ο δεύτερος γιος, ο Κωνσταντίνος, που θα γινόταν και αυτοκράτορας.6 7

[3.1] Μεταξύ 6912 και 6921 [μεταξύ Σεπτεμβρίου 1403 και Σεπτεμβρίου 1413] συνέβησαν πολλά αξιομνημόνευτα γεγονότα. Εννοώ την άφιξη στην Ευρώπη των πέντε γιων τού Βαγιαζήτ, των Σουλεϊμάν, Μούσα, Ισά, Μεχμέτ και Γιουσούφ, όπου ο Γιουσούφ προσηλυτίστηκε και πήρε το χριστιανικό όνομα Δημήτριος. Επἰσης τον θάνατο τού αυτοκράτορά μας κυρ Ιωάννη [Ζ’] στη Θεσσαλονίκη, την εκεί άφιξη του άγιου αυτοκράτορά μας και θείου του, τού κυρ Μανουήλ [Β’] και τον διορισμό ως δεσπότη τού γιου του, τού κυρ Ανδρόνικου. Επίσης τον θάνατο τού κυρ Θεόδωρου τού πορφυρογέννητου στον Μυστρά και την άφιξη στον Μοριά τού αδελφού του, τού άγιου αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ. Τον θάνατο τού εμίρη Σουλεϊμάν από τον αδελφό του, τον Μούσα, καθώς και τον τριετή πόλεμο που ακολούθησε μεταξύ τού άγιου αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ και τού Μούσα. Την τύφλωση τού Ορχάν, γιου τού Σουλεϊμάν, στην περιοχή Λάρισας. Το πέρασμα από την Ανατολή στη Δύση τού αδελφού του, τού Μεχμέτ, γνωστού και ως Κυρίτζη [Πρίγκιπα] και την ήττα και υποχώρησή του στην Ανατολή [Μικρά Ασία]. Την επάνοδό του για ακόμη μια φορά στη Δύση [Ευρώπη] μέσω Κωνσταντινούπολης, τη νίκη του και τον θάνατο τού Μούσα. Επίσης τον θάνατο στη Μονεμβασία τού δεύτερου γιου τού άγιου αυτοκράτορα κυρ Μανουήλ, τού Κωνσταντίνου, αλλά και δύο θυγατέρων του. Τη γέννηση στην Πόλη τού πρίγκιπα κυρ Μιχαήλ και τον θάνατό του από λοιμώδη αρρώστια, καθώς και τον θάνατο τού [Τούρκου προσήλυτου πρίγκιπα] κυρ [τζαλαπή] Δημήτριου [Γιουσούφ]. Τη γέννηση τού πρίγκιπα Δημήτριου και τού πρίγκιπα Θωμά και μερικά ακόμη απαραίτητα. Για όλα αυτά θα προσπέρασω σιωπηλά ποιον χρόνο και μήνα και πώς έγιναν, επειδή ήμουν νέος τότε και δεν έχω διατηρήσει ακριβή γνώση.8

Ανοικοδόμηση Εξαμιλίου (1414). Επιδημία βουβωνικής πανούκλας (1416)

[4.1] Τον Ιούλιο τού 6921 [1413] ο άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ βγήκε από την Πόλη, πήγε στο νησί τής Θάσου και το κατέλαβε τον Σεπτέμβριο τού επόμενου έτους [1413]. Από τη Θάσο ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη και στον Μοριά, όπου επέβλεψε την κατασκευή τού τείχους τού Εξαμιλίου.9 [4.2] Έφτασε στο λιμάνι των Κεγχρεών τον Μάρτιο τού 6922 [1414]. Στις 8 Απριλίου άρχισε να κατεδαφίζει και να ξαναχτίζει το τείχος τού Εξαμιλίου, που έχει μήκος 3.800 οργιές.10 Ύψωσε πάνω στο τείχος 153 πύργους. Κατά τη διάρκεια τής κατασκευής αποκαλύφθηκε μαρμάρινη πλάκα με την ακόλουθη επιγραφή: «Φως από φως, Θεός αληθινός από Θεό αληθινό, να φυλάει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον πιστο του δούλο Βικτωρίνο καί ὀλους τούς κατοίκους της Ελλάδας που ζουν μέσω τής χάρης τού Θεού». [4.3] Επέστρεψε στην Πόλη τον Μάρτιο τού 6924 [1416]. Τον ίδιο μήνα, μετά την άφιξη τού άγιου αυτοκράτορα, πέθανε ο πατριάρχης κυρ Ευθύμιος και τον διαδέχθηκε ο κυρ Ιωσήφ, ο μητροπολίτης Εφέσου, ο οποίος ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο στις 21 Μαΐου 6924 [1416]. [4.4] Το φθινόπωρο τού 6925 [1416] ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης αναχώρησε για τον Μοριά. Καθώς περνούσε από τη Θεσσαλονίκη, πήρε [ο κυρ Ιωάννης] εκείνον τον Μουσταφά, ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν γιος τού Βαγιαζήτ και τον κυνηγούσε ο υποτιθέμενος αδελφός του, ο Μεχμέτ, και τον έστειλε στη Λήμνο, ενώ αργότερα τον έφερε στον Μυστρά.11

[5.1] Κατά τη διάρκεια τού χειμώνα τής ίδιας χρονιάς [1416] μαινόταν η βουβωνική πανούκλα στις περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα. Μεταξύ των ευγενών που ήσαν υπεύθυνοι για διάφορα κάστρα σε αυτήν την περιοχή ήταν και ο γαμπρός μου, ο Γρηγόριος Παλαιολόγος Μαμωνάς, ο εξαιρετικός γιος τού μεγάλου δούκα Μαμωνά, τού πρώην άρχοντα τής Μονεμβασίας και τής γύρω περιοχής. Ήταν επίσης η αδελφή μου και γυναίκα του, καθώς και μια κόρη τους. Πρώτα πέθανε η κόρη τού Γρηγόριου. Επτά ημέρες μετά τον θάνατο τού παιδιού πέθανε ο πατέρας του και επτά ημέρες ύστερα από αυτόν πέθανε η μητέρα του. Πέθαναν επίσης έξι από τούς υπηρέτες τους, άνδρες και γυναίκες, ενώ απέμειναν μόνο δύο από αυτούς. Όταν ήρθαν στην Πόλη, τα είπαν αυτά με μια φωνή στους άθλιους γονείς μου, οι οποίοι, όταν το άκουσαν, πέθαναν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, ίσως όχι άμεσα λόγω τής είδησης, αλλά αργότερα, λόγω εξασθενημένης υγείας. Λόγω αυτής τής ατυχίας, ο πατέρας μου δεν συνόδευσε τον πρίγκιπα Θωμά στον Μοριά με την ιδιότητα τού δασκάλου του, ούτε εγώ μαζί του ως ακόλουθος και προσωπικός συνοδός, όπως είχαμε διοριστεί από τον άγιο αυτοκράτορα, τον πατέρα τού προαναφερθέντος πρίγκιπα. Ετοιμαζόμασταν για αυτό το ταξίδι, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός μου βρισκόταν ήδη στον Μοριά με τον αυτοκράτορα. Ο μικρότερος αδελφός μου, όταν έμαθε για τον θάνατο τής αδελφής μας, άφησε πατέρα και μητέρα και αδελφούς και μπήκε στη λεγόμενη Μονή Χαρσιανίτου (στην οποία βρισκόταν και ο διάσημος δάσκαλος κυρ Ιωσήφ) και έγινε καλόγερος. [5.2] Κατά την άνοιξη και το καλοκαίρι τής ίδιας χρονιάς [1416] η πανούκλα εξαπλώθηκε και στην Πόλη. Τον Αύγουστο πέθανε η κυρά Άννα τής Ρωσίας12 από τη λοιμώδη ασθένεια και τάφηκε στη Μονή Λιβός.13

[6.1] Στις αρχές τού έτους 692614 [1417] στάλθηκε στον Μοριά από τον άγιο αυτοκράτορα και πατέρα του και ο πρίγκιπας κυρ Θωμάς. Τότε επέστρεψε στην Πόλη και ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης. Στις 17 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1418] ο άγιος αυτοκράτορας και πατέρας του με διόρισε υπεύθυνο για το δωμάτιό του. Ήμουν δεκαέξι ετών και μισό κι εκείνος ο άγιος εξήντα εννέα και μισό. [6.2] Τον Νοέμβριο τού 6927 [1418] έφτασε στην Πόλη η δέσποινα κυρά Σοφία, κόρη τού μαρκήσιου τού Μομφερράτ. Στις 19 Ιανουαρίου τού ίδιου έτους [1419] την παντρεύτηκε ο κυρ Ιωάννης και στέφθηκε και αυτοκράτορας στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Η τελετή παρείχε ευκαιρία για μεγάλη γιορτή και πανηγύρι.15

Πέρασμα τού σουλτάνου Μεχμέτ Α’ μέσω Πόλης στη Μικρά Ασία (1419)

[7.1] Το έτος 6928 [1419-1420] ήρθε ο σουλτάνος Μεχμέτ, γνωστός και ως Κυρίτζης, για να περάσει από τα περίχωρα τής Πόλης στην Ανατολή [Μικρά Ασία]. Πριν από την άφιξή του, πληροφορηθήκαμε κρυφά από ορισμένους από τούς συνοδούς του, ότι πηγαίνει για να βάλει σε τάξη τις υποθέσεις τής Ανατολής και ότι μόλις επιστρέψει, σκοπεύει και σχεδιάζει να επιτεθεί στην Πόλη. Όλοι εκείνοι στους οποίους ο άγιος αυτοκράτορας είχε εμπιστευτεί αυτό το μυστικό, άρχοντες και κληρικοί, παρότρυναν και συμβούλευαν τον άγιο αυτοκράτορα να τον συλλάβει [τον Μεχμέτ]. Εκείνος [ο κυρ Μανουήλ] δεν πείστηκε και είπε:

«Δεν θα παραβιάσω τον όρκο που τού έδωσα, ακόμη κι αν ήμουν βέβαιος ότι ερχόμενος θα μάς υποδούλωνε. Ωστόσο, αν πάλι εκείνος [ο Μεχμέτ] αθετήσει τους όρκους του, ας κάνει ό,τι νομίζει ο Θεός, που έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από εκείνον».

[7.2] Για αυτόν τον λόγο ο αυτοκράτορας δεν έστειλε κανέναν από τούς γιους του για να υποδεχτεί τον ασεβή. Έστειλε μόνο τον εξαιρετικό ευγενή Δημήτριο Λεοντάρη, τον Ισαάκιο Ασάνη και τον πρωτοστράτορα16 Μανουήλ Καντακουζηνό, με συνοδεία ευγενών και στρατιωτών που κουβαλούσαν δώρα. Αυτοί συνάντησαν τον Μεχμέτ στην περιοχή τού Κουτουλού και τον συνόδευσαν μέχρι το Διπλοκιόνιον, ενώ στη διάρκεια ολόκληρης τής διαδρομής ο Μεχμέτ μιλούσε με τον Λεοντάρη. [7.3] Στο Διπλοκιόνιον βρίσκονταν ο άγιος αυτοκράτορας και οι γιοι του, μαζί με μία γαλέρα που θα περνούσε τον Μεχμέτ απέναντι. Όταν ο Μεχμέτ μπήκε σε αυτήν, χαιρέτησαν ο ένας τον άλλον μέσα στη θάλασσα από τις γαλέρες τους και συνέχισαν να συνομιλούν μέχρι να φτάσουν στο απέναντι σημείο αποβίβασης τής Ανατολής που ονομάζεται Σκουτάρι, παλαιότερα γνωστό ως Χρυσούπολη. Ο Μεχμέτ βγήκε από τη γαλέρα και πήγε στις σκηνές που είχαν ετοιμαστεί γι’ αυτόν. Η αυτοκρατορική οικογένεια έτρωγε, έπινε και έστελνε φαγητά ο ένας στον άλλο με τις γαλέρες. Την ώρα τού εσπερινού εκείνος ανέβηκε σε άλογο και πήρε τον δρόμο προς τη Νικομήδεια, ενώ οι αυτοκράτορες επέστρεψαν στο σπίτι τους.17

Επιστροφή τού σουλτάνου Μεχμέτ Α’ στην Αδριανούπολη και θάνατός του (1420)

[7.4] Την άνοιξη τού ίδιου έτους [1420] ο Μεχμέτ [Α’] επέστρεψε στην Ευρώπη μέσω Καλλίπολης και προχώρησε στην Αδριανούπολη. Ο άγιος αυτοκράτορας έστειλε τον Δημήτριο Λεοντάρη στον Μεχμέτ με οδηγίες, για να μάθει τις μελλοντικές προθέσεις τού σουλτάνου και να ενημερώσει [τον αυτοκράτορα], αλλά και για να υπενθυμίσει [στον Μεχμέτ] τη φιλία και τον σεβασμό που τού είχαν δείξει, τόσο με το πέρασμά του στην Ασία, όσο και με τέτοιον απεσταλμένο, το πρόσωπο εννοώ αλλά και τα δώρα που έφερνε. Ο πρέσβης μας έγινε δεκτός με μεγάλη τιμή και αγάπη. Στο τέλος ο Μεχμέτ τού είπε:

«Δεν είμαι καλά εδώ και μερικές ημέρες. Μόλις γίνω καλά, θα φάμε και θα πιούμε μαζί και θα μιλήσουμε».

Πέθανε τρεις ημέρες αργότερα.18

[8.1] Στον Λεοντάρη δεν είπαν τίποτε. Εκείνος παρέμενε στο κατάλυμά του και απορούσε γιατί δεν τον καλούσε σε ακρόαση ο αφέντης [Μεχμέτ], για να παραδώσει το μήνυμά του. Τη στιγμή περίπου που ανακάλυψε ότι ο Μεχμέτ ήταν νεκρός, όλοι οι δρόμοι προς την Πόλη είχαν κλείσει κρυφά και κανέναν από τούς πολλούς αγγελιοφόρους που είχε στείλει ο Λεοντάρης δεν άφησαν να περάσει.19 Λίγες ημέρες αργότερα αποκαλύφθηκε η μυστική φιλοδοξία τού Μεχμέτ να κατακτήσει την Πόλη. Ακολούθησαν πολλά μουρμουρητά, συζητήσεις και συμβούλια. Ο άγιος αυτοκράτορας δέχθηκε πολλές επικρίσεις από εκείνους που τον συμβούλευαν να συλλάβει τον Μεχμέτ. Τότε [ο άγιος αυτοκράτορας] κατοικούσε στη Μονή Περιβλέπτου λόγω τής πανούκλας. [8.2] Τελικά ένας από τούς αγγελιοφόρους τού Λεοντάρη βρήκε άλλο δρόμο: ταξίδεψε αρχικά στη Μεσημβρία και από εκεί ήρθε στην Πόλη δια θαλάσσης. Το μήνυμα [τού Λεοντάρη] ανέφερε ότι ο σουλτάνος [Μεχμέτ] ήταν νεκρός. Κι έτσι έγινε πραγματικότητα το ρητό «το κλάμα μπορεί να αντέξει για μια νύχτα, αλλά το πρωί θα έρθει η χαρά και η αγαλλίαση».20 21

Ποιον θα δέχονταν ως διάδοχο τού Μεχμέτ Α’; Toν Μουράτ Β’ ή τον Μουσταφά;

[8.3] Ακολούθησαν αμέσως νέες ανησυχίες, συζητήσεις και συναντήσεις, για να αποφασιστεί αν θα διατηρούσαν φιλία με τον γιο τού Μεχμέτ, τον Μουράτ, και θα τον δέχονταν ως διάδοχο τού Μεχμέτ, όπως προέβλεπε και ένορκη συνθήκη, ή αν θα έφερναν τον Μουσταφά από τον Μυστρά, θα τον έκαναν σουλτάνο στη Θράκη, και θα έδιναν τη Μικρά Ασία στον Μουράτ. Ο άγιος αυτοκράτορας τάχθηκε υπέρ τής πρώτης λύσης, την οποία θεωρούσε δίκαιη για πολλούς λόγους, αλλά ο γιος του [κυρ Ιωάννης] και ο Δημήτριος Καντακουζηνός υποστήριζαν τη δεύτερη, γιατί ο Μουσταφά θα τούς έδινε την Καλλίπολη. Τελικά ο άγιος αυτοκράτορας υποχώρησε, μεταβίβασε την εξουσία του στον γιο του και είπε:

«Γιε μου, κάνε ό,τι θέλεις. Εγώ είμαι γέρος, άρρωστος και κοντά στον θάνατο. Έχω παραδώσει σε σένα την αυτοκρατορία και τις υποθέσεις της. Κάνε αυτό που θέλεις».22

[9.1] Τον Σεπτέμβριο τού 6929 [1420] ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης πήγε με γαλέρα στην Καλλίπολη, έφερε τον Μουσταφά από την κατοικία του με τον δεσπότη τού Μοριά και τον έβγαλε στη Δύση [Θράκη]. Η Καλλίπολη προσκύνησε τον Μουσταφά ως άρχοντά της. Λίγες ημέρες αργότερα ο αυτοκράτορας [κυρ Ιωάννης] ζήτησε την επιστροφή τής Καλλίπολης, σύμφωνα με την υπόσχεση. Ο Μουσταφά απάντησε ως εξής:

«Όλοι οι Τούρκοι πιστεύουν ότι η Καλλίπολη ανήκει σε εμάς. Επίσης η πίστη μας απαγορεύει να την παραδώσουμε σε εσάς».

Στο μεταξύ ο Μουράτ από την Ανατολή, μέσω απεσταλμένων, ζητούσε βοήθεια και υποσχόταν πολλά πράγματα. [9.2] Στις αρχές τού χειμώνα τής ίδιας χρονιάς ο Βαγιαζήτ, ένας έμπιστος άνδρας που είχε υπηρετήσει ως μπεηλέρμπεης23 και βεζύρης υπό τον πατέρα τού Μουράτ και ως κυβερνήτης τής Άγκυρας, διέσχισε το πάνω στενό [τον Βόσπορο] και πέρασε στη Δύση [Ευρώπη], με στόχο να προσπαθήσει να διατηρήσει τη Δύση υπό την εξουσία τού Μουράτ. Ο Μουσταφά έφυγε από την Καλλίπολη για να τον αντιμετωπίσει. Συνέλαβε τον Βαγιαζήτ κοντά στην Αδριανούπολη και τον σκότωσε. Έτσι ο Μουσταφά έγινε ο μοναδικός ηγέτης των ασεβών στη Δύση. [9.3.] Στη συνέχεια ο Μουσταφά επέστρεψε ξανά στην Καλλίπολη, πέρασε στη Μικρά Ασία το ίδιο έτος [1421] και κινήθηκε εναντίον τού ανιψιού του, τού Μουράτ, ο οποίος βρισκόταν στην Προύσα. Ηττήθηκε όμως [ο Μουσταφά] και επέστρεψε στη Δύση [Ευρώπη]. [9.4] Το καλοκαίρι τού ίδιου έτους [1421] πέρασε ο Μουράτ [στην Ευρώπη] με γενουάτικα πλοία, καταδίωξε τον θείο του [Μουσταφά], τον συνελαβε και τον σκότωσε στις αρχές τού έτους 6930 [Σεπτέμβριος 1421].24

Πολιορκία τής Πόλης από τον Μουράτ Β΄. Ο Μανουήλ Β’ παθαίνει εγκεφαλικό (1422)

[10.1] Στις 8 Ιουνίου τού ίδιου έτους [1422] ο Μουράτ έστειλε τον Μιχάλμπεη να αποκλείσει την Πόλη. Στις 15 Ιουνίου ήρθε και ο αφέντης του ο Μουράτ και πολιορκούσε την Πόλη, φέρνοντας μαζί του αλυσοδεμένους τούς πρεσβευτές μας, τον Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Ματθαίο Λάσκαρη, καθώς και τον γραμματικό Άγγελο Φιλομμάτη, που είχαν σταλεί σε αυτόν νωρίτερα για τη σύναψη συνθήκης φιλίας. [10.2] Στις 22 Αυγούστου ο Μουράτ διέταξε γενική επίθεση εναντίον τής Πόλης. Και στις 6 Σεπτεμβρίου 6931 [1422] αναχώρησε άπρακτος από την Πόλη με τη βοήθεια τού Θεού.25

[11.1] Στις 30 Σεπτεμβρίου ο πρίγκιπας Μουσταφά, ο αδελφός τού Μουράτ, μπήκε στην Πόλη και έφτασε έξω από τούς κήπους των ανακτόρων. Την επόμενη μέρα, την 1η Οκτωβρίου [1422], ήλθε και προσκύνησε τούς αυτοκράτορες. [11.2] Την ίδια μέρα, μετά το πρωινό, ο άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο παρέλυσε τη μία πλευρά τού σώματός του. Τον είδαν [τον κυρ Μανουήλ] και τον θαύμασαν οι Τούρκοι από την Ανατολή στην ακολουθία τού πρίγκιπα Μουσταφά, λέγοντας ότι από την εμφάνιση και μόνο φαινόταν ίδιος με τον Μωάμεθ, τον ιδρυτή τής πίστης τους. Μέχρι και ο μακαρίτης Βαγιαζήτ [Γιλντιρίμ], ο εχθρός του, είχε κάποτε παρατηρήσει, ότι ακόμη κι αν δεν γνώριζε τον αυτοκράτορα, από την εμφάνιση και μόνο [τού Μανουήλ] κάποιος θα έλεγε:

«Αυτός ο άνθρωπος πρέπει να είναι αυτοκράτορας».

[11.3] Λόγω αυτής τής ατυχίας που έπληξε τον άγιο αυτοκράτορα [κυρ Μανουήλ], ο πρίγκιπας Μουσταφά πέρασε μερικές ημέρες στην Πόλη. Στη συνέχεια προχώρησε μέχρι τη Σηλυμβρία, έμεινε λίγο εκεί, επέστρεψε στην Πόλη, πέρασε απέναντι και αναχώρησε για την Προύσα. Την άνοιξη τού ίδιου έτους [1423] πέρασε και ο αδελφός του εναντίον του στην Ανατολή [Μικρά Ασία] και τον σκότωσε ύστερα από προδοσία των δικών του ανθρώπων.26

[12.1] Τον Μάιο τού ίδιου έτους [1423] ο Τουραχάν επιτέθηκε στις οχυρώσεις του Εξαμιλίου στον Μοριά και σκότωσε πολλούς Αλβανούς.27 [12.2] Το καλοκαίρι τού ίδιου έτους ο πρίγκιπας Δημήτριος, συνοδευόμενος από τον Ιλάριο Ντόρια και τον γαμπρό του, τον Γεώργιο Ιζαούλ, έφυγαν για τον Γαλατά με πρόθεση να πάνε στους Τούρκους, αν και δεν πήγαν εκεί αλλά στην Ουγγαρία. [12.3] Στις 15 Νοεμβρίου 6932 [1423] ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης ξεκίνησε το ταξίδι του στην Ιταλία και την Ουγγαρία, έχοντας κάνει δεσπότη τον αδελφό του, τον πρίγκιπα κυρ Κωνσταντίνο, και αφήνοντας αυτόν στην Πόλη στη θέση του. [12.4] Στις 22 Φεβρουαρίου τού ίδιου έτους [1424] κάναμε ένορκη συνθήκη φιλίας με τον σουλτάνο Μουράτ [Β’]. Απεσταλμένοι μας ήσαν ο Λουκάς Νοταράς, που έγινε αργότερα μεγάλος δούκας, ο Μανουήλ Μελαχροινός και εγώ. Επιλεγήκαμε για τούς ακόλουθους λόγους: Ο Μελαχροινός είχε επισκεφθεί στο παρελθόν τον σουλτάνο και είχε ανακοινώσει την επιθυμία μας να συνάψουμε αυτή τη συνθήκη. Ο Νοταράς για να διαπραγματευτεί τούς όρους της σωστά, σύμφωνα με τις ικανότητές του, ως χρήσιμος και καλός εκπρόσωπος. Εγώ είχα επιλεγεί ως μέλος αυτής τής πρεσβείας λόγω της γνωριμίας μου με την αγία αυτοκράτειρα [Ελένη], συγγενή τού σουλτάνου από τη μητέρα του.28 Επίσης, αν προέκυπτε ανάγκη, για να γράψω και να στείλω επίσημες αναφορές στον άγιο αυτοκράτορα [Μανουήλ] και στον γιο του, τον αυτοκράτορα [Ιωάννη], που βρισκόταν στην Ουγγαρία.29

[13.1] Στα τέλη Οκτωβρίου 6933 [1424] ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης επέστρεψε στην Πόλη μέσω Κελλίας,30 ενός μέρους κοντά στον Δούναβη, όπου είχαν σταλεί γαλέρες από την Πόλη. [13.2] Ο κυρ Ιωάννης είχε στείλει νωρίτερα έναν αλλοδαπό που δεν μιλούσε ελληνικά, να έρθει από τη στεριά στην Πόλη με επίσημη επιστολή. Αυτός ο άνθρωπος έφτασε και ζήτησε επανειλημμένα να δει τον αυτοκράτορα [κυρ Μανουήλ], ισχυριζόμενος ότι έφερνε σημαντικό μήνυμα. Πώς όμως μπορούσε να επιτραπεί σε ένα τέτοιον άνθρωπο να δει μόνος προς μόνο τον αυτοκράτορα, που ήταν άρρωστος και κατάκοιτος; Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις, στάλθηκαν τελικά σε αυτόν τον άνθρωπο δύο από τους συνοδούς και τούς συντρόφους μου και τού είπαν δείχνοντας εμένα:

«Ή αποκάλυψε το μήνυμά σου σε αυτόν τον άνθρωπο ή φύγε και πήγαινε όπου θέλεις».

[13.3] Αυτός ο άνθρωπος με πήρε ιδιαιτέρως, μού έδωσε την επίσημη επιστολή [τού κυρ Ιωάννη] και μού δήλωσε πότε είχε έρθει και από πού. Μόλις άνοιξα το γράμμα και έφυγα για να το διαβάσω, ανέφερα στην αγία δέσποινα [την αυτοκράτειρα] που καθόταν εκεί και στη νύφη της (καθώς ο δεσπότης έλειπε σε κυνήγι), ότι ζητούσα ανταμοιβή επειδή θα τούς έλεγα ευχάριστες ειδήσεις. Όταν διάβασα την επιστολή και ανακοίνωσα ότι ο κυρ Ιωάννης ήταν καλά στην υγεία του και επρόκειτο να αναχωρήσει για τη Μεγάλη Βλαχία, ζητώντας να σταλούν γαλέρες στον τόπο που ονομάζεται Κελλία για να τον πάρουν και να τον φέρουν στην πατρίδα, χάρηκαν πολύ. [13.4] Λίγες ημέρες αργότερα ο άγιος αυτοκράτορας πρόσταξε τον ρουχάριό31 του:

«Δώσε στον Σφραντζή το καβάδι,32 τον σκούρο καμουχά33 με επένδυση από γούνα και ας έχει επίσης το σεντούκι34 που μού ζήτησε».

Έτσι πέρασε στην κατοχή μου ένα μεγάλο, όμορφο σεντούκι, στο οποίο υπήρχαν πολλά και ωραία πράγματα, από τα οποία άλλα μοιράστηκαν μεταξύ των γιων του και άλλοι δωρίστηκαν στη μνήμη τής άγιας ψυχής του. Όταν τού είχα ζητήσει για πρώτη φορά αυτό το σεντούκι, μού είχε πει:

«Αυτό ήταν τού αφέντη μου τού αυτοκράτορα, τού πατέρα μου. Είχα μέσα σε αυτό, με την ευχή εκείνου, πολλά και ωραία πράγματα και πολύ περισσότερα από αυτά που είδες. Με τη σειρά μου, θέλω να το αφήσω κι εγώ στον γιο μου, τον αυτοκράτορα, για να έχει κι εκείνος μέσα σε αυτό, με την ευχή μου, τα δικά του [πολύτιμα υπάρχοντα]».

Αλλά και πάλι πρόσταξε να το πάρω εγώ. Και το πήρα με την άγια ευχή του, γεμάτο με όλα τα πολύτιμα και χρήσιμα πράγματα αυτής τής μάταιης ύπαρξής μας. Επίσης η αγία δέσποινα [αυτοκράτειρα] πρόσταξε να μού φέρουν έναν όμορφο, πράσινο καμουχά, ενώ η νέα δέσποινα [η σύζυγος τού Ιωάννη] μού έστειλε μήνυμα ότι

«το τάδε ένδυμά μου, όταν παντρευτείς, θα πάει στη γυναίκα σου».35

[14.1] Στις 22 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1425] πέθανε ο αξιομνημόνευτος και ευσεβής άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ. Δύο ημέρες νωρίτερα είχε γίνει μοναχός με επιθανάτια λήψη τού «μεγάλου σχήματος»36 και είχε πάρει το όνομα Ματθαίος. Ενταφιάστηκε την ίδια μέρα στη σεβαστή, αυτοκρατορική και πανέμορφη Μονή Παντοκράτορος μέσα σε θρήνους και προσέλευση λαού, τέτοια που δεν είχε υπάρξει ποτέ για κανέναν άλλο. Έζησε συνολικά εβδομηνταεπτά έτη και εικοσιπέντε ημέρες. [14.2] Τον Αύγουστο τού 6934 [1426] η δέσποινα κυρά Σοφία διέφυγε από την Πόλη και επέστρεψε στην πατρίδα της. [14.3] Στις 30 Αυγούστου 6935 [1427] έφεραν στην Πόλη με γαλέρα από την Τραπεζούντα την κυρά Μαρία Κομνηνή, κόρη τού κυρ Αλέξιου Κομνηνού, αυτοκράτορα Τραπεζούντας. [14.4] Τον Σεπτέμβριο τού 6936 [1427] η κυρά Μαρία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα κυρ Ιωάννη.37

Ο Σφραντζής στον Μοριά για πρώτη φορά (1427). Η φιλία του με τον Κωνσταντίνο

[15.1] Τον Νοέμβριο τού ίδιου έτους [1427] ο αυτοκράτορας βγήκε από την Πόλη και έφτασε στον Μοριά στις 26 Δεκεμβρίου, συνοδευόμενος από τον αδελφό του, τον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο. Επειδή ο αδελφός τους, ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος, ήθελε να γίνει μοναχός, ο κυρ Κωνσταντίνος θα παρέμενε αφέντης τού Μοριά. Αλλά αν άλλαζε γνώμη και δεν γινόταν μοναχός, αυτό δεν θα συνέβαινε. [15.2] Τότε πήγα κι εγώ στον Μοριά για πρώτη φορά, καθώς ήμουν υπηρέτης τού αυτοκράτορα, αλλά μπήκα στην υπηρεσία τού κυρ Κωνσταντίνου για τούς ακόλουθους λόγους: Όταν ο αξέχαστος και αείμνηστος πατέρας τους [κυρ Μανουήλ] πλησίαζε προς τον θάνατο, μού ανέθεσε και έγραψα με τα χέρια μου (όχι τη διαθήκη του, αφού οι αυτοκράτορες δεν συντάσσουν διαθήκες αλλά εκδίδουν διαταγές), να έχει καθένας από τούς γιους του ο ένας αυτό, ο άλλος εκείνο από τα προσωπικά, πολύτιμα υπάρχοντά του. Η υπόλοιπη περιουσία του να χωριστεί σε τέσσερα μέρη. Ένα μέρος προοριζόταν για τα έξοδα τής κηδείας του, τη λειτουργία και το εθιμικό τελετουργικό, τα οποία εκτελέστηκαν όλα καλά και γενναιόδωρα μέσω των δικών του και των κρατικών πόρων. Το δεύτερο μέρος κληροδοτήθηκε στους φτωχούς, το τρίτο στους γιατρούς και το τέταρτο στους προσωπικούς του υπηρέτες. Εκτελεστές των τελευταίων παραγγελιών του να είναι ο εξομολογητής του, ο πρώην Εβραίος Μακάριος από τη Μονή Ξανθοπούλων, ο δάσκαλος Ιωσήφ τής Μονής Χαρσιανίτου κι εγώ. [15.3] Όταν πήρα εντολή και διάβασα αυτήν τη διαταγή μπροστά μόνο σε αυτόν [τον Μανουήλ], την αγία δέσποινα [αυτοκράτειρα Ελένη] και τον αυτοκράτορα και γιο τους [Ιωάννη], είπε τελικά στον γιο του:

«Γιε μου, άκουσες τι σάς προστάζω για τούς δικούς μου, αυτούς που με λατρεύουν».

Γιατί το έγγραφο έγραφε:

«Οι υπηρέτες μου, οι οποίοι με υπηρέτησαν καλά και είναι στοργικοί και πιστοί απέναντί μου, όπως πρέπει να είναι κάθε υπηρέτης, ας έχουν από όλους εσάς τούς γιους μου αγάπη, υποστήριξη και φροντίδα, καθένας στον βαθμό που τού αναλογεί». [Και συνέχιζε ο κυρ Μανουήλ:] [15.4] «Θα ήθελα να σάς κάνω ειδική αναφορά για τον Σφραντζή, ο οποίος με υπηρέτησε καλά και φρόντισε το σώμα και την ψυχή μου. Ιδιαίτερα τώρα, την εποχή τής ασθένειάς μου, υπήρξε ο πιο χρήσιμος συνοδός. Δεν αμφιβάλλω ότι θα προσφέρει τις κατάλληλες υπηρεσίες για την ψυχή μου μετά τον θάνατο. Τα νιάτα του και τα γηρατειά μου δεν μού επέτρεψαν να ανταμείψω την αγάπη και τις πιστές του υπηρεσίες. Εμπιστεύομαι λοιπόν τον Σφραντζή στη φροντίδα σου, γιε μου, με την ευλογία μου. Αυτά που έπρεπε να γίνουν από μένα, αλλά δεν έγιναν για τούς λόγους που ανέφερα, ας γίνουν από σένα».

[15.5] Ο κυρ Κωνσταντίνος κι εγώ είχαμε μεγάλη σχέση μεταξύ μας. Η φιλία μας είχε επίσης ιερούς δεσμούς, καθώς ο αδελφός τού πατέρα μου ήταν δάσκαλός του, ενώ οι γιοι του, κι εγώ μαζί τους, μεγάλωσαν μαζί [με τον Κωνσταντίνο] και ήσαν φίλοι και συνοδοί του. Αργότερα έφερε ο καιρός τη δική μου εξοικείωση με τον μακαρίτη και αείμνηστο πατέρα του.38 Τότε εκείνα που χρειαζόταν αυτός [ο Κωνσταντίνος] από εκείνον [τον Μανουήλ], πολλά και απαραίτητα, τα πετύχαινε χρησιμοποιώντας εμένα. Έτσι ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που με είχε στην υπηρεσία του. [15.6] Σύμφωνα με το πρωτόκολλο τού αυτοκρατορικού οίκου, στους υπηρέτες τού αυτοκράτορα επιτρέπεται να εισέρχονται στα δωμάτια των πριγκίπων. Στους υπηρέτες όμως των πριγκίπων δεν επιτρέπεται να εισέρχονται στα δωμάτια τού αυτοκράτορα. Αυτός ο κανόνας ισχύει όσο ζει ο πατέρας, όχι όμως και μετά τον θάνατό του. Όταν πέθανε ο αξέχαστος πατέρας τους, όλοι εμείς οι προσωπικοί του υπηρέτες επιστρέψαμε στο παλάτι μετά το πρώτο μνημόσυνό του. Γιατί σύμφωνα με την παράδοση, οι υπηρέτες τού αυτοκράτορα πρέπει να παραμένουν κοντά στον τάφο του μέχρι να γίνει το πρώτο μνημόσυνο. Επέστρεψα λοιπόν στο παλάτι, όπου έμενε πια ο αναφερθείς δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, και κάθισα έξω όπως πολλοί άλλοι. [15.7] Όταν το έμαθε [ο κυρ Κωνσταντίνος], μού έστειλε τον θείο μου με το ακόλουθο μήνυμα:

«Εσύ συμπεριφέρθηκες σωστά που δεν μπήκες στους χώρους μου, όπως έκανες όταν ζούσε ο αφέντης μου ο αυτοκράτορας, ο πατέρας μου. Εμείς όμως, λόγω τής αγάπης σου και τής υπηρεσίας σου προς εκείνον αλλά και προς εμάς, επεκτείνουμε το προηγούμενο προνόμιό σου, σαν να είσαι στην προσωπική υπηρεσία τού αδελφού μου τού αυτοκράτορα: να μπορείς δηλαδή να μπαίνεις απευθείας στους χώρους μου, όπως και πριν».

[15.8] Για αυτούς τούς λόγους, όταν ο αδελφός του και αυτοκράτορας [Ιωάννης Η’] διέταξε να τον ακολουθήσω όταν αναχωρούσε για τον Μοριά, για τον λόγο που έχουμε ήδη αναφέρει, μού είπε [ο κυρ Κωνσταντίνος] ιδιαιτέρως:

«Αυτό θα συμβεί. Θέλω πραγματικά να μπορώ να σε έχω μαζί μου».

Κι εγώ απάντησα:

«Κι εγώ, πολύ περισσότερο, το ίδιο θέλω, υπό την προϋπόθεση ότι συμφωνεί με αυτό και το προστάζει ο αφέντης ο αυτοκράτορας, ο αδελφός σου».

Το ζήτησε λοιπόν προσωπικά από τον αδελφό του με παρακλητικά λόγια, ότι υπήρχαν αιτίες που τον ανάγκαζαν να χρειάζεται τις υπηρεσίες μου. Εκείνος όμως έκρινε ότι ζητούσε κάτι αδύνατο, αν όχι για άλλον λόγο, τουλάχιστον γιατί θα ήταν αντίθετο με τις τελευταίες επιθυμίες τού πατέρα τους, που με είχε αναθέσει προφορικά σε εκείνον [τον αυτοκράτορα Ιωάννη]. Εκείνος όμως [ο κυρ Κωνσταντίνος] το ζήτησε πάλι μέσω τής αγίας δέσποινας και μητέρας τους [αυτοκράτειρας], καθώς και μέσω των μεσαζόντων του. Ο αυτοκράτορας τελικά ενέδωσε και διέταξε:

«Ας έλθει μαζί μας ο Σφραντζής. Και αν ο αδελφός μου παραμείνει εκεί [στον Μοριά], θα επιτρέψω να τον έχει μαζί του [τον Σφραντζή], αφού και η κυρά μου η δέσποινα το θέλει και το επιτρέπει. Αν όμως ο αδελφός μου επιστρέψει εδώ [στην Πόλη] μαζί μου, ο Σφραντζής πρέπει να παραμείνει στην υπηρεσία μου, σύμφωνα με την εντολή τού αφέντη μου, τού αυτοκράτορα πατέρα μου, για να μπορέσουμε να τού εξασφαλίσουμε δίκαιη μεταχείριση».39

Ανεπιτυχής πολιορκία τής κατεχόμενης από τούς Λατίνους Πάτρας (1428)

[16.1] Έτσι στον δρόμο προς τον Μοριά μπήκα στην υπηρεσία τού ενός [τού Κωνσταντίνου], όπως προανέφερα, αλλά διατηρούσα επίσης την αγάπη και την ελπίδα μου για τον άλλο [τον αυτοκράτορα]. Όταν φτάσαμε στον Μοριά, κάναμε εκστρατεία στις περιοχές που ήσαν υπό τον έλεγχο τού δεσπότη Κάρλο [Τόκκο].40 Στο τέλος οι αδελφοί αφέντες μου άφησαν τα εδάφη τού Κάρλο, επειδή δεν ήσαν σίγουροι ότι θα μπορούσαν να τα κατακτήσουν όλα. Ο Κάρλο έβλεπε επίσης ότι δεν θα μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχο των περιοχών που τού είχαν απομείνει, αφού ορισμένα από τα εδάφη του είχαν περάσει στην κατοχή των αδελφών. Αποφασίστηκε λοιπόν να παντρευτεί ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος την ανιψιά αυτού τού δεσπότη Κάρλο και να πάρει ως προίκα της όλα τα κάστρα στον Μοριά που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο τού Κάρλο. Όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για αυτό, την 1η Μαΐου τού ίδιου έτους [1428], στάλθηκα εγώ προσωπικά για να αναλάβω τον έλεγχο τής Γλαρέντζας,41 ενώ άλλοι ανέλαβαν άλλα μέρη. [16.2] Κατά την επιστροφή μας στον Μυστρά, ήταν προφανές ότι ο κυρ Θεόδωρος σκεφτόταν πάλι να μπει σε μοναστήρι. [16.3] Για να πάρουν την Πάτρα, αν μπορούσαν, που ήταν στρατηγική και σημαντική τοποθεσία, και για να μη βρίσκονται οι αδελφοί στον Μυστρά, όπου ο αδελφός τους [κυρ Θεόδωρος] ήθελε να κλειστεί σε μοναστήρι, οι τρεις αδελφοί βγήκαν [από τον Μυστρά] την 1η Ιουλίου τού ίδιου έτους [1428] και κινήθηκαν εναντίον τής Πάτρας. Έστησαν τις σκηνές τους κοντά στους μύλους τής πόλης και έφεραν εκεί και την ανιψιά τού δεσπότη Κάρλο, την κυρά Θεοδώρα. Εκεί την παντρεύτηκε ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος. [16.4] Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε την Πάτρα. Το μεγαλύτερο μέρος τής αποτυχίας μας πρέπει να αποδοθεί στον κυρ Θεόδωρο τον δεσπότη, ο οποίος παρέμεινε στον Μυστρά και δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα γινόταν μοναχός. Η αναποφασιστικότητά του υπήρξε η αιτία πολλών κακών. [16.5] Καθώς λοιπόν τίποτε χρήσιμο δεν μπορούσε να επιτευχθεί εναντίον τής Πάτρας, με εξαίρεση τη σύλληψη τριών νεαρών υπερασπιστών τού κάστρου, έγινε συνθήκη ειρήνης με εκείνους στο κάστρο και προσδιορίστηκε ότι θα κατέβαλλαν ετήσιο φόρο υποτέλειας στον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο 500 φλουριά. Έλυσαν λοιπόν την πολιορκία και αναχώρησαν, ο μεν αυτοκράτορας για τον Μυστρά από έναν δρόμο, ενώ ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και βασίλισσα, έφτασε στο Χλεμούτσι42 από άλλον.

Επίθεση στην Πάτρα. Σύλληψη και φυλάκιση Σφραντζή (1429)

[16.6]Λίγο καιρό αργότερα, επειδή ο αυτοκράτορας ήθελε να επιστρέψει στο παλάτι του, ειδοποιήθηκε και ο αδελφός του [κυρ Κωνσταντίνος] και πήγε από το Χλεμούτσι στον Μυστρά. Εκεί οι αδελφοί πέρασαν μερικές ημέρες μαζί και τον Οκτώβριο του 6937 [1428] ίππευσαν μαζί και έφτασαν στην Κόρινθο. Και ο μεν αυτοκράτορας μπήκε στη γαλέρα και απέπλευσε για την Κωνσταντινούπολη,43 ενώ ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος επέστρεψε στον Μυστρά από τον ίδιο δρόμο. Συνοδευόταν για κάποιο διάστημα από τον νεαρό πρίγκιπα κυρ Θωμά, ο οποίος προχώρησε στη συνέχεια προς τα Καλάβρυτα. [16.7] Εμείς με τον αφέντη μας, τον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο, πήραμε άλλο δρόμο και ήρθαμε στη Βόστιτζα.44 Καθώς ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος δεν είχε γίνει μοναχός, ώστε να περάσουν όλα τα εδάφη του στον έλεγχο τού αδελφού του, τού κυρ Κωνσταντίνου, ωστόσο ακόμη κι έτσι [ο Θεόδωρος] είχε δώσει σε αυτόν [τον κυρ Κωνσταντίνο] τη Βόστιτζα, και από την άλλη πλευρά τις περιοχές στις οποίες προηγουμένως ήταν άρχοντας ο πρωτοστράτωρ Φραγγόπουλος. Εννοώ την Ανδρούσα45 και την Καλαμάτα, το Πήδημα,46 τη Μάνη και το Νησί,47 το Σπιτάλι,48 το Γρεμπένι49 και τον Αετό,50 το Λωΐ,51 το Νεόκαστρο,52 τον Αρχάγγελο53 και πολλές άλλες, τις οποίες στάλθηκα εγώ και παρέλαβα από τον προαναφερθέντα πρωτοστράτορα. [16.8] Στις 4 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1429] ο κυρ Ανδρόνικος, ο δεσπότης που είχε γίνει μοναχός και είχε πάρει το όνομα Ακάκιος, πέθανε και θάφτηκε στη Μονή Παντοκράτορος, στην οποία έμενε.54

[17.1] Ο αφέντης μου και δεσπότης [κυρ Κωνσταντίνος] αποφάσισε μυστικά, πράγμα που ήξερα μόνο εγώ, να προχωρήσουμε εναντίον τής Πάτρας. Αν καταφέρναμε να την πάρουμε [την Πάτρα], θα παραμέναμε στον Μοριά, ενώ τα εδάφη του στη Μαύρη Θάλασσα θα μεταβιβάζονταν στον αδελφό του τον αυτοκράτορα. Αν αποτυγχάναμε, θα επιστρέφαμε στην Πόλη και εκείνος [ο κυρ Κωνσταντίνος] θα διατηρούσε την κατοχή των κάστρων του στον Μοριά, που αποτελούσαν μέρος τής προίκας τής γυναίκας του, καθώς και τα εδάφη του στη Μαύρη Θάλασσα. Σε αυτήν όμως την περίπτωση, θα αφήναμε τα κάστρα που τού είχαν παραχωρηθεί από τον δεσπότη [Θεόδωρο] και ο αυτοκράτορας [Ιωάννης] θα έκανε με αυτά ό, τι αποφάσιζε. Αυτό που συνέβη είχε προβλεφθεί εν μέρει στη μυστική μας συνάντηση. [17.2] Από τη Βόστιτζα προχωρήσαμε κατά μήκος τού δρόμου προς την Πάτρα για να φτάσουμε στη Γλαρέντζα και στο Χλεμούτσι, όπου έμενε η βασίλισσα [σύζυγος τού κυρ Κωνσταντίνου]. Ο Ανδρόνικος Λάσκαρις Παδιάτης στάλθηκε στους άρχοντες τής Πάτρας για κάποιες δουλειές. Ενώ βρισκόταν εκεί, τον συνάντησαν ιδιαιτέρως ένας ιερέας και μερικοί λαϊκοί, που ισχυρίζονταν, ότι αν ήθελε ο αφέντης του [κυρ Κωνσταντίνος], εκείνοι είχαν τρόπο να τον βοηθήσουν να πάρει την Πάτρα. Όταν επέστρεψε ο Παδιάτης και έδωσε αναφορά για το ταξίδι του, μιλώντας και για τις μυστικές διαπραγματεύσεις με αυτή την ομάδα των Πατρινών, διώχτηκε, επειδή κρίθηκαν υπερβολικά τόσο εκείνα που άκουσε, όσο και εκείνα που μάς είπε. [17.3] Ο ίδιος άνθρωπος, ο Λάσκαρις Παδιάτης, στάλθηκε στη συνέχεια στην Ανδρούσα ως άρχοντάς της, μαζί με άλλους ευγενείς που είχαν κάστρα σε αυτήν την περιοχή, αλλά ακόμη και ο Αλέξιος Λάσκαρις, ο αρχηγός αυτής τής οικογένειας [των Παδιάτηδων], είχε πάρει ως φέουδό του τη Βόστιτζα και παρέμεινε εκεί. [17.4] Στον δρόμο μας, όπως ανέφερα, ενώ ο αφέντης μου και δεσπότης [Κωνσταντίνος] και εγώ μόνο ετοιμάζαμε την αποστολή εναντίον τής Πάτρας, σταματήσαμε στη Γλαρέντζα και γράψαμε πολλές φορές σε όσους συναντήθηκαν με τον Παδιάτη για αυτό το θέμα. Απάντησαν επανειλημμένα, αλλά έκριναν ότι η αποστολή μας δεν θα πετύχαινε. Με τον καιρό, η εκτίμησή τους αποδείχθηκε σωστή. [17.5] Τελικά αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε και να φτάσουμε νύχτα κοντά στα σύνορα των αμπελώνων τής Πάτρας, σε μέρος που ονομάζεται Τρεις Εκκλησίες, λόγω τής ύπαρξης τριών αρχαίων εκκλησιών στην περιοχή. Εκεί θα βρίσκονταν και οι άνθρωποι [με τούς οποίους ήμασταν σε επαφή] και θα εξηγούσαν με λεπτομέρειες εκείνα που είχαν γράψει. Αν το σχέδιό τους κρινόταν εφικτό, θα το εφαρμόζαμε. Αν όχι, θα προχωρούσαμε εμφανώς, θα ξεκινούσαμε την πολιορκία και ας γινόταν εκείνο που θα έφερνε η τύχη. [17.6] Γράψαμε εντολές προς όλους τούς άρχοντες στην περιοχή τής Ανδρούσας, να έρθουν στις 15 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1429] με τα όπλα τους και με τούς περισσότερους από τούς στρατιώτες που είχε καθένας τους, έτσι ώστε ο νέος αφέντης τού τόπου εκείνου να περάσει με τον πρέποντα τρόπο [με τιμή] από τα εδάφη τού πρίγκιπα [Τόκκο], στον δρόμο του προς την Ανδρούσα. Ομοίως, στείλαμε μήνυμα στον Λάσκαρι να έρθει από τη Βόστιτζα. [17.7] Ερχόμενοι, καθώς ιππεύαμε και δεν ακολουθούσαμε τον δρόμο από τον ποταμό Αλφειό, αλλά πηγαίναμε από τα αριστερά, οι στρατιώτες μας απορούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο:

«Πού πηγαίνουμε;»

Όταν φτάσαμε στο συμφωνημένο μέρος [Τρεις Εκκλησίες] την ώρα περίπου που λαλούν οι πετεινοί και βρήκαμε και τούς ανθρώπους [με τούς οποίους ήμασταν σε επαφή] να μην έχουν πετύχει τίποτε και να προτείνουν ανέφικτα πράγματα, τούς είπαμε να φύγουν. Ξημερωθήκαμε εκεί, συζητώντας τι έπρεπε να κάνουμε. Οι στρατιώτες μας μπορούσαν να επιτεθούν και να συλλάβουν όσους βρίσκονταν έξω από το κάστρο καθώς και ολόκληρη τη συνοικία των Εβραίων,55 αλλά δεν προχωρήσαμε σε αυτό το σχέδιο για πολλούς λόγους. Τώρα πια μάς έβλεπαν από το κάστρο και μη γνωρίζοντας τιι συνέβαινε, αφού προηγουμένως δεν είχαν δει τίποτε, έστειλαν έναν άρχοντα και έναν εφημέριο, ονομαζόμενο Μάρκο, μαζί με διερμηνέα και αντιπροσωπεία, για να μάθουν ποιοι ήμασταν και ποιος ήταν ο σκοπός τής άφιξής μας. Όταν λοιπόν είδαν ποιος ήταν και άκουσαν αυτό που τούς είπαμε, ότι

«έχουμε έρθει εδώ για να μάς παραδώσετε το κάστρο ή να το πάρουμε με όποιον τρόπο μπορέσουμε»,

επέστρεψαν μέσα βιαστικά, σήμαναν συναγερμό56 και συγκέντρωσαν επιτακτικά τα στρατεύματά τους από μέσα και από έξω. Καθώς την επόμενη μέρα ήταν η Κυριακή των Βαΐων, κόψαμε κλαδιά μυρτιάς, στον τόπο υπήρχε πλήθος από αυτές, και κρατώντας τα στα χέρια μας φτάσαμε μπροστά στις πύλες τού κάστρου. [17.8] Ενώ βρισκόμασταν εκεί, στις 26 Μαρτίου [1429], μετά την ακολουθία τού Μεγάλου Σαββάτου, αφού φάγαμε, καθόμασταν στη σκηνή τού αφέντη μας [κυρ Κωνσταντίνου] και μιλούσαμε επί ώρα. Ξαφνικά βγήκαν μερικοί ιππείς από την Πύλη τής Εβραίας, γνωστή και ως Πύλη Ζευγολατίου,57 φάνηκε ότι καταδιώχτηκαν και μπήκαν στην Πύλη τού Αιγιαλού, όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η δύναμη των αμυνομένων με πολεμικές μηχανές, δόρατα και πασσάλους. Ο δεσπότης και εγώ ήμασταν οι πρώτοι που καταδιώξαμε τούς ιππείς, επειδή τα άλογά μας έτυχε να είναι έτοιμα κοντά στη μικρή γέφυρα, στον δρόμο προς τον Άγιο Ανδρέα. Το άλογο τού κυρίου μου χτυπήθηκε από βέλος ενός Πατρινού και έπεσε αμέσως. Έσπευσαν να τον συλλάβουν ή να τον σκοτώσουν [τον κυρ Κωνσταντίνο], αλλά μπόρεσα να τον υπερασπιστώ, μέχρι τη στιγμή όπου, με τη βοήθεια τού Θεού, αποδεσμεύτηκε από το άλογό του και διέφυγε πεζός. [17.9] Έδωσα μερικά χτυπήματα και συνέλαβα έναν, τον γιο τού Σταματέλλου, αλλά έδωσαν τόσα χτυπήματα σε μένα και στο άλογό μου, που τελικά εξαντλήθηκε, έπεσε και με πλάκωσε. Ήταν εξαιρετικό άλογο, δώρο τού σουλτάνου στον Ισαάκιο Ασάνη όταν τον συνάντησε. Ο Ασάνης το είχε δώσει στον γαμπρό του, τον Γεώργιο Φιλανθρωπηνό. Εκείνος με τη σειρά του στον ανιψιό του τον Κομνηνό, τον γαμπρό τού πρωτοστράτορα Καντακουζηνού. Όταν διέφευγε μαζί του, για να φτάσει στον Γαλατά, πρόλαβε και τον έπιασε ο αδελφός μου και ο αυτοκράτορας τον αντάμειψε με το άλογό του. Εγώ πάλι το πήρα από εκείνον [τον αδελφό μου] κατά την αναχώρησή μου για τον Μοριά. [17.10[ Όταν λοιπόν με συνέλαβαν, με πολλά τραύματα, με έβαλαν στο κάστρο, σε σκοτεινό χώρο, γεμάτο μυρμήγκια, σιταρόψειρες και ποντίκια, αφού προηγουμένως ήταν σιταποθήκη. Μού έβαλαν σίδερα μονοκόμματα58 και έδεσαν το πόδι μου με δυνατή αλυσίδα, καρφωμένη σε μεγάλο άξονα.59 Βρισκόμουν ξαπλωμένος σε αυτή τη φυλακή περνώντας δύσκολα, ταλαιπωρούμενος από τα τραύματά μου, από τα δεσμά, από τον ύπνο στο δάπεδο και από τα άλλα κακά που είχε αυτός ο χώρος, όπως ανέφερα.60

……………………………….

……………………………….

……………………………….

Απελευθέρωση Σφραντζή. Παράδοση Πάτρας στον Κωνσταντίνο (1429)

[19.1] Κι ενώ βρισκόμουν στη φυλακή στην Πάτρα για σαράντα μέρες, έφτασε η μέρα τής γιορτής τού ελευθερωτή των αιχμαλώτων, δηλαδή τού μεγαλομάρτυρα Γεώργιου. Προσευχήθηκα σε αυτόν, καθώς και το δικό μου όνομα είναι Γεώργιος και είμαι από μικρός αφοσιωμένος στη λατρεία του. Όταν αποκοιμήθηκα, είδα όνειρο. Μού φάνηκε ότι βρισκόμουν στην όμορφη εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και στεκόμουν δίπλα στη βρύση δεμένος με αλυσίδες. Καθώς περνούσε ο αυτοκράτορας, υποτίθεται για να πάει στη λειτουργία στην εκκλησία, τον παρακάλεσα να με ελευθερώσουν από τις αλυσίδες. Και ο μεν αυτοκράτορας μπήκε στην εκκλησία, ενώ ένας νεαρός άρχοντας στράφηκε προς εμένα και είπε:

«Ο αφέντης μας ο αυτοκράτορας έχει ήδη διατάξει να σε βγάλουν από τις αλυσίδες. Γιατί το ζήτησε και η κυρία μας η αυτοκράτειρα».

[19.2] Το πρωί περίπου τής ίδιας νύχτας, σε ασυνήθιστη ώρα, ήρθαν οι άρχοντες τού κάστρου και άλλοι ένοπλοι και μού έβγαλαν όλες τις αλυσίδες. Ζήτησαν συγγνώμη και είπαν ότι δεν με τάιζαν καλά όχι επειδή ήσαν εχθροί μου, αλλά επειδή δεν είχαν [καλύτερο φαγητό να μού δώσουν]. Ήρθαν πάλι ύστερα από δύο μέρες και μου ζήτησαν να γράψω γράμμα στον αφέντη μου [κυρ Κωνσταντίνο], ζητώντας του να επιτρέψει στους άρχοντες να βγουν από τα τείχη και να κανονίσουν συνθήκη. Όπως κι έγινε. [19.3] Με αυτή τη συνθήκη τού παρέδωσαν το Σαραβάλι61 και συμφώνησαν να με ελευθερώσουν, οπότε έπρεπε να πάω στον τόπο διαμονής τού αφέντη μου στη Γλαρέντζα. Αν επέστρεφε μέχρι το τέλος τού Μαΐου ο αφέντης τους ο μητροπολίτης,62 θα έκανε εκείνος αυτό που θα έκρινε σωστό, διαφορετικά εκείνοι θα παρέδιδαν το κάστρο. Αφού ανταλλάχθηκαν όρκοι και πήρε [ο κυρ Κωνσταντίνος] και το Σαραβάλι, στις 5 Μαΐου ίππευσε και προχώρησε μέχρι τη Σκλαβίτσα και τα σύνορα τού Ριόλου.63 [19.4] Άφησε πίσω του για μένα τον Ιωάννη Ρωσατά, για να με πάρει. Η απελευθέρωσή μου θα αποτελούσε σίγουρο δείγμα τής καλής τους πίστης. Μέχρι τη στιγμή που ελευθερώθηκα, ήμουν μισοπεθαμένος. Όταν έφτασα εκεί όπου βρισκόταν και ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος], εκείνος χάρηκε πολύ που είχα ελευθερωθεί, αλλά λυπήθηκε επίσης πολύ που ήμουν έτσι μισοπεθαμένος. Με επαίνεσε πολύ και με παρηγόρησε. Όταν πήγα στο κατάλυμά μου, μού έφεραν με τις φιλοφρονήσεις του έναν διπλό ταμπάριον64 από όμορφο πράσινο καμουχά από τη Λούκκα, επενδεδυμένο με όμορφη πράσινη τσόχα, σκούφο από τη Θεσσαλονίκη με χρυσοκόκκινη μεταξωτή επένδυση, καβάδι65 από κρεμεζί καμουχά επενδεδυμένο με βαρύ κατάρουχο,66 ένα κοντοβράκι67 από χρυσοπράσινο καμουχά, ένα πράσινο παλτό68 και ένα στολισμένο σπαθί. [19.5] Την επόμενη μέρα φύγαμε για τη Γλαρέντζα. Λίγες ημέρες αργότερα έφτασε πρέσβης τού σουλτάνου με τελεσίγραφο:

«Οι κάτοικοι τής Πάτρας θέλουν να μού πληρώνουν χαράτσι και να γίνουν υποτελείς μου. Σήκω λοιπόν και φύγε από εκεί και μην την πολιορκείς. Διαφορετικά θα στείλουμε στρατό εναντίον σου».

Ο αφέντης μου πάλι τού έδωσε την ακόλουθη απάντηση:

«Εμείς ακούσαμε ότι αυτοί [οι κάτοικοι τής Πάτρας] θέλουν να την παραδώσουν στους Καταλανούς. Δεν μού φάνηκε λοιπόν σωστό να επιτρέψω σε εχθρούς τόσο τού αδελφού μου τού μεγάλου σουλτάνου όσο και δικούς μας, να πάρουν τόσο σημαντικό κάστρο στη μέση των εδαφών μας. Γι’ αυτό πήγαμε εκεί. Όταν όμως εξετάσαμε προσεκτικά το θέμα, αποφασίσαμε να μην προχωρήσουμε. Τώρα, όπως βλέπεις, φύγαμε από εκεί και επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Σκοπεύω να στείλω σε λίγες ημέρες αυτόν τον άρχοντα» κι έδειξε εμένα «στον αδελφό μου τον μεγάλο σουλτάνο και να τού αποκαλύψει τούς λόγους μας πιο αναλυτικά».

Ο Τούρκος απεσταλμένος άκουσε αυτήν την ομιλία, έλαβε ακριβά δώρα και αναχώρησε με χαρά. [19.6] Όταν έφυγε ο απεσταλμένος τού σουλτάνου, μού είπε [ο κυρ Κωνσταντίνος]:

«Ετοίμασε τα απαραίτητα για αυτό το ταξίδι»,

χωρίς να με έχει ενημερώσει προηγουμένως για τις προθέσεις του. Απάντησα σε αυτόν:

«Ελπίζω μόνο να δώσει ο Θεός, να μην έλθει ο μητροπολίτης και να μάς παραδώσουν το κάστρο, ώστε να ανακάμψω κι εγώ κάπως. Σε κάθε περίπτωση, θα τα έχω όλα έτοιμα για την πραγματοποίηση τής εντολής σου».

[19.7] Κι ενώ έφτασε η προθεσμία και ο μητροπολίτης δεν είχε επιστρέψει, την 1η Ιουνίου τού ίδιου έτους [1429] πηγαίναμε έφιπποι προς την Πάτρα. Εκείνες τις ημέρες ο πρίγκιπας Θωμάς πολιορκούσε τη Χαλανδρίτσα,69 το κάστρο τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε, ο οποίος αργότερα έγινε πεθερός του. Καθώς λοιπόν ο αφέντης μου και οι αδελφοί του περνούσαν από τον δρόμο προς την Πάτρα, κατέβηκε και αυτός ο αδελφός του [κυρ Θωμάς] και έμειναν μαζί στην Καμενίτσα.70 [19.8] Όταν το έμαθε ο Ιωαννούτζος Μπαλότας, ο άρχοντας τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε στη Χαλανδρίτσα, ζήτησε άδεια να έρθει και να προσκυνήσει τούς δύο αφέντες. Μόλις έφτασε, έβγαλε τα κλειδιά τού κάστρου και τα έδωσε στον αφέντη μου τον δεσπότη λέγοντας:

«Αυτό το κάστρο ανήκει στον αφέντη μου, τον συγγενή σου από τον γάμο τής βασίλισσας». Γιατί ο γιος τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε είχε προηγουμένως παντρευτεί την αδελφή τής βασίλισσας κυρά Θεοδώρας. «Με έχει διατάξει να παραδώσω το κάστρο του στη βασίλισσα».

Ο αφέντης μου απάντησε:

«Έτσι είναι, το μέρος ανήκει σε συγγενή μου, αλλά σε λιγότερο κοντινό από τον αδελφό μου. Αν ο κύριός σου είχε παραδώσει αυτό το κάστρο νωρίτερα, ο αδελφός μου δεν θα είχε επιτεθεί σε ένα από τα κάστρα μου. Ήθελα ειρηνική παράδοση, αλλά ο κύριός σου είχε διαφορετική άποψη. Αν όμως δεχτώ [την παράδοσή σου] τώρα, θα αναγκαστώ να διαφωνήσω με τον αδελφό μου. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί και πολύ περισσότερο σε αυτή την περίπτωση. Να επιστρέψεις λοιπόν στο κάστρο σου και να κάνεις γι’ αυτή την υπόθεση, ό,τι μπορείς».

[19.9] Μόλις έλαβε αυτή την απάντηση, ο Μπαλότας ζήτησε να μπει με ασφάλεια στο κάστρο του. Ορίστηκα εγώ υπεύθυνος, τον πήρα με στρατιώτες και προχωρούσαμε. Ο Θωμάς Ραούλ, που βρισκόταν κοντά στο κάστρο, πίστευε ότι θα ήταν εύκολο να τον πάρει από εμένα. Υπήρξε λοιπόν ο κίνδυνος να συμβεί κάτι πολεμικό και λυπηρό μεταξύ των δύο αδελφών. Όμως, με τη βοήθεια του Θεού, οδήγησα τον Μπαλότα στο κάστρο του και επιστρέφοντας κι εγώ με ασφάλεια, βρήκα τον αφέντη μου να έχει φτάσει στην εκκλησία και στον τάφο τού Αγίου Ανδρέα τού Πρωτόκλητου, αργά στις 4 Ιουνίου. [19.10] Το πρωί τής Κυριακής 5 Ιουνίου οι αξιωματούχοι τής Πάτρας και ολόκληρος ο πληθυσμός βγήκαν στην προαναφερθείσα εκκλησία τού αγίου, προσκύνησαν τον δεσπότη και αφέντη μου και τού έδωσαν τα κλειδιά τού κάστρου. Ανεβαίνοντας στα άλογά μας, ιππεύσαμε με μεγάλη χαρά για αυτό το αποτέλεσμα και προχωρήσαμε μέχρι τα σπίτια γύρω από την εκκλησία τού Αγίου Νικολάου. Όλος ο δρόμος ήταν στρωμένος με κάθε είδους λουλούδια και διακοσμήσεις. Από όλα τα σπίτια, δεξιά και αριστερά, οι κάτοικοι μάς έραιναν με ροδόσταμο, τριαντάφυλλα και γαρίφαλα. Όμως πάνω από το κάστρο μάς υποδέχτηκαν άσχημα με βλήματα από πυροβόλα71 και μηχανικά τόξα (βαλλίστρες),72 αν και δεν προκάλεσαν καμία απώλεια. Οι υποστηρικτές τού μητροπολίτη είχαν διατηρήσει τον έλεγχο τού κάστρου και είχαν εφοδιάσει τα κοντινά του σπίτια των αρχόντων με τρόφιμα και όπλα, ελπίζοντας ότι με την επιστροφή τού μητροπολίτη θα είχαν και πάλι τα προηγούμενα προνόμιά τους. [19.11] Την επόμενη μέρα συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία τού Αγίου Νικολάου με όλους τούς πολίτες αυτής τής περιοχής, που ορκίστηκαν ότι θα υπηρετούσαν πιστά τον αφέντη μας τον δεσπότη. Ζήτησαν τον διορισμό μου ως κυβερνήτη τους και έλαβαν την ακόλουθη απάντηση:

«Επειδή χρωστάω ακόμη περισσότερα στον Σφραντζή και επειδή το ζητάτε, θα είναι ο κυβερνήτης σας».73

Ο Σφραντζής στην Πόλη και την Αδριανούπολη για το ζήτημα τής Πάτρας (1429)

[20.1] Στις 8 Ιουνίου πέρασα απέναντι στη Ναύπακτο, για να πάω πρώτα στον αυτοκράτορα, για να μάθει κι εκείνος αυτά που συνέβησαν στην Πάτρα, και ύστερα από εκεί να πάω στον σουλτάνο, συνοδευόμενος από άρχοντα τού αυτοκράτορα. Στις 4 τού ίδιου μήνα, ενώ είχαμε φτάσει και μέναμε στην εκκλησία του Αγίου Ανδρέα, πέρασαν από τη Ναύπακτο απέναντι δύο Τούρκοι απεσταλμένοι. Ο ένας είχε σταλεί από τον σουλτάνο και ο άλλος από τον Τουραχάν. Τα μηνύματά τους ήσαν ίδια: μάς πρόσταζαν να μην αποδεχθούμε την παράδοση τής Πάτρας. Επέστρεψαν μαζί μου στον σουλτάνο, αφού πήραν την ακόλουθη απάντηση:

«Όταν αυτός ο άρχοντάς μου πάει στον αδελφό μου, τον μεγάλο σουλτάνο, θα συμμορφωθούμε με τις επιθυμίες τού σουλτάνου».

[20.2] Ενώ λοιπόν είχα περάσει απέναντι και βρισκόμουν στη Ναύπακτο, νωρίς το πρωί, ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έφτασε εκεί με καταλανική γαλέρα και ο Παντόλφο Μαλατέστα, ο μητροπολίτης τής Παλιάς Πάτρας. Γιατί καθώς περνούσε, είχε ακούσει στον δρόμο του κοντά στα νησιά [τού Ιονίου], ότι το κάστρο τής Πάτρας είχε παραδοθεί στον δεσπότη. Είχε φέρει λοιπόν το πλοίο στη Ναύπακτο,74 για να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί. Χρειάστηκε να μείνω κι εγώ εκεί και την επόμενη μέρα, πρώτον, για να ενημερώσω γι’ αυτό τον αφέντη μου [κυρ Κωνσταντίνο] με επιστολή, όπως κι έγινε (ήμουν ο πρώτος που τού έστειλε τα νέα) και δεύτερον, για να μάθω, αν ήταν δυνατό, τις προθέσεις τού μητροπολίτη. [20.3] Ο Μπερνάρντο Μαρτσέλλο, ο [Ενετός] διοικητής τής Ναυπάκτου, τύχαινε να είναι εκεί και συναντηθήκαμε. Όταν τον είδα, μού έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί μού φάνηκε ότι ήταν ο πιο άσχημος από όλους τούς ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια τής συνομιλίας μας εκείνος προσπαθούσε να ανακαλύψει τον σκοπό τού ταξιδιού μου στον σουλτάνο, ενώ εγώ έψαχνα πληροφορίες για τις δικές τους προθέσεις σχετικά με την Πάτρα. Κανένας από τούς δύο δεν πέτυχε τον στόχο του, αλλά, όπως λέει η παροιμία, «μού έδωσε κουκουνάρα και τού έδωσα αγριόχορτα».75 [20.4] Όμως, καθώς ο μητροπολίτης έδωσε επιστολές στους Τούρκους αξιωματούχους για τον σουλτάνο και τον Τουραχάν, με έβαλε σε πολλές σκέψεις, μήπως υποσχόταν [ο μητροπολίτης] να παραδώσει κάποια κάστρα τής Πάτρας σε αντάλλαγμα είτε για να τον βοηθήσουν να την πάρει είτε για πολλά χρήματα. Οι σκέψεις μου αυτές δεν σταματούσαν, μέχρι τη στιγμή, που αφού κουράστηκα πολύ και αφού μέθυσα πολλές φορές και με τη θέλησή μου, τούς μέθυσα κι εκείνους τόσο πολύ, που τούς πήρα τα χαρτιά, τα διάβασα και τα αντέγραψα. Ύστερα τα ξανασφράγισα και τα έβαλα στη θέση τους. [20.5] Μόλις έφτασα στην Πόλη, μού δόθηκε ως συνάδελφος πρεσβευτής ο Μάρκος Παλαιολόγος Ιάγαρις, εκείνος που έγινε αργότερα πρωτοστράτωρ και τότε ήταν πρωτοβεστιαρίτης, ο οποίος ήταν περισσότερο εναντίον τής αποστολής μου παρά υπέρ αυτής. Δεν ήξερα ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι ο λόγος, εκτός από εκείνο που λέει η παροιμία, ότι «η ζήλεια δεν ξέρει πώς να εκτιμήσει το συμφέρον της».76 Πήγαμε μαζί στον σουλτάνο και πήραμε απάντηση, για να τη δώσουμε σε εκείνους που την κατείχαν [την Πάτρα]. Απάντησα λοιπόν στον τότε πρώτο βεζύρη και άρχοντα, τον Ιμπραήμ πασά:

«Εγώ ούτε τολμώ να το πω αυτό στον αφέντη μου. Αλλά όπως εκείνος [ο αφέντης μου] έστειλε δικό του σημαντικό αξιωματούχο στον μεγάλο αφέντη, ας διορίσει και ο [μεγάλος] αφέντης έναν δικό του σκλάβο, για να επιστρέψει μαζί μου και να πει τις εντολές τού μεγάλου αφέντη».

Συμφώνησε [ο Ιμπραήμ] και είπε:

«Μιλάς σοφά και σωστά».

Όμως ο Ιάγαρις περιγελούσε την πρότασή μου, λέγοντας ότι ήταν άχρηστη και επιζήμια. Εγώ όμως, με την έγκριση τού Θεού, κατάφερα και πήρα μαζί μου [στο ταξίδι της επιστροφής] έναν αξιωματούχο του μεγάλου αφέντη [τον Χιρκίς]. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα στις διαπραγματεύσεις μας σχετικά με την Πάτρα.

Ο Σφραντζής σε αποστολές σε Τρίκαλα, Ήπειρο, αυτοκράτορα και σουλτάνο

[20.6] Τον Ιούλιο τού ίδιου έτους [1429] πέθανε στα Ιωάννινα ο δεσπότης Κάρλο [Τόκκο]. [20.7] Τον Σεπτέμβριο τού 6938 [1429] στους Κρατικούς οι αδελφοί τού πρίγκιπα Θωμά κανόνισαν τον γάμο του με την κόρη τού πρίγκιπα Τσεντουριόνε [Β’] Ζακκαρία Ασάνη. [20.8] Τον ίδιο μήνα [Σεπτέμβριο 1429] ταξίδεψα και πάλι στα Τρίκαλα, στον Τουραχάν, και ολοκλήρωσα τις διαπραγματεύσεις για την κυριαρχία επί τής Πάτρας. [20.9] Τον Νοέμβριο τού ίδιου έτους [1429] πέθανε στο Στάμηρον77 η βασίλισσα Θεοδώρα [σύζυγος τού Κωνσταντίνου]. Άφησε πίσω της πολλή θλίψη τόσο στον άνδρα της όσο και σε εμάς, τούς συνοδούς του, γιατί ήταν εξαιρετικά ευγενική. Θάφτηκε προσωρινά σε μια από τις εκκλησίες τής Γλαρέντζας. Αργότερα τα λείψανά της μεταφέρθηκαν στη Μονή Ζωοδότου στον Μυστρά. [20.10] Τον Ιανουάριο τού ίδιου έτους [1430] ο πρίγκιπας Θωμάς παντρεύτηκε στον Μυστρά την κυρά Αικατερίνη, κόρη τού προαναφερθέντος πρίγκιπα [Τσεντουριόνε].78

[21.1] Στις 26 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1430], την ίδια ημέρα και ώρα που ένα χρόνο πριν με φυλάκισαν οι Πατρινοί, βρισκόμουν στον δρόμο για το δεσποτάτο [τής Ηπείρου] ως πρέσβης, για να συνάψω, ύστερα από αίτημά τους, ειρηνευτική συνθήκη μεταξύ τού ανιψιού τού δεσπότη Κάρλο [Τόκκο], κουνιάδου τού αφέντη μου, και των γιων τού Κάρλο, τού Ηρακλή και τού Μενώνος. Έγινε ένορκη συμφωνία που όριζε ότι και τα δύο μέρη θα υπάκουαν στη διαιτησία τού απεσταλμένου τού δεσπότη κυρ Κωνσταντίνου, τού οποίου την παρουσία είχαν ζητήσει. Στα μικρά νησιά κοντά στην Αγία Μαύρα [Λευκάδα] με συνέλαβαν οι Καταλανοί, μαζί με τη μεγάλη μου ομάδα και τον πλούσιο εξοπλισμό μου. Μάς φυλάκισαν για λίγο και ύστερα μάς πήγαν στην Κεφαλονιά, δήθεν για να μάς περάσουν απέναντι στην περιοχή τής Νάπολης. Τελικά επιστρέψαμε στη Γλαρέντζα, όπου απελευθέρωσαν με πληρωμή λύτρων εμένα και την ακολουθία μου. [21.2] Τον ίδιο μήνα Μάρτιο [1430] πήρε και ο σουλτάνος Μουράτ μπέης τη Θεσσαλονίκη από τούς Ενετούς με πόλεμο. [21.3] Τον Μάιο τού ίδιου έτους [1430] ο δεσπότης και αφέντης μου κυρ Κωνσταντίνος κατέλαβε το φρούριο τής Πάτρας, καθώς οι υπερασπιστές του υπέφεραν πολύ από την πείνα και άλλες δυσκολίες. [21.4] Στις 17 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1430] οι Καταλανοί πήραν τη Γλαρέντζα, την κράτησαν για λίγες ημέρες και στη συνέχεια την πούλησαν πάλι. [21.5] Τον Αύγουστο τού ίδιου έτους [1430] επέστρεψαν οι πρέσβεις που είχαν σταλεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη στον πάπα Μαρτίνο, δηλαδή ο μέγας στρατοπεδάρχης Μάρκος Ιάγαρις και ο μέγας πρωτοσύγγελος και ηγούμενος τής σεβάσμιας αυτοκρατορικής Μονής Παντοκράτορος, ο ιερομόναχος και πνευματικός Μακάριος, ο ονομαζόμενος και Μακρύς, άνδρας άριστος στην ευγλωττία, την αρετή και τη σοφία. Με εντολή τού αυτοκράτορα δόρισαν δεσπότη τού Μοριά τον πρίγκιπα κυρ Θωμά. [21.6] Τον Σεπτέμβριο τού 6939 [1430] διορίστηκα επίσημα κυβερνήτης τής Πάτρας. [21.7] Τον Οκτώβριο τού ίδιου έτους [1430] ο Σινάν, ο Τούρκος μπεηλερμπέης, κατέλαβε τα Ιωάννινα και τη γύρω περιοχή. [21.8] Στις 2 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1431], την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα που μού συνέβησαν τα προηγούμενα γεγονότα, έλαβα ένα ανεπιθύμητο μήνυμα με εντολή τού κυρίου μου από τη Βόστιτζα. Ανακοίνωνε ότι ο στενός και ευγενής φίλος μου Μακάριος (επίσης ονομαζόμενος Μακρύς) είχε πεθάνει στις 7 Ιανουαρίου από μολυσματική ασθένεια. Αν και ο Μακρύς είχε θεωρηθεί αιρετικός στα υπεροπτικά μάτια και την άπληστη, παγανιστική καρδιά τού Πατριαρχείου, στα ακοίμητα μάτια τού Παντοδύναμου και στην κρίση τής αλήθειας ήταν ορθόδοξος. Είχε επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη από το Άγιον Όρος και είχε αναλάβει την ευθύνη τής Μονής Παντοκράτορος με δική μου επιμονή και βοήθεια. Όπως γνώριζαν όλοι, πρώτα με τη βοήθεια τού Παντοδύναμου Θεού και στη συνέχεια με επιμονή και επιμέλεια δική μου και δική του [τού Μακαρίου], όλα πήγαν καλά σε αυτό το μοναστήρι, αρμονικά και κόσμια. [21.9] Στο τέλος τής άνοιξης τής ίδιας χρονιάς [1431] ήρθε ο Τουραχάν και κατέστρεψε ξανά τις οχυρώσεις τού Εξαμιλίου. Και η πανούκλα προκάλεσε πολλούς θανάτους στην Πάτρα. [21.10] Στις 31 Ιανουαρίου 6940 [1432] διορίστηκα πρέσβης και πήγα τόσο στον αυτοκράτορα, από τον οποίο πήρα τότε και το αξίωμα τού πρωτοβεστιαρίτη, όσο και στον σουλτάνο. [21.11] Τον Μάρτιο περίπου τού ίδιου έτους [1432] πραγματοποιήθηκε η ανταλλαγή εδαφών των δύο αδελφών και δεσποτών, τού κυρ Κωνσταντίνου και τού κυρ Θωμά. Ο κυρ Κωνσταντίνος πήρε τα Καλάβρυτα και όλες τις γύρω περιοχές τού κυρ Θωμά, ο οποίος με τη σειρά του πήρε τη Γλαρέντζα και όλες τις περιοχές γύρω από την Ανδρούσα. [21.12] Το έτος 6941 [1433] πέθανε η κυρά Κλεόπα, κόρη τού Μαλατέστα και σύζυγος τού δεσπότη κυρ Θεόδωρου τού πορφυρογέννητου [τού αδελφού τού αυτοκράτορα]. Θάφτηκε στη Μονή Ζωοδότου [στον Μυστρά].

Ο Σφραντζής παραλαμβάνει την Αθήνα από τούς Φλωρεντινούς. Ταξίδι στον Τουραχάν

[21.13] Στις 7 Ιανουαρίου 6942 [1434] πήγα ως πρεσβευτής τόσο στον Αντόνιο [Ατσαγιόλι], τον άρχοντα τής Αθήνας, όσο και στον σουλτάνο και στον αυτοκράτορα. [21.14] Στις 29 Ιανουαρίου τού ίδιου έτους [1434], την τρίτη ώρα μετά τη δύση τού ηλίου, κάηκε η όμορφη και αγία εκκλησία τής Μητέρας τού Θεού στη συνοικία Bλαχέρνες τής Κωνσταντινούπολης. Το ακούσαμε ενώ βρισκόμασταν στον ποταμό Νέστο την 1η Φεβρουαρίου, μετά τον εσπερινό τής δεσποτικής γιορτής τής Υπαπαντής. Το θεωρήσαμε ψέμμα, επειδή δεν είχε γίνει γνωστό ποιος το είπε. Προχωρώντας, περάσαμε από πέντε μοναστήρια και δεν ακούσαμε τίποτε γι’ αυτό. Φτάνοντας όμως στο έκτο μοναστήρι, κοντά στη Ραιδεστό,79 μάς είπαν τις λεπτομέρειες, πώς και πότε συνέβη, παράξενη υπόθεση.80 81

[22.1] Στις αρχές τού καλοκαιριού τού 6943 [1435] πέθανε ο Αντόνιο Ντελ’ Ατσαγιόλι, ο άρχοντας τής Αθήνας και τής Θήβας. Ύστερα από αίτημα τής χήρας του, στάλθηκα εγώ με αργυρόβουλλο ορκωμωτικό έγγραφο και με μεγάλη στρατιωτική συνοδεία για να παραλάβω την Αθήνα και να τής δώσω άλλο μέρος στον Μοριά, όποιο θεωρούσα κατάλληλο. Ο Τουραχάν όμως ήταν πιο γρήγορος: απέκλεισε τη Θήβα και την πήρε λίγες ημέρες αργότερα. Ανίκανος να πετύχω κάτι, επέστρεψα άπρακτος στον Μοριά μέσω Εξαμιλίου και έφερα τα νέα. [22.2] Ενώ ο αφέντης μου και δεσπότης [Κωνσταντίνος] βρισκόταν στα Στυλάρια,82 περιμένοντας τις ενετικές γαλέρες τού εμπορίου για να μπει σε αυτές και να πάει στην Πόλη, έφτασα κι εγώ εκεί άπρακτος. Μπήκα κι εγώ στο πλοίο και αναχωρήσαμε. Όταν φτάσαμε στην Εύβοια, τού φάνηκε καλό και με έστειλε στον Τουραχάν που βρισκόταν στη Θήβα. Τού είπα για την αποστολή μου σχετικά με την Αθήνα. [22.3] Ο Τουραχάν μού ορκίστηκε λέγοντας:

«Λόγω τής γνωριμίας και τής αγάπης μου προς τον δεσπότη και σένα, θα είχα δεχτεί χαρούμενα και πρόθυμα να συμβεί αυτό, αν το ήξερα πριν φύγω από το παλάτι μου και έρθω εδώ, επειδή θα το έκανα χωρίς εντολή τού μεγάλου αφέντη [τού σουλτάνου]. Κι αν βρισκόμουν στο παλάτι μου, θα είχα πολλά σκεπάσματα [δικαιολογίες], αλλά τώρα δεν έχω πια κανένα».

Μού φέρθηκε τιμητικά, έφερε ακόμη και τούς γιους του να με προσκυνήσουν, και τούς παρέδωσε σε μένα και στον αφέντη μου. Ένας από αυτούς ήταν ο πολύ ισχυρός σήμερα Oμέρ. Επέστρεψα λοιπόν [στον αφέντη μου] άπρακτος από εκεί [από τη Θήβα]. [22.4] Η φρουρά στη Χαλκίδα [Νεγκροπόντε] είχε σηκώσει την γέφυρα πριν από την άφιξή μας. Παραμείναμε λοιπόν χωρίς τη θέλησή μας στα βράχια έξω από τη γέφυρα. Περάσαμε μια τόσο άσχημη νύχτα εξαιτίας τού κρύου (ήταν 29 Αυγούστου), τής πείνας, των σκληρών βράχων και τού φόβου μας μήπως κλέφτες από τον στρατό τού Τουραχάν πάρουν τα ξένα άλογα, τα οποία είχαμε δανειστεί από εκείνους που βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, ώστε εκείνοι που βρίσκονταν μαζί μου αργότερα αναφέρονταν στο γεγονός ως παροιμία για καταστροφή.

Από το Νεγκροπόντε στην Πόλη (1436)

[22.5] Την επόμενη μέρα επιβιβαστήκαμε στις γαλέρες και φτάσαμε στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Σεπτεμβρίου 6944 [1435]. [22.6] Στις 25 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1436] ήρθε στην Πόλη η Ζωή, η κόρη τού μεγάλου δούκα Παρασπονδύλη, με αυτοκρατορική γαλέρα που είχε σταλεί μαζί με τον Μανουήλ Παλαιολόγο για να τη φέρει. Λίγες ημέρες αργότερα παντρεύτηκε τον δεσπότη κυρ Δημήτριο. [22.7] Με την ίδια γαλέρα ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος, για να παραμείνει στην πόλη ως διάδοχος τού θρόνου, ως ο δεύτερος μεγαλύτερος αδελφός. Ο αυτοκράτορας συμφώνησε με την παρουσία του απρόθυμα, επειδή αγαπούσε και προτιμούσε τον αφέντη μου κυρ Κωνσταντίνο (πράγμα που μού είχε πει πολλές φορές με όρκο, σαν να ήταν μυστικό), όπως θα αποκαλύψω πιο κάτω στην αφήγησή μου. [22.8] Επειδή είχαν γίνει έτσι τα πράγματα, σχεδίαζε να εγκαταστήσει μόνιμα τούς τρεις άλλους αδελφούς στον Μοριά. Ο αφέντης μου πάλι, ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, μαζί με τον αδελφό του, τον δεσπότη κυρ Θωμά (γιατί ήταν τότε μαζί μας στην Πόλη ο πρώτος άρχοντας τού ανακτόρου του, ο Μιχαήλ Ραούλ Ισής), σχεδίαζαν να παραμείνουν οι δύο άλλοι αδελφοί [Θεόδωρος και Δημήτριος] στην Πόλη με τον αυτοκράτορα, ενώ οι δύο τους θα ήσαν αφέντες στον Μοριά. [22.9] Γι’ αυτόν τον λόγο ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος απέπλευσε ως φυγάς με γαλιότα από την Πόλη για τον Μοριά τον Ιούνιο τού ίδιου έτους [1436], ενώ εγώ στάλθηκα από αυτόν στον σουλτάνο για αυτήν ακριβώς τη δουλειά, για να εξασφαλίσω την υποστήριξή του προς εκείνον [τον κυρ Κωνσταντίνο]. Η αποστολή μου ολοκληρώθηκε με επιτυχία και ταξίδεψα στον Μοριά από τη στεριά. [22.10] Εκεί βρήκα τούς αδελφούς και δεσπότες διατεθειμένους για μεγάλη [μεταξύ τους] μάχη. Ο κυρ Θεόδωρος είχε ταξιδέψει στον Μοριά με γαλέρα, πίσω από τον αφέντη μου κυρ Κωνσταντίνο, και πολεμούσε τούς δύο αδελφούς του. Είχαν συγκεντρωθεί στρατοί και στις δύο πλευρές και υπήρξε κάποια σύγκρουση. [22.11] Το έτος 6945 [Σεπτέμβριος 1436-Σεπτέμβριος 1437], ο αυτοκράτορας έστειλε πρεσβευτές στον Μοριά τον ευγενή ιερομόναχο Διονύσιο, που έγινε αργότερα μητροπολίτης Σάρδεων, και τον Γεώργιο Δισύπατο. Κατάφεραν να ειρηνεύσουν εν μέρει τούς αδελφούς. Τελικά έφτασε κι άλλη πρεσβεία από τον αυτοκράτορα, ο ιερομόναχος και πνευματικός Γρηγόριος, εκείνος που έγινε αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και ο Γεώργιος Δισύπατος για δεύτερη φορά. Πέτυχαν έναν συμβιβασμό: ο αφέντης μου, ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, θα επέστρεφε στην Πόλη, ενώ οι δεσπότες κυρ Θεόδωρος και κυρ Θωμάς θα παρέμεναν στον Μοριά. [22.12] Στις 5 Σεπτεμβρίου 6946 [1437] ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος] κι εγώ πήγαμε από την Πάτρα στον Εύριπο [Νεγκροπόντε] από τη στεριά και μπήκαμε σε ενετική γαλέρα στην Κάρυστο, στο κάστρο τής Εύβοιας [Ευρίπου]. Μάλιστα πάνω σε αυτή τη γαλέρα ήταν και ο Μάρκος, κάποτε εφημέριος τής Πάτρας όταν τής επιτεθήκαμε,83 ο οποίος είχε τώρα διοριστεί παπικός λεγάτος από τον πάπα Ευγένιο που ήταν συγγενής του, καθώς και απεσταλμένος στον αυτοκράτορα. Στις 24 τού ίδιου μήνα Σεπτεμβρίου φτάσαμε στην Πόλη.84

Αναχώρηση αυτοκράτορα και πατριάρχη για τη σύνοδο στην Ιταλία (1437)

[23.1] Στις 27 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους [1437], ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης, συνοδευόμενος από τον πατριάρχη, τον δεσπότη κυρ Δημήτριο, πολλούς συγκλητικούς, κληρικούς, και σχεδόν όλους τούς μητροπολίτες και επισκόπους τής Εκκλησίας, αναχώρησαν για την προγραμματισμένη σύνοδο. Καλύτερα να μην είχε φύγει ποτέ! [23.2] Δεν το λέω αυτό λόγω των δογμάτων τής εκκλησίας, καθώς υπάρχουν άλλοι που αποφασίζουν για τέτοια θέματα. Σε μένα αρκεί η προγονική κληρονομιά τής πίστης μας, καθώς και το ότι ποτέ δεν έχω ακούσει κανέναν από την άλλη πλευρά, να λέει ότι η δική μας μορφή λατρείας είναι λανθασμένη. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι είναι αρχαία και σωστή. Ομοίως, και η δική τους μορφή λατρείας δεν είναι λανθασμένη αλλά σωστή. [23.3] Επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα. Για πολλά χρόνια εγώ και μερικοί άλλοι περνούσαμε από τη φαρδιά και ευρύχωρη Μέση Οδό85 τής Πόλης μας για να φτάσουμε στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Λίγο καιρό αργότερα, άλλοι άνθρωποι ανακάλυψαν κι έναν άλλο δρόμο, που οδηγούσε και αυτός εκεί. Με παρότρυναν λοιπόν λέγοντας: «Έλα και από αυτόν τον δρόμο που βρήκαμε. Ξέρουμε ότι ο δρόμος από τον οποίο έρχεσαι είναι παλιός και καλός, ενώ κι εμείς, όπως κι εσύ, τον γνωρίζαμε από την αρχή και τον χρησιμοποιούσαμε, αλλά κι αυτός που μόλις βρήκαμε είναι επίσης καλός δρόμος». Κι εγώ λοιπόν, όταν ακούω από ορισμένους ότι ο νέος δρόμος είναι ο σωστός, ενώ από άλλους το αντίθετο, γιατί να μην πω:

«Πηγαίνετε ειρηνικά και με αγάπη στην Αγία Σοφία από όποιον δρόμο θέλετε, αλλά εγώ θα περάσω από τον δρόμο από τον οποίο περνούσα για πολύ καιρό μαζί σας, έναν δρόμο που θεωρούσατε καλό και ακολουθούσατε και εσείς και οι πρόγονοί μου».

[23.4] Δεν είπα γι΄ αυτόν τον λόγο

«καλύτερα να μην είχε φύγει ποτέ!»

Ήθελα να είχε επιτευχθεί σωστά η ένωση των εκκλησιών, ακόμη κι αν αυτό μού κόστιζε ένα από τα μάτια μου. Αλλά το είπα γιατί η σύνοδος ήταν η πρώτη και πιο σημαντική αιτία για την επίθεση που ξεκίνησαν οι ασεβείς εναντίον τής Πόλης μας, επίθεση που είχε ως αποτέλεσμα την πολιορκία, την αιχμαλωσία μας και τις τόσες και τέτοιες συμφορές μας. [23.5] Ακούστε λοιπόν πραγματικά γεγονότα, τα οποία επιβεβαιώνω ως αυτόπτης μάρτυρας. Όταν ήρθε στη συζήτηση η σύνοδος, ο διάσημος αυτοκράτορας [Μανουήλ Β’] είπε στον γιο του, τον αυτοκράτορα κυρ Ιωάννη, μόνοι οι δυο τους, ενώ εγώ μόνο στεκόμουν μπροστά τους:

«Γιε μου, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι ασεβείς στο βάθος τής καρδιάς τους φοβούνται πολύ μη συμφωνήσουμε και ενωθούμε με τούς Φράγκους. Γιατί πιστεύουν ότι αν γίνει αυτό, θα τούς συμβεί μεγάλο κακό από τούς χριστιανούς τής Δύσης για λογαριασμό μας. [23.6] Μελέτα λοιπόν το ζήτημα τής συνόδου και ανακάτευέ το, ιδιαίτερα όταν χρειάζεται να τρομάξεις τούς ασεβείς. Ωστόσο μην επιχειρήσεις ποτέ να πραγματοποιήσεις την ένωση, γιατί δεν βλέπω τούς δικούς μας να μπορούν να βρουν κάποιον τρόπο ένωσης, ειρήνης και ομόνοιας, πέρα από το να θέλουν να τούς γυρίσουν πίσω και να είμαστε όπως στην αρχή. Επειδή αυτό είναι σχεδόν αδύνατο, φοβάμαι μήπως υπάρξει ακόμη χειρότερο σχίσμα. Και τότε θα ξεσκεπαστούμε απέναντι στους ασεβείς».

[23.7] Και ο αυτοκράτορας [Ιωάννης Η’], ο οποίος, όπως φάνηκε, δεν συμφώνησε με τα λόγια τού πατέρα του, σηκώθηκε χωρίς να πει τίποτε κι έφυγε. Κι αφού έγινε λίγο σκεφτικός, ο μακαρίτης και διάσημος πατέρας του κοιτάζοντας εμένα είπε:

«Ο γιος μου ο αυτοκράτορας είναι κατάλληλος για αυτοκράτορας, αλλά όχι τής σημερινής εποχής. Γιατί οραματίζεται και σκέφτεται μεγαλεπήβολα, για τα οποία θα χρειαζόταν η εποχή τής ευημερίας των προγόνων μας. Όμως σήμερα, όπως συμβαίνουν σ΄ εμάς τα πράγματα, η δική μας εξουσία δεν χρειάζεται αυτοκράτορα αλλά οικονόμο. Φοβάμαι λοιπόν, μήπως από τις σκέψεις και τις ενέργειές του επέλθει καταστροφή αυτού τού οίκου. Γιατί είδα και πριν εκείνα που σκεφτόταν και πίστευε ότι θα κατόρθωνε με τον Μουσταφά, ενώ είδα και σε τι κινδύνους μάς έβαλαν τα αποτελέσματα των πράξεών του».

[23.8] Ένα άλλο συμβάν που επιβεβαιώνει την άποψη τού αξιομνημόνευτου πατέρα του είναι το παρακάτω. Όταν [ο κυρ Ιωάννης] αποφάσισε να φύγει για τη σύνοδο, στάλθηκε ο Ανδρόνικος Ιάγαρις ως πρέσβης στον σουλτάνο [Μουράτ], για να τον ενημερώσει για αυτό, δήθεν ως φίλος και αδελφός. Και ο σουλτάνος απάντησε ως εξής:

«Δεν μού φαίνεται καλή ιδέα να πάει, να μπει σε τόσους κόπους και να ξοδέψει τόσα χρήματα. Για να κερδίσει τι; Εδώ είμαι εγώ. Αν χρειάζεται ασημένια νομίσματα για έξοδα και εισόδημα ή οτιδήποτε άλλο για τη συντήρησή του, είμαι έτοιμος να τον εξυπηρετήσω».

Ακολούθησε μεγάλη συζήτηση, αν έπρεπε να γίνει δεκτή η σύσταση τού σουλτάνου ή να αναχωρήσουν για τη σύνοδο. Και έγινε εκείνο που ήθελε ο αυτοκράτορας ή μάλλον εκείνο που ήθελε η κακή μας τύχη.

Ο Μουράτ σκέφτεται να επιτεθεί στην Πόλη

[23.9] Ενώ ο αυτοκράτορας [Ιωάννης] είχε βγει από την Πόλη και έφευγε, ο σουλτάνος [Μουράτ] αποφάσισε να επιτεθεί και να στείλει στρατό εναντίον τής Πόλης. Όχι τόσο για να την πάρει, όσο για να κάνει τον αυτοκράτορα να επιστρέψει. [23.10] Συμφώνησαν όλοι με το σχέδιο [τού σουλτάνου] εκτός από τον Χαλίλ πασά, ο οποίος διαφωνούσε λέγοντας τα εξής:

«Αν επιτεθείς στην Πόλη, μάλλον θα δώσεις στον αυτοκράτορα την ευκαιρία να αναγκαστεί να πει στους Φράγκους ότι θα υιοθετήσει ό,τι τού λένε να κάνει. Κι έτσι θα γινόταν αυτό που φοβόμαστε. Άφησε λοιπόν αυτή την ιδέα και παρακολούθησε τις ενέργειες τού αυτοκράτορα. Αν [ο αυτοκράτορας και οι Φράγκοι] συμφωνήσουν, εσύ θα εξακολουθείς να έχεις μαζί τους συνθήκες ειρήνης και φιλικές σχέσεις. Στο μέλλον πάλι, θα κάνεις εκείνο που θα κρίνεις κατάλληλο. Αν, από την άλλη πλευρά, δεν συμφωνήσουν [σε αυτή τη σύνοδο], τότε το σχέδιο θα έχει λειτουργήσει και θα κάνεις εκείνο που θελεις με μεγαλύτερο θάρρος».

Και αυτή η σκέψη [τού Χαλίλ] απέτρεψε τον σουλτάνο από τον σκοπό του [να επιτεθεί στην Πόλη]. [23.11] Πριν μάθουμε ότι ο Χαλίλ πασάς είχε αλλάξει τη γνώμη τού σουλτάνου, γνωρίζαμε τις προθέσεις [τού σουλτάνου σχετικά με την Πόλη]. Γι’ αυτό τον λόγο ο αφέντης μου ο δεσπότης [Κωνσταντίνος] και οι άλλοι άρχοντες έστειλαν τον Θωμά Παλαιολόγο στον αυτοκράτορα. Υπήρξε μεγάλη σύγχυση και συζήτηση στην Πόλη, μέχρι να μάθουμε τελικά ότι είχε επικρατήσει η συμβουλή τού Χαλίλ πασά. [23.12] Και αυτό αποτελεί επαρκή απόδειξη ότι η σύνοδος δεν έπρεπε να γίνει. Θα αφήσω τα άλλα, εκείνα που ακολούθησαν την πραγματοποίησή της.86

Γάμος Σφραντζή (1438). Θάνατος Μαρίας Τραπεζούντος. Επιστροφή από τη Σύνοδο (1439)

[24.1] Στις 26 Ιανουαρίου τού ίδιου έτους 6946 [1438] παντρεύτηκα την Ελένη, κόρη τού αυτοκρατορικού γραμματέα87 Αλέξιου Παλαιολόγου Τζαμπλάκωνα. [24.2] Την 1η Μαΐου 6947 [1439] γεννήθηκε ο γιος μου Ιωάννης, τον οποίο αναγέννησε με το ιερό βάπτισμα ο αφέντης μου αυτοκράτορας κυρ Κωνσταντίνος, ο οποίος μάς είχε προηγουμένως στεφανώσει. [24.3] Στις 17 Δεκεμβρίου 6948 [1439] πέθανε η δέσποινα κυρά Μαρία από την Τραπεζούντα. Την 1η Ιανουαρίου τού ίδιου έτους [1440] πέθανε η δέσποινα Ευγενία, η κόρη τού Γκατελούζο. Θάφτηκαν στη Μονή Παντοκράτορος κατά τη διάρκεια φοβερής χειμερινής καταιγίδας. Στις 17 Ιανουαρίου πέθανε η βασίλισσα κυρά Ζωή [σύζυγος τού δεσπότη κυρ Δημήτριου] και θάφτηκε στη Μονή Κυραμάρθας. [24.4] Τον Φεβρουάριο τού ίδιου έτους, επέστρεψαν από την Ιταλία ο αυτοκράτορας μας, ο δεσπότης [Δημήτριος] και ολόκληρη η αντιπροσωπεία μας, εκτός από τον πατριάρχη και τον στενό μου φίλο, τον ευγενή μητροπολίτη Σάρδεων. Ο τελευταίος πέθανε στη Φερράρα και ο πατριάρχης αργότερα στη Φλωρεντία. [24.5] Στις 27 Μαρτίου τού ίδιου έτους, την Κυριακή τής Λαμπρής [Πάσχα], γεννήθηκε ο δεύτερος γιος μου, ο Αλέξιος, ο οποίος έζησε μόνο τριάντα ημέρες. [24.6] Την άνοιξη τής ίδιας χρονιάς έγινε πατριάρχης ο κυρ Μητροφάνης, ο πρώην μητροπολίτης Κυζίκου. [24.7] Στις 6 Δεκεμβρίου 6949 [1440] με έστειλαν στο νησί τής Λέσβου και οργάνωσα το συμπεθεριό και έκανα γαμήλια συμφωνία [τού κυρ Κωνσταντίνου] με την κυρά Αικατερίνη, την κόρη τού αφέντη της Μυτιλήνης και των γύρω περιοχών, τού κυρ Ντορίνο Παλαιολόγου Γκατελούζο. [24.8] Στις 16 Απριλίου τού ίδιου έτους [1441], πάλι Κυριακή τής Λαμπρής, γεννήθηκε η κόρη μου Θάμαρ. Την βάφτισε και αυτήν ο αφέντης μου, ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος. [24.9] Την ίδια μέρα ο Παύλος Ασάν, παίρνοντας την κόρη του Θεοδώρα Ασάνινα, έφυγε από την Πόλη, πήγε στη Μεσημβρία και την έδωσε ως νόμιμη σύζυγο στον δεσπότη κυρ Δημήτριο. [24.10] Στις 27 Ιουλίου τής ίδιας χρονιάς [1441] ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος] αναχώρησε για τη Μυτιλήνη με αυτοκρατορικές γαλέρες και παντρεύτηκε την προαναφερθείσα κυρία Αικατερίνη, κόρη τού Ντορίνο Γκατελούζο. Διοικητής των γαλερών ήταν ο Λουκάς Νοταράς, ο οποίος έγινε αργότερα μεγάλος δούκας. [24.11] Τον Σεπτέμβριο τού 6950 [1441], ο αφέντης μου κυρ Κωνσταντίνος άφησε τή δική του σύζυγο και βασίλισσα στη φροντίδα τού πατέρα της και πήγαμε στον Μοριά με τις ίδιες γαλέρες καθώς και μια άλλη από τη Μυτιλήνη.88

Ο Σφραντζής στον σουλτάνο (1441), στη Σηλυμβρία (1443) και στην Πόλη (1444)

[25.1] Στις 20 Οκτωβρίου τής ίδιας χρονιάς στάλθηκα ως πρέσβης στον σουλτάνο και στον αυτοκράτορα με την ακόλουθη μυστική αποστολή: αν ενέκρινε το σχέδιό μας και ο αυτοκράτορας, να πήγαινα βόρεια στη Μεσημβρία στον δεσπότη κυρ Δημήτριο και να τού πρόσφερα όλα τα εδάφη που είχε ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος] στον Μοριά. Τότε ο κυρ Κωνσταντίνος θα επέστρεφε στην Πόλη και θα είχε τη Σηλυμβρία και τα προηγούμενα εδάφη του [τού Δημήτριου], τη Μεσημβρία και τα άλλα μέχρι τούς Δέρκους.89 Επίσης, ευρισκόμενος έτσι κοντά στην Κωνσταντινούπολη, θα είχε ελπίδες να γίνει διάδοχος, όπως ήθελε ο αυτοκράτορας. Ο αυτοκράτορας συμφώνησε με αυτήν την πρόταση και τον Ιανουάριο [1442] έφυγα για τον κυρ Δημήτριο στη Μεσημβρία. Εκείνος όμως [ο κυρ Δημήτριος], ενεργώντας εναντίον τής ίδιας τής Κωνσταντινούπολης ή μάλλον εναντίον τού αδελφού του, αρνήθηκε και με έδιωξε.90 [25.2] Κατά τη διάρκεια τού ίδιου μήνα ο Παύλος Ασάνης υπέστη τρομερό εγκεφαλικό επεισόδιο και παρέδωσε το πνεύμα. [25.3] Κι ενώ είχα επιστρέψει στην Πόλη και περίμενα την εντολή τού αυτοκράτορα για να επιστρέψω στον αφέντη μου, στις 23 Απριλίου τής ίδιας χρονιάς ήρθε τρέχοντας ο δεσπότης κυρ Δημήτριος υποστηριζόμενος από τουρκικά στρατεύματα και απέκλεισε και κατέστρεψε τα περίχωρα τής Κωνσταντινούπολης Τον ίδιο μήνα και μέρα γεννήθηκε και η κόρη του. [25.4] Τον Ιούλιο τού ίδιου έτους ο αφέντης μου και δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, ερχόμενος σε βοήθεια τής Πόλης πέρασε από τη Μυτιλήνη και παίρνοντας τη σύζυγό του τη βασίλισσα έφτασε στη Λήμνο. Ενώ βρισκόταν εκεί, πολιορκήθηκε στον Κότζινο91 για πολλές ημέρες από ολόκληρο τον τουρκικό στόλο. Με τη βοήθεια τού Θεού ο στόλος αποχώρησε άπρακτος, αλλά η βασίλισσα αρρώστησε κάτω από αυτές τις συνθήκες, απέβαλε τον Αύγουστο τού ίδιου έτους και πέθανε στο Παλαιόκαστρο, στο ίδιο νησί τής Λήμνου, όπου θάφτηκε. [25.5] Στις 14 Σεπτεμβρίου 6951 [1442], γεννήθηκε ο άλλος μου γιος, ο Αλέξιος. [25.6] Τον Νοέμβριο τού ίδιου έτους ο δεσπότης και αφέντης μου κυρ Κωνσταντίνος ήρθε στην Πόλη. Την 1η Μαρτίου [1443] πήρε από τον αυτοκράτορα τη Σηλυμβρία και έστειλε εμένα εκεί ως επικεφαλής, για να την προστατεύω από τον σουλτάνο, από τον δεσπότη κυρ Δημήτριο, αλλά και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα που τού την είχε δώσει. [25.7] Τον Ιούνιο τού ίδιου έτους [1443] ήρθε στην Πόλη ο πρωτοστράτωρ Φραγκόπουλος. Πήρα κι εγώ εντολή και ήρθα από τη Σηλυμβρία στην Πόλη. Επιτεύχθηκε συμφωνία ότι ο αφέντης μου ο δεσπότης [κυρ Κωνσταντίνος] θα επέστρεφε στον Μοριά και θα έπαιρνε όλα τα εδάφη τού δεσπότη κυρ Θεόδωρου, ο οποίος θα ερχόταν στην Πόλη και θα έπαιρνε τη Σηλυμβρία. Ετσι κι εγινε.92

[26.1] Στις 10 Οκτωβρίου 6952 [1443] ο αφέντης μου και δεσπότης [κυρ Κωνσταντίνος] έφυγε από την Πόλη με καράβι για τον Μοριά. Ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος έφτασε στην Πόλη με το ίδιο καράβι τον Δεκέμβριο τού ίδιου έτους. Τον Μάρτιο [1444] τού παρέδωσα τη Σηλυμβρία. [26.2] Επιβιβάστηκα στο καράβι τού Αντωνίου Υαλινά από την Κρήτη και με άφησε στην Κάρυστο τής Εύβοιας. Στις 3 Ιουνίου έφτασα στον Μυστρά από τη στεριά, παρόλο που ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος μου ζητούσε πολύ και με παρότρυνε να μείνω, να φρουρώ τη Σηλυμβρία και να είμαι ένας από τούς επικεφαλής βοηθούς του. [26.3] Στον δρόμο μου διαπίστωσα ότι το Εξαμίλιο είχε ενισχυθεί από τον άρχοντά μου τον δεσπότη, την προηγούμενη άνοιξη. [26.4] Λίγες ημέρες μετά την άφιξή μου στον Μυστρά έφτασε στην Πόλη με πολλές γαλέρες ο καρδινάλιος, αντικαγκελλάριος και καθολικός λεγάτος τού πάπα, προκειμένου να ενημερώσει τον αυτοκράτορα για την εκστρατεία που ετοίμαζε ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας εναντίον των ασεβών.93 Στάλθηκα πάλι εγώ ως πρέσβης στον αυτοκράτορα και στον σουλτάνο και σε αυτόν ακόμη τον βασιλιά, αλλά κυρίως στον καρδινάλιο και στον διοικητή Αλβίζε Λορεντάν, με τις απαραίτητες οδηγίες ώστε να προχωρήσουν τα πράγματα. [26.5] Στον δρόμο μου προς τον Εύριπο [Νεγκροπόντε] για να πάρω τις γαλέρες τής [ενετικής] αρμάδας, πέρασα από την Κόρινθο στις 30 Αυγούστου, όπου παρακολούθησα την κηδεία τού ευγενή Μάρκου τής Κορίνθου. Είχε γεννηθεί στην αυλή μας και είχε μεγαλώσει μαζί μας. Καθώς η μητριά του δεν τον συμπαθούσε και τον καταπίεζε πολύ, έπαιρνε συχνά βοήθεια από τούς γονείς μου. Όταν τελικά αναγκάστηκε από τη μεγάλη αντιπάθεια, εγκατέλειψε τον πατέρα του και μπήκε στη Μονή Ξανθοπούλων, όπου πρόσφερε χρήσιμες υπηρεσίες. [26.6] Έφτασα λοιπόν στον Εύριπο [Νεγκροπόντε], αλλά δεν πρόλαβα τις γαλέρες κι έτσι πήρα άλλο πλοίο και πήγα στη Λήμνο. Βρίσκοντας εκεί μια αυτοκρατορική γαλέρα, επέστρεψα στην Πόλη στις αρχές Νοεμβρίου τού έτους 6953 [1444]. [26.7] Στις 11 τού ίδιου μήνα ο βασιλιάς τής Ουγγαρίας σκοτώθηκε από τον σουλτάνο στη Βάρνα.94 [26.8] Στις 17 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1445] σημειώθηκε αξιομνημόνευτο κύμα καύσωνα που επηρέασε όλες τις περιοχές. [26.9] Το ίδιο καλοκαίρι έγινε πατριάρχης ο πνευματικός κυρ Γρηγόριος.95 [26.10] Στις 15 Αυγούστου τού ίδιου έτους γεννήθηκε ο γιος μου Ανδρόνικος, που έζησε μόνο οκτώ ημέρες.96

Ο Σφραντζής διορίζεται διοικητής τού Μυστρά (1445)

[27.1] Στα τέλη Δεκεμβρίου 6954 [1445] έπλευσα στον Μοριά με τις ενετικές γαλέρες τού εμπορίου. Την 1η Σεπτεμβρίου 6955 [1445] μού δόθηκε η διοίκηση τού Mυστρά και όλων των περιοχών του, δηλαδή Κουλά, Εβραϊκής, Τρύπης, Τζεραμίου, Πακοτών καί Σκλαβοχωρίου,97 με όλα τα εισοδήματά τους. Κανείς δεν είχε διοριστεί ποτέ με τέτοια εξουσία στην επαρχία Mυστρά. [27.2] Επίσης μού έδωσε [ο αφέντης μου] την ακόλουθη εντολή:

«Σε έκανα κυβερνήτη τής επαρχίας τού Μυστρά λόγω τής πιστής υπηρεσίας σου, λόγω τής αγάπης μου για σένα και επειδή είμαι νονός των παιδιών σου. Θέλω να είναι και αυτός [ο Μυστράς] μια οντότητα, όπως η Κόρινθος και η Πάτρα, από τις οποίες τη μία κατέχει ο Καντακουζηνός και την άλλη ο Αλέξιος Λάσκαρις. [27.3] Να ξέρεις καλά, ότι κανέναν άλλο δεν θα κάνω μεσάζοντα98 εδώ, εκτός από τον Ευδαιμονοϊωάννη, τον οποίο ήδη έχω ως μεσάζοντα. Αλλά ούτε θέλω να βρίσκομαι συνέχεια εδώ, καθώς θέλω να περνάω από τις περιοχές μου επιδιώκοντας ωφέλιμες καταστάσεις. [27.4] Όταν βρίσκομαι στην Κόρινθο, θα φροντίζω τις υποθέσεις μας και αυτές εκείνου τού τόπου μαζί με τον Καντακουζηνό και τον Ευδαιμονοϊωάννη. Κι όταν πηγαίνω στην Πάτρα, θα φροντίζω μαζί με τον Λάσκαρι και τον Ευδαιμονοϊωάννη αφήνοντας τον Καντακουζηνό στην επαρχία του. Όταν βρίσκομαι εδώ [στον Μυστρά], [θα φροντίζω τις υποθέσεις] μαζί με σένα και τον Ευδαιμονοϊωάννη. [27.5] Και κάτι ακόμη: όταν με τη βοήθεια του Θεού θα έχω άλλη γυναίκα, θέλω εσύ να την έχεις βρει, θέλω εδώ να περνάει τον περισσότερο χρόνο της και θέλω εσύ να είσαι ο προσωπικός συνοδός στην υπηρεσία της. [27.6] Τώρα θα ταξιδέψω στο Εξαμίλιο για να ενισχύσω τις οχυρώσεις. Πρέπει να μείνεις εδώ, να κυβερνήσεις καλά και να τερματίσεις τις αδικίες και την πολυαρχία των τοπικών αρχόντων. Να τούς κάνεις όλους εδώ να έχουν εσένα μόνο ως κυβερνήτη και εμένα μόνο ως αφέντη».

Τον ευχαρίστησα, τον προσκύνησα και έφυγε για το Εξαμίλιο στις 8 Σεπτεμβρίου [1446].99

[28.1] Τον Οκτώβριο τού ίδιου έτους, η κυρία Ελένη, η κόρη τού δεσπότη κυρ Θωμά, αναχώρησε από τη Γλαρέντζα για να ταξιδέψει στη Σερβία, προκειμένου να παντρευτεί τον Λάζαρο, τον γιο τού δεσπότη κυρ Γεώργιου. Όπως κι έγινε.100 [28.2] Για αυτόν τον γάμο ο Λάζαρος τιμήθηκε με τον τίτλο τού δεσπότη από τον αυτοκράτορα κυρ Ιωάννη μέσω τού Γεώργιου Φιλανθρωπηνού. [28.3] Στις 27 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους [1446] ο σουλτάνος βάδισε εναντίον τού Εξαμιλίου και την 1η Δεκεμβρίου το κατέλαβε και το κατεδάφισε. Στη συνέχεια προχώρησε μέχρι την Πάτρα, καταστρέφοντας και καίγοντας μόνο την ύπαιθρο. [28.4] Τον Αύγουστο τού ίδιου έτους [1427] στάλθηκα ξανά στην Πόλη για διάφορες αποστολές, αλλά ιδιαίτερα για να κανονίσω κατάλληλο γάμο για τον αφέντη μου είτε με τον αυτοκρατορικό οίκο τής Τραπεζούντας είτε με τον βασιλικό οίκο τής Γεωργίας, επειδή και οι δύο είχαν επικοινωνήσει μαζί μας. Σε εκείνα τα μέρη έστειλα επιστολές, ανθρώπους και τον ιερομόναχο Ισίδωρο, εκείνον που έγινε αργότερα και μητροπολίτης Αθηνών.101 [28.5] Ενώ περίμενα εκεί, πέθανε στη Σηλυμβρία ο δεσπότης κυρ Θεόδωρος από μεταδοτική ασθένεια τον Ιούνιο τού 6956 [1447]. Το σώμα του μεταφέρθηκε στην Πόλη και θάφτηκε στη Μονή Παντοκράτορος. [28.6] Στις 15 Αυγούστου τού ίδιου έτους πέθανε ο γιος μου Αλέξιος. Ήταν πέντε ετών και έντεκα μηνών. Επηρεάστηκα πολύ από τον θάνατό του, αλλά δεν υποψιάστηκα o άθλιος τις πιο θλιβερές δυστυχίες που θα συνέβαιναν στο μέλλον.

Θάνατος αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ (1447). Στέψη Κωνταντίνου ΙΑ’ (1448)

[28.7] Στις 31 Οκτωβρίου 6957 [1447] πέθανε και ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης. Ήταν πενηταέξι ετών, δέκα μηνών και έντεκα ημερών. Την 1η Νοεμβρίου θάφτηκε στη Μονή Παντοκράτορος. Υπήρξε αυτοκράτορας για εικοσιτρία χρόνια, τρεις μήνες και δέκα ημέρες.102

[29.1] Στις 13 Νοεμβρίου τού ίδιου έτους έφτασε στην Πόλη με καράβι ο δεσπότης κυρ Θωμάς, χωρίς να ξέρει για τον θάνατο τού αυτοκράτορα, για τον οποίο έμαθε μόνο καθώς περνούσε από την Καλλίπολη. [29.2] Με την άφιξή του σταμάτησαν πια αυτά που έκανε ο [αδελφός του] κυρ Δημήτριος, ή μάλλον οι δι-κοί του σφετεριστές, για να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας εκείνος [ο Δημήτριος] που δεν ήταν ούτε δεσπότης ούτε πορφυρογέννητος και δεν ήταν άξιος να θεωρηθεί από τούς Κωνσταντινουπολίτες αυτοκράτορας, αφού είχε μεγαλύτερο αδελφό ακόμη ζωντανό, έναν άνδρα που ξεχώριζε σε όλες τις καλές δραστηριότητες και ήταν απαλλαγμένος από ατυχία. Όμως το σωστό και το δίκαιο επικράτησαν με την εντολή τής αγίας δέσποινας [αυτοκράτειρας Ελένης] και τη γνώμη και θέληση των γιων της δεσποτών και των αρχόντων. [29.3] Στις 6 Δεκεμβρίου έφυγα ως απεσταλμένος, για να ενημερώσω τον σουλτάνο ότι και η μητέρα [αυτοκράτειρα] και οι αδελφοί και η σειρα διαδοχής και η αρετή και η αγάπη ολόκληρου σχεδόν τού πληθυσμού τής Πόλης επέλεγαν ως αυτοκράτορα τον κυρ Κωνσταντίνο, πράγμα που έπρεπε να γνωρίζει και ο ίδιος. Ο σουλτάνος ενέκρινε την επιλογή και με έστειλε πίσω με τιμή και δώρα. [29.4] Τις ίδιες ημέρες στάλθηκαν στον Μοριά και άρχοντες από την Πόλη: ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός Λάσκαρις, ο οποίος είχε σταλεί στην Πόλη από τον αφέντη μου μαζί με τον δεσπότη κυρ Θωμά, για να φροντίσει κι αυτός για δουλειές αυτού τού δεσπότη με τον αυτοκράτορα, καθώς και ο Μανουήλ Παλαιολόγος Ιάγαρις. Έστεψαν αυτοκράτορα στον Μυστρά στις 6 Ιανουαρίου [1448] τον δεσπότη κυρ Κωνσταντίνο.103 [29.5] Στις 12 Μαρτίου τού ίδιου έτους [1448], ήρθε στην Πόλη [ο Κωνσταντίνος] με καταλανικό πλοίο και έγινε δεκτός με χαρά από όλους. [29.6] Τον Αύγουστο τού ίδιου έτους [1448] βγήκε από την Πόλη ο τιμημένος δεσπότης κυρ Θωμάς ο πορφυρογέννητος και αναχώρησε για τον Μοριά. [29.7] Την 1η Σεπτεμβρίου 6958 [1449] βγήκε από την Πόλη και ο δεσπότης και πορφυρογέννητος κυρ Δημήτριος και έφυγε για τον Μοριά. Πριν από την αναχώρησή τους, συμφιλιώθηκαν στην Πόλη μπροστά στην κυρία και αγία μητέρα τους, μπροστά στον αυτοκράτορα και αδελφό τους και μπροστά σε όλους εμάς τούς επιλεγμένους άρχοντες. Έδωσαν όρκους, τούς οποίους παραβίασαν και ανταμείφθηκαν με κακοτυχίες, όπως είδα αργότερα κι εγώ, αν και τον τρόπο με τον οποίο φέρθηκαν ο ένας στον άλλο, δεν είναι απαραίτητο να τον διηγηθώ, καθώς δεν βρισκόμουν στην Πόλη για να γνωρίζω καλά αυτά τα γεγονότα.104

<-Χαλκοκονδύλης: Η Ιταλία, η Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας και η Σταυροφορία τής Βάρνας (1444)
error: Content is protected !!
Scroll to Top