Κεφάλαιο 4

<-3. Η απόφαση για τη συμμετοχή σε Σύνοδο στο εξωτερικό 5. Τα προκαταρκτικά τής Συνόδου στη Φερράρα->

Κεφάλαιο 4: Από την Πόλη στη Βενετία και τη Φερράρα

Είπε λοιπόν ο πατριάρχης:
«Επειδή αυτή η δόση
είναι για λίγες μόνο μέρες,
δώσε μου τριακόσια φλουριά».
Και αμέσως ο Ενετός είπε:
«Ζητάς τριακόσια,
σού δίνω αμέσως τετρακόσια».

Περιεχόμενα κεφαλαίου1

Εδώ περιέχονται αυτά που έγιναν στο θαλασσινό ταξίδι, καθώς και η υποδοχή τού αυτοκράτορα από τούς Ενετούς και η συμβουλή τους. Και για την άφιξη στον πάπα, και για τον ασπασμό. Και για την σειρά των καθισμάτων στη σύνοδο. Και για την κατάσταση των τοποτηρητών και για την τετράμηνη διωρία. Και πώς έγινε η ανακήρυξη τής συνόδου.

1. Επιβίβαση στα πλοία2

Τάχθηκε λοιπόν προθεσμία η Κυριακή 24 Νοεμβρίου 1437,3 τού έτους 6946 από κτίσεως κόσμου,4 οπότε και η γαλέρα τού διοικητή τού στόλου προσορμίστηκε στον λιμένα Ευγενίου5 αναμένοντας τον πατριάρχη. Εκείνη λοιπόν τη μέρα, μετά το γεύμα,6 συγκεντρωθήκαμε εμείς και άλλοι πολλοί στον πατριάρχη, ο οποίος βγήκε από το Πατριαρχείο, κατεβήκαμε όλοι μαζί στο παραπάνω λιμάνι και συγκεντρώθηκε πλήθος λαού. <Μάλιστα είχε προστάξει να γραφτεί απόφαση γενικής άφεσης αμαρτιών, η οποία διαβάστηκε εκεί.>7 Ο πατριάρχης τούς ευλόγησε όλους και τούς ευχήθηκε. Ετσι μπήκαμε στη γαλέρα και παραμείναμε εκεί.

Την επόμενη μέρα πάλι προσορμίστηκαν οι γαλέρες στον λιμένα Κυνηγού8 και γύρω στην τέταρτη ώρα9 μπήκε ο αυτοκράτορας στη δική του γαλέρα. Και αμέσως έγινε πάλι μεγάλος σεισμός,10 δεύτερο σημάδι τής οργής τού Θεού. Ύστερα από το γεύμα οι γαλέρες, πλέοντας έντεχνα κατά μήκος τής ακτής, ήρθαν με ήχους και σάλπιγγες κι έδεσαν κοντά στην Τοπική11 κι έμειναν εκεί, με όλους εμάς μέσα, τη δεύτερη και την τρίτη μέρα. Γιατί έπρεπε μέσα στο λιμάνι να προγυμναστούμε και να συνηθίσουμε τις δυσκολίες τής γαλέρας.12

2. Ο Κορώνης Χριστόφορος ως αυτουργός τής μελλοντικής Ένωσης13

Την Τετάρτη λοιπόν, που ήταν 27 Νοεμβρίου, σαλπάραμε από το λιμάνι και την ώρα που έδυε ο ήλιος προσπεράσαμε τον κόλπο των Αθύρων. Μόλις ξεκίνησε το ταξίδι, ο Χριστόφορος είπε σε κάποιον φίλο του ότι η πράξη μας θα ήταν λανθασμένη.

Από τις γαλέρες που ταξίδευαν, τρεις ήσαν τού πάπα (από τις οποίες η μια που μετέφερε στρατιώτες σάλπαρε πριν14 από εμάς), ενώ η άλλη ήταν εκείνη τού αυτοκράτορα. Τρεις πάλι ήσαν οι συνήθεις τής μεταφοράς εμπορευμάτων,15 ενώ υπήρχε και μια από τη Φλωρεντία. Εκείνη λοιπόν τη μέρα, ενώ ήσαν καθισμένοι στο πλοίο ο Ηρακλείας, ο μέγας σακελλάριος και άλλοι πολλοί, καθώς περνούσε ο λατινεπίσκοπος Κορώνης Χριστόφορος, αυτός δηλαδή που είχε σταλεί από τον πάπα στην Πόλη τρεις φορές, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αυτός που είχε διαπράξει όλα τα προαναφερθέντα, τού είπε ο μέγας σακελλάριος:

«Ω δέσποτα επίσκοπε, μεγάλο πράγμα έκανες και πολύ μεγάλη χάρη πρέπει να σού χρωστάει ο πάπας».

Ενώ εκείνος απορούσε γιατί τού τα έλεγε αυτά, συνέχισε ο μέγας σακελλάριος:

«Δεν θεωρείς μεγάλο πράγμα ότι σήκωσες κι έβγαλες από την Πόλη τον άγιο αυτοκράτορα, τον αφέντη των Ρωμιών, τον άγιο πατριάρχη, τούς αρχιερείς, τούς άρχοντες, όλη την Ανατολική Εκκλησία, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και γέροι και άρρωστοι, και τούς οδηγείς όλους αυτούς στον πάπα; Πολύ είναι αυτό και πολύ μεγάλο πράγμα κατόρθωσες. Μακάρι να είναι και το τέλος καλό. Αν λοιπόν δώσει ο Θεός και γίνει καλή ένωση των Εκκλησιών, τότε θα έχεις από τον Θεό πολλές ανταμοιβές και από τούς ανθρώπους ευχές και επαίνους για τούς κόπους και τούς αγώνες σου για την καλή ένωση».

Ακούγοντάς τα ο Χριστόφορος, χάρηκε πολύ και είπε:

«Θα γίνει και η ένωση με τη βοήθεια τού Θεού. Εγώ είχα αμφιβολίες, μέχρι να δω να μπαίνουν στα πλοία ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης. Από τη στιγμή που τούς είδα να μπαίνουν, δεν έχω καμιά αμφιβολία, γιατί γνωρίζω και τις διαθέσεις των αφεντών και είμαι βέβαιος ότι θα γίνει και η ένωση».

Οι παραπάνω, ακούγοντας με τα αυτιά τους τον Χριστόφορο να τα λέει αυτά, κάθονταν αποσβολωμένοι.

3. Πρώτη καταιγίδα16

Την πρώτη λοιπόν ημέρα το ταξίδι δεν προχωρούσε καθόλου, ούτε με τα κουπιά, ούτε με τα πανιά, γιατί επικρατούσε νηνεμία17 και οι γαλέρες ήσαν βαρυφορτωμένες σαν πλοία εμπορικά και όχι σαν πλοία για αναπαυτικό ταξίδι επιβατών.18 Όταν νύχτωσε, η θέα στο σκοτάδι τού έναστρου ουρανού ανησύχησε αρκετά τούς μη εξοικειωμένους εκκλησιαστικούς επιβάτες, ενώ γύρω στα μεσάνυχτα σηκώθηκε φουρτούνα, ξέσπασε δυνατή βροχή και το σκοτάδι έγινε πηχτό. Αγωνιούσαν πολύ και οι ναυτικοί και δικαιολογημένα κατηγορούσαν την ξεροκεφαλιά τού αυτοκράτορα, που δεν θέλησε ν΄ ακολουθήσει ούτε τη συμβουλή τού σοφού εκείνου, πού είχε πει «αν χρειαστεί να σαλπάρεις, να μην το κάνεις στο τέλος τού μηνός».19

Οι γαλέρες λοιπόν έπλεαν για τόσο διάστημα χωρίς πανιά, ώστε φοβήθηκαν οι ναυτικοί, μήπως μέσα στο σκοτάδι πλησιάσουμε την Προκόννησο20 και πέσουμε πάνω στα βράχια. Άπλωσαν λοιπόν τις άγκυρες να τρέχουν πάνω στο νερό, για να δείχνουν κατά κάποιον τρόπο τον δρόμο. Αλλά ακόμη κι έτσι πάλι θα κινδυνεύαμε, αν δεν μάς ελεούσε και μάς βοηθούσε ο Κύριος. Ξημερώνοντας λοιπόν, βλέποντας να έχουμε αφήσει πίσω την Προκόννησο σε αρκετή απόσταση, δοξάσαμε κι ευχαριστήσαμε τον Θεό. Ο άνεμος τώρα είχε γίνει ευνοϊκός και μάς βοηθούσε να προχωράμε.

4. Στάση στη Μάδυτο. Εχθρότητα των Τούρκων21

Ταξιδεύαμε στον Ελλήσποντο και καθώς περνούσαμε από την Καλλίπολη και η αυτοκρατορική γαλέρα βρέθηκε κοντά στην ακτή, δέχτηκε επίθεση από τούς εκεί με πυκνά βέλη και πέτρες που εκτοξεύονταν από πολεμική μηχανή. Και όταν φτάσαμε στη Μάδυτο,22 ο αυτοκράτορας απέρριψε τη συμβουλή εκείνων που είπαν να βγούμε από τα στενά και να φτάσουμε στην Τένεδο, αφού ο καιρός ήταν ευνοϊκός και μπορούσαμε να φτάσουμε εκεί πριν από το τέλος τής ημέρας. Ο αυτοκράτορας λοιπόν σταμάτησε στη Μάδυτο και ύστερα από λίγο έγινε πάλι μεγάλος σεισμός, που ακόμη και στη γαλέρα έγινε σαφώς αισθητός απ΄ όλους εμάς. Θεωρήσαμε τον σεισμό ως τρίτο σημάδι τής οργής τού Θεού.

Ο πατριάρχης θέλησε να βγει από το πλοίο και να σταθεί στη στεριά και ειδοποίησε γι΄ αυτό τον αυτοκράτορα, ο οποίος τού ζήτησε να περιμένει λίγο και θα έβγαινε αν ήθελε. Βγήκαν λοιπόν οι ναυτικοί για να πάρουν νερό, αλλά πριν προλάβουν να γεμίσουν τις στάμνες τους, επιτέθηκαν οι Αγαρηνοί.

Μόλις τούς είδαν οι ναυτικοί, παράτησαν τις στάμνες, μπήκαν στις βάρκες κι έσπευσαν στα πλοία. Υστερα έστειλαν καλούς ανθρώπους για να ζητήσουν νερό ή τουλάχιστον να πάρουν πίσω άδειες τις στάμνες τους, αλλά εκείνοι δεν συμφωνούσαν ούτε στο ένα ούτε στο άλλο. Καθώς λοιπόν οι ναυτικοί ετοιμάζονταν για πόλεμο, τούς σταμάτησε ο αυτοκράτορας και στέλνοντας έναν άρχοντα στον φρούραρχο, στον σούμπαση,23 τον καλόπιασε και πήρε από αυτόν την άδεια να προμηθευτούν νερό. Τότε εγκατέλειψε και ο πατριάρχης την ιδέα τής ανάπαυσης στη στεριά. Διανυκτερεύσαμε λοιπόν εκεί και μάς περιστοίχισε πλήθος τής βάρβαρης στρατιάς από την ακτή, ανάβοντας φωτιές και αλαλάζοντας όλη τη νύχτα. Όταν ξημέρωσε, οι άλλες γαλέρες έλυσαν τα σχοινιά κι έφυγαν, αλλά οι βάρβαροι δεν άφηναν τη γαλέρα τού πατριάρχη να λύσει το σχοινί τής πρύμνης. Οι άνθρωποι από το πλοίο επέμεναν, αλλά δεν πετύχαιναν τίποτε. Άρχισαν λοιπόν κάποιοι να ετοιμάζονται για σύγκρουση, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να κόψουν το σχοινί με τσεκούρι. Όταν τα είδαν αυτά οι βάρβαροι, τελικά τούς άφησαν να λύσουν το σχοινί.

5. Ενδιάμεσες στάσεις στη Λήμνο και την Εύβοια24

Η γαλέρα τής Φλωρεντίας μάς εγκατέλειψε ξαφνικά και ακολουθούσε άλλη διαδρομή. Κι εμείς, ταξιδεύοντας όλη μέρα και μεγάλο μέρος τής νύχτας με πανιά και κουπιά, φτάσαμε στη Λήμνο και δέσαμε στο λιμάνι τού Μούδρου.25 Μείναμε εκεί δύο μέρες, για να μετατρέψουν οι ναυτικοί σε «λεία Μυσών»,26 όπως λέμε, τις ιδιοκτησίες των δύστυχων Λημνίων και να γεμίσουν λάφυρα.27 Γιατί τίποτε άλλο αναγκαίο δεν έγινε εκεί, ούτε υπήρχε κάποιος λόγος να μένουμε εκεί περιμένοντας κάτι. Σαλπάραμε κι από εκεί και ταξιδεύαμε, ενώ τα εμπορικά πλοία, αφού φόρτωσαν, έλυσαν κι έφυγαν πριν από εμάς, χωρίς να περιμένουν τον αυτοκράτορα.28 Προσπερνώντας λοιπόν κι εγώ αυτά που μεσολάβησαν, το Σάββατο το πρωΐ φτάσαμε στον Εύριπο.29 Εκεί θέλησε να βγει από το πλοίο ο πατριάρχης και να ξεκουραστεί λίγο στο κάστρο, επειδή ήρθαν σε αυτόν με τιμές οι άρχοντες των Λατίνων και όπως άκουσε, πράγμα που δεν ξέρω αν είναι αληθές, τού είχαν ετοιμάσει ανάπαυση. Τον εμπόδισε όμως ο αυτοκράτορας, που τού είπε ότι δεν ήταν πρέπον να μπει στο κάστρο και ότι θα ήταν πιο ευπρεπές, αν πραγματικά επιθυμούσε, ν΄ αναπαυθεί έξω από αυτό. Ο πατριάρχης στενοχωρήθηκε γι΄ αυτό. Έστησε τη σκηνή του κάπου έξω κι έμεινε εκεί δύο μέρες, δεχόμενος ως δώρα από τούς νησιώτες λαχανικά, κάποια τρόφιμα και κρασί, ενώ ο αυτοκράτορας δεν κατέβηκε καθόλου από τη γαλέρα.

6. Στην Πελοπόννησο30

Από εκεί κατευθυνθήκαμε προς την Πελοπόννησο και το καράβι τού αυτοκράτορα προπορευόταν σε αρκετή απόσταση από εμάς, σαν να πετούσε πάνω στο πέλαγος. Ύστερα από δύο μέρες σφοδρού ανέμου, το μεσημέρι εκείνο εξαφανίστηκε31 και δεν το βλέπαμε στον ορίζοντα, έχοντας ακολουθήσει άλλη διαδρομή. Εμείς παραπλέοντας την Πελοπόννησο φτάσαμε στο λιμάνι που ονομάζεται Συκή32 και δέσαμε, αλλά δεν βρήκαμε εκεί το αυτοκρατορικό πλοίο. Παραμέναμε εκεί περιμένοντας το αυτοκρατορικό πλοίο, ενώ ο πατριάρχης έστησε τη σκηνή του στη στεριά και ξεκουραζόταν. Καθώς λοιπόν πέρασαν δύο μέρες και δεν μάθαμε τίποτε γι΄ αυτό, ούτε από τη στεριά ούτε από τα πλοία που έρχονταν από το πέλαγος, βρεθήκαμε σε μεγάλη αμηχανία και λύπη. Την τρίτη λοιπόν ημέρα ο καπετάνιος, ύστερα από παρακίνηση πολλών από εμάς, ετοίμασε βάρκα33 και την έστειλε με τον αξιωματικό τού πλοίου,34 για να μάθει νέα τού αυτοκράτορα. Την επόμενη μέρα γύρισε και είπε ότι ο αυτοκράτορας αποβιβάστηκε στον Κεγχρεώνα.35 Ύστερα ήρθε και η αυτοκρατορική γαλέρα καί μετά την τέταρτη μέρα σαλπάραμε μαζί.

Η αιτία που διαχωρίστηκε ο αυτοκράτορας από εμάς ήταν η εξής: βλέποντας τη θάλασσα ν΄ αγριεύει και τον άνεμο να γίνεται ολοένα πιο βίαιος, αποφάσισε να δέσει κάπου. Έδεσε λοιπόν στην ονομαζόμενη Γαδουρόννησο36 και παρέμεινε εκεί μέχρι να καταλαγιάσει ο άνεμος, χωρίς να γνωρίζουν οι δικοί του σε ποιους είχαν πέσει. Ύστερα σάλπαρε από εκεί κι έφτασε στον Κεγχρεώνα.37

7. Καταλανοί πειρατές σκοπεύουν να επιτεθούν στην αυτοκρατορική γαλέρα38

Στο νησί λοιπόν εκείνο βρίσκονταν δυό καταλανικές γαλέρες και δύο γαλιώτες από άλλο μέρος.39 Και οι μεν άνθρωποι τού αυτοκράτορα ούτε είδαν ούτε γνώριζαν τίποτε γι΄ αυτές, ενώ οι Κατελάνοι40 είδαν το πλοίο, γνώριζαν ότι σε αυτό βρισκόταν ο αυτοκράτορας και σχεδίαζαν να τού επιτεθούν.

Εξοπλίζονταν λοιπόν πριν ακόμη ξημερώσει και όταν φώτισε ετοιμάστηκαν και ξεκινούσαν να σαλπάρουν εναντίον του. Τότε ακριβώς ένας από αυτούς είπε:

«Πρέπει να σκεφτούμε καλά αυτό που πάμε να κάνουμε. Ο αυτοκράτορας είναι μεγάλος αφέντης. Έχει μαζί του ισχυρά όπλα και ανδρείους στρατιώτες και η γαλέρα του δείχνει ικανή να τα βαλει με τρεις γαλέρες. Αν λοιπόν τού επιτεθούμε και αποτύχουμε, θα επακολουθήσει σ΄ εμάς μεγάλη ατιμία και ζημιά και θα μάς βγει σε κακό. Μού φαίνεται λοιπόν καλό να εγκαταλείψουμε το εγχείρημα».

Πείστηκαν λοιπόν και οι άλλοι από αυτά τα λόγια, άρα επροκειτο για βοήθεια τού Θεού. Γιατί οι δικοί μας γνωρίζουν πώς και πότε μπορούσαν να εξοπλιστούν εκείνοι που βρίσκονταν στη γαλέρα και για το θέμα αυτό δεν χρειάζεται να μιλήσουμε. Όλα αυτά τα μάθαμε εμείς ύστερα από πολύ καιρό στη Φλωρεντία από κάποιο καλόν άνθρωπο από τη Ρόδο, που ήταν τότε όμηρος των Καταλανών, αλλά αργότερα διέφυγε από εκείνους και βρέθηκε με εμάς.

8. Στη Μεθώνη. Ο πατριάρχης και οι απαιτήσεις τού λατινικού πρωτοκόλλου41

Συνεχίσαμε λοιπόν το ταξίδι και πότε με μπουνάτσα, πότε παλεύοντας με την τρικυμία, φτάσαμε στη Μεθώνη το Σάββατο το πρωί.42 Εκεί ήρθε ο επίσκοπος των Ρωμιών43 και άλλοι πολλοί και προσκύνησαν τον πατριάρχη. Ήρθε σε αυτόν με τιμές και ο καστελλάνος44 μαζί με άλλους Λατίνους άρχοντες και μάς πρόσταξε ο πατριάρχης να ετοιμαστούμε κατάλληλα και να βρισκόμαστε στο πλευρό του, πράγμα που κάναμε πριν έρθει ο καστελλάνος. Ύστερα μάς είπε:

«Αυτοί οι Λατίνοι επίσκοποι θέλουν να με κρατούν από δεξιά και από αριστερά, όπως συνηθίζουν. Έτσι πρέπει να κάνουν κατά τούς δικούς τους κανόνες, αλλά τούς έχει αναθέσει και ο πάπας να το κάνουν αυτό. Τι νομίζετε; Άραγε θα μάς κατηγορήσει κανένας γι΄ αυτό; Εξωτερική τιμή είναι. Έχουν και τις οδηγίες τού πάπα και δεν μού φαίνεται οτι μάς επηρεάζει σε κάτι».

Πριν αρχίσουμε λοιπόν εμείς να σκεφτόμαστε, είπε περιπαικτικά ο μεγάλος σκευοφύλακας:

«Εξωτερική τιμή είναι και δεν ρυπαίνει».

Το ίδιο είπε και ο μεγάλος σακελλάριος.

9. Επίσημη υποδοχή τού πατριάρχη και λατινική φιλοξενία45

Τότε ο Μεθώνης, αφού προσκύνησε τον πατριάρχη, ξαναβγήκε στη στεριά και αφού συγκέντρωσε όλους τούς ιερείς και πήρε τις άγιες εικόνες, γύρισε και υποδέχθηκε τον πατριάρχη με ιερή ακολουθία.

Όταν λοιπόν βγαίναμε από το πλοίο, με ρώτησε αν θα είναι μαζί μας και Λατίνοι. Γιατί είπε:

«Όταν λιτανεύουμε εμείς, δεν έρχονται μαζί μας οι Λατίνοι».

Ξέροντας τι θα συμβεί, τού απάντησα:

«Μη σε απασχολεί τώρα αυτό, επειδή είναι μαζί μας ο πατριάρχης. Όλα αποφασίζονται από εκείνον».

Καθώς λοιπόν περνούσαμε από τούς δρόμους, αγκάλιαζαν τον πατριάρχη, από το ένα μέρος καλά ο Κορώνης Χριστόφορος και από το άλλο ο Πορτογάλος46 ελαφρά, όπως συνηθίζουν οι Λατίνοι να πεσεντζαρίζουν.47 Το κατάλυμα στο οποίο οδήγησαν τον πατριάρχη ήταν πολύ παλαιό διώροφο κι έλεγαν ότι ήταν τής επισκοπής, ακατοίκητο εδώ και πολλά χρόνια, ρηγματωμένο και απεριποίητο, χωρίς φράχτη το ισόγειό του, πραγματικός σταύλος γουρουνιών. Υπήρχε εκεί ένα κρεβάττι και πάνω του προσκέφαλο από χνουδωτό μαλλί,48 ίσως για τον πατριάρχη, λερωμένο πολύ και μικρό. Μόλις μπήκαμε, μη βρίσκοντας κάπου να καθήσουμε, βγήκαμε αμέσως. Και ο πατριάρχης, αφού γευμάτισε μέσα σε αυτό πολύ δυσάρεστα, δεν βολευόταν πουθενά και τον ενοχλούσε ο γρυλισμός των γουρουνιών. Έστειλε λοιπόν μήνυμα και κατηγόρησε τον Χριστόφορο για το θέμα αυτό. Έπειτα ζήτησε να πάει στο παλάτι τού καστελλάνου. Γιατί είχε ακούσει ότι ήταν μεγάλο και λαμπρό. Και ο Χριστόφορος έπεισε όταν ήρθε τον καστελλάνο κι εκείνος δέχτηκε τον πατριάρχη στο παλάτι. Την ώρα τού εσπερινού πήγαμε κι εμείς. Ο διάκονος που έλεγε τη συνηθισμένη συναπτή,49 είπε μέσα στη βιασύνη του «υπέρ τού αγίου οίκου τούτου». Αμέσως λοιπόν φάνηκε και σ΄ εμάς βαρύ και παρατηρήσαμε εκείνον που το είπε.

Όταν ξημέρωσε, μάς έστειλε ο πνευματικός κυρ Γρηγόριος έναν δικό του καλόγερο, με σημείωμα που έγραφε:

«Ακούσαμε ότι είπε ο διάκονος "υπέρ τού αγίου οίκου τούτου". Ζητάμε λοιπόν να μάθουμε, αν το είπε μέσα στη βιασύνη του ή σκοπίμως. Κι αν το είπε από βιασύνη, τότε ας το διορθώσει. Αν όμως το είπε σκοπίμως, ενημερώστε κι εμάς, για να ξέρουμε, αν ενωθήκατε πριν καν αναχωρήσουμε για τη σύνοδο, ώστε να κάνουμε κι εμείς αυτό που αρμόζει σ΄ εμάς».

Απαντήσαμε:

«Μέσα στη βιασύνη του το είπε και φάνηκε και σ΄ εμάς βαρύ και το επικρίναμε και το διορθώσαμε, επειδή έχουμε κι εμείς την ίδια γνώμη με σένα».

Γιορτάσαμε εκεί και τη γιορτή των Χριστουγέννων με λαμπρότητα, επειδή το σπίτι ήταν μεγάλο και παρέμεινε ο πατριάρχης σε αυτό δεκατρεις ημέρες.50

10. Ο περιορισμένος χώρος στα πλοία. Η αντιμετώπιση τού προβλήματος51

Μερικοί καθυστερούσαν το ταξίδι προς την Ιταλία, προβάλλοντας τις δυσκολίες και τον συνωστισμό από τούς πολλούς ανθρώπους μέσα στα πλοία. Σκεφτόταν λοιπόν ο πατριάρχης να ζητήσει από τον πάπα να βρει και να ετοιμάσει ακόμη ένα πλοίο από το Ναύπλιο ή από αλλού και να βάλει σε αυτό εκείνους που δεν εύρισκαν θέση, καθώς και κάποιους άλλους από τούς πολλούς, ώστε να υπάρξει στα πλοία κάποια ευρυχωρία καί να βολευτούν καλύτερα οι επιβαίνοντες, πράγμα που άρεσε στους περισσότερους. Τότε ο Σάρδεων είπε:

«Πρώτον, θα είναι δύσκολο γι΄ αυτούς να βρουν πλοίο, αλλά ακόμη κι αν βρουν, δεν θα μπορέσουν να το έχουν στη διάθεσή τους πριν περάσει τουλάχιστον ένας μήνας, ακόμη κι αν προσπαθήσουν πολύ. Αυτό θα προκαλέσει καθυστέρηση και πρόσθετα έξοδα.

Ύστερα, δεν θα θελήσουν να επιδιώξουν κάτι τέτοιο, αφού δεν έχουν τέτοια εντολή από τον πάπα. Πρέπει λοιπόν κι εμείς να ζητάμε πράγματα που μπορούν εύκολα να κάνουν αυτοί. Γιατί αν ζητάμε δύσκολα και μάς τα απαγορεύσουν, ύστερα θα σταματήσουμε κι εμείς να τα ζητάμε και θα θεωρήσουν ότι παραιτούμαστε εύκολα από τα αιτήματά μας, πράγμα που θα μάς προκαλέσει σοβαρή ζημιά. Γιατί θα έρθουμε και στα εκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή στα αναγκαία, κι εκείνοι, γνωρίζοντας ότι παραιτούμαστε, θα παραμένουν αμετάπειστοι και δεν θα κατορθώσουμε να πετύχουμε τίποτε.

Νομίζω ότι οι εφικτές λύσεις τού τωρινού προβλήματός μας είναι δύο. Η πρώτη είναι, όταν φτάσουν εδώ τα πλοία που ταξιδεύουν από τη Συρία προς τη Βενετία52 κι έχουν καμπίνες υπό την εξουσία των αξιωματικών τους, ν΄ αγοραστεί η χρήση τους, να μπουν σε αυτές κάποιοι από εμάς και να εξασφαλίσουν θέση. Η άλλη λύση είναι να βγάλουν τούς σκλάβους που έχουν και ίσως έτσι δημιουργηθεί κάποια ευρυχωρία. Ωστόσο είναι ανάγκη να υπομείνουμε κι εμείς κάποιο συνωστισμό για λίγες ημέρες. Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε άρρωστοι στο κρεβάτι ή ότι βρισκόμαστε υπό περιορισμό».

Αποφάσισαν λοιπόν να ζητήσουν να βγουν από τα πλοία οι σκλάβοι και τα φορτωμένα εμπορεύματα, ώστε να προκύψει κάποια ευρυχωρία. Ανέθεσαν σε μένα να πάω το μήνυμα αυτό στον καπετάνιο και στον Χριστόφορο. Εκείνοι απάντησαν ότι δεν είχαν φορτώσει εμπορεύματα γιατί δεν είχαν, παρότι και είχαν και φόρτωσαν.53 Όσο για τούς δούλους, είπαν:

«Δεν θα τούς ανεβάσουμε στα πλοία, γιατί ακόμη κι αν δεν μάς το ζητούσατε, σκοπεύαμε να τούς αφήσουμε εδώ. Κανένας δούλος δεν θα φτάσει στη Βενετία με τα πλοία αυτά».

Απ΄ όσα είπαν, μόνο στο τελευταίο βγήκαν αληθινοί και μάλιστα χωρίς τη θέλησή τους. Γιατί ανέβασαν όλους τούς δούλους στα πλοία, αλλά κανένας τους δεν έφτασε ζωντανός στη Βενετία. Η βουβωνική πανούκλα τούς έστειλε όλους στον βυθό τής θάλασσας. Το παράξενο μάλιστα ήταν ότι ενώ όλοι, κάθε ηλικίας, τρώγαμε μαζί, η αρρώστια δεν έπληξε κανέναν ούτε από τούς Γραικούς ούτε από τούς Λατίνους, παρά μόνο τούς δούλους, από τούς οποίους δεν επέζησε κανένας.

11. Από τη Μεθώνη στην Κεφαλονιά54

Ανεβήκαμε λοιπόν στα πλοία και αναχωρώντας από εκεί φτάσαμε στο λιμανι τού Ναυαρίνου,55 που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη Μεθώνη.

Ο αυτοκράτορας, αφού διέσχισε έφιππος την Πελοπόννησο με αφετηρία τον Κεγχρεώνα κι αφού βρέθηκε ανάμεσα στους αδελφούς του,56 ήρθε κι αυτός στο Ναυαρίνο, ανέβηκε στο πλοίο του και συνεχίσαμε το ταξίδι.

Προσπερνώ λοιπόν τα ενδιάμεσα, δηλαδή τις τρικυμίες και τούς κινδύνους που γνωρίσαμε γύρω από τη Μεθώνη και γύρω από τον κόλπο των Ιωαννίνων,57 όπου το βασιλικό πλοίο θέλησε ν΄ αναχωρήσει ακολουθούμενο από το ενετικό και ξαφνικά, καθώς έστριβαν, σχίστηκαν τα πανιά τους από πάνω μέχρι κάτω. Προσπερνώ και τις αναγκαστικές σταθμεύσεις στις οποίες μάς υποχρέωνε ο δυσμενής καιρός. Όμως μια μέρα πετύχαμε ευνοϊκό άνεμο και ταξιδεύαμε με τα πανιά φουσκωμένα, απολαμβάνοντας την καθαρότητα και τη λαμπρότητα τού ήλιου και τού αέρα, καθώς και την ταχύτητα τού πλοίου. Ήταν Κυριακή, παραμονή58 τής γιορτής των Θεοφανίων. Ταξιδεύαμε δίπλα στο νησί τής Κεφαλονιάς και γύρω στις δύο μετά το μεσημέρι το αυτοκρατορικό πλοίο μπήκε και σταμάτησε μέσα σε λιμάνι που ονομάζεται Πιτζκάρδο,59 ενώ όλοι φώναζαν και διαμαρτύρονταν ότι θα έχαναν αυτό το τόσο καλό ταξίδι. Ακόμη κι ο λεγάτος αναγκάστηκε να πει στα ελληνικά:60

«Μήπως έχουμε τον άνεμο στις τσέπες μας, για να φυσάει όποτε θέλουμε»;

Ωστόσο τα λόγια όλων ρίχνονταν στον αέρα σαν ακατανόητες φωνές και άδειοι θόρυβοι. Μία από τις γαλέρες, παίρνοντας άδεια και προχωρώντας τριάντα μίλια, έπιασε λιμάνι πριν βραδιάσει. Και την επομένη συνέχισε το ταξίδι, έφτασε στην Κέρκυρα και πέτυχε καλή ξεκούραση.

12. Βίαιη καταιγίδα και επιστροφή στην Κεφαλονιά61

Αλλά εμάς οι αντίθετοι άνεμοι μάς κρατούσαν εκεί επί πέντε μερόνυχτα, χωρίς καν να μπορούμε ν΄ ανεφοδιαστούμε με νερό. Κάποια στιγμή γύρω στα μεσάνυχτα αρπάξαμε την ευκαιρία, λύσαμε και αρχικά πλέαμε με ευκολία. Ύστερα άρχισε να δυναμώνει ο άνεμος όλο και περισσότερο και ν΄ αγριεύει η θάλασσα, φτάνοντας σε σφοδρή τρικυμία.

Όσο ο άνεμος επέτρεπε στα πλοία να προωθούνται σε ευθεία γραμμή, αυτά προχώρησαν εξήντα μίλια μέσα σε τέσσερις ώρες, ωθούμενα βίαια. Κάπου τότε το λεγόμενο σούνι62 που στήριζε τήν κεραία άρχισε να σπάει. Αυτό που μάς εξέπληξε αργότερα, όταν μάθαμε το γεγονός, ήταν ότι μέσα σε τέτοιο βαθύ σκοτάδι και με τόση ένταση και βοή τού ανέμου κατάλαβαν οι ναυτικοί ότι σπάει το σούνι και μέσα σε τέτοια βία και ταραχή ανέβηκαν και το έδεσαν και το ενίσχυσαν, όταν ακόμη και οι περισσότεροι από τούς ναύτες δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιοι πάνω στο κατάστρωμα.

Αλλά ενώ ήταν ακόμη σκοτάδι, ξαφνικά άρχισε να φυσά αντίστροφα και να σηκώνει ψηλά και ορμητικά κύματα στην αντίθετη κατεύθυνση από την οποία αυτά μάς χτυπούσαν πριν καί να σπρώχνει ορμητικά τα πλοία προς τα πίσω. Τότε δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε ακριβώς πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος, ταλαιπωρούμενοι από τη ζαλάδα και από το πλήθος των ιλίγγων. Μόνη μας παρηγοριά υπήρξε η γλυκιά και εξαίσια φωταγωγία που έλαμψε τότε,63 την οποία μερικοί από τούς δικούς μας είδαν με τα μάτια τους.

Όμως, μη έχοντας κάποιο λιμάνι να μπούμε, στραφήκαμε και πάλι στην ίδια διαδρομή και την απόσταση που είχαμε ήδη διανύσει σε τέσσερις ώρες, τη διανύσαμε πάλι σε δεκατέσσερις, ξαναμπαίνοντας στο Πιτζκάρδο, έχοντας ταρακουνηθεί ολόκληρη εκείνη τη μέρα, κατά την οποία ούτε φάγαμε, ούτε ήπιαμε τίποτε, όχι μόνο εμείς, αλλά ούτε οι ναύτες, αφού όλοι ήμασταν ξαπλωμένοι σαν νεκροί από τούς ιλίγγους και τη νάρκωση, ενώ πέντε μόνο ή έξι μπορούσαν να παραμένουν όρθιοι και να κυβερνούν τη γαλέρα, απέναντι στα κύματα που μάς χτυπούσαν σαν μεγάλα βουνά.

Παραμείναμε λοιπόν πάλι στο ίδιο λιμάνι για τρεις ημέρες. Στη συνέχεια, έχοντας πετύχει ευνοϊκό καιρό μόλις νύχτωσε, όταν η σελήνη είχε αρχίσει κάπως να λάμπει γλυκά και καθαρά, αρχίσαμε να ταξιδεύουμε. Μόλις βγήκαμε έτσι καλά από το λιμάνι, η άλλη γαλέρα άνοιξε πανιά και ο άνεμος την έσπρωξε και την έριξε πάνω στη δική μας, την ώθησε προς τα βράχια, συνέτριψε τα κουπιά της σαν καλάμια και παραλίγο θα είχε συντριβεί και η ίδια η γαλέρα. Όταν με τη βοήθεια τού Θεού σωθήκαμε και από αυτόν τον κίνδυνο, ταξιδεύαμε εκείνη τη νύχτα, την επόμενη μέρα64 και την επόμενη νύχτα. Την άλλη μέρα, δύο ή τρεις ώρες μετά το ξημέρωμα, μπήκαμε στο λιμάνι τής Κέρκυρας.

13. Στάση στην Κέρκυρα65

Βγήκε λοιπόν εκεί ο πατριάρχης και αφού πρώτα πήγαν σε αυτόν οι Λατίνοι ιερείς και άρχοντες, μαζεύτηκαν αμέσως οι ιερείς, ήρθαν με τις άγιες εικόνες και οδήγησαν με πομπή τον πατριάρχη στο παλάτι τού καστελλάνου. Τον είχαμε εμείς, γιατί είχε κουραστεί από τις τιμές των λατινεπισκόπων και είχε αγνοήσει την εντολή τού πάπα γι΄ αυτές.

Εκεί λοιπόν γιόρτασε και τη γιορτή τού Αγίου Αντωνίου,66 παραμένοντας έντεκα μέρες. Τότε μερικοί Λατίνοι, βλέποντας την τόση καθυστέρηση, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο:

«Πόσα ορτύκια θα φάει;»

Κι απαντούσαν οι ίδιοι:

«Αν τα αγοράσει κάποιος άλλος και μού τα δώσει, θα φάω δέκα. Αν είμαι εγώ εκείνος που και θα τα αγοράσει και θα τα φάει, θα φάω δύο και θα δώσω στον δούλο μου τα κεφάλια και τα πόδια».

Αυτά έλεγαν κοροϊδεύοντας, ντροπιάζοντας και κατακρίνοντας τούς δικούς μας, ότι δεν έκαναν οικονομία στα χρήματα τού πάπα.

Οι ορθόδοξοι νησιώτες και οι Μεθωναίοι μάς έλεγαν:

«Τώρα εσείς είστε όπως εκείνοι οι τριακόσιοι δεκαοκτώ θεοφόροι πατέρες67 ή όπως εκείνοι που διακρίθηκαν μετά από αυτούς στις άλλες οικουμενικές συνόδους».

Όσο για το τι έλεγαν όταν επιστρέφαμε, αυτό θα το πούμε στο αντίστοιχο τμήμα τής περιγραφής.68

14. Από τη Ραγούσα στην Κούρσουλα μέσα από καταιγίδα69

Όταν σαλπάραμε από εκεί, ύστερα από μια μέρα αρχίσαμε να διαπερνάμε τον κόλπο τής Ραγούσας,70 στον οποίο, ενώ τον διασχίζαμε στη διάρκεια μιας ολόκληρης ημέρας και μιας νύχτας, πέσαμε ξανά σε σφοδρή τρικυμία, που κράτησε από τα μεσάνυχτα περίπου μέχρι το ξημέρωμα και τα πλοία διασκορπίστηκαν άλλο εδώ, άλλο εκεί και ούτε όταν φώτισε δεν έβλεπε το ένα το άλλο. Το ξημέρωμα βρεθήκαμε κι εμείς παραδόξως ν΄ απέχουμε λίγο από τη στεριά και τη δεύτερη ώρα τής ημέρας αγκυροβολήσαμε στην Κούρσουλα.71 Αφού πέρασε αρκετή ώρα, ήρθε και το άλλο πλοίο. Ύστερα, μετά την τέταρτη ώρα, έφτασε και το αυτοκρατορικό πλοίο και αργότερα έφτασε και το τελευταίο.72 Εκεί λοιπόν ακούστηκε ότι είχε πεθάνει ο αυτοκράτορας των Γερμανών και ότι ο πάπας είχε έρθει στη Φερράρα και μάς περίμενε εκεί.

15. Συνάντηση πατριάρχη και αυτοκράτορα. Άφιξη στο Παρέντζο73

Τότε βγήκαν από τα πλοία ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης και συναντήθηκαν και συζητούσαν για αρκετή ώρα. Δεν είχε δεί ο ένας τον άλλο εδώ και δύο μήνες, από τότε δηλαδή που έφυγαν από την Πόλη. Τότε ειπώθηκε και το εξής: Αν είχαν μάθει τον θάνατο τού Σίγκισμουντ74 όσο βρίσκονταν ακόμη στην Πελοπόννησο, δεν θα πήγαιναν στη σύνοδο.

Αφού μείναμε εκεί δυό μέρες και αφού πλεύσαμε άλλες δυό, αγκυροβολήσαμε σ΄ έρημο νησάκι, όπου ο αυτοκράτορας αρρώστησε σοβαρά. Ο καιρός ψύχρανε πολύ και χιόνιζε. Παγώναμε εκεί για τέσσερις ημέρες και μόλις την τέταρτη μέρα έβαλαν τον αυτοκράτορα από τη σκηνή στο πλοίο και ταξιδεύοντας κι αυτός μαζί μας φτάσαμε στην πόλη που ονομάζεται Τζιάρα75 και παραμείναμε εκεί τρεις ημέρες. Την επομένη, ενώ ταξιδεύαμε και ο άνεμος δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο, έσπασε από την ορμή το μπροστινό κατάρτι τού αυτοκρατορικού πλοίου. Τότε σκαρφάλωσαν όσο καλύτερα μπορούσαν και το ενίσχυσαν. Ύστερα από λίγο φτάσαμε στο ονομαζόμενο Ρουβίνι,76 όπου τη μέρα εκείνη αλλά και την επομένη παραμείναμε για να επισκευαστεί το κατάρτι. Από εκεί προχωρήσαμε λίγο και αγκυροβολήσαμε στο Παρέντζο,77 όπου πέσαμε σε κακοκαιρία και παραμείναμε τρεις ημέρες.78

16. Καθ΄ οδόν προς Βενετία. Η υποδοχή τού δόγη79

Τότε θέλησε ο αυτοκράτορας να στείλει τον Δισύπατο80 στον δόγη τής Βενετίας πριν από εμάς με τη γαλέρα τής βίγλας,81 δηλαδή με το ενετικό πλοίο τής περιπολίας, το οποίο μάς είχε συναντήσει πριν μερικές ημέρες και μάς ακολουθούσε, αφού κι αυτό κατευθυνόταν στη Βενετία.

Όταν το έμαθε ο πατριάρχης, έστειλε κι εκείνος εμένα, ώστε να παρουσιαστώ κι εγώ στον δόγη τής Βενετίας ως πατριαρχικός πρέσβης δίπλα στον αυτοκρατορικό πρέσβη. Τη μέρα που θελήσαμε να βγούμε από το Παρέντζο εμποδιστήκαμε από την τρικυμία. Σαλπάραμε λοιπόν την επομένη κατά το δειλινό κι έχοντας πετύχει ευνοϊκό άνεμο ακολουθούσαμε την ευθεία διαδρομή προς τη Βενετία. Ύστερα από λίγο σάλπαραν και οι άλλες γαλέρες, παραμένοντας σε αρκετή απόσταση πίσω μας. Πλέοντας λοιπόν με ευνοϊκό άνεμο όλη τη νύχτα, είδαμε τη Βενετία το πρωί. Ωστόσο πριν ξημερώσει εντελώς, μάς προσπέρασε η αυτοκρατορική γαλέρα, ενώ τα άλλα πλοία δεν φαίνονταν ακόμη. Τα λεγόμενα καστέλλια, που απέχουν από τη Βενετία δύο περίπου μίλια, μοιάζουν σαν πύλη και ακρόπολη τής πόλης. Πρόκειται για δύο πολύ μεγάλους οχυρωμένους πύργους, που στέκονται στη μέση τής θάλασσας σε μικρή απόσταση μεταξύ τους και μπορούν ν΄ ανοίγουν ή να κλείνουν τη δίοδο προς τη Βενετία, αφού δεν υπάρχει προς αυτήν άλλη θαλάσσια πρόσβαση.82 Αφού λοιπόν το αυτοκρατορικό πλοίο πέρασε από τα καστέλλια, σταμάτησε μέσα, κοντά στο μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου.83 Το δικό μας πλοίο αγκυροβόλησε γύρω στη δεύτερη ώρα τής ημέρας στον ναύσταθμο τού Αγίου Μάρκου.84 Αποβιβαστήκαμε και φτάσαμε στο παλάτι τού δόγη.85

Όταν το έμαθε ο δόγης, πρόσταξε αμέσως και κατευθυνθήκαμε σε αυτόν. Μόλις μάς είδε από την πύλη τού τρικλίνου,86 σηκώθηκε αμέσως και καθώς εμείς βαδίζαμε προς εκείνον, ερχόταν κι αυτός προς εμάς. Ύστερα, αφού τον προσκυνήσαμε στο κέντρο τής αίθουσας υποδοχής, τον προσφωνήσαμε.

17. Ο συγγραφέας στον δόγη μαζί με τον απεσταλμένο τού αυτοκράτορα87

Μάς υποδέχτηκε με χαρά, μάς προσφώνησε, κράτησε στο ένα του χέρι το χέρι τού Δισύπατου και στο άλλο το δικό μου,88 ενώ με δική του εντολή οι πρώτοι άρχοντες γύρω του κρατούσαν ο καθένας τα άλλα ελεύθερα χέρια μας και άλλοι άρχοντες κρατούσαν με τον ίδιο τρόπο τα χέρια τού άρχοντα των αντιμινσίων89 που με είχε ακολουθήσει. Κρατώντας μας και βαδίζοντας με αυτόν τον τρόπο ο δόγης μάς οδήγησε σε σκίμποδα90 καί στρέφοντας για να καθίσει μάς περιέστρεψε κι εμάς, αφού μάς κρατούσε ακόμη από τα χέρια. Κι έβαλε τον Δισύπατο να καθήσει κοντά του κι εμένα ακριβώς δίπλα του.91 Τότε μόνο άφησε τα χέρια μας. Προσφωνήσαμε τον δόγη μέσω διερμηνέα, λέγοντας ο Δισύπατος τον χαιρετισμό τού αυτοκράτορα κι εγώ εκείνον τού πατριάρχη. Ο δόγης μάς ευχαρίστησε κι ευχήθηκε, όπως έπρεπε, υγεία στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη, λέγοντας ότι υπέστησαν κόπους καί δυσκολίες για την ειρήνη καί την ένωση τής Εκκλησίας τού Χριστού. Είπε και γι΄ αυτό λίγα πράγματα, ακούγοντας και τις αντίστοιχες δικές μας παρατηρήσεις. Ύστερα σηκώθηκε και παίρνοντας κι εμάς μαζί του, κρατώντας μας όπως και πριν, διέσχισε την αίθουσα υποδοχής και μάς οδήγησε σε δωμάτιο, στο οποίο υπήρχε κρεβάτι πολυτελώς στρωμένο. Μάς κάθισε σε αυτό με τα χέρια του και βγήκε για να συζητήσει με τούς δικούς του. Σε λίγο φώναξε κι εμάς με έναν από αυτούς. Καθώς λοιπόν προσερχόμασταν προς αυτόν, σηκώθηκε αμέσως και παρέμεινε όρθιος μέχρι να καθίσουμε. Μάς είπε:

«Δεν ξέραμε ότι ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης βρίσκονταν τόσο κοντά μας, ώστε να προετοιμαστούμε και να τούς υποδεχτούμε με την πρέπουσα τιμή. Ας παραμείνουν λοιπόν σήμερα εκεί στον Σαν Νικολό κι ας έρθουν αύριο, που θα τούς υποδεχτούμε με τις οφειλόμενες σε αυτούς τιμές. Θα έρθω σήμερα να δω τον αυτοκράτορα, γιατί έμαθα ότι είναι ταλαιπωρημένος από αρρώστια».

18. Επίσκεψη στα αρχοντικά που ετοιμάστηκαν για τούς Γραικούς92

Με τέτοια λόγια μάς κατευόδωσε ο δόγης προς τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Εμείς ζητήσαμε να δούμε τα σπίτια στα οποία θ΄ αναπαύονταν οι δικοί μας. Τότε διέταξε δύο άρχοντες που ήρθαν <μαζί μας> και μάς έδειξαν ένα λαμπρό και πολυτελές κτίριο93 με τριανταέξι κρεβάτια, το οποίο είχαν ετοιμάσει για τον αυτοκράτορα,94 καθώς και άλλο σπίτι αλλού, το οποίο είχαν ετοιμάσει για τον δεσπότη.95 Ύστερα μάς οδήγησαν απέναντι από τον Άγιο Μάρκο, στο μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου,96 και μάς έδειξαν τη διαμονή που είχαν ετοιμάσει για τον πατριάρχη, καθώς και τέσσερα βουτζία97 με κρασί, που είχαν φέρει εκεί πιο πριν, επίσης καρβέλια ψωμί και πολλά αρωματικά, λαμπάδες και κεριά για επιτραπέζια κηροπήγια, μικρά και μεγάλα, πολλά φρέσκα ψάρια κι ένα παράπηγμα γεμάτο ξύλα.

Στο μεταξύ οι άρχοντες που μάς τα έδειχναν αυτά μιλούσαν με τον Δισύπατο που κατείχε τη γλώσσα τους. Ρώτησαν λοιπόν ανάμεσα σε άλλα αν ο αυτοκράτορας είχε μαζί του μεσάζοντες,98 δηλαδή τον Καντακουζηνό και τον Νοταρά. Μόλις άκουσαν ότι ο αυτοκράτορας τούς είχε αφήσει να διοικούν την Πόλη και είχε μαζί του τον Φιλανθρωπινό, τον Ιάγαρι και άλλους άρχοντες, τότε είπαν:

«Κατά τη γνώμη μας θα ήταν απαραίτητο να είχε και κάποιον από εκείνους εδώ».

Εμείς λοιπόν, αφού είδαμε όλα αυτά, επιστρέφαμε στον αυτοκράτορα.

19. Συνάντηση τού δόγη και τού πατριάρχη99

Ο πατριάρχης δεν θέλησε να περιμένει στο πλοίο. Κατέβηκε λοιπόν από αυτό και τον συναντήσαμε ενώ τον πήγαινε μια βάρκα προς τον Άγιο Γεώργιο. Λίγο ύστερα από εμάς έφτασε και ο δόγης και αφού πλησίασε τον πατριάρχη, τού απέδωσε τον προσήκοντα χαιρετισμό και μίλησαν για λίγο οι δυο τους. Ύστερα ο μεν δόγης κατευθύνθηκε100 στον αυτοκράτορα και ο πατριάρχης στον Άγιο Γεώργιο. Ήταν 8 Φεβρουαρίου 1438, Σάββατο τού Ασώτου. Μάς ετοίμασαν δείπνο καί την επόμενη μέρα γεύμα και δείπνο με δαπάνη τής κυβέρνησης, αποτελούμενο από κρέατα και πουλερικά, αλλά και ψάρια για όσους δεν έτρωγαν κρέας.101

20. Περιγραφή τού σκάφους τού δόγη102

Την Κυριακή103 μετά το πρωϊνό ξεκίνησε ο δόγης με διαλεχτούς άρχοντες τής Βενετίας να πάει στον αυτοκράτορα με το δικό του σκάφος που ονομαζόταν πεζαντούρος.104 Το σκάφος αυτό είναι μικρότερο στο μήκος από τη γαλέρα, αλλά στο πλάτος μεγαλύτερο. Είναι φτιαγμένο με δύο καταστρώματα. Στο κάτω κατάστρωμα βρίσκονται οι κωπηλάτες. Κάθονται εκεί και κωπηλατούν χρησιμοποιώντας κατάλληλα παραθυράκια, ενώ δυό άλλα πλοία προπορεύονται και το τραβούν με σχοινιά όταν χρειάζεται να ταξιδέψει. Το πάνω κατάστρωμα έχει τη μορφή αίθουσας υποδοχής και είναι διακοσμημένο για τούς άρχοντες, ενώ κοντά στην πρύμνη ένα ανάκλιντρο είχε ετοιμαστεί για τον δόγη, ώστε καθισμένος εκεί να μπορεί να βλέπει όλους τούς άρχοντες στην αίθουσα. Απέναντι από το ανάκλιντρο αυτό βρισκόταν άλλο, σε απόσταση τόση ώστε να επιτρέπει την ελεύθερη δίοδο ανάμεσα στους καθισμένους. Από το ανάκλιντρο αυτό ο χώρος κατά μήκος ήταν γεμάτος με άλλα ανάκλιντρα, δύο κόντρα στα παραπέτια και δύο απέναντί τους, αλλά κι άλλα ανάμεσα, που απείχαν μεταξύ τους όσο χρειαζόταν για να επιτρέπουν διέλευση. Όλα τα ανάκλιντρα ήσαν στολισμένα με πολύχρωμα λατινικά υφάσματα. Από πάνω τους το σκάφος ήταν στολισμένο με κυλινδρικές κιγκλίδες βαμένες κόκκινες, που ήσαν αρκετά ψηλά και πάνω στις οποίες τοποθετούσαν κάλυμα από κόκκινη τσόχα, που λειτουργούσε σαν ευχάριστο στέγαστρο. Έξω από τα παραπέτια υπήρχε διακόσμηση από γλυπτά ξύλινα κλαδιά καθώς και από άλλα λεπτά χρυσοστόλιστα105 και κυανέρυθρα106 στολίδια, ενώ χρυσά γλυπτά λιοντάρια τού Αγίου Μάρκου ήσαν τοποθετημένα γύρω, δύο σε κάθε πλευρά τού εξωτερικού τής πρύμνης κι ένα στην πλώρη.107

21. Η επίσημη είσοδος τού αυτοκράτορα στη Βενετία108

Με αυτό το σκάφος λοιπόν ο δόγης κι αυτοί που ήσαν μαζί του, καθώς και πολλοί άλλοι με άλλα αναρίθμητα σχεδόν πλοιάρια, ήρθαν στον αυτοκράτορα και τον προσκύνησαν με σάλπιγγες και τραγούδια και κάθε είδους μουσικές. Ο δόγης ανέβηκε στη αυτοκρατορική γαλέρα και παρουσίασε στον αυτοκράτορα τον ίδιο τον γιό του, που πέθανε όμως ύστερα από λίγες ημέρες.109 Ο δόγης ζήτησε από τον αυτοκράτορα να περάσει στον πεζαντούρο και να φτάσει στη Βενετία με εκείνο το σκάφος. Ο αυτοκράτορας όμως δεν πέρασε στο άλλο σκάφος, γιατί δεν μπορούσε να το κάνει εὐκολα,110 αλλά υποδέχθηκε τον δόγη με χαρά και τον έβαλε να καθίσει δεξιά του,111 ενώ αριστερά του καθόταν ο αδελφός του, ο δεσπότης Δημήτριος.112 Κι έτσι, με το πρόσταγμα τού αυτοκράτορα, η βασιλική γαλέρα σήκωσε άγκυρα και προχωρούσε αργά-αργά, σαν να βάδιζε, ακολουθώντας τον πεζαντούρο και άλλα σκάφη, ενώ άλλα την ακολουθούσαν ή την περικύκλωναν κι άλλα οδηγούνταν από το πλήθος των σκαφών.113 Είχε λοιπόν συγκεντρωθεί τόσο μεγάλος αριθμός πλοιαρίων, ώστε ολόκληρη σχεδόν η θάλασσα μπροστά από τη Βενετία είχε καλυφθεί από σκάφη. Βλέποντας αυτό το θέαμα, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η ακτή αυτή ήταν μια άλλη, κινητή Βενετία. Έτσι λοιπόν, με επευφημίες και τραγούδια, οδηγούσαν εορταστικά τον αυτοκράτορα στην κατοικία που τού είχαν ετοιμάσει, όχι μόνο με σάλπιγγες, αλλά και με όλες τις καμπάνες τής Βενετίας ν΄ αντηχούν διαπεραστικά και να σημαίνουν για πολλή ώρα. Ένα μόνο114 πράγμα αμαύρωσε κατά κάποιον τρόπο τη λαμπρότητα τής συνοδείας: η ομίχλη και η υγρασία εκείνης τής ημέρας.115

22. Η είσοδος τού πατριάρχη116

Αλλά ούτε τον πατριάρχη άφησαν χωρίς εορταστικές τιμές. Γιατί ετοίμασαν δύο μικρά σκάφη, σκεπασμένα με μικρές πατριαρχικές σημαίες πυκνές σε όλα τα παραπέτια τους. Στη μέση έφτιαξαν ανυψωμένα δοχεία από πορφυρό γυαλί και στο εσωτερικό τους τοποθέτησαν φουντωμένους κέδρους, που φαίνονταν να έχουν φυτρώσει μέσα στα σκάφη,να ποτίζονται από το νερό σε αυτά και να τα σκιάζουν. Τα έφεραν και τα έστησαν μπροστά από την πατριαρχική κατοικία και στέκονταν εκεί όλη τη μέρα. Έτσι απέδιδαν και στον πατριάρχη την εορταστική τιμή και συνοδεία.

23. Γενναιοδωρίες τού ποντίφηκα117

Κι αυτά λοιπόν έτσι έγιναν. Ο Χριστόφορος, μόλις φτάσαμε στη Βενετία, έφυγε αμέσως για τον πάπα, αφήνοντας στη θέση του να μάς φροντίζει έναν από τούς Ενετούς άρχοντες, τον ονομαζόμενο Μικελέτο Τζίου.118 Ύστερα από δύο μέρες εκείνος είπε στον πατριάρχη ότι τού είχε ανατεθεί να διαθέσει ο ίδιος χρήματα για δαπάνες μερικών ημερών,119 μεχρι να έστελνε από εκεί ο πάπας. Έδωσε λοιπόν στους ανθρώπους τού αυτοκράτορα και

«τώρα ζητώ», είπε, «να μάθω τι προστάζεις να δώσω στους ανθρώπους τής μεγάλης αγιοσύνης σου».

Ρώτησε λοιπόν ο πατριάρχης πώς είχε χειριστεί ο Ενετός το θέμα με τούς ανθρώπους τού αυτοκράτορα. Εκείνος τού είπε ότι ζήτησε από τον αυτοκράτορα να προσδιορίσει πόσα ήθελε να τού δοθούν. Και ο αυτοκράτορας ζήτησε να τού δοθούν πεντακόσια φλουριά, οπότε ο Ενετός τού είπε:

«Ζήτησες πεντακόσια κι εγώ σού δίνω εξακόσια».

Και συνέχισε:

«Τα έδωσα λοιπόν αυτά εκεί, για να τα μοιράσουν στους ανθρώπους τού αυτοκράτορα. Με τον ίδιο τρόπο ρωτώ κι εσένα να μού πεις πόσα θέλεις».

Είπε λοιπόν ο πατριάρχης:

«Επειδή αυτή η δόση είναι για λίγες μόνο μέρες, δώσε μου τριακόσια φλουριά».

Και αμέσως ο Ενετός είπε:

«Ζητάς τριακόσια, σού δίνω αμέσως τετρακόσια».

Τα πήραν λοιπόν και τα μοίρασαν στον πατριάρχη και όλους τούς άλλους. Έπειτα ήρθε ο δόγης και είδε τον πατριάρχη. Τού έστειλε καλάθι120 με ινδική ζάχαρη,121 σαράντα μεγάλες λαμπάδες και κρασί. Ύστερα από λίγες ημέρες122 ήρθε ο καρδινάλιος τού Τιμίου Σταυρού123 σταλμένος από τον πάπα, μαζί του124 και ο μαρκήσιος τής Φερράρας,125 και είδαν τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη.126 Όταν λοιπόν ήρθε στον πατριάρχη, ακολουθούσε και ο δόγης κρατώντας την άκρη τού καρδιναλικού μανδύα. Ο καρδινάλιος έμεινε στη Βενετία λίγες ημέρες127 και επέστρεψε πάλι στον πάπα.

24. Στον πάπα ή στη Βασιλεία; Οι Γραικοί συσκέπτονται για ν΄ αποφασίσουν128

Γίνονταν τότε πολλές συζητήσεις,129 αν έπρεπε οι δικοί μας να πάνε στον πάπα ή στη σύνοδο τής Βασιλείας. Είπε λοιπόν ο δόγης στον αυτοκράτορα:

«Η Βενετία είναι σαν δική σας. Μπορείτε να ξεκουραστείτε καλά σε αυτήν, όσο θέλετε. Συμβουλεύω λοιπόν ότι είναι καλύτερο να παραμείνετε στη Βενετία και να διαπραγματευθείτε με τον πάπα και με τη σύνοδο. Γιατί θα έλθουν και από τα δύο μέρη και θα ζητήσουν και θ΄ απαιτήσουν από εσάς να πάτε προς εκείνους, οπότε θα ζητήσετε κι εσείς αυτά που σάς συμφέρουν. Και απ΄ όποιο μέρος βρείτε την πιο συμφέρουσα για εσάς πρόταση, σ΄ εκείνο να πάτε. Περιμένετε λοιπόν να δείτε τι θα σάς πουν και οι δύο κι έτσι θα πετύχετε αυτό που σάς συμφέρει».

Τα ίδια έλεγαν και οι μεγαλύτεροι των Ενετών και πρόσθεταν:

«Αν θελήσετε, θα γίνει και η σύνοδος εδώ130 και θα σάς προσφέρει αυτό μεγαλύτερη τιμή και ανάπαυση».

Και ο αυτοκράτορας προσκάλεσε τον πατριάρχη να συσκεφτούν για το θέμα. Γιατί ήταν άρρωστος. Έτυχε μάλιστα ν΄ ασθενεί και ο πατριάρχης και κανένας από τούς δύο δεν μπορούσε να πάει στον άλλο, πράγμα για το οποίο δυσφορούσε ο αυτοκράτορας. Ύστερα από δεύτερη και τρίτη πρόσκληση, ο πατριάρχης έστειλε μήνυμα:

«Ας συσκεφτεί η αγία βασιλεία σου με τούς δικούς σου. Έπειτα δώσε εντολή να μάθω κι εγώ το συμπέρασμα τής σύσκεψης και από εδώ να σκεφτώ κι εγώ ποιο θα μού φανεί πιο συμφέρον».

Αλλά δεν άρεσαν αυτά στον αυτοκράτορα. Απάντησε λοιπόν:

«Πώς άραγε θα σκεφτεί καλά, αν δεν ακούσει τις γνώμες όλων; Γιατί γίνονται πολλές συζητήσεις και αναφέρουν μερικοί τις αιτίες για τις οποίες νομίζουν ότι συμφέρει να γίνει το ένα, ενώ άλλοι προτείνουν τα αντίθετα και αναφέρουν αιτίες για τις οποίες νομίζουν ότι δεν είναι κατάλληλο εκείνο που οι προηγούμενοι θεώρησαν συμφέρον. Όταν λοιπόν εξεταστούν καλά τα ζητήματα και ακούσουν οι συμμετέχοντες στη συζήτηση όλα τα επιχειρήματα και τα αντεπιχειρήματα καθενός, τότε μπορούν να ξεχωρίσουν και να διαλέξουν από τα πολλά το συμφερότερο, όπως και στον παρόν θέμα. Εδώ γίνονται συζητήσεις πολλές για το θέμα αυτό, εξετάζεται το πράγμα και διαφωνούν μερικοί από τούς συμμετέχοντες στη συζήτηση κατά πόσον μάς συμφέρει να πάμε στον πάπα. Μέχρι τώρα φαίνεται να έχουν καλύτερα επιχειρήματα εκείνοι που λένε να μην πάμε σε αυτόν. Ας έλθει λοιπόν απαραιτήτως ο πατριάρχης, γιατί είναι αναγκαία η συζήτηση γι΄ αυτά».

Όταν άκουσε αυτά τα λόγια, είπε ο πατριάρχης:

«Γνωρίζω πώς και από ποιούς λέγονται αυτά τα λόγια και όταν πάω εκεί, θ΄ αλλάξω τη γνώμη όλων με μια κουβέντα».

Έπειτα έστειλε μήνυμα στον αυτοκράτορα, ότι εκείνη τη μέρα ήταν καλά. Αν και την επομένη ήταν ακόμη καλύτερα, θα ερχόταν τη μεθεπόμενη.

25. Επίσκεψη τού πατριάρχη στον θησαυρό τού Αγίου Μάρκου 131

Ο Χριστόφορος, που όπως αναφέρθηκε έφυγε από τη Βενετία και πήγε στον πάπα, επέστρεψε γρήγορα132 και βρισκόταν στη Βενετία, ξεσηκώνοντας τούς δικούς μας και προωθώντας, όσο επιτρεπόταν, τη μετάβαση στον πάπα. Έδωσε λοιπόν και πάλι στους ανθρώπους τού πατριάρχη πεντακόσια φλουριά ἐναντι σιτηρεσίου, από τα οποία ο ίδιος ο πατριάρχης πήρε εκατόν εικοσιτρία κι έδωσε εκατόν πέντε και αγόρασε ασημένιο επίχρυσο δισκοπότηρο, φτιαγμένο με μεγάλη τέχνη. Τα υπόλοιπα μοιράστηκαν σε όλους τούς άλλους.

Αργότερα ο Ενετός έδωσε ιδιαιτέρως στον αυτοκράτορα χίλια εξακόσια φλουριά και στον πατριάρχη επίσης χίλια εξακόσια. Δώρισε επίσης, με χρήματα τού πάπα, ασημένια λεκάνη στον πατριάρχη, για να πλένει το πρόσωπό του, καθώς και ασημένια σκυτέλια.133

Και ο πατριάρχης, τη μέρα που είχε αποφασίσει να πάει στον αυτοκράτορα, πέρασε πρώτα134 από την εκκλησία τού Αγίου Μάρκου και είδε τα εκεί ιερά κειμήλια, που ήσαν πολύ πλούσια και μεγάλης αξίας, με μεγάλα και αστραφτερά πολύτιμα πετράδια. Τα ιερά κειμήλια ήσαν φτιαγμένα από διάφορα άριστα και πολύτιμα υλικά, άλλα σκαλισμένα με επιδεξιότητα και στολισμένα με κρεμαστά πετράδια, άλλα φτιαγμένα από καθαρότατο χρυσάφι. Εκεί λοιπόν περιεργαστήκαμε και τη θεία εικονογράφηση τού ονομαζόμενου ιερού τέμπλου, που άστραφτε από τη λάμψη τού χρυσού, από το πλήθος των πολύτιμων λίθων, από το μέγεθος και την ομορφιά των μαργαριταριών και από τη γενναιοδωρία και ποικιλομορφία τής τέχνης, προκαλώντας κατάπληξη σ΄ εκείνους που την έβλεπαν. Την εικονογράφηση αυτή, που πάρθηκε από εδώ με τον νόμο τής λείας τον καιρό τής άλωσης, όταν η Πόλη αλώθηκε (αλίμονο) από τούς Λατίνους,135 τη συνέθεσαν σε μορφή πολύ μεγάλης εικόνας, που τοποθετήθηκε πάνω από το αλτάριον τού καθολικού βήματος και φυλάσσεται ασφαλισμένη πολύ προσεκτικά, με δυνατές θύρες από μπρος και πίσω, κλειδωμένες και σφραγισμένες.136 Οι θύρες ανοίγονται δύο φορές τον χρόνο, στις γιορτές των Χριστουγέννων και τής Ανάστασης. Απ΄ όλους όσοι βλέπουν τη σύνθετη αυτή εικόνα που αποτελείται από πολλά κομμάτια, για εκείνους μεν που την απέκτησαν είναι καμάρι, απόλαυση κι ευχαρίστηση, αλλά για εκείνους από τούς οποίους την πήραν, αν τύχει να βρεθούν εκεί, είναι στενοχώρια, λύπη και κατήφεια, όπως συνέβη τότε και σ΄ εμάς.

Όμως, αν και ακούγαμε ότι αυτές οι εικόνες προέρχονταν από το τέμπλο τής αγιότατης μεγάλης εκκλησίας, τής Αγίας Σοφίας, μάθαμε με βεβαιότητα από τις επιγραφές137 και τη στηλογραφία138 ότι προέρχονταν από τη Μονή Παντοκράτορος των Κομνηνών.139 Αν λοιπόν τέτοια ήσαν τα κειμήλια τής μονής, πρέπει να σκεφτούμε πόσο ανώτερα θα ήσαν εκείνα τής μεγάλης εκκλησίας, τόσο στη διαύγεια και τη λαμπρότητα των υλικών, όσο και στη φωτεινότητα και ποικιλομορφία τής τέχνης και στην πολυτιμότητα.

26. Νέα συζήτηση και απόφαση να πάνε στον πάπα140

Έτσι λοιπόν, κοιτάζοντας προσεκτικά όλα αυτά ο πατριάρχης και νιώθοντας κατά κάποιον τρόπο απόλαυση με το θέαμα, έχοντας μαζί του και τον δόγη, που είχε ειδοποιηθεί προηγουμένως από τον πατριάρχη, είχε στείλει και τα πλοία με τα οποία πήγαμε στον Άγιο Μάρκο, είχε έλθει και μάς είχε συνοδεύσει και ο ίδιος, ενώ είχε επίσης προστάξει να παρουσιαστούν τα προαναφερθέντα, ύστερα λοιπόν από πολλή ενασχόληση με αυτά, ο πατριάρχης πήγε στον αυτοκράτορα μαζί με τον δόγη. Ο δόγης, αφού είδε τον αυτοκράτορα και μίλησε μαζί του φιλικά, έφυγε για τις δικές του δουλειές. Ο πατριάρχης έμεινε μόνος με τον αυτοκράτορα γι΄ αρκετή ώρα. Και όταν ετοιμάστηκε γεύμα για τον πατριάρχη και εμάς εκεί όπου έμενε ο Φιλανθρωπινός,141 πήγαμε μαζί με τον πατριάρχη και γευματίσαμε. Έπειτα μπήκε πάλι ο πατριάρχης στον αυτοκράτορα και ύστερα από λίγο προσκλήθηκαν οι άρχοντες του συμβουλίου,142 έξι από τούς αρχιερείς143 και τρεις από εμάς.

Συζητιόταν λοιπόν, αν έπρεπε να πάμε στον πάπα. Κι ενώ γινόταν μεγάλη συζήτηση για το θέμα και οι περισσότεροι έλεγαν ότι έπρεπε να πάμε, είπε ο Ηρακλείας:

«Όπως ακούμε, έρχεται ο καρδινάλιος Ιουλιανός144 από τη σύνοδο και είναι κοντά. Μού φαίνεται λοιπόν καλό να περιμένουμε λίγο, μήπως πάρουμε κάποιο νέο από εκείνον και μπορέσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα καλύτερα».

Και ο αυτοκράτορας είπε:

«Καλύτερο μού φαίνεται, να συζητήσουμε τώρα και ν΄ αποφασίσουμε ποιο είναι πιο συμφέρον για εμάς. Γιατί όταν έρθει εκείνος, αν δει ότι έχουμε καταλήξει σε απόφαση, δεν θα προσπαθήσει να μάς οδηγήσει σε άλλη. Μιλήστε λοιπόν για το ζήτημα και αφήστε εκείνο τού Ιουλιανού».

Ο αυτοκράτορας λοιπόν, σαν να είχε λησμονήσει εκείνα που έλεγε πριν, ήθελε από κάθε άποψη να πάμε στον πάπα.145 Το ίδιο και πριν από αυτόν ο πατριάρχης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι τρεις από εμάς, τέταρτος μετά τούς οποίους ήταν και ο Βουλλωτής,146 είπαν ότι ήταν καλύτερο να μην πάμε στον πάπα, όλοι οι υπόλοιποι πρότειναν να πάμε κι αυτό αποφασίστηκε. Δύο μέρες ύστερα από αυτά147 έφτασε και ο Ιουλιανός148 στη Βενετία. Είδε λοιπόν τον αυτοκράτορα, ενώ ήρθε και στον πατριάρχη, με τον δόγη ν΄ ακολουθεί κρατώντας τις άκρες τού μανδύα του. Έπειτα πήγε κι αυτός στον πάπα.149 Ετοιμάζονταν λοιπόν και οι δικοί μας να πάνε στον πάπα. Πρώτα όμως έστειλαν σε αυτόν ο μεν αυτοκράτορας τούς δύο αδελφούς, τούς Δισύπατους,150 ενώ ο πατριάρχης έστειλε τον Ηρακλείας και τον Μονεμβασίας.

27. Ο πατριάρχης στην εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου151

Το Σάββατο τής Τυροφάγου ο πατριάρχης μπήκε στον ναό τού Αγίου Γεωργίου. Αρχικά ράντισε κι εκείνος με το ραντιστήριό τους, που μοιάζει με αγίασμα. Έπειτα τού έδειξαν οι εκεί λατινομόναχοι μεγάλο και χοντρό χέρι,152 λέγοντας ότι ήταν τού Αγίου Γεωργίου. Βρισκόταν μέσα σε θήκη φτιαγμένη από ξύλο που είχε βαθουλωθεί, ήταν πολύ έξυπνα ασφαλισμένη, φυλασσόταν σε κιβώτιο και την ασπάστηκε πολλές φορές ο πατριάρχης.

Κι όταν τού είπε ο μεγάλος χαρτοφύλακας,

«δεν είναι αυτό το χέρι τού Αγίου Γεωργίου, γιατί το μαρτυρικό του σώμα το έκαψαν και τη στάχτη τη σκόρπισαν στον αέρα»,

τού είπε αστειευόμενος ο πατριάρχης:

«Σώπα, δεν ξέρεις τι λες».

Ἔψαλλαν λοιπόν τότε οι μοναχοί τον εσπερινό για πολλή ώρα και με ωραίο τρόπο, ενώ τον παρακολουθούσε ο πατριάρχης κι εμείς μαζί του. Έπειτα ανέβηκε στο βήμα και περιεργαζόταν το αλτάριον και εκείνα που βρίσκονταν σε αυτό, ενώ πρόσταξε να βγάλουμε τα καπέλλα153 από τα κεφάλια μας και τα βγάλαμε. Τότε, όταν ήρθαν και οι Δισύπατοι για να πάρουν την ευλογία του καθώς αναχωρούσαν για τον πάπα, ο πατριάρχης τούς είπε πολύ αυστηρά:

«Βγάλτε τα σκουφιά σας».

Κι όταν ο ένας είπε ότι δεν είχαν αυτή τη συνήθεια, τού απάντησε:

«Ναι, δεν το κάνετε για να μην ξεπέσετε από την ευγενή σας τάξη.154 Αλλά γι΄ αυτό καταντήσατε έτσι».

Τότε είπε ο ένας στον άλλο,

«πάμε να φύγουμε»

και παράτησαν την ευλογία.

28. Οι Γραικοί επίσκοποι και ο αυτοκράτορας στον πάπα155

Έφυγαν λοιπόν. Οι άρχοντες ασπάστηκαν το πόδι τού πάπα κι εκείνος τούς αντιμετώπισε ευνοϊκά και με καλή διάθεση. Στους αρχιερείς όμως, που δεν τού φίλησαν το πόδι, φέρθηκε με μεγάλη δυσμένεια. Έπρεπε βέβαια να ενημερώσουν για το θέμα αυτό τον πατριάρχη, αλλά εκείνοι δεν το έκαναν καθόλου. Ο αυτοκράτορας, ύστερα από πέντε μέρες,156 βγήκε από τη Βενετία και συνάντησε τον πάπα. Τον είχε προϋπαντήσει ο μαρκήσιος στο ονομαζόμενο Φραγκουλίν,157 το οποίο απέχει από τη Φερράρα απόσταση μισής έως μιας ώρας. Εκεί λοιπόν ο αυτοκράτορας βγήκε από το πλοίο και τον υποδέχτηκε ο μαρκήσιος με μεγάλη τιμή, ενώ οι γιοι του πορεύονταν πεζοί και κρατούσαν ουρανό158 υψωμένο πάνω από τον αυτoκράτορα. Έτσι λοιπόν τον συνόδευσε στον πάπα. Στη συνέχεια τον οδήγησε από εκεί στο δικό του παλάτι.159

29. Το σκάφος τού μαρκησίου τής Φερράρας. Περιγραφή160

Ο πατριάρχης ήταν πολύ δυσαρεστημένος που ο αυτοκράτορας είχε πάει πριν από αυτόν στον πάπα. Γιατί έλεγε ότι ή μαζί έπρεπε να πάνε ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης ή να προηγηθεί η Εκκλησία και όχι ν΄ ακολουθεί αυτή από πίσω. Ύστερα από τέσσερις ημέρες161 βγήκε και ο πατριάρχης κιι εμείς μαζι του από τη λιμνοθάλασσα τής Βενετίας. Στη συνέχεια πλεύσαμε στα ανοιχτά τής γλόντζας162 και μπαίνοντας στο ποτάμι163 πλέαμε αντίθετα προς τη ροή του. Φτάνοντας στα σύνορα τού μαρκήσιου, βρήκαμε το δικό του πλοίο να περιμένει εκεί τον πατριάρχη.

Αυτό είχε σχήμα πλοίου, αλλά το κάτω κατάστρωμά του ήταν επίπεδο,164 έχοντας αρκετό πλάτος και ανάλογο μήκος. Ένα μέρος τού μήκους του ήταν χωρισμένο με παραπετάσματα και διαμορφωμένο σε κλειστό χώρο, στον οποίο υπήρχε κρεβάτι στρωμένο με λαμπρό τρόπο. Ο υπόλοιπος χώρος ήταν διακοσμημένος με μορφή τρικλίνου.165 Είχε σκίμποδες166 γύρω στους τοίχους, στολισμένους με ευχάριστα χρώματα και καλυμμένους με πολύχρωμα υφάσματα. Στο κέντρο βρίσκονταν δύο μεγάλα σιδερένια δοχεία με ξύλα, που κινούνταν πάνω σε μικρούς τροχούς και στα οποία άναβαν φωτιά, όταν χρειαζόταν. Οι τοίχοι τού πλοίου, που δεν ξεπερνούσαν τα κεφάλια εκείνων που κάθονταν στους σκίμποδες, αποτελούνταν μέχρι εκείνο το ύψος από μικρούς μόνο στύλους. Ολόκληρο το ενδιάμεσο διάστημα χωριζόταν σε παραθυρικά ανοίγματα από τούς μικρούς στύλους, που ήσαν διπλοί κι έμοιαζαν με μικρούς κίονες, πολύ έξυπνα πλεγμένοι, στολισμένοι με χρυσά στολίδια, όμορφα επιχρυσωμένοι γύρω-γύρω και βαμένοι σε χρώματα γαλάζιο167 και κόκκινο.168 Οι στύλοι στο πάνω μέρος ασφαλίζονταν μεταξύ τους με σίδερα, ενώ τα μεταξύ τους διαστήματα ανοίγονταν και κλείνονταν σαν παράθυρα με παραπετάσματα. Σίδερα που πατούσαν στους απέναντι στύλους διαμόρφωναν τη βάση σε κάθε σημείο κι έτσι οι μικροί στύλοι στήριζαν το πάνω κατάστρωμα, το οποίο, όντας η οροφή τού κάτω τρικλίνου, εξυπηρετούσε πάνω τις ανάγκες τού μαγειρείου και τής ανάπαυσης των υπηρετών. Το πλοίο στη μέση είχε κατάρτι, όχι για να στηρίζει τα πανιά, γιατί δεν χρησιμοποιούσε πανιά για να προχωρά, αλλά για να δένονται ψηλά σε αυτό σχοινιά και να τραβιέται από άνδρες που προπορεύονταν έξω στη στεριά. Υπήρχε επίσης στο ποτάμι κι άλλο πλοίο με πολλά κουπιά, που προπορευόταν και το τραβούσε με σχοινί. Κι έτσι ταξίδευε, όπου πρόσταζε ο άρχοντας που ήταν πάνω του.

30. Ο πατριάρχης ανεβαίνει τον ποταμό Πάδο169

Έστειλε λοιπόν ο μαρκήσιος170 δικό του άρχοντα και υποδέχθηκε στο πλοίο αυτό τον πατριάρχη. Σουρούπωνε κι έτσι ο πατριάρχης παρέμεινε στο πλοίο. Όταν ξημέρωσε, κάλεσε τούς αρχιερείς και εμάς και αφού μπήκαμε, καθόμασταν μαζί του. Το πλοίο στο οποίο βρίσκονταν οι καλόγεροι και τα πράγματα τού πατριάρχη έτυχε τότε να συναντήσει μέσα στο ποτάμι κάποια εμπόδια, με αποτέλεσμα να μην προχωρά μαζί με το δικό μας. Ο πατριάρχης πρόσταξε να σταματήσουμε όλοι, μέχρι να φτάσει κι εκείνο. Καθυστερούσε όμως, η μέρα περνούσε και είπε ο Χριστόφορος στον πατριάρχη:

«Αν θέλεις, πρόσταξε να ξεκινήσουμε. Καθυστερούμε. Θα φτάσει κι εκείνο. Γιατί δεν υπάρχει εδώ ούτε κίνδυνος, ούτε φόβος».

Τού είπε λοιπόν ο πατριάρχης:

«Τα πράγματά μου αξίζουν τη μισή Βενετία.171 Πώς λοιπόν θα τα εγκαταλείψω και θα φύγω; Είναι ανάγκη να περιμένουμε να έλθει το πλοίο».

Καθώς λοιπόν στεκόμασταν πάλι για αρκετή ώρα, όταν οι άνθρωποι αγανάκτησαν και άρχισαν να ετοιμάζονται να τραβήξουν το πλοίο, είπε ο πατριάρχης:

«Βλέπω ότι δεν λογαριάζουν τα λόγια μας. Πείτε τους λοιπόν να μάς βγάλουν έξω κι αυτοί ας αναχωρήσουν, όπως θέλουν».

Το έμαθαν λοιπόν και περίμεναν όλοι χωρίς τη θέλησή τους. Μόλις έφτασε το πλοίο μετά το μεσημέρι και αφού διανύσαμε μικρό μέρος τού ποταμού, άρχισε να βραδυάζει και διανυκτερεύσαμε εκεί. Το πρωί λύσαμε κι ανεβαίναμε το ποτάμι. Πριν περάσει η πρώτη ώρα τής ημέρας, βλέπουμε έφιππο τον Καρυστινό,172 σταλμένο από τον αυτοκράτορα, να τρέχει προς εμάς. Μόλις ήρθε, είπε στον πατριάρχη:

«Ο πάπας περιμένει από τη μεγάλη αγιοσύνη σου, όταν έλθεις, να τον προσκυνήσεις και να τού φιλήσεις κάτω το πόδι. Ο αυτοκράτορας διαφωνεί και αγωνίζεται ήδη τρεις ημέρες να μη γίνει αυτό. Ειδοποιεί λοιπόν και τη μεγάλη αγιοσύνη σου, για να ξέρεις πώς θα πας σε αυτόν».

31. Οι επιθυμίες τού πατριάρχη και οι απαιτήσεις τού παπικού πρωτοκόλλου173

Αυτό φάνηκε πολύ φοβερό στον πατριάρχη, που νόμιζε ότι θα εύρισκε από τον πάπα άλλη υποδοχή, μεγάλη διάθεση και αξιόπιστη σχέση. Γι΄ αυτό, όταν βρισκόταν ακόμη στη Βενετία, είχε πει προς έναν γνωστό και συνομιλητή τού πάπα:

«Έχω αποφασίσει ότι αν μεν ο πάπας είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από μένα, να τον έχω σαν πάτερα μου. Αν είμαστε συνομήλικοι, να τον έχω σαν αδελφό μου.174 Κι αν είναι πιο νέος, να τον έχω σαν γιο μου. Αν υπάρχει καλή κατοικία κοντά στη δική του, που να έχει και δίοδο υπερυψωμένη πάνω από τον δρόμο, θέλω να μού τη δώσει, ώστε περνώντας από εκεί ιδιαιτέρως να πηγαίνω σ΄ εκείνον, ή κι εκείνος πάλι να έρχεται σε μένα, και να τον συμβουλεύω αυτά που χρειάζεται, πράγμα που θα τον ωφελήσει πολύ. Γιατί γνωρίζω ότι δεν έχει γύρω του καλούς συμβούλους».

Σε τέτοια αξιόπιστη σχέση έλπιζε, ενώ νόμιζε ότι μέσω τού πάπα θα ελευθέρωνε την Εκκλησία από τη δουλεία που τής είχε επιβάλει ο αυτοκράτορας με τα προνόμια, όπως έλεγε και σε μερικούς δικούς του. Έλεγε επίσης πολλές φορές, όταν ήταν ακόμη εδώ:

«Εκεί θα φανώ διαφορετικός και θ΄ ανακτήσω την εξουσία μου, όπως πρέπει».

Ένιωσε λοιπόν κατάπληξη όταν άκουσε για τον ασπασμό τού ποδιού τού πάπα.

Όμως συνεχίσαμε, φτάσαμε στη Φερράρα κατά τις δέκα το πρωί175 και δέσαμε απέναντι από το κάστρο,176 κοντά στη γέφυρα. Πριν το μεσημέρι ήρθαν έξι επίσκοποι, προσφώνησαν τον πατριάρχη με τον χαιρετισμό τού πάπα και τού είπαν ότι όφειλε ν΄ αποδώσει στον πάπα τον χαιρετισμό, τον οποίον από συνήθεια απένειμαν όλοι σε αυτόν.

Κι ο πατριάρχης είπε:

«Δεν οφείλω εγώ τέτοιον ασπασμό. Αλλά επειδή είμαστε αδελφοί, πρέπει ν΄ αγκαλιαστούμε και ν΄ ασπαστούμε ο ένας τον άλλον αδελφικά. Δεν πρόκειται να κάνω αλλιώς».

Είπε και κάποια άλλα πράγματα για το θέμα αυτό ο πατριάρχης, στα οποία απάντησαν οι τού πάπα κι έφυγαν. Κι έτσι ήταν αμέσως κι αυτός ο πρώτος χαιρετισμός περιφρονητικός, γιατί δεν έγινε η υποδοχή όταν ήταν ακόμη μακρύτερα ο πατριάρχης, ούτε έστειλε καρδινάλιο, όπως συνηθίζει να κάνει ακόμη και σε υποδοχή καρδιναλίων, ούτε έστειλε περισσότερους επισκόπους.177

32. Συνάντηση πατριάρχη και επισκόπων για συζήτηση των λατινικών απαιτήσεων178

Ο πατριάρχης, αφού προσκάλεσε τούς αρχιερείς κι εμάς, είπε:

«Ακούσατε τι μάς πληροφορεί ο πάπας. Θέλει να φιλήσουμε το πόδι του».

Είπε λοιπόν ο Τραπεζούντος:

«Τώρα μάς τα λες όλα; Και τι ήσαν εκείνα που μάς έλεγες στην Κωνσταντινούπολη, ότι όλα θα τα βρούμε εκεί καλά, ότι θα μάς υποδεχτούν με μεγάλη τιμή και αγάπη και ότι θα βρούμε κάθε αποκατάσταση και ανάπαυση από τον πάπα και τούς Λατίνους;»

Κι ο πατριάρχης απάντησε:

«Πού να το ήξερα αυτό;»

Κι ο Τραπεζούντος είπε:

«Αλλά από τότε έπρεπε να καταλάβεις και να προβλέψεις και αυτό και άλλα πολλά, όταν ρωτούσαμε και ζητούσαμε να μάθουμε πώς και γιατί θα πάμε στους Λατίνους. Και πρόσταζες, «ετοιμαστείτε μόνο για να φύγουμε και θα δείτε ότι όλα εκεί έχουν σχεδιαστεί και συμφωνηθεί καλά από εμάς». Νομίζαμε ότι δεν είχε αφεθεί τίποτε χωρίς να συζητηθεί και συμφωνηθεί. Όμως ο Χριστόφορος έκανε πολύ λόγο εκεί για τον θρόνο179 τού τοποτηρητή τού πάπα. Αν όχι λοιπόν από άλλον λόγο, από αυτόν και μόνο έπρεπε να φροντίσει και η μεγάλη αγιοσύνη σου για τα δικά σου δικαιώματα».

Έπειτα είπε κι εκείνος και όλοι, ότι αυτό ούτε δίκαιο ήταν, ούτε έπρεπε, ούτε συνέφερε να γίνει, οποιεσδήποτε κι αν ήσαν οι συνέπειες. Είπε λοιπόν και ο πατριάρχης:

«Είναι αδύνατο να συγκατατεθώ σε αυτό που λένε τώρα, ούτε για τον εαυτό μου, αλλά ούτε για εσάς. Πού είναι άραγε οι αρχιερείς που στάλθηκαν προηγουμένως από εμάς; Εκείνοι έπρεπε να γράψουν και να μάς ενημερώσουν γι΄ αυτό όταν βρισκόμασταν ακόμη στη Βενετία, ενώ μέχρι τώρα δεν έχουν ακόμη εμφανιστεί. Να ειδοποιηθούν να έλθουν εδώ».

Όταν έγινε αυτό, ήρθε ο Ηρακλείας μόνος, επειδή ο Μονεμβασίας ήταν άρρωστος. Διηγήθηκε ότι όταν προσκύνησαν τον πάπα, αμέσως ένας από εκείνους που στέκονταν πλάι του, σήκωσε το κάτω μέρος τού παπικού ενδύματος και περίμενε να τού φιλήσουν το πόδι. Όταν έγινε αυτό, εκείνοι στέκονταν χωρίς να κάνουν τίποτε περισσότερο. Ήρθαν και οι Δισύπατοι και τού φίλησαν το πόδι κι εκείνους ο πάπας τούς αντιμετώπισε ευνοϊκά και με καλή διάθεση. Στους αρχιερείς όμως φέρθηκε με μεγάλη δυσμένεια και τούς αγνόησε, χωρίς να κάνει κουβέντα γι΄ αυτούς. Από τότε λοιπόν κάθονταν μόνο στην κατοικία που τούς έδωσαν με εντολή τού μαρκήσιου. Κι όταν είπε ο πατριάρχης,

«αφού τα είδατε αυτά, έπρεπε να ειδοποιήσετε κι εμάς»,

απάντησε ο Ηρακλείας:

«Δεν βρίσκαμε εύκολα αγγελιοφόρο».

33. Ο πάπας παραιτείται από την απαίτηση να τού φιλήσουν το πόδι180

Ο αυτοκράτορας έστειλε πάλι τον Βουλλωτή, ν΄ αναφέρει στον πατριάρχη ότι αγωνιζόταν για λογαριασμό του με τον πάπα μέσω αγγελιοφόρων και ότι έπρεπε και ο ίδιος να διαμαρτυρηθεί. Ύστερα ήρθαν πάλι προς το σούρουπο οι σταλμένοι από τον πάπα επίσκοποι και ζήτησαν τον ασπασμό τού ποδιού. Απάντησε λοιπόν ο πατριάρχης με έντονη διαμαρτυρία:

«Από πού έχει αυτό το δικαίωμα ο πάπας; Ποια σύνοδος τού το έχει δώσει; Δείξτε μας! Από πού προέρχεται αυτό και πού καταγράφεται; Ο πάπας λέει ότι είναι διάδοχος τού Αγίου Πέτρου. Αν λοιπόν είναι εκείνος διάδοχος τού Πέτρου, είμαστε κι εμείς διάδοχοι των υπολοίπων αποστόλων. Φιλούσαν λοιπόν οι απόστολοι το πόδι τού Αγίου Πέτρου; Ποιος το άκουσε αυτό;»

Οι επίσκοποι απάντησαν ότι είναι αρχαίο έθιμο τού πάπα και όλοι τού απονέμουν αυτόν τον ασπασμό: και επίσκοποι και βασιλείς και ο αυτοκράτορας των Γερμανών και οι καρδινάλιοι, που είναι και ανώτεροι από τον αυτοκράτορα και ιερωμένοι. Και ο πατριάρχης είπε:

«Αυτό είναι καινοτομία. Δεν θα συμφωνήσω, ούτε θα το κάνω ποτέ. Αν θέλει ο πάπας να τον ασπαστώ αδελφικά κατά το δικό μας έθιμο, το αρχαίο και εκκλησιαστικό, με αυτόν τον τρόπο θα ξεκινήσω να τον συναντήσω. Αν δεν το δέχεται, τα παρατάω όλα και γυρίζω πίσω».

Έφυγαν λοιπόν οι επίσκοποι για να τα πουν στον πάπα και άργησαν αρκετήν ώρα. Έπειτα ήρθαν πάλι κι έλεγαν τα ίδια, δηλαδή πώς ήταν δυνατό να στερηθεί ο πάπας τέτοιας τιμής; Ο πατριάρχης αντιστεκόταν με τα προηγούμενα λόγια και προσπάθειες. Ενώ λοιπόν ειπώθηκαν πολλά και από τα δύο μέρη και υπήρξε μεγάλη διαφωνία για τον ασπασμό, τόσο από τον ίδιο τον πατριάρχη, όσο και από εκείνους που ήσαν μαζί του, δήλωσε στο τέλος ο πατριάρχης:

«Αν δεν παραιτηθεί ο πάπας από την απαίτηση να τού φιλήσουν το πόδι και οι δικοί μας αρχιερείς και οι άρχοντές μου και οι σταυροφόροι, μού είναι αδύνατο να βγω από το πλοίο. Γιατί φαίνεται ότι αυτή η συνάθροιση και συζήτηση δεν προχωράει με τον τρόπο που εγκρίνει ο Θεός και γι΄ αυτό ο Θεός μάς επέβαλε τέτοιο εμπόδιο. Γι΄ αυτό και γυρίζω αναγκαστικά πίσω, όσο είμαι ακόμη στο πλοίο, πριν υποστώ και άλλα κακά».

Έφυγαν οι επίσκοποι και τα ανέφεραν στον πάπα. Αφού πέρασε αρκετή ώρα, επέστρεψαν και είπαν:

«Ο μακαριότατος πάπας, για το καλό τής ειρήνης και για να μην υπάρξει κανένα εμπόδιο σε αυτό το θείο έργο τής ένωσης από την παρούσα αιτία, παραιτείται από το δικό του δικαίωμα και ορίστε, προσκαλεί τη μεγάλη σου αγιοσύνη να έλθει.

Προσθέτει όμως ότι αλλιώς ήθελε να ετοιμάσει την υποδοχή σου. Γιατί σκεφτόταν να την πραγματοποιήσει με παρρησία, με πλήθος αρχόντων και μεγαλοπρέπεια. Τώρα όμως δεν θα την κάνει με αυτόν τον τρόπο, γιατί τού αφαιρείται μεγάλο μέρος τής δικής του τιμής και δεν δέχεται να γίνει αυτό φανερό σε πολλούς. Θα σε υποδεχθεί λοιπόν σε ιδιαίτερη αίθουσα, με παρόντες μόνο τούς καρδινάλιους. Έλα λοιπόν πρώτα με έξι από τούς δικούς σου, εκείνους που θέλεις. Αφού προσκυνήσουν αυτοί, ας μπουν άλλοι έξι κι ας προσκυνήσουν. Όταν βγουν αυτοί, ας μπουν πάλι άλλοι έξι κι ας προσκυνήσουν. Με τον τρόπο αυτόν ας προσκυνήσουν όσοι αποφασίσεις».

34. Εισαγωγή των Γραικών αρχιερέων στο παπικό ανάκτορο181

Είχε έλθει και ο μαρκήσιος μαζί με τούς επισκόπους σε αυτή την τελευταία συνάντηση και προσκάλεσε τον πατριάρχη να βγει από το πλοίο και να πάει στον πάπα κι έπειτα σε κατοικία για να ξεκουραστεί. Επειδή όμως ήταν πια σούρουπο, αφού είχε περάσει όλη η μέρα με εμάς στεκόμενους πάνω στο πλοίο μέχρι να διορθωθούν τα προαναφερθέντα, μείναμε και πάλι στο πλοίο. Νωρίς το πρωί182 δέσαμε κοντά στο κάστρο και βγαίνοντας αμέσως ανεβήκαμε στα άλογα που είχαν ετοιμαστεί από τον μαρκήσιο. Συνοδευόμενοι από τον μαρκήσιο,183 τον καρδινάλιο ανηψιό184 τού πάπα Μαρτίνου και άλλους επισκόπους185 και άρχοντες, φτάσαμε στα προαύλια τού πάπα και κατεβαίνοντας από τα άλογα περάσαμε πεζοί την αυλή, με έφιππο μόνο τον πατριάρχη μέχρι τις σκάλες τού παλατιού. Εκεί ξεπέζεψε κι αυτός και ανεβήκαμε μαζί του. Περνώντας τούς υπηρέτες τού πάπα στην πρώτη πύλη, που κρατούσαν τις ασημένιες λόγχες186 και ήσαν περισσότεροι από είκοσι, μπήκαμε στο τρίκλινο. Περνώντας από αυτό, φτάσαμε στην πύλη άλλου τρικλίνου και βρήκαμε σε αυτό άρχοντες περισσότερους νομίζω από δέκα, που κρατούσαν ράβδους που είχαν μήκος πέντε πιθαμές, ήσαν ντυμένες με κόκκινο βελούδο187 και στη μέση ήσαν στολισμένες με επίχρυσο δακτύλιο. Αφού άνοιξαν την πύλη τού δεύτερου τρικλίνου, μάς επέτρεψαν να μπούμε και προχωρώντας μπροστά κάποιοι από αυτούς μάς έβαλαν σε δωμάτιο, στο οποίο υπήρχε κρεβάτι περίτεχνα στρωμένο. Ύστερα, αφού μάς έβαλαν σε άλλο δωμάτιο, μάς πέρασαν όλους μαζί σε άλλο τρίκλινο, αφού άνοιξαν οι κελλικοί κλειδούχοι τού πάπα την πύλη αυτού τού τρικλίνου, ενώ, μόλις μπήκαμε, την ασφάλισαν και πάλι με κλειδιά. Γιατί έτσι συνηθίζουν πάντοτε, μπαίνοντας και βγαίνοντας ν΄ ασφαλίζουν με κλειδιά τις πόρτες των αιθουσών από μέσα κι απ΄ έξω, ενώ από τις ζώνες των αρχιθαλαμηπόλων κρέμονται αρμαθιές κλειδιών. Κι ενώ μάς άφησαν κλειδωμένους στο τρίκλινο προστάζοντας να περιμένουμε, κάλεσαν τον πατριάρχη.

35. Συνάντηση πάπα και πατριάρχη. Παπική ακρόαση188

Ο πατριάρχης, παίρνοντας μαζί του τον Τραπεζούντος, τον Εφέσου, τον Κυζίκου, τον Σάρδεων, τον Νικαίας και τον Νικομηδείας, μπήκε μαζί τους από την πύλη τής αίθουσας, την οποία άνοιξαν οι αρχιθαλαμηπόλοι και μετά την είσοδό τους την έκλεισαν και την κλείδωσαν αμέσως. Μπαίνοντας ο πατριάρχης μαζί με τούς προαναφερθέντες ασπάστηκε τον πάπα όπως είχε συμφωνηθεί και κάθησε, ενώ με τον ίδιο τρόπο τον ασπάστηκαν κι εκείνοι που ήσαν μαζί του, ενώ συνομίλησαν λίγο ο πάπας με τον πατριάρχη. Ύστερα από λίγο ήρθαν οι αρχιθαλαμηπόλοι με τον Νικομηδείας κι έβαλαν μέσα άλλους έξι από τούς αρχιερείς, που προσκύνησαν και ασπάστηκαν τον πάπα. Έπειτα τούς έβγαλαν έξω κι έβαλαν τούς υπόλοιπους αρχιερείς, ενώ μέτά την έξοδο και εκείνων έβαλαν αμέσως εμάς τούς σταυροφόρους. Είδαμε λοιπόν τον πάπα να κάθεται στον υπερυψωμένο του θρόνο, που βρισκόταν κοντά και στο δεξί μέρος κλειστής πύλης που οδηγούσε σε άλλην αίθουσα. Από το δεξί μέρος τού πάπα, ύστερα από κενό διάστημα πλάτους ενός καθίσματος, ήσαν καθισμένοι οι καρδινάλιοι, σε καθίσματα ίσα σε όλα και όμοια με το υποπόδιο τού παπα, το ύψος των οποίων ήταν ίσο με εκείνο των δικων μας σκαμνιών.189 Στα αριστερά του, ύστερα από διάστημα ίσο με το προαναφερθέν, υπήρχε πύλη καθώς και άλλο ίσου πλάτους διάστημα, στο οποίο στεκόταν ο Χριστόφορος ως διερμηνέας. Μετά από αυτό το διάστημα καθόταν ο πατριάρχης σ΄ ένα από τα προαναφερθέντα υποπόδια, ενώ δίπλα σε αυτόν στέκονταν δουλοπρεπώς οι πρώτοι αρχιερείς, που είχαν μπει μαζί με τον πατριάρχη. Αφού προσκυνήσαμε λοιπόν κι εμείς τον πάπα, ασπαστήκαμε το χέρι και το μάγουλο που μάς έδωσε και βγήκαμε. Κανένας άλλος δεν μπήκε ύστερα από εμάς. Αλλά σε λίγο βγήκε και ο πατριάρχης, ενώ οι αρχιθαλαμηπόλοι τού πάπα, στην είσοδο και την έξοδο κάθε δικής μας ομάδας, άνοιγαν τις πύλες με κλειδιά και τις ασφάλιζαν αμέσως με τον ίδιο τρόπο. Όλοι οι εξερχόμενοι οδηγούμασταν στο τρίκλινο στο οποίο μάς είχαν βάλει αρχικά. Όταν λοιπόν βγήκε και ο πατριάρχης, άνοιξαν την πύλη τού τρικλίνου αυτού και μάς επέτρεψαν να βγούμε. Έτσι, κατεβαίνοντας τις σκάλες τού παλατιού και ανεβαίνοντας στα άλογα, φέραμε τον πατριάρχη190 στην κατοικία που είχε ετοιμαστεί γι΄ αυτόν191 και στη συνέχεια καθένας από εμάς κατέληξε στο κατάλυμα που τού είχε δοθεί. Ήταν 8 Μαρτίου, δεύτερο Σάββατο των Νηστειῶν, όταν έγιναν αυτά. Ο μαρκήσιος μάς παρέθεσε γεύμα και δείπνο, καθώς και την επομένη.

36. Αναγνώριση των πατριαρχικών δικαιωμάτων από τον πάπα192

Εκείνη λοιπόν τη μέρα, μετά το μεσημέρι, έστειλε μήνυμα ο πατριάρχης στον πάπα:

«Εμείς, από τη στιγμή που μπήκαμε στα όρια τής δικής σου μακαριότητας, δεν κάναμε τίποτε επισκοπικό, ακολουθώντας την απαγόρευση που επιβάλλουν οι θείοι και ιεροί κανόνες. Τώρα, έχοντας φτάσει εδώ, ζητάμε να έχουμε τη συνήθη εκκλησιαστική μας ακολουθία και τη λειτουργία μας, καθώς και όλη την τάξη που έχουμε, με την έγκριση και την άδεια τής μακαριότητάς σου».

Γιατί ο πατριάρχης, αφού περάσαμε την Κέρκυρα,193 όταν ψάλλονταν οι εσπερινοί ύμνοι, τόσο στη γαλέρα όσο και στη στεριά, αλλά και στη Βενετία ακόμη, όταν τελούνταν όλες οι ακολουθίες και οι λειτουργίες, δεν έδινε τη συνηθισμένη ευλογία μετά τούς ύμνους, ούτε σ΄ εμάς ούτε στους εκεί παρόντες. Γι΄ αυτό ζήτησε αυτά τα πράγματα από τον πάπα.

Ο πάπας ενέκρινε κι έδωσε εντολή να έχει τη δική τάξη ο πατριάρχης, όπως επιθυμούσε. Όταν λοιπόν έγινε με λαμπρό τρόπο η υμνωδία τού εσπερινού, αλλά και η λειτουργία την επόμενη μέρα, ευλόγησε τούς παρόντες.194

37. Η πομπή τού πατριάρχη καθ΄ οδόν προς τον πάπα195

Κι όταν πέρασαν τέσσερις ημέρες, έστειλε μήνυμα ο πάπας στον πατριάρχη:

«Χρειάζεται ν΄ αρχίσουμε να συζητάμε και για το ζήτημα που έχουμε μπροστά μας».

Κι ο πατριάρχης αποκρίθηκε:

«Όντας ακόμη ταλαιπωρημένος από το μακρύ θαλασσινό ταξίδι και από τη ζάλη και ταλαιπωρία που μού έχει προκαλέσει, δεν μπορώ ακόμη να συζητήσω».

Έρχονταν λοιπόν και καρδινάλιοι και επίσκοποι και μιλούσαν φιλικά με τον πατριάρχη. Έπειτα έστειλε μήνυμα ο πατριάρχης στον πάπα ότι επιθυμούσε να τον δει, ζητώντας να προσδιορίσει τη μέρα που δεχόταν να γίνει αυτό. Όταν έφτασε λοιπόν η προσδιορισμένη μέρα, έφεραν άλογα για να μεταβούμε έφιπποι σε αυτόν. Και ο πατριάρχης πρόσταξε κι έφτιαξαν καινούργιο κάλυμα κι έντυσαν το άλογο στο οποίο θ΄ ανέβαινε, από το κεφάλι μέχρι τα ρουθούνια και τα πόδια του. Πρόσταξε επίσης να κρατούν το διβάμβουλο και το δεκανίκιον196 μπροστά του. Είπε λοιπόν ο μεγάλος χαρτοφύλαξ:

«Εδώ δεν συνηθίζουν να προηγούνται αυτά. Δώσε αν θέλεις εντολή, να μην τα πάρουμε μαζί μας».

Και είπε ο πατριάρχης:

«Να τα πάρετε και να προχωρούν μπροστά μου».

Ρώτησε ο μεγάλος χαρτοφύλαξ:

«Έστειλε η μεγάλη αγιοσύνη σου μήνυμα για το θέμα αυτό στον πάπα;»

Και ο πατριάρχης είπε:

«Τον ειδοποίησα και μού απάντησε να τηρώ όλη την ιεροτελεστία μου».

Όμως άφησε το διβάμβουλο. Κάθησε πάνω στο λευκοντυμένο άλογο και προχωρώντας στον δρόμο ευλογούσε εκείνους που συναντούσε, που ήσαν ράφτες, γουναράδες, βυρσοδέψες, γιατί τέτοιους είχε στην αρχή του ο δρόμος από τον οποίο περνούσαμε. Κάθονταν λοιπόν στα μαγαζιά τους και βλέποντας αυτή την ασυνήθιστη έφιππη πομπή και ευλογία, κοιτούσαν μόνο σαν αποσβολωμένοι.

38. Νέα συνάντηση πάπα και πατριάρχη197

Μάς οδήγησαν σε άλλη πύλη τού παλατιού, στην οποία εμείς κατεβήκαμε από τα άλογα, ενώ ο πατριάρχης, μέσω τής εκεί κλιμακοειδούς ανάβασης, ανηφορίζοντας έφιππος, έχοντας κάποιους από εμάς μπροστά του και και άλλους να τον ακολουθούν, ζεπέζεψε μπροστά στο τρίκλινο και παίρνοντας το δεκανίκιον μπήκε στην αίθουσα, στην οποία μπήκαμε κι εμείς μαζί του. Έπειτα, με προπομπό τον Χριστόφορο, μπήκε από εκεί στον πάπα και συνομιλούσαν μόνοι οι δυό τους με διερμηνέα τον Χριστόφορο. Βγήκε ύστερα από αρκετή ώρα και ενώ ετοίμαζαν το άλογο για ν΄ ανεβεί, στο σημείο που είχε πριν ξεπεζέψει, ζήτησε να το οδηγήσουν κάτω. Κατεβαίνοντας λοιπόν και ο πατριάρχης μαζί μας, είπε όταν ανέβηκε στο άλογο:

«Πείτε σ΄ εκείνον που κρατά το δεκανίκιον, να το καλυπτει κάτω από το πανωφόρι του, ώστε να μη φαίνεται».

Κι έτσι οδηγήθηκε στο δικό του κατάλυμα. Την επομένη ρωτήθηκε ο πατριάρχης πώς τον αντιμετώπισε ο πάπας και ποια κατάλαβε ότι ήταν η άποψή του για τα εκκλησιαστικά ζητήματα. Κι εκείνος είπε, «καλά». Ένα μόνο πράγμα κατηγόρησε σ΄ εμάς:

«Υποτάξαμε την εκκλησία σε μεγάλη υποδούλωση στην κοσμική εξουσία».

Έπειτα ρωτήθηκε για το δεκανίκιον και είπε:

«Μήπως θυμάστε όταν ευλογούσε ο λεγάτος στην Κωνσταντινούπολη, πράγμα που σε κάποιους φάνηκε βαρύ, ενώ εγώ έλεγα, αφήστε τον να κάνει αυτό που θέλει; Όμως μερικοί αγνόησαν τα λόγια μου και τον εμπόδισαν. Αυτός λοιπόν, ερχόμενος εδώ, μάς έκανε εκείνο που είδατε».

Είπε μάλιστα τότε ο Τραπεζούντος:

«Εγώ, όταν είδα το κάθισμα και τη σειρά στην οποία σέ έβαλε ο πάπας και την υπεροχή την οποία εξασφάλισε για τον εαυτό του, απόρησα κι αναρωτιόμουν: Άραγε ο πατριάρχης μας κυρ Ιωσήφ είναι αυτός που δέχεται αυτού τού είδους τα πράγματα; Πώς τα ανέχεται; Και από τότε σκέφτομαι ότι τίποτε καλό δεν θα προκύψει για εμάς».

39. Διευθέτηση θρόνων και καθισμάτων στον καθεδρικό ναό198

Στη συνέχεια έδωσε εντολή ο πάπας ότι έπρεπε να συγκεντρωθούν όλοι στην εκκλησία για να συγκροτηθεί η οικουμενική σύνοδος και να αρχίζουν να εξετάζουν τα ζητήματα, ώστε να κηρυχθεί παντού ότι στη Φερράρα συγκλήθηκε η οικουμενική σύνοδος. Αυτό γινόταν, προκειμένου μέσω μιας τέτοιας φήμης αφενός να στηριχτεί και να εδραιωθεί ο πάπας και αφετέρου να ελαττωθεί και να ατονήσει η σύνοδος τής Βασιλείας.

Όρισε λοιπόν ο πατριάρχης τον Νικομηδείας, τον Τουρνόβου, τον μεγάλο χαρτοφύλακα κι εμένα, να πάμε και να δούμε με ποιον τρόπο ήθελαν να τοποθετήσουν τούς θρόνους. Πήγαμε λοιπόν στον ναό τής επισκοπής τής Φερράρας, ο οποίος είναι μακρύς και πολύ μεγάλος και τιμάται σε αυτόν ο Άγιος Γεώργιος. Έστειλε και ο αυτοκράτορας τον κυρ Μανουήλ Ιάγαρι199 και τον κυρ Γεώργιο Δισύπατο. Βρήκαμε εκεί και καρδιναλίους, τον Ιουλιανό200 και τον Φιρμάνο,201 καθώς και μερικούς επισκόπους.

Είδαμε λοιπόν στο ανατολικό μέρος τού ναού, στεκόμενοι περίπου στη μέση, το αλτάριον, ενώ στο δεξί μέρος υπήρχε ο υπερυψωμένος θρόνος, πάνω από τον οποίο κρεμόταν από ψηλά χρυσοΰφαντος ουρανός. Πίσω, από τον ουρανό μέχρι τον θρόνο, εκτεινόταν διαχωριστικό πέπλο διακοσμημένο με τον ίδιο τρόπο, που απείχε σε μήκος από το αλτάριον εικοσιπέντε περίπου πόδια. Μετά τον θρόνο, ύστερα από αρκετά μεγάλο κενό διάστημα, είχαν κατασκευαστεί πεντακόσια όμοια σκαμνιά σε αναβαθμούς, προκειμένου να καθήσουν σε αυτά οι επίσκοποι. Μάς είπε λοιπόν ο Ιουλιανός:

«Να ο θρόνος τού πάπα. Θα καθήσει αυτός και οι δικοί του από τούτο το μέρος, ενώ από το άλλο θα καθήσει ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης και οι υπόλοιποι των Γραικών».

Έτσι είπε στην αρχή. Έπειτα είπε:

«Πάμε να καθήσουμε ιδιαιτέρως, να τα συζητήσουμε πιο αναλυτικά».

Κι όταν έγινε αυτό κι εκείνοι συζήτησαν για λίγο ιδιαιτέρως, είπε πάλι ο Ιουλιανός:

«Επειδή το ένα μέρος τής συνόδου είναι Λατίνοι και το άλλο Γραικοί, ενώ οι μεν θα καθήσουν από το ένα μέρος τού ναού και οι δε από το άλλο, πρέπει ο πάπας να καθήσει στη μέση, ως πρώτος και συνοχέας όλων, ώστε να κρατά τα δύο μέρη ενωμένα».

40. Διαφωνίες και αντιρρήσεις των Γραικών202

Αυτό δεν μάς φάνηκε καλό και τού είπαμε:

«Επειδή και η αιδεσιμότητά σου είπε ότι είμαστε δύο μέρη, πρέπει μάλλον ο πάπας να βρίσκεται και να κάθεται με το δικό του μέρος, όπως και ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης θα κάθονται επίσης με το δικό τους μέρος».

Και ο Ιουλιανός είπε:

«Αλλά ανάμεσα στα μέρη πρέπει να υπάρχει κάποιος σύνδεσμος. Θα είναι λοιπόν στη μέση ο πάπας».

Κι εμείς είπαμε:

«Δεν είναι απαραίτητος αυτός ο σύνδεσμος. Αν ο πάπας θελήσει απαραιτήτως να καθήσει στη μέση, προκύπτει εξ ανάγκης ότι και ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης θα καθήσουν στη μέση και κοντά του. Γιατί δεν επιτρέπεται να καθήσουν με άλλον τρόπο».

Ο Ιουλιανός συνέχισε:

«Μα ένας οφείλει να είναι ο σύνδεσμος με τον οποίο τα δύο μέρη θα συνδέονται σ΄ ένα. Δύο και τρεις δεν κάνουν ένα σύνδεσμο».

Έγινε αρκετή συζήτηση και στη συνέχεια αναχωρήσαμε και τα αναφέραμε στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη, οι οποίοι δυσφόρησαν πολύ και ανέλαβαν αυτόν τον αγώνα, όπου τούς επισκέπτονταν καρδινάλιοι και επίσκοποι, ιδιαίτερα τον αυτοκράτορα, και αγωνίζονταν για τούς θρόνους.

Ύστερα λοιπόν από πολλές φιλονικίες και διαφωνίες, είπαν να τοποθετηθεί ο θρόνος τού πάπα ακριβώς στη μέση τού πλάτους τού ναού. Έπειτα, από το αριστερό μέρος τού πάπα, μετά τα σκαλιά τού θρόνου, ύστερα από κενό διάστημα πλάτους ίσου με το πλάτος τού θρόνου τού αυτοκράτορα, να τοποθετηθεί ο θρόνος αυτός. Και θα τοποθετιόταν πίσω κατά μήκος, ώστε τα μπροστινά τμήματα τού αυτοκρατορικού θρόνου να βρίσκονται στην ευθεία με το πίσω μέρος τού παπικού θρόνου. Στη συνέχεια, σε παρόμοια απόσταση πίσω από τον αυτοκρατορικό θρόνο, υπολογισμένη από το πλάτος και το μήκος πίσω από αυτόν, κάπου εκεί να τοποθετιόταν και ο θρόνος τού πατριάρχη κι έτσι να συνεδρίαζαν αυτοί στην οικουμενική σύνοδο, ο ένας πίσω από τον άλλο και βλέποντας την πλάτη του. Επειδή λοιπόν απορρίφθηκε κι αυτό ως παράλογο, ύστερα από πολλές συζητήσεις και διαφωνίες συμφώνησαν τελικά, να καθήσει ο πάπας με τούς δικούς του από το ένα μέρος, όπως είχε πει στην αρχή ο Ιουλιανός, και ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης με τούς δικούς τους από το άλλο μέρος. Ωστόσο ούτε τότε συμφώνησαν απλά και χωρίς επιτήδευση, αλλά ύστερα από ακριβείς προσδιορισμούς. Γιατί είπαν:

«Μετά τον θρόνο τού πάπα και τα σκαλοπάτια του, αφού αφεθεί κενό διάστημα, θα τοποθετηθεί ο θρόνος τού αυτοκράτορα των Γερμανών και ύστερα από εκείνον θα καθήσουν οι καρδινάλιοι. Κι από το αριστερό μέρος, ακριβώς απέναντι και σε αντιστοιχία με τον γερμανικό θρόνο, θα τοποθετηθεί ο θρόνος τού αυτοκράτορα και δίπλα τού πατριάρχη».

Ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας δυσφορούσε, ζητούσε να καθήσει απέναντι ακριβώς από τον πάπα κι έλεγε,

«ποια είναι η ανάγκη τού γερμανικού θρόνου; Ούτε αυτοκράτορας είναι παρών εδώ, αλλά ούτε υπάρχει, αφού έχει πεθάνει»,203

είπαν εκείνοι:

«Είναι όμως απαραίτητο να τηρούμε πάντοτε και να φρουρούμε τη θέση τού αυτοκράτορά μας, ακόμη κι αν δεν βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς. Είναι αδύνατο να τοποθετηθούν τα καθίσματα με άλλον τρόπο ή με διάταξη διαφορετική από αυτήν που είπαμε τώρα».

Πειθάρχησε λοιπόν αναγκαστικά σε αυτά ο αυτοκράτορας,204 ενώ ο πατριάρχης ήταν ακόμη δυσαρεστημένος και δεν ανεχόταν τον τόσο μεγάλο υποβιβασμό τής θέσης του. Αναγκάστηκε λοιπόν ο αυτοκράτορας να πείσει και τον πατριάρχη γι΄ αυτό. Όταν όμως ζήτησε και ο πατριάρχης να τοποθετηθεί ουρανός πάνω και από τον δικό του θρόνο και παραπέτασμα πίσω του και δεν το δέχτηκε ο πάπας, στενοχωριόταν γι΄ αυτό ο πατριάρχης. Αγανάκτησε λοιπόν ο αυτοκράτορας και είπε:

«Τώρα κατάλαβα πραγματικά, ότι η συζήτηση για τον θρόνο και την καθέδρα δεν γινόταν για τη συνοδική τάξη, αλλά μάλλον από έπαρση και κοσμική ματαιοδοξία, σε μεγάλη απόσταση από την πνευματική μας κατάσταση».

Έστειλε λοιπόν ο αυτοκράτορας άρχοντες, γιατί ο πατριάρχης δεν θέλησε να στείλει. Πήγαν στην εκκλησία, μέτρησαν με ακρίβεια, μαζι με επισκόπους τού πάπα, την απόσταση τού γερμανικού θρόνου και τοποθέτησαν στην ίδια απόσταση και απέναντι τον θρόνο τού αυτοκράτορά μας. Και δίπλα του, αφήνοντας μικρή απόσταση, τοποθέτησαν τον θρόνο τού πατριάρχη205 και ύστερα από αυτόν σκίμποδες για τούς τοποτηρητές.

41. Η βούλλα σύγκλησης τής συνόδου. Πρόσκληση βασιλέων και ηγεμόνων206

Έπειτα συνέταξαν το έγγραφο τής ανακήρυξης όπως ήθελαν οι Λατίνοι, που έγραφε πρώτο το όνομα τού πάπα και ανέφερε ότι, παρουσία και τού γαληνοτάτου αυτοκράτορα των Γραικών, μαζί με τον πατριάρχη και όλη την Ανατολική Εκκλησία, συγκλήθηκε η οικουμενική σύνοδος στη Φερράρα και ήδη άρχισε να εξετάζει και τη διαφορά τού δόγματος.

Αλλά έφτιαξαν κι άλλο γράμμα ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης μαζί με τον πάπα και τούς καρδιναλίους,207 στο οποίο συμφώνησαν ιδιαιτέρως, ότι στη διάρκεια διωρίας τεσσάρων μηνών μετά την ανακήρυξη δεν θα γίνονταν διαλέξεις για το δόγμα,208 για να στέλνονταν,209 όπως φαινόταν, πρέσβεις στους βασιλείς και στους ηγεμόνες και να έρχονταν και από εκείνους τοποτηρητές στη σύνοδο. Στη διάρκεια αυτής τής διωρίας να μαζεύονταν μερικοί από τούς συνοδικούς και να εξέταζαν κάποιες μερικότερες διαφορές. Τα ζητήματα των θρόνων συζητούνταν και τακτοποιούνταν, όπως έχει περιγραφεί πιο πάνω, για περισσότερες από είκοσι μέρες.

42. Η συντήρηση των Γραικών. Ο τρόπος χρηματοδότησης210

Ο αυτοκράτορας, μόλις έφτασαν οι δικοί μας στη Φερράρα, φρόντισε να έχουμε όλοι οι Γραικοί τη διατροφή, όπως περιλαμβανόταν στο δεκρέτο. Πρότειναν λοιπόν οι τού πάπα, να παρέχουν καθημερινά ψωμί, κρασί, κρέατα και ψάρια σε προσδιορισμένη ποσότητα λίτρων. Ο αυτοκράτορας δεν το θέλησε αυτό και είπε:

«Είναι δύσκολο αλλά και ανάρμοστο για την αξιοπρέπεια αρχόντων και καλών ανθρώπων. Ας δώσουν χρήματα σε αναλογία με τούς ανθρώπους και ας διατρέφεται καθένας όπως θέλει, μαζί με τούς ανθρώπους και τούς υπηρέτες που έχει μαζί του».

Εκείνοι δεν ήθελαν να μάς δίνουν χρήματα αλλά τρόφιμα ημερησίως, όπως προέβλεπε η συμφωνία που είχαν κάνει με τον μαρκήσιο,211 αν έκανε τη σύνοδο στη Φερράρα. Ο μαρκήσιος είχε συμφωνήσει να διαθέσει στον πάπα δωρεάν σπίτια και κρεβάτια, καθώς και τρόφιμα ημερησίως για τούς Γραικούς σε καθορισμένη ποσότητα λίτρων, την οποία δεν γνωρίζω. Με αυτή τη συμφωνία έκανε ο πάπας εκεί τη σύνοδο. Ο μαρκήσιος διπλασίασε τούς συνηθισμένους φόρους212 και εισέπραξε μεγάλο εισόδημα, επειδή συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από 5.600 ξένοι. Επίσης οι πωλητές διπλασίασαν τις τιμές όλων των ειδών που πωλούσαν.

Έδωσε λοιπόν ο μαρκήσιος σπίτια σε όλους εμάς, αλλά κρεβάτια μόνο σε όσους βρίσκονταν στην πατριαρχική κατοικία. Οι υπόλοιποι αθλούμασταν χωρίς τη θέλησή μας στη στρωματσάδα.213 Όσες φορές, υποφέροντας από αυτά, λέγαμε κάτι προς κάποιον από τούς παπικούς, τίποτε άλλο δεν ακούγαμε, παρά μόνον «αμπέας πατιέντζιαν»,214 δηλαδή «έχετε υπομονή» και γιάτρευαν τη στρωματσάδα μας με τέτοια λόγια. Ήθελαν λοιπόν οι τού πάπα να δίνει ο μαρκήσιος και τα τρόφιμα, όπως είχαν συμφωνήσει. Αλλά καθώς ο αυτοκράτορας δεν πείστηκε καθόλου γι΄ αυτό, συμφώνησαν να δίνουν δουκάτα.215 Και αποφάσισαν να δίνουν στους μεν προσκεκλημένους και ονομαστικά παρόντες μαζί με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη από τέσσερα φλουριά τον μήνα στον καθένα,216 στους δε υφισταμένους και υπηρέτες από τρία. Κι έδιναν κάθε μήνα 30 φλουριά στον αυτοκράτορα, 25 στον πατριάρχη και 20 στον αδελφό τού αυτοκράτορα και τα ονόμαζαν αυτά οι Λατίνοι επιβολή. Αυτά λοιπόν είχαν συμφωνηθεί τις πρώτες ημέρες τής άφιξής μας στη Φερράρα, αλλά εκείνοι δεν έλεγαν ακόμη τίποτε για καταβολή των χρημάτων. Αν και οι άλλοι στη Βενετία πριν καν ζητήσουμε, μάς έδιναν τα φλουριά ευχαρίστως και φιλοτίμως, τώρα στη Φερράρα αν και ζητήσαμε, αφού είχε περάσει ενάμισης μήνας από τα χρήματα που είχαμε πάρει στη Βενετία, δεν θέλησαν καθόλου να μάς δώσουν κάτι, πριν217 πειστούν και ακολουθήσουν οι δικοί μας αυτά που πίστευαν εκείνοι για τον τρόπο που θα κάθονταν οι συμμετέχοντες και θα γινόταν η κήρυξη τής έναρξης τής συνόδου. Και όταν συμφώνησαν οι δικοί μας με αυτά που εκείνοι θέλησαν και ζήτησαν, τότε, στις 2 Απριλίου, έδωσαν κι αυτοί στους ανθρώπους τής δικής μας Εκκλησίας 691 φλουριά έναντι μηνιαίων οδοιπορικών.

43. Ορισμός των τοποτηρητών των πατριαρχών τής Ανατολής218

Εξαιτίας τής ασθένειας τού πατριάρχη μετατέθηκε η ανακήρυξη για τις 9 Απριλίου. Στο διάστημα αυτό συσκέπτονταν ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης για τη ρύθμιση τού ζητήματος των τοποτηρητών. Γιατί τα γράμματα των πατριαρχών, που είχαν έλθει με τον Αντίοχο, έδιναν στον Ηρακλείας μαζί με άλλο ένα πρόσωπο την τοποτήρηση τού Αλεξανδρείας, στον Ρωσίας μαζί με τον πνευματικό κυρ Γρηγόριο την τοποτήρηση τού Αντιοχείας, και στον Εφέσου και τον Σάρδεων την τοποτήρηση τού Ιεροσολύμων. Τα γράμματα αυτά μεταφέραμε στους προαναφερθέντες ο μεν κυρ Ιωάννης Χρυσοκέφαλος από τον αυτοκράτορα κι εγώ από τον πατριάρχη. Τόσο με τα μηνύματα που τούς μεταφέραμε, όσο και με δικά μας λόγια, τούς πείσαμε και δέχτηκαν τις τοποτηρήσεις και πήραν και τα γράμματα πριν αναχωρήσουμε από την Κωνσταντινούπολη. Στη Φερράρα όμως βρέθηκαν άλλα γράμματα, όπως νομίζω και διπλά, υπογεγραμμένα όμως από τούς πατριάρχες και γνήσια, που άλλαζαν τα πρόσωπα. Ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης, αφού πήραν στα χέρια τους τα γράμματα που είχαμε προηγουμένως μεταφέρει εμείς στους τοποτηρητές και όλα τα άλλα γράμματα, τα εξέτασαν με προσοχή, τα σύγκριναν και επέλεξαν τρία απ΄ όλα αυτά, στα οποία περιέχονταν ως τοποτηρητές τού Αλεξανδρείας ο Ηρακλείας και ο πνευματικός κυρ Γρηγόριος, ως τοποτηρητές τού Αντιοχείας ο Εφέσου και ο Ρωσίας, και ως τοποτηρητής τού Ιεροσολύμων μόνο ο Σάρδεων. Τα επικύρωσαν λοιπόν και τα έστειλαν στους προαναφερθέντες με τον Τουρνόβου, τον μεγάλο χαρτοφύλακα και μένα, ενώ ήταν μαζί μας και ο κυρ Μανουήλ ο Βουλλωτής ως απεσταλμένος τού αυτοκράτορα.

44. Οι Ηρακλείας και Εφέσου δέχονται τελικά να είναι τοποτηρητές219

Πήγαμε λοιπόν στον Ηρακλείας, τού είπαμε λόγια από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, καθώς και πολλά δικά μας, αλλά δεν τον βρήκαμε να πείθεται, παρά το γεγονός ότι στην Κωνσταντινούπολη είχε συμφωνήσει αμέσως. Γι΄ αυτό κάναμε μαζί του μεγάλη συζήτηση. Εκείνος έλεγε:

«Δεν θέλω να είμαι τοποτηρητής κάποιου, αλλά θεωρώ καλύτερο να συμμετέχω στη σύνοδο απλώς ως Ηρακλείας».

Αναγκαστήκαμε λοιπόν, από κοινού και ιδιαιτέρως ο καθένας, να τον ικετεύουμε και να τον παρακαλάμε να δεχτεί την τοποτήρηση και τού λέγαμε:

«Δεν πρόκειται να φύγουμε από εδώ άπρακτοι».

Ύστερα λοιπόν από τα πολλά λόγια και την παρέλευση αρκετής ώρας, δέχτηκε το γράμμα σχεδόν χωρίς τη θέλησή του. Είδαμε και τον πνευματικό και είπαμε σε αυτόν τις εντολές και τα μηνύματα από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη. Εκείνος αποκρίθηκε ότι και προηγουμένως γνώριζε και τώρα άκουγε για το θέμα αυτό. Θα σκεφτόταν λοιπόν και θα έκανε εκείνο που θα τού φαινόταν κατάλληλο. Ύστερα όμως δέχτηκε το γράμμα.

Έπειτα πήγαμε στον Εφέσου. Τού είπαμε λόγια από τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη για την τοποτήρηση τού Αντιοχείας και τον βρήκαμε να μην έχει καμία διάθεση να το δεχτεί. Για τον λόγο αυτόν προσπαθούσαμε να τον πείσουμε με παρακάλια και με πειστικά επιχειρήματα. Αλλά εκείνος διαφωνούσε, παραπονιόταν κι έλεγε:

«Όταν ήμουν ιερομόναχος, με έκαναν τοποτηρητή τού Αλεξανδρείας, ενώ τώρα που έγινα επίσκοπος Εφέσου, με υποβιβάζουν στην τοποτήρηση τού Αντιοχείας.220 Δεν το δέχομαι. Θα συμμετάσχω στη σύνοδο απλώς ως Εφέσου».

Ενώ λοιπόν τού λέγαμε πολλά και τον συμβουλεύαμε ότι δεν έπρεπε να διαμαρτύρεται τόσο πολύ, γιατί ήταν ανάρμοστο για την αρετή και την πνευματική του κατάσταση, καθώς και ότι δεν είχαν μάθει οι πατριάρχες ότι είχε χειροτονηθεί Εφέσου, αφού ακόμη ως ιερομόναχο τον έγραφαν, δεν τον πείθαμε καθόλου. Τότε αναγκάστηκα και τού είπα:

«Στην Κωνσταντινούπολη δέχτηκες την τοποτήρηση τού Ιεροσολύμων όντας ήδη Εφέσου, ενώ σού δώσαμε και το γράμμα μαζί με τον Χρυσοκέφαλο, αλλά τώρα δεν θέλεις να δεχτείς την τοποτήρηση τού Αντιοχείας».

Και είπε:

«Ούτε εκείνη την τοποτήρηση δέχτηκα, αλλά αφήσατε το γράμμα και φύγατε. Ο αδελφός μου ο νομοφύλαξ το κράτησε και το έφερε εδώ».

Κι εγώ είπα:

«Δεν είναι σωστό να διαφωνείς για τέτοια πράγματα».

Πάλι λοιπόν, αφού τον κολακεύσαμε με άξια επιχειρήματα και πολλές συμβουλές, επειδή και από την προηγούμενη συζήτηση είχε γίνει πιο πράος, ενώ κι εμείς δεν τού αφήναμε προοπτική διαφυγής, συμφώνησε τελικά και δέχτηκε το γράμμα.

Ύστερα πήγαμε στον Σάρδεων. Εκείνος πειθάρχησε αμέσως στην εντολη τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη και δέχτηκε το γράμμα. Τα κάναμε όλα αυτά την Κυριακή των Βαΐων,221 από το απομεσήμερο μέχρι το σούρουπο. Επειδή όμως ήταν στενοχωρημένος και ο Μονεμβασίας, γιατί όταν τον έπεισαν να παραιτηθεί από τον θρόνο τής Τραπεζούντος και να τοποθετηθεί αλλού,222 είχε ζητήσει να έχει την τοποτήρησή της και μεχρι εκείνη την ώρα δεν τού είχε δοθεί, τού έδωσαν την τοποτήρηση τού Αγκύρας.

45. Η θέση που δόθηκε στους αξιωματούχους τού πατριάρχη223

Αλλά εδώ θέλω ν΄ αναφέρω και για τη δική μας τάξη. Οι πρώτοι άρχοντες τής Μεγάλης Εκκλησίας, οι σταυροφόροι, οι και εξωκατάκηλοι ονομαζόμενοι,224 είχαν θέση ανάμεσα στους θρόνους τόσο σε συνοδικές ή ιδιωτικές συναντήσεις, όσο και σε συγκεντρώσεις και συνεδριάσεις, ώστε να βρίσκονται πάντοτε κοντά στον πατριάρχη. Ήσαν πέντε και τού ιδίου βαθμού, με αρμοδιότητες όπως οι πέντε αισθήσεις τού πατριάρχη.225 Και όπως οι πέντε αισθήσεις δεν βρίσκονται σε απόσταση από τον άνθρωπο, έτσι ούτε αυτοί οι πέντε βρίσκονταν ποτέ σε απόσταση από τον πατριάρχη226 και γι΄ αυτό κάθονταν μπροστά ακόμη και από τούς αρχιερείς και ονομάζονταν προκαθήμενοι τής συνόδου, αν και κάθονταν σε σκαμνιά, ενώ μόνο οι αρχιερείς και ιδιαίτερα οι μητροπολίτες κάθονταν σε καθίσματα μορφής θρόνου.

Στη Φερράρα λοιπόν, όταν συγκεντρωθήκαμε οι αρχιερείς κι εμείς γύρω από τον πατριάρχη, ζητήσαμε να τηρηθεί η κατάταξή μας. Πράγμα που δεν έγινε. Μιλήσαμε και πάλι στον πατριάρχη για το θέμα αυτό και δεν απάντησε. Τού είπαμε πολλές φορές για το θέμα και δεν μάς έδωσε καμία εξήγηση. Θεωρώ ότι το έκανε συνειδητά και μάς απομάκρυνε από αυτόν. Αναφέραμε για το θέμα αυτό και όταν ετοιμάζονταν τα καθίσματα τής συνόδου και ούτε τότε μάς είπε ο πατριάρχης κάτι. Αναγκαστικά λοιπόν καθόμασταν όπως τύχαινε και στις εισηγήσεις και στις απαντήσεις και στις συζητήσεις.

Επειδή οι ευρισκόμενοι κοντά στον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη μιλούσαν και απαντούσαν, ενώ εμείς βρισκόμασταν πάντοτε να καθόμαστε μαζί με τουλάχιστον άλλους πέντε, δέκα ή δεκατρείς, γι΄ αυτό σιωπούσαμε χωρίς τη θέλησή μας, μη μπορώντας να φωνάξουμε δυνατά για ν΄ απαντήσουμε ή να συνηγορήσουμε από τη μεγάλη απόσταση στην οποία βρισκόμασταν. Όταν ζητιόταν η γνώμη μας, τη λέγαμε συνοπτικά κι αυτό σπάνια. Όμως το σταμάτησαν κι αυτό εντελώς, αφού δεν αποδέχονταν ούτε καν αυτό, όπως θ΄ αναφέρουμε. Και τα συγκεκριμένα λόγια που θέλαμε να πούμε παρέμεναν εντελώς βουβά, επειδή, για πολλούς λόγους, είχαμε επιβάλει σιωπή στους εαυτούς μας.

46. Ο πατριάρχης ζητάει μεγάλη εκκλησία για τις γιορτές227

Ο πατριάρχης ζήτησε από τον πάπα μεγάλη εκκλησία ενός των μοναστηριών για να λειτουργήσει τις γιορτές. Αυτό δεν φάνηκε καλό στους περισσότερους από εμάς και ιδιαίτερα στον πνευματικό Γρηγόριο, που επέκρινε και κατηγορούσε πολύ την εξέλιξη αυτή κι έδιωχνε εκείνους που την αποδέχονταν, γιατί με τον τρόπο αυτό προδεσμεύονταν για την ένωση με τούς Λατίνους. Ανάμεσα σε άλλα πολλά που έδειχναν ότι εκείνος δεν παραδεχόταν τα των Λατίνων, είπε κι αυτό ενώπιον τού πατριάρχη και των αρχιερέων και όλων μας:

«Όταν μπω σε ναό Λατίνων, δεν προσκυνώ κανέναν από τούς εκεί αγίους, επειδή δεν γνωρίζω κανένα. Τον Χριστό ίσως μόνο γνωρίζω, αλλά ούτε εκείνον προσκυνώ, γιατί δεν γνωρίζω πώς επιγράφεται. Κάνω όμως τον σταυρό μου και προσκυνώ. Τον σταυρό λοιπόν που κάνω προσκυνώ και τίποτε άλλο από τα πράγματα που βλέπω εκεί».

Τέτοια διάθεση μάς έδειχνε εξ αρχής να έχει απέναντι σε όλα τα λατινικά και απέρριπτε εντελώς την προσέλευσή μας στις δικές τους εκκλησίες. Αυτά λοιπόν.

47. Άρνηση τού επισκόπου τής Φερράρας228

Ο πάπας αποκρίθηκε ως εξής στο αίτημα τού πατριάρχη:

«Αυτό δεν είναι δική μας αρμοδιότητα αλλά τού επισκόπου τής Φερράρας και σ΄ εκείνον ας υποβληθεί το αίτημα».

Ειδοποιήθηκε λοιπόν ο επίσκοπος και είπε:

«Στις μεγαλύτερες εκκλησίες δεν εκκλησιάζονται μόνο οι μοναχοί, αλλά και άρχοντες και λαός πολύς. Σε αυτές λοιπόν τις γιορτές ούτε οι μοναχοί μπορούν να παραιτηθούν από τη δική τους λειτουργία και ψαλμωδία ή να λειτουργήσουν κάπου αλλού, ούτε οι εξωτερικοί ν΄ αφεθούν ανεκκλησίαστοι και να στερηθούν τις τελετές που συνηθίζουν. Από τις μικρότερες εκκλησίες καμία δεν θα τούς εξυπηρετήσει, ούτε θα τούς αρέσει, γιατί θα είναι μικρή. Γι΄ αυτόν τον λόγο δεν έχω να δώσω στον πατριάρχη εκκλησία».

Κι όταν ο πατριάρχης έστειλε πάλι μήνυμα για εκκλησία, είπαν οι τού πάπα:

«Επειδή στη συμφωνία, δηλαδή στο δεκρέτο, δεν γράφεται ότι πρέπει να σάς δώσω εκκλησία και επειδή δεν σάς υποσχεθήκαμε κάτι τέτοιο, δεν θα σάς δώσουμε».

48. Η τελετή έναρξης τής συνόδου. Η απουσία τού πατριάρχη229

Και ο πάπας πίεζε να γίνει η ανακήρυξη. Επειδή λοιπόν ήταν άρρωστος ο πατριάρχης και δεν μπορούσε να έρθει στη σύνοδο, δεν γνωρίζω για ποιον λόγο, είτε από αρρώστια, είτε λόγω τής άρνησης να τού φτιάξουν αυτοσχέδιον ουρανό,230 έκανε έγγραφη προτροπή προς τούς αρχιερείς.231 Όταν πήγαν αυτοί στον ναό τού Αγίου Γεωργίου,232 μπροστά οι τοποτηρητές, παρόντες και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, με προκαθήμενο τον πάπα μαζί με τούς δικούς του όπως είχε συμφωνηθεί, και από το άλλο μέρος τον αυτοκράτορα, τούς τοποτηρητές και τούς αρχιερείς, με τον δεσπότη στα δεξιά τού αυτοκράτορα και στη συνέχεια τούς συγκλητικούς άρχοντες και τούς υπόλοιπους, όταν κάθησαν όλοι ανάλογα με τη σειρά τους, ανέβηκε στον άμβωνα233 από τούς Λατίνους επισκόπους ο τού Πόρτο και διάβασε λατινικά το γράμμα τής ανακήρυξης,234 ενώ από τούς δικούς μας ο Μυτιλήνης235 και το διάβασε ελληνικά, γιατί ήταν γραμμένο και στις δύο γλώσσες.236 Κι έτσι τελέστηκε η ανακήρυξη τη Μεγάλη Τετάρτη 9 Απριλίου.

49. Διαφωνίες προβαδίσματος μεταξύ Ορθοδόξων αρχιερέων237

Η τότε ρύθμιση για τις τοποτηρήσεις των αρχιερέων προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο σε κάποιους από αυτούς. Ο Εφέσου λυπήθηκε βλέποντας ότι δόθηκε στον πνευματικό κυρ Γρηγόριο η θέση τού τοποτηρητή τού πατριάρχη Αλεξανδρείας και ότι ο πνευματικός, όντας ιερομόναχος, θα καθόταν μπροστά από αυτόν που ήταν επίσκοπος. Δεν το ανεχόταν και παραιτήθηκε και από τη θέση τού τοποτηρητή τού Αντιοχείας, την οποία είχε δεχτεί. Κι ο πνευματικός πάλι, όταν το έμαθε αυτό, δεν κάθησε στο σκαμνί αλλά κάτω στο πάτωμα. Κι έτσι κάθησε ο Εφέσου ως Αντιοχείας. Σκανδαλίστηκε όμως και ο πνευματικός, επειδή ο Εφέσου είχε αδικαιολόγητα στενοχωρηθεί με αυτόν και ίσως για ν΄ αποφύγει σκάνδαλο δεν κάθησε μπροστά από τον Εφέσου, αλλά κάθησε αλλού, όπου να΄ ναι, ρίχνοντας τον εαυτό του εκεί σαν άνθρωπος που μετέφερε βάρος, προφανώς ταπεινωμένος και χωρίς να νοιάζεται για το αξίωμα τού τοποτηρητή. Όμως, από μια τέτοια φτηνή και τιποτένια αιτία, ξεκίνησε ο φοβερός διχασμός των δικών μας, στον οποίο θ΄ αναφερθούμε αργότερα.

Και ο Κυζίκου, μετά τις γιορτινές ημέρες τού Πάσχα, βγαίνοντας από την κατοικία του χωρίς μανδύα και διασχίζοντας την αγορά και τις λεωφόρους τής Φερράρας, έχοντας δύο καλόγερους να τον ακολουθούν και να κουβαλούν τον αρχιερατικό μανδύα, ανέβηκε έτσι στον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα και ζητούσε να παρουσιαστεί ενώπιόν του. Βλέποντάς τον οι άρχοντες και αρνούμενοι να συζητήσουν μαζί του με τέτοια εμφάνιση, τού ζητούσαν να φορέσει τον μανδύα. Κι εκείνος έλεγε:

«Δεν θέλω πια να είμαι αρχιερέας, επειδή τοποθετήθηκε μπροστά μου ο Μονεμβασίας. Θέλω να δω τον αυτοκράτορα και θ΄ αφήσω και τον μανδύα εδώ».

Κι όταν τού είπαν οι άρχοντες,

«δεν θα μπορέσεις να δεις τον αυτοκράτορα, επειδή είναι άρρωστος και ούτε εμείς τον είδαμε»,

τα έβαλε μαζί τους κι έλεγε ότι δεν θα έφευγε από την αυτοκρατορική κατοικία, αν δεν έβλεπε τον αυτοκράτορα. Αναγκάστηκαν λοιπόν οι άρχοντες, ύστερα από πολλά παρακάλια, συμβουλές και υποσχέσεις, να τού πουν ότι θα φρόντιζαν οι ίδιοι ώστε να τού γινόταν η πρέπουσα αποκατάσταση από τον αυτοκράτορα. Μόνο έτσι τον μαλάκωσαν κι έφυγε για το σπίτι του, αλλά χωρίς τον μανδύα.

Τέτοιο πρόλογο μάς πρόσφεραν τα εγκαίνια τής οικουμενικής συνόδου για την προβλεπόμενη ένωση. Γιατί αντί να φέρουν το ξεκίνημα μιας ένωσής μας με εκείνους από τούς οποίους ήμασταν χωρισμένοι, πρόσφεραν την αρχή σχισμάτων και διαστάσεων ανάμεσα και σ΄ εμάς τούς ίδιους.

<-3. Η απόφαση για τη συμμετοχή σε Σύνοδο στο εξωτερικό 5. Τα προκαταρκτικά τής Συνόδου στη Φερράρα->
error: Content is protected !!
Scroll to Top