<-5. Τα προκαταρκτικά τής Συνόδου στη Φερράρα | 7. Το αδιέξοδο τής Συνόδου στη Φερράρα-> |
Κεφάλαιο 6: Οι συνεδριάσεις τής Συνόδου στη Φερράρα
Όταν όμως ξεπεράσαμε
τις διαφωνίες στο θέμα
που συζητούσαμε τότε,
μάς έδωσαν
για τούς δύο περασμένους μήνες,
δηλαδή για τα τέταρτα και τα πέμπτα
μηνιαία οδοιπορικά,
στις 21 Οκτωβρίου
1.218 φλουριά.
Περιεχόμενα κεφαλαίου1
Εδώ περιέχονται τα γεγονότα τού περιορισμού μας στη Φερράρα και η εκεί καθυστέρηση. Και για την προετοιμασία των συνοδικών διαλέξεων. Και πώς έγιναν οι διαλέξεις. Και για τούς τρόπους και τη συμπεριφορά τού πνευματικού.
1. Ο πρώτος περιορισμός των Γραικών2
Υπάρχει ένας κανόνας στις λατινικές επαρχίες και πόλεις, που τηρείται αυστηρά: δεν επιτρέπεται σε κανένα να βγαίνει ή να πηγαίνει από μια πόλη ή επαρχία σε άλλη, χωρίς την έγκριση και τη σφραγίδα, τη βούλλα, των εκεί αρχόντων.3 Ο κανόνας τηρείται για όλους, από τούς πρώτους μέχρι τούς τελευταίους, ακόμη και για τούς προσκυνητές, τούς ονομαζόμενους πελεγρίνους.4 Χωρίς βούλλα κανένας δεν μπορεί να οδοιπορήσει. Μόλις λοιπόν μαζευτήκαμε όλοι εμείς στη Φερράρα, ειδοποίησε ο αυτοκράτορας τον μαρκήσιο, τον άρχοντα τής Φερράρας, να διατάξει εκείνους που παραχωρούσαν τη βούλλα, να μην παρέχουν βούλλα σε κανέναν από τούς Γραικούς, αν πρώτα δεν έβλεπαν αυτοκρατορική βούλλα. Ακολουθούσε λοιπόν ο μαρκήσιος την εντολή τού αυτοκράτορα.
Επίσης όρισε ο αυτοκράτορας τον Ιάγαρι,5 τον οποίον είχε εκεί ως δεύτερο μεσάζοντα, αν ποτέ ήθελε κάποιος να βγει από την πόλη και να πάει αλλού, να ερχόταν και να το έλεγε στον Ιάγαρι. Εκείνος να εξέταζε πού και για ποιόν λόγο ήθελε να φύγει κάποιος και να το ανέφερε στον αυτοκράτορα κι αν αυτός συμφωνούσε, τότε να πρόσταζε και να χορηγούσε ο Ιάγαρις τη βούλλα, ενώ αν δεν συμφωνούσε, τότε να τον εμπόδιζε. Γίνονταν λοιπόν αυτά έτσι όπως γράφεται εδώ και μάς γνωστοποιήθηκε ο πρώτος μας περιορισμός, ενώ θ΄ αναφερθούν και οι υπόλοιποι στα αντίστοιχα σημεία τής αφήγησης. Καθόμασταν λοιπόν υποφέροντας, όχι μόνο για τα τρέχοντα και μελλοντικά δεινά που θα έπεφταν πάνω μας, αλλά και για την αφαίρεση τής ελευθερίας, επειδή είχαμε κλειστεί μέσα σαν δούλοι.
2. Τρεις κληρικοί εγκαταλείπουν τη σύνοδο και φεύγουν στην Κωνσταντινούπολη6
Καθώς μάλιστα πέρασαν τρεις και περισσότεροι μήνες7 και δυσκολεύονταν όλοι από τα δεινά τής ξενιτιάς, τη στενότητα των πραγμάτων και τη στέρηση τού σιτηρέσιου, ενώ ακούγονταν και οι φόβοι τού Νικολό Πιτζινή, αναγκάστηκαν τρεις κληρικοί και βρήκαν τρόπο (γιατί η ανάγκη προωθεί την επινοητικότητα και την εφευρετικότητα). Αφού λοιπόν πήραν σφραγίδα, έφτασαν στη Βενετία. Το έμαθε ο πατριάρχης, το θεώρησε φοβερό κι έγραψε αμέσως στον δόγη τής Βενετίας. Εκείνος τούς βρήκε και τούς έστειλε στον πατριάρχη. Τούς επέκρινε λοιπόν ο πατριάρχης, έδειξε μεγάλη στενοχώρια και τούς απείλησε φοβερά. Κι εκείνοι τού είπαν ανοιχτά:
«Δεν μπορούμε πια να ταλαιπωρούμαστε εδώ, δεν θα παραμείνουμε χωρίς τη θέλησή μας, ούτε ανεχόμαστε να στερηθούμε την ελευθερία μας και δεν είμαστε δεμένοι με τα δεσμά τής δουλείας. Θα φύγουμε και κάνε ό,τι θελήσεις».
Και ύστερα από μερικές ημέρες έφυγαν από την πόλη και πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατριάρχης έγραψε στον σακκελίου να τούς κρατήσει σε αδράνεια, εκτός ιεροσύνης, ενώ, αν παρέβαιναν την αργία που τούς επιβαλλόταν, να πρόσταζε τούς υπηρέτες8 να τούς δείρουν καταγής στη λεωφόρο τού μιλίου.9 Έτσι έμαθε αυτός ο πνευματικός άνδρας να τιμά τούς υπηρέτες τού Αγίου Πνεύματος. Και με τέτοιες ελπίδες παρηγορούσε τούς εκεί ταλαιπωρούμενους.
3. Η απασχόληση τού αυτοκράτορα με το κυνήγι10
Ο αυτοκράτορας ζητούσε να τού δοθούν άλογα από τον πάπα, για να κάνει ιππασία αυτός και οι άρχοντες. Όταν λοιπόν πέρασαν τρεις μήνες, ύστερα από πολλές αιτήσεις τού έστειλε έντεκα αλογάκια, που δεν είχαν κανένα προτέρημα αλόγου. Αφού λοιπόν κανένα δεν ήταν κατάλληλο για τον αυτοκράτορα, έτυχε μάλιστα να βρεθεί εκεί κοντά ο Γουδέλης,11 ερχόμενος από τη Ρωσία, αγόρασε από αυτόν ο αυτοκράτορας ένα άλογο, το οποίο ίππευε και πήγαινε για κυνήγι. Τα υπόλοιπα άλογα τού Γουδέλη τα αγόρασε ο δεσπότης κυρ Δημήτριος. Όταν λοιπόν βρήκε ο αυτοκράτορας ένα μοναστήρι, που απείχε από τη Φερράρα έξι περίπου μίλια,12 κατοίκησε σε αυτό μαζί με λίγους άρχοντες, στρατιώτες και προσωπικούς του φρουρούς,13 αφήνοντας τούς περισσότερους στη Φερράρα και ασχολούμενος συνεχώς με το κυνήγι,14 χωρίς να κάνει κουβέντα για τα εκκλησιαστικά.
4. Επίσκεψη τού πατριάρχη και κληρικών του στην κατοικία τού πάπα15
Επίσης ο πάπας προσκάλεσε τον πατριάρχη να περάσει μια μέρα μαζί του. Τού έστειλε και άλογα και πήγαν ο πατριάρχης και οι άρχοντες τού δικού του κλήρου, καθώς και μερικοί από τούς αρχιερείς στην αυλή τού πάπα. Ο πάπας και ο πατριάρχης μιλούσαν απομονωμένοι με διερμηνέα τον Χριστόφορο μέχρι την ώρα τού γεύματος. Τότε οδήγησαν τον πατριάρχη στο δικό του δωμάτιο και ετοίμασαν το γεύμα τού πάπα. Κουβαλούσαν τούς δίσκους16 από το δομεστίκιο17 με κλειδωμένα χάλκινα κιβωτίδια, ενώ με τον ίδιο τρόπο τού πήγαν το κρασί και το νερό. Ακόμη και το πηγάδι από το οποίο αντλούσαν το νερό ήταν κλειδωμένο. Υστερα ετοίμασαν και το γεύμα τού πατριάρχη. Αφού έφαγε κι αυτός, ξεκουραζόταν σ΄ εκείνο το δωμάτιο. Έπειτα ετοίμασαν και το δικό μας γεύμα σε άλλο δωμάτιο, σε δύο τραπέζια. Βρίσκονταν μαζί μας τίμιοι άρχοντες καθώς και ο ασημογράφος, που καθόταν σε υπερυψωμένο κάθισμα για να καταγράφει τα σκεύη, επειδή όλα ήσαν ασημένια, ακόμη και τα πιάτα.18 Κάποιοι από τούς δικούς μας έφυγαν στα δωμάτιά τους χωρίς να γευματίσουν, υποπτευόμενοι ότι θα τούς δηλητηρίαζαν.
Υστερα από τον υπνάκο μετά το γεύμα, μπήκε πάλι ο πατριάρχης στου πάπα και καθόταν εκεί μιλώντας μαζί του. Κατά το σούρουπο βγήκε, κάθησε στο προαναφερθέν δωμάτιο, μάς έφεραν δαμασκηνά κουφέτα και κρασί κι έτσι επιστρέψαμε με τον πατριάρχη στα δωμάτιά μας. Οι άλλοι δικοί μας φοβήθηκαν. Αν και ήρθαν λοιπόν αργότερα στον περίπατο με τον πατριάρχη, ωστόσο δεν θέλησαν ν΄ ακουμπήσουν ούτε φρούτο και δεν ήπιαν ούτε σταγόνα.
5. Ο μαρκήσιος τής Φερράρας ζητά να περιοριστεί το κυνήγι19
Και ο μαρκήσιος, καθώς έβλεπε το υπερβολικό κυνήγι τού αυτοκράτορα και τη φθορά των κτημάτων, ειδοποίησε μέσω κάποιου τον αυτοκράτορα να μετριαστεί κάπως το κυνήγι, για να μην καταστρέφονται τα κτήματα των ανθρώπων. Πρόσθεσε μάλιστα:
«Εγώ κουβάλησα από αλλού τα περισσότερα από τα ζώα, τα ορτύκια και τούς φασιανούς, επιθυμώντας να τα εγκαταστήσω σε αυτόν τον τόπο. Παρακαλώ λοιπον να μετριαστεί το κυνήγι».
Ο αυτοκράτορας αγνόησε εντελώς την παράκληση, αν και εύρισκε πάντοτε πολλή τιμή, εξυπηρέτηση και φιλοφροσύνη από τον μαρκήσιο. Κι όταν ύστερα από μέρες ο μαρκήσιος ειδοποίησε πάλι για τα ίδια, τότε ο αυτοκράτορας έκανε ακόμη μεγαλύτερη κατάχρηση στο κυνήγι.
6. Άκαρπες εκκλήσεις των Γραικών κληρικών20
Κι εμείς καθόμασταν άσκοπα, ταλαιπωρούμασταν μάταια και γκρινιάζαμε, υποφέροντας και από τη μη καταβολή τού σιτηρέσιου. Γιατί δεν γινόταν κουβέντα για καταβολή του. Καθώς λοιπόν βλέπαμε να περνάει η τετράμηνη προθεσμία, αρχίσαμε να λέμε στον πατριάρχη:
«Ορίστε! Η τετράμηνη προθεσμία περνάει. Πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε και να ετοιμάσουμε, αν χρειάζεται κάτι να διορθωθεί στη σχεδιαζόμενη κατάσταση τής συνόδου».
Κι αυτός έλεγε:
«Δεν πέρασε ακόμη η προθεσμία»
και δεν είχαμε τίποτε να τού πούμε. Όταν αυτή πέρασε, τού είπαμε:
«Πέρασε πια η προθεσμία. Δεν υπάρχει λοιπόν λόγος να συνεχίζουμε να περνάμε άσκοπα τον καιρό μας στο εξωτερικό».
Κι εκείνος επιφυλασσόταν, ισχυριζόμενος:
«Δεν έχουμε κάτι να κάνουμε, όσο λείπει ο αυτοκράτορας».
Ύστερα από λίγες ημέρες τα βάλαμε πάλι με τον πατριάρχη και απαιτήσαμε να ειδοποιήσει τον αυτοκράτορα, πράγμα που έκανε. Απάντησε λοιπόν ο αυτοκράτορας:
«Περιμένουμε πρέσβεις από τούς βασιλείς και τούς ηγεμόνες. Περιμένουμε επίσης περισσότερους επισκόπους και καρδιναλίους. Πώς λοιπόν ν΄ αρχίσουμε τη σύνοδο πριν έλθουν εκείνοι; Δεν ήρθαμε να κάνουμε τη σύνοδο μόνο με τούς κατοίκους τής Φερράρας».
Αναγκαστικά λοιπόν, καθόμασταν χωρίς τη θέλησή μας.
7. Η επιδημία τής Φερράρας21
Στο μεταξύ ξαπλώθηκε στη χώρα επιδημία22 και καθημερινά πέθαιναν πολλοί από τη βουβωνική πανούκλα. Πέθαναν έτσι και οι περισσότεροι από τούς καρδιναλίους και επισκόπους. Στην ανακήρυξη τής συνόδου υπήρχαν έντεκα καρδινάλιοι και εκατόν πενήντα επίσκοποι,23 ενώ όταν άρχισε η σύνοδος είχαν απομείνει πέντε καρδινάλιοι και πενήντα επίσκοποι. Αλλά οι δικοί μας επέζησαν όλοι, όλοι ανάμεσα σε αυτούς που πέθαιναν. Ούτε πέθανε, ούτε αρρώστησε κάποιος δικός μας τον καιρό εκείνου τού θανατικού κι αυτό φάνηκε παράδοξο. Μόνο στο σπίτι τού Ρωσίας αρρώστησαν και πέθαναν οι περισσότεροι από τη Ρωσία.24
8. Οι πενηντατέσσερις αιρέσεις των Γραικών25
Οι Λατίνοι λοιπόν διέδωσαν εναντίον μας ότι έχουμε πενηντατέσσερις αιρέσεις. Το έγραψαν σε τετράδια και τα άπλωσαν στην αγορά για πώληση. Το ακούσαμε κι εμείς, το θεωρήσαμε πολύ κακό και είπαμε στον πατριάρχη:
«Τι είδους σύνοδο θα κάνουν με εμάς, αυτοί που λένε και γράφουν ότι έχουμε τόσες πολλές αιρέσεις; Πώς θα προχωρήσουμε σε συζητήσεις με εκείνους; Το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί».
Και είπαμε όλοι πολλά γι΄ αυτό στον πατριάρχη. Ήσαν τότε παρόντες και οι Δισύπατοι, που προσπαθούσαν να μάς κάνουν να σωπάσουμε λέγοντας:
«Αυτά είναι δουλειές κουτών ανθρώπων. Ούτε η σύνοδος τού πάπα, ούτε κανένας από τούς δικούς τους χρήσιμους ανθρώπους δεν είπε κάτι τέτοιο εναντίον μας. Αντίθετα μάλιστα, μάς τιμούν και μάς επαινούν. Αυτά που ακούσατε ειπώθηκαν από κακούς και αμόρφωτους ανθρώπους και δεν χρειάζετε να σκανδαλιζόμαστε εμείς για λόγια κακών ανθρώπων και να μπερδεύουμε τα πράγματα».
Κι ενώ εμείς επιμέναμε και λέγαμε,
«χρειάζεται λοιπόν να εξεταστεί και να φανεί ότι κακοί άνθρωποι είναι εκείνοι που τα έγραψαν αυτά και πρέπει να εκπαιδευτούν από τούς καλούς»,
οι μέν Δισύπατοι μάς έλεγαν συμβουλευτικά να τα αφήσουμε αυτά και ο πατριάρχης μάς αντεκρουσε περιπαικτικά. Είπαμε λοιπόν κι εμείς:
«Αυτό που έκαναν εκείνοι δεν αφορά μόνο εμάς, αλλά όλους τούς Γραικούς. Αφού λοιπόν εσείς το παρατάτε, αναγκαστικά σιωπούμε κι εμείς, αν και δεν είναι αυτό το σωστό».
9. Επιμονή τού ελληνικού κλήρου να ξεκινήσει η σύνοδος26
Πέρασαν λοιπόν μερικές ημέρες και πάλι τα βάλαμε με τον πατριάρχη και απαιτήσαμε δύο και τρεις φορές να ειδοποιήσει τον αυτοκράτορα με τον Λακεδαιμονίας και μένα ως εξής:
«Πέρασε πολύς καιρός που καθόμαστε αδρανείς (γιατί πέρασε ένας μήνας και περισσότερο μετά την προθεσμία) και υποφέρουν και δεινοπαθούν και οι αρχιερείς και όλοι οι άλλοι. Γι΄ αυτό λοιπόν, αν συμφωνεί η αγία βασιλεία σου, έλα εδώ να συζητήσουμε τι πρέπει να γίνει».
Στο μήνυμα αυτό απάντησε ο αυτοκράτορας:
«Για το ζήτημα τού χρόνου, εγώ ξέρω καλύτερα από εσάς. Γνωρίζω ότι δεν είναι ακόμη ο κατάλληλος καιρός για να γίνει η σύνοδος. Όταν θεωρήσω εγώ ότι ο χρόνος είναι κατάλληλος, τότε θα γίνει η σύνοδος. Όσο γι΄ αυτό που λέτε ότι υποφέρουν, πραγματικά απορώ. Δηλαδή πόσον καιρό είναι κιόλας εδώ; Ούτε δύο χρόνια περιμένουν, ούτε τρία. Και ποιο είναι το κακό που έπαθαν; Και για ποιόν λόγο ήρθαν εδώ; Προφανώς για να γίνει κάτι καλό για την πατρίδα. Αυτό δεν γίνεται εύκολα. Γίνεται μόνο με κόπους, δυσχέρειες και καθυστερήσεις. Δηλαδή δεν είναι καλόγεροι; Οι καλόγεροι πρέπει ν΄ αντέχουν στις δυσκολίες. Και γι΄ αυτό που λέτε να συζητήσουμε, καλό είναι να συζητάμε, αλλά τώρα δεν υπάρχει κάτι επείγον και γι΄ αυτό τώρα είναι περιττό να συζητήσουμε. Όταν χρειαστεί, θα γίνει αυτό με πρωτοβουλία μου. Φύγετε λοιπόν, συνεχίστε να ξεκουράζεστε. Κι όταν δώ εγώ ότι ο καιρός είναι κατάλληλος, τότε θα φροντίσω για τον τρόπο με τον οποίο θα γίνουν αυτά. Εμείς περιμένουμε και πρέσβεις από τούς βασιλείς και χρειάζεται να περιμένουμε ακόμη και γι΄ αυτούς».
Είχαν περάσει τότε πέντε περίπου μήνες, όπως πιστεύαμε, από την αναχώρηση τού Κρήτης για τη Γαλλία.27 Και πριν από λίγες ημέρες είχε έρθει, όπως έλεγαν, άνθρωπος από τη Γαλλία στον πάπα, στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη, ο οποίος, για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια, είπε ότι τον είχαν εφοδιάσει με απαντητικό μήνυμα ότι θα έρχονταν στη σύνοδο, πράγμα που δεν είχε γίνει από τη Γαλλία εδώ και πεντακόσια χρόνια:28
«Έρχονται λοιπόν με τριακόσια άλογα και στάλθηκα εγώ να σάς πληροφορήσω γι΄ αυτό».
Ύστερα από μερικές ημέρες γύρισε ο Κρήτης μόνος. Και ο παραλογισμός τού απαντητικού μηνύματος29 ήταν τόσο μεγάλος και βαρύς, που δεν πρόλαβαν να φτάσουν ούτε όταν εμείς είμασταν στην Ιταλία, ούτε όταν φύγαμε. Επιστρέψαμε κι εμείς από τον αυτοκράτορα και είπαμε τις απαντήσεις στον πατριάρχη. Κι όταν έμεινα μόνος μαζί του και ανέφερα ιδιαιτέρως όλα λεπτομερώς, τότε μού είπε ο πατριάρχης:
«Κοίτα τον, ούτε στ΄ αστεία δεν καταδέχεται να εξυπηρετήσει αυτούς τούς ταλαίπωρους και δυστυχισμένους».
10. Νέες παραστάσεις προς τον αυτοκράτορα για έναρξη τής συνόδου30
Περνούσαν λοιπόν οι μέρες κι εμείς στενοχωριόμασταν ἀδικα για τη χρονοτριβή και τα βάζαμε με τον πατριάρχη. Ύστερα από μερικές ημέρες έστειλε πάλι τον Εφέσου, τον Μολδοβλαχίας καί μένα να πούμε στον αυτοκράτορα το παρακάτω μήνυμά του:
«Πέρασε πολύς καιρός και με ειδοποίησε ο πάπας ότι δεν πρέπει να καθόμαστε αδρανείς, αλλά να προχωρήσουμε στη σύνοδο. Όλοι οι δικοί μας ταλαιπωρούνται και στενοχωριούνται, γιατί ούτε το σιτηρέσιο δίνεται. Παρακαλούμε λοιπόν τήν αγία βασιλεία σου, να έλθεις καί να βρεθείς στο παλάτι που σού έχει δοθεί, ώστε να συζητήσουμε και να πράξουμε τα σχετικά με τα εκκλησιαστικά. Άλλωστε γι΄ αυτά ήρθαμε εδώ. Το ίδιο ζητά και σκέφτεται και ο πάπας».
Κι ο αυτοκράτορας απάντησε:
«Γνωρίζω κι εγώ ότι πέρασε καιρός, αλλά δεν μού φαίνεται ακόμη ότι ο χρόνος είναι κατάλληλος για τη σύνοδο. Όσο γι΄ αυτό που λέτε ότι στενοχωριούνται οι δικοί μας, νομίζετε ίσως ότι οι τής άλλης πλευράς δεν στενοχωριούνται. Αλλά εγώ ξέρω ότι πολλοί από τούς δικούς τους επισκόπους στερούνται περισσότερα απ΄ όσα στερούνται οι δικοί μας. Και ξέρω ότι ένας από εκείνους πούλησε μια κούπα κι άλλος πούλησε μουλάρι που είχε και τρέφονται με αυτά τα χρήματα. Ωστόσο από τούς δικούς μας κανένας μέχρι τώρα δεν πούλησε κούπα η άλλο δικό του πράγμα. Ποια είναι λοιπόν η στέρηση για την οποία στενοχωριούνται; Και πώς ειδοποίησε ο πάπας τον πατριάρχη να γίνει η σύνοδος, ενώ σε μένα κανένας δεν είπε κάτι τέτοιο, αν και καθημερινά σχεδόν έρχονται σε μένα και καρδινάλιοι και επίσκοποι; Κι αν ήθελαν να πουν κάτι για τη σύνοδο, σε μένα θα το έλεγαν. Eγώ τούς έδωσα και αφορμές να συζητήσουμε το θέμα, αλλά εκείνοι δεν θέλησαν καθόλου ν΄ αναφερθούν σε αυτό. Μάλιστα και τώρα ήρθαν οι καρδινάλιοι ενώπιόν μας και δεν μού είπαν τίποτε για το θέμα. Γνωρίζω όμως από ποιους υποκινούνται αυτά τα λόγια. Γι΄ αυτό λέω: καθήστε και αναπαυθείτε και όταν δω εγώ ότι ο χρόνος είναι κατάλληλος, θα έλθω και θα κάνω αυτό που πρέπει να γίνει».
Βρήκαμε τότε τούς καρδιναλίους να είναι μαζί με τον αυτοκράτορα και περιμέναμε μέχρι να βγουν. Και όταν μπήκαμε, μάθαμε ότι κι εκείνοι για τη σύνοδο τού έλεγαν. Επιστρέφοντας τα αναφέραμε όλα στον πατριάρχη και παραμέναμε άπρακτοι.
11. Ο αυτοκράτορας υποχωρεί κατόπιν αιτήματος τού πάπα31
Έπειτα, βλέποντας ο πάπας την υπερβολική και άσκοπη βραδύτητα, έστειλε μήνυμα στον αυτοκράτορα και απαίτησε να γίνουν τα τής συνόδου. Ύστερα λοιπόν από τίς απαιτήσεις τού πάπα, κι εγώ δεν ξέρω πόσες, ήρθε ο αυτοκράτορας, συζήτησε ιδιαιτέρως με τον πατριάρχη κι έφυγε. Ηρθε κι επόμενη φορά, είδε τον πατριάρχη ιδιαιτέρως και συμφώνησαν να στείλουν στον πάπα τον Εφέσου, τον Ρωσίας, τον μεγάλο χαρτοφύλακα κι εμένα, τον μεγάλο εκκλησιάρχη, να πούμε τα εξής:
«Απαιτεί η μακαριότητά σου να συγκληθεἰ αυτή η οικουμενική σύνοδος και να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει. Ούτε εμείς διαφωνούμε σε αυτό, γιατί γι΄ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχουμε έλθει εδώ. Ωστόσο η παρούσα σύνοδος σε κάποια πράγματα είναι όμοια με τις προηγούμενες οικουμενικές συνόδους, αλλά σ΄ ένα διαφέρει. Προκειται για πλήρη και ανελλιπή οικουμενική σύνοδο, αφού σε αυτήν συμμετέχουν και η μακαριότητά σου και οι δικοί σου, αλλά και ο αυτοκράτορας, ο πατριάρχης, οι τοποτηρητές των πατριαρχών τής Ανατολής, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος τής Ανατολικής Εκκλησίας. Σ΄ εκείνες τις οικουμενικές συνόδους όλοι ήσαν ενωμένοι και όλοι σχεδόν συμφωνούσαν. Διαφωνούσε ένα ελάχιστο μέρος, το οποίο κρινόταν και καταδικαζόταν από τούς πολλούς. Ωστόσο εδώ, σε αυτή τη σύνοδο, εκείνοι ακριβώς που θα συνέλθουν και θα κρίνουν, είναι οι ίδιοι διαφωνούντες και είναι χωρισμένοι στα δύο. Στο σημείο αυτό υπάρχει διαφορά από τις προηγούμενες οικουμενικές συνόδους. Γι΄ αυτό ούτε ο τρόπος εξέλιξης αυτής τής συνόδου, ούτε ο τρόπος που θα καταλήγουμε σε συμπεράσματα μπορούν να γίνουν κατά το παράδειγμα εκείνων των συνόδων, αλλά πρέπει να υπάρξει κι εδώ η αρμόζουσα τροποποίηση. Επειδή εσείς είστε πολλοί, αφού βρίσκεστε στους δικούς σας τόπους, ενώ οι δικοί μας είναι λίγοι, γι΄ αυτό χρειάζεται κι εσείς να γνωρίζετε εκείνα που λέμε, αλλά κι εμείς να μάθουμε εκείνα που θέλετε».
12. Απάντηση τού πάπα32
Αυτά είπε ο Εφέσου, ενώ οι υπόλοιποι στεκόμασταν όρθιοι μπροστά στον πάπα, που καθόταν σε ψηλό και υπερυψωμένο θρόνο, ενώ πιο χαμηλά κάθονταν οι σύμβουλοί του, καρδινάλιοι και επίσκοποι. Υστερα μάς οδήγησαν και καθήσαμε σε άλλο δωμάτιο, ενώ εκείνοι συσκέπτονταν για αρκετή ώρα. Στη συνέχεια μάς προσκάλεσαν και μάς έβαλαν να σταθούμε όπως και πριν. Απάντησε ο ίδιος ο πάπας, λέγοντας:
«Έστειλα τις γαλέρες, έφτασαν σ΄ εσάς τον Σεπτέμβριο και μπορούσατε να έρθετε εδώ μέχρι τις 18 Νοεμβρίου ή το αργότερο στο τέλος τού μηνός. Αλλά ήρθατε τον Φεβρουάριο. Πίστευα ότι, αφού έρθετε εδώ, θ΄ αρκούσαν δύο μήνες για να καταλήξουμε στήν ένωση κι ένας τρίτος μήνας για να ετοιμαστείτε και να επιστρέψετε στην πατρίδα σας. Εσείς όμως τόσον καιρό παραμένετε αδρανείς και άπρακτοι. Ζητήσαμε να μαζεύεστε, να συγκροτήσουμε τη σύνοδο και να γίνονται διαλέξεις. Τώρα λέτε ότι διαφέρει αυτή από εκείνες τις οικουμενικές συνόδους και πρέπει να υπάρξει και τροποποίηση στον τρόπο εξέλιξης. Δεν γνωρίζουμε λοιπόν ποια τροποποίηση θέλετε να υπάρξει. Εμείς ορίσαμε να γίνει σύνοδος οικουμενική και πρέπει αυτή ν΄ ακολουθεί τις προηγούμενες οικουμενικές. Γιατί δεν έχουμε άλλη διαδικασία να εφαρμόσουμε τώρα σε αυτήν. Πηγαίνετε λοιπόν και να φροντίσουν οι δικοί σας να συνεδριάσει η σύνοδος και να γίνονται και διαλέξεις».
Καθώς λοιπόν τον προσκυνήσαμε και βγαίναμε, μάς είπε:
«Έχετε επτά μήνες στην Ιταλία και μού φτιάξατε μία τζέτουλα.33 Σάς το θυμίζω αυτό».
Αποκάλεσε τζέτουλα το κείμενο τής ανακήρυξης τής συνόδου.
13. Οι Γραικοί συναντιούνται και ορίζουν τούς ομιλητές τους34
Επιστρέφοντας λοιπόν, αναγγείλαμε αυτά σ΄ εκείνους που μάς είχαν στείλει, ενώ ο αυτοκράτορας είχε πάλι φύγει για κυνήγι. Υστερα από λίγες ημέρες ειδοποίησε ο αυτοκράτορας τον πατριάρχη:
«Ο πάπας στέλνει καρδιναλίους σ΄ εμάς, για να μάς μιλήσουν εκ μέρους τού πάπα. Θα έρθω λοιπόν κι εγώ εκεί και να συγκεντρωθούν και οι δικοί μας».
Ηρθε λοιπόν ο αυτοκράτορας και κάθησε μαζί με τον πατριάρχη. Συγκεντρώθηκαν και οι αρχιερείς, οι σταυροφόροι και οι ηγούμενοι και είπε ο αυτοκράτορας:
«Οι άνθρωποι τού πάπα θα πουν κάποια πράγματα, δεν ξέρω ποια, αλλά χρειάζεται ν΄ απαντήσουν κάποιοι από τούς δικούς μας. Ας εκλεγούν λοιπόν αυτοί που θ΄ απαντήσουν, ώστε ν΄ ακούσουν με προσοχή και να ετοιμάζουν την απάντηση».
Εκλέχτηκαν ο Εφέσου και ο Νικαίας. Τότε είπε ο πατριάρχης:
«πρέπει να καθήσει ο Νικαίας δίπλα στον Εφέσου, αφού θ΄ απαντήσουν από κοινού».
Κάθησε λοιπόν ο Νικαίας δίπλα στον Εφέσου. Μόλις το είδε αυτό ο Ρωσίας, ανασηκώθηκε αμέσως από τον σκίμποδα και ξανακάθησε.
14. Πρώτη συνάντηση. Ομιλία τού Ιουλιανού και απάντηση τού Μάρκου Εφέσου35
Ήρθαν λοιπόν από τον πάπα δύο καρδινάλιοι, ο Ιουλιανός και ο Φιρμάνος, καθώς και έξι επίσκοποι, ένας από τούς οποίους ήταν ο Ρόδου, και είπε ο Ιουλιανός, ως προερχόμενα από τον πάπα, λόγια για την κατάσταση τής συνόδου. Και ότι οι Απόστολοι έφτιαξαν σύνοδο και παρέδωσαν και το άγιο σύμβολο, όμως οι επόμενες οικουμενικές σύνοδοι δεν αρκέστηκαν στο σύμβολο των Αποστόλων, αλλά και η πρώτη έκανε σύμβολο και η δεύτερη το μεταποίησε και πρόσθεσε σε αυτό. Και είπε και για τις επόμενες συνόδους και άλλα πολλά λόγια, ωραία διατυπωμένα και με ρητορική δεινότητα. Και ότι όπως εκείνες, έπρεπε και η παρούσα σύνοδος να συνεχιστεί και να μην καθυστερεί, ούτε να υιοθετήσει διαφορετική διαδικασία.
Απάντησε λοιπόν ο Εφέσου σε όλα τα λόγια τού Ιουλιανού, δίνοντας γενναίες και επαρκείς απαντήσεις. Όμως για τη σύνοδο των Αποστόλων και το σύμβολό τους είπε:
«Εμείς ούτε έχουμε, ούτε είδαμε σύμβολο των Αποστόλων. Σύνοδο των Αποστόλων εννοείς τη συνεδρίαση εκείνη, στην οποία μαζεύτηκαν και αποφάσισαν αποχή από το κρέας ζώων από θυσίες ειδωλολατρών, από το κρέας πνιγμένων ζώων και μερικά άλλα;36 Γιατί συγκεντρώθηκαν, αποφάσισαν, συνέταξαν κανόνα και νομοθέτησαν οι ίδιοι και πάνω από αυτούς το Άγιο Πνεύμα, όπως λένε οι ίδιοι, ν΄ απέχουν από το κρέας πνιγμένων ζώων και άλλα, αλλά εκείνη η συνεδρίαση δεν ονομάζεται σύνοδος των Αποστόλων».
15. Απάντηση τού Ιουλιανού στον Μάρκο Εφέσου37
Αφού λοιπόν δόθηκαν απαντήσεις από τον Εφέσου σε όλα τα αναφερθέντα από τον Ιουλιανό, άρχισε ο Ιουλιανός, πρώτα επαινώντας τον Εφέσου ότι απάντησε πολύ συνετά και σοφά. Στη συνέχεια χώρισε την ομιλία του σε δεκαοκτώ κεφάλαια. Είπε λοιπόν,
«πρώτο είπες αυτό, δεύτερο αυτό, τρίτο αυτό»,
συνεχίζοντας μέχρι τα δεκαοκτώ. Έπειτα πρόσθεσε τις δικές του απαντήσεις, λέγοντας:
«Στο πρώτο κεφάλαιο, που είπες αυτό, απαντώ αυτό. Έπειτα στο δεύτερο, εκείνο που ήταν αυτό, απαντώ αυτό»,
και το ίδιο στα υπόλοιπα. Συγκρότησε λοιπόν απαντήσεις, σε ορισμένα γενναίες και ισχυρές, αλλά στα περισσότερα καθόλου πειστικές. Επίσης αποσιώπησε εκείνα για τη σύνοδο των Αποστόλων και το κρέας πνιγμένων ζώων. Είπε:
«Αυτό το σύμβολο των Αποστόλων μπορεί να βρεθεί σ΄ εκείνους».
Τον θαύμασαν λοιπόν όλοι για την υπενθύμιση και τη διαίρεση των κεφαλαίων, καθώς και για την τάξη τής ανακεφαλαίωσης. Γιατί κατά την ποιότητα των ομιλιών, πραγματικά ισχυρότερες ήσαν εκείνες τού Εφέσου από τις αντίστοιχες τού Ιουλιανού. Με αυτά λύθηκε η συνεδρίαση και πήγαμε στα καταλύματά μας.
16. Αναχώρηση τού Ηρακλείας και των αδελφών Ευγενικών για Βενετία38
Ο αυτοκράτορας ασχολιόταν πάντοτε με το κυνήγι. Πριν από λίγο καιρό είχε ζητήσει ο νομοφύλαξ Ευγενικός να φύγει στην Κωνσταντινούπολη και πήρε άδεια από τον αυτοκράτορα.39 Το ίδιο και ο Ηρακλείας, που βλέποντας τα πολλά λαθη και την αδράνεια, ζήτησε και πήρε άδεια να φύγει στη Βενετία. Μια μέρα λοιπόν ήρθε ο Νικαίας πρωΐ στον πατριάρχη και είπε:
«Έμαθα ότι έφυγε ο Ηρακλείας με όλα τα πράγματα που είχε μαζί του. Το ίδιο και ο Εφέσου και ο νομοφύλαξ. Αν λοιπόν φύγουν αυτοί, ουσιαστικά τερματίζεται η σύνοδος. Γιατί είναι και οι δύο τοποτηρητές και αν φύγουν, δεν θα μπορέσουν να καταλήξουν κάπου εκείνοι που θα παραμείνουν. Θα έχει μάλιστα και ο πάπας πραγματικούς λόγους να μάς κατηγορεί. Γιατί θα πει ότι σκοπίμως διαλύσαμε τη σύνοδο και οφείλουμε να επιστρέψουμε όλα τα χρήματα. Θα επακολουθήσει μεγάλο κακό για εμάς. Γι΄ αυτό χρειάζεται να φροντίσουμε πολύ σύντομα, ώστε να τούς προφτάσουν μερικοί με ταχύτητα και να τούς γυρίσουν πίσω».
Έστειλε λοιπόν αμέσως ανθρώπους ο πατριάρχης και στο μεν δωμάτιο τού Ηρακλείας δεν βρήκαν ούτε άνθρωπο, ούτε πράγματα, ενώ σ΄ εκείνο τού Εφέσου βρήκαν έναν καλόγερο και λίγα πράγματα. Ρώτησαν τον καλόγερο για τον Εφέσου και είπε ότι δεν γνώριζε πού είχε πάει.
17. Επιστροφή των φυγάδων. Φήμες για μεταφορά τής συνόδου στη Φλωρεντία40
Έστειλε αμέσως εμένα ο πατριάρχης στον δεσπότη [Δημήτριο], να τού διηγηθώ παθιασμένα το γεγονός και το αναμενόμενο κακό από αυτό και να ζητήσω και άλογο, για να τούς προφτάσω και να τούς γυρίσω πίσω. Πηγαίνοντας λοιπόν στον δεσπότη, τού τα είπα και φάνηκαν και σ΄ εκείνον φοβερά. Ωστόσο δεν μού έδωσε άλογο ο δεσπότης.
Έστειλε λοιπόν ο πατριάρχης κι άλλον στον αυτοκράτορα για το θέμα αυτό. Κι εκείνος έστειλε τον Λάσκαρι έφιππο,41 καθώς και άλογο στο οποίο ανέβηκα εγώ και φύγαμε τρέχοντας προς το Φραγκουλίν.42 Βρήκαμε τον Εφέσου να περνά τον καιρό του στην όχθη τού ποταμού43 μαζί με τον νομοφύλακα,44 καθώς και τον Ηρακλείας να κάθεται μέσα στο πλοίο με τα πράγματά του. Αμέσως λοιπόν μπήκαμε κι εμείς στο πλοίο και είπαμε στον Ηρακλείας την προσταγή τού αυτοκράτορα να επιστρέψει, ενώ εκείνος δεν ήθελε, ισχυριζόμενος ότι με την άδεια τού αυτοκράτορα έφευγε στη Βενετία και ότι θα επέστρεφε. Τού είπαμε:
«Η απόφαση εκείνη ήταν προγενέστερη και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αν είχες φύγει τότε. Αλλά τώρα προστάζουν ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης να επιστρέψεις. Στο ζητάμε αυτό κι εμείς ως φίλοι, επειδή ετοιμάζονται για τις συνοδικές συνεδριάσεις και διαλέξεις».
Εκείνος είπε πολλά για να το αποφύγει, ότι μάς εξαπατούσαν αλλά δεν θα έκαναν συνεδριάσεις και ότι θα ήταν ντροπή γι΄ αυτόν να βγει από το πλοίο και να γυρίσει πίσω με τα πράγματά του. Καθώς λοιπόν δεν πειθόταν με λόγια, πετύχαμε την απαγόρευση τής αναχώρησης τού πλοίου και αναγκαστικά επέστρεψαν, τόσο ο Ηρακλείας όσο και ο νομοφύλαξ. Ο Εφέσου είπε ότι είχε έλθει για να συνοδεύσει τον αδελφό του και θα επέστρεφε.
Μόλις είδαν λοιπόν οι προστάτες μας την έξοδό τους και τον τρόπο με τον οποίο κάποιοι δραπέτευαν, πριν τούς ενοχλήσουν ή τούς υποχρεώσουν για κάτι που δεν ήθελαν, σκέφτονταν από τότε ιδιαιτέρως45 ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης και συζητούσαν πώς θα μάς οδηγούσαν πιο μέσα στην ενδοχώρα, σε μεγαλύτερο και ασφαλέστερο περιορισμό. Γι΄ αυτό σχεδίαζαν μυστικά με τον πάπα τη μετακίνησή μας στη Φλωρεντία.
18. Για τον τρόπο διεξαγωγής τής συνόδου και την ισότητα των ψήφων46
Πέρασαν λίγες ημέρες από την προαναφερθείσα συνεδρίαση με τον Ιουλιανό και τούς άλλους και ήρθε πάλι ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη, μάζεψε τούς αρχιερείς, εμάς και τούς ηγουμένους και προέτρεψε να σκεφτούμε με ποιον τρόπο έπρεπε ν΄ αρχίσει και να συνεχιστεί η σύνοδος. Είπαν λοιπόν:
«Εύκολο είναι ν΄ αρχίσει και να συνεχιστεί: θ΄ ανακινηθεί το ζήτημα που μάς διαιρεί και πάνω σε αυτό θα υπάρξουν ομιλίες και απαντήσεις και θα προχωρήσουν έτσι οι διαλέξεις. Όμως μετά τις διαλέξεις θα υπάρξει ανάγκη για συμπέρασμα και πρέπει να σκεφτούμε από τώρα, πώς θα υπάρξει αυτό το συμπέρασμα, ώστε να διασώζεται και εκείνο που μάς συμφέρει. Γιατί είναι ανάγκη να γνωμοδοτήσουν όλα τα μέλη τής συνόδου και αν πρέπει ν΄ ακολουθηθεί η διαδικασία και η συνήθεια των συνόδων, ώστε να υπερισχύει η ψήφος των περισσοτέρων, θα μαζευτούν από το λατινικό μέρος, αν θελήσουν, περισσότεροι από διακόσιους47 σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ οι δικοί μας είναι λιγότεροι από τριάντα. Θα έχουν λοιπόν την ίδια γνώμη και θα συμφωνήσουν όλοι εκείνοι, προς τούς οποίους οι δικοί μας, αν διαφωνήσουν με εκείνους, θα θεωρηθούν αμελητέοι, αλλά θα υπερισχύσουν οι φωνές εκείνων ως περισσοτέρων, θα υπερψηφίσουν τις απόψεις τους και θα κατακρίνουν τούς δικούς μας. Γι΄ αυτό χρειάζεται να μη βασίζεται η απόφαση στην ψήφο των περισσοτέρων».
Αφού λοιπόν έγιναν για το θέμα αυτό πολλές συζητήσεις, φάνηκε καλό να εφαρμοστεί ότι οι φωνές τού ενός μέρους θα ίσχυαν όσο εκείνες τού άλλου και επίσης ότι οι γνώμες των δικών μας είκοσι θα ίσχυαν όσο εκείνες των δικών τους διακοσίων, αφού πρώτα ζητιόταν αυτό από τούς Λατίνους και συμφωνούσαν. Όμως κατά την επεξεργασία αυτού τού ζητήματος προέκυψε κι άλλο. Γιατί είπαν μερικοί από εμάς ότι ακόμη κι αν οριζόταν επίσης ότι το ένα μέρος ίσχυε όσο το άλλο, αλλά στη συνέχεια τύχαινε να προστεθεί ένας ή περισσότεροι από το ένα μέρος στο άλλο, πράγμα που φοβόμασταν πάντοτε μήπως συμβεί με κάποιον από τούς δικούς μας, αν λοιπόν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε η ισχύς των γνωμών δεν θα ήταν πια ισόρροπη αλλά ετερόρροπη. Γιατί θα έλεγε κάποιος από το μέρος εκείνων που δέχτηκαν τον προστιθέμενο σε αυτούς:
«Το δικό μου μέρος ίσχυε όσο το δικό σου. Τώρα προστέθηκε σε μένα κι ένας από το μέρος σου και ήδη το μεν δικό σου μέρος ελαττώθηκε, ενώ το δικό μου αυξήθηκε. Άρα σε μένα ανήκει η νίκη και υπερισχύουν οι γνώμες των δικών μας».
Ποια άραγε διαφορετική πρόταση θα είχαμε τότε να πούμε; Ειπώθηκαν κι άλλα πολλά για το θέμα αυτό και δυσκολεύονταν σχεδόν όλοι. Είπε λοιπόν ο αυτοκράτορας:
«Θα έχουμε την ελευθερία να χρησιμοποιήσουμε τούς δικούς μας όπως θέλουμε και οι Λατίνοι πάλι τούς δικούς τους όπως θέλουν».
Ήταν κι αυτό εξωπραγματική και αθεράπευτη θεραπεία. Στη συνέχεια ρωτήθηκε:
«Ποιοι άραγε θα πάνε στον πάπα, για ν΄ αναφέρουν και να πετύχουν τα προαναφερθέντα όπως πρέπει; Γιατί αν δεν επιτευχθεί αυτό καλά, αν δεν συμφωνηθεί και βεβαιωθεί από εκείνους, δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε εμείς καθόλου σε σύνοδο»,
έλεγαν με μια φωνή όλοι οι δικοί μας. Είπε και ο αυτοκράτορας:
«Μού φαίνεται ότι αν πάμε εγώ και ο πατριάρχης στον πάπα, θα το ρυθμίσουμε το θέμα καλά και θα το εξασφαλίσουμε αυτό, όπως πρέπει».
Το επαίνεσαν όλοι. Γιατί ποιος άραγε, ακόμη κι αν ήθελε, μπορούσε να διαφωνήσει όταν ο αυτοκράτορας εκφραζόταν με αυτόν τον τρόπο;
19. Ο Γεμιστός και η ισοδυναμία των ψήφων των Γραικών και των Λατίνων48
Στο ζήτημα αυτό κάναμε προηγουμένως πολύ θόρυβο κι εμείς και υποπτευόμασταν ότι αποτελούσε πολύ μεγάλο και ολέθριο κίνδυνο. Γι΄ αυτό και συζητούσαμε πάντοτε ο ένας με τον άλλο, αν ήταν δυνατό να βρεθεί κάποια λύση. Μόλις λοιπόν το άκουσε ο σοφός Γεμιστός ν΄ αναφέρεται από κάποιους, είπε:
«Πριν από δώδεκα χρόνια είχα μιλήσει για το θέμα αυτό στον αυτοκράτορα. Γιατί, όταν ο αυτοκράτορας είχε έρθει στην Πελοπόννησο,49 σε μια από τις ομιλίες του εξέθεσε ότι «εμείς για το σχίσμα τής Εκκλησίας στείλαμε πρέσβεις στον πάπα και πρόκειται να πάμε κι εμείς στην Ιταλία και να κάνουμε σύνοδο οικουμενική». Αυτά είπε λοιπόν και με ρώτησε. «Τι νομίζεις γι΄ αυτό; Και πες ό,τι νομίζεις ότι θα είναι ωφέλιμο για εμάς στη σύνοδο». Ανέφερα λοιπόν: «Δεν θεωρώ καλό ν΄ αναχωρήσουμε για την Ιταλία, ούτε νομίζω ότι θα συμβεί κάτι προς το δικό μας συμφέρον. Αν αυτό γίνει προσεκτικά, θα βρει κανείς πολλά που μπορούν να συζητηθούν και να συμφωνηθούν προς όφελός μας, τα οποία θα προσδιορίσουν εκείνοι που θα μελετήσουν τότε αυτά τα ζητήματα. Εγώ θυμίζω στα πρόχειρα το εξής. Αν πάτε εκεί, θα είστε πάντως λίγοι σε σχέση με εκείνους που θα είναι πάρα πολλοί. Αν λοιπόν κάνετε σύνοδο πηγαίνοντας έτσι απλά και απερίσκεπτα, θα επιβάλλουν εκείνοι ότι ισχύει η ψήφος των περισσοτέρων και δεν θα πάτε σε σύνοδο αλλά σε κατάκριση. Γι΄ αυτό χρειάζεται προηγουμένως να ζητηθεί και να συμφωνηθεί ότι δεν υπερισχύει η ψήφος των περισσοτέρων, αλλά ότι το ένα μέρος έχει την ίδια ισχύ με το άλλο, ακόμη κι αν στο ένα είναι περισσότεροι και στο άλλο λιγότεροι. Και με αυτόν τον τρόπο να πάτε και να κάνετε τη σύνοδο. Αυτό λοιπόν σκέφτηκα τώρα και το ανέφερα επειδή μού φαίνεται ότι συμφέρει».
Είπε τότε ο αυτοκράτορας:
«Καλό φαίνεται αυτό και σε μένα και σκοπεύουμε να φροντίσουμε να το διευθετήσουμε».
Νόμιζα λοιπόν», είπε ο Γεμιστός, «ότι είχε γίνει αυτό πριν φύγουμε από την Κωνσταντινούπολη».
20. Επίσκεψη αυτοκράτορα και πατριάρχη στον πάπα50
Ορίστηκε λοιπόν ημέρα, πήγε ο αυτοκράτορας μαζί με τον πατριάρχη στον πάπα και μίλησε με αυτόν για αρκετή ώρα, ενώ βρισκόταν μαζί τους και ο δεσπότης κυρ Δημήτριος. Και την επομένη ήρθε ο αυτοκράτορας και είδε τον πατριάρχη και συσκέπτονταν μόνοι οι δύο για μεγάλο μέρος τής ημέρας. Ήρθε και ο δεσπότης μαζί με τον αυτοκράτορα, αλλά τον άφησε ο αυτοκράτορας και στεκόταν έφιππος στην αυλή, όσο εκείνοι οι δύο συσκέπτονταν.
Και την επομένη κάλεσε πάλι ο πατριάρχης τούς αρχιερείς, τούς σταυροφόρους και τούς ηγουμένους με υπηρέτες που έστειλα εγώ και τούς μάζεψα πολύ πρωί. Μού είπε κι αυτό ο πατριάρχης:
«Δεν δέχεται ο αυτοκράτορας αυτό που έγινε. Γιατί λέει: Δεν έχω υποχρέωση να συζητώ αυτού τού είδους τα ζητήματα με τούς αρχιερείς. Τα ζητήματα τής συνόδου οφείλουν ν΄ ακούν αυτοί και για εκείνα να συζητούν, ενώ τα παρόντα είναι δικά μου ζητήματα και είναι δικαίωμά μου να τα συζητώ με εκείνους που θέλω. Δεν έχω ανάγκη να τα συζητώ και με αυτούς».
Είπα κι εγώ:
«Μάλλον οι αρχιερείς οφείλουν να γνωρίζουν και να συζητούν αυτά τα ζητήματα. Γιατί αυτά αποτελούν τον δεσμό ανάμεσα στη σύνοδο και τούς ίδιους. Αν λοιπόν δεν έχουν πληροφόρηση γι΄ αυτά, πώς άραγε θ΄ αγωνιστούν και θα προχωρήσουν στα συνοδικά ζητήματα;»
Είπε λοιπόν ο πατριάρχης:
«Επειδή ειδοποιήθηκαν, θα έλθουν και θ΄ ακούσουν αυτά που έγιναν».
Ήρθε λοιπόν ο αυτοκράτορας και οι προαναφερθέντες πολύ πρωΐ και αφού κάθησαν όλοι, άρχισε ο αυτοκράτορας και είπε ότι αυτός και ο πατριάρχης είδαν τον πάπα και συζήτησαν λόγους πολλούς και καλούς και άκουσαν πάλι λόγους φιλικούς και καλούς. Και για το προκείμενο ζήτημα είπαν όσα ήσαν κατάλληλα και στο τέλος είπε:
«Τα πήγαμε καλά και πολύ καλά»
και σταμάτησε την ομιλία εκεί.
Επειδή πέρασε αρκετή ώρα και δεν είπε τίποτε περισσότερο, ρώτησαν οι δικοί μας λέγοντας:
«Εξήγησέ μας πιο αναλυτικά. Συμφωνήθηκε το ζήτημα όπως είπαμε ή δεν συμφωνήθηκε;»
Και είπε ο αυτοκράτορας:
«Επειδή λέμε ότι τα πήγαμε καλά και πολύ καλά, είναι άσκοπο να ζητάς να μάθεις με ποιον τρόπο το πετύχαμε. Εδώ είναι και ο πατριάρχης και ας πει κι αυτός κάτι, αν θέλει».
Είπε λοιπόν και ο πατριάρχης:
«Με τη βοήθεια τού Θεού τα πήγαμε καλά, όπως λέει και ο αυτοκράτορας, και πολύ καλά τα πήγαμε σ΄ εκείνο το οποίο αποφασίσαμε με εσάς».
Και όταν εμείς είπαμε πάλι,
«Εξηγήστε μας, πώς το δέχτηκε αυτό ο πάπας και ποιο είναι το συμπέρασμα;»
αποκρίθηκε ο αυτοκράτορας:
«Ο πάπας το δέχτηκε καλά, τον βρήκαμε σε αυτό πολύ καλύτερο απ΄ όσο ελπίζαμε κι εμείς αυτό το χειριστήκαμε καλά».
Κι εμείς πάλι είπαμε:
«Αφού τα πήγατε καλά, γιατί έτσι έπρεπε, τι σάς εμποδίζει και δεν μάς ενημερώνετε σαφέστερα για το γεγονός;»
Και είπε ο αυτοκράτορας:
«Γιατί δεν βρίσκονται εδώ οι καρδινάλιοι και ο πάπας δεν θέλει ν΄ ακουστεί ότι αποφάσισε αυτός κάτι, ενώ εκείνοι ήσαν απόντες».
Κι αμέσως είπαμε εμείς:
«Λοιπόν, αν έλθουν οι καρδινάλιοι, δεν θα συμφωνήσουν με εκείνο που λέτε ότι κάνατε καλά;»
Και είπε ο πατριάρχης:
«Αλλά έτσι μάς λένε, πώς ό,τι κάνει ο πάπας το δέχονται όλοι, σαν να έχει γίνει από τον Θεό. Δεχτείτε λοιπόν κι εσείς, ότι κάναμε καλά αυτό που ζητήσατε».
Κι ενώ εμεῖς ζητούσαμε συνέχεια να μάς πουν με σαφήνεια το γεγονός, ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης έλεγαν:
«Τα πήγαμε πολύ καλά, κάναμε όλα όσα θέλαμε και πρέπει να έχετε εμπιστοσύνη ότι τα πήγαμε καλά».
Καθόταν κι ο πνευματικός κάτω, κοντά στον δεσπότη, και ζητούσε κι αυτός μαζί με τούς άλλους τη διασάφηση τού γεγονότος. Αφού στράφηκε προς τον δεσπότη, είπε:
«Ας μάς εξηγήσει η βασιλεία σου αυτό που ζητάμε, επειδή κι εσύ ήσουν παρών στον πάπα, όταν έγινε αυτό που τώρα απαιτούμε να μάθουμε».
Και είπε ο δεσπότης:
«Μην το απαιτείς από μένα, γιατί εγώ δεν πρόκειται να πω τίποτε από εκείνα που ζητάτε».
Εμείς λοιπόν ζητούσαμε συνεχώς όλοι, καθένας με τη σειρά του και διαμαρτυρόμασταν απαιτώντας να μάθουμε καθαρά το γεγονός, ενώ ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης δεν έλεγαν τίποτε περισσότερο, παρά μόνο:
«Τα πήγαμε καλά. Γιατί πώς άραγε δεν θα φροντίζαμε για το δικό μας συμφέρον και για να προσέξουμε όλους εσάς;»
Ύστερα από τις πολλές ομιλίες και τις ερωταπαντήσεις, είπε ο πατριάρχης:
«Κοίτα να δεις! Πάνε στον πάπα δύο αφέντες, αυτοκράτορας λέω και πατριάρχης. Επιστρέφοντας λένε ότι κάναμε πολύ καλά εκείνο που θέλαμε. Δεν αρκούνται εκείνοι που ακούν, αλλά το εξετάζουν και ενοχλούν τόσην ώρα!»
Κι αμέσως ο πνευματικός, αφού στράφηκε, ρώτησε τον δεσπότη:
«Και τι απέγινε τώρα η βασιλεία σου που βρέθηκε έξω από τούς αφέντες;»
Με αυτά λοιπόν τα λόγια είχε περάσει το ένα έκτο τού μερόνυχτου51 και δυσφορούσαν πολλοί από τούς γέροντες. Έχοντας αγανακτήσει περισσότερο από τούς άλλους, ο Μονεμβασίας είπε:
«Άσκοπο είναι αυτό που ζητάμε. Ο τυχών πρέσβης, όταν στέλνεται από οποιονδήποτε άρχοντα σε κάποιον άλλον, αν επανερχόμενος ρωτηθεί τι έκανε και απαντήσει τα πήγα καλά, αυτό γίνεται αποδεκτό απ΄ όλους. Τώρα πήγαν ο αφέντης μας ο αυτοκράτορας και ο δεσπότης μας ο πατριάρχης και μάς λένε ότι τα πήγαν καλά. Δεν πρέπει άραγε να συναινέσουμε κι εμείς σε αυτό και να μην ανακατευόμαστε; Γιατί βέβαια καλά θα τα έκαναν».
Συμφώνησαν σε αυτό και οι υπόλοιποι από τούς πιο αφελείς κι έτσι έπαψε το ζήτημα και λύθηκε η συνεδρίαση. Μπορεί όμως καθένας, αν θέλει, να σκεφτεί ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο, επιστρέφοντας από τον πάπα, ο αυτοκράτορας συσκεπτόταν μόνος με τον πατριάρχη για πολλή ώρα και μελετούσαν τον τρόπο με τον οποίο θα το ανακοίνωναν την επομένη σε όλους εμάς. Είπαν λοιπόν μόνο αυτό που έχει αναφερθεί πολλές φορές:
«τα πήγαμε πολύ καλά».
Το οποίο δεν ήθελαν να γνωρίζει ούτε ο δεσπότης. Γιατί συζητώντας και διαμορφώνοντάς το, τον άφησαν ἔξω να στέκεται έφιππος, ώστε ούτε αυτός να μην γνωρίζει πριν από εμάς εκείνο το
«τα πήγαμε καλά».
Κι αυτό ενώ κι εκείνος ήταν μαζί τους στον πάπα, όταν σχεδιαζόταν εκείνο που έγινε καλά, αν έγινε.
21. Σύναξη των Γραικών για την επιλογή τού θέματος των πρώτων συζητήσεων52
Ύστερα από αυτά, προχωρούσαν οι προετοιμασίες και οι διασκέψεις για τη σύνοδο. Γιατί έρχονταν οι καρδινάλιοι συνεχώς στον αυτοκράτορα κι έλεγαν κι έκαναν εκείνα που συντελούσαν στη σύγκληση και διεξαγωγή τής συνόδου. Έβλεπαν ότι ο πατριάρχης πολύ λίγο συμμετείχε σε αυτά, ενώ όλα από τον αυτοκράτορα σχεδιάζονταν και από τη δική του γνώμη τα πάντα εξαρτώνταν. Κάλεσε λοιπόν ο αυτοκράτορας τούς έξι πρώτους από τούς αρχιερείς, από τούς εκκλησιαστικούς άρχοντες τον μεγάλο χαρτοφύλακα κι εμένα τον μεγάλο εκκλησιάρχη, τούς ηγουμένους τού Παντοκράτορος και τού Καλέως και τον ιερομόναχο Μωϋσή Αγιορείτη και μαζί τους τον διδάσκαλο Γεμιστό, τον διδάσκαλο Σχολάριο και τον Αμηρούτζη. Όταν συγκεντρώθηκαν αυτοί στο παλάτι, πρόσταξε ο αυτοκράτορας:
«Είναι ανάγκη, με τη βοήθεια τού Θεού, ν΄ αρχίσουμε τις συνοδικές συνεδριάσεις. Από πού λοιπόν σάς φαίνεται καλό ν΄ αρχίσουμε σε αυτές; Εγώ νομίζω ότι το δικό μας ζήτημα χωρίζεται σε δύο μέρη: Πρώτον, σ΄ εκείνο τού δόγματος, να εξεταστεί δηλαδή αν είναι σύμφωνο με την παράδοση τής ευσέβειάς μας το δόγμα στο οποίο πιστεύει η λατινική Εκκλησία ή αν είναι επισφαλές, και δεύτερον, σ΄ εκείνο τής προσθήκης, αν δηλαδή είχαν το δικαίωμα, έστω κι αν αυτή ήταν υγιής, να την προσθέσουν στο σύμβολο τής πίστεως. Ποιο λοιπόν νομίζετε ότι πρέπει να συζητηθεί πρώτο;»
Μερικοί λοιπόν είπαν ότι το ζήτημα τής προσθήκης έπρεπε να συζητηθεί πρώτο και μερικοί πάλι το ζήτημα τού δόγματος. Εκείνοι που είπαν ότι έπρεπε να εξεταστεί πρώτο το ζήτημα τού δόγματος, θεμελίωναν την άποψή τους ως εξής:
«Πρέπει πρώτα να βρεθεί, αν το δόγμα είναι υγιές ή επισφαλές. Γιατί αν μπορέσουν ίσως εκείνοι ν΄ αποδείξουν ότι είναι υγιές, θα μπορούμε εμείς να θέσουμε το άλλο ζήτημα: αλλά ακόμη κι αν είναι υγιές, δεν έπρεπε να προστεθεί στο σύμβολο. Αν μάλιστα δεν μπορέσουν ν΄ αποδείξουν ότι είναι υγιές, τότε ακόμη περισσότερο δεν έπρεπε να προστεθεί».
Οι άλλοι έλεγαν:
«Για την προσθήκη χωριστήκαμε από τούς Λατίνους. Πρέπει λοιπόν να συζητηθεί πρώτο το αίτιο τού χωρισμού κι έπειτα εκείνο τού δόγματος».
Αφού λοιπόν έγινε μεγάλη συζήτηση για το θέμα αυτό από κάθε μέρος και από τον ίδιο τον αυτοκράτορα και αφού υπήρξε η κατάλληλη επεξεργασία τού ζητήματος, ύστερα ζητήθηκαν γνώμες.
Ο Εφέσου και ο Γεμιστός είπαν ότι το αίτιο και η αρχή τού σχίσματος ήταν η προσθήκη στο σύμβολο. Από εκείνο το θέμα έπρεπε λοιπόν να ξεκινήσουν οι διαλέξεις. Στη γνώμη τους αυτή προστέθηκαν και οι περισσότεροι. Αλλά ο Νικαίας, ο διδάσκαλος Σχολάριος και ο Αμηρούτζης είπαν ότι έπρεπε πρώτα να εξεταστεί το δόγμα, ύστερα από τούς οποίους είπα κι εγώ: 53
«Το συνολικό ζήτημα αντιμετωπίζεται κατ΄ ένσταση και κατ΄ αντιπαράσταση. Πρέπει λοιπόν κι εμείς να χρησιμοποιήσουμε πρώτα την ένσταση στην οποία ανάγεται η εξέταση τού δόγματος. Ακολούθως την αντιπαράσταση στην οποία ανάγεται η προσθήκη. Κι έχουμε σε αυτό ως παράδειγμα τον άγιο τον Καβάσιλα, ο οποίος, αφού ελέγχει με πολλά επιχειρήματα το δόγμα, προχωρά ύστερα εναντίον τής προσθήκης».54
Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας επιβεβαίωσε την ψήφο των περισσοτέρων, επειδή και προηγουμένως με αυτήν συμφωνούσε. Ζήτησε επίσης και τη γνώμη τού δεσπότη λέγοντας:
«Πες μας κι εσύ αδελφούλη, ποια είναι η γνώμη σου γι΄ αυτά;»
Ο δεσπότης είπε:
«Δεν ξέρω τι να πω για τέτοια πράγματα. Τι άραγε θα μπορούσα να πω για κάτι που δεν γνωρίζω; Όμως, επειδή προστάζεις να πω κάτι, μού φαίνεται καλύτερο ν΄ ακολουθήσουμε τη γνώμη των περισσοτέρων».
22. Συνάντηση με τον πατριάρχη παρουσία τού αυτοκράτορα. Καθορισμός ομιλητών55
Ύστερα από δύο μέρες ήρθε ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη. Κάλεσαν και τούς πρώτους των αρχιερέων, τον μεγάλο χαρτοφύλακα και μένα. Έπειτα τον πνευματικό και έξι από τούς συγκλητικούς και είπε ο αυτοκράτορας:
«Ήρθαν σε μένα οι καρδινάλιοι και αποφασίσαμε να μαζευόμαστε και να συνεδριάζουμε τρεις φορές τη βδομάδα απαραιτήτως. Κι αν συμβεί ν΄ αρρωστήσει ο πατριάρχης ή ο αυτοκράτορας κατά την προσδιορισμένη μέρα, να μην εμποδίζεται η συνεδρίαση από την ασθένεια ενός από εμάς. Αν μάλιστα αρρωστήσει εκείνος που έχει προγραμματιστεί να μιλήσει, ν΄ αναπληρώνει τη διάλεξή του κάποιος άλλος από τούς επιλεγμένους ή να γίνεται η διάλεξη την επόμενη μέρα. Επίσης, αν τύχει να είναι η μέρα γιορτινή, να γίνεται η συνεδρίαση την επομένη, ώστε να γίνονται απαραιτήτως τρεις συνοδικές διαλέξεις κάθε βδομάδα. Να ξεκινάμε πρωΐ και ν΄ αρχίζουν οι διαλέξεις μιάμιση ώρα μετά το ξημέρωμα, σταματώντας γύρω στην έκτη ώρα τής ημέρας. Συμφωνήσαμε λοιπόν και αποφασίσαμε αυτά και ζήτησαν από εμάς γράμμα γι΄ αυτά, πράγμα που κάναμε, σε βεβαίωση των συμφωνηθέντων. Έπειτα είπαν ν΄ αναπτύξουμε εμείς όποιο ζήτημα προτιμάμε ή να προτείνουμε εμείς και ν΄ απαντήσουν εκείνοι ή το αντίστροφο. Επιλέξτε λοιπόν εκείνο που θα φανεί πιο συμφέρον σ΄ εμάς, επειδή άφησαν εμάς να επιλέξουμε».
Απάντησαν λοιπόν οι δικοί μας:
«Σ΄ εμάς ανήκει το δικαίωμα τής πρότασης, επειδή εμείς είμαστε οι κατά κάποιον τρόπο ενάγοντες κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε από τούς Λατίνους εξήγηση για ποιον λόγο έχουν κάνει την προσθήκη, ενώ εκείνοι οφείλουν ν΄ απαντήσουν. Μάς συμφέρει αυτό και με κάποιους άλλους τρόπους».
Αποφασίστηκε λοιπόν να προτείνουμε εμείς.56 Στη συνέχεια είπε ο αυτοκράτορας:
«Επιλέξτε ποιοί θα είναι οι εισηγητές».
Επέλεξαν λοιπόν έξι: τον Εφέσου, τον Ρωσίας,57 τον Νικαίας, τον σοφό Γεμιστό, τον μεγάλο χαρτοφύλακα και μένα.
Εγώ όμως, αφού παρακάλεσα πολύ τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη να με βγάλουν από αυτή τη ρύθμιση, βρίσκοντας στη συνέχεια και τον πνευματικό συνεργό σε αυτό, κατάφερα τελικά να μείνω μακριά από μια τέτοια ταλαιπωρία. Γι΄ αυτό ορίστηκε στη θέση μου ο μεγάλος σκευοφύλακας.58
Ορίστηκαν επίσης ως επιλεγμένοι εκ μέρους των Λατίνων, ο καρδινάλιος Ιουλιανός, ο Ρόδου Ανδρέας, ο επίσκοπος Φρουλιένσης, ο πρεβεντζιάλιος Ιωάννης και άλλοι δύο.59
Υπογράμμισε και πάλι ο αυτοκράτορας, να συνομιλούν με τούς Λατίνους δύο μόνο: ο Εφέσου και ο Νικαίας.
23. Γνωστοποιούνται στον πάπα τα αποτελέσματα τής συζήτησης60
Έπειτα θεωρήθηκε καλό να πάνε μερικοί στον πάπα, για να τού αναφέρουν αυτά που έγιναν.
Πρόσταξε λοιπόν ο αυτοκράτορας τον κυρ Ανδρόνικο Ιάγαρι και μένα να πάμε στον πάπα, πρώτον για να τού πούμε ότι θα είμαστε έτοιμοι για τη σύνοδο και να ορίσει την ημέρα που επιθυμεί για τη συνεδρίαση. Δεύτερον ότι εμείς σκοπεύουμε να έχουμε το δικαίωμα τής πρότασης. Τρίτον για να ζητήσουμε να γίνονται οι συνεδριάσεις στον επισκοπικό ναό, αν όχι όλες, τουλάχιστον οι περισσότερες, οπωσδήποτε όμως οι πρώτες τρείς η δύο, ή τουλάχιστον η πρώτη να φροντίσουμε να γίνει απαραιτήτως στην επισκοπή.
Αναχωρήσαμε λοιπόν για την παπική αυλή, όπου, όταν μάς συνάντησαν οι καρδινάλιοι και μάς ρώτησαν για ποιον λόγο είχαμε πάει, τούς είπαμε τα προαναφερθέντα και ζητήσαμε επιμόνως να γίνονται οι συνεδριάσεις στον επισκοπικό ναό. Έφυγαν λοιπόν, τα ανέφεραν στον πάπα και επιστρέφοντας μάς είπαν ότι συμφωνούν να προτείνουμε εμείς τα ζητήματα τής συζήτησης, ενώ πρότειναν ως ημέρα τής πρώτης συνεδρίασης τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου, αλλά οι συνεδριάσεις και οι διαλέξεις θα γίνονταν σε αυτό το ανάκτορο τού πάπα. Αντιτείναμε εμείς ότι οι συνεδριάσεις έπρεπε να ξεκινήσουν στην ίδια εκκλησία στην οποία έγινε η ανακήρυξη και γνωστοποιήθηκε παντού ότι συγκλήθηκε η σύνοδος. Μάς απάντησαν ότι αυτό δεν ήταν απαραίτητο. Εμείς επιμείναμε ότι οι δικοί μας το θεωρούσαν απαραίτητο, ότι όλες οι οικουμενικές σύνοδοι συνεδρίαζαν σε ιερούς ναούς και ότι η παρούσα οικουμενική σύνοδος έπρεπε ν΄ ακολουθήσει την τάξη των προηγουμένων συνόδων.
Η απάντησή τους ήταν:
«Αφήστε το αυτό, δεν πρόκειται να γίνει όπως ζητάτε».
Εμείς επιμείναμε να γίνουν οι πρώτες τρεις ή έστω δύο συνεδριάσεις στον ναό. Εκείνοι απάντησαν:
«Δεν θα το κάνει αυτό ο πάπας. Γιατί είναι απρεπές και ανάρμοστο για τη μεγαλειότητα και υπεροχή τού πάπα να κατευθύνεται αυτός στην επισκοπή και να περνά μπροστά από πλήθη ανθρώπων με τέσσερις ή πέντε μόνο καρδινάλιους και λίγους επισκόπους».61
Αλλά βρίσκονταν τότε εκεί πενήντα περίπου επίσκοποι, ενώ η απόσταση τής επισκοπής από το παλάτι ήταν δύο βήματα.62 Όταν λοιπόν επιμείναμε και πάλι πεισματικά να γίνει η πρώτη έστω συνεδρίαση στην επισκοπή, εκείνοι μάς το αρνήθηκαν ακόμη πιο πεισματικά, λέγοντας,
«Και η πρώτη και όλες στη συνέχεια θα γίνουν στο παλάτι τού πάπα».63
24. Οι κοσμικοί άρχοντες αποκλείονται από τις εκκλησιαστικές συσκέψεις64
Μέχρι λοιπόν εκείνη τη στιγμή, όταν ο αυτοκράτορας συσκεπτόταν με τον πατριάρχη και τούς αρχιερείς, εισέρχονταν και οι άρχοντες, οι σύμβουλοι τού αυτοκράτορα. Όταν όμως άρχισαν οι συνοδικές διαλέξεις, απαγόρευσε ο αυτοκράτορας να προσέρχονται οι άρχοντες στις εκκλησιαστικές συσκέψεις, λέγοντας:
«Στα εκκλησιαστικά ζητήματα δεν μού φαίνεται κατάλληλο να είναι παρόντες και οι άρχοντες, ώστε να μη μπορούν οι τής Εκκλησίας να λένε ότι αναγκάστηκαν από τούς άρχοντες να κάνουν κάτι που δεν ήθελαν, αλλά ας συσκέπτονται και ας κάνουν αυτά μόνοι οι τής Εκκλησίας, επειδή πρόκειται για δικά τους ιδιαίτερα ζητήματα».
Το έκανε αυτό για να φορτώσει έντεχνα το φοβερό φορτίο μόνο στην Εκκλησία. Γιατί ήταν πάντοτε παρών ο ίδιος ο αυτοκράτορας κι αυτός μόνο αρκούσε αντί για όλους τούς άρχοντες. Γιατί αυτός τούς κρατούσε όλους ενωμένους, συμμετείχε στις συζητήσεις και στα ζητήματα, τα διαμόρφωνε και τα σχεδίαζε όλα σύμφωνα με τη δική του επιθυμία και κανένας δεν είχε την ελευθερία να μιλά όπως ήθελε, πόσο μάλλον λέγοντας πράγματα με τα οποία διαφωνούσε ο αυτοκράτορας.
25. Είσοδος αυτοκράτορα στο ανάκτορο και μεταφορά του στην αίθουσα τής συνόδου65
Έφτασε λοιπόν η προσδιορισμένη μέρα66 κι έστειλαν άλογα για τον πατριάρχη, τούς αρχιερείς και τούς άρχοντες τής Εκκλησίας. Γι΄ αυτό και ξεκινήσαμε όλοι έφιπποι για το παλάτι τού πάπα. Επειδή είχε διαδοθεί το αντικείμενο τής συνεδρίασης, είχαν συγκεντρωθεί εκεί πλήθη και όλα τα μέρη τού παλατιού, πάνω και κάτω, ήσαν γεμάτα ανθρώπους. Οδήγησαν λοιπόν τον πατριάρχη και όλους τούς δικούς του σε μια αίθουσα και καθόμασταν σε αυτήν μέχρι να έλθει ο αυτοκράτορας. Γιατί βρισκόταν έξω από την πόλη, στο μοναστήρι, από το οποίο μπορούσε εύκολα ν΄ ασχολείται με το κυνήγι. Ο αυτοκράτορας ανέβαινε στο παλάτι τού πάπα έφιππος και οι παπικοί στέκονταν και τον περίμεναν να κατέβει από το άλογο στην αρχή τού πρώτου τρικλίνου, όπου ξεπέζευε κι άλλες φορές, όταν ερχόταν στον πάπα.
Ο αυτοκράτορας όμως ήθελε να περάσει από το πρώτο τρίκλινο, καθώς και από το επόμενο που ήταν εγκάρσια προς το πρώτο, καθώς και από την αίθουσα ύστερα από αυτό. Κι από την αίθουσα αυτή να μπει σε άλλο μεγάλο τρίκλινο, το οποίο είχε χωρίσει ο πάπας με κιγκλίδες και είχε ομοίωμα ναού, στο οποίο βρισκόταν και το αλτάριον, να κατέβει από το άλογο κάπου εκεί κοντά, να καθήσει αμέσως στον θρόνο που τού είχαν ετοιμάσει κι έτσι να είναι παρών στη σύνοδο. Οι υπηρέτες λοιπόν τού πάπα, μόλις είδαν τον αυτοκράτορα να θέλει να προχωρήσει έφιππος πιο πέρα, τον εμπόδιζαν εντελώς και δεν τον άφηναν να προχωρήσει. Κι όταν τον είδαν να περιφρονεί τον σεμνό εμποδισμό τους και να σπρώχνει το άλογο για να προχωρήσει, αρπάζοντας το χαλινάρι ανέκοψαν πεισματικά την ορμή τού αλόγου, δεν τού επέτρεψαν καθόλου να προχωρήσει κι έτσι κατέβηκε αναγκαστικά από το άλογο χωρίς τη θέλησή του. Τον έβαλαν οι δικοί του σ΄ ένα δωμάτιο. Στη συνέχεια σκόπευαν να τον οδηγήσουν από εκεί στον συνοδικό θρόνο, περνώντας από δωμάτια όπου δεν θα βρίσκονταν άνθρωποι. Ήρθαν λοιπόν στο δωμάτιο στο οποίο καθόταν ο πατριάρχης και τού είπαν να μάς βγάλει όλους από εκεί, για να περάσει από αυτό ο αυτοκράτορας. Και ο πατριάρχης είπε:
«Να βγουν οι περιττοί. Οι αρχιερείς και οι άρχοντές μου δεν θα βγουν».
Έπειτα ήρθε ο δεσπόπης γι΄ αυτό το ζήτημα. Πρόσταξε λοιπόν ο πατριάρχης και βγήκαν όλοι, εκτός από τούς αρχιερείς και τούς σταυροφόρους. Ήρθε και πάλι ο Δερμοκαΐτης,67 έπειτα ξανά ο δεσπότης. Έλεγε λοιπόν ο πατριάρχης:
«Δεν μού επιτρέπεται ούτε τούς αρχιερείς να βγάλω, ούτε τούς σταυροφόρους».
Αναγκαστικά συμβιβάστηκε να περάσει ανάμεσά μας. Ύστερα από λίγο είδαμε τούς κελλιώτες, τον Δερμοκαΐτη και τον Μανουήλ,68 να τον κρατούν στις αγκαλιές τους, φαινομενικά να τον στηρίζουν, αλλά στην πραγματικότητα να κρέμεται από αυτούς, καθώς τα πόδια του δεν μπορούσαν καθόλου να πατήσουν στη γη και να στηριχτούν. Και κάπως έτσι, κουβαλώντας τον από εμάς αξιολύπητα69 για αρκετή απόσταση, βάζοντάς τον σε άλλο δωμάτιο που ήταν γεμάτο παρατυχόντες ανθρώπους, περνώντας τον πάλι από αυτό στο τρίκλινο όπου ήσαν οι θρόνοι και μεταφέροντάς τον σαν φορτίο, τον ενθρόνισαν στον θρόνο που είχε ετοιμαστεί γι΄ αυτόν.70
Έπειτα μπήκε στο τρίκλινο και ο πατριάρχης με τούς αρχιερείς και όλους εμάς. Ύστερα από λίγο ήρθε και ο πάπας. Μπροστά του πήγαινε σταυρός, οι κανονικοί, οι πρωτονοτάριοι και εκείνοι που κρατούσαν τα ασημένια δόρατα, ανοίγοντας δρόμο και βάζοντας σε τάξη τον λαό, και ύστερα από αυτούς ο πάπας. Τον ακολουθούσαν οι καρδινάλιοι, από τούς οποίους ένας κρατούσε τις άκρες τού μανδύα τού πάπα, ενώ ύστερα από εκείνους ακολουθούσαν οι επίσκοποι.
26. Περιγραφή τής αίθουσας τής συνόδου71
Οι θρόνοι λοιπόν τοποθετήθηκαν με τον τρόπο που έχει αναφερθεί στην ανακήρυξη τής συνόδου. Στο δεξί μέρος κάθησε ο πάπας με τούς καρδινάλιους και τούς επισκόπους, ενώ στο αριστερό ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης και στη συνέχεια οι τοποτηρητές των άλλων πατριαρχών, οι αρχιερείς και οι σταυροφόροι, όπως να΄ ναι. Στο διάστημα ανάμεσα στον πάπα και τον αυτοκράτορα τοποθετήθηκαν δύο πάγκοι,72 ένας στο ανατολικότερο μέρος κι ένας άλλος απέναντί του στα δυτικά, που είχαν τέτοιο μήκος, ώστε να μπορούν να κάθονται έξι από τούς συμμετέχοντες στη συζήτηση και απείχαν μεταξύ τους αρκετό διάστημα. Ήσαν έτσι τοποθετημένοι, ώστε να βλέπουν ελεύθερα και τον πάπα και τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη, και ο ένας τον άλλο και κάθε μέρος των συζητητών. Κάθησαν λοιπόν σε αυτούς τούς πάγκους εκείνοι που θα συζητούσαν, οι Λατίνοι στον ανατολικότερο, έχοντας δεξιά τους τον πάπα, οι δικοί μας στον δυτικότερο, έχοντας κι αυτοί δεξιά τον αυτοκράτορα, ενώ μπροστά τους κάθονταν στο πάτωμα ο διερμηνέας και οι γραμματικοί τού πατριάρχη και των Λατίνων, που έγραφαν τις ομιλίες των συμμετεχόντων στη συζήτηση. Το δάπεδο ήταν όλο στρωμένο με πράσινες τσόχες, ενώ πάνω από τον ανατολικό πάγκο των συζητητών, απέναντι από το αλτάριον, ήταν τοποθετημένη ψηλή μικρή σέλλα καλυμμένη απ΄ όλες τις πλευρές με χρυσοκόκκινο βελούδο, έχοντας πάνω της μαξιλάρι, καθώς κι ένα δεύτερο μπροστά από αυτό, πάνω στο δάπεδο, καλυμμένα κι αυτά με βελούδο. Μέχρι λοιπόν εκείνο το σημείο προχωρούσε ο πάπας και γονατίζοντας στεκόταν εκεί, στηρίζοντας τα χέρια του στη μικρή σέλλα και προσευχόταν μόνος. Έπειτα σηκωνόταν, έφευγε και καθόταν στον θρόνο του. Το ίδιο έκανε όσες φορές μαζευόμασταν στη σύνοδο. Πάνω στη λατινική αγία τράπεζα (αλτάριον) βρισκόταν άγιο ευαγγέλιο ανοιγμένο. Δεξιά του στεκόταν μικρό επίχρυσο άγαλμα που κρατούσε τα κλειδιά, με τη μορφή τού Αγίου Πέτρου, ενώ αριστερά υπήρχε άλλο τέτοιο άγαλμα, που κρατούσε προτεταμένο όρθιο ξίφος, με τη μορφή τού Αγίου Παύλου. Ύστερα από τα αγάλματα ήσαν τοποθετημένα κοντά στο αλτάριον επίχρυσα πολύτιμα μικρά μανουάλια,73 τρία από το ένα μέρος και τρία από το άλλο, όπου τα πρώτα από το κάθε μέρος ήσαν ψηλά, τα δεύτερα χαμηλότερα και τα τρίτα ακόμη πιο χαμηλά. Σε αυτά λοιπόν έβαζαν λαμπάδες και φώτιζαν.
Έτσι είχε καλλωπιστεί το τρίκλινο που υποδεχόταν τη σύνοδο. Ο αυτοκράτορας καθόταν στον θρόνο, όπως προαναφέρθηκε (ενώ στεκόταν κοντά ο Φιλανθρωπινός κρατώντας το αυτοκρατορικό ξίφος κατά το έθιμο).74 Μετά τον αυτοκράτορα καθόταν ο πατριάρχης, έπειτα οι τοποτηρητές και οι αρχιερείς. Στα δεξιά τού αυτοκράτορα καθόταν ο δεσπότης και ύστερα από εκείνον οι άρχοντες στο πάτωμα. Το πάτωμα ανάμεσα στα σκαμνιά ήταν γεμάτο ανθρώπους που κάθονταν κάτω, ιδιαίτερα Λατίνους ταχυγράφους. Γύρω στεκόταν κυκλικά πληθος παρατυχόντων ανθρώπων.
27. Πρώτη συνεδρίαση (6 Οκτωβρίου)75
Με την έναρξη λοιπόν τής πρώτης συνεδρίασης που έγινε στις 6 Οκτωβρίου,76 ο Ρόδου Ανδρέας διάβασε αμέσως στα λατινικά προσφώνηση την οποία είχε γράψει προς τον πάπα και προς τη σύνοδο.77 Ύστερα ο Νικαίας διάβασε άλλη προσφώνηση στα ελληνικά,78 εκείνη που είχε γράψει προς τον αυτοκράτορα, προς τον πάπα και τη σύνοδο, ενώ τη μετέφραζε στα λατινικά ο Σεκουνδινός.79
Ύστερα από την ανάγνωση των προσφωνήσεων άρχισε ο Εφέσου την εισαγωγική του ομιλία,80 λέγοντας:
«Οι ομιλίες στη σύνοδο πρέπει να γίνονται με αγάπη, επειδή και την ειρήνη αφορά η συζήτηση κι αυτήν μάς άφησε ο Κύριος σαν είδος κληρονομιάς, όταν προχωρούσε προς το μαρτύριο, λέγοντας «τη δική μου ειρήνη σάς δίνω, τη δική μου ειρήνη σάς αφήνω».81 Ζήτησε σε αντάλλαγμα κάτι άλλο, που είναι με κάποιον τρόπο καρπός τής δικής μας επιθυμίας, δηλαδή την αγάπη. Χρειάζεται λοιπόν εμείς ν΄ ασχολούμαστε πάντοτε με αυτήν και ιδιαίτερα στο παρόν θέμα των συζητήσεων και να τηρούμε την αγάπη από την αρχή μέχρι το τέλος των ομιλιών».
Ύστερα λοιπόν από το προοίμιο και αφού είπε και μερικά ακόμη αντίστοιχα, προανάγγειλε ότι επιθυμούσε να μιλήσει για την προσθήκη και ν΄ αποδείξει ότι δεν έπρεπε αυτοί να προσθέσουν στο σύμβολο τής πίστεως. Απάντησε λοιπόν ο Ρόδου Ανδρέας82 και επαίνεσε κι εκείνος τις διαλέξεις που γίνονται με αγάπη. Έπειτα θέλησε ν΄ απαντήσει και για την προσθήκη. Τού είπε όμως ο Εφέσου:83
«Δεν χρειαζόμαστε τώρα απαντήσεις, επειδή δεν είπαμε ακόμη εκείνο που είχαμε την πρόθεση να πούμε. Όταν πούμε αυτό που θέλουμε, τότε θα δεχτούμε και τις απαντήσεις».
Ο Ανδρέας όμως επέμενε να προχωρήσει σε απάντηση. Αλλά καθώς τον παρεμπόδισε και πάλι ο Εφέσου, συμβιβάστηκε τελικά και σταμάτησε να μιλά.
Είπε λοιπόν ο Εφέσου:
«Πρώτον, είναι αναγκαιότατη η ειρήνη την οποία άφησε σ΄ εμάς ο δεσπότης μας ο Χριστός και η αγάπη. Δεύτερον, παρέβλεψε η τότε Ρωμαϊκή Εκκλησία την αγάπη που τής είχε παραδοθεί, με αποτέλεσμα να διαλυθεί και η ειρήνη. Τρίτον, ενθυμούμενη τώρα η Ρωμαϊκή Εκκλησία την τότε παραδοθείσα αγάπη, φρόντισε να έλθουμε εδώ και να εξετάσουμε τις μεταξύ μας διαφορές. Τέταρτον, είναι αδύνατο να επανέλθει η ειρήνη, αν δεν λυθεί το αίτιο τού σχίσματος. Και πέμπτον, πρέπει να διαβαστούν οι αποφάσεις των προηγουμένων οικουμενικών συνόδων, ώστε να φανούμε κι εμείς σύμφωνοι προς τούς πατέρες εκείνων και η παρούσα σύνοδος ως συνέχεια των προηγουμένων».
Αυτά είπε ο Εφέσου αναλυτικά και λογικά κι εκείνοι που θέλουν να τα μάθουν με ακρίβεια, θα τα βρουν στα υπομνήματα τής συνόδου. Απάντησε σε αυτά κάποια λίγα και ο Ανδρέας και στη συνέχεια λύθηκε η συνεδρίαση.
28. Ο προσβεβλημένος αυτοκράτορας απαιτεί και λαμβάνει επανόρθωση84
Ο αυτοκράτορας ήταν πολύ στενοχωρημένος για όσα τού είχαν κάνει σε αυτή την πρώτη συνεδρίαση. Τον είχαν ντροπιάσει πολύ, γι΄ αυτό και δεν θέλησε να ξανάρθει την προσδιορισμένη μέρα. Τού έστειλε μήνυμα ο πατριάρχης με μένα:
«Δεν μού φαίνεται καλό να μη γίνει η δεύτερη συνεδρίαση τη μέρα που έχει συμφωνηθεί. Γι΄ αυτό ζητώ, άν συμφωνείς, να προσέλθουμε αύριο στη σύνοδο, για να μη φανεί στους πολλούς ότι αθετούμε από την πρώτη κιόλας στιγμή τις συμφωνίες μας ή ότι δεν έχουμε επαρκή επιχειρήματα στον αγώνα που έχουμε μπροστά μας και υποχωρούμε».
Ο αυτοκράτορας είπε:
«Δεν θα πάω, παρά μόνο όταν το κρίνω σκόπιμο».
Όταν λοιπόν τον παρακάλεσα και πάλι, όπως μού είχε ανατεθεί, είπε ξανά ο αυτοκράτορας:
«Θα πάω τότε και θα γίνει η σύνοδος, όταν καταλάβουν οι Λατίνοι τι ήταν αυτό που έκαναν».
Πέρασαν λοιπόν κάποιες ημέρες χωρίς δραστηριότητα και γι΄ αυτό αναγκάστηκαν οι Λατίνοι, τρυπώντας τον τοίχο στην πρώτη είσοδο τού πρώτου τρικλίνου, εκεί που ξεπέζευε ο αυτοκράτορας, ν΄ ανοίξουν πύλη, από την οποία τον έβαζαν αμέσως σε δωμάτιο. Και από εκείνο, κουβαλώντας τον βιαστικά,85 περνούσαν περισσότερα από δέκα δωμάτια χωρίς να είναι κανένας παρών, εκτός από τούς διορισμένους να βρίσκονται εκεί και τούς συνηθισμένους. Το τελευταίο από αυτά τα δωμάτια είχε πόρτα, που οδηγούσε στο τρίκλινο στο οποίο συνεδρίαζε η σύνοδος. Δίπλα λοιπόν στη γωνία αυτής τής πόρτας βρισκόταν ο θρόνος τού αυτοκράτορα, τον οποίο, βγάζοντας από εκείνο το δωμάτιο, κάθιζαν γρήγορα στον θρόνο, ενώ στέκονταν μπροστά του κάποιοι άρχοντες, για να τον κρύβουν από τούς πολλούς, μέχρι να τον τακτοποιήσουν. Και τότε παραμέριζαν και επέτρεπαν σε όλους να τον βλέπουν ανεμπόδιστα.
29. Δεύτερη συνεδρίαση (13 Οκτωβρίου)86
Μετά την κατασκευή αυτών των έργων και τη διαμόρφωση τής διόδου τού αυτοκράτορα προς τον θρόνο, όπως προαναφέρθηκε, ήρθε ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης στη δεύτερη συνεδρίαση. Ήταν 13 Οκτωβρίου, ημέρα Δευτέρα87 και όταν άρχισε να μιλά ο Ανδρέας θέλοντας ν΄ αναπτύξει εισήγηση, ο Εφέσου τον διέκοπτε, λέγοντας:
«Είναι δίκαιο να πούμε εμείς πρώτα όσα θέλουμε για να υποστηρίξουμε εκείνα που προτείνουμε και τότε να δεχτούμε και τα δικά σας αντεπιχειρήματα».
Ο Ρόδου πίεζε και απαιτούσε ν΄ απαντήσει, αλλά έλεγαν ο Εφέσου και ο Νικαίας:
«Πριν πούμε εμείς όσα θέλουμε και πριν επιχειρηματολογήσουμε γι΄ αυτό που προτείναμε, ότι δηλαδή δεν επιτρεπόταν να προσθέσετε στο σύμβολο, δεν πρέπει εσείς ν΄ απαντήσετε».
Έγιναν λοιπόν πολλές συζητήσεις για το θέμα αυτό, όπου ο Εφέσου ζητούσε να πει όσα είχε την πρόθεση να πει για θεμελίωση εκείνων που πρότεινε και να διαβαστούν οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, αλλά ο Ρόδου εμπόδιζε με πιο εριστικό τρόπο τον Εφέσου, επειγόταν ν΄ απαντήσει και δεν δεχόταν καθόλου να διαβαστούν οι αποφάσεις, λέγοντας ότι αυτό ήταν περιττό, ανώφελο και θα προξενούσε σκάνδαλο.
«Τι θα κερδίσετε», έλεγε, «αν ρίξετε σ΄ εμάς το ανάθεμα;»
Ύστερα από τα πολλά λόγια και τη φιλονικία που ακολούθησε, είπε ο Ιουλιανός στον αυτοκράτορα:
«Με προστάζει ο μακαριότατος πατέρας να πω, ότι επειδή νομίσαμε προχτές ότι ο Ρόδου επρόκειτο ν΄ απαντήσει, πράγμα για το οποίο ήταν έτοιμος, γι΄ αυτό δεν συμφωνήσαμε να πείτε πιο αναλυτικά εκείνο που θέλατε. Επειδή όμως παρακάλεσε πολλές φορές ο Ρόδου και δεν αρέσει, φαίνεται καλό στον ανώτατο αρχιερέα, να σηκωθούμε και να συζητήσουν οι επιλεγμένοι ιδιαιτέρως μια άλλη μέρα».
Απάντησε λοιπόν κάτι προς αυτά ο αυτοκράτορας κι έτσι φύγαμε.
30. Συνάντηση Γραικών και Λατίνων στου πατριάρχη88
Την επόμενη μέρα, στις 14 Οκτωβρίου, συγκεντρώθηκαν στον τόπο διαμονής τού πατριάρχη ο αυτοκράτορας και οι καρδινάλιοι, ο Ιουλιανός δηλαδή και ο Φιρμάνος, καθώς και μερικοί λατινεπίσκοποι, όλοι οι δικοί μας αρχιερείς, οι εξωκατάκηλοι και οι ηγούμενοι. Προσπάθησαν λοιπόν οι Λατίνοι με κάθε τρόπο να μη διαβαστούν οι αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων ή τουλάχιστον να διαβαστούν στη διάρκεια κλειστής συνεδρίασης. Αλλά οι δικοί μας αντιστάθηκαν όλοι και είπαν ότι σε καμία περίπτωση δεν θα προχωρούσαν πιο κάτω, αν δεν διαβάζονταν πρώτα οι αποφάσεις σε επήκοο όλων. Ύστερα από πολλές ομιλίες και διαμαρτυρίες, ενέδωσαν τελικά εκείνοι89 να διαβαστούν συνοδικώς.
31. Τρίτη συνεδρίαση (16 Οκτωβρίου)90
Έγινε λοιπόν η τρίτη συνεδρίαση τής συνόδου στις 18 Οκτωβρίου ημέρα Πέμπτη και διαβάστηκαν οι αποφάσεις.91 Σε αυτή τη συνεδρίαση μηχανεύτηκαν οι Λατίνοι να μην έλθει το πολύ πλήθος που συγκεντρωνόταν από εκείνους,92 ενώ άφησαν και το άγιο ευαγγέλιο να κείται στο αλτάριον κλειστό και τα αγάλματα των Αποστόλων ξαπλωμένα ανάσκελα, ενώ ούτε τις λαμπάδες άναψαν. Όταν άρχισε λοιπόν, είπε ο Εφέσου:
«Αφού συμφωνήσαμε να διαβαστούν οι αποφάσεις, όπως ζητήσαμε εμείς και υποχωρήσατε εσείς σε αυτό, ήδη θα διαβαστούν. Παρακαλούμε κι εσάς ν΄ ακούτε με ανεκτικότητα και τις αποφάσεις και τις ομιλίες μας».
Έπειτα, όταν ξεκίνησε να λέει και κάποια άλλα, είπε ο Ιουλιανός:
«Προχτές συμφωνήσαμε να προχωρήσετε με τον τρόπο που επιθυμείτε. Αν χρειαστεί, θ΄ απαντήσει ο Ρόδου προς εκείνα που είπε προηγουμένως ο Εφέσου, αλλά οι αποφάσεις ας διαβαστούν, αν θέλετε, για θεμελίωση τής δικής σας επιχειρηματολογίας. Να μη θεωρηθεί όμως ότι διαβάζονται από κοινή ή δική μας επιθυμία».
Διαβάστηκαν λοιπόν οι αποφάσεις και ο Εφέσου έλεγε στην αρχή και το τέλος καθεμιάς τα κατάλληλα επιχειρήματα υπέρ των απόψεών μας. Κι όταν διαβαζόταν η απόφαση τής Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου,93 προσκόμισαν οι Λατίνοι βιβλίο, που περιείχε γραμμένα στα ελληνικά τα δήθεν πρακτικά τής Εβδόμης Συνόδου,94 στο οποίο βρισκόταν στο σύμβολο το «εκ τού Πατρός και τού Υιού εκπορευόμενον»95 και το επιδείκνυαν ως παλαιό και από περγαμηνή, επειδή η περγαμηνή παρέχει κατά τη γνώμη τους την αξιοπιστία. Και από τις υπογραφές και κάποια άλλα υποστήριζαν τη συμφωνία με τα δικά μας και διαμαρτύρονταν ότι έτσι διαβάστηκε το σύμβολο στην Έβδομη Σύνοδο.96 Είπε και ο Ιουλιανός:
«Το βιβλίο είναι παλαιότατο και είναι αδύνατο να υπονοηθεί ότι έχει γίνει κάποια αλλαγή σε αυτό. Έχουμε επίσης ιστορικόν άνδρα, παλαιό και σοφό,97 που έχει γράψει για άλλα πολλά κι έχει αναφέρει και για το θέμα αυτό ότι το σύμβολο έτσι ακριβώς παρουσιάστηκε στην Έβδομη Σύνοδο και το εισηγούμαστε και από τα δικά του λόγια».
Είπε λοιπόν γι΄ αυτό ο σοφός Γεμιστός:
«Αν η Ρωμαϊκή Εκκλησία συμφωνούσε με αυτά που λέτε, που προέρχονται τώρα από βιβλία και από ιστορικό που έχει γράψει για το θέμα, τότε άσκοπα κόπιαζαν εκείνοι που έγραφαν υπέρ των Λατίνων. Εννοώ τον Θωμά και τούς πριν από αυτόν,98 οι οποίοι με πολλές ομιλίες και βιβλία αγωνίζονταν ν΄ αποδείξουν ότι η προσθήκη έγινε δικαιολογημένα και όπως έπρεπε από τη δική σας Εκκλησία. Μάλιστα θα έπρεπε να παραβλέψουμε και τα κυριότερα από εκείνα που έλεγαν για θεμελίωση αυτής τής άποψης, γιατί η θεμελίωση αυτή δεν θα συνεισέφερε τίποτε σ΄ εκείνα.
Γιατί θ΄ αρκούσε, αντί για όλα εκείνα τα επιχειρήματα που βρήκαν και αντί για τούς συλλογισμούς τους, να πουν ότι προϋπήρχε η προσθήκη στο σύμβολο και ότι με την προσθήκη διαβάστηκε και συμφωνήθηκε αυτό στην Έβδομη Σύνοδο. Επειδή όμως στην Έβδομη Σύνοδο τα πράγματα δεν συνέβησαν καθόλου με τον τρόπο που εσείς λέτε, γι΄ αυτό ούτε και τα ανάφεραν εκείνοι που έγραψαν στο ζήτημα αυτό υπέρ των Λατίνων».
Ύστερα λοιπόν από αυτά λύθηκε η συνεδρίαση.
32. Οι Λατίνιοι ερημίτες παίρνουν το μέρος των Γραικών99
Όσοι επίλεκτοι Λατίνοι και ενάρετοι μοναχοί έτυχε να είναι τότε παρόντες (γιατί είναι πολλοί ανάμεσά τους εκείνοι που ακολουθούν πραγματικά μοναχική διαγωγή), μόλις άκουσαν τις αποφάσεις και τα λεγόμενα από τον Εφέσου γι΄ αυτές, έλεγαν:
«Εμείς ούτε γνωρίζουμε, ούτε ακούσαμε ποτέ αυτού τού είδους τα πράγματα, ούτε οι διδάσκαλοί μας δίδαξαν σ΄ εμάς γι΄ αυτά. Τώρα βλέπουμε ότι οι Γραικοί τα λένε πιο σωστά από εμάς».100
Και όλοι θαύμαζαν τον Εφέσου.
Οι δικοί μας όμως στερούνταν τα αναγκαία, ενώ άλλοι πουλούσαν κι άλλοι ενεχυρίαζαν τα πράγματά τους, ακόμη και τα ρούχα τους. Γιατί δεν γινόταν καμιά αναφορά για το σιτηρέσιο από εκείνους που είχαν υποσχεθεί ότι θα κάλυπταν με λαμπρό τρόπο τις δαπάνες μας.
Στις 17 Οκτωβρίου101 συγκεντρώθηκαν οι επιλεγμένοι στο σκευοφυλάκιο τού Αγίου Φραγκίσκου. Πρώτα ζήτησε ο Ιουλιανός και πήρε από τούς δικούς μας τα ρητά των αγίων, τα οποία στις 16 τού μηνός είχαν προσκομιστεί στη σύνοδο εγγράφως. Έπειτα έγινε αντιπαραβολή με εκείνα που είχε πει προφορικά κάθε μέρος. Γιατί έτσι είχε συμφωνηθεί να γίνεται ύστερα από κάθε διάλεξη.
33. Τέταρτη συνεδρίαση (20 Οκτωβρίου)102
Αφού λοιπόν διαβάστηκαν οι αποφάσεις, επειδή αντιλήφθηκαν οι Λατίνοι ότι πολλοί από τούς δικούς τους σκανδαλίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, προθυμοποιήθηκαν αμέσως να γίνει συνεδρίαση. Κι όταν αυτή έγινε, συνέρραψαν απαντήσεις ή μάλλον μακρολογίες στις αποφάσεις και στα λόγια τού Εφέσου, με τις οποίες μακρηγόρησε ο Ρόδου για να γεμίσει τα αυτιά των πολλών.
Αυτή ήταν η τέταρτη συνεδρίαση,103 όπου μεταξύ των άλλων, έφερε και αποφάσεις συνόδων, μιας που συγκλήθηκε στο Τολέδο,104 καθώς και μιας που δεν γνωρίζω,105 οι οποίες επέβαλλαν ανάθεμα σ΄ εκείνους που δεν συμφωνούσαν με την προσθήκη στο σύμβολο. Είπε και άλλα πολλά για υποστήριξη τής Εκκλησίας τους και μομφή τής δικής μας.
34. Πέμπτη συνεδρίαση (20 Οκτωβρίου)106
Στις 20 Οκτωβριου ημέρα Δευτέρα έγινε πέμπτη107 συνεδρίαση. Και είπε πάλι ο Ρόδου Ανδρέας απαντήσεις στα προαναφερθέντα από τον Εφέσου, τις οποίες δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει πριν λυθεί η συνεδρίαση. Ορίστηκε λοιπόν να τις συμπληρώσει σε άλλη συνεδρίαση.
Αλλά επειδή τούς δικούς μας τούς πίεζε η φτώχεια (αφού η καταβολή τού σιτηρέσιου καθυστερούσε, αν και είχαν περάσει περισσότεροι από τέσσερις μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων δεν είχαν δώσει τίποτε), κι ενώ βρίσκονταν όλοι σε στερήσεις και δυσκολία αφού τα είχαν ήδη ζητήσει πολλές φορές και τούς είχαν μάλιστα διώξει μετά την πέμπτη διάλεξη, όταν όμως ξεπεράσαμε τις διαφωνίες στο θέμα που συζητούσαμε τότε, μάς έδωσαν για τούς δύο περασμένους μήνες, δηλαδή για τα τέταρτα και τα πέμπτα μηνιαία οδοιπορικά, στις 21 Οκτωβρίου, 1.218 φλουριά.
35. Έκτη συνεδρίαση (25 Οκτωβρίου)108
Στις 25 Οκτωβρίου ημέρα Σάββατο έγινε έκτη109 συνεδρίαση και συνέχισε ο Ρόδου την απάντηση, την οποία δεν είχε προλάβει να ολοκληρώσει στην προηγούμενη ομιλία του. Μακρηγόρησε πολύ και προσκόμισε και ρητά αγίων για να υποστηρίξει τις απόψεις του, όταν, μεταξύ των άλλων, εμφάνισε και το τμήμα τής προς Μαρίνο επιστολής τού Αγίου Μαξίμου,110 που κατηγορούσε με αυτό την Εκκλησία τής Ρώμης, ότι και κατά τούς καιρους εκείνους υπήρχε η προσθήκη στο σύμβολο, όπως πιστοποιεί ο Μάξιμος. Όμως η Ανατολική Εκκλησία ήταν τότε ενωμένη και δεν κατηγορούσε για τίποτε τη Δυτική. Έσπευσε λοιπόν ν΄ αποδείξει,111 ότι το σχίσμα δεν έγινε για την προσθήκη, αλλά για άλλες αιτίες. Συμφωνούσε μαζί του παρεμβαίνοντας και ο Ιουλιανός και τελικά ο Ανδρέας ολοκλήρωσε την ομιλία του στη δεύτερη εκείνη συνεδρίαση.
Δεχτήκαμε ως μεγάλο κέρδος το γεγονός ότι είχαν προσκομίσει εκείνοι την επιστολή τού Αγίου Μαξίμου. Γιατί δυσκολευόμασταν να την προσκομίσουμε, αν χρειαζόταν, επειδή δεν διασώζεται ολόκληρη. Επειδή λοιπόν η επιστολή προσκομίστηκε από εκείνους, λέγαμε ότι θα την δέχονταν όταν την προσκομίζαμε κι εμείς. Έτσι χαιρόμασταν και όταν προσκομίστηκε το βιβλίο τής Εβδόμης Συνόδου, που είχε την προσθήκη στο σύμβολο. Γιατί λέγαμε και τότε ότι έχουμε ήδη επιχειρήματα, να τούς επικρίνουμε ότι νοθεύτηκαν και τα ρητά των δυτικών αγίων.
36. Νέα κοινή διάσκεψη στο σκευοφυλάκιο τού Αγίου Φραγκίσκου112
Αλλά όταν πάλι συγκεντρώθηκαν στο σκευοφυλάκιο τού Αγίου Φραγκίσκου,113 τούς ρώτησαν οι δικοί μας για την επιστολή και τούς είπαν:
«Αν γίνεται δεκτή από εσάς αυτή η επιστολή, εύκολα θ΄ ακολουθήσει και η ένωση».
Την απαγόρευσαν114 όμως οι Λατίνοι, λέγοντας:
«Εμείς επικρίναμε και τον Ρόδου γι΄ αυτήν, επειδή την προσκόμισε παρά την αντίθετη γνώμη μας. Δεν τη δεχόμαστε, γιατί δεν διασώζεται ολόκληρη».
Το βιβλίο όμως των πρακτικών που είχε το σύμβολο με την προσθήκη δεν το θυμήθηκαν ακόμη, αν και στις άλλες ομιλίες για το ζήτημα αυτό τα ίδια έλεγαν και επαναλάμβαναν.
37. Ο Βησσαρίων επιβάλλει σιωπή στον συγγραφέα115
Στο διάστημα που γίνονταν οι διαλέξεις, μαζεύονταν κατά καιρούς οι δικοί μας στον πατριάρχη και επεξεργάζονταν κάποια ζητήματα, επειδή ο αυτοκράτορας κατοικούσε στο μοναστήρι, έξω από την πόλη και ασχολιόταν με το κυνήγι. Όταν ξεκίνησα λοιπόν κι εγώ σε μια τέτοια περίπτωση να πω κάτι για το συζητούμενο, μού είπε αμέσως ο Νικαίας:
«Αν είσαι ένας από τούς επιλεγμένους, μίλα, αλλά αν δεν είσαι, μη μιλάς».
Και απάντησα:
«Επειδή ούτε εδώ, ούτε στις συνοδικές συνεδριάσεις έχουμε δικαίωμα να πούμε κάτι, είναι άσκοπο να είμαστε παρόντες. Ας μάς δώσουν άδεια να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Αν όμως παραμένουμε σιωπηλοί, όπως ζητάς, εσύ μεν ίσως διαμορφώσεις και πεις όπως θέλεις τη δική σου απόφαση, αλλά εμείς θα βρεθούμε διαφωνούντες».
Γιατί και άλλη φορά στη σύνοδο, όταν είπα κάτι για να το θυμίσω στον Εφέσου, είπε ο Νικαίας:
«Δεν θέλουμε να μιλά εδώ κανένας άλλος, εκτός από τούς επιλεγμένους».
38. Έβδομη116 συνεδρίαση (1 Νοεμβρίου)117
Την 1η Νοεμβρίου ημέρα Σάββατο έγινε έβδομη συνεδρίαση και εισηγητής ήταν ο Νικαίας, που ανασκεύασε με γενναίο και λογικό τρόπο εκείνα που είχε προαναφέρει ο Ρόδου Ανδρέας. Όλα αυτά τα είχε μελητήσει και σχεδιάσει ο διδάσκαλος Σχολάριος, που τα είχε δώσει στον αυτοκράτορα και εκείνος πάλι στον Νικαίας, ο οποίος και τα εκφώνησε.118 Κι έχοντας μακρηγορήσει πολύ, διέκοψε την ομιλία, κρατώντας τα υπόλοιπα για άλλη συνεδρίαση.
39. Όγδοη119 συνεδρίαση (4 Νοεμβρίου)120
Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν την Τρίτη 4 Νοεμβρίου και συμπλήρωσε ο Νικαίας όσα δεν είχε προλάβει να πει στην προηγούμενη συνεδρίαση. Ανέτρεψε όσα είχε πει ο Ανδρέας και τελείωσε με ερώτηση την ομιλία του. Γιατί ρώτησε:
«Τα κωλύματα και οι ορισμοί των οικουμενικών συνόδων τι αφορούν; Το σύμβολο τής πίστεως ή κάτι άλλο εξωτερικό;»
Και ζήτησε απάντηση σε αυτό. Σηκώθηκαν λοιπόν οι επιλεγμένοι από τούς Λατίνους, πλησίασαν τον πάπα και αφού συσκέφτηκαν για αρκετή ώρα με τούς καρδινάλιους και μερικούς επισκόπους, ξανακάθησαν. Κι έπρεπε ν΄ απαντήσουν στην ερώτηση τού Νικαίας ή και προς τα υπόλοιπα λόγια του. Εκείνοι όμως δεν απάντησαν τίποτε σε αυτό. Κάποια στιγμή άρχισε ο Ανδρέας, χωρίς να λέει τίποτε σχετικό με το θέμα, μπερδεύοντας μόνο το ακροατήριο με κενές περιττολογίες. Και εξαντλώντας άσκοπα τον χρόνο μέχρι την προσδιορισμένη ώρα, οδήγησε σε λήξη τή συνεδρίαση.
40. Ένατη121 συνεδρίαση (8 Νοεμβρίου)122
Στις 8 Νοεμβρίου ημέρα Σάββατο έγινε ένατη συνεδρίαση και παρουσίασε ο επίσκοπος Φρουλιένσης123 αντίρρηση σ΄ εκείνα που είχε πει ο Νικαίας, την οποία είχε μπροστά του γραμμένη, έβλεπε και την έλεγε σ΄ εμάς μέσω τού διερμηνέα. Στήριξε τα επιχειρήματά του στον Αυγουστίνο124 και στον Μποναβεντούρα.125
41. Δέκατη126 συνεδρίαση (11 Νοεμβρίου)127
Πάλι στις 11 Νοεμβρίου έγινε δέκατη συνεδρίαση, στην οποία επιχειρηματολόγησε και συμπέρανε ο Ιουλιανός:128
«Οι περιορισμοί των συνοδικών αποφάσεων απαγορεύουν την προσθήκη άλλης πίστης, δηλαδή ενάντιας, αλλά όχι τής αληθινής, ούτε την ανάπτυξή της. Γιατί η ανάπτυξη δεν είναι προσθήκη».
Και ζήτησε να εγκαταλείψουμε τα επιχειρήματα ότι δεν έπρεπε να γίνει η προσθήκη και να προχωρήσουμε στην εξέταση τού αν είναι αληθές ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό ή αν είναι ψευδές. Κι αν αποδεικνυόταν ψευδές, τότε θα ομολογούσε και ο ίδιος ότι όντως προσθήκη είναι το «εκ τού Υιού», ενώ αν φαινόταν χρήσιμο και αληθές, θα ήταν ανάπτυξη.
42. Ενδέκατη129 συνεδρίαση (18 Νοεμβρίου)130
Στις 18 Νοεμβρίου ημέρα Τρίτη έγινε ενδέκατη συνεδρίαση, στην οποία ο πνευματικός και ο Αμηρούτζης, μαζί με έναν ακόμη, απομακρύνθηκαν και κάθησαν στην ανατολικότερη γωνία τού τρικλίνου, πίσω απ΄ όλους και μακριά και απέναντι από τον Εφέσου, τού οποίου ειρωνεύονταν τα λεγόμενα, κρυφογελώντας και κοροϊδεύοντας. Με αυτό τον τρόπο υποστήριζαν και βοηθούσαν οι δικοί μας τον υπερασπιστή τής Εκκλησίας μας, που αγωνιζόταν στον στίβο για την ευσέβεια. Όμως ο Εφέσου άρχισε να εξετάζει εκείνα που είχαν ειπωθεί από τον Ιουλιανό και προχωρούσε τη συζήτηση με τη μορφή ερωταπαντήσεων, ζητώντας από τον Ιουλιανό ν΄ απαντήσει. Κι εκείνος ξέφευγε, ενώ όταν απαντούσε, το έκανε πολύ εκτεταμένα, ώστε να εμποδίσει, χωρίς να γίνει αυτό αισθητό, τη διαδικασία των ερωταπαντήσεων. Έγινε λοιπόν με αυτόν μεγάλη συζήτηση για τον ασύμμετρο131 τρόπο με τον οποίο απαντούσε ο Ιουλιανός, στην οποία εκείνος ζήτησε και πάλι ν΄ αφήσουν τις ομιλίες για την προσθήκη και να προχωρήσουν σ΄ εκείνες για το δόγμα. Και σ΄ εκείνο ακριβώς το σημείο σταμάτησε να μιλά.
43. Νέα συνεδρίαση. Η πρεσβεία τού δούκα τής Βουργουνδίας (27 Νοεμβρίου) 132
Στις 27 Νοεμβρίου ημέρα Πέμπτη έγινε συνεδρίαση133 και ήρθαν πρέσβεις τού βασιλιά τής Βουργουνδίας134 για να προσκυνήσουν τον πάπα. Ήσαν τέσσερις επίσκοποι,135 ένας αρχιδιάκονος136 και δύο άρχοντες καβαλλάριοι137 και μαζί τους άλλοι ιερομόναχοι και κοσμικοί.138
Η αίθουσα λοιπόν στην οποία γίνονταν οι συνεδριάσεις ήταν χωρισμένη με κιγκλίδες και στο εσωτερικό, κοντά στις κιγκλίδες και κυκλικά, βρίσκονταν σκαμνιά, καθώς και στον ενδιάμεσο χώρο κατά διαστήματα. Η θύρα των κιγκλίδων βρισκόταν από το μέρος που καθόταν ο αυτοκράτορας. Από εκείνο λοιπόν το μέρος υπήρχε η δίοδος κι έφτανε μέχρι τον αυτοκρατορικό θρόνο. Εκεί στρεφόταν, περνούσε ανάμεσα από τούς πάγκους των συζητητών κι έφτανε στον παπικό θρόνο, ενώ τα άλλα μέρη τής αίθουσας ήσαν κατειλημμένα από τα σκαμνιά και τούς καθήμενους. Είχε οριστεί ένας Λατίνος, που φορούσε λευκό ρούχο,139 να επιβάλλει την τάξη στις συνεδριάσεις και να οδηγεί εκείνους που εισέρχονταν.
Όταν μπήκαν λοιπόν και οι προαναφερθέντες πρέσβεις, προχωρώντας μπροστά τους ο προαναφερθείς τούς οδήγησε μέσω τής διόδου μέχρι τον αυτοκράτορα. Εκεί στράφηκε και τούς οδήγησε στον πάπα, χωρίς να τούς υποδείξει να υποβάλουν με κάποιον τρόπο τα σέβη τους στον αυτοκράτορα, αλλά χωρίς να το κάνουν ούτε εκείνοι από μόνοι τους. Βλέποντας μόνο τον αυτοκράτορα όταν βρέθηκαν κάπου κοντά, στράφηκαν αμέσως και κατευθύνθηκαν στον πάπα. Προσκύνησαν λοιπόν και φίλησαν όλοι το πόδι, το χέρι και το μάγουλο τού πάπα και τού έδωσαν και γράμματα από τον βασιλιά τους. Έπειτα τούς οδήγησε και τούς έβαλε ο προαναφερθείς σε σκαμνί που βρισκόταν κοντά στις κιγκλίδες, από το οποίο σηκώθηκαν και προσφώνησαν εγκωμιαστικά τον πάπα για αρκετή ώρα.140 Όταν πέρασε ο χρόνος που είχε οριστεί, αναχώρησαν.
Όμως ούτε στην αρχή, ούτε ύστερα προσκύνησαν ή πλησίασαν τον αυτοκράτορα, πράγμα που τού προξένησε μεγάλη λύπη.141 Γιατί είχαν μαζευτεί πλήθη Λατίνων και Γραικών να δουν τούς πρέσβεις που θα προσέρχονταν στον πάπα και στον αυτοκράτορα, ενώ ο πατριάρχης δεν ήταν εκεί, έχοντας εμποδιστεί από αρρώστια. Θεώρησαν όλοι φοβερή την τόσο μεγάλη περιφρόνηση τού αυτοκράτορα και ο αυτοκράτορας στενοχωριόταν πολύ με τον πάπα γι΄ αυτό το ζήτημα. Γιατί έλεγε:
«Έπρεπε η οφειλόμενη προσκύνηση ν΄ αποδοθεί και σε μένα και να μού δοθεί γραμμα από τούς πρέσβεις».
Μαθαίνοντάς το ο πάπας, είπε:
«Ήρθαν σε μένα, επειδή σε μένα στάλθηκαν».
Και οι πρέσβεις είπαν:
«Δεν είχαμε γράμμα προς τον αυτοκράτορα, γι΄ αυτό δεν τού δώσαμε».
44. Ο αυτοκράτορας απαιτεί και λαμβάνει επανόρθωση142
Όμως ο αυτοκράτορας παρέμενε αδρανής, καθυστερώντας και τις συνεδριάσεις, μέχρι να τού γινόταν αποκατάσταση. Αναγκάστηκαν λοιπόν κι έφτιαξαν γράμμα πλαστό για να το δώσουν στον αυτοκράτορα. Μερικοί δικοί μας συμβούλευαν να το παρατήσουμε, επειδή είχε διαδοθεί πολύ η πλαστογραφία ή, αν δεν το παρατούσαμε, να τού έφερναν οι πρέσβεις το γράμμα στο παλάτι που τού είχε δοθεί. Κι εκείνος απαίτησε να τού φέρουν το γράμμα παρόντος τού πάπα, τού ίδιου και όλων στους συνοδικούς θρόνους. Πράγμα που έγινε ύστερα από μερικές ημέρες.143
Ήσαν λοιπόν εκεί ο πάπας, ο αυτοκράτορας και όλοι όσοι μαζεύονταν στη σύνοδο, με απόντα μόνο τον πατριάρχη. Ήρθαν και οι πρέσβεις, όχι όλοι, και όταν τούς οδήγησε στον αυτοκράτορα ο ταξιθέτης, όπως προαναφέρθηκε, τον προσκύνησαν λίγο και τού έδωσαν απλά το πιττάκιον,144 χωρίς να πουν καμία προσφώνηση,145 ούτε από τον βασιλιά τους ούτε δική τους. Κι όταν το έδωσαν, έφυγαν αμέσως, χωρίς να γίνει καμία συζήτηση στη σύνοδο, ούτε πριν από την άφιξη, ούτε μετά την αναχώρησή τους. Γρήγορα μαζευτήκαμε και γρήγορα φύγαμε, πράγμα που μάλλον προκάλεσε επικρίσεις και ντροπή. Γιατί φάνηκε ότι ήρθε ο αυτοκράτορας στον πάπα,146 προκειμένου να δεχτεί παρουσία του πιττάκιον στα χέρια, πράγμα που αν έκανε κάποιος από τούς επιφανείς άρχοντες, θα τον κατηγορούσαν.
Έγιναν κι άλλες δύο ή τρεις συνεδριάσεις.147 Στη συνέχεια σταμάτησαν. Και απαιτούσαν να μιλήσουμε για το δόγμα.
45. Οι Λατίνιοι ερημίτες που ήρθαν στη σύνοδο παίρνουν το μέρος των Γραικών148
Προσέρχονταν όμως στις διαλέξεις και μερικοί ερημίτες και απομονωμένοι μοναχοί. Βγαίνοντας τότε για τις ανάγκες των διαλέξεων, μόλις λοιπόν άκουσαν τα προαναφερθέντα από τούς δικούς μας, είπαν:
«Πραγματικά οι Γραικοί έχουν την αληθινή πίστη κι έχουν τηρήσει τα σωστά δόγματα».
Επειδη αυτό διαδιδόταν, το θεώρησαν φοβερό οι τής παπικής κούρτης, αν γινόταν ευρύτερα γνωστό. Προσκάλεσαν λοιπόν τούς μοναχούς στην κούρτη και τούς είπαν:
«Εσείς είστε μοναχοί και γνωρίζετε τα σχετικά με την μοναστική ζωή και την αντίστοιχη διαγωγή. Από θεολογία όμως δεν γνωρίζετε, ενώ γνωρίζουν εκείνοι που είναι εκπαιδευμένοι στη θεολογία. Γι΄ αυτό προστάζει ο πάπας, να σιωπήσετε και να μην ταράζετε τον λαό, επειδή δεν ξέρετε να μιλάτε για τα θεολογικά».
Κι έτσι τούς επέκριναν και τούς έκαναν να πάψουν να μιλάνε.
46. Συνάντηση των Γραικών με τον πατριάρχη149
Ύστερα από μερικές ημέρες150 ήρθε ο αυτοκράτορας στον πατριάρχη. Μάζεψε τούς αρχιερείς, εμάς και τούς ηγουμένους και ανέφερε:
«Ζητούν οι Λατίνοι να εγκαταλείψουμε τις διαλέξεις περί προσθήκης και να συζητήσουμε για το δόγμα. Επειδή λοιπόν αρκετά συζητήσατε για την προσθήκη, σκεφτείτε αν πρέπει κι εμείς να κάνουμε αυτό που τώρα ζητούν».
Είπαν λοιπόν οι δικοί μας:
«Οι Λατίνοι, βλέποντας ότι το κεφάλαιο αυτό είναι ισχυρό υπέρ μας και μη έχοντας κατάλληλες απαντήσεις σε αυτό, δέχονται να μάς βγάλουν απο αυτό, εξυπηρετώντας το δικό τους συμφέρον. Πρέπει λοιπόν κι εμείς να υπερασπιστούμε το δικό μας συμφέρον και να μην παρατήσουμε τη δική μας ισχύ».
Και μόνο ο πνευματικός είπε:
«Επειδή οι Λατίνοι και ο Ιουλιανός το ζήτησαν αυτό, το ίδιο θα ζητηθεί και από τον πάπα και θα δοθεί από ανάγκη. Καλύτερα λοιπόν να δοθεί τώρα εύκολα από εμάς και με ελευθερία, παρά αργότερα και αναγκαστικά».
47. Εξομολογητής Γρηγόριος: ο χαρακτήρας και τα κόλπα του151
Αλλά εδώ χρειάζεται ν΄ αναφέρουμε και τον ευμετάβλητο και πανούργο χαρακτήρα τού πνευματικού. Γιατί αυτός ο κυρ Γρηγόριος, όταν είχαμε κλείσει δύο μήνες στη Φερράρα, επειδή έβλεπε τούς δικούς μας να ταλαιπωρούνται και να υποφέρουν και μάλιστα τούς κατώτερους, ενώ λεγόταν επίσης ότι ο Αμηράς ετοιμαζόταν να προχωρήσει εναντίον τής Πόλης, ελεούσε και συμπονούσε τούς δυστυχείς με λόγια και έργα, μιλούσε πάντοτε γι΄ αυτούς και για την Πόλη στον πατριάρχη και στον αυτοκράτορα και με κάθε τρόπο παρακινούσε και πίεζε να υπάρξει πρόνοια και για τούς ταλαιπωρούμενους στην ξενιτιά και για την ίδια την πατρίδα. Ενώ λοιπόν έλεγε πολλές φορές αυτού τού είδους τα πράγματα στον πατριάρχη και φαινόταν ότι ήταν φορτικός, είπε ανάμεσα στα άλλα ότι όσο έβλεπε τούς ανθρώπους να υποφέρουν, θα μιλούσε κι αυτός σαν άνθρωπος, θα γκάριζε σαν γάϊδαρος, θα γαύγιζε σαν σκύλος, θα λαλούσε σαν κόκκορας και δεν θα σταματούσε να φωνάζει γι΄ αυτά που συνέβαιναν.
Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο, αρχικά είχε κερδίσει την εύνοια των πολλών, σε όλων τα στόματα υπήρχαν καλά λόγια για τον πνευματικό και όλοι προσέρχονταν σε αυτόν με πολύ μεγάλη τιμή, αγάπη και επαίνους. Στην αρχή μιλούσε καλά και για τα εκκλησιαστικά ζητήματα και φαινόταν ότι συμβούλευε κι αυτός τα πρέποντα και αγωνιζόταν γι΄ αυτά. Όταν όμως πήρε τούς πολλούς με το μέρος του, άρχισε να χλευάζει τούς άρχοντες, ιδιαίτερα όταν τύχαινε να μιλήσει κάποιος από αυτούς για εκκλησιαστικό ζήτημα, ισχυριζόμενος:
«Δεν πρέπει να μιλούν αυτοί για τα ζητήματα τής Εκκλησίας, ούτε αρμόζει σ΄ εμάς να τούς επιτρέπουμε καν να μιλουν γι΄ αυτά».
Τούς χλεύαζε λοιπόν με θρασύτητα και αναίδεια, παρόντος και απόντος τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη. Εκείνοι σιωπούσαν από σεμνότητα. Έπειτα προχωρώντας έκανε τα ίδια και στους αρχιερείς και στους άρχοντες τής Εκκλησίας, άλλοτε χλευάζοντας, άλλοτε ειρωνευόμενος, άλλοτε πάλι κοροϊδεύοντας, ή πεταγόταν, διέκοπτε και δεν άφηνε τον ομιλητή να καταλήξει σ΄ εκείνο που ήθελε, αναγκάζοντάς τον έτσι να σιωπήσει χωρίς τη θέλησή του. Με τέτοιους λοιπόν τρόπους και συμπεριφορά επέβαλλε σε όλους τη σιωπή. Όταν μιλούσε ο ίδιος, μακρηγορούσε όσο ήθελε και συμπέραινε ό,τι ήθελε, όπως το ήθελε. Όταν όμως μιλούσε άλλος, πεταγόταν, τον μπέρδευε και τον εμπόδιζε να καταλήξει σ΄ εκείνο που ήθελε. Και δεν τολμούσε κανείς να τού αντιμιλήσει, φοβούμενος τούς σκαιότατους χλευασμούς του.
Με τέτοιους λοιπόν διάφορους τρόπους και λόγια έκανε εκείνα που ήθελε. Όσο όμως είχε ακόμη υγιείς απόψεις για τα δόγματα, ήταν σύμβουλος καλών για τον πατριάρχη. Γιατί δεν θα ήταν δίκαιο ν΄ αποσιωπηθεί κάτι, επειδή έχω επιλέξει να γράψω σε όλα την αλήθεια.
Έλεγε λοιπόν πολλές φορές στον πατριάρχη:
«Δεν είναι καλό να παραμένουμε αδρανείς. Πρέπει να σκεπτόμαστε και να συζητάμε τα εκκλησιαστικά ζητήματα».
Και την κατάληξη των διαλέξεων για την προσθήκη είπε στον πατριάρχη με παρόντες τον Νικαίας και μένα:
«Παρακαλώ να μην καθόμαστε αδρανείς, αλλά άν διατάξεις, καλό είναι να σκεπτόμαστε και να συζητάμε. Νομίζω ότι πρέπει να δούμε αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποια ενδιάμεση λύση ή αν δεν μπορούμε. Και αν μεν έχουμε την άδεια των αγίων να χρησιμοποιήσουμε την ενδιάμεση λύση, πράγμα το οποίο κατά τη γνώμη μου δεν είναι δεδομένο, όμως αν βρεθεί, να την κρατάμε χωρίς να την αναφέρουμε. Αν όμως προκύψει ότι δεν έχουμε άδεια για ενδιάμεση λύση, στο οποίο μάλλον συμφωνώ, ας αναφερθεί αυτό στον αυτοκράτορα, για να πληροφορηθεί και εκείνος ότι δεν θα βρει από εμάς κάποια ενδιάμεση λύση και να εξετάσει πώς θα χειριστεί την υπόθεση, ώστε να μην καταστήσει μετέωρα τα συνοδικά ζητήματα πιστεύοντας σε κάποια ενδιάμεση λύση. Αν συμφωνείς λοιπόν, ας μαζευτούν εδώ οι καλύτεροι πέντε ή έξι, αυτοί που μπορούν να σκεφτούν καλά, και ύστερα από έρευνα και αναλυτική συζήτηση, ας αποφασίσουν και ας πραγματοποιήσουν αυτό που πρέπει να γίνει».
Απάντησε σε αυτά ο πατριάρχης:
«Δεν πρέπει να συσκεπτόμαστε εμείς χωρίς τον αυτοκράτορα. Γιατί θα φανεί σαν να υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα σ΄ εμάς και εκείνον. Άλλωστε ο αυτοκράτορας τα καταφέρνει καλά με τούς συνοδικούς και είναι απαραίτητο να βρίσκεται κι αυτός εδώ».
Και ο πνευματικός είπε:
«Στην εκκλησία ανήκει η υποχρέωση να σκέπτεται και να συζητά τα εκκλησιαστικά ζητήματα και η μεγάλη αγιοσύνη σου οφείλει να καλεί τούς πιο μορφωμἐνους από τούς μαθητές τής Εκκλησίας, να συζητάτε τα δέοντα και να συσκέπτεστε (για τα εκκλησιαστικά ζητήματα και αυτό οφείλει να κάνει η μεγάλη αγιοσύνη σου σύμφωνα με τούς ιερούς κανόνες) και δεν θα προκύψει από αυτό καμία διαφορά. Γιατί αυτό είναι έργο τής Εκκλησίας κι αυτή αντιμετωπίζει τα δικά της όταν σκέπτεται για τα εκκλησιαστικά. Φοβάμαι και κάτι άλλο», είπε, «γι΄ αυτό σού το αναφέρω. Ακούω ότι ο πάπας θέλει να μεταβεί αλλού. Νομίζω μάλιστα ότι και ο αυτοκράτορας το γνωρίζει. Αν λοιπόν μεταβεί ο πάπας και προσελκύσει και εμάς πιο μακριά, δεν θα προκύψει κανένα καλό υπέρ τής δικής μας Εκκλησίας, αλλά θα κάνουν ό,τι λαχταρούν οι Λατίνοι. Γι΄ αυτό παρακαλώ σκέψου καλά και για το θέμα αυτό, καθώς και για εκείνο που προανέφερα. Γιατί αν αποκλείσεις τα δύο αυτά στον αυτοκράτορα, δηλαδή το ένα τής ενδιάμεσης λύσης, ότι δεν θα τη βρει από εμάς, επειδή ούτε εμείς, όπως νομίζω, έχουμε άδεια γι΄ αυτήν από τούς αγίους, και το άλλο τής μετάβασης, ότι δεν θα μεταβούμε πιο πέρα, ό,τι κι αν γίνει, και <αν> τα πληροφορηθεί αυτά ο αυτοκράτορας ως σαφή και αμετάκλητα, ο ίδιος πάλι θα φροντίσει να μάς ελευθερώσει από εδώ και να μάς επαναφέρει στην πατρίδα. Γιατί αυτός είναι ο πιο λογικός και ο πιο επινοητικός απ΄ όσους έχουν έλθει από εκεί εδώ και με την θαυμαστή του γνώση θα βρει τρόπους και πόρους, με τούς οποίους θα μάς επαναφέρει καλά στην πατρίδα».
Μόλις λοιπόν τα άκουσε αυτά ο πατριάρχης, είπε:
«Μού λες πράγματα που υποψιάζεσαι. Πώς άραγε μπορώ να πω κάτι στον αυτοκράτορα, όταν δεν το έχω δεδομένο, αλλά αποτελεί υποψία δική σου ή κάποιου άλλου»;
Κι ο πνευματικός είπε:
«Δεν θ΄ ανέφερα κάτι ή στη μεγάλη αγιοσύνη σου ή στον αυτοκράτορα τον άγιο, αν δεν είχα πρώτα δεδομένο εκείνο που θα έλεγα. Και στο συγκεκριμένο λοιπόν ζήτημα, πρώτα πληροφορήθηκα από κάποιον που γνωρίζει με ακρίβεια εκείνα που κάνει ο αυτοκράτορας κι έτσι σού το ανέφερα αυτό».
Κι ο πατριάρχης απάντησε:
«Αν μού πεις το πρόσωπο, τότε ίσως μπορέσω ν΄ αναφέρω κάτι στον αυτοκράτορα. Χωρίς όμως αυτό, δεν επιτρέπεται να μιλήσω».
Και είπε ο πνευματικός:
«Το πρόσωπο μού είναι αδύνατό να σού το αναφέρω, αλλά το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Γιατί το έχω πληροφορηθεί από εκείνον που το γνωρίζει καλά. Όμως είναι φανερό ότι ο πάπας διαπραγματεύεται να πάει αλλού».
Και είπε ο πατριάρχης:
«Γιατί αφορά εμένα αν φύγει ο πάπας, αφού δεν με ειδοποίησε κανένας για το θέμα αυτό; Ας αναχωρήσει για όπου θέλει. Και αν με ειδοποιήσει, τότε θα πω ότι ούτε ήξερα, ούτε με συμβουλεύτηκε κανείς για το θέμα, άρα ούτε θα σε ακολουθήσω».152
Και είπε ο πνευματικός:
«Φοβάμαι μήπως προλάβει ο αυτοκράτορας και το υποσχεθεί στον πάπα. Αν λοιπόν βρεθεί τότε ο αυτοκράτορας να έχει δώσει τη συγκατάθεσή του, θα είναι αδύνατο ν΄ αφήσει κάποιον να κάνει κάτι άλλο από αυτό που εκείνος συμφώνησε και κυρίως θα προσελκύσει και τη μεγάλη αγιοσύνη σου».
Και ο πατριάρχης είπε:
«Πρώτα πρέπει να βεβαιωθώ ότι γίνεται αυτό που λες και να ξέρω ποιος είναι εκείνος που το γνωρίζει και σού το είπε. Γιατί δεν επιτρέπεται να πω στον αυτοκράτορα έτσι απλά, άδεια λόγια».
Κι έτσι απέκρουσε τα λόγια τού πνευματικού.
Μέχρι λοιπόν τη στιγμή, όπως είπα, που φερόταν σωστά, αυτός συμβούλευε καλά, συνεργαζόταν και φερόταν έντιμα σε όλους. Όταν όμως άλλαξε συμπεριφορά, τότε έκανε τα αντίθετα, χλεύαζε, ειρωνευόταν και φερόταν με αναίδεια.153 Όσες φορές γίνονταν ομιλίες και συζητήσεις ενώπιον τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη, αυτός ο πνευματικός στις δικές του ομιλίες μακρηγορούσε όσο περισσότερο μπορούσε, ενώ πεταγόταν όταν μιλούσαν οι άλλοι, τούς σταματούσε, διαφωνούσε και τούς διέκοπτε. Κάποτε και ο Αγχιάλου ξεκίνησε να πει λίγα πράγματα, εμποδίστηκε από αυτόν, αγανάκτησε και είπε:
«Κύριε ελέησον, εσύ σε όλες τις συνεδριάσεις λες λόγια περισσότερα απ΄ όσα θα έπρεπε και εκμεταλλεύεσαι και καταναλώνεις στις ομιλίες σου το μεγαλύτερο μέρος τού χρόνου που έχει οριστεί. Κι εγώ σε όλες αυτές δεν είπα ούτε τόσες λέξεις, όσα είναι τα ρήματα τού Πάτερ Ημών. Άσε με λοιπόν να τελειώσω τις δύο η τρεις φράσεις μου».
Και είπε αμέσως ο πνευματικός:
«Καλά λες, καλά. Σταματώ λοιπόν».
Από τότε λοιπόν σιωπούσε στο φανερό και όταν έβλεπε τον Αγχιάλου, έλεγε:
«Να και ο εκπαιδευτής μου».
Αργότερα ευχαρίστησε και ο πατριάρχης τον Αγχιάλου, που τον είχε μαζέψει λίγο. Δεν μακρηγορούσε λοιπον μέχρι πρόσφατα. Όταν όμως άρχισαν να μιλούν για ενωτικές ενδιάμεσες λύσεις, τότε έλεγε κι έκανε ακόμη περισσότερα από πριν και όλα τα σχετικά με την ένωση μέσω εκείνου ετοιμάζονταν.
48. Φήμες για μεταφορά τής συνόδου154
Αλλά ας επαναφέρουμε την αφήγηση στο σημείο από το οποίο αυτή ξέφυγε. Όταν σταμάτησαν οι διαλέξεις, βρισκόμασταν πάλι σε αδράνεια και φτώχια πολλή. Γιατί είχε καταναλωθεί το σιτηρέσιο που είχε δοθεί και πιέζαμε τον πατριάρχη λέγοντας:
«Βλέπουμε ότι οι Λατίνοι δεν θα υποχωρήσουν σε τίποτε από εκείνα που θα προλάβουν να πουν. Ακούμε επίσης ότι θέλουν να μάς οδηγήσουν και πιο μέσα στην ενδοχώρα. Γιατί άρχισε να διαδίδεται ότι ο πάπας θέλει να πάμε πιο μέσα. Γι΄ αυτό παρακαλούμε να σπεύσει η μεγάλη αγιοσύνη σου προσεκτικά και να πείσεις τον αυτοκράτορα, να επιστρέψουμε από εδώ στην πατρίδα. Γιατί καταλαβαίνουμε ότι δεν θα γίνει κάποια διόρθωση στα εκκλησιαστικά ζητήματα».
Έλεγε λοιπόν ο πατριάρχης:
«Μη σάς απασχολεί το θέμα αυτό. Γιατί θα επιστρέψουμε και δεν θ΄ απομακρυνθούμε περισσότερο».
<-5. Τα προκαταρκτικά τής Συνόδου στη Φερράρα | 7. Το αδιέξοδο τής Συνόδου στη Φερράρα-> |