Σημειώσεις Κεφαλαίου 2

Σημειώσεις Κεφαλαίου 2

[←1]

Το πρώτο μέρος των Απομνημονευμάτων τού Συρόπουλου δεν διασώζεται.

[←2]

Συρόπουλος 2.1: ἐρχόμενος ἀφῆκε τόν μητροπολίτην προσμεῖναι εἰς τόν Ἀθύραν, μέχρις ἄν ἐλθών αὐτός ἐξοικονομήσῃ καί καταπείσῃ τόν πατριάρχην δέξασθαι τό γεγονός καί ἐν τῇ Πόλει εἰσάξαι τοῦτον ὡς μητροπολίτην. ἐλθών τοίνυν ὁ μεσάζων εἰς τόν πατριάρχην καί πολλούς λόγους περί τούτου εἰπών καί πᾶσαν τήν παρ΄ ἑαυτοῦ πειθοῦς δύναμιν κινήσας, οὐδόλως ἠδυνήθη κἂν ἁπλῶς τήν εἰς τήν Πόλιν τοῦ Πολεανίνης κερδῆσαι εἰσέλευσιν.

[←3]

Κατά τον Laurent 1971: 100 σημ. 1, ο «ἐρχόμενος» δεν μπορεί να είναι ο αυτοκράτορας, επειδή αυτός επέστρεψε στην πρωτεύουσα αργότερα (βλέπε επόμενη παράγραφο 3), είτε επειδή παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, είτε επειδή επέλεξε να ασχοληθεί στη Θράκη με το αγαπημένο του άθλημα, το κυνήγι, αναθέτοντας στους υπουργούς του, οι οποίοι τον είχαν συνοδεύσει στο ταξίδι του στην Πελοπόννησο, να αναλάβουν πρωτοβουλία και να διευθετήσουν την υπόθεση που περιγράφεται εδώ.

[←4]

Τα Ἄθυρα (σήμερα Κιουτσούκ-τσεκμετζέ) βρίσκονταν πάνω στον μυχό τής Προποντίδας που δημιουργεί λιμνοθάλασσα, δυτικά ακριβώς τής Κωνσταντινούπολης. Από εκεί περνούσε η Εγνατία οδός που οδηγούσε από την Ευρώπη προς την Πόλη.

[←5]

Τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευθύμιο Β΄ (1410-1416).

[←6]

Ο τίτλος μεσάζων σημαίνει πολιτικό αξιωματούχο τής ύστερης περιόδου τής αυτοκρατορίας. Κατά τον 11ο και 12ο αιώνα ο τίτλος ήταν ακόμη ημιεπίσημος, αλλά θεσμοθετήθηκε επί Παλαιολόγων. Ο ιστορικός τού 15ου αιώνα Δούκας, Historia Byzantina, CSHB (Βόννη, 1834), 33, 227, ταυτίζει τον τίτλο τού μεσάζοντος με εκείνον τού Τούρκου βεζύρη:
«…Καθόταν στον πατρικό του θρόνο … και στέκονταν απέναντι και σε απόσταση όλοι οι σατράπες και οι βεζύρηδες τού πατέρα του, συμπεριλαμβανομένων των Χαλίλ πασά και Ισάκ πασά. … Τότε ο ηγεμόνας Μωάμεθ στράφηκε στον βεζύρη του, τον Σαχίν, και ρώτησε: «Γιατί στέκονται σε απόσταση οι βεζύρηδες τού πατέρα μου;» … Ο Χαλίλ παρέμεινε ως βεζύρης, ενώ ο Ισάκ πήρε το πτώμα τού ηγεμόνα και μαζί με πολλούς άλλους αξιωματούχους αναχώρησαν για την Προύσα…»
(Ἐν τῇ καθέδρᾳ τῇ πατρικῇ καθεσθείς … ἵσταντο ἐξ ἐναντίας πάντες οἱ σατράπαι ἀπομακρόθεν καί οἱ βεζίρηδες τοῦ πατρός αὐτοῦ, ὅ τε Χαλίλ πασίας καί ὁ Ἰσαάκ πασίας. … τότε ὁ ἡγεμών Μεχεμέτ ἠρώτησε τόν Σιαχήν τόν αὐτοῦ μεσάζοντα “τί ὅτι ἀπομακρὀθεν ἵστανται οἱ μεσάζοντες τοῦ μου πατρός;”… καί ὁ μέν Χαλίλ ἔμεινε μεσάζων, ὁ δέ Ἰσαάκ λαβών τό πτῶμα τοῦ ἡγεμόνος σύν πλείστοις ἄρχουσι καί οἰκονομίᾳ πολλῇ εἰς Προῦσαν ἀπῆλθε…)

[←7]

Στο κείμενο, Πολεανίνης. Πρόκειται για την Πολυανή, την Παλαιά Δοϊράνη, κωμόπολη που βρίσκεται σήμερα στη Βόρεια Μακεδονία, στη δυτική όχθη τής λίμνης Δοϊράνης. Όπως θα δούμε πιο κάτω, ο μητροπολίτης Πολεανίνης διορίστηκε τελικά επίσκοπος Μολδαβίας. Διατήρησε αυτόν τον τίτλο από το 1416 μέχρι τον θάνατό του το 1437. Τον διαδέχθηκε ο επίσκοπος Δαμιανός (1437-1447), ο οποίος πήρε μέρος στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1437-1439).

[←8]

Συρόπουλος 2.2: Μετά δέ παραδρομήν δύο ἡμερῶν παραγίνεται πάλιν ὁ μεσάζων εἰς τόν πατριάρχην, εὗρε δέ καί τόν Μηδείας ἐκεῖσε, καθώς τοῦτο προκατεσκεύασε, καί πάλιν λόγους πολλούς κινεῖ ὁ μεσάζων ἔχων καί τόν Μηδείας ἐκ μέρους συνηγοροῦντα πρός τό δεχθῆναι ὡς Μολδοβλαχίας τόν δηλωθέντα ἤ ἁπλῶς ἐλθεῖν καί εύρίσκε[σθαι ἐνταῦθα], ἄχρις ἄν ὁ βασιλεύς ἐπανελθών ὁρίσῃ ὅ ἄν ἐθέλῃ περί αὐτοῦ. ὡς δέ πείθειν ἐπιχειροῦντες οὐδέν ἤνυον (οἱ γάρ λόγοι τοῦ σοφοῦ πατριάρχου μετ΄ ἐπιστήμης λογικῆς καί τό δίκαιον ἔχοντες φροῦδα ἐδείκνυον τά παρ΄ αὐτῶν προφερόμενα), ἀναγκασθείς ὁ Μηδείας καθικετεύων εἶπε τῷ πατριάρχῃ, ὅτι πολλοί καί ἐξ ἄλλων γενῶν καί αἱρέσεων εἰσέρχονται ἐν ταύτῃ τῇ Πόλει· καί Ἀρμένιοι γάρ καί Ἁγαρηνοί εἰσέρχονται καθ΄ ἑκάστην μή κωλυόμενοι παρά τινος· κατά γοῦν τόν ὅμ[οιον τρόπον] εἰσελθέτω καί αὐτός, καί μή κωλυθήτω. [Ὁ γοῦν πατριάρχης], διάθεσιν φιλικήν ἔχων πρός τόν Μηδείας καί πρός [ταῦτα] ἐκ μέρους ἀντειπών, πρός δέ τήν ἀξίωσιν καί δέησιν αὐτοῦ σιωπήσας, ἔδοξεν ἐνδοῦναι καί οὕτως ἔστειλεν ὁ μεσάζων καί ἔφερε τόν μητροπολίτην, ὅς καί ἐλθών ἐκάθητο ἐν τῇ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου μονῇ ἀπρόϊτος, περιμένων τόν βασιλέα. ὁ δέ πατριάρχης δεινότατον ἡγησάμενος τοῦτο βαρέως ἔφερε τό γεγονός καί παντί τρόπῳ παρασκευάζετο ἤ διορθῶσαι τήν Ἐκκλησίαν, ἐπανελθόντος τοῦ βασιλέως, ὥστε μή κατάρχεσθαι ταύτην παρ΄ αὐτοῦ, ἤ καθίσαι ἐν τῷ ἰδίῳ κελλίῳ ἀργήσων καί ἑαυτόν καί τήν Ἐκκλησίαν, μή μέντοιγε παραίτησιν ποιήσασθαι ταύτης. ταῦτ΄ οὖν ἐννοήσας ὁ βασιλεύς, καιροῦ λαβόμενος, ἐπεί ὁ πατριάρχης τῷ θανάτῳ προηναρπάσθη, τήν περί τῶν ἑαυτοῦ προνομίων σπουδήν ἔθετο καί τά προρρηθέντα πρός τούς ἀρχιερεῖς διωρίσατο. εἰπόντων δέ αὐτῷ τῶν ἀρχιερέων, ὅρισον γενέσθαι πρότερον πατριάρχην, εἶτα γένοιτο καί ἅπερ ὁρίζεις· οὐ γάρ δίκαιόν ἐστιν ἄνευ πατριάρχου ἀποφαίνεσθαι ἡμᾶς περί τῶν τοιούτων, ὁ βασιλεύς ὥρισε· κρεῖττον ἐστί πρότερον γενέσθαι ὅσα φανῶσι δίκαια, ἵνα καί ἡ βασιλεία καί ἡ Ἐκκλησία ἔχωσι γνώριμα τά ἴδια δίκαια μετά εἰρήνης καί ὁ γενησόμενος πατριάρχης γινώσκῃ εὐθύς τίνα εἰσίν αὐτοῦ ἴδια καί τίνα τά τοῦ βασιλέως. ἔσται καί τοῦτο κάλλιον καί εἰς τόν πατριάρχην· εἰ γάρ μετά ταῦτα γένωνται, εἰς ὕφεσιν ἑαυτοῦ, ἴσως [λογισθ]ήσεται τό ἐπί τῶν ἡμερῶν αὐτοῦ γενέσθαι τι, μή πραχθ[έν έπί τοῦ] πρό αὐτοῦ. προσέταξεν οὖν συναχθῆναι ἐν τῷ ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί σκέψασθαι περί τῶν τοιούτων καί κυρῶσαι τά ζητηθέντα. ἐπεί καί πρότερον ἐδόθησαν, ἔφη, ὑπό τῶν τότε ἀρχιερέων κρειττόνων ὄντων πολλῷ, ὡς καί ὑμεῖς, οἶδα, ὁμολογήσετε τοῦτο, καί παρά ἁγιωτάτου καί σοφοῦ πατριάρχου ἐστέρχθησαν.

[←9]

Τον επίσκοπο Μηδείας Θεοφάνη. Η Μήδεια είναι η σημερινή Μίντιε τής Ανατολικής Θράκης, στη θέση τής αρχαίας Σαλμηδυσσού, τής οποίας παραφθορά αποτελεί το μεταγενέστερο όνομα.

[←10]

Κατά τον Laurent 1971: 102 σημ. 1, ο Ιωάννης τής Ραγούσας, που βρισκόταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, σημειώνει:
«Βρίσκονται εκεί, εκτός από τούς δικούς μας Λατίνους και τούς Γραικούς, Τούρκοι, Τάταροι (Μογγόλοι), Σαρακηνοί (μουσουλμάνοι), Ιακωβίτες, Γεωργιανοί, Ιωαννίτες, Νεστοριανοί και αμέτρητες άλλες αιρέσεις, που είτε μένουν εκεί ή τουλάχιστον περνούν συνεχώς».

[←11]

Ἀγαρηνοί: Οι απόγονοι τής Άγαρ. Κατά την Παλαιά Διαθήκη (Γένεσις 16.3) η Άγαρ ήταν Αιγύπτια υπηρέτρια τής Σάρας, τής γυναίκας τού Αβραάμ. Από τον Αβραάμ (τον προφήτη Ιμπραήμ τής ισλαμικής θρησκείας) η Άγαρ γέννησε τον Ισμαήλ. Ο Ισμαήλ είναι επίσης προφήτης τής ισλαμικής θρησκείας και θεωρείται από αυτήν πρόγονος τού Μωάμεθ, τού ιδρυτή τής θρησκείας. Αγαρηνοί λοιπόν είναι οι μωαμεθανοί και ειδικότερα εδώ στον Συρόπουλο οι Τούρκοι.

[←12]

Μονή Μεγάλου Βασιλείου: Για το μοναστήρι αυτό, που δεν διασώζεται, ο Ψελλός (Χρονογραφία 1.20) γράφει ότι το είχε χτίσει ο παρακοιμώμενος Βασίλειος (Βασίλειος ο Νόθος) τον 10ο αιώνα με μεγάλη πολυτέλεια, μεγάλο κόστος εργασίας και συνδυασμό διαφορετικών αρχιτεκτονικών στυλ:
«Για παράδειγμα εκείνος [ο παρακοιμώμενος Βασίλειος] είχε χτίσει ένα υπέροχο μοναστήρι προς τιμή τού Μεγάλου Βασιλείου, ένα μοναστήρι που έφερε και το δικό του όνομα. Είχε κατασκευαστεί με μεγαλοπρέπεια, με μεγάλο κόστος εργασίας, και συνδύαζε διαφορετικά στυλ αρχιτεκτονικής με ομορφιά. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος τού υλικού που χρησιμοποιήθηκε στο κτίσιμό του είχε προέλθει από γενναιόδωρες εθελοντικές συνεισφορές. Ο αυτοκράτορας ήθελε τώρα να ισοπεδώσει αυτό το οικοδόμημα. Ωστόσο, φροντίζοντας να αποφύγει την κατηγορία τής ασέβειας, αφαιρέθηκαν μόνο ορισμένα τμήματα τού μοναστηριού και όχι ταυτόχρονα. Άλλα μέρη κατεδάφισε, ενώ το υπόλοιπο κτίριο, τα έπιπλα και τα ψηφιδωτά, τα αντιμετώπισε με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Δεν έμενε ικανοποιημένος, μέχρι που, για να παραθέσω τα δικά του λόγια αστειευόμενου, «έκανε τόπο σκέψης αυτόν τον τόπο διαλογισμού, τής σκέψης την οποία αυτοί που κατοικούσαν εκεί έπρεπε τώρα να κάνουν για τα απολύτως απαραίτητα τής ζωής!»
(Ἀμέλει καί ἣν ἐκεῖνος ἐδείματο λαμπροτάτην μονήν Βασιλείῳ τῷ πάνυ ἀναθέμενος, ἐπώνυμον τῆς ἑαυτοῦ κλήσεως, μεγαλοπρεπῶς μέν κατεσκευασμένην καί πολλῇ δαπάνῃ χειρός τό ποικίλον μετά τοῦ καλοῦ ἔχουσαν, ἀφθόνοις δέ χορηγίαις τό πλέον τοῦ αὐτάρκους ἀποκληρωσαμένην, ἐβούλετο μέν ἐκ θεμελίων καθαιρήσειν, τό δέ τῆς πράξεως ἀναιδές εὐλαβούμενος, τό μέν ἐκεῖθεν ὑφῄρει, τό δέ κατέ-σειεν, τά ἔπιπλα, τάς ἐφηρμοσμένας λίθους, τό δ΄ ἄλλο τι ποιῶν τοιουτότροπον, οὐκ ἀνίει ἄχρις οὗ φροντιστήριον ἰδεῖν, χαριεντισάμενος εἰπών, τό μοναστήριον δέδρακε, διά φροντίδος τιθεμένων τῶν ἐν αὐτῷ, ὅπως ἂν ἑαυτοῖς τά ἀναγκαῖα πορίσαιντο).

[←13]

Στο πρωτότυπο κείμενο χρησιμοποιείται ο τίτλος βασιλεύς που σήμαινε αυτοκράτορας. Γι΄ αυτό ο Συρόπουλος χρησιμοποιεί τον τίτλο βασιλεύς μόνο για τούς αυτοκράτορες τής Κωνσταντινούπολης, καθώς και για εκείνον τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Σίγκισμουντ) και τον αυτοκράτορα Τραπεζούντος. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο Συρόπουλος αποκαλεί ῥῆγες τούς διάφορους βασιλείς. Εδώ αυτοκράτορας είναι ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (βασ. 1391-1425).

[←14]

Κατά τον Laurent 1971: 102 σημ. 3, ο Μανουήλ Β΄ ανακοινώνει στις 25 Μαρτίου 1416 στον βασιλιά τής Αραγωνίας ότι επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη από το ταξίδι του στον Μοριά (C. Marinesco, Manuel II Paléologue et les rois d΄Aragon, στο BSHAR, XI, 1924, σελ. 108). Ο Laurent αποδίδει επίσης στον Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1026, ότι ο Μανουήλ επέστρεψε στις 24 τού ίδιου μήνα [Μαρτίου]. Όμως ο Σφραντζής λέει απλώς ότι ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην Πόλη τον Μάρτιο τού έτους 24, χωρίς να προσδιορίζει ημερομηνία:
«Επέστρεψε στην Πόλη τον Μάρτιο τού έτους 24. Τον ίδιο μήνα, μετά την άφιξη τού άγιου αυτοκράτορα, πέθανε ο πατριάρχης κυρ Ευθύμιος…»
(Καί τῷ κδ΄ ἔτει μηνί Μαρτίῳ ἐπανέστρεψεν εἰς τήν πόλιν· ἐν ᾧ μηνί μετά τήν ἄφιξιν αὐτοῦ δή τοῦ ἁγίου βασιλέως καί ὁ πατριάρχης κῦρ Εὐθύμιος ἀπέθανε…)

Το 24 (κδ΄) τού Σφραντζή είναι το έτος 6924 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το έτος 1416. Βλέπε πιο κάτω, σημ. 2 κεφαλαίου δ΄ για τη μετατροπή τής χρονολόγησης από κτίσεως κόσμου σε σύγχρονη.

[←15]

Στις 29 Μαρτίου 1416, δηλαδή λίγο μετά την επιστροφή τού αυτοκράτορα.

[←16]

Αυτά που διέταξε ο αυτοκράτορας περιλαμβάνονταν προφανώς στο αρχικό τμήμα των Aπομνημονευμάτων τού Συρόπουλου, που δεν διασώζεται.

[←17]

Όπως φαίνεται και δεξιά στο πρωτότυπο, κάποιες λέξεις τού εδώ κειμένου δεν διασώζονται.

[←18]

Οι Ἅγιοι Ἀπόστολοι ήσαν για περισσότερα από 700 χρόνια η δεύτερη σε σπουδαιότητα εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης μετά την Αγία Σοφία. Όμως, ενώ η Αγία Σοφία βρισκόταν στο παλαιό τμήμα τής πόλης, οι Άγιοι Απόστολοι βρίσκονταν στο κέντρο τού νέου τμήματος, πάνω στην κύρια αρτηρία, τη Μέση ή Κεντρική οδό, που επί Οθωμανών και μέχρι σήμερα ονομάζεται Ντιβάν Γιολού (Δρόμος προς το Αυτοκρατορικό Συμβούλιο). Οι Άγιοι Απόστολοι αποτελούσαν λοιπόν την πιο πολυσύχναστη εκκλησία τής Κωνσταντινούπολης. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες καθώς και πολλοί πατριάρχες και επίσκοποι είχαν ταφεί στην εκκλησία αυτή. Τα λείψανά τους λατρεύονταν από τούς πιστούς επί αιώνες. Μετά την άλωση (1453), ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ Πορθητής, αντί να μετατρέψει τούς Αγίους Αποστόλους σε τζαμί, όπως έκανε με όλες τις άλλες εκκλησίες, αποφάσισε να κατεδαφίσει τον ναό και να κτίσει στον χώρο του τέμενος με αντίστοιχα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά. Κτίστηκε λοιπόν το Φατίχ τζαμί (τέμενος τού Πορθητή), το οποίο καταλαμβάνει και σήμερα τον χώρο τού ναού των Αγίων Αποστόλων και στο οποίο βρίσκεται ο τάφος τού σουλτάνου.

[←19]

Κατά τον Laurent 1971: 103 σημ. 7, ήταν ο πατριάρχης Νείλος εκείνος που αναγνώρισε το 1380-1382 στον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, τον πατέρα τού Μανουήλ, το δικαίωμα παρέμβασης στις εκκλησιαστικές υποθέσεις. Αυτό εγινε σε πατριαρχική σύνοδο στη μονή Στουδίου. Το δικαίωμα τού αυτοκράτορα κατοχυρώθηκε σε έγγραφο εννέα σημείων [V. Laurent, Les droits de l΄empereur en matière ecclésiastique. L΄accord de 1380-1382, στο REB, XIII, 1955, σελ. 5-20 (το κείμενο στις σελ. 14-16)].

[←20]

Συρόπουλος 2.3: Ἐτάχθη τοίνυν ἡμέρα καθ΄ ἥν εἰς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους συνήχθησαν· ἐστάλησαν δέ καί παρά τοῦ βασιλέως, ὅ τε μεσάζων ὁ Γουδέλης, κῦρ Δημήτριος ὁ Χρυσολωρᾶς καί κῦρ Δημήτριος Ἄγγελος ὁ Φιλομμάτης. πρός οὖν διάσκεψιν καθεσθέντων ὁμοῦ, εἶπόν τινες τῶν ἀρχιερέων ὅτι· καλόν ἐστι πρό τῆς διασκέψεως τῶν ζητουμένων εἰδέναι ἡμᾶς εἰ ἔχομεν ἄδειαν πρός σύνοδον συναθροίζεσθαι ἄνευ τοῦ πρώτου ἡμῶν καί συνοδικά διεξάγειν ζητήματα. ἀπελογήσαντο οὖν πρός τοῦτο οἱ ἄρχοντες καί τινες τῶν ἀρχιερέων, ὅτι· ἄδειαν ἔχει ὁ βασιλεύς συνάγειν σύνοδον καί συνιστᾶν ταύτην ὅτε καί βούλεται, καί οὐδέν καινόν εἰ ὁρισμῷ θείῳ βασιλικῷ σκεψόμενοι συνήχθητε νῦν. μή γοῦν ἐμποδίσῃ ὑμᾶς λογισμός τις, ἀλλά σκέψασθε περί τῶν προκειμένων. κινηθέντων οὖν τῶν ζητημάτων καί λόγων πολλῶν ἐπ΄ αὐτοῖς λαληθέντων ὡς τῶν ἀρχόντων ὑπέρ τοῦ βασιλέως ἀγωνιζομένων, τινῶν δ΄ ἐκ τῶν ἀρχιερέων ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας ἀνθισταμένων, ὅμως ὡμοφώνησαν πάντες καί συνέθεντο στέργειν ὡς προνόμια τά ζητηθέντα· καί τούτων ἀνενεχθέντων, προσέταξεν ὁ βασιλεύς τῷ μεγάλῳ χαρτοφύλακι ἵνα δι΄ ἐπιστασίας καί ἐπιμελείας ἐκείνου γραφῶσι ταῦτα καί ὑπογραφῶσι παρά τῶν ἀρχιερέων. μετά γοῦν τό γενέσθαι ταῦτα, ἀπέλυσε πρόσταγμα πρός τό ψηφίσασθαι πατριάρχην.

[←21]

Δημήτριος Γουδέλης: Κατά τον Laurent 1971: 103 σημ. 9, αυτός ο μεσάζων πρέπει να ήταν ο Δημήτριος Παλαιολόγος Γουδέλης, που αναφέρεται με αυτή την ιδιότητα ήδη από τον Μάιο τού 1406, σε συνθήκη που συνάφθηκε με τη Βενετία και εξακολουθεί να είναι υπεύθυνος τον Σεπτέμβριο τού 1423. Βλέπε Σπ. Λάμπρος, Ὁ βυζαντιακός οἶκος Γουδέλη, Νέος Ἑλληνομνήμων, ΧΙΙΙ, 1916, σελ. 211-221.

[←22]

Δημήτριος Χρυσολωρᾶς: βλέπε σημ. 54 κεφαλαίου γ΄.

[←23]

Δημήτριος Ἄγγελος Φιλομμάτης: Διάδοχος τού Μανουήλ Ολόβολου ως γραμματέας τού Μανουήλ Β΄. Συμμετείχε σε πρεσβεία που στάλθηκε τον Μάιο τού 1422 στον σουλτάνο Μουράτ Β΄, για να ζητήσει την άρση τής πολιορκίας τής Κωνσταντινούπολης.

[←24]

Κατά τον Laurent 1971: 104 σημ. 1, αυτό το δικαίωμα δεν περιλαμβάνεται ρητά στη συμφωνία τού 1380-1382, αλλά θα διακηρυχθεί με σθένος στην αλληλογραφία τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου με τον πάπα Μαρτίνο Ε΄, ενώ θα διεκδικηθεί στη σύνοδο τής Φλωρεντίας ενώπιον τού Ευγενίου Δ΄, όπως θα δούμε πιο κάτω.

[←25]

Η σύνοδος που αναφέρεται εδώ πραγματοποιήθηκε μεταξύ 29 Μαρτίου και 21 Μαΐου 1416 (Laurent 1971: 104 σημ. 2).

[←26]

Συρόπουλος 2.4: Ἐγώ δέ πάντα τά τοῦ θαυμαστοῦ βασιλέως θαυμάζων καί οὐδέ ἱκανόν ἐμαυτόν κρίνων πρός τούς ἐπαίνους ἐκείνου, ἕν τούτο καί μόνον ἐπαινεῖν οὐκ ἔχω· ἀνάξιον γάρ τῆς ἀρετῆς καί τῆς σοφίας καί τῆς συντετριμμένης ἐκείνου καρδίας ἡγοῦμαι, τό δουλείᾳ ὑποβαλεῖν τήν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί ἐξ ἐκείνου οὕτως καί τούς ἑξῆς αὐτήν διαδέχεσθαι. τῶν δέ ἀρχιερέων ψηφισάντων κατά τό ἔθος τρία πρόσωπα, παρόντος καί τοῦ Μηδείας — οὐ γάρ παρῆν ἐν τοῖς προγεγονόσιν— ἐκλέγεται ὁ βασιλεύς τόν Ἐφέσου κῦρ Ἰωσήφ καί εἰς πατριάρχην προβάλλεται· ὅς καί εἰς τό πατριαρχεῖον ἀναχθείς κατ΄ αὐτήν τήν ἑορτάσιμον ἡμέραν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου τήν κατά τήν ἐνάτην ἰνδικτιῶνα τήν θείαν τε ἐτέλεσε μυσταγωγίαν καί τῷ τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας ἱερῷ ἐνεθρονίσθη συνθρόνῳ. ὁ μέν οὖν βασιλεύς ἐκ τῆς Πελοποννήσου ἐπανελθών καί τά κατά τήν Ἐκκλησίαν, ὡς δεδήλωται, διαθέμενος καί τόν εἰρημένον μητροπολίτην εἰς τήν Μολδοβλαχίαν ἀπελθεῖν κατασκευάσας μετά καί πατριαρχικῶν γραμμάτων, τά τῆς βασιλείας διεξῆγε βασιλικῶς.

[←27]

Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος. Ο Μανουήλ (βασ. 1391-1425) ήταν γιος τού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και τής Ελένης Καντακουζηνής, κόρης τού αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Παντρεύτηκε την Έλενα, κόρη τού Σέρβου ηγεμόνα Κωνσταντίνου Ντράγκας (Ντεγιάνοβιτς) κι έκανε μαζί της εννιά ή δέκα παιδιά. Οι δυο πρώτοι γιοι του υπήρξαν οι τελευταίοι αυτοκράτορες: ο Ιωάννης Η΄ τού παρόντος βιβλίου (βασ. 1425-1448) και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (βασ. 1448-1453), εδώ ο δεσπότης Κωνσταντίνος. Τέσσερις άλλοι γιοι, ο Ανδρόνικος (1400-1428), ο Θεόδωρος Β΄ (1395-1448), ο Δημήτριος αυτού τού βιβλίου (1407-1470) και ο Θωμάς (1409-1465) υπήρξαν άρχοντες (δεσπότες) περιοχών τής περιορισμένης πια αυτοκρατορίας. Οι δύο μικρότεροι, ο Δημήτριος και ο Θωμάς, έζησαν και μετά την άλωση τής Πόλης (1453) και τού Μοριά (1461) από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ Πορθητή.

[←28]

Ο Ἰωσήφ Β΄ (1360–1439) υπήρξε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για 23 χρόνια, από το 1416 μέχρι τον θάνατό του στη Φλωρεντία το 1439 κατά τη διάρκεια τής ομώνυμης συνόδου. Είναι ένας από τούς πρωταγωνιστές των Απομνημονευμάτων τού Συρόπουλου.

[←29]

Στο κείμενο παρέχεται η χρονολόγηση κατά τήν ἐνάτην ἰνδικτιῶνα, που αντιστοιχεί στο έτος 1416. Επειδή τέτοια είναι η χρονολόγηση τού Συρόπουλου, ας πούμε δυο λόγια γι΄ αυτήν, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο αυτή η μεσαιωνική χρονολόγηση μετατρέπεται σε σύγχρονη. Η νέμησις ή ἐπινέμησις ή ἰνδικτιών αναφέρεται σε κύκλο 15 ετών. Κάθε έτος τού κύκλου αυτού αριθμείται διαδοχικά ως ἰνδικτιῶνος α΄, ἰνδικτιῶνος β΄ και λοιπά, μέχρι ἰνδικτιῶνος ιε΄. Ωστόσο, οι κύκλοι δεν είναι αριθμημένοι. Απαιτούνται λοιπόν άλλες πληροφορίες για την αναγνώριση τού συγκεκριμένου έτους. Παρέχεται παρακάτω η μετατροπή των ετών σε σύγχρονη χρονολόγηση, για την περίοδο στην οποία αναφέρεται το βιβλίο:

ἰνδικτιῶνος

α΄

β΄

γ΄

δ΄

ε΄

στ΄

ζ΄

η΄

θ΄

ι΄

ια΄

ιβ΄

ιγ΄

ιδ΄

ιε΄

1408

1409

1410

1411

1412

1413

1414

1415

1416

1417

1418

1419

1420

1421

1422

έτος

1423

1424

1425

1426

1427

1428

1429

1430

1431

1432

1433

1434

1435

1436

1437

1438

1439

1440

1441

1442

1443

1444

1445

1446

1447

1448

1449

1450

1451

1452

[←30]

Όπως ακριβώς βασιλεύς σημαίνει αυτοκράτορας, έτσι και βασιλεία είναι η αυτοκρατορία. Το επίσημο όνομα αυτής τής αυτοκρατορίας από τη συγκρότησή της μέχρι την κατάλυσή της ήταν Βασιλεία Ρωμαίων (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία). Η ΄Βυζαντινή΄ αυτοκρατορία αποτελεί νεολογισμό, που προτάθηκε για πρώτη φορά 103 χρόνια μετά την άλωση τού 1453 και δεν χρησιμοποιείται σε αυτό το βιβλίο. Οι απόγονοι τής αυτοκρατορίας εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί (δηλαδή Ρωμαίοι), ενώ με το ίδιο όνομα (Ρουμ) τούς αποκαλούν και οι Τούρκοι.

[←31]

Συρόπουλος 2.5: Ὁ δέ δηλωθείς Εὐδαιμονοϊωάννης εἰς τήν Ῥώμην ἀπελθών καί ἐπί τῇ ἑνώσει καί ὁμονοίᾳ τῆς δυτικῆς Ἐκκλησίας καί τῇ πρός ἕνα πάπαν ὑποταγῇ πάντων τῶν λατινικῶν γενῶν καί αὐτός κατά τό εἰκός συνεργήσας τε καί ἀγωνισάμενος καί ἐπί τῇ ἐκλογῇ καί τῇ ἀναγορεύσει τοῦ πάπα παρών Μαρτίνου εὐμενείας τε καί ἀναδοχῆς ἀξιωθείς παρ΄ αὐτοῦ, ἐπιτήδειον καιρόν εὑράμενος τόν τῆς ἀναγορεύσεως, τά περί τῆς ἑνώσεως τῆς τε δυτικῆς Ἐκκλησίας ἐξαγγέλει καί τῆς ἀνατολικῆς τε καί ἡμετέρας καί τήν πρός αὐτήν ἐπιθυμίαν τοῦ βασιλέως ὑποδεικνύει· καί πλατύνεται ἐπ΄ αὐτοῖς εὑρών συνεργόν πρός τοῦτο καί τόν τῶν Λατίνων Ῥόδου Ἀνδρέαν· παρέτυχε γάρ τότε καί αὐτός ἐν τῇ ἀναγορεύσει καί λόγον πλατύν ἐξέτεινε πρός τόν πάπαν περί τῆς ἑνώσεως· ὅς ἡμεδαπός ὤν καί τῆς ἐνταῦθα παιδείας τε καί φιλοσοφίας ἑλληνικῆς ἀπολελαυκώς, παροιστρήσας ἀπῆλθεν εἰς Λατίνους καί σύμφρων ἐκείνοις γεγονώς καί ἐπισκόπου τιμηθείς ἀξιώματι σπουδήν ἐποιεῖτο ἀεί καί ἑτέρους ἐντεῦθεν ἑλκῦσαι πρός τήν δόξαν ἥν αὐτός ᾑρετίσατο· τό δέ καί πάντας νομίσαι ἀκολούθους εὑρεῖν εἰς μεγίστην ἑαυτοῦ εὐδαιμονίαν ἔκρινε. διό καί τότε πολλήν ὁμιλίαν περί τούτου πεποιηκώς συνηγόρησε καί τῷ Εὐδαιμονοϊωάννῃ.

[←32]

Ο μέγας στρατοπεδάρχης Νικόλαος Εὐδαιμονοϊωάννης έπαιξε σταθερά ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τις δυτικές δυνάμεις κατά τη διάρκεια τού πρώτου τέταρτου τού 15ου αιώνα. Aνέλαβε επικεφαλής των διαπραγματεύσεων μετά τον θάνατο τού Μανουήλ Χρυσολωρά στις 15 Απριλίου 1415. Επέστρεψε στον Μυστρά, στον Μανουήλ Β΄, που βρισκόταν εκεί από το 1414. Πρβλ Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1026BC:
«Τον Ιούλιο τού 6921 [1413] ο άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ βγήκε από την Πόλη, πήγε στο νησί τής Θάσου και το κατέλαβε τον Σεπτέμβριο τού επόμενου έτους [1413]. Από τη Θάσο ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη και στον Μοριά, όπου επέβλεψε την κατασκευή τού τείχους τού Εξαμιλίου. Έφτασε στο λιμάνι των Κεγχρεών τον Μάρτιο τού 6922 [1414]. Στις 8 Απριλίου άρχισε να κατεδαφίζει και να ξαναχτίζει το τείχος τού Εξαμιλίου, που έχει μήκος 3.800 οργιές. Ύψωσε πάνω στο τείχος 153 πύργους. Κατά τη διάρκεια τής κατασκευής αποκαλύφθηκε μαρμάρινη πλάκα με την ακόλουθη επιγραφή: «Φως από φως, Θεός αληθινός από Θεό αληθινό, να φυλάει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, τον πιστο του δούλο Βικτωρίνο καί ὀλους τους κατοίκους τής Ελλάδας που ζουν μέσω τής χάρης τού Θεού»
(Τόν δέ Ἰούλιον μῆνα τοῦ κα-ου ἔτους ἐξελθών ἀπό τῆς Πόλεως ἀπῆλθεν εἰς τήν νῆσον Θάσον ὁ ἅγιος βασιλεύς κύρ Μανουήλ καί ἀπῆρεν αὐτήν τόν Σεπτέβριον τοῦ κβ-ου ἔτους. Εἶτ΄ ἀπ΄ ἐκεῖ ἀπῆλθεν εἰς τήν Θεσσαλονίκην καί εἰς τόν Μορέαν καί ἔκτισε τό Ἑξαμίλιον. Τῷ κβ-ῳ ἔτει Μαρτίῳ γάρ ἔσωσεν ἐν τῷ λιμένι τῶν Κεχρεῶν ὀνομαζομένῳ. Καί τῇ η-ῃ τοῦ Ἀπριλίου μηνός ἤρξατο ἀνακαθαίρειν καί ἀνοικοδομεῖν αὐτό δή τό Ἑξαμίλιον, ὅπερ ἔνι τό μῆκος οὐργιές ͵γωʹ. Ἀνέστησε δέ πύργους ἐπ΄ αὐτῷ ρνγʹ. Εὑρέθησαν καί γράμματα ἐν μαρμάρῳ λέγοντα οὕτως· «Φῶς ἐκ φωτός, θεός ἀληθινός ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, φυλάξῃ τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανόν καί τόν πιστόν αὐτοῦ δοῦλον Βικτωρῖνον καί πάντας τούς ἐν τῇ Ἑλλάδι οἰκοῦντας τούς ἐκ θεοῦ ζῶντας.» Καί τῷ κδ-ῳ ἔτει μηνί Μαρτίῳ ἐπανέστρεψεν εἰς τήν Πόλιν).

Στη συνέχεια ο Μανουήλ τον έστειλε πίσω, όχι στη Ρώμη, όπως λέει ο Συρόπουλος, αλλά στην Κωνσταντία, όπου έφθασε στις 25 Μαρτίου 1416, αφού ολοκλήρωσε μια πρώτη αποστολή στη Βενετία λίγο πριν τις 15 Μαρτίου. Παρέμεινε στην Κωνσταντία μέχρι το τέλος τής συνόδου. Έκανε προτάσεις σχετικές με σχέδιο ένωσης των Εκκλησιών και συνέβαλε, με τις εκκλήσεις του για ενότητα, στον τερματισμό τού σχίσματος τής Δύσης και στην εκλογή νέου πάπα, τού Μαρτίνου Ε΄. Το 1419-1420 βρισκόταν πίσω στην Ιταλία, αυτή τη φορά για να ρυθμίσει τούς γάμους δύο Λατίνων πριγκηπισσών με τον δεσπότη Θεόδωρο Β΄ και τον αδελφό του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο. Κατά την παραμονή του στη Βενετία στη διάρκεια αυτού τού ταξιδιού, ο Νικόλαος Ευδαιμονοϊωάννης ζήτησε και πήρε άδεια από την ενετική γερουσία, να εξάγει 400 σανίδες ξυλείας από την Κρήτη στον Μοριά για την κατασκευή εκκλησίας. Το όνομα Ευδαιμονοϊωάννης εμφανίζεται ξανά σε ενετικό έγγραφο τού 1422, που τον δείχνει ν΄ αποτελεί την ηγετική φυσιογνωμία στις διαπραγματεύσεις τού Δεσποτάτου Μορέως με τη Βενετία. Αργότερα την ίδια χρονιά η γερουσία τής Βενετίας συζήτησε πρόταση για τη χορήγηση φέουδων στον Νικόλαο και τούς γιους του, σε κατεχόμενα από τούς Ενετούς εδάφη τού Μοριά. Ήδη από τις αρχές τής Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα κατά τον 13ο αιώνα, ένας Ευδαιμονοϊωάννης ήταν ανάμεσα στους άρχοντες από τη Μονεμβασία που υπέβαλαν την υποταγή τους στον πρίγκηπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουΐνο, πράγμα που υποδηλώνει ότι η οικογένεια διατηρούσε σταθερή φιλο-λατινική στάση για πολλές γενιές, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες αριστοκρατικές οικογένειες τού Μοριά, των οποίων η πολιτική στάση απέναντι στους ξένους είχε την τάση να ταλαντεύεται.

[←33]

Ο πάπας Μαρτῖνος Ε΄ εκλέχτηκε στις 11 Νοεμβρίου 1417 στη σύνοδο τής Κωνσταντίας, από κογκλάβιο αποτελούμενο από εικοσιπέντε καρδινάλιους και τριάντα εκπροσώπους τής συνόδου, οι οποίοι, αφού εκθρόνισαν τον αντιπάπα Ιωάννη ΚΓ΄ (1410–15), παρέμεναν για καιρό διχασμένοι από τις αντιτιθέμενες εξαγγελίες τού πάπα Γρηγορίου ΙΒ΄ (1406–15) και τού αντιπάπα Βενέδικτου ΙΓ΄ (1394–1423).

[←34]

Ο λατινεπίσκοπος Ρόδου Ἀνδρέας Χρυσοβέργης, που πέθανε το 1440, ήταν ελληνικής καταγωγής, προερχόμενος από χριστιανούς ορθόδοξους γονείς. Μελέτησε λατινικά, ελληνικά και θεολογία και ιδιαίτερα τα ζητήματα των διαφορών μεταξύ Ελληνορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κι έγινε καθολικός, μπαίνοντας στο τάγμα των Δομινικανών την εποχή τού σχίσματος τής Καθολικής εκκλησίας (1378-1417). Κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες να προσηλυτίσει τούς συμπατριώτες του στη νέα του πίστη. Έγινε αρχιεπίσκοπος Ρόδου το 1413 και αργότερα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, πήρε ενεργό μέρος στη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1437-1439) ως ένας από τούς έξι θεολόγους, που ορίστηκαν ν΄ απαντούν στις διαφωνίες των Ορθοδόξων.

[←35]

Συρόπουλος 2.6: Ὁ δέ πάπας καί ἔτι ἀσμένως δέχεται ἐπί τούτοις τόν Εὐδαιμονοϊωάννην καί τά περί τῆς ἑνώσεως ἀποδέχεται καί τήν ὅλην αὐτοῦ πρεσβείαν ἀκούει καί ταύτην ἐκπληροῖ· νύμφας τε γάρ ἐνέδωκεν ἐνταῦθα ἐλθεῖν, ἅσπερ ὁ Εὐδαιμονοϊωάννης ἐπραγματεύσατο, ὧν ἡ μέν τῷ φιλοχρήστῳ ἡμῶν αὐθέντῃ καί βασιλεῖ κῦρ Ἰωάννῃ ἔτυχε νυμφευθεῖσα, ἥτις γε ἦν ἡ ὑψηλοτάτη αὐγούστα Σοφία, ἡ δέ τῷ πορφυρογεννήτῳ δεσπότῃ Θεοδώρῳ· ὑπέρ τε τῆς τοῦ Ἑξαμιλίου φυλακῆς μεγίστην πρόνοιαν ὁ μακαριώτατος ἐποιήσατο, ἥτις γε τοσοῦτον αὐτόν ὤνησεν, ὅσον καί ὄνου σκιά· γράμμα γάρ ἐκθέμενος ἔστειλε συγχωροῦν ἁμαρτήματα τῶν προαιρου μένων παραγίνεσθαι εἰς τό Ἑξαμίλιον καί φυλάσσειν αὐτό. πρός οὕς δέ ἡ συγχώρησις ἦν, παρ΄ οὐδέν αὐτήν θέμενοι, βέλτιον ἡγήσαντο οἴκοι μένοντες ῥέγχειν καί ταῖς συνήθεσι συζῆν ἁμαρτίαις ἤ συγχωρούμενοι φυλάσσειν τό Ἑξαμίλιον. ὅθεν αὐτοί μέν ἔρρεγχον οἴκοι, οἱ δέ ἐκ τῆς Ἄγαρ τό τεῖχος συσχόντες καί καταστρέψαντες Μυσῶν λείαν τά Ῥωμαϊκά τε καί τά ἐκεῖσε Λατινικά ἐποιήσαντο. πλήν εἰ δέ καί τό τεῖχος ἔκτοτε δίς καί τρίς ἐχαλάσθη, ἀλλ΄ ὅμως τό ἐκ τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας φυλακτήριον τούτου ἔτι καί νῦν ἵσταται ἐνθάδε φυλασσόμενον ἐν τοῖς βασιλείοις.

[←36]

Η Σοφία τού Μομφερράτ, ο γάμος τής οποίας με τον Ιωάννη Η΄ στην Αγία Σοφία έγινε στις 19 Ιανουαρίου 1421 και όχι 1419 (κζ΄ ἔτει) όπως γράφει ο Σφραντζής, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1027D:
«Τον Νοέμβριο τού 6927 [1418] έφτασε στην Πόλη η δέσποινα κυρά Σοφία, κόρη τού μαρκήσιου τού Μομφερράτ. Στις 19 Ιανουαρίου τού ίδιου έτους [1419] την παντρεύτηκε ο κυρ Ιωάννης και στέφθηκε και αυτοκράτορας στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας. Η τελετή παρείχε ευκαιρία για μεγάλη γιορτή και πανηγύρι»
(Καί τῷ κζ-ῳ ἔτει ἐν μηνί Νοεμβρίῳ ἦλθεν εἰς τήν Πόλιν καί ἡ δέσποινα κυρά Σοφία, ἡ τοῦ Μόντες Φεράντες μαρκεσίου θυγάτηρ. Καί τῇ ιθ-ῃ τοῦ Ἰαννουαρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους εὐλογήθη αὐτήν καί ἐστέφθη καί βασιλεύς ὁ κύρ Ἰωάννης ἐν τῇ ἁγίᾳ Σοφίᾳ· ἐν ᾗ δέ στέψει ἐγεγόνει ὄντως ἑορτῶν ἑορτή καί πανήγυρις πανηγύρεων).

Βλέπε επίσης Δούκα, Historia Byzantina, CSHB (Βόννη, 1834), 20, σελ. 99-100 ο οποίος δεν δίνει χρονολογία:
«Τρία περίπου χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας θέλησε να αποκτήσει νύφες τόσο για τον Ιωάννη όσο και για τον δεύτερο γιο του Θεόδωρο. Από την Ιταλία έφερε την κόρη τού Θεόδωρου, τού μαρκήσιου τού Μομφεράτ, για τον γιο του Ιωάννη, και την κόρη τού κόμη Μαλατέστα για τον Θεόδωρο. Όταν η Σοφία τού Μομφεράτ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας ένωσε αυτήν και τον Ιωάννη σε νόμιμο γάμο. Στη συνέχεια έβαλε τα διαδήματα στο κεφάλι τους και τούς ανακήρυξε αυτοκράτορα και αυτοκράτειρα των Ρωμαίων. Έδωσε έπειτα την κόρη τού Μαλατέστα στον Θεόδωρο για γάμο και ανακήρυξε τον Θεόδωρο δεσπότη τής Λακεδαιμονίας, φορώντας του τα διακριτικά τού αξιώματος. Ωστόσο ο αυτοκράτορας Ιωάννης δεν ήταν ευχαριστημένος με τη γυναίκα του. Η νεαρή γυναίκα είχε εξαιρετικά καλές αναλογίες στο σώμα. Είχε ωραίο λαιμό. Τα μαλλιά της ήσαν ξανθά, με πλεξούδες που έρρεαν μέχρι κάτω στους αστραγάλους της, σαν αστραφτερά χρυσά ρεύματα. Είχε φαρδείς ώμους, βραχίονες, στήθος και χέρια συμμετρικά και δάκτυλα διαφανή. Ήταν ψηλή στο ανάστημα και στεκόταν πολύ ίσια. Αλλά το πρόσωπο και τα χείλη της και η δυσπλασία τής μύτης και των ματιών και των φρυδιών της παρουσίαζαν μια σύνθεση πολύ άσχημη, που μπορούσε να περιγραφεί με τα λόγια τής λαϊκής παροιμίας: «Από μπροστά Σαρακοστή και από πίσω Πάσχα». Όταν ο αυτοκράτορας Ιωάννης την είδε έτσι, δεν είχε μαζί της σχέσεις ούτε κοιμόταν ποτέ μαζί της. Ζούσε λοιπόν αυτή μόνη της σε ένα από τα διαμερίσματα τού παλατιού»
(Ὁ δέ βασιλεύς μετά παραδρομήν ἐτῶν τριῶν ἐγγύς που ἠβουλήθη ἑτέραν ἀγαγέσθαι νύμφην τῷ Ἰωάννῃ καί τῷ δευτέρῳ τῷ Θεοδώρῳ· καί στείλας ἐν Ἰταλίᾳ ἠγάγετο θυγατέραν Θεοδώρου μαρκεσίου Μόντης Φεράρα τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰωάννῃ, τῷ δέ Θεοδώρῳ θυγατέραν κόντε Μαλατέστα· καί εἰσελθόντων ἐν τῇ πόλει, καί στεφανώσας αὐτούς ὁ πατήρ νόμῳ γάμου ταινιοῖ τούτους καί βασιλεῖς Ῥωμαίων ἀναδείκνυσι· τήν δέ θυγατέρα τοῦ Μαλατέστα τῷ Θεοδώρῳ, καί δεσπότην Λακεδαιμονίας εὐφήμισεν, ἐνδύσας αὐτόν τά παράσημα. Ὁ δέ βασιλεύς Ἰωάννης ἦν μή στέργων τήν σύνοικον· ἡ κόρη γάρ τῷ μέν σώματι καί μάλα εὐάρμοστος· τράχηλος εὐειδής, θρίξ ὑποξανθίζουσα καί τούς πλοκάμους ὡς ρύακας χρυσαυγίζοντας μέχρι τῶν ἀστραγάλων καταρεομένους ἔχουσα, ὤμους πλατεῖς καί βραχίονας καί στέρνα καί χεῖρας ἐμμέτρους καί δακτύλους κρυσταλλοειδεῖς καί τήν πᾶσαν ἡλικίαν τοῦ σώματος ἀνωρρεπῆ καί πολύ εἰς τό ὄρθιον ἱσταμένη· ὄψις δέ καί χείλη καί ρινός κατάστασις καί ὀφθαλμῶν καί ὀφρύων σύνθεσις ἀειδεστάτη· παντάπασιν ὡς ἔπος χυδαῖον εἰπεῖν «Ἀφ’ ἐμπρός τεσσαρακοστή καί ὄπισθεν πάσχα.» Τοιαύτην οὖν ἰδών ὁ βασιλεύς Ἰωάννης οὐκ ἐμίγη ταύτην, οὐδέ τό παράπαν σύγκοιτος ταύτης ἐγένετο· διό καί μονάζουσα ἦν ἐν ἑνί τῶν κοιτώνων τοῦ παλατίου).

Αυτός ο γάμος δεν υπήρξε ευτυχισμένος. Η Σοφία επέστρεψε κρυφά στην οικογένειά της τον Αύγουστο τού 1426. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1031D:
«Τον Αύγουστο τού 6934 [1426] η δέσποινα κυρά Σοφία διέφυγε από την Πόλη και επέστρεψε στην πατρίδα της. Στις 30 Αυγούστου 6935 [1427] έφεραν στην Πόλη με γαλέρα από την Τραπεζούντα την κυρά Μαρία Κομνηνή, κόρη τού κυρ Αλέξιου Κομνηνού, αυτοκράτορα Τραπεζούντας. Τον Σεπτέμβριο τού 6936 [1427] η κυρά Μαρία παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα κυρ Ιωάννη»
(Καί τῷ λδ-ῳ ἔτει μηνί Αὐγούστῳ διέβη φυγοῦσα εἰς τήν αὑτῆς πατρίδα ἡ δέσποινα κυρά Σοφία. Καί τῷ λε-ῳ ἔτει τοῦ Αὐγούστου κθ-ῃ ἔφερον μετά κατέργων ἀπό τήν Τραπεζοῦντα κυράν Μαρίαν τήν Κομνενήν, θυγατέρα κυροῦ Ἀλεξίου βασιλέως Τραπεζοῦντος τοῦ Κομνηνοῦ. Καί τῷ λϛ-ῳ ἔτει μηνί Σεπτεβρίῳ εὐλογήθη αὐτήν ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης).

Για την επιστροφή τής Σοφίας στην Ιταλία βλέπε ιδιαίτερα Δούκα, Historia Byzantina, CSHB (Βόννη, 1834), 20, σελ. 100-102:
«Όταν ο αυτοκράτορας [Ιωάννης] την είδε για πρώτη φορά, ήθελε να τη στείλει πίσω στην Ιταλία, στο σπίτι τού πατέρα της, αλλά εμποδιζόταν από την αγάπη του για τον πατέρα του, τον αυτοκράτορα Μανουήλ. Η αυτοκράτειρα [Ελένη, μητέρα του Ιωάννη], καταλαβαίνοντας ότι τα συναισθήματά του απέναντί της δεν θα άλλαζαν ποτέ, αποφάσισε να ξεφύγει [η κοπέλα] από τούς Ρωμιούς, πράγμα που έκανε. Έστειλε μήνυμα στους Γενουάτες τού Γαλατά, αποκαλύπτοντας το σχέδιό της για την αναχώρηση τής κοπέλας. Μια μέρα [η κοπέλα] βγήκε από την Πόλη για να επισκεφτεί έναν υπέροχο κήπο για ψυχαγωγία. Πήρε μαζί της τις κυρίες επί των τιμών, τις γυναίκες που μιλούσαν τη γλώσσα της, καθώς και μερικούς νέους που είχε φέρει μαζί της από το πατρικό της σπίτι. Προς το απόγευμα οι ευγενείς τού Γαλατά, που είχαν ετοιμάσει μια διήρη, επιβιβάστηκαν και πλησίασαν την ακτή. Την ανέβασαν με σεβασμό στο πλοίο και διέσχισαν στην απέναντι ακτή, όπου ήρθαν οι κάτοικοι να τη χαιρετήσουν και να την προσκυνήσουν δουλικά ως κυρία και αυτοκράτειρά τους. Καθώς είχε ήδη πέσει το βράδυ, οι Κωνσταντινουπολίτες δεν κατάλαβαν καθόλου το δράμα που εκτυλισσόταν. Όμως, όταν χάραξε η αυγή, οι αξιωματούχοι τού παλατιού ενοχλήθηκαν όταν έμαθαν για το επεισόδιο. Δεν άντεχαν την περιφρονητική συμπεριφορά των Γενουατών τού Γαλατά και ετοιμάζονταν να κάνουν επιδρομή και να καταστρέψουν τα προάστιά τους. Όμως ο αυτοκράτορας Μανουήλ το απαγόρευσε. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης, από την άλλη πλευρά, ενέκρινε αυτό που είχε συμβεί. Ένα τεράστιο εμπορικό πλοίο των Γενουατών ήταν έτοιμο να αποπλεύσει για την Ιταλία. Μόλις άρχισε να φυσά βόρειος άνεμος, η αυτοκράτειρα [σύζυγος τού Ιωάννη] πήγε στο πλοίο και την υποδέχθηκαν με τιμή και δόξα. Το πλοίο άνοιξε πανιά και έφτασε στην Ιταλία. Επιστρέφοντας στο σπίτι χωρίς τίποτε άλλο εκτός από το στέμμα της, είπε και αυτό: «Μού αρκεί αυτή η μαρτυρία, ότι υπήρξα και είμαι αυτοκράτειρα των Ρωμιών. Δεν με νοιάζει για θησαυρούς πολλών χιλιάδων ταλάντων». Όταν οι ευγενείς τής Φερράρας ενημερώθηκαν για την άφιξή της στα σύνορα τής επαρχίας, ήρθαν να τη συναντήσουν μαζί με τον αδελφό της, τον μαρκήσιο. Τη συνόδευσαν μέχρι το παλάτι τής οικογένειάς της. Στη συνέχεια πήγε σε ένα μοναστήρι και ανέλαβε εκεί διαμονή. Αφοσιώθηκε στον Θεό και παρέμεινε κλεισμένη εκεί μέχρι το τέλος τής ζωής της. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης έστειλε τώρα πρέσβεις στον Αλέξιο Κομνηνό, τον αυτοκράτορα τής Τραπεζούντας, ζητώντας σε γάμο την κόρη του Μαρία, γιατί ήταν όμορφη και στη μορφή και στους τρόπους. Την συνόδευσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο πατριάρχης Ιωσήφ τούς ένωσε με τις συνήθεις τελετές τού ιερού γάμου και εκείνη αναγορεύθηκε αυτοκράτειρα των Ρωμιών»
(Ἰδών οὖν ὁ βασιλεύς ἠβουλήθη πέμψαι ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τοῖς τοῦ πατρός δόμοις καί διά τήν τοῦ πατρός αὐτοῦ, τοῦ βασιλέως Μανουήλ, στοργήν ἐκωλύετο. Ἡ δέ βασιλίς ὁρῶσα τό ἀμετάθετον τῆς γνώμης αὐτοῦ ἠβουλήθη διαδρᾶσαι ἐκ μέσου αὐτῶν ὅ καί πεποίηκεν. Πέμψασα εἰς τούς Γενουΐτας τοῦ Γαλατᾶ καί δηλώσασα τήν αὐτῆς ἀποδημίαν, μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἔξεισι τῆς πόλεως ἔν τινι τῶν τερπνῶν κήπων εὐθυμίας χάριν σύν τῇ γυναικωνίτιδι, ταῖς ὁμογλώσσαις, καί σύν ὀλίγοις νέοις, οὕς ἀπό τοῦ πατρικοῦ οἴκου ἐξήγαγε· καί πρός ἑσπέραν διῆριν μίαν ἑτοιμάσαντες καί oἱ τοῦ Γαλατᾶ προὔχοντες εἰσελθόντες καί τῷ αἰγιαλῷ πλησιάσαντες, ἐντίμως αὐτήν λαβόντες τήν περαίαν ἐδιέβησαν καί πάντες προϋπήντουν αὐτήν καί δουλικῶς προσεκύνουν ὡς κυρίαν αὐτῶν καί δέσποιναν. Οἱ δέ τῆς πόλεως μηδ’ ὁπωσοῦν ἐννοήσαντες τό δρᾶμα ἑσπέρας ἤδη καταλαβούσης, τῇ ἕωθεν οἱ τοῦ παλατίου πάντες μαθόντες τό γεγονός ἐδυσχέραινον· καί μή φέροντες τήν καταφρόνησιν, ἥν ὑπέστησαν παρά τῶν τοῦ Γαλάτου, ἡτοιμάζοντο καταδραμεῖν καί ἀφανίσαι τά αὐτῶν προάστεια. Ὁ δέ βασιλεύς Μανουήλ ἐκώλυσεν. Ὁ δέ βασιλεύς Ἰωάννης τό γεγονός ἀπεδέξατο. Ἦv δέ τά φορτία φέρουσα μία ναῦς ὑπερμεγέθης τῶν Γενουϊτῶν, ἑτοίμως ἔχουσα τοῦ πλεῦσαι ἐν Ἰταλίᾳ. Ἀνέμου δέ βορέως πνεύσαντος εἰσῆλθεν ἐντίμως μετά δόξης ἡ βασιλίς ἐν αὐτῇ καί τά ἱστία πτερώσαντες εἰς Ἰταλίαν ἀφίκοντο, ἄλλο μηδέν ἔτερον κερδάνασα, πλήν τοῦ οὗ ἐστέφθη στέμματος, εἰποῦσα καί τοῦτο· «Ἀρκεῖ μοι τοῦτο εἰς μαρτύρων, ὅτι βασίλισσα τῶν Ῥωμαίων ἐγενόμην καί εἰμί· περί δέ θησαυρῶν μυριοταλάντων οὐ μέλει μοι.» Ἐλθοῦσα δέ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς ἐπαρχίας τῶν Φεράρων καί μαθόντες οἱ τῆς ἡγεμονίας ἐκείνης προὔχοντες σύν τῷ ἀδελφῷ αὐτῆς μαρκεσίῳ ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν αὐτῆς καί προπέμψαντες αὐτήν μέχρι τῶν παλατίων τῆς πατρικῆς ἑστίας. Αὕτη εἰς ἕν τῶν μοναστηρίων ἐλθοῦσα ἐκεῖ τήν οἴκησιν ᾑρετίσατο καί τῷ Θεῷ ἑαυτήν ἀναθεῖσα τό λεῖπον τῆς ζωῆς ἀνεπλήρωσεν. Ὁ δέ βασιλεύς Ἰωάννης στείλας εἰς Κομνηνόν Ἀλέξιον, βασιλέα Τραπεζοῦντος, ἡρμόσατο τήν θυγατέρα αὐτοῦ Μαρίαν εἰς γυναῖκα, ὡραίαν καί κάλλει καί ἤθει· καί ἀγαγόντες ἀπό Τραπεζοῦντος κατήγαγον ἐν Κωνσταντινουπόλει. Καί ὁ πατριάρχης Ἰωσήφ διά συνήθων ἱεροτελεστιῶν εἰς ἕν συνῆψε κάί δέσποινα Ῥωμαίων ἀνηγορεύθη.)

[←37]

Ο αυτοκράτορας Ἰωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1392-1448) βασίλευσε από το 1425 μέχρι τον θάνατό του και παντρεύτηκε τρεις φορές. Πρώτη του σύζυγος ήταν το 1414 η Άννα τής Μόσχας, κόρη τού μεγάλου πρίγκηπα Βασίλειου Α΄ τής Μόσχας (1389–1425) και τής Σοφίας τής Λιθουανίας. Η Άννα πέθανε το 1417 από πανούκλα. Ο δεύτερος γάμος τού Ιωάννη το 1421, που ρυθμίστηκε από τον πατέρα του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο και τον πάπα Μαρτίνο Ε΄, ήταν με την αναφερόμενη εδώ Σοφία τού Μομφεράτ, κόρη τού Θεοδώρου Β΄ Παλαιολόγου, μαρκησίου τού Μομφεράτ (1381-1418). Ο γάμος αυτός τερματίστηκε το 1426. Τον τρίτο γάμο τού Ιωάννη κανόνισε ο Βησσαρίων, δηλαδή ο Νικαίας τής παρούσας περιγραφής και μετέπειτα καρδινάλιος τής Καθολικής εκκλησίας. Τρίτη σύζυγος το 1427 υπήρξε η Μαρία τής Τραπεζούντος, κόρη τού Αλεξίου Δ΄ τής Τραπεζούντος και τής Θεοδώρας Καντακουζηνής. Η Μαρία πέθανε τον χειμώνα τού 1439, όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο, επίσης από πανούκλα. Ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος δεν απέκτησε παιδιά από κανέναν από τούς τρεις γάμους του. Όταν πέθανε το 1448, τον διαδέχθηκε ο αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, που βασίλευσε μέχρι την άλωση τής Πόλης από τούς Οθωμανούς και πέθανε κατά την πολιορκία το 1453.

[←38]

Ο Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος, δεσπότης τού Μορέως, γιος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ και αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, παντρεύτηκε το 1421 στον Μυστρά την Ιταλίδα ευγενή Κλεόπα Μαλατέστα. Στις 20 Αυγούστου 1420 η Κλεόπα έφυγε από το λιμάνι τού Φάνο (κοντά στο Πέζαρο) για την Κωνσταντινούπολη μαζί με τη Σοφία τού Μομφεράτ, που θα παντρευόταν τον αδελφό τού Θεόδωρου, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄.

[←39]

Το τείχος τού Ἑξαμιλίου ανακατασκευάστηκε την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1415 από τον Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο στον Ισθμό τής Κορίνθου, για να προστατεύει τα εδάφη τής αυτοκρατορίας στην Πελοπόννησο από τις επιδρομές των Οθωμανών, που είχαν ήδη κυριαρχήσει στη Στερεά, στη Θεσσαλία και στη Βόρεια Ελλάδα. Εννοείται ότι δεν είχε ακόμη σκαφτεί η διώρυγα. Το τείχος είχε μήκος πάνω από 7 χλμ. και είχε 153 πύργους. Κατά τον Laurent 1971: 107 σημ. 7, η πιο λεπτομερής περιγραφή για την κατασκευή αυτού τού τεράστιου έργου βρίσκεται στη διάσημη σάτιρα τής εποχής γραμμένη από τον Μάζαρι, Διάλογος Νεκρικός – Ἐπιδημία Μάζαρι ἐν Ἅδου, στο J. Fr. Boissonade (επιμ.), Anecdota Graeca e Codicibus Regiis (Παρίσι 1831), τόμος 3, 112-186, στις σελ. 177-179:
«Έπειτα, αφού [ο Μανουήλ] έφτασε μέχρι τη Θεσσαλονίκη και τακτοποίησε καλά και όπως έπρεπε όλες τις εκεί υποθέσεις, επέστρεψε με αυτή τη στρατιωτική δύναμη στην Πελοπόννησο με χαρά. Επέστρεψε λοιπόν όχι για γλέντι ούτε για κυνήγι, αλλά ούτε για ξεκούραση και σταμάτημα των κόπων από τα πολλά και γενναία εκείνα έργα που είχε κάνει στη Θεσσαλονίκη και τη Θάσο. Αλλά το από καιρό κατεδαφισμένο [περίβλημα στον] ισθμό τής Πελοποννήσου, από το οποίο μπορούσε να περάσει όποιος ήθελε, το οποίο ούτε στον ύπνο του δεν σκέφτηκε κανένας από τούς προηγούμενους αυτοκράτορες να κλείσει με τείχος και τάφρο, αυτό το περίβλημα, πέρα από κάθε προσδοκία, σε εικοσιπέντε ημέρες το τείχισε με επάλξεις και πύργους, και μαζί με αυτό ανοικοδόμησε και τα δύο κατεδαφισμένα φρούρια στα άκρα του, φρουρά εκείνων που συμβίωναν μέσα και λιμάνι εκείνων που χειμάζονταν έξω, κάτω από ανάγκες βαρβαρικές. Ενώ δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί αυτό το διάσημο έργο, εκείνοι που στη διάρκεια ολόκληρης τής ζωής τους ανακάτευαν και διατάρασσαν τις υποθέσεις των Πελοποννήσιων, εκείνοι που χαίρονταν πάντοτε με μάχες και ταραχές, οι πάντοτε αιμοδιψείς τοπάρχες, οι γεμάτοι απάτη, ψευτιά και δόλο, οι εκβαρβαρισμένοι και παραπλανημένοι και άστατοι και επίορκοι και άπιστοι πάντοτε προς αυτοκράτορες και δεσπότες, εκείνοι που ήσαν εντελώς ταλαίπωροι αλλά πιο φιλόδοξοι και από τον Τάνταλο, εκείνοι που ήσαν ζητιάνοι και φαντάζονταν ότι ήσαν ήρωες, εκείνοι που ήσαν γεμάτοι με χιλιάδες ασέλγειες και κακές πράξεις, εκείνοι, ας ακούσει η γη και ο ήλιος και ολόκληρος ο χορός των άστρων, επαναστάτησαν με προκλητικότητα και αναίδεια εναντίον τού ευεργέτη και σωτήρα τους, καθένας από αυτούς σχεδίασε να επιβάλει τυραννία, αντάλλαξαν μεταξύ τους επικίνδυνους όρκους και συμβουλές, οργάνωσαν συνωμοσίες εναντίον τού γενναιότατου αυτοκράτορα, και απείλησαν και τούς εργαζόμενους για να κατεδαφίσουν το τείχος που είχε ανοικοδομηθεί για σωτηρία δική τους και εκείνων που ήσαν μαζί τους. Εκείνον που το έχτισε, τον ευεργέτη και ηγεμόνα και προστάτη και άγρυπνο φύλακα των Ρωμιών, εκείνον που τη συγκεκριμένη στιγμή αγωνιζόταν σαν Ηρακλής και περισσότερο από Ηρακλής, εκείνον που έβαζε όλα τα δικά του σε δεύτερη μοίρα, προκειμένου μόνο να φτιάξει αυτό το τείχος και την τάφρο για φρουρά όλων εκείνων που κατοικούσαν μέσα από αυτό, αυτόν λοιπόν τον αήττητο και γενναιότατο αυτοκράτορα κόμπαζαν ότι θα τον είχαν στο χέρι, ή μυστικά ή με όπλα και στρατό. Ενώ λοιπόν έτσι απειθάρχησαν και στασίασαν εκείνοι, ο από όλους αήττητος αυτοκράτορας, με ανδρεία και μεγάλη μεγαλοψυχία και καρτερία και χωρίς καμία δειλία, ξεπερνώντας γενναία τις σκευωρίες αυτών των τρισάθλιων και τις φλυαρίες των γριών, αλλά μάλιστα και τις επιδρομές, τις ενέδρες και τις εκστρατείες, καθώς και τα λόγια τού Κροκόδειλου τα γεμάτα απάτη και δόλο και τη ματαιοδοξία τού δρεπανηφόρου Ελλεαβούρκου, προχωρούσε με μεγάλο στράτευμα εναντίον τους, αντιμετωπίζοντας ευχάριστα τη βροχή και τον ήλιο, χαρούμενος ταυτόχρονα και λυπημένος»
(Εἶτα μέχρι καί Θεσσαλονίκης τοῦ τοιούτου ἐλθόντος καί τά ἐκεῖσε πάντ΄ εὖ καί ὡς εἰκός διαθεμένου, ἐπανῆκε μετά τῆς τοιαύτης δυνάμεως καί πρός τήν τοῦ Πέλοπος χαίρων. Ἐπανῆκεν οὖν οὐ πρός θοίνην οὐδέ θήραν, ἀλλ΄ οὐδέ πρός ἄνεσιν καί πόνων ἀνακωχήν, τῶν πολλών καί γενναίων ἐκείνων ἔργων ὧν ἐν Θεσσαλονίκῃ καί Θάσῳ πεποίηκεν· ἀλλά τόν ἀπ΄ αἰῶνος κατεσκαμμένον ἰσθμόν τῆς Πελοποννήσου καί βατόν τυγχάνοντα τῷ βουλομένῳ παντί, ὅν οὐδ΄ ἐν ὕπνοις ώνειροπόλησέ τις τῶν προτοῦ βασιλέων, πρός τό τειχίσαι τε καί ταφρῶσαι, τοῦτον, παρά πᾶσαν προσδοκίαν, ἐν πέντε πρός ταῖς εἴκοσιν ἡμέραις, μετ΄ ἐπάλξεων καί πυργωμάτων τόν τοιοῦτον τετείχικε περίβολον, καί σύν αὐτῷ ἀνῳκοδόμησε καί τά ἐν ἄκροις κατεσκαμμένα δύο πολίχνια εἰς φρουράν μέν τῶν ἔνδον συναναστρεφομένων, λιμένα δέ τῶν χειμαζομένων ἔξωθεν ὑπ΄ ἀνάγκαις βαρβαρικαῖς. Οὔπω δέ τοῦ περιωνύμου τούτου ἔργου ἀπαρτισθέντος, οἱ πάντ΄ ἄνω καί κάτω κυκῶντές τε καί ταράττοντες τά τῶν Πελοποννησίων τόν ἅπαντα τῆς ζωῆς αὐτῶν χρόνον, οἱ μάχας μέν ἀεί χαίροντες καί ταραχαῖς, φόνιον δ΄ ἐς ἀεί πνέοντες τοπάρχαι, οἱ ἀπάτης καί ψεύδους καί δόλου μεστοί, οἱ βεβαρβαρωμένοι καί τετυφωμένοι καί ἄστατοι καί ἐπίορκοι καί ἄπιστοι πρός βασιλέας τε καί δεσπότας ἀεί, οἱ ὄντες μέν ταλάντατοι, Ταντάλου δέ πλέον φρονοῦντες, οἱ Ἶροι μέν τυγχάνοντες, ἥρωες δέ εἶναι δοκοῦντες, καί μυρίων ἀσελγειῶν καί πράξεων μεμεστωμένοι, οὗτοι, ὦ γῆ καί ἥλιε καί ὁ τῶν ἄστρων ἅπας χορός, περί τόν εὐεργέτην αὐτῶν καί σωτῆρα ἰταμῶς τε καί ἀναιδῶς ἐπανέστησαν, καί τυραννίδα τούτων ἕκαστος ἐμελέτησε, καί ὅρκους καί συμβούλια χαλεπά πρός ἀλλήλους συνέθεντο, καί δόλους κατά τοῦ γενναιοτάτου βασιλέως ἔῤῥαψαν, καί πρός τοῖς ἐργαζομένοις ἠπείλησαν ἵνα καί τόν ἀνοικοδομηθέντα πρός σωτηρίαν αὐτῶν τε καί τῶν μετ΄ αὐτῶν περίβολον κατασκάψωσι, καί τόν τοῦτον τειχίσαντα εὐεργέτην τε καί πρύτανιν καί πολιοῦχον καί τῶν Ῥωμαίων ἄγρυπνον φύλακα, κἀν τῷ παρόντι καιρῷ καθ΄ Ἡρακλέα καί ὑπέρ Ἡρακλέα ἀγωνιζόμενον, τόν τά ἑαυτοῦ πάντα δεύτερα θέμενον πρός τό τειχίσαι τε καί ταφρῶσαι μόνον τουτονί τόν περίβολον εἰς φρουράν πάντων τῶν ἐντός ἐνοικούντων, τοῦτον τοίνυν τόν ἀήττητον καί γενναιότατον αὐτοκράτορα διαχειρίσαι ἐκαυχήσαντο ἤ κρύφα ἤ μεθ΄ ὅπλων καί στρατιᾶς. Οὕτως ἀπιστησάντων τε καί στασιασάντων τούτων, ὁ πάντων ἀήττητος αὐτοκράτωρ ἀνδρείως καί μεθ΄ ὅσης ἄν εἴπῃ τις μεγαλοψυχίας τε καί καρτερίας, καί δειλίας τινός ἄτερ, τά τούτων τῶν παμμιάρων σκαιωρήματα καί τούς ὕθλους, ἀλλά δή καί τάς ἐκδρομάς καί ἐνέδρας καί ἐκστρατείας, ἔτι τε τοῦ κροκοδείλου τούς λόγους τούς ἀπάτης καί δόλου μεστούς, καί τοῦ Ἑλλεαβούρκου τοῦ δρεπανηφόρου τόν τῦφον γενναίως διενεγκών, ἐχώρει μετά παμπόλλου στρατεύματος κατ΄ αὐτῶν, ὑετόν ὁμοίως καί ἥλιον φέρων ἡδέως, χαίρων ἅμα τε καί ἀνιώμενος).

[←40]

Η αρχαιοελληνική έκφραση περί ὄνου σκιᾶς υποδηλώνει την ιδιαίτερη ενασχόληση με ασήμαντο θέμα. Βλέπε Ζηνοβίου Ἐπιτομή ἐκ τῶν Ταρραίου και Διδύμου παροιμιῶν συντεθεῖσα κατά στοιχεῖον, στο E. L. Leutsh et F. G. Schneidewin, Corpus Paroemiographorum Graecorum (Γκέττινγκεν 1839), Ι, 170:
«Λένε ότι ο ρήτορας Δημοσθένης, όταν μιλούσε υπέρ κάποιου που κινδύνευε και οι δικαστές είχαν αλλού τον νου τους και δεν πρόσεχαν, είπε: «Ακούστε, άνδρες, μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κάποιος νεαρός μίσθωσε έναν γάιδαρο για να τον πάει από την Αθήνα στα Μέγαρα. Όταν ήρθε το μεσημέρι, ξεπέζεψε και κάθισε να ξεκουραστεί στη σκιά τού γάιδαρου. Ο οδηγός τού γάιδαρου τον έσπρωχνε να βγει από τη σκιά κι εκείνος αντιστεκόταν, λέγοντας ότι είχε νοικιάσει και τη σκιά τού γάιδαρου. Καθώς ο οδηγός τού γάιδαρου διαφωνούσε και έλεγε ότι εκείνος είχε μισθώσει μόνο τον γάιδαρο, η διαμάχη οδηγήθηκε στο δικαστήριο». Όταν τα είπε αυτά ο Δημοσθένης, άρχισε να κατεβαίνει από το βήμα. Και όταν οι δικαστές τού ζήτησαν να μάθουν το τέλος τής ιστορίας, ανέβηκε πάλι στο βήμα και είπε: «Άνδρες, θέλετε να ακούσετε τον μύθο για τη σκιά ενός γαϊδάρου, αλλά δεν θέλετε να ακούσετε τίποτε για την ψυχή ενός ανθρώπου που κινδυνεύει». Άλλοι λένε ότι μίσθωσε τον γάιδαρο από την Αθήνα μέχρι τούς Δελφούς. Γι’ αυτό, λένε, και ο ίδιος ο Δημοσθένης για τη σκιά στους Δελφούς μιλάει, όπως και ο Πλάτων και άλλοι πολλοί. Έγινε και κωμωδία από τον Άρχιππο, η Όνου σκιά. Λέγεται γα εκείνους που επιδιώκουν με ζήλο πράγματα εντελώς άχρηστα»
(Λέγουσι δέ ὅτι Δημοσθένης ὁ ῥήτωρ ἀπολογούμενος ὑπέρ τινος κινδυνεύοντος, οὐκ ἀνεχομένων τῶν δικαστῶν, εἶπεν· Ἀκούσατε, ὦ ἄνδρες, διηγήματος τερπνοῦ· Νεανίσκος ποτέ ὄνον ἐμισθώσατο Ἀθήνηθεν Μεγαράδε· μεσημβρίας δέ καταλαβούσης, καταλύσας τόν γόμον, ὑπῆλθε τήν σκιάν τοῦ ὄνου. Ἐκβαλλόμενος δέ ὑπό τοῦ ὀνηλάτου, πρός βίαν διεφέρετο, μεμισθῶσθαι καί τήν σκιάν λέγων· ἀντιλέγοντος δέ τοῦ ὀνηλάτου καί φάσκοντος τόν ὄνον μεμισθωκέναι, εἰς δικαστήριον εἰσῆλθον ἀμφότεροι. Εἰπών δέ ταῦτα ὁ Δημοσθένης κατέβαινεν ἐκ τοῦ βήματος. Ἀξιούντων δέ τῶν δικαστῶν τῆς δίκης τό τέλος μαθεῖν, εἶπεν ἀναβάς πάλιν ἐπί τοῦ βήματος· Ὑπέρ μέν ὄνου σκιᾶς ἀκούειν, ὦ ἄνδρες, ἐπιθυμεῖτε· ἀνθρώπου δέ κινδυνεύοντος ὑπέρ ψυχῆς οὐδέ τῆς φωνῆς ἀνέχεσθε; Ἄλλοι δέ λέγουσιν, ὅτι Ἀθήνηθεν εἰς Δελφούς τόν ὄνον ἐμισθώσατο. Ὅθεν, φασί, καί αὐτός ὁ Δημοσθένης περί τῆς ἐν Δελφοῖς σκιᾶς φησί, καί ὁ Πλάτων δέ, καί ἄλλοι πολλοί. Καί Ἀρχίππῳ δέ κωμῳδία γέγονεν, Ὄνου σκιά. Τάττεται δέ ἐπί τῶν περί μηδενός χρησίμου φιλοτιμουμένων).

[←41]

Κατά τον Laurent: 1971:107 σημ. 8, προσωπικότητες μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Σχολάριος παραδέχονται ότι οι υπήκοοι τού δεσπότη που είχαν χτίσει το τείχος ή είχαν πληρώσει απρόθυμα για το έργο, αρνούνταν να το υπερασπιστούν. Άραγε τι θα συνέβαινε, αν μια εκστρατευτική δύναμη από τη Δύση αναλάμβανε την κατοχή του; Μήπως πρόθεση τού Μανουήλ Β΄ μπορούσε να είναι η επιστροφή των Λατίνων βαρώνων; Ο Laurent αμφιβάλλει και πιστεύει ότι ο Συρόπουλος κάνει λάθος για το εύρος τής άφεσης αμαρτιών που παραχώρησε ο Μαρτίνος Ε΄. Τα συγχωροχάρτια δεν προορίζονταν για εκείνους που θα έρχονταν από το εξωτερικό, αλλά για τούς πιστούς των οποίων οι ελεημοσύνες θα επέτρεπαν τη στρατολόγηση στρατευμάτων. Γιατί αν το Βυζάντιο δεν είχε πια στρατό, αυτό συνέβαινε επειδή δεν μπορούσε πια να τον πληρώσει. Η απόδειξη ότι αυτό συνέβαινε βρίσκεται στο γεγονός ότι εκείνη την εποχή συναντούσε κανείς στη Δύση εκπροσώπους των Βυζαντινών, υπεύθυνους για την είσπραξη των ποσών που συλλέγονταν με τα χορηγούμενα συγχωροχάρτια. Αυτό συνέβη με τον Μανουήλ Χρυσολωρά στο Παρίσι την άνοιξη τού 1408, καθώς και με άλλους στην Ισπανία και αλλού. Ο Μαρτίνος Ε΄ απλώς ανανέωνε τις ρυθμίσεις που είχαν γίνει από τούς προκατόχους του, ιδιαίτερα από τον Βονιφάτιο Θ΄ την 1η Απριλίου 1398 και στις 27 Μαΐου 1400, αναθέτοντας στον κλήρο την υποχρέωση να κηρύσσει τη σταυροφορία και στους πιστούς το καθήκον να παρέχουν τα απαραίτητα ποσά. Η κλήση των ανδρών στα όπλα δεν αποκλειόταν, αλλά δεν γνωρίζουμε αν είχε μεγάλη απήχηση στη Δύση εκείνη την εποχή. Έτσι ο ισχυρισμός τού Συρόπουλου στη συνέχεια τού κειμένου φαίνεται πολύ αληθινός Μόνο μετά τη Σύνοδο, ως μέρος τής βοήθειας για την οποία δόθηκε υπόσχεση κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, έλαβε το δεσποτάτο τού Μοριά πενιχρά στρατεύματα, όπως εκείνο το σώμα των 300 στρατιωτών που έστειλε εκεί ο δούκας τής Βουργουνδίας τον Μάρτιο ή Απρίλιο τού 1445.

[←42]

Οι Τούρκοι. βλέπε σημ. 9 αυτού τού κεφαλαίου.

[←43]

Το Ἑξαμίλιον καταστράφηκε από τούς Τούρκους για πρώτη φορά τον Μάιο τού 1423.

[←44]

Στο κείμενο λείαν Μυσῶν ἐποιήσαντο. Βλέπε στο L. Leutsh et F. G. Schneidewin, Corpus Paroemiographorum Graecorum (Γκέττινγκεν 1839) Ι, 122, στη Ζηνοβίου Ἐπιτομή ἐκ τῶν Ταρραίου και Διδύμου παροιμιῶν συντεθεῖσα κατά στοιχεῖον: Μυσῶν λεία: Παροιμία ἐπί τῶν κακῶς διαρπαζομένων. Στις αρχές τού 15ου αιώνα το λατινικό στοιχείο τής Πελοποννήσου αποτελούσαν οι ενετικές κτήσεις, η ηγεμονία τής Πάτρας και κάποιες βαρωνίες σε διαδικασία εκκαθάρισης. Αναμφίβολα σε βάρος των τελευταίων δρούσαν οι Τούρκοι εισβολείς (Laurent 1971: 107 σημ. 10).

[←45]

Κατά τον Laurent 1971: 108 σημ. 1, ο Συρόπουλος εδώ υπερβάλλει κάπως, επειδή το τείχος τού οποίου τα ερείπια είδε ο Κυριάκος Αγκωνίτης το 1437 ξαναχτίστηκε μόλις την άνοιξη τού 1443, για να καταστραφεί πάλι τον Δεκέμβριο τού 1446. Αν ο συγγραφέας μας έλεγε αλήθεια, θα έπρεπε να μετατοπίσει τη σύνθεση των Απομνημονευμάτων του μετά την τελευταία αυτή ημερομηνία, επειδή το περίφημο τείχος ανατράπηκε δύο μόνο φορές από τούς Τούρκους.

[←46]

Στο κείμενο φυλακτήριον. Κατά τον Laurent 1971: 108 σημ. 2, η πιθανή ημερομηνία τής χαμένης αυτής επιστολής είναι Απρίλιος τού 1418.

[←47]

Συρόπουλος 2.7: Τότε τοίνυν πρώτως καί γράμματα πέμπει ὁ πάπας, δύο μέν πρός ἄμφω τούς βασιλεῖς, ἕτερον δέ πρός τόν πατριάρχην, τό καλόν μηνύοντα τῆς ἑνώσεως καί πρός αὐτήν θέλγοντα καί διεγείροντα τούτους· ἅτινα διακομίσας ὁ Εὐδαιμονοΐωάννης καί τάς τῆς πρεσβείας αὐτοῦ ἀποκαταστάσεις ἐξαγγείλας τοῖς βασιλεῦσι πολλούς καί περί τῆς ἑνώσεως λόγους ἀνέφερεν αὐτοῖς ὡς ἀπό τοῦ πάπα καί μεγάλην ἐπιθυμίαν ἔλεγεν ἔχειν τόν πάπαν καί τούς περί αὐτῶν πρός τήν ἕνωσιν. τά αὐτά δέ ἀνήνεγκε καί πρός τόν πατριάρχην καί πρός πάντας σχεδόν ἔλεγε τούς αὐτῷ πλησιάζοντας καί παρεκίνει τά πρός τήν ἕνωσιν πραγματεύεσθαι, ἐπεί γοῦν χρόνοι παρῆλθον ἐγγύς τριάκοντα, ἐν οἷς οὔτε γράμμα οὔτε πρέσβις ἀπό τοῦ πάπα πρός πατριάρχην ἐστάλη, ἀλλ΄ οὐδ΄ ἐντεῦθεν ἐκεῖσε· ἀπό γάρ τῶν ἡμερῶν τοῦ πάπα Οὐρβανοῦ καί τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου κῦρ Νείλου οὐδείς ἦλθεν ἐκεῖθεν, ἀλλ΄ οὐδ΄ ἐντεῦθεν τό περί ἑνώσεως ἐκινήθη· εἰ γάρ καί περί τά τέλη τῆς πατριαρχείας τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου κῦρ Ματθαίου ἐλθών ἐκεῖθεν κῦρ Μανουήλ ὁ Χρυσωλωρᾶς διεκόμισεν αὐτῷ γράμμα καί λόγους τινάς ἀπό τοῦ τότε πάπα, πρός οὕς καί ὁ πατριάρχης ἀπελογήσατο καί τῷ πάπᾳ ἔγραψεν, ἅτινα γράμματα καί αἱ ἀπολογίαι κεῖνται καί ἐν τῷ ἱερῷ τῆς Ἐκκλησίας κώδικι καί οἱ ζητήσοντες ἔχουσιν ἐκεῖθεν ταῦτα εἰδέναι, ἀλλ΄ οὖν ἐπεί οἱ πολλοί οὐκ ἔγνων τά τοῦ Χρυσολωρᾶ —οὐδέ γάρ ἐπλατύνθησαν ταῦτα, οὐδ΄ ἐγίνωσκον ὅπως ἔγραφον οἱ πάπαι τοῖς πατριάρχαις— ἐν τοῖς μεγίστοις ἐτίθεντο, ὅτι νῦν τόν τῆς νέας Ῥώμης ἀρχιεπίσκοπον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ὀνομάζει ὁ πάπας καί ἀδελφόν καλεῖ τοῦτον, κἀντεῦθεν ἐτεκμαίροντο ἐφίεσθαι τόν πάπαν τῆς ἑνώσεως· καίτοιγε οὐ Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά πατριάρχην Κωνσταντινουπολίτην αὐτόν ἔγραφεν, ὥσπερ οἷμαι καί μέχρι τοῦ νῦν γράφει.

[←48]

Η πρώτη επαφή πρέπει να έγινε από τον Φραγκισκανό επίσκοπο Δαύλειας στη Βοιωτία, ο οποίος πήγε και συνάντησε τον πατριάρχη Νείλο το 1384 εκ μέρους τού πάπα Ούρμπαν ΣΤ΄. Ωστόσο δεν έφερε επιστολές, επειδή η παπική κούρτη μάλλον φοβόταν ότι τα παπικά έγγραφα θα υποκλέπτονταν από τούς Τούρκους. Ήταν ο πατριάρχης εκείνος που έγραψε την πρώτη επιστολή τον Σεπτέμβριο τού 1384. Η απάντηση τού πάπα καθώς και η επιστολή που τού είχε στείλει ο πατριάρχης φαίνεται ότι έχουν χαθεί (Laurent 1971: 108 σημ. 3).

[←49]

Ύστερα από εγκεφαλικό (1422) και μέχρι τον θάνατό του (1425), ο Μανουήλ Β΄ είχε συναυτοκράτορα τον μεγαλύτερο γιο του, τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄.

[←50]

Ο Οὔρμπαν ΣΤ΄ (1318–1389) υπήρξε πάπας από το 1378 μέχρι το 1389.

[←51]

Ο Νεῖλος Κεραμεύς, υπήρξε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1380 μέχρι το 1388.

[←52]

Κατά τον Laurent 1971: 108 σημ. 6, αυτό είναι το λιγότερο ανακριβές. Μάλιστα: (α) Είναι αδιανόητο ότι ο Μανουήλ Β΄, που παρέμεινε στη Δύση για δυόμιση χρόνια (Δεκέμβριος 1399 έως Ιούνιος 1402) και στη συνέχεια ήρθε σε επαφή (με επιστολή στις 20 Ιουνίου 1402) με τον πάπα Βενέδικτο ΙΓ΄, δεν διατηρούσε επαφή μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη, όταν πολλαπλασίασε τις εκκλήσεις για βοήθεια προς όλους τούς βασιλείς τής Δυτικής Χριστιανοσύνης και ασχολήθηκε πιο συγκεκριμένα με την Ένωση των Εκκλησιών με τον Γερμανό αυτοκράτορα Σίγκισμουντ. (β) Στην πραγματικότητα ο Μανουήλ, που είχε γράψει γύρω στο 1394 και το 1398 στον πάπα Βονιφάτιο Θ΄, είχε λάβει από τον Γρηγόριο ΙΒ΄ τουλάχιστον μία επιστολή με ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου 1408. Από την άλλη πλευρά είχε παρουσιάσει τις επιθυμίες του στις 25 Δεκεμβρίου 1409 στον νεοεκλεγέντα αντιπάπα Αλέξανδρο Β΄, έναν Έλληνα, ο οποίος τον ίδιο ακριβώς μήνα, όπως υπενθύμιζε ο καγκελάριος Gerson στον βασιλιά τής Γαλλίας Κάρολο ΣΤ΄, «είχε ήδη αναθέσει εκπροσώπηση» (y avait déjà commise legacion). Επομένως δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένας απεσταλμένος, μιλώντας για τον Μανουήλ Β΄ ενώπιον τού πάπα Ευγενίου Δ΄ (1425), έλεγε: «Συχνά έχουν σταλεί πολλοί απεσταλμένοι στα μέρη τής Δυτικής Εκκλησίας γι΄ αυτό το έργο» (pluriesque and saepissime oratores ad Ecclesiae occidentalis partes propter huiusmodi operis finem misit). Επίσης κατά τον Laurent, ο.π., είναι αδιανόητο ότι οι αυτοκρατορικές αποστολές, ακολουθώντας συνεχή πρακτική υπό τον Ιωάννη Η΄, δεν ήσαν από την άλλη πλευρά εφοδιασμένες και με πατριαρχικές επιστολές, πρἀγμα που υποδηλώνεται από την παρουσία υψηλόβαθμων κληρικών σε αυτές τις αποστολές, όπως ο Νικομηδείας Μακάριος, δηλαδή ο μελλοντικός πατριάρχης Ευθύμιος Β΄ (1410-1416), που βρισκόταν στη Δύση πριν ανέβει στον οικουμενικό θρόνο, καθώς και ο Εφέσου Ιωάσαφ και ο ηγούμενος τού Παντοκράτορος Μακάριος. Βλέπε Γρηγορίου (Γ΄, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως), Ἀπολογία εἰς τήν τοῦ Ἐφέσου ὁμολογίαν, Patrologia Graeca 160, στήλη 160Β:
«Αλλά οι δικοί μας οι θαυμαστοί για τη σοφία και την αρετή τους, ο Νικομηδείας Μακάριος, εκείνος που αργότερα προβιβάστηκε σε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως Ευθύμιος, και ο Εφέσου Ιωάσαφ και ο ηγούμενος τής Μονής Παντοκράτορος Μακάριος, πηγαίνοντας εκεί έπαιρναν ευλογία από τον πάπα»
(ἀλλ΄ οἱ ἡμέτεροι οἱ κατά σοφίαν καί ἀρετήν θαυμάσιοι, Νικομηδείας τε Μακάριος, καί Εὐθύμιος ὁ ἐσύστερον ἐπί τήν προεδρίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως προβιβασθείς, καί Ἰωάσαφ ὁ Ἐφέσου, καί Μακάριος ὁ τῆς μονῆς τοῦ Παντοκράτορος προϊστάμενος ἐκεῖσε παραγενόμενοι εὐλογίαν παρά τοῦ πάπα ἐλάμβανον).

[←53]

Ο Ματθαῖος Α΄ υπήρξε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 1397 μέχρι το 1410.

[←54]

Ο διπλωμάτης Μανουήλ Χρυσολωρᾶς (1355–1415) υπήρξε πρωτοπόρος στην εισαγωγή τής ελληνικής φιλολογίας στη Δυτική Ευρώπη τις παραμονές τής Αναγέννησης. Το 1390 ηγήθηκε αποστολής τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου στη Βενετία με αίτημα βοήθειας από τούς χριστιανούς ηγεμόνες κατά τής τουρκικής απειλής. Εκεί γνώρισε Ιταλούς λόγιους και το 1396 προσκλήθηκε να διδάξει ελληνική γραμματική και λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο τής Φλωρεντίας. Δίδαξε από το 1397 μέχρι το 1400 έχοντας διάσημους αργότερα μαθητές, όπως ο Λεονάρντο Μπρούνι. Αργότερα δίδαξε στη Μπολώνια, στη Βενετία και στη Ρώμη. Οι μαθητές του υπήρξαν από τούς πρώτους ανθρωπιστές τής Αναγεννησιακής Ιταλίας. Αφού επισκέφθηκε το Μιλάνο και την Παβία και αφού έζησε για αρκετά χρόνια στη Βενετία, αργότερα ο Χρυσολωράς πήγε στη Ρώμη προσκεκλημένος από τον Μπρούνι, που ήταν τότε γραμματέας τού πάπα Γρηγορίου ΙΒ΄. Το 1408 στάλθηκε στο Παρίσι σε διπλωματική αποστολή και το 1413 στη Γερμανία στον αυτοκράτορα Σίγκισμουντ, πεθαίνοντας αιφνιδίως καθ΄ οδόν. Ο Χρυσολωράς μετέφρασε στα λατινικά τα έργα τού Ομήρου και την Πολιτεία τού Πλάτωνα. Έγραψε επίσης τα Ερωτήματα, την πρώτη βασική ελληνική γραμματική που χρησιμοποιήθηκε στη Δυτική Ευρώπη, που τυπώθηκε για πρώτη φορά το 1484, ανατυπώθηκε ευρύτατα και είχε μεγάλα επιτυχία όχι μόνο στον ευρύ κύκλο των μαθητών του στη Φλωρεντία, αλλά και μεταξύ μεταγενεστέρων επιφανών ανθρωπιστών, αφού μελετήθηκε αμέσως από τον Τόμας Λίνακρ στην Οξφόρδη και τον Έρασμο στο Καίμπριτζ.

[←55]

Κατά τον Laurent 1971: 109 σημ. 8, γνωρίζουμε ότι οι κώδικες Vindobon. theol. 47 και 48 προέρχονται από αυτά τα μητρώα, στα οποία βρίσκουμε τις παρόμοιες πράξεις των προηγούμενων πατριαρχών, ιδιαίτερα την απάντηση τού Νείλου που μόλις αναφέρθηκε. Δυστυχώς ο πιο πρόσφατος από τούς δύο αυτούς τόμους διακόπτεται σε πράξη τού έτους 1402. Εκείνος που περιείχε την αλληλογραφία που αναφέρεται εδώ έχει εξαφανιστεί και τα έγγραφα που τον αποτελούσαν δεν έχουν βρεθεί.

[←56]

Κατά τον Laurent 1971: 109 σημ. 9, αυτός είναι πραγματικά ο τίτλος που εμφανίζεται πιο συχνά στις παπικές επιστολές τού Μεσαίωνα, αλλά όχι περισσότερο από εκείνον τού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, που φαίνεται να ικανοποιούσε τούς συγχρόνους τού Συρόπουλου, τίτλο που δεν έχει ιστορική αιτιολόγηση, επειδή ο επικεφαλής τής Βυζαντινής Εκκλησίας, ο αρχιεπίσκοπος τής Κωνσταντινούπολης, όπως ο πάπας ήταν ο επίσκοπος τής Ρώμης, διεκδικούσε τον τίτλο με εντελώς διαφορετική διάσταση, εκείνη τού οικουμενικού πατριάρχη, την οποία η Αγία Έδρα πάντοτε αμφισβητούσε, αλλά την οποία ο σημερινός πάπας αναγνωρίζει και παραχωρεί. Ο πατριάρχης Μητροφάνης, που εξελέγη μετά την επιστροφή των Γραικών στην Κωνσταντινούπολη για την εφαρμογή τής Ένωσης τής Φλωρεντίας, έδωσε στον εαυτό του τον τίτλο στην επιστολή με την οποία ενημέρωνε τον πάπα Ευγένιο Δ΄ για την άνοδό του στον οικουμενικό θρόνο. Ο πάπας, σε επιστολή του στις 25 Αυγούστου 1440 προς τον Χριστόφορο Κορώνης, τού έδειχνε όλη την έκπληξή του γι΄ αυτή την «ασυνήθιστη απεχθή λέξη» (insolens odiosumque verbum).

[←57]

Συρόπουλος 2.8: Ἀντιγράφουσι τοίνυν ὁ βασιλεύς τε καί ὁ πατριάρχης καί εὐχαριστοῦσι τῷ πάπᾳ ὑπέρ ἧς ἔδειξεν ἔχειν περί τήν ἕνωσιν προθυμίας· εἶτα παραδηλοῦσιν, ὅπως οὐκ ἔνι δυνατόν ἄλλως ταύτην γενέσθαι, εἰ μή σύνοδος γένηται οἰκουμενική, καί ἐξετάσῃ καλῶς τά τῆς διαφορᾶς ἐλευθέρως, ἀβιάστως καί ἀφιλονείκως, καί εἴ τι ἄν ἀποδειχθῇ διά μαρτυριῶν καί παραστάσεων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων καί ὁμοφωνήσωσι πρός τοῦτο πάντες οἱ ἐν τῇ συνόδῳ καθαρῶς καί μετά πάσης ἐλευθερίας στερχθῇ παρά πάντων ἀνενδοιάστως· καί οὕτως ἡ ἕνωσις ἐπακολουθήσει. τήν δέ σύνοδον, ἔγραφον, ὡς οὐ δεῖ ἀλλαχοῦ γενέσθαι εἰ μή ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει διά πολλάς καί ἀξιολόγους αἰτίας, αἵ εἰς πλάτος ἐν ἐκείνοις τοῖς γράμμασι περιέχονται ἐν τῷ ἱερῷ κώδικι σῳζομένοις καί ὅτι ὁ βασιλεύς δεῖ συνᾶξαι τήν σύνοδον κατά τό ἀρχαῖον ἔθος αὐτοῦ καί προνόμιον, ἕτερος δέ οὐδείς. στέλλονται γοῦν τά τοιαῦτα γράμματα πρός τόν πάπαν μετά τοῦ Βλαδυντέρου τοῦ γεγονότος ὕστερον μοναχοῦ καί Ἰωσήφ μετονομασθέντος, ὅς ἦν ἐκ τῆς Πελοποννήσου, τήν λατινικήν πεπαιδευμένος διάλεκτον καί ἀκόλουθος εἰς Ῥώμην ἐγεγόνει τῷ Εὐδαιμονοϊωάννῃ· ἅ καί δεξάμενος ὁ πάπας ἔστειλε πάλιν ἕτερα τῆς προτέρας ἐχόμενα διανοίας καί πάλιν ἕτερα ἐντεῦθεν ἐγράφησαν καί ἐστάλησαν πρός ἐκεῖνον.

[←58]

Επιστολές επίσης χαμένες, σταλμένες λίγο πριν από τον Φεβρουάριο τού 1419. Ο κομιστής τους αναφέρεται ότι βρισκόταν στη Φλωρεντία την άνοιξη τού 1419 (Laurent 1971: 110 σημ. 1).

[←59]

Η ιδέα μιάς οικουμενικής συνόδου για τον τερματισμό τού σχίσματος προβαλλόταν συχνά σε ολόκληρη τη διάρκεια τού 14ου αιώνα, τόσο ως πολιτική αναγκαιότητα όσο και ως θρησκευτική επιταγή. Ο Νείλος Καβάσιλας, η μεγάλη αυθεντία των Ορθοδόξων τού 15ου αιώνα, έβλεπε ως κύριους λόγους για την παράταση τού σχίσματος αφενός την παθητικότητα των Λατίνων και αφετέρου την άρνησή τους να υποβληθεί σε οικουμενική σύνοδο η εξέταση των αιτίων τού σχίσματος (Laurent 1971: 110 σημ. 2). Βλέπε Patrologia Graeca 149, 685B:
«Γιατί ούτε αμφισβητήσαμε ποτέ τα πρωτεία τής Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ούτε μιλάμε εδώ για τη δεύτερη σειρά στην κατάταξη. Όμως δεν έχουμε αγνοήσει καθόλου ούτε το παλαιό έθιμο, ούτε τα διατάγματα των Πατέρων, με τα οποία η Ρωμαϊκή Εκκλησία έχει ανακηρυχθεί η αρχαιότερη από όλες τις Εκκλησίες. Διαφορετικά, δεν θα ήταν δίκαιο να εφαρμόζουμε αυτό που αρνούμαστε, και με αυτό το πρόσχημα να προσπαθούμε να συγκαλύψουμε την πραγματική εξέταση τής υπόθεσης. Ποια είναι λοιπόν η αιτία αυτής τής διαφωνίας; Ότι αυτό το επίμαχο ζήτημα δεν επιβεβαιώθηκε με από κοινού διάταγμα τής οικουμενικής συνόδου, ότι η λύση και η εξήγησή του δεν προκύπτει από την παλαιά συνήθεια των Πατέρων σε τέτοια ζητήματα, αλλά ότι οι Ρωμαίοι θέλουν να παρουσιάζονται ως δάσκαλοι σε αυτό το ζήτημα και οι άλλοι να τούς ακούνε ως μαθητές. Όμως δεν είναι έτσι οι θεσμοί των [αρχαίων] Πατέρων. Επαρκής απόδειξη για αυτό είναι οι πράξεις των Πατέρων που παραμένουν καταγεγραμμένες και με τις οποίες αναζητούσαν από κοινού τις κοινές αιτίες τής πίστης. Γιατί είναι πολύ αφύσικο το ότι οι μεν Πατέρες, μη έχοντας παραδείγματα, μάθαιναν από μόνοι τους εκείνο που ήταν καλύτερο, ενώ εμείς, που έχουμε εκείνους, δεν το αντιλαμβανόμαστε έτσι»
(Οὔτε γάρ περί τῶν πρωτείων ἠμφισβητήσαμεν πώποτε τῇ Ῥωμαίων Ἐκκλησίᾳ, οὔτε περί δευτερείων ὁ λόγος νυνί. Ἀλλ΄ οὐδέ τοσοῦτον ἠγνοήκαμεν, οὔτε τό παλαιόν ἔθος, οὔτε τούς τῶν Πατέρων θεσμούς, έν οἷς ἡ τῆς Ῥώμης Ἐκκλησία πρεσβυτάτη πασῶν Ἐκκλησιῶν ἀνηγόρευται. Ἄλλως τε οὐδέ δίκαιον, ὅπερ ἀρνούμεθα προσφέρειν ἡμῖν, καί ταύτῃ συγκαλύπτειν πειρᾶσθαι τόν ἀληθῆ τοῦ πράγματος ἔλεγχον. Τί τοίνυν ἐστί τό τῆς διαστάσεως αἴτιον; Τό μή κοινῇ τῆς οἰκουμένης συνόδῳ κυρωθῆναι τό ζητούμενον, τό μή προβῆναι τήν λύσιν κατά τά παλαιά τῶν Πατέρων ἐν τοιούτοις ἔθη· ἀλλά τούς μέν Ῥωμαίους διδασκάλους τοῦ ζητουμένου ἐθέλειν καθέζεσθαι, τούς δέ ἄλλους ἐν μαθητῶν μοίρᾳ ὑπακούοντας ἔχειν. Ἀλλ΄ οὐχ οὕτως ἔχουσιν oἱ τῶν Πατέρων θεσμοί. Μαρτύριον ἱκανόν τῷ λόγῳ αἱ τῶν Πατέρων πράξεις ἀνάγραπτοι διαμένουσαι, και περί τῶν κοινῇ τῆς πίστεως λόγων κοινήν ποιούμεναι καί τήν ζήτησιν. Πάνυ δέ ἄτοπον τούς μέν Πατέρας μή ἔχοντας παραδείγματα, ἀφ΄ ἑαυτῶν συνιδεῖν τό βέλτιον· ἡμᾶς δέ ἐκείνους ἔχοντας, μηδ΄ οὕτω συνιέναι).

[←60]

Πρέπει να τον διακρίνουμε από τον Ἰωσήφ Βρυέννιο, με τον οποίο συγχέεται και ο οποίος αναφέρεται πιο κάτω (βλέπε σημ. 103 αυτού τού κεφαλαίου). Ο Ιωάννης Βλαδύντερος εξακολουθεί να εκπληρώνει μια τρίτη αποστολή στην παπική κούρτη (βλέπε πιο κάτω, σημ. 58). Ο άνθρωπος αυτός δεν έγινε μοναχός παρά μόνο μετά το 1423 (Laurent 1971: 110 σημ. 3).

[←61]

Όχι στη Ρώμη αλλά στην Κωνσταντία, όπου βρισκόταν η παπική κούρτη γύρω στον Φεβρουάριο τού 1416 (Laurent 1971: 110 σημ. 4).

[←62]

Επιστολές που έχουν χαθεί ή δεν έχουν ακόμη επισημανθεί (Laurent 1971: 110 σημ. 5).

[←63]

Επιστολές επίσης εξαφανισμένες, αλλά ο κομιστής τους ήταν και πάλι εδώ ο Nικόλαος Ευδαιμονοϊωάννης, που αναφέρεται ότι βρισκόταν στη Βενετία στις 17 Ιανουαρίου 1420 και στην παπική κούρτη την επόμενη άνοιξη. Μια παράλληλη αποστολή με επικεφαλής τον Μανουήλ Φιλανθρωπινό επισκέφθηκε την Ουγγαρία, τη Λιθουανία και την Πολωνία για τον ίδιο σκοπό (Laurent 1971: 111 σημ. 6).

[←64]

Συρόπουλος 2.9: Ὁ δέ καί αὖθις ἔγραψε στέρξας καί ἐνταῦθα γενέσθαι τήν σύνοδον καί λεγάτον στεῖλαι εἰς αὐτήν, καί τότε πάλιν ἔγραψεν ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης τῷ πάπᾳ περί τῶν αὐτῶν. περιείχετο δέ καί ἐν τοῖς προτέροις καί ἐν τοῖσδε τοῖς γράμμασι μετά τῶν ἄλλων καί τοῦτο ὅτι· εἰ καί τοῦ βασιλέως ἴδιόν ἐστι τό συνᾶξαι τήν σύνοδον, ἀλλ΄ ἐπειδή πολλαχόθεν ἠλαττώθησαν τά τῆς βασιλείας εἰσοδήματα, ἡ δέ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία καί οἱ Λατίνοι κατέχουσι νήσους βασιλικάς, χρή ……… γενέσθαι τήν σύνοδον, ἤγουν ἵνα ἡ μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν διαφορά ἐξετασθῇ μετά πάσης ἐλευθερίας, καθαρῶς, ἀφιλονείκως καί ἀβιάστως, καί γένηται ὅπερ ἄν ὁ Θός χορηγήσῃ. ἐν τούτοις γοῦν διελύθη ὁ σύλλογος.

[←65]

Επιστολή που έχει χαθεί ή δεν έχει ακόμη επισημανθεί (Laurent 1971: 110 σημ. 7).

[←66]

Λεγᾶτος: λατινικής προέλευσης λέξη για τον παπικό απεσταλμένο και εκπρόσωπο. Ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ διόρισε αμέσως τον λεγάτο στις 27 Μαρτίου 1420. Ήταν ο Πέδρο Φονσέκα, καρδινάλιος τού Σαντ΄ Άντζελο (πεθ. 21 Αυγούστου 1422). Όμως ο καρδινάλιος έπρεπε πρώτα να ολοκληρώσει μια αποστολή στην Ισπανία, όπου στάλθηκε στις 10 Απριλίου 1420 για να παραλάβει την παραίτηση τού αντιπάπα (Πέδρο ντε Λούνα). Αρρώστησε και χρειάστηκε να αναβάλει την αναχώρησή του για την Ανατολή. Στη συνέχεια, λόγω επιστολών τού Θεόδωρου Χρυσοβέργη και άλλων, που σημείωναν ότι οι Γραικοί δεν ήθελαν προς το παρόν την άφιξη τού λεγάτου, λόγω τού πολέμου με τούς Τούρκους, ο Μαρτίνος Ε΄ αποφάσισε στις 15 Ιουνίου 1422 να στείλει ως διερευνητή ένα νούντσιο, τον Φραγκισκανό Αντόνιο ντα Μάσσα (Laurent 1971: 111 σημ. 8).

[←67]

Κομιστής ήταν ο Ἰωάννης Βλαδύντερος, που αναφέρεται ότι βρισκόταν στη Φλωρεντία προερχόμενος από τη Μάντουα και καθ΄ οδόν προς την παπική κούρτη την άνοιξη τού 1421, πριν από τις 13 Ιουνίου (Laurent 1971: 111 σημ. 9).

[←68]

Κατά τον Laurent 1971: 111 σημ. 10, στο κομμάτι που λείπει (ακριβώς ένα φύλλο!) έπρεπε: (α) Να ολοκληρώνονται όσα ειπώθηκαν πιο πάνω για τις αυτοκρατορικές και πατριαρχικές επιστολές. (β) Να παρουσιάζεται η λεγατινή αποστολή τού Αντόνιο ντα Μάσσα. (γ) Να αναφέρονται οι πρώτες συναντήσεις και συζητήσεις τις οποίες προκάλεσε αυτή η αποστολή. Το τέλος τής παραγράφου αναφέρει τα συμπεράσματα μιας ομιλίας τού Αντόνιο, χωρίς αμφιβολία κατά την παρουσίαση των διαπιστευτηρίων του. Βλέπε τη μεθεπόμενη σημείωση.

[←69]

Στο σημείο αυτό στο κείμενο τού Creyghton 1660, όπου δεν υπάρχουν τα αποσιωπητικά τού Laurent 1971 που σημαίνουν ότι λείπει κομάτι, φαίνεται να υπάρχει αβλεψία τού Συρόπουλου, αφού διαβάζουμε ότι λύεται μια συνεδρίαση, για την οποία δεν διαβάσαμε πιο πάνω ότι ξεκίνησε.

[←70]

Συρόπουλος 2.10: Εἶτα μεθ΄ ἡμέρας τινάς ἦλθεν ὁ Ἀντώνιος εἰς τόν πατριάρχην καί ὡμίλησεν αὐτῷ κελλικῶς καί πραέως, καί εἶπεν ὅπως ἦλθεν ἵνα σκέψωνται κοινῶς καί ταχθῇ ὁ καιρός, καθ΄ ὅν ἄν ἔσται ἀρκετόν εὑρεθῆναι τούς ἐλευσομένους ἐν τῇ συνόδῳ συνηγμένους ἐνταῦθα καί ἀποκαταστήσῃ συνάγεσθαι τούτους, ὡς ἔχων ἐκεῖθεν ἔνδοσιν καί δύναμιν τήν ἀνήκουσαν πρός αὐτό· αὐτός δέ ἀπέλθῃ καί ἐξοικονομήσῃ τόν λεγάτον εὑρεθῆναι ἐνταῦθα εἰς τόν ταχθησόμενον καιρόν. ἦλθε γοῦν καί δίς καί τρίς εἰς τόν πατριάρχην καί ὡμίλει φιλικῶς μετ΄ αὐτοῦ καί ἀπῄτησεν ἀπολογίαν εἰς τό περί τῆς συνόδου. ἐσκέψατο οὖν ὁ πατριάρχης μετά τοῦ βασιλέως καί εἶπον αὐτῷ, ὅτι· κατά τό παρόν οὐ δυνάμεθα στῆσαι τόν τῆς συνόδου καιρόν· ὁρᾶς γάρ ὅπως ἔχομεν μάχην μετά τοῦ Ἀμηρᾶ καί ἐσμέν ἀποκεκλεισμένοι. (ὅτε γάρ ἦλθεν ὁ Ἀντώνιος, ἔτι παρέκειτο τῇ Πόλει ὁ Ἀμηρᾶς.) ἔχομεν οὖν ἀνάγκην, εἶπον, ἀσχολεῖσθαι εἰς τά περί τῆς μάχης· ἄλλως τε καί ὅσους μέλλομεν συνάξειν ἀρχιερεῖς, (ὑμετέρους) τε καί ἡμετέρους, οἱ μέν εἰσιν ἐκ τῆς Ἀνατολῆς, οἱ δέ ἐκ τῆς Δύσεως. μάχης οὖν οὔσης, οὔτε διαμηνυθῆναι οὔτε ἐλθεῖν αὐτούς ἔνι δυνατόν· διά τοῦτο κατά τό παρόν ἄπελθε αὐτός, ἐπειδή καί βούλει ἀπελθεῖν· ὅταν δέ γένηται εἰρήνη ἐνταῦθα καί εἰδῶμεν τόν καιρόν ἁρμόδιον πρός τό γενέσθαι σύνοδον, τότε στελοῦμεν ἡμεῖς πρέσβιν καί σταθήσεται καί ὁ καιρός τῆς συνόδου καί ἐλεύσεται καί ὁ λεγάτος ἐνταῦθα μεθ΄ ὧν ἄν ἐθέλῃ. ἔγραψαν οὖν καί γράμματα πρός τε τόν πάπαν καί τόν λεγάτον πεπλατυσμένα, τῆς αὐτῆς δ΄ ἐννοίας· ἅ λαβών ὁ Ἀντώνιος ἀπῆλθεν.

[←71]

Ἀντόνιο ντα Μάσσα: Επαρχιακός επικεφαλής των Μινοριτών (Φραγκισκανών) μοναχών και μελλοντικός επίσκοπος τής Μάσσα. Ορίστηκε στις 15 Ιουνίου 1422 από τον πάπα Μαρτίνο Ε΄ ως αποστολικός νούντσιος στην Κωνσταντινούπολη, για να προετοιμάσει τη γενική σύνοδο, η οποία, όπως προφανώς πίστευε ο Μαρτίνος, επρόκειτο ν΄ ανακηρύξει την ένωση των εκκλησιών. Για την αποστολή τού Ἀντόνιο ντα Μάσσα στην Κωνσταντινούπολη, με το ελληνικό και λατινικό κείμενο των «εννέα άρθρων» τού πάπα, βλέπε Vitalien Laurent, “Les Préliminaires du concile de Florence. Les Neuf articles du pape Martin V et la réponse inédite du patriarche de Constantinople Joseph II (Octobre 1422)” στο Revue des études byzantines, XX (1962), 5-60. Οι λεπτομέρειες τής αποστολής τού Αντόνιο μάς είναι γνωστές χάρη σε δύο έγγραφα: (α)Την αναφορά που έγραψε ο ίδιος ο νούντσιος στις 14 Νοεμβρίου 1422, η οποία διαβάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 1423 στη Σύνοδο τής Σιένα. (β) Τη λεπτομερή απάντηση τού πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ στο επίσημο μέρος τού προηγούμενου εγγράφου (Laurent 1971: 112 σημ. 1).

[←72]

Πρόκειται για την πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης το 1422 από τον Μουράτ Β΄, τον Ἀμηρᾶ τού κειμένου. Σύμφωνα με τον Σφραντζή, Χρονικόν, ΙΧ, 2, Patrologia Graeca 156, 1030, την έκτη μέρα τού μηνός Σεπτεμβρίου τού έτους 6931 (δηλαδή τού 1422), ο Μουράτ έφυγε από την Πόλη, χωρίς να έχει πετύχει τίποτε: Καί τῇ ς΄ τοῦ Σεπτεβρίου μηνός τοῦ λα΄ ἔτους ἀπῆλθεν ἄπρακτος ἀπό τῆς Πόλεως βοηθείᾳ θεοῦ.

[←73]

Έχοντας αναχωρήσει μετά τις 15 Ιουνίου από την Ιταλία, ο Αντώνιος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Σεπτεμβρίου, τέσσερις ημέρες αφότου οι Τούρκοι είχαν άρει την πολιορκία. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1030A:
«Το καλοκαίρι τού ίδιου έτους [1421] πέρασε ο Μουράτ [στην Ευρώπη] με γενουάτικα πλοία, καταδίωξε τον θείο του [Μουσταφά], τον συνελαβε και τον σκότωσε στις αρχές τού έτους 6930 [Σεπτέμβριος 1421]. Στις 8 Ιουνίου τού ίδιου έτους [1422] ο Μουράτ έστειλε τον Μιχάλμπεη να αποκλείσει την Πόλη. Στις 15 Ιουνίου ήρθε και ο αφέντης του ο Μουράτ και πολιορκούσε την Πόλη, φέρνοντας μαζί του αλυσοδεμένους τούς πρεσβευτές μας, τον Δημήτριο Καντακουζηνό και τον Ματθαίο Λάσκαρη, καθώς και τον γραμματικό Άγγελο Φιλομμάτη, που είχαν σταλεί σε αυτόν νωρίτερα για τη σύναψη συνθήκης φιλίας. Στις 22 Αυγούστου ο Μουράτ διέταξε γενική επίθεση εναντίον τής Πόλης. Και στις 6 Σεπτεμβρίου 6931 [1422] αναχώρησε άπρακτος από την Πόλη με τη βοήθεια τού Θεού»
(Καί τό θέρος τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπέρασε καί αὐτός δή ὁ Μουράτης μετά γενουϊτικῶν καραβίων καί διώξας τόν θεῖον αὐτοῦ ἔφθασε καί ἐσκότωσε περί τάς ἀρχάς τοῦ λ-οῦ ἔτους. Καί τῇ η-ῃ τοῦ Ἰουνίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἔστειλε καί ἀπέκλεισε τήν Πόλιν διά τοῦ Μιχάλμπεη καί τῇ ιε-ῃ τοῦ αὐτοῦ ἦλθε καί ὁ Μουράτης καί αὐθέντης αὐτοῦ καί ἐπολιόρκει τήν πόλιν, φέρων μετ΄ αὐτοῦ καί δεσμίους τούς ἀποκρισιαρίους, οὓς προαπέστειλαν εἰς ἐκεῖ νον διά κατάστασιν ἀγάπης ∆ημήτριον τόν Καντακουζηνόν καί Ματθαῖον τόν Λάσκαριν καί τόν γραμματικόν Ἄγγελον τόν Φιλομμάτην. Καί τῇ κβ-ᾳ τοῦ Αὐγούστου μηνός ἐπολέμησεν αὐτήν δή τήν πόλιν καθολικόν πόλεμον. Καί τῇ ς-ῃ τοῦ Σεπτεβρίου μηνός τοῦ λα-ου ἔ τους ἀπῆλθεν ἄπρακτος ἀπό τῆς Πόλεως βοηθείᾳ θεοῦ).

O Laurent 1971: 112 σημ. 2, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Συρόπουλος κάνει λάθος εδώ. Στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να μιλήσει καλύτερα, επειδή η αναδίπλωση σημαντικών δυνάμεων, την οποία είχαν προκαλέσει οι πολιορκητές, απαιτούσε χρόνο, ενώ, όταν η πρεσβεία τού πάπα έφτασε στην αυλή τού αυτοκράτορα, οι επιτιθέμενοι βρίσκονταν ακόμη κοντά στην πρωτεύουσα, η οποία παρέμενε αναπόφευκτα σε κατάσταση πολέμου.

[←74]

Μόνο η απάντηση τού αυτοκράτορα διασώζεται. Ο Αντόνιο μετέφερε σίγουρα το προαναφερθέν έγγραφο τού Ιωσήφ Β΄ (βλέπε σημ. 61). Αλλά αυτή η πράξη, κανονικά συνοδική, έπρεπε να συνοδεύεται από μια πιο προσωπική επιστολή τού πατριάρχη προς τον πάπα, επιστολή την οποία υπαινίσσεται ο Συρόπουλος και η οποία δεν έχει βρεθεί. Γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια αυτών των διαπραγματεύσεων ο Μαρτίνος Ε΄ έστειλε κι άλλον αγγελιοφόρο στον αυτοκράτορα, τον υπάλληλο Jacques Porci, με άδεια ασφαλούς διέλευσης και επιστολές τής 6ης Νοεμβρίου 1422 (Laurent 1971: 112 σημ. 3).

[←75]

Συρόπουλος 2.11: Ὁ δέ βασιλεύς περιπέπτωκε νοσήματι ἡμιπληξίας, ἔτι παρόντος ἐνταῦθα τοῦ Ἀντωνίου, καί ἔκοιτο νοσῶν ἐπί τρεῖς ἔγγιστα ἐνιαυτούς καί ἐγένετο ἐγκρατής τῆς ἀρχῆς ὁ υἱός αὐτοῦ ὁ βασιλεύς κῦρ Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος· τά δέ πράγματα ἐν στενοχωρίᾳ ἦσαν ὑπό τῆς μάχης, καί ἀναγκασθείς ὁ δεσπότης κῦρ Δημήτριος, ἀρξαμένου τοῦ δευτέρου ἔτους τῆς μάχης, ἀπέδρα ἐν τῷ Γαλατᾷ μετά τοῦ γαμβροῦ τοῦ βασιλέως τοῦ Ντόρια. διεμηνύετο οὖν παρά τε τοῦ πατρός καί τῆς μητρός αὐτοῦ ὑποστρέψαι καί οὐκ ἠθέλησεν, ἀλλ΄ ἐβουλήθη ἀπελθεῖν εἰς τόν βασιλέα τῶν Ἀλαμανῶν· καί ἄκοντες οὖν ἐνέδωκαν, καί ᾠκονόμησαν αὐτόν μετά κῦρ Ματθαίου τοῦ Ἀσάνη καί τοῦ Ντόρια καί τινων ἑτέρων ἀρχόντων καί ἀπῆλθε διά τοῦ Ἀσπροκάστρου εἰς Οὐγγρίαν κατά τόν σεπτέμβριον, ἰνδικτιῶνος δευτέρας.

[←76]

Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος.

[←77]

Στο κείμενο ἡμιπληξία. Ο Σφραντζής χρονολογεί το εγκεφαλικό τού Μανουήλ την 1η Οκτωβρίου 1422.

[←78]

Ο Μανουήλ Β΄ πέθανε στις 21 Ιουλίου 1425. Ο Σφραντζής, Χρονικόν, ΙΧ, 2, Patrologia Graeca 156, 1031, γράφει:
«Στις 22 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1425] πέθανε ο αξιομνημόνευτος και ευσεβής άγιος αυτοκράτορας κυρ Μανουήλ. Δύο ημέρες νωρίτερα είχε γίνει μοναχός με επιθανάτια λήψη τού «μεγάλου σχήματος» και είχε πάρει το όνομα Ματθαίος. Ενταφιάστηκε την ίδια μέρα στη σεβαστή, αυτοκρατορική και πανέμορφη Μονή Παντοκράτορος μέσα σε θρήνους και προσέλευση λαού, τέτοια που δεν είχε υπάρξει ποτέ για κανέναν άλλο. Έζησε συνολικά εβδομηνταεπτά έτη και εικοσιπέντε ημέρες»
(Τῇ δέ κα-ῃ τοῦ Ἰουλίου μηνός τοῦ αὐτοῦ ἔτους τέθνηκεν ὁ ἐν μακαρίᾳ τῃ λήξει γενόμενος ἀοίδιμος καί εὐσεβής βασιλεύς κύρ Μανουήλ, ὁ διά θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος μετονομασθείς πρό ἡμερῶν δύο Ματθαῖος μοναχός· καί ἐτάφη τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἐν τῇ σεβασμίᾳ βασιλικῇ καί περικαλλεῖ μονῇ τοῦ Παντοκράτορος μετά πένθους καί συνδρομῆς, οἵας οὐ γέγονε πώποτε εἴς τινα τῶν ἄλλων. Ἦσαν δέ πᾶσαι αἱ τῆς ζωῆς αὐτοῦ ἡμέραι ἔτη οζʹ καί ἡμέραι κεʹ).

[←79]

Ο Ἰωάννης Η΄ Παλαιολόγος, από εδώ και πέρα ο αυτοκράτορας των Απομνημονευμάτων τού Συρόπουλου. Ο Ιωάννης ήταν συναυτοκράτορας μέχρι τον θάνατο τού πατέρα του.

[←80]

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος, ο πέμπτος και τελευταίος γιος τού Μανουήλ Β΄ και μικρότερος αδελφός τού Ιωάννη Η΄.

[←81]

Το 1423. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, ΙΧ, 2, Patrologia Graeca 156, 1030C:
«Το καλοκαίρι τού ίδιου έτους ο πρίγκιπας Δημήτριος, συνοδευόμενος από τον Ιλάριο Ντόρια και τον γαμπρό του, τον Γεώργιο Ιζαούλ, έφυγαν για τον Γαλατά με πρόθεση να πάνε στους Τούρκους, αν και δεν πήγαν εκεί αλλά στην Ουγγαρία»
(Καί τό θέρος τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἔφυγεν ὁ αὐθεντόπουλος κύρ Δημήτριος μετά Ἱλαρίωνος Ντώρια καί Γιούργη Ἰζαούλ καί γαμβροῦ αὐτοῦ δή τοῦ Ντώρια καί ἀπῆλθον εἰς τόν Γαλατᾶν, ἵνα ὑπάγωσιν εἰς τούς Τούρκους, εἰ καί οὐκ ἀπῆλθον, ἀλλ΄ εἰς τήν Οὐγγαρίαν).

[←82]

Ο Γενουάτης Ἰλάριο Ντόρια είχε παντρευτεί την Ισαβέλλα, εκτός γάμου κόρη τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄.

[←83]

Στον Σίγκισμουντ (1368-1437), αυτοκράτορα τής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1433-1437), βασιλιά τής Ουγγαρίας και Κροατίας (1387-1437), βασιλια τής Βοημίας (1419-1437) και βασιλιά των Ρωμαίων (1410-1437).

[←84]

Όπως θα δούμε στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Ματθαῖος Ἀσάνης θα γινόταν αργότερα κουνιάδος τού Δημήτριου Παλαιολόγου, ο οποίος, ύστερα από τον πρώτο γάμο του με τη Ζωή Παρασπονδύλη, θα παντρευόταν τη Θεοδώρα Ασάνινα, αδελφή τού Ματθαίου και κόρη τού άρχοντα και έπαρχου Κωνσταντινούπολης Παύλου Ασάν.

[←85]

To λιμάνι τού Ἀσπρόκαστρου (τουρκικά Ακ-κερμάν, ρουμανικά Τσετάτεα Άλμπα) στη Μαύρη Θάλασσα ανήκε την εποχή εκείνη στην ηγεμονία τής Μολδαβίας και αποτελούσε σημείο διέλευσης πολλών ταξιδιωτών για την Κεντρική Ευρώπη. Ήταν χτισμένο στη θέση τής αρχαίας ελληνικής αποικίας Τύρα, τα ερείπια τής οποίας υπάρχουν ακόμη κάτω από το μεσαιωνικό φρούριο, στη νότια όχθη τού ποταμού Δνείστερου (τού αρχαιοελληνικού Τύρα), σε απόσταση 16 χλμ. από τις εκβολές του στον Εύξεινο Πόντο, στο σημερινό Μπελχορόντ Ντνιστρόφσκι τής Ουκρανίας.

[←86]

Στο κείμενο παρέχεται η χρονολόγηση ἰνδικτιῶνος δευτέρας που αντιστοιχεί στο έτος 1424. Για την αναχώρηση τού Δημήτριου Παλαιολόγου στην Ουγγαρία, ο Σφραντζής, Χρονικόν, ΙΧ, 2, Patrologia Graeca 156, 1030, γράφει:
«Τον Μάιο τού ίδιου έτους [1423] ο Τουραχάν επιτέθηκε στις οχυρώσεις τού Εξαμιλίου στον Μοριά και σκότωσε πολλούς Αλβανούς. Το καλοκαίρι τού ίδιου έτους ο πρίγκιπας Δημήτριος, συνοδευόμενος από τον Ιλάριο Ντόρια και τον γαμπρό του, τον Γεώργιο Ιζαούλ, έφυγαν για τον Γαλατά με πρόθεση να πάνε στους Τούρκους, αν και δεν πήγαν εκεί αλλά στην Ουγγαρία»
(Καί τόν Μάϊον τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐχάλασε καί ὁ Τουραχάνης τό Ἑξαμίλιον εἰς τόν Μορέαν καί πολλούς τῶν Ἀλβανιτῶν ἐσκότωσεν. Καί τό θέρος τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἔφυγεν ὁ αὐθεντόπουλος κύρ Δημήτριος μετά Ἱλαρίωνος Ντώρια καί Γιούργη Ἰζαούλ καί γαμβροῦ αὐτοῦ δή τοῦ Ντώρια καί ἀπῆλθον εἰς τόν Γαλατᾶν, ἵνα ὑπάγωσιν εἰς τούς Τούρκους, εἰ καί οὐκ ἀπῆλθον, ἀλλ΄ εἰς τήν Οὐγγαρίαν).

[←87]

Συρόπουλος 2.12: Ὁ δέ βασιλεύς κῦρ Ἰωάννης, ὁρῶν τό ἀδιόρθωτον τῆς μάχης καί δυσχεραίνων, δεῖν ἔγνω καί αὐτός ἀπελθεῖν εἰς τόν προειρημένον βασιλέα τῶν Ἀλαμανῶν, ὅπως παρακινήσῃ τοῦτον καί ποιήσει βοήθειάν τινα ὑπέρ τῆς Πόλεως. οἰκονομηθείς οὖν ἐξῆλθε……

[←88]

O Laurent 1971 εισάγει εδώ τα αποσιωπητικά που χωρίζουν στη δική του αρίθμηση το τέλος τής παραγράφου 12 από την αρχή τής 13. Μάλλον έχει δίκιο, γιατί αν κρατήσουμε το κείμενο συνεχόμενο όπως στον Creyghton 1660, δεν βγαίνει νόημα: οἰκονομηθείς οὖν ἐξῆλθε … αὐτόν, τόν κατά δύναμιν κόπον ὑποστῆναι. Ο Ιωάννης Η΄ αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη στις 15 Νοεμβρίου 1423. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1030C:
«Στις 15 Νοεμβρίου 6932 [1423] ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης ξεκίνησε το ταξίδι του στην Ιταλία και την Ουγγαρία, έχοντας κάνει δεσπότη τον αδελφό του, τον πρίγκιπα κυρ Κωνσταντίνο, και αφήνοντας αυτόν στην Πόλη στη θέση του»
(Καί τῇ ιε-ῃ τοῦ Νοεμβρίου τοῦ λβ-ου ἔτους διέβη ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης εἰς τήν Ἰταλίαν καί Οὐγγαρίαν, ποιήσας δεσπότην τόν ἀδελφόν αὑτοῦ τόν αὐθεντόπουλον κύρ Κωνσταντῖνον καί καταλείψας αὐτόν εἰς τήν Πόλιν ἀντ΄ αὐτοῦ).
O Ιωάννης βρισκόταν στη Βενετία στις 15 Δεκεμβρίου, στο Μιλάνο στις 9 Φεβρουαρίου και στην Παβία στις 2 Μαΐου 1424 (Laurent 1971: 114 σημ. 1) και δεν επέστρεψε στην πρωτεύουσά του παρά στο τέλος τού Οκτωβρίου 1424 (Patrologia Graeca 156, 1030D):
«Στα τέλη Οκτωβρίου 6933 [1424] ο αυτοκράτορας κυρ Ιωάννης επέστρεψε στην Πόλη μέσω Κελλίας, ενός μέρους κοντά στον Δούναβη, όπου είχαν σταλεί γαλέρες από την Πόλη»
(Καί εἰς τό τέλος τοῦ Ὀκτωβρίου μηνός τοῦ λγ-ου ἔτους ἐπανῆλθε καί εἰς τήν Πόλιν ἀπό τοῦ μέρους τοῦ εἰς τόν ∆ανούβιον ποταμόν Κελλίου ὀνομαζομένου ὁ βασιλεύς κύρ Ἰωάννης, ἀπελθόντων κατέργων ἀπό τῆς Πόλεως ἐκεῖσε).

[←89]

Συρόπουλος 2.13: ……αὐτόν, τόν κατά δύναμιν κόπον ὑποστῆναι· ἄλλως θ΄ ὅτι ἡ Ῥωμαϊκή Ἐκκλησία μήτηρ ἐστίν, ἡ δέ Ἀνατολική θυγάτηρ· καί ὀφείλει ἡ θυγάτηρ παραγενέσθαι πρός τήν μητέρα. ἐπεί γοῦν τά αὐτά ἔλεγον καί οἱ ἀποταχθέντες καρδηνάλιοι συμπράξαι μετά τῶν ἡμετέρων τά περί τῆς συνόδου καί ἐδόκουν μετά ἀγαθοῦ σκοποῦ βουλόμενοι τήν ἕνωσιν πραγματεύσασθαι, εἰ χορηγήσει αὐτήν ὁ θεός. ἔλεγον γάρ ὅτι ἡμεῖς οὐκ εἰς τήν τῶν πολλῶν κρίσιν τό ζήτημα καταλείψομεν, ἀλλ΄ ἐκλεξόμεθα καλούς καί ἐναρέτους τρεῖς ἐκ τῶν ἡμέτερων· ὡσαύτως δέ καί ὑμεῖς ἐκλέξεσθε τρεῖς, καί δεηθήσονται πρότερον τοῦ θεοῦ προσευξάμενοι μετά καθαρᾶς καί συντετριμμένης καρδίας καί καθίσουσιν ἰδίᾳ τήν ἐκ θεοῦ ζητοῦντες ἐπίσκεψιν, καί ὅπερ ἄν ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς ὁ θεός, στερχθήσεται παρά πάντων· ὁ γάρ εἰπών· ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι ἐν τῷ ἐμῷ ὀνόματι, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν, καί ὁ δούς τῇ ἄνῳ ἀνθρωπίνην φωνήν, πάντως δώσει καί ἐκείνοις εὑρεῖν ὅπερ ἀποδέχεται στέργεσθαι παρά πάντων. καί ἔπειθον στέρξαι τήν ἐκεῖσε ἐπιδημίαν ἡμῶν. σκεψάμενοι οἱ ἡμέτεροι πρέσβεις εἶπον, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἔχομεν ἄδειαν περιστῆσαι ὅ νῦν ζητεῖτε· ἤλθομεν γάρ πρός τό στῆσαι τόν καιρόν καθ΄ ὅν γενήσεται ἡ σύνοδος ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει· ὅ δέ λέγετε νῦν, ἐστί νέον ζήτημα, καί ἀναγγελοῦμεν τῷ αὐθέντῃ ἡμῶν τῷ βασιλεῖ τῷ ἁγίῳ καί τῷ δεσπότῃ ἡμῶν τῷ παναγιωτάτῳ πατριάρχῃ, καί εἰ φανῇ καλόν ἐκείνοις, γενήσεται· πλήν τοῦτο λέγομεν, ὅτι μεγάλας ἐξόδους καταναλώσετε, εἴπερ θελήσουσιν ἐπιδημῆσαι ἐνταῦθα. ἐρωτηθέντες δέ περί τῆς ποσότητος τῶν ἐξόδων, ἐσκέψαντο καί ἐποίησαν κατάστιχον καί εἶπον, ὅτι ἔνι χρεία τζαγρατόρων τριακοσίων καί κατέργων τριῶν διά φυλακήν τῆς Πόλεως καί ἑτέρων κατέργων ἕξ ἤ πέντε τό ἔλαττον, δι΄ ὧν ἐλεύσονται ἐνθάδε οἱ ἡμέτεροι, καί ἐξόδου, δι΄ ἧς οἰκονομηθήσονται ὁ πατριάρχης μετά τῶν ἀρχόντων καί κληρικῶν αὐτοῦ καί οἱ ἀρχιερεῖς καί ἕτεροι, ὅσους δεῖ παρεῖναι ἐν τῇ συνόδῳ, καί ποσοῦνται ταῦτα εἰς φλωρία χιλιάδας ἑβδομήκοντα πέντε, ἄνευ μέντοιγε τῆς οἰκονομίας τοῦ βασιλέως καί τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ· ἀναρτῶμεν γάρ τό περί τοῦ βασιλέως εἰς τήν διάκρισιν καί φιλοτιμίαν τοῦ πάπα. ἔλεγον δέ οἱ ἡμέτεροι, ὅτι ἐποιήσαμεν καί περισσοτέρας τάς ἐξόδους, ἵνα γένωνται ὀκνηρότεροι πρός τό ἕλκειν ἡμᾶς ἐκεῖσε.

[←90]

Κατά τον Laurent 1971: 115 σημ. 2, αυτό το κάπως βίαιο τέλος ομιλίας φαίνεται να απευθυνόταν στους Βυζαντινούς αποκρισιαρίους, οι οποίοι είχαν πάει στην παπική κούρτη συνοδευόμενοι από τον Ρόδου Ανδρέα. Η άδεια ασφαλούς διέλευσης τού τελευταίου εκδόθηκε στις 10 Ιουνίου 1426, από το οποίο συνεπάγεται ότι η αποστολή τους στην παπική κούρτη έλαβε χώρα το νωρίτερο στις αρχές τής άνοιξης τού 1426.

[←91]

Κατά Ματθαῖον 18.20: οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.

[←92]

Στο κείμενο τζαγρατόρων. Tζαγράτορας ήταν ο εφοδιασμένος με τζάγρα πολεμιστής, δηλαδή με το μηχανικό τόξο τής εποχής, τη βαλλίστρα (λατινικά ballista), που ήταν ακόμη εκείνη την εποχή φοβερό όπλο. Η Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς, 10.8.6, περιγράφει τον τρόμο που προκάλεσε η εμφάνιση τής τζάγρας στα χέρια των σταυροφόρων στο τέλος τού 11ου αιώνα:
«Αυτή η βαλλίστρα είναι ένα τόξο των βαρβάρων εντελώς άγνωστο στους Έλληνες. Δεν τεντώνεται τραβώντας τη χορδή με το δεξί χέρι, ενώ το αριστερό τραβάει το τόξο προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά αυτός που τεντώνει αυτό το πολεμικό όπλο που βάλλει πολύ μακριά πρέπει να βρίσκεται, θα έλεγε κανείς, σχεδόν ανάσκελα, να εφαρμόζει και τα δύο του πόδια δυνατά κόντρα στο ημικύκλιο τού τόξου και να τραβάει με τα δύο του χέρια τη χορδή με όλη του τη δύναμη προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στη μέση τής χορδής υπάρχει μια υποδοχή, ένα είδος κυλινδρικού κυπέλλου προσαρμοσμένου στην ίδια τη χορδή, και περίπου τόσο μακρύ όσο ένα βέλος μεγάλου μεγέθους, που φτάνει από τη χορδή μέχρι τη μέση τού τόξου. Μέσα από αυτό εκτοξεύονται βέλη πολλών ειδών. Τα βέλη που χρησιμοποιούνται με αυτό το τόξο είναι πολύ μικρού μήκους, αλλά πολύ παχιά, εφοδιασμένα μπροστά με πολύ βαριά σιδερένια αιχμή. Όταν ελευθερώνονται, η χορδή τα εκτοξεύει με τεράστια βία και δύναμη, και όπου κι αν τύχει να χτυπήσουν αυτά τα βελάκια, δεν πέφτουν πίσω, αλλά τρυπούν ασπίδα, ύστερα κόβουν βαρύ σιδερένιο θώρακα και προχωρούν γρήγορα βγαίνοντας από την άλλη πλευρά. Τόσο βίαιη και ασταμάτητη είναι η εκτόξευση βελών αυτού τού είδους. Ένα τέτοιο βέλος είναι γνωστό ότι τρύπησε χάλκινο άγαλμα, ενώ αν χτυπήσει στο τείχος μιας πολύ μεγάλης πόλης, η αιχμή τού βέλους είτε βγαίνει από την εσωτερική πλευρά είτε θάβεται στη μέση τού τείχους και χάνεται. Τέτοιο είναι λοιπόν αυτό το τέρας τής βαλλίστρας, πραγματικά διαβολική εφεύρεση. Και ο ταλαίπωρος που χτυπιέται από αυτήν, πεθαίνει χωρίς να νιώσει τίποτε, ούτε καν να νιώσει το χτύπημα, όσο δυνατό κι αν είναι»
(Ἡ δέ τζάγγρα τόξον μέν ἐστι βαρβαρικόν καί Ἕλλησι παντελῶς ἀγνοούμενον. Τείνεται δέ οὐχί τῆς μέν δεξιᾶς ἑλκούσης τήν νευράν, τῆς δέ λαιᾶς ἀνθελκούσης τό τόξον, ἀλλά δεῖ τόν διατείνοντα τό ὄργανον τουτί τό πολεμικόν καί ἑκηβολώτατον, ὡς ἄν τις εἴποι, ὕπτιον κείμενον ἑκάτερον μέν τῶν ποδῶν ἐνερεῖσαι τοῖς ἡμικυκλίοις τοῦ τόξου, ἀμφοτέραις δέ ταῖς χερσί τήν νευράν μάλα γενναίως ἀνθελκύσαι. Ἧς κατά τό μέσον σωλήν ἐστι κυλινδρικόν ἡμίτομον ἐξημμένον αὐτῆς τῆς νευρᾶς καί ὥσπερ τι βέλος ἀξιόλογον μέγεθος ἀπολαμβάνον διήκει ἀπ΄ αὐτῆς τῆς νευρᾶς ἐς τό τοῦ τόξου μεσαίτατον· ἀφ΄ οὗ βέλη παντοδαπά διεκπίπτουσιν. Ἐν τούτῳ τοίνυν τά βέλη τιθέμενα βραχύτατα μέν τῷ μήκει, παχύτατα δέ καί πρόσθεν ἀξιόμαχον βάρος σιδήρου λαμβάνοντα. Καί τῇ ἀφέσει τῆς νευρᾶς μετά σφοδρότητος καί ῥύμης ἁπάσης ἀφιείσης τά βέλεμνα οὗ ἂν τύχῃ ἐπεισπεσόντα οὐκ εἰς τοὔμπαλιν ἀποπίπτει, ἀλλά καί ἀσπίδα διέτρησε καί θώρακα βαρυσίδηρον διατεμόντα ἐκεῖθεν διά θατέρου μέρους ἐξεπετάσθη. Οὕτως ἐστί σφοδρά καί ἀκατάσχετος ἡ ἄφεσις τῶν τοιούτων βελῶν. Ἤδη τοῦτο τό βέλος καί ἀνδριάντα διεπερόνησε χαλκοῦν καί τείχει ἐμπεπτωκός μεγίστης πόλεως ἢ ἐπί τἄνδον προὔκυψε τοῦ βέλους ἡ ἀκμή ἢ ἐνδεδυκός κατά τό μέσον τοῦ τείχους ἀφανές γέγονε. Τό μέν οὖν τῆς τζάγγρας πρᾶγμα τοιοῦτόν ἐστιν ὡς ὄντως δαιμόνιον· ὁ δέ πειρασθείς τῆς ἐκ τούτου πληγῆς ἀθλιώτατος ἀναισθήτως ἀποθνήσκων καί μηδέ τῆς πληγῆς, ὁπόση τίς ἐστιν, αἰσθανόμενος).

[←93]

Ο Συρόπουλος στο κείμενο χρησιμοποιεί για τη γαλέρα τις λέξεις κάτεργον και τριήρης. Η γαλέρα είχε τρεις σειρές κουπιών, όπως η αρχαία τριήρης, ενώ η ονομασία κάτεργον έχει σχέση με την καταναγκαστική εργασία των κωπηλατών στα πλοία αυτά. Οι κωπηλάτες ήσαν συνήθως κατάδικοι ή αιχμάλωτοι πολέμου και κωπηλατούσαν αλυσοδεμένοι.

[←94]

Κατά τον Laurent 1971: 115 σημ.4, στην πραγματικότητα, σε έναν τέτοιον υπολογισμό, οι Βυζαντινοί θα μπορούσαν μόνο να κάνουν λάθος. Πιστεύοντας ότι υπερβάλλουν, θα βρίσκονταν πολύ μακριά από το συνολικό κόστος το οποίο συνεπαγόταν η σύγκληση τής συνόδου.

[←95]

Συρόπουλος 2.14: Ὡς οὖν ἤκουσαν ταῦτα οἱ προσδιαλεγόμενοι καί τῷ πάπᾳ ἀνήνεγκαν, διεκόμισαν τοῖς ἡμετέροις ἀπολογίαν, ὅτι ὑμεῖς νομίζετε ὡς ἐνταῦθα ἔχομεν τά φλωρία περισσά· πλήν εἰ καί εὑρίσκονται πολλά, ἀλλ΄ οὖν ἐξοδιάζονται καί εἰς πολλάς ἀναγκαίας δουλείας. εἰς δέ τήν χρείαν ταύτην τῆς ἑνώσεως ὁρίζει ὁ πάπας, ὅτι εἰ ἐλέγετε χιλιάδας πεντήκοντα, ἔμελλεν ὁρίσει ἐκεῖνος ἑβδομήκοντα πέντε. εἰ δέ ελέγετε ἑβδομήκοντα πέντε, ορίζει ἐξοδιάσαι χιλιάδας ἑκατόν, ἵνα μη ἐμποδισθῇ τό τοιοῦτον ἀγαθόν ἔργον. περί δέ τοῦ βασιλεως ἔφη ὁ πάπας, ὅτι ἔνι εἰς τό θέλημα ἐκείνου· ἐγώ γάρ οὐκ ἔχω ἀνάγκην περί τοῦ βασιλέως. ἐν τούτοις οἱ ἡμέτεροι τήν πρεσβείαν τελέσαντες καί τῷ πάπᾳ προσελθόντες τήν ἐπί τῇ ἐξελεύσει ὀφειλομένην προσκύνησιν καί πρόσρησιν ἀπονεῖμαι, εἶπεν ὁ πάπας πρός αὐτούς, ὅτι ἐπιμελήθητε ὡς χρήσιμοι ἄνθρωποι καί καλοί χριστιανοί διά τήν ἀγάπην τοῦ θεοῦ, διά τά σπλάγχνα τοῦ Χριστοῦ, νά ἔχητε τήν εὐχήν τοῦ ἁγίου Πέτρου, καί σπουδάσατε καί εἰς τόν γαληνότατον βασιλέα καί εἰς τόν αἰδεσιμώτατον πατριάρχην, ἵνα διασυντόμως ποιήσωσιν ἐνταῦθα τήν σύνοδον· εἰμί γάρ γέρων καί δειλιῶ τόν θάνατον. εἰ οὖν ἐπιμεληθῆτε γενέσθαι τήν σύνοδον ἐπί τῶν ἡμερῶν μου, γενήσεται καί ἡ ἕνωσις καλῶς· ἐμοῦ δέ παρελθόντος, οὐ καλῶς γενήσεται.

[←96]

Ο Μαρτίνος Ε΄ πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 1431.

[←97]

Συρόπουλος 2.15: Ἐπανῆλθον οὖν οἱ πρέσβεις καί ἀνήνεγκαν ταῦτα τῷ βασιλεῖ καί τῷ πατριάρχῃ. ἦλθε δέ καί μετ΄ αὐτῶν πρέσβις ἐκεῖθεν ὁ Ῥοδου Ἀνδρέας, ὅν ὁ λόγος ἐδήλωσεν ὡς συνηγορήσαντα τῷ Εύδαιμονοϊωάννῃ καταρχάς περί τῆς ἑνώσεως καί εἶπε τά αὐτά, ἅπερ καί οἱ ἡμέτεροι πρέσβεις εἰρήκασι καί ἐσπούδασε τοιαύτην ἀρχήν ἐγκαταστῆσαι τοῖς συνοδικοῖς πράγμασιν· ἔλεγε γάρ δύναμιν ἔχειν ἐκεῖθεν πρός τό τήν ἀνήκουσαν ἀρχήν καταβαλεῖν εἰς τήν ἐκεῖσε συνάθροισιν τῆς συνόδου. τότε γοῦν εὑρέθη καί ὁ βασιλεύς προθυμότατος πρός τό συγκροτῆσαι τήν σύνοδον εἰς τήν Ἰταλίαν καί ἐβούλετο εὐθύς ἄρξασθαι τῆς τοιαύτης συνελεύσεως· ὅπερ μαθών καί ὁ Ἀνδρέας περιχαρῶς ἐξεδέχετο πρᾶξαι τοῦτο ἀνενδοιάστως καί ὁμολογουμένως συστῆσαι γίνεσθαι τήν πρός Ἰταλίαν συνάθροισιν. εἶτα παραγέγονεν ὁ πατριάρχης εἰς τόν βασιλέα ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τῶν Στουδίου εὑρισκόμενον τότε καί βουλευσάμενοι εὑρέθησαν εἰς ἀναβολήν τά περί τῆς συνόδου ὑπερτιθέμενοι, καί ὁ βασιλεύς, οὐκ οἶδ΄ ὅπως, ἐπέσχεν ἑαυτόν ἀπό τῆς προθυμίας, ἥν ἔδειξεν ἔχειν περί τήν συνάθροισιν τῶν ἐν τῇ συνόδῳ ἐλευσομένων, καί εἶπε τῷ Ἀνδρέᾳ τινά μή συνάδοντα τοῖς προτέροις αὐτοῦ λόγοις. ὁ δέ ἀπῄτησεν ἀπολογίαν πρός τήν πρεσβείαν, ἥν διεκόμισεν ἀπό τοῦ πάπα, καί ὁ βασιλεύς οὐκ ἠθέλησε δοῦναι αὐτῷ τήν ἀπολογίαν, ἀλλ΄ εἴρηκεν ἀπολογηθῆναι τῷ πάπᾳ διά πρέσβεως ἰδίου· ὅπερ δυσχερῶς ἔφερεν ὁ Ἀνδρέας, καί ἔλεγε περί ἑαυτοῦ, ὅτι ἐγώ πολίτης εἰμί καί ὀφειλέτης τῆς πατρίδος ταύτης καί ἀγαπῶ τό καλόν αὐτῆς. τίνος οὖν χάριν οὐ λέγει μοι ὁ βασιλεύς τόν σκοπόν, ὅν ἔχει διαμηνῦσαι τῷ πάπᾳ, ἵνα ἰδῶ, καί εἰ μέν ἐγχωρεῖ γενέσθαι, συνεργήσω καί αὐτός, εἰ δέ μή, τοῦτο ἐμποδίσω, ἵνα μή ζημιωθῶσι τήν τῆς πρεσβείας ἔξοδον; ἐγώ γάρ οἶδα ἀκριβῶς, ἔλεγε, πῶς διάκειται ὁ πάπας εἰς τά τοιαῦτα πράγματα καί μέχρι τίνος συγκαταβήσεται καί ποιήσει ἤ οὐ ποιήσει.

[←98]

Ο Συρόπουλος δίνει και πάλι στον αδελφό Ανδρέα επισκοπικό τίτλο που δεν είχε ακόμη. Βλέπε πιο πάνω, σημ. 61. Η βούλλα τού Μαρτίνου Ε΄ με την οποία ανέθετε στον Ανδρέα αυτή τη νέα αποστολή είχε ημερομηνία 11 Ιουνίου 1426 (Laurent 1971: 116 σημ. 2).

[←99]

Ο Ιωάννης Η΄ άλλαξε σύντομα διάθεση, αναμφίβολα κάτω από την πίεση τού πατριάρχη, τον οποίο αποθάρρυνε ακόμη η προοπτική ενός ταξιδιού στην Ιταλία. Συμφώνησαν και οι δύο να χρονοτριβήσουν και αυτό εξηγεί την αφύσικη καθυστέρηση με την οποία απαντήθηκαν οι επιστολές που είχε φέρει ο Ανδρέας Χρυσοβέργης, ο οποίος, αφού τον απήλλαξαν χωρίς πολλή σκέψη, βρισκόταν πίσω στην παπική κούρτη πριν από τις 9 Μαΐου 1427 (Laurent 1971: 117 σημ. 3).

[←100]

Μονή Στουδίου: Διάσημο μοναστήρι τής Κωνσταντινούπολης αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, που ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα. Τα ερείπια τού μοναστηριού διασώζονται κοντά στην παραλία τής Προποντίδας, λίγο πριν από τη συμβολή των τειχών Προποντίδας με τα χερσαία τείχη στην περιοχή τής Χρυσής Πύλης.

[←101]

Συρόπουλος 2.16: Ἀκούσας δέ ταῦτα ὁ βασιλεύς, ὥρισεν, ὅτι· οὐκ ἔχω ἐγώ ἀνάγκην εἰπεῖν τῷ Ἀνδρέᾳ τίνα βούλομαι μηνῦσαι τῷ πάπᾳ, ἀλλ΄ οὐδέ αὐτός ἔχει δίκαιον ἀπαιτεῖν με τοῦτο· ἴδιον μέν γάρ αὐτοῦ ἦν τό διακομίσαι τήν πρεσβείαν ὡς ἀνετέθη. μετά δέ τό ακοῦσαι με ταύτην, ἐμόν ἐστί τό ἀπολογηθῆναι ἤ δι΄ αὐτοῦ ἡ δι΄ ἡμετέρου. καί μετά τοιούτων λόγων ἐξέπεμψε τόν Ἀνδρέαν. εἶτα ἔστειλε πρέσβεις εἰς τόν πάπαν τόν τότε μέγαν στρατοπεδάρχην κῦρ Μάρκον τόν Ἰάγαριν καί τόν τιμιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί καθηγούμενον τῆς σεβασμίας μονῆς τοῦ Παντοκράτορος κῦρ Μακάριον τόν Μακρόν. ἀπῆλθον οὖν οὗτοι μετά γραμμάτων τοῦ βασιλέως τε καί τοῦ πατριάρχου, καί εἶπον περί τῆς συνόδου καθώς ἀνετέθησαν, καί πάλιν ἐπανῆλθον διακομίσαντες καί ὑπό τοῦ πάπα γράμματα. οὔτε γοῦν ἐπί τίσιν οἱ πρέσβεις οὗτοι ἐστάλησαν ἠκούσαμεν κατά μέρος, οὔτε τήν περίληψιν τῶν ἐντεῦθεν σταλέντων γραμμάτων ἤ τῶν ἐκεῖθεν ἐλθόντων εἰδέναι ἠδυνήθημεν. διό οὐδέ ἔχομέν τι περί τῆς πρεσβείας αὐτῶν γράφειν, εἰ μή ὅτι ἐστάλησαν πρός τό λέγειν καί κατασκευάζειν τά περί τῆς συνόδου. παρῆλθε καιρός ἱκανός μετά τήν ἐπάνοδον τῶν δηλωθέντων πρέσβεων, καί ἐκ μέν τοῦ πάπα οὐδείς ἐστάλη ἐνταῦθα, οὔτε μετά τῶν ἡμετέρων πρέσβεων, οὔθ΄ ὕστερον.

[←102]

Ο Laurent 1971: 118 σημ. 1, σημειώνει ότι αυτή η περιγραφή δίνει την εντύπωση ότι ο Ιωάννης Η΄ αρνήθηκε τις υπηρεσίες τού Ρόδου Ανδρέα, αλλά απάντησε χωρίς καθυστέρηση με δικούς του πρέσβεις. Στην πραγματικότητα θα περνούσαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια πριν ξαναρχίσουν οι συνομιλίες με την παπική κούρτη. Η πρεσβεία με αυτόν τον σκοπό αναφέρεται μάλιστα ότι βρισκόταν στον δρόμο τής επιστροφής, στην Αγκώνα στις 20 Απριλίου 1430 και στη Γλαρέντζα τής Πελοποννήσου τον Αύγουστο τού ίδιου έτους. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1043AB:
«Στις 17 Ιουλίου τού ίδιου έτους [1430] οι Καταλανοί πήραν τη Γλαρέντζα [Κυλλήνη], την κράτησαν για λίγες ημέρες και στη συνέχεια την πούλησαν πάλι. Τον Αύγουστο τού ίδιου έτους [1430] επέστρεψαν οι πρέσβεις που είχαν σταλεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη στον πάπα Μαρτίνο, δηλαδή ο μέγας στρατοπεδάρχης Μάρκος Ιάγαρις και ο μέγας πρωτοσύγγελος και ηγούμενος τής σεβάσμιας αυτοκρατορικής Μονής Παντοκράτορος, ο ιερομόναχος και πνευματικός Μακάριος, ο ονομαζόμενος και Μακρύς, άνδρας άριστος στην ευγλωττία, την αρετή και τη σοφία. Με εντολή τού αυτοκράτορα διόρισαν δεσπότη τού Μοριά τον πρίγκιπα κυρ Θωμά»
(Καί τῇ ιζ-ῃ Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἀπῆραν οἱ Καταλάνοι τήν Γλαρέντζαν, ἣν καί κρατήσαντες μέχρι τινός πάλιν ἐπούλησαν αὐτήν. Καί τῷ Αὐγούστῳ μηνί τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπαναστρέψαντες οἱ ἀπό τοῦ βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου πρός τόν πάπαν Μαρτῖνον πρέσβεις ὅ τε Μάρκος ὁ Ἴαγρος καί μέγας στρατοπεδάρχης, καί ὁ μέγας πρωτοσύγγελος καί ἡγούμενος τῆς σεβασμίας βασιλικῆς μονῆς τοῦ Παντοκράτορος ἱερομόναχος καί πνευματικός Μακάριος ὁ Μακρύς ὀνομαζόμενος, ἀνήρ ἄριστος κατά τε λόγον καί ἀρετήν καί σύνεσιν, ἐποίησαν ὁρισμῷ τοῦ βασιλέως δεσπότην τόν αὐθεντόπουλον κύρ Θωμᾶν).

[←103]

Μᾶρκος Ἰάγαρις: ίδια η μορφή τού ονόματός του στον Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, στήλη 1043Α:
«Τον Αύγουστο τού ίδιου έτους [1430] επέστρεψαν οι πρέσβεις που είχαν σταλεί από τον αυτοκράτορα Ιωάννη στον πάπα Μαρτίνο, δηλαδή ο μέγας στρατοπεδάρχης Μάρκος Ιάγαρις και ο μέγας πρωτοσύγγελος και ηγούμενος τής σεβάσμιας αυτοκρατορικής Μονής Παντοκράτορος, ο ιερομόναχος και πνευματικός Μακάριος, ο ονομαζόμενος και Μακρύς…»
(Καί τῷ Αὐγούστῳ μηνί τοῦ αὐτοῦ ἔτους ἐπαναστρέψαντες οἱ ἀπό τοῦ βασιλέως κυροῦ Ἰωάννου πρός τόν πάπαν Μαρτῖνον πρέσβεις ὅ τε Μάρκος ὁ Ἴαγρος καί μέγας στρατοπεδάρχης, καί ὁ μέγας πρωτοσύγγελος καί ἡγούμενος τῆς σεβασμίας βασιλικῆς μονῆς τοῦ Παντοκράτορος ἱερομόναχος καί πνευματικός Μακάριος ὁ Μακρύς ὀνομαζόμενος…)

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος ήταν από την οικογένεια των Ιάγαρι, που περιλάμβανε δύο ακόμη μέλη, τούς αδελφούς του Ανδρόνικο και Μανουήλ, οι οποίοι εμφανίζονται σε αυτή την περιγραφή. Σημειώστε ότι εδώ και πάλι ο Συρόπουλος προτρέχει, δίνοντας στον Μάρκο τον βαθμό τού μεγάλου στρατοπεδάρχη, ενώ τότε ήταν ακόμη μόνο μέγας πριμηκύριος (Laurent 1971: 118 σημ. 2).

[←104]

Που στάλθηκαν γύρω στον Φεβρουάριο τού 1430 (Laurent 1971: 118 σημ. 4).

[←105]

Επιστολές που δεν έχουν επισημανθεί ή έχουν χαθεί (Laurent 1971: 118 σημ. 5).

[←106]

Ίδια με την πιο πάνω παρατήρηση. Επομένως, τα πατριαρχικά γράμματα δεν μεταγράφηκαν στον Κώδικα τής Μεγάλης Εκκλησίας, στον οποίο αναφέρεται πιο πάνω ο Συρόπουλος με κάποια επιδεικτικότητα (π.χ. κεφ. β΄ παρ. 7 και 8). Ωστόσο στο Αυτοκρατορικό Αρχείο έπρεπε να τηρείται τουλάχιστον το πρακτικό και είναι εκπληκτικό που ο συγγραφέας μας δεν μπορούσε να το τεκμηριώσει από εκεί (Laurent 1971: 118 σημ. 6).

[←107]

Φαίνεται ότι ο Συρόπουλος αντιφάσκει εδώ, σε σημεία που απέχουν μεταξύ τους δύο γραμμές. Ο Laurent 1971: 118 σημ. 7, θέλει να πιστεύει ότι τον πρόδωσε η μνήμη του, κάνοντάς τον να προχρονολογεί την προηγούμενη πρεσβεία, που ακολούθησε σε φυσιολογικό διάστημα, αφού βρισκόταν καθ΄ οδόν σύντομα μετά τον θάνατο τού Μαρτίνου Ε΄ (20 Φεβρουαρίου 1431).

[←108]

Συρόπουλος 2.17: Ὁ βασιλεύς ἠβουλήθη καί αὖθις στεῖλαι πρέσβεις εἰς τόν πάπαν. ἐκλέγεται τοίνυν πάλιν τόν δηλωθέντα Ἰάγαριν, τόν τιμιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί καθηγούμενον τῆς σεβασμίας μονῆς τῶν Μαγγάνων κῦρ Μακάριον τόν Κουρουνᾶν καί τόν ἴδιον γραμματικόν κῦρ Δημήτριον Ἄγγελον τόν Κλειδᾶν. τά γοῦν πρός τήν τούτων πρεσβείαν σκεπτόμενος καί ὑποτυπῶν ὁ βασιλεύς, παραγίνεται πρός τήν δέσποιναν καί μητέρα αὐτοῦ ἐν τῇ Παλατιανῇ, συνάγει τε ἐκεῖ τόν πατριάρχην, τόν Ἡρακλείας, τόν Μονεμβασίας, τόν μέγαν σακελλάριον, τόν μέγαν σκευοφύλακα, τόν τιμιώτατον ἐν ἱερομονάχοις κῦρ Ἰωσήφ τόν διδάσκαλον, τόν τιμιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί πνευματικόν πατέρα κῦρ Μακάριον τόν τῶν ἁγίων τῶν Ξανθοπούλων, τούς μεσάζοντας καί τούς εἰρημένους πρέσβεις, καί βουλεύεται μετ΄ αὐτῶν κατά τό εἰωθός τοῖσδε τοῖς βασιλεῦσι, καί ὑποτυποῖ τήν πρεσβείαν καί ἀναθέσεις ἅς ἠβουλήθη, καί ἐπί τούτοις ἐγράφησαν καί γράμματα τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου, ἅ καί λαβόντες οἱ πρέσβεις καί ἑτοιμασθέντες ἀπῆλθον.

[←109]

Μακάριος Κουρουνᾶς: αυτό το άτομο είναι γνωστό μόνο από τη διπλή μνεία τού Συρόπουλου, εκτός αν πρόκειται για τον Μακάριο Κορόνα, μοναχό επίσης τής μονής Ξανθουπούλων, τον επιτάφιο τού οποίου συνέθεσε ο Μάρκος Ευγενικός το 1445 (Laurent 1971: 118 σημ. 8).

[←110]

Δημήτριος Ἄγγελος Κλειδᾶς: Πιο κάτω (παραγρ. 21) ονομάζεται Κλειδἀς Φιλομμάτης, οπότε πρέπει να ταυτίζεται με τον Δημήτριο Άγγελο Φιλομμάτη, που αναφέρεται αρκετές φορές από τον Συρόπουλο. Αυτή η συσσώρευση επωνύμων που σηματοδοτεί συμμαχίες με αρχοντικές οικογένειες γνώρισε επίμονη μόδα υπό τούς Παλαιολόγους. Αναμφίβολα τα έξοδα που έγιναν από αυτή την πρεσβεία τού Κλειδά, με την ιδιότητα τού αυτοκρατορικού απεσταλμένου, είναι εκείνα που καλύφθηκαν από το παπικό ταμείο στις 9 Οκτωβρίου 1431 (Laurent 1971: 119 σημ. 9).

[←111]

Η αυτοκράτειρα Ἑλένη, κόρη τού Σέρβου δυνάστη Κωνσταντίνου Ντράγκας, πέθανε στις 23 Μαρτίου 1450, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο τού συζύγου της Μανουήλ Β΄. Η επίδρασή της στην αυτοκρατορική πολιτική, όπως μαρτυρείται εδώ, ενοχλούσε τις μεγάλες οικογένειες και ορισμένα μέλη τού κλήρου.

[←112]

Παλατιανή: Η εκκλησία τού παλατιού.

[←113]

Τον Ἀντώνιο, ο οποίος θα συζητηθεί συχνά σε αυτό το έργο και ο οποίος είχε μακρά θητεία ως επίσκοπος Ηρακλείας (από το 1409 μέχρι το 1440 και περισσότερο).

[←114]

Τον Δοσίθεο, που ήταν πρώτα μητροπολίτης Τραπεζούντος και είχε την κηδεμονία τού νεαρού Βησσαρίωνος.

[←115]

Διδάσκαλος Ἰωσήφ: αυτό το άτομο, που έκανε ισχυρή εντύπωση στον Ιωάννη Η΄ όπως θα δούμε πιο κάτω, δεν είναι άλλος από τον Ιωσήφ Βρυέννιο.

[←116]

Μακάριος: εξομολογητής τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ και ένας από τούς εκτελεστές τής διαθήκης του. Ήταν εβραϊκής καταγωγής. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, στήλη 1032Β:
«Εκτελεστές των τελευταίων παραγγελιών του να είναι ο εξομολογητής του, ο πρώην Εβραίος Μακάριος από τη Μονή Ξανθοπούλων, ο δάσκαλος Ιωσήφ τής Μονής Χαρσιανίτου κι εγώ»
(ἐπίτροποι δέ νά ὦσιν ὁ πνευματικός αὐτοῦ ὁ εἰς τῶν Ξανθοπούλων Μακάριος ὁ ἐξ Ἰουδαίων, ὁ διδάσκαλος Ἰωσήφ ὁ εἰς τοῦ Χαρσιανίτου, καί ἐγώ).

Παρακολούθησε τη Σύνοδο τής Φλωρεντίας, αλλά πέθανε πριν από τον Μάρκο Ευγενικό (1445), ο οποίος συνέθεσε τον επιτάφιό του.

[←117]

Ἅγιοι Ξανθόπουλοι: Το μοναστήρι των Ξανθοπούλων βρισκόταν στο Άγιο Όρος. Φαίνεται ότι πρέπει να ταυτίζεται με τη Μονή Παντοκράτορος (Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον 11ο ως τον 15ο αι., Τρίκαλα 2006).

[←118]

Μεσάζοντες: τουλάχιστον από τις 26 Μαΐου 1431 αυτοί ήσαν ο Δημήτριος Παλαιολόγος Καντακουζηνός και ο Λουκάς Νοταράς, οι οποίοι θα παρέμεναν στην πρωτεύουσα σε ολόκληρη τη διάρκεια τής συνόδου και των οποίων η απουσία από το πλευρό τού αυτοκράτορα θα στενοχωρούσε τούς Ενετούς, όπως θα δούμε πιο κάτω. Θα διατηρούσαν επίσης αυτά τα καθήκοντα μέχρι την πτώση τής αυτοκρατορίας το 1453.

[←119]

Χαμένες επιστολές που στάλθηκαν την άνοιξη τού 1431. Η αποστολή αυτή τερματίστηκε επειδή οι αποκρισιάριοι, μαθαίνοντας στην Καλλίπολη τον θάνατο τού πάπα Μαρτίνου Ε΄, επέστρεψαν στην πρωτεύουσα.

[←120]

Συρόπουλος 2.18: Ἡμῖν δέ οὐκ ἐγνωρίσθη οὔτε τό ἀποτέλεσμα τῆς βουλῆς, οὔτε ἡ δύναμις τῶν γραμμάτων· τοῦτο μόνον ἐστοχαζόμην ἐγώ, ὅτι δυσχερές ἐδόκει τό τότε συστάν τοῖς παρατυχοῦσιν ἐν τῇ βουλῇ. ἔβλεπον δέ καί τόν πατριάρχην ἔκτοτε καί εἰς τό ἑξῆς δυσχεραίνοντα μέν κατά τό δοκοῦν καί ἀναγκαζόμενον πρός τό στέλλειν γράμματα ὁμόφωνα τοῖς βασιλικοῖς, γράφοντα δ΄ οὖν ὅμως τε καί ἑπόμενον. ἀλλά καί μετά παραδρομήν ἱκανοῦ καιροῦ πρός τόν διδάσκαλον κῦρ Ἰωσήφ κατά τό εἰωθός μοι παραγινόμενος, καί λόγων κινηθέντων τῶν περί τῆς ζητουμένης συνόδου, ἤκουσα αὐτοῦ εἰρηκότος μοι, ὅτι· ἐγώ ἀφ΄ οὗπερ ἤκουσα ὅσα ἐν τῇ Παλατιανῇ ἀκήκοα (καί ἐπί τούτοις ἐκπληκτικόν τι βοήσας καί τήν χεῖρα κατά τό στόμα θέμενος) ἔκτοτε ἔγνων, ἔφην, ὡς οὐδέν τι ἀγαθόν ἐνταῦθα γενήσεται· ἀντέστην γάρ εἶπε πρός ἐκεῖνο τό βούλευμα, καθώς ἠδυνάμην· ὡς δέ εἶδον προβαῖνον καί τελειούμενον, εἶπον πρός ἐμαυτόν, ὡς· ἐπεί ὁ Ἰωσήφ οὐ παρέσται ἐκεῖ, οὐ δέ ὄψεται τό βουλευόμενον, ποιησάτωσαν ὡς βούλονται.

[←121]

Διδάσκαλος Ἰωσήφ: Ο Ιωσήφ Βρυέννιος (1350-1431), λόγιος μοναχός τής μονής Στουδίου.

[←122]

Συρόπουλος 2.19: Ἀλλά καί ὁ πατριάρχης ἔκτοτε λίαν ἡγούμενος ἐπαχθές τό γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τόπῳ καί ἐξουσίᾳ λατινικῇ καί λέγων πολλάκις ὡς εἰ ἐκεῖσε γένηται, οὐκ ἔσται καλόν τό συμπέρασμα τῆς συνόδου, καί δεικνύων ἑαυτόν μηδόλως βουλόμενον ἐκεῖσε παραγενέσθαι, ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καθήμενος ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ μετά καί ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, παρόντων καί δύο ἐκ τοῦ παλατίου ἀρχόντων, εἴρηκεν, ὅτι λέγουσι γενέσθαι τήν σύνοδον ἐν τῇ Ἰταλίᾳ καί ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους ἐκεῖσε καί καρτερῆσαι ἐν τῇ συνόδῳ, καί ἔχειν τάς ἐξόδους καί τῆς ὁδοῦ καί τῶν σιτηρεσίων παρ΄ ἐκείνων. ἐν γοῦν τῷ ἀπελθεῖν οὕτω καί ἐκδέχεσθαι καί τήν ἡμερησίαν τροφήν ἐξ ἐκείνων, ἤδη γίνονται δοῦλοι καί μισθωτοί, ἐκεῖνοι δέ κύριοι· καί πᾶς δοῦλος τό θέλημα τοῦ κυρίου αὐτοῦ ὀφείλει ποιεῖν καί πᾶς μισθωτός τήν ἐργασίαν τοῦ μισθοῦντος αὐτόν ἐργάζεται. καί πᾶς ὁ μισθῶν τινα τούτου χάριν τόν μισθόν παρέχει, ἵνα ὁ μισθούμενος πληροῖ πᾶν ὅπερ ὁ μισθῶν αὐτόν προστά[ξε]ι. εἰ δέ μή γε οὐ παρέχει αὐτῷ τόν μισθόν. εἰ γοῦν ἐκεῖνοι κρατήσουσι τό σιτηρέσιον, τί ποιήσουσιν οἱ ἡμέτεροι; καί εἰ οὐ θελήσουσιν ὑποστρέψαι τούς ἡμετέρους δι΄ ἰδίων ἐξόδων τε καί πλευσίμων, τί ἄρα ἔξουσιν οὗτοι ποιῆσαι; κατά τί οὖν συμφέρει τούτους τούς ὀλίγους, τούς ξένους, τούς πένητας ἀπελθεῖν εἰς τούς πολλούς τούς πλουσίους, τούς σοφούς, τούς ὑπερηφάνους, τούς ἐντοπίους, καί εἰς αὐτούς δουλωθῆναι; εἶτα καί περί πίστεως καί εὐσεβείας συζητεῖν καί διδάσκειν αὐτούς, οὐκ ἔνι τοῦτο καλόν, οὐκ ἔνι· ἐμοί δοκεῖ ὅτι οὐδόλως συμφέρει ἡμῖν τοῦτο. δύναται δέ ὁ βασιλεύς ποιῆσαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον, εἰ θελήσει, καί ἄνευ ἐξόδων, ἐπεί οἱ ἐλευσόμενοι ἐκ τῆς Ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας ἐνταῦθα δι΄ ἰδίων ἐξόδων ἐλεύσονται· εἰ δέ καί ἐξόδων δεηθῇ, δύναται ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων συνάξαι ὑπέρπυρα. καί εὐθύς μέν ἀκουσθέν τοῦτο δόξει ἀπίθανον· ἐγώ δέ δείξω πῶς ἔσται τοῦτο καί δυνατόν καί εὔκολον. δύναται ὁ βασιλεύς μετά καλῶν πρέσβεων διαμηνῦσαι τοῖς ἐλευσομένοις ἐν τῇ συνόδῳ ἐλθεῖν μετά τῶν πραγμάτων καί ἐξόδων, ὧν ἔχουσιν, ἀναγκαίων ὄντων πρός συνεργίαν τοῦ θείου τούτου ἔργου τε καί σκοποῦ. ἐλεύσεται οὖν ὁ Ῥωσίας κῦρ Φώτιος μετά βίου πολλοῦ, καί ὑπερπύρων ἐπέκεινα τῶν ἑκατόν χιλιάδων, καί λήψεται ἐξ ἐκείνου ὁ βασιλεύς μετ΄ εὐκολίας ὑπέρπυρα χιλιάδας πεντήκοντα. ἐλεύσεται ὁ καθολικός ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ἰβηρίας, κἀκεῖνος πλούσιος, καί λήψεται ἐξ ἐκείνου τριάκοντα χιλιάδας, ἤ τό ἕλαττον είκοσι· ἐλεύσεται ὁ Πεκίου καί λήψεται ἐξ ἐκείνου χιλιάδας είκοσι. οἱ πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς, καί ὡς ἀκούω, παρέχουσι χιλιάδας φλωρία τῷ σουλτάνῳ καί γίνονται πατριάρχαι. δυνατόν οὖν ἐστί λαβεῖν καί ἐξ ἐκείνων ἀνά δισχίλια φλωρία ἥ τό ἕλαττον ἀνά χίλια. εἰσί καί τινες τῶν ἡμετέρων ἀρχιερέων πλούσιοι, καί λήψεται καί ἐξ ἐκείνων ἀνά χίλια, ἔκ τινων δέ ἀνά ἑξακόσια, καί ἐξ ἄλλων ἀνά τριακόσια, καί συνάξει ἐπέκεινα τῶν δεκακισμυρίων. το γοῦν γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδόν ἐστι καί καλόν καί τίμιον καί κατά πολλά συμφέρον ἡμῖν· τό δέ ἐν Ἰταλίᾳ ταύτην γενέσθαι, πάντῃ ἡμῖν ἀσύμφορον. ἐγώ γοῦν, εἰ καί εἰς τά περί συναγωγῆς οὐκ ἠρκέσθην (οὐ γάρ ἐνόμισά ποτε συναχθῆναι οὐδέ πολλῷ τούτων ἐλάχιστα), εἴς γε τά ἄλλα λίαν ἠρκέσθην ὡς ἀληθείας ἐχόμενα καί οὕτως ἀποβησόμενα. ἐπῃνέθη δέ καί ὁ πατριάρχης παρά πάντων τῶν ἀκουσάντων ταῦτα ὡς τοιαύτην δόξαν ἐχόντων πάντων σχεδόν περί τῶν τοιούτων, καί ἠξιώσαμεν καί παρεκαλέσαμεν αὐτόν, ἵνα ἵσταται ἀεί καί συνεργῇ καί πράττῃ ὅσα εἰσίν ἁρμόδια ὑπέρ τῆς τοιαύτης βουλῆς. καί ταῦτα μέν ἐλαλήθησαν καί ἐγράφησαν ἐνταῦθα διά τήν δυσχέρειαν ἥν εἶχον πάντες περί τῆς μελετωμένης ἀποδημίας.

[←123]

Σιτηρέσιον: Τα χρήματα για την αγορά τροφής.

[←124]

Ὑπέρπυρον: Το χρυσό νόμισμα τής αυτοκρατορίας.

[←125]

Ο Φώτιος, άγιος τής ρωσικής εκκλησίας, μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας (1408-1431), ήταν Έλληνας από τη Μονεμβασία. Μπήκε νέος στη μοναστική ζωή κάτω από τον γέροντα Ακάκιο, που έγινε αργότερα επίσκοπος Μονεμβασίας. Μετά τον θάνατο τού Αγίου Κυπριανού το 1407, όταν χήρευσε η έδρα τού μητροπολίτη Ρωσίας και Λιθουανίας, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ματθαίος διόρισε τον Φώτιο μητροπολίτη Κιέβου και Βλαντιμίρ και το 1408 ο Φώτιος έφτασε στους Ρώσους. Θεωρώντας ότι η έδρα τού μητροπολίτη δεν έπρεπε να παραμείνει στο Κίεβο, το οποίο βαθμιαία περνούσε σε όλους τούς τομείς υπό την επιρροή τής Καθολικής Πολωνίας, ο Φώτιος μετέφερε το 1408 την έδρα στη Μόσχα κι έγινε μητροπολίτης Μόσχας και πάσης Ρωσίας. Οι ευνοϊκές συνθήκες στη ρωσική εκκλησία επέτρεψαν στον Φώτιο να συνδράμει το βαθμιαία εξαθλιούμενο οικονομικά Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και να ενισχύσει τη διεθνή θέση τής Ρωσικής Ορθόδοξης εκκλησίας και τού ρωσικού κράτους.

[←126]

Την εποχή εκείνη ἀρχιεπίσκοπος Ἰβηρίας, δηλαδή τής σημερινής Γεωργίας τού Καυκάσου, ήταν ο Δαυίδ Γ΄ Γκομπελάτζε (1435–1439). Κατά τον Laurent 1971: 122 σημ. 1, η οικονομική συνεισφορά που αναφέρεται εδώ από την Εκκλησία τής Ιβηρίας, καθώς και η πρόσκληση που τής απευθύνθηκε (βλέπε πιο κάτω, κεφ. γ’ παρ. 3) εγείρουν το ζήτημα των σχέσεών της με τα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως και Αντιοχείας, καθώς μερικοί ιεράρχες της υπογράφουν, κατά τη διάρκεια τού 14ου και τού 15ου αιώνα, στα ελληνικά, υπό την ιδιότητά τους ως «μητροπολίτης Ιβηρίας». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό δεν αποτελεί ζήτημα ολόκληρης τής ιστορικής Γεωργίας, αλλά τού καθολικού τής Αμπχαζίας, δηλαδή τής δυτικής Γεωργίας που συνορεύει με τη Μαύρη Θάλασσα. Όποια και αν είναι η φύση των εν λόγω συνδέσεων, αποδεικνύουν ότι η αυτονομία αυτής τής γεωργιανής εκκλησίας, που ανακτήθηκε τον 13ο αιώνα, δεν ήταν τόσο συνεχής όσο θα επιθυμούσαν ορισμένοι ιστορικοί.

[←127]

Το Πέκιον, το σημερινό Πετς στο Κοσσυφοπέδιο (Κόσοβο), ήταν η έδρα τού Πατριαρχείου Σερβίας, επικεφαλής τού οποίου ήταν τότε ο πατριάρχης Θεοφάνης (Τεοφάν, 1435-1446). Κατά τον Laurent 1971: 122 σημ. 2, οι σχέσεις εξάρτησης τής Σερβικής Εκκλησίας ήσαν επίσης δεδομένες εκείνη την εποχή, τουλάχιστον νομικά. Στην πραγματικότητα ήσαν λιγότερο δεδομένες, καθώς ο κράλης τής Σερβίας είχε απαγόρεύσει την εκπροσώπησή του στη σύνοδο τής Ένωσης στην Ιταλία. Βλέπε πιο κάτω, κεφ. γ’ παρ. 3.

[←128]

Δηλαδή οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

[←129]

Κατά τον Laurent 1971: 123 σημ. 3, ο Συρόπουλος έπρεπε εδώ να μιλήσει όχι για φλουριά αλλά για δηνάρια, που ήταν ένα είδος μεσαιωνικού δολαρίου για τον αραβικό κόσμο, το οποίο έμοιαζε με το φλουρί που εκείνος είχε στα χέρια του στη Φλωρεντία και το οποίο άξιζε εκείνη την εποχή τρία βυζαντινά ὑπέρπυρα, όπως και το ενετικό δουκάτο.

[←130]

Συρόπουλος 2.20: Οἱ δέ δηλωθέντες πρέσβεις, μέχρι τῆς Καλλιουπόλεως φθάσαντες κἀκεῖσε πληροφορηθέντες ὅτι τέθνηκεν ὁ πάπας Μαρτῖνος, ὑπέστρεψαν· ἐλογίσαντο γάρ ὡς ἐπεί τέθνηκεν ὁ συμφωνῶν καί πράττων τά περί τῆς συνόδου, περισσόν ἐστι καί αὐτούς ἐκεῖσε παραγενέσθαι. ὁ δέ βασιλεύς βαρέως διετέθη πρός τήν τούτων ὑποστροφήν· ὥρισε γάρ πρός αὐτούς· τίνος χάριν οὐκ ἀπήλθετε εἰς ὅπερ ἐστάλητε; οὐκ ἔδει ἐμποδισθῆναι ὑμᾶς διά τόν θάνατον τοῦ πάπα· ἐκεῖ γάρ ἅμα τῷ τεθνάναι τόν πάπαν, εὐθύς ἀποκαθιστῶσιν ἕτερον. ἅπερ οὖν ἔπραττεν ὁ πρώην πάπας τά αὐτά πράξει καί ὁ μετ΄ ἐκεῖνον. διό λέγω ἵνα ἀπέλθητε καί τελέσητε τήν πρεσβείαν ὑμῶν. καί ἠνάγκασεν αὐτούς ἀπελθεῖν. ὁ μέν οὖν ἡγούμενος τῶν Μαγγάνων οὐκέτι ἠθέλησεν ἀπελθεῖν, καίτοιγε πολλάκις ἀξιωθείς καί ζητηθείς τοῦτο, ἀλλ΄ ἀπηγόρευσε τελείως τήν ἐκεῖσε ἀποδημίαν. ἐξελέξαντο δέ ἀντ΄ ἐκείνου τόν πρώτως ἀπιόντα εἰς Μαρτῖνον, ἡγούμενον τοῦ Προδρόμου καί μέγαν πρωτοσύγκελλον, ἱερομόναχον κῦρ Ἰωάσαφ, ὅς καί ἑτοιμασθείς μετ΄ οὐ πολύ ἐξέπλευσε μετά τοῦ Ἰάγαρι καί τοῦ Κλειδᾶ, καί ἀπῆλθον πρός τόν πάπαν Εὐγένιον. Οἵ τήν ἐκ τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου συνήθη πρόσρησιν προσειρηκότες αὐτῷ καί ὅπως περί τῶν συνοδικῶν ἐκεῖσε παραγεγόνασι δηλῶσαι ἀρξάμενοι, εὐθύς ἠρωτηθησαν παρά τοῦ πάπα, εἰ δέδωκεν ὁ βασιλεύς τήν Πάτραν τῷ ἰδίῳ αὐτῆς ἐπισκόπῳ. ὡς οὖν ἤκουσε παρ΄ αὐτῶν ὅτι οὐκ ἔδωκεν ταύτην, εἶπε· πῶς οὖν ἤλθετε ζητεῖν με σύνοδον, κατέχοντος τοῦ βασιλέως τήν Πάτραν; καί λέγει ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος τῷ Ἰάγαρι· ὡς κελεύεις, ἀπολογήθητι. ὁ δέ ἀνέθηκε τήν ἀπολογίαν πρός αὐτόν. εἶπεν οὖν ὁ μέγας πρωτοσύγκελλος· μακαριώτατε πάτερ, ἡμεῖς ἤλθομεν πρός τήν σήν μακαριότητα, οὐκ ἕνεκεν μερικῶν ζητημάτων, ἀλλά περί τοῦ καθολικοῦ ζητήματος τοῦ διελόντος τήν Ἐκκλησίαν. εἰ γοῦν τῇ θεοῦ χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ τῆς σῆς ἐπιμελείας τε καί οἰκονομίας καί συνεργίας καί συνδρομῆς τοῦ βασιλέως τοῦ ἁγίου καί τοῦ δεσπότου μου τοῦ πατριάρχου τοῦ ἁγίου διορθωθῇ τό καθολικον ζήτημα, εὔκολα διορθωθήσονται καί τά μερικά τῇ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ. διά τοῦτο παρακαλοῦμεν, ἵνα τόγε νῦν ἔχον ἵσταται τό μερικόν ἐν σιωπῇ· ὁρίσῃς δέ εἴ τι ἔχεις θέλημα πρός τό καθολικόν. καί ἐπί τοιούτοις τισίν ἐξῆλθον τότε ἀπό τοῦ πάπα· εἶτα προσέμειναν ἐκεῖσε καί εἶπον τήν πρεσβείαν καί τούς λόγους οὕς εἶχον καί πρός τόν πάπαν καί πρός τούς καρδηναλίους. καί λαβόντες ἀπολογίαν ἐπανῆλθον· ἔφασκον δέ ἰδεῖν τόν πάπαν Εὐγένιον ἀμυδρῶς πως καί ἄκροις τοῖς δακτύλοις, ὡς εἰπεῖν, ἁπτόμενον τῶν πρός τήν ἕνωσιν ἀνηκόντων.

[←131]

Η Καλλίπολις τού Ελλησπόντου, η σημερινή Γκελίμπολου στα Δαρδανέλλια.

[←132]

Ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 1431.

[←133]

Την εποχή τού Μαρτίνου Ε΄ υπήρξαν πολλές αποστολές μεταξύ Βοσπόρου και Δύσης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί κανείς να πει σε ποιαν είχε αυτός συμμετάσχει για πρώτη φορά. Ίσως ο Συρόπουλος τον κατονόμαζε στο κομμάτι που λείπει στην αρχή τής παρ. 12, όπου ο πάπας απευθύνεται σε βυζαντινή αποστολή τα μέλη τής οποίας είναι άγνωστα (Laurent 1971: 123 σημ. 5).

[←134]

Ἱερομόναχος Ἰωάσαφ: Άραγε ήταν ο ίδιος με τον μητροπολίτη Εφέσου που συζητείται πιο κάτω (παρ. 34 αυτού τού κεφαλαίου); Και οι δύο ήσαν εκείνη περίπου την εποχή μεγάλοι πρωτοσύγγελλοι. Αν ήταν ο ίδιος, τότε η μητρόπολη Εφέσου, χωρίς μητροπολίτη για αρκετά χρόνια, δεν τού ανατέθηκε πριν από το καλοκαίρι τού 1433 το νωρίτερο, μετά δηλαδή την επιστροφή του από αποστολή. Πέθανε τέσσερα χρόνια αργότερα, σε πλήρη προετοιμασία για το ταξίδι στην Ιταλία (βλέπε πιο κάτω, κεφ. γ’ παρ. 11). Δεν μπορεί να ειπωθεί αν ορισμένα μικρά κείμενα, που υποδεικνύουν περίεργο πνεύμα, είναι δικά του ή τού Ιωάσαφ Β΄, που έζησε στο πρώτο μισό τού 16ου αιώνα (Laurent 1971: 123 σημ. 4).

[←135]

Κατά τον Laurent 1971: 123 σημ. 6, ο Συρόπουλος συντομεύει πάλι εδώ, με καταχρηστικό τρόπο, το χρονικό διάστημα μεταξύ τής αναχώρησης αυτής τής πρεσβείας και τής επιστροφής τής προηγούμενης από την Καλλίπολη. Μάλιστα η αφήγησή του αποσιωπά με περίεργο τρόπο τούς εσωτερικούς αγώνες που αναστάτωναν τη Ρώμη την άνοιξη και το καλοκαίρι τού 1431, αγώνες που οδήγησαν τον Ιωάννη Η΄ στην απόφαση να στείλει έναν μόνο πρέσβη, τον δικό του γραμματέα, τον Δημήτριο Άγγελο Κλειδά, τού οποίου η παρουσία στην κούρτη καταγράφεται τον Σεπτέμβριο τού 1431. Η αναφορά αυτού τού πρέσβη ήταν τόσο ευνοϊκή, που αποφασίστηκε η αποστολή μεγάλης πρεσβείας, εκείνης που καταγράφεται εδώ. Η πρεσβεία αυτή δεν αναχώρησε αμέσως επειδή, λόγω κάποιου εμπόδιου που αντιμετώπισε στον δρόμο, βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη τον Μάιο τού 1433 και οι συνομιλίες της με τον πάπα και τον Γερμανό αυτοκράτορα δεν τελείωσαν μέχρι τον Ιούλιο το αργότερο.

[←136]

Ο Ευγένιος Δ΄ ανακηρύχθηκε πάπας στις 3 Μαρτίου 1431.

[←137]

Το 1205, ύστερα από την κατάτμηση τής αυτοκρατορίας από τούς σταυροφόρους τής 4ης Σταυροφορίας (1204), η Πάτρα καταλήφθηκε από τον Γκυγιώμ Σαμπλίτ (Γουλιέλμο Σαμπλίτη) και τον Ζεφρέ Βιγιαρντουάν (Γοδεφρείδο Α΄ Βιλλεαρδουΐνο). Η πόλη έγινε πρωτεύουσα και ο αρχιεπίσκοπός της προκαθήμενος τού πριγκηπάτου τής Αχαΐας. Το 1408 η πόλη έγινε ενετική.

[←138]

Το 1428 οι δεσπότες τού Μοριά Κωνσταντίνος και Θεόδωρος, γιοι τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, κατόρθωσαν να καταλάβουν την Πάτρα από τούς Ενετούς για ένα χρόνο, ενώ την ανακατέλαβαν το 1430. Ο Σφραντζής, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156 1040D-1042 γράφει:

Μόλις έλαβε αυτή την απάντηση, ο Μπαλότας ζήτησε να μπει με ασφάλεια στο κάστρο του. Ορίστηκα εγώ υπεύθυνος, τον πήρα με στρατιώτες και προχωρούσαμε. Ο Θωμάς Ραούλ, που βρισκόταν κοντά στο κάστρο, πίστευε ότι θα ήταν εύκολο να το πάρει από εμένα. Υπήρξε λοιπόν ο κίνδυνος να συμβεί κάτι πολεμικό και λυπηρό μεταξύ των δύο αδελφών. Όμως, με τη βοήθεια τού Θεού, οδήγησα τον Μπαλότα στο κάστρο του και επιστρέφοντας κι εγώ με ασφάλεια, βρἠκα τον αφέντη μου να έχει φτάσει στην εκκλησία και στον τάφο τού Αγίου Ανδρέα τού πρωτόκλητου, αργά στις 4 Ιουνίου.

(Ὡς δέ ταῦτα ἤκουσεν, ἐζήτησεν, ἵνα καλῶς ἐμβῇ εἰς τό κάστρον αὑτοῦ. Ὡρίσθην δ΄ ἐγώ καί ἀπῆρα αὐτόν μετά στρατιωτῶν καί ἀπερχόμην. Καί περί τό κάστρον εὑρεθείς Ῥαούλ ὁ Θωμᾶς ἐνόμισεν εὔκολον εἶναι, ἵνα ἐπάρῃ αὐτόν ἀπ΄ ἐμοῦ. Καί εἰς κίνδυνον ἦλθε τοῦ γενέσθαι μέσον τῶν ἀδελφῶν μέγα τι μάχιμον καί λυπηρόν, ὅμως οὖν θεοῦ εὐδοκήσαντος, ἐκεῖνον μέν καλῶς ἀπεκατέστησα εἰς τό κάστρον αὐτοῦ καί ἐγώ καλῶς ἐπιστρέψας εὗρον τόν αὐθέντην μου ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ πρωτοκλήτου ναῷ καί τάφῳ ἀποσωθέντα τῇ δ-ῃ τοῦ Ἰουνίου ἀργά.)

Το πρωί τής Κυριακής 5 Ιουνίου οι αξιωματούχοι τής Πάτρας και ολόκληρος ο πληθυσμός βγήκαν στην προαναφερθείσα εκκλησία τού αγίου, προσκύνησαν τον δεσπότη και αφέντη μου και τού έδωσαν τα κλειδιά τού κάστρου. Ανεβαίνοντας στα άλογά μας, ιππεύσαμε με μεγάλη χαρά για αυτό το αποτέλεσμα και προχωρήσαμε μέχρι τα σπίτια γύρω από την εκκλησία τού Αγίου Νικολάου. Όλος ο δρόμος ήταν στρωμένος με κάθε είδους λουλούδια και διακοσμήσεις. Από όλα τα σπίτια, δεξιά και αριστερά, οι κάτοικοι μάς έραιναν με ροδόσταμο, τριαντάφυλλα και γαρίφαλα. Όμως πάνω από το κάστρο μάς υποδέχτηκαν άσχημα με βλήματα από πυροβόλα και μηχανικά τόξα (βαλλίστρες), αν και δεν προκάλεσαν καμία απώλεια. Οι υποστηρικτές τού μητροπολίτη είχαν διατηρήσει τον έλεγχο τού κάστρου και είχαν εφοδιάσει τα κοντινά του σπίτια των αρχόντων με τρόφιμα και όπλα, ελπίζοντας ότι με την επιστροφή τού μητροπολίτη θα είχαν και πάλι τα προηγούμενα προνόμιά τους.

(Τῇ δέ ε-ῃ πρωῒ τοῦ αὐτοῦ, ἡμέρᾳ τῆς ἑβδομάδος α-ῃ, ἐξελθόντες οἱ τοῦ κάστρου ἔκκριτοι καί πᾶς ὁ λαός καί ἐλθόντες μέχρι καί τοῦ ῥηθέντος ναοῦ τοῦ ἁγίου, τῷ δεσπότῃ καί αὐθέντῃ μου προσεκύνησαν καί τάς κλεῖς τοῦ κάστρου δεδώκασι. Καί καβαλλικεύσαντες μετά πλείστης ὅτι χαρᾶς καί τοῦ ἑνός μέρους καί τοῦ ἄλλου, ἐσέβημεν εἰς τό κάστρον καί μέχρι τῶν εἰς τόν ναόν τοῦ ἁγίου Νικολάου ὁσπιτίων ἀπήλθομεν, τῆς μέν ὁδοῦ πάσης κατεστρωμένης πάντων ἀνθέων καί εὐκοσμίας καί ἀπό τά ἐκ δεξιῶν καί ἀριστερῶν ὁσπίτια πάντων ῥαινομένων διά ῥοδοσταγμάτων καί ῥόδων καί τριακονταφύλλων, ἀπό δ΄ ἄνωθεν τοῦ κουλᾶ διά σκευῶν καί τζαγρῶν κακῶς δεξιουμένων ἡμῶν, εἰ καί οὐδέν τι ἔβλαψαν· οἱ γάρ τοῦ μητροπολίτου κρατήσαντες τόν κουλᾶν, ἔτι δέ καί τά αὐθεντικά πλησίον αὐτοῦ ὁσπίτια καί σιταρχήσαντες καί ἀφιρώσαντες, κατέσχον ἐλπίζοντες [ὅτι] ἐλθόντος τοῦ μητροπολίτου διά τούτου ἕξειν πάλιν, ἅπερ καί πρότερον εἶχον.)

Την επόμενη μέρα συγκεντρωθήκαμε στην εκκλησία τού Αγίου Νικολάου με όλους τούς πολίτες αυτής τής περιοχής, που ορκίστηκαν ότι θα υπηρετούσαν πιστά τον αφέντη μας τον δεσπότη. Ζήτησαν τον διορισμό μου ως κυβερνήτη τους και έλαβαν την ακόλουθη απάντηση: «Επειδή χρωστάω ακόμη περισσότερα στον Σφραντζή και επειδή το ζητάτε, θα είναι ο κυβερνήτης σας».

(Ἡμῶν δέ ἐπί τήν αὔριον συναχθέντων ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Νικολάου ναῷ καί παντός τοῦ τῆς χώρας λαοῦ, δεδώκασι ὅρκον, ὅτι νά ὦσι πιστοί δοῦλοι τοῦ αὐθεντός ἡμῶν τοῦ δεσπότου. Καί ἐμέ εἰς κεφαλήν αὑτῶν ἐζήτησαν· ἤκουσαν δέ ὅτι καί διό καί πλέον τούτου τόν χρεωστοῦμεν καί διά τήν ὑμῶν αἴτησιν θέλει εἶσθεν αὐτός εἰς κεφαλήν ὑμῶν.)

Στις 8 Ιουνίου πέρασα απέναντι στη Ναύπακτο, για να πάω πρώτα στον αυτοκράτορα, για να μάθει κι εκείνος αυτά που συνέβησαν στην Πάτρα, και ύστερα από εκεί να πάω στον σουλτάνο, συνοδευόμενος από άρχοντα τού αυτοκράτορα. Στις 4 τού ίδιου μήνα, ενώ είχαμε φτάσει και μέναμε στην εκκλησία τού Αγίου Ανδρέα, πέρασαν από τη Ναύπακτο απέναντι δύο Τούρκοι απεσταλμένοι. Ο ένας είχε σταλεί από τον σουλτάνο και ο άλλος από τον Τουραχάν. Τα μηνύματά τους ήσαν ίδια: μάς πρόσταζαν να μην αποδεχθούμε την παράδοση τής Πάτρας. Επέστρεψαν μαζί μου στον σουλτάνο, αφού πήραν την ακόλουθη απάντηση: «Όταν αυτός ο άρχοντάς μου πάει στον αδελφό μου, τον μεγάλο σουλτάνο, θα συμμορφωθούμε με τις επιθυμίες τού σουλτάνου».

(Καί τῇ η-ῃ τοῦ Ἰουνίου μηνός περάσαντός μου εἰς τόν Ναύπακτον, ἵνα εἰς τόν βασιλέα πρῶτον ἀπέλθω, ἵνα κἀκεῖνος τά εἰς τήν Πάτραν παρακολουθήσαντα μάθῃ, εἶτ΄ ἀπ΄ ἐκεῖσε μετά καί ἄρχοντος αὐτοῦ εἰς τόν ἀμηρᾶν. Καί γάρ κατά τήν δ-ην τοῦ αὐτοῦ μηνός, ἐν ᾖ φθάσαντες ἐμείναμεν ἐν τῷ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου ναῷ, ἰδού καί ἀπό τόν Ναύπακτον ἐπέρασαν δύο Τοῦρκοι, ὁ μέν τοῦ ἀμηρᾶ, ὁ δέ τοῦ Τουραχάνη, λέγοντες ὁρισμόν, ὅτι τήν Πάτραν ἵνα μή ἐπάρωμεν αὐτήν. Οἱ δή πάλιν ὑπέστρεψαν μετ΄ ἐμοῦ, ἀπολογίαν λαβόντες ὅτι ἐπεί ὁ παρών ἄρχων ἐμοῦ ὑπάγει εἰς τόν ἀδελφόν μου τόν μέγαν ἀμηρᾶν, ὡσάν ὁρίσῃ, θέλομεν ποιήσειν.)

Ενώ λοιπόν είχα περάσει απέναντι και βρισκόμουν στη Ναύπακτο, νωρίς το πρωί, ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έφτασε εκεί με καταλανική γαλέρα και ο Παντόλφο Μαλατέστα, ο μητροπολίτης τής Παλιάς Πάτρας. Γιατί καθώς περνούσε, είχε ακούσει στον δρόμο του κοντά στα νησιά [του Ιονίου], ότι το κάστρο τής Πάτρας είχε παραδοθεί στον δεσπότη. Είχε φέρει λοιπόν το πλοίο στη Ναύπακτο, για να μάθει τι ακριβώς είχε συμβεί. Χρειάστηκε να μείνω κι εγώ εκεί και την επόμενη μέρα, πρώτον, για να ενημερώσω γι’ αυτό τον αφέντη μου [κυρ Κωνσταντίνο] με επιστολή, όπως κι έγινε (ήμουν ο πρώτος που τού έστειλε τα νέα) και δεύτερον, για να μάθω, αν ήταν δυνατό, τις προθέσεις τού μητροπολίτη.

(Ὡς οὖν περάσαντες ἐν τῷ Ναυπάκτῳ ἐμείναμεν, πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης, ἰδού ἐκεῖσε καί ὁ Παλαιῶν Πατρῶν μητροπολίτης Παντούλφω Μαλατέστας μετά κατεργοῦ Καταλανικοῦ ἦλθεν. ∆ιερχόμενος γάρ ὡς ἔμαθε περί τά νησύδρια τά μέσον τῆς ὁδοῦ, ὅτι ἐδόθη τό κάστρον πρός τόν δεσπότην, ἐπίασε τήν λιβέραν τοῦ μέρους τοῦ Ναυπάκτου, ἵνα πρῶτον τοῦτο καλῶς μάθῃ, ὡς ἐγένετο. Ἐδέησεν ἐπιμεῖναι κἀμοί ἐκεῖσε καί τήν αὔριον, ἵνα πρῶτον μηνύσω τοῦτο τῷ αὐθέντῃ μου, ὅπερ καί γέγονε· καί παρ΄ ἐμοῦ τοῦτο πρῶτον ἔμαθε· καί δεύτερον, ἵνα καί τίς ὁ σκοπός αὐτοῦ δή τοῦ μητροπολίτου, τό δυνατόν, μάθω.)

Ο Μπερνάρντο Μαρτσέλλο, ο διοικητής τής Ναυπάκτου, τύχαινε να είναι εκεί και συναντηθήκαμε. Όταν τον είδα, μού έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί μού φάνηκε ότι ήταν ο πιο άσχημος από όλους τους ανθρώπους. Κατά τη διάρκεια τής συνομιλίας μας εκείνος προσπαθούσε να ανακαλύψει τον σκοπό τού ταξιδιού μου στον σουλτάνο, ενώ εγώ έψαχνα πληροφορίες για τις δικές τους προθέσεις σχετικά με την Πάτρα. Κανένας από τούς δύο δεν πέτυχε τον στόχο του, αλλά, όπως λέει η παροιμία, «μού έδωσε κουκουνάρα και τού έδωσα αγριόχορτα».

(Μέσου δέ γενομένου καί τοῦ Περνάρδου Μαρτζέλλου ἐκείνου καπετάνου Ναυπάκτου, εἴδομεν καί ἀλλήλους· ὃν ἰδών ἐθαύμασα, ὅτι διέ φερε πάντων ἀνθρώπων εἰς τό δυσειδῆ εἶναι. Ἐξετάζων οὖν ἐκεῖνος, τί βούλομαι ποιῆσαι εἰς τόν ἀμηρᾶν, κἀγώ ἐκεῖνον, τί κατά τῆς Πάτρας, ἀπῆρα ἐγώ παρ΄ ἐκείνου τό δή λεγόμενον κουκουζέλα, ἐκεῖνος δέ παρ΄ ἐμοῦ βρύα.)

Όμως, καθώς ο μητροπολίτης έδωσε επιστολές στους Τούρκους αξιωματούχους για τον σουλτάνο και τον Τουραχάν, με έβαλε σε πολλές σκέψεις, μήπως υποσχόταν [ο μητροπολίτης] να παραδώσει κάποια κάστρα τής Πάτρας σε αντάλλαγμα είτε για να τον βοηθήσουν να την πάρει είτε για πολλά χρήματα. Οι σκέψεις μου αυτές δεν σταματούσαν, μέχρι τη στιγμή, που αφού κουράστηκα πολύ και αφού μέθυσα πολλές φορές και με τη θέλησή μου, τούς μέθυσα κι εκείνους τόσο πολύ, που τούς πήρα τα χαρτιά, τα διάβασα και τα αντέγραψα. Ύστερα τα ξανασφράγισα και τα έβαλα στη θέση τους.

(Ὅμως δεδωκώς ὁ μητροπολίτης τοῖς σκλάβοις χαρτία πρός τε τόν ἀμηρᾶν καί τόν Τουραχάνην, πολύν λογισμόν ἐνέβαλεν εἰς ἐμέ, μή ποτε ὑπισχνεῖται δοῦναι καστέλλιά τινα τῆς Πάτρας, εἴπερ αὐτόν βοη θήσῃ, ἵνα ἐπάρῃ αὐτήν, ἢ πολλά τινα χρήματα. Καί οὐκ ἔπαυσεν ὁ ἐμός λογισμός, ἕως οὗ πολλά κοπιάσας καί μεθύσας πολλάκις καί ἀκουσίως, ἐμέθυσα κἀκείνους τοσοῦτον, ὅτι ἀπῆρα τούς τά χαρτία καί ἀνέγνωσα καί μετέγραψα· κἀκεῖνα πάλιν ἐβούλωσα καί ἀφῆκα.)

Μόλις έφτασα στην Πόλη, μού δόθηκε ως συνάδελφος πρεσβευτής ο Μάρκος Παλαιολόγος Ιάγαρις, εκείνος που έγινε αργότερα πρωτοστράτωρ και τότε ήταν πρωτοβεστιαρίτης, ο οποίος ήταν περισσότερο εναντίον τής αποστολής μου παρά υπέρ αυτής. Δεν ήξερα ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι ο λόγος, εκτός από εκείνο που λέει η παροιμία, ότι «η ζήλεια δεν ξέρει πώς να εκτιμήσει το συμφέρον της». Πήγαμε μαζί στον σουλτάνο και πήραμε απάντηση, για να τη δώσουμε σε εκείνους που την κατείχαν [την Πάτρα]. Απάντησα λοιπόν στον τότε πρώτο βεζύρη και άρχοντα, τον Ιμπραήμ πασά: «Εγώ ούτε τολμώ να το πω αυτό στον αφέντη μου. Αλλά όπως εκείνος [ο αφέντης μου] έστειλε δικό του σημαντικό αξιωματούχο στον μεγάλο αφέντη, ας διορίσει και ο [μεγάλος] αφέντης έναν δικό του σκλάβο, για να επιστρέψει μαζί μου και να πει τις εντολές τού μεγάλου αφέντη». Συμφώνησε [ο Ιμπραήμ] και είπε: «Μιλάς σοφά και σωστά». Όμως ο Ιάγαρις περιγελούσε την πρότασή μου, λέγοντας ότι ήταν άχρηστη και επιζήμια. Εγώ όμως, με την έγκριση τού Θεού, κατάφερα και πήρα μαζί μου [στο ταξίδι τής επιστροφής] έναν αξιωματούχο τού μεγάλου αφέντη [τον Χιρκίς]. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα στις διαπραγματεύσεις μας σχετικά με την Πάτρα.

(Ὡς δέ ἔφθασα εἰς τήν Πόλιν, ἐδόθη μοι συναποκρισιάρης Μάρκος Παλαιολόγος ὁ Ἴαγρος, ὁ ὕστερον πρωτοστράτωρ, τότε δέ πρωτο βεστιαρίτης, πλέον ἀνατεθείς εἶναι κατά τῆς δουλείας μου ἢ ὕπερ αὐτῆς· οὐκ οἶδα δέ ἄλλο τι αἴτιον, ἀλλ΄ ἢ τό φθόνος οὐκ οἶδε προτιμᾶν τό συμφέρον. Ἀπελθόντες δ΄ ὁμοῦ εἰς τόν ἀμηρᾶν, ἀπήραμεν ἀπολογίαν, ἵνα δώσωμεν αὐτήν οἷς εἶχον· ἀπολογησάμην οὖν τῷ τότε πρώτῳ βυζήρῃ καί ἄρχοντι, τῷ Μπραῒμ πασίᾳ, ὅτι τοῦτο ἐγώ τόν αὐθέντη μου οὐ δέν τολμῶ, ἵνα εἴπω, ἀλλ΄ ἐπεί ἐκεῖνος ὁπωσδήποτε ἄρχοντα αὑτοῦ ἀπέσ τειλε πρός τόν μέγαν αὐθέντην, ἰδού ἂς ὁρίσῃ καί ὁ αὐθέντης σκλάβον του καί ἂς ἔλθῃ μετ΄ ἐμοῦ καί ἂς εἴπῃ τούς ὁρισμούς τοῦ μεγάλου αὐθεντός. Καί ἔστερξε τοῦτο καί εἶπε· Φρόνιμα καί καλά λέγετε. Τοῦ Ἰάγρου ἰδίως σκώπτοντος τοῦτο εἰς ἐμέ ὡς ἄπρακτον καί μόνον ἐπιζήμιον. Ἐγώ δέ θεοῦ εὐδοκοῦντος ἔπραξα τοῦτο καί ἀπῆρα ἀρχοντόσκλαβον· καί ἦν τοῦτο πρῶτον αἴτιον τοῦ λαβεῖν διόρθωσιν τό περί τῆς Πάτρας.)

Το 1431 λοιπόν, κατά την επίσκεψη των Ιωάσαφ, Ιάγαρι και Κλειδά στον πάπα Ευγένιο Δ΄, την Πάτρα κατείχε το Δεσποτάτο Μορέως των Παλαιολόγων. Το 1458 η Πάτρα κατακτήθηκε από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ Πορθητή.

[←139]

Αν ο Συρόπουλος δεν κάνει λάθος όταν αναφέρει ότι η αποστολή αυτή επέστρεψε μετά την αναχώρηση τής βυζαντινής πρεσβείας για τη Σύνοδο τής Βασιλείας, τότε τα μέλη της δεν είδαν τον Βόσπορο πριν από τον Ιανουάριο τού 1434 (Laurent 1971: 124 σημ. 2).

[←140]

Συρόπουλος 2.21: Ἔφερον δέ καί οὗτοι γράμματα τοῦ Εὐγενίου διοριζόμενα γενέσθαι ἐκεῖσε τήν σύνοδον. ὧν καί ἀναγινωσκομένων ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου, παρόντων καί τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, ἡγουμένων τε καί πνευματικῶν, καί Κλειδᾶ τοῦ Φιλομμάτη, ἐπεί κατελάμβανον αὐτά οἱ ἀκροώμενοι ἔχοντά τινα δυσχερῆ καί μή κατά τόν Μαρτίνου σκοπόν ταῦτα δοκοῦντα, ἐπελαμβάνοντο λέξεών τινων καί ἐξηγοῦντο οἱ ἡμέτεροι, μή ἀφορᾶν ταύτας πρός σκοπόν ἀγαθόν. τότε λέγει καί ὁ Μηδείας κῦρ Στέφανος (κείσθω γάρ καί τοῦτο ὡς ἥδυσμά τι), ὅτι· ὑβρίζει ἡμᾶς· καλεῖ γάρ ἡμᾶς Γραικούς, καί τοῦτό ἐστιν ὕβρις. πῶς οὖν ἀπελευσόμεθα ἐκεῖ, ἐπεί ὑβρίζει ἡμᾶς; εὐθύς ἔμαθε τοῦτο ὁ βασιλεύς. ἔτυχε δέ δούς ἀναφοράν ὁ Μηδείας κατ΄ ἐκείνας τάς ἡμέρας, καί ἀπαιτῶν προσόδιον χρόνων δύο, ὅπερ εἶχεν εὐεργεσίαν ἀπό τῶν ἐν τῇ Μηδείᾳ βασιλικῶν δουλειῶν. παρεγένετο οὖν ἐν τοῖς βασιλείοις καί ἐζήτει ἀπολογίαν, διά κελλιώτου τοῦ Δερμοκαΐτου. ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς μετά βάρους, ὅτι τοιοῦτος ὤν ζητεῖ καί παρ΄ ἐμοῦ εὐεργεσίαν, ὅστις τό Γραικούς ὡς ὕβριν ἡγεῖται; ἐγώ οὐκ ἐνόμιζον τοιαύτην εἴδησιν αὐτόν ἔχειν, καί μάτην εὐεργέτουν αὐτῷ. ὅθεν καί γέλωτα μέν ἡμῖν προὐξένησεν ὁ Μηδείας, ἑαυτῷ δέ τήν ἐξ ἀγροικίας αἰδώ καί ἀνόνητον μεταμέλειαν.

[←141]

Δηλαδή τού ἀποκρισιαρίου, ύστερα από την ευνοϊκή έκθεση τού οποίου ο Ιωάννης Η΄, ύστερα από δισταγμούς, είχε αποφασίσει να ξαναρχίσει ευρύτερες επαφές με την παπική κούρτη. Βλέπε πιο πάνω, σημ. 20 κεφαλαίου β’. Είχε σίγουρα συναινέσει, στο όνομα τού κυρίου του, στην πραγματοποίηση τής συνόδου στην Ιταλία, ενώ η πόλη τής Μπολώνια είχε επιλεγεί με κοινή συμφωνία ως πιθανή έδρα τής μελλοντικής συνάθροισης. Η έκπληξη τού Συρόπουλου αναμφίβολα προέρχεται από την εκ μέρους του άγνοια των προηγούμενων διαπραγματεύσεων, την οποία ομολογεί (Laurent 1971: 124 σημ. 3).

[←142]

Μηδείας Στέφανος: μητροπολίτης τουλάχιστον από το 1431 μέχρι τουλάχιστον τον Μάιο τού 1442. Αυτό το πνεύμα που ο Αγαλλιανός παρουσιάζει ως κουτό, φαίνεται ότι ενδιαφερόταν για δογματικά ζητήματα, όπως δείχνουν τα αντίγραφα που μάς άφησε ενός λειτουργικού σχολιασμού τού Νικολάου Καβάσιλα καθώς και διάφορα θεωρητικά γραπτά (Laurent 1971: 125 σημ. 4).

[←143]

Κατά τον Laurent 1971: 125 σημ. 5, αυτό το αίσθημα τού μητροπολίτη δεν στερούνταν θεμελίωσης στην παράδοση. Οι πρώτοι που έδωσαν προσβλητικό προσδιορισμό στο όνομα Γραικός ήσαν οι Ρωμαίοι. Όμως, αν κάποιος κρίνει σύμφωνα με τούς ιστορικούς Πρίσκο και Προκόπιο, η χρήση ήταν ευρέως διαδεδομένη κατά τον 6ο αιώνα, όπου οι βάρβαροι αποκαλούνταν έτσι χλευαστικά τόσο από τούς στρατηγούς όσο και από τούς στρατιώτες τής αυτοκρατορίας. Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: Ο Αγαλλιανός, Διάλογος, σελ. 610-11, λέει ότι ξέρει ότι τα μεγαλύτερα δυτικά έθνη θεωρούν προσβλητική την ονομασία Λατίνος. Γι΄ αυτόν, το να είσαι Γραικός είναι να ομολογείς το ορθόδοξο δόγμα. Δεν υπάρχει επομένως τίποτε προσβλητικό στην ονομασία και κάθε ξένος, Λατίνος ή άλλος, που αγκαλιάζει την αληθινή πίστη, γίνεται Γραικός από την κοινότητα τής πίστης και, ως εκ τούτου, μπορεί να ονομάζεται με αυτό το όνομα.
«Ιερομνήμων: Γιατί σε εμάς υπάρχουν Θράκες, Παίονες, Τριβαλλοί, Ρώσοι, Ίβηρες [Γεωργιανοί], Ζήκχοι, Γότθοι [της Κριμαίας] και πολλά άλλα έθνη, αλλά από εκείνους Γραικοί έχουμε ονομαστεί, με μία κοινή ονομασία. Σε εκείνους πάλι υπάρχουν Ιταλοί, Ισπανοί, Βρετανοί, Ούννοι και άλλα έθνη, αλλά αυτούς τούς ονομάζουμε Λατίνους. … Και εκείνον που προστίθεται από τούς Λατίνους στη δική μας εκκλησία τον ονομάζουμε Γραικό, ενώ εκείνον που πιστεύει στο δόγμα των Λατίνων σωστά τον ονομάζουμε Λατίνο. Πώς λοιπόν είναι αυτό ύβρις και δικαιολογημένα στενοχωριούνται γι’ αυτό, όπως λες ο ίδιος;»
(Ἱερομνήμων: Παρ΄ ἡμῖν μέν γάρ Θρᾷκες καί Παίονες καί Τριβαλλοί καί Ῥῶσοι καί Ἴβηρες, Ζῆκχοι, Γότθοι καί ἄλλα πολλά γένη· ἀλλά Γραικοί παρ΄ ἐκείνοις κεκλήμεθα μιᾷ κλήσει κοινῇ. Παρ΄ ἐκείνοις δ΄ αὖ Ἰταλοί καί Ἰσπανοί καί Βρετανοί καί Οὖννοι καί ἄλλα γένη· ἀλλά Λατίνους αὐτούς ὀνομάζομεν. … Καί τόν ἀπό Λατίνων τῇ καθ΄ ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ προσθέμενον Γραικόν ὀνομάζομεν, καί τόν τήν Λατίνων δόξαν φρονήσαντα Λατῖνον δικαίως καλοῦμεν. Πῶς οὖν ὕβρις τοῦτο καί εἰκότως ἐπί τούτῳ δυσχεραίνουσιν, ὡς αὐτός φῄς;)

[←144]

Κελλιώτης: Ακόλουθος άρχοντα, υπασπιστής.

[←145]

Δερμοκαΐτης: Υπασπιστής τού Ιωάννη Η΄ που τον συνόδευσε στην Ιταλία. Ο Δερμοκαΐτης επανεμφανίζεται πιο κάτω (κεφ στ΄, παρ. 25). Άραγε ήταν ο ίδιος με τον Δημήτριο Παλαιολόγο Δερμοκαΐτη που αναφέρεται το 1445 (Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά IV, σελ. 231);

[←146]

Συρόπουλος 2.22: Ἐν δέ τῷ ἀπέρχεσθαι τούς δηλωθέντας πρέσβεις πρός τόν Εὐγένιον, μαθόντες τοῦτο οἱ ἐν τῇ συνόδῳ τῆς Βασιλείας ἔστειλαν πρέσβεις ἐνταῦθα καί ἐζήτουν γενέσθαι τήν κατασκευαζομένην οἰκουμενικήν σύνοδον μετ΄ αὐτῶν. ἦν γάρ συνεστηκυία σύνοδος ἐν τῇ Βασιλείᾳ ἑπτακοσίων ἐπισκόπων διά τῶν κρειττόνων καρδηναλίων, ἐξάρχοντος τούτων τοῦ Ἀρλατένσης, ἐπί διορθώσει τινῶν ἀτόπων τῶν ἐν τοῖς μέρεσι τῆς Ἰταλίας παρεισφθαρέντων, καί μάλιστα ἐπί συστολῇ καί ὑποτυπώσει τοῦ πάπα τε καί τῆς κούρτης αὐτοῦ. οἱ δέ πρέσβεις ἦσαν ὅ τε ἐπίσκοπος Σουνδέσης, καί ἕτερος μετ΄ αὐτοῦ διδάσκαλος ὁ Ἀλμπέρτος. ἦλθον τοίνυν οὗτοι μετά γραμμάτων εἴς τε τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην, καί ἔδειξαν ὅπως ἡ ἐν Βασιλείᾳ σύνοδος ἔχει τό κράτος καί τήν ἰσχύν πλέον τοῦ πάπα καί κρεῖττον ἤ ἐκεῖνος πράξει αὐτή τά περί τῆς ἑνώσεως, καί οἱ πλείους καί κρείττονες τῶν ῥηγῶν τῇ συνόδῳ πρόσκεινταί τε καί πείθονται, καί πρό πάντων ὁ βασιλεύς τῶν Ἀλαμανῶν ὁ Σιγισμοῦντος, κἀκεῖθεν γενήσεται μᾶλλον ἡ ὑπέρ τῶν Γραικῶν ἀρκετή βοήθεια.

[←147]

Η απόφαση αυτή τής συνόδου τής Βασιλείας πάρθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1433.

[←148]

Σύνοδος Βασιλείας: Στις 9 Οκτωβρίου 1417, κάτω από πιέσεις για εκκλησιαστική μεταρρύθμιση, ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ εξέδωσε διάταγμα, που υποχρέωνε την παπική αρχή να συγκαλεί περιοδικά γενικές συνόδους. Μέσα στην προθεσμία που έθετε το διάταγμα αυτό ο πάπας συγκάλεσε το 1424 τη σύνοδο τής Παβίας, η οποία, λόγω επιδημίας στην περιοχή, μεταφέρθηκε σχεδόν αμέσως στη Σιένα, αλλά διαλύθηκε κάτω από όχι εντελώς γνωστές συνθήκες, μόλις άρχισε να συζητά το θέμα τής μεταρρύθμισης. Η επόμενη σύνοδος έπρεπε να συγκληθεί μέσα σε επταετή προθεσμία, δηλαδή μέχρι το τέλος τού 1431. Ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ τη συγκάλεσε έγκαιρα και όρισε ως τόπο διεξαγωγής της την πόλη τής Βασιλείας (Μπάζελ) στην Ελβετία, επιλέγοντας ως πρόεδρο τής συνόδου τον καρδινάλιο Ιουλιανό Τσεζαρίνι, που ήταν αξιοσέβαστος παπικός αξιωματούχος. Ωστόσο ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου 1431 πριν ξεκινήσει η σύνοδος, η οποία άρχισε τις εργασίες της στις 25 Ιουλίου 1431. Αρχικά συμμετείχαν λίγοι επίσκοποι και ηγούμενοι, αλλά η συμμετοχή αυξήθηκε ραγδαία, όταν επιτράπηκε να συμμετέχουν κληρικοί χαμηλότερων βαθμίδων περισσότεροι από τούς επισκόπους. Κατά τον Laurent 1971: 126 σημ. 1, ο αριθμός των επτακοσίων επισκόπων που αναφέρεται εδώ είναι φανταστικός και πρέπει να τον παρουσίασαν στους Βυζαντινούς οι εκπρόσωποι τής Βασιλείας. Οι παρόντες επίσκοποι δεν ξεπέρασαν ποτέ τούς 150, ενώ στις αρχές τού 1433 μόλις έφταναν τούς δέκα. Από την άλλη πλευρά, αν προσθέσουμε στους επισκόπους τούς αρχιερείς, τούς κληρικούς και τούς μοναχούς, το σύνολο των μελών τής συνόδου ήταν περίπου 500, ενώ η μάζα των 3.000 αλλοδαπών τούς οποίους είχε προσελκύσει το γεγονός θα έκανε εντύπωση. Ο Αμβρόσιος Τραβερσάρι, σε επιστολή τής 28ης Ιανουαρίου 1436 προς τον αυτοκράτορα Σίγκισμουντ, μιλάει για 600 σχεδόν πατέρες, συμπεριλαμβανομένων 20 επισκόπων.

[←149]

Καρδινάλιος Ἀρλατένσης (λατ. Arlatensis), δηλαδή αρχιεπίσκοπος τής Αρλ, ήταν ο Γάλλος Λουΐ Αλεμάν (1390–1450). Υπήρξε επιφανές μέλος τής συνόδου τής Βασιλείας και μαζί με τον καρδινάλιο Ιουλιανό Τσεζαρίνι, τον οποίο θα συναντήσουμε στο βιβλίο αυτό πολλές φορές, ηγείτο τής παράταξης η οποία υποστήριζε την υπεροχή των γενικών συνόδων τής εκκλησίας επί τής αυθεντίας τού πάπα. Αργότερα, το 1440, ο Αλεμάν πέτυχε να υιοθετηθούν οι απόψεις του από δυτικούς ηγεμόνες και διακήρυξε την εκθρόνιση τού πάπα Ευγενίου Δ΄, τοποθετώντας την τιάρα στο κεφάλι τού Αμαδαίου Η΄, δούκα τής Σαβοΐας, γνωστού εφεξής ως αντιπάπα Ευδαίμονος (Φέλιξ) Ε΄. Ο Ευγένιος αντέδρασε αφορίζοντας τον Αλεμάν και αφαιρώντας από αυτόν όλα τα εκκλησιαστικά αξιώματα. Για τον τερματισμό τού σχίσματος τής Καθολικής Εκκλησίας ο Ευδαίμων Ε΄ παραιτήθηκε ύστερα από συμβουλή τού Αλεμάν και ο πάπας Νικόλαος Ε΄, που είχε στο μεταξύ διαδεχθεί τον Ευγένιο Δ΄ το 1447, απεκατέστησε τον καρδινάλιο Αλεμάν και τον χρησιμοποίησε ως παπικό απεσταλμένο (λεγάτο) στη Γερμανία το 1449.

[←150]

Κούρτη: Εξελληνισμένη διατύπωση τής λατινικής κουρία. Παπική κούρτη (Κουρία Ρομάνα): η παπική αυλή.

[←151]

Ἐπίσκοπος Σουνδέσης (Sudensis): Αντόνιο Μουνιόζ, Ισπανός Δομινικανός, επικεφαλής επίσκοπος Σούντα (Suda).

[←152]

Διδάσκαλος Ἀλμπέρτος: Αλμπέρτο ντε Κρίσπις, επαρχιακός των Αυγουστινιανών τής Λομβαρδίας και διδάσκαλος τής θεολογίας.

[←153]

Φεύγοντας από τη Βασιλεία στις 26 Ιανουαρίου 1433, οι δύο απεσταλμένοι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Απριλίου και θα παρέμεναν εκεί, ο επίσκοπος μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου και ο θεολόγος μέχρι τις αρχές τού 1434 (Laurent 1971: 126 σημ. 5).

[←154]

Για το τελευταίο αυτό σημείο ο Ιωάννης Η΄ είχε επιβεβαίωση με την επιστολή την οποία ο Σίγκισμουντ έδωσε γι΄ αυτόν σε έναν από τούς απεσταλμένους του προς το τέλος Σεπτεμβρίου 1434 (Laurent 1971: 127 σημ. 7).

[←155]

Συρόπουλος 2.23: Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς, καί σκέπτεται στεῖλαι πρέσβεις πρός τήν σύνοδον. ἐκλέγεται τοίνυν τόν μέγαν στρατοπεδάρχην κῦρ Δημήτριον τόν Παλαιολόγον, τόν τότε τιμιώτατον ἐν ἱερομονάχοις καί καθηγούμενον τῆς σεβασμίας μονῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου κῦρ Ἰσίδωρον, τόν μετά ταῦτα Ῥωσίας γεγονότα καί ἐς ὕστερον πρός τό τοῦ καρδηναλίου ὑψωθέντα βάραθρον, καί τόν τοῦ Παλαιολόγου γαμβρόν κῦρ Ἰωάννην τόν Δισύπατον· καί πρό τοῦ ἐπανελθεῖν τούς προειρημένους πρέσβεις ἀπό τοῦ πάπα καί πρό τοῦ μαθεῖν τόν βασιλέα πῶς ἐδέξατο τούς πρέσβεις αὐτοῦ ὁ Εὐγένιος καί πῶς διετέθη πρός τούς λόγους καί τάς ἀναθέσεις ἅς αὐτός ἀνέθηκεν αὐτοῖς, στέλλει τούτους ὁ βασιλεύς μετά γραμμάτων ἰδίων τε καί τοῦ πατριάρχου, ἀλλά δή καί μετά ἀναθέσεων καί ὑποτυπώσεων αὐτοῦ, πρός τήν ἐν Βασιλείᾳ σύνοδον καί ἔνδοσιν αὐτοῖς δέδωκε καί ἰσχύν, ἵνα, εἴπερ εὕρωσι παρ΄ ἐκείνων ἅπερ ἀνετέθησαν, συμβιβασθῶσι καί δώσωσι πίστεις βεβαίας, ὡς ὁμολογουμενως ἐλεύσεται καί ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης μετά πάσης τῆς συνοδικῆς ἰσχύος τῶν ἀνατολικῶν, ἔνθα ἄν περιστήσωσιν αὐτοί γενέσθαι τήν οἰκουμενικήν σύνοδον.

[←156]

Ο Laurent 1971: 127 σημ. 8, παρατηρεί ότι εδώ ο Συρόπουλος δίνει στον Δημήτριο Παλαιολόγο Μετοχίτη έναν τίτλο, τον οποίο πήρε πολύ αργότερα. Μάλιστα, όπως δηλώνουν τα διαπιστευτήριά του, τότε ήταν μόνο πρωτοβεστιαρίτης. Ο ανώτερος αυτός αξιωματούχος δεν πήγε στη σύνοδο. Πέθανε ηρωικά στα τείχη τής πρωτεύουσας στις 29 Μαΐου 1453.

[←157]

Ἰσίδωρος Κιέβου: Βλέπε σημ. 19 στο επόμενο κεφάλαιο γ’.

[←158]

Ἰωάννης Δισύπατος: Οι αδελφοί Μανουήλ, Γεώργιος και Ιωάννης Δισύπατοι υπηρέτησαν όλοι ως πρεσβευτές τού Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου σε διάφορες αποστολές στη Δύση, όπως στην παπική κούρτη, τη σύνοδο τής Βασιλείας, τη Βενετία και την Ουγγαρία. Οι αναφορές στους αδελφούς Δισύπατους είναι πολύ συχνές στο κείμενο τού Συρόπουλου.

[←159]

Με ημερομηνία 11 Νοεμβρίου 1433. Το πρωτότυπο φυλάσσεται στα Αρχεία τού Βατικανού (Laurent 1971: 128 σημ. 1).

[←160]

Με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 1433, σχεδόν ένα μήνα πριν από εκείνο τού αυτοκράτορα, που πιθανώς χρειάστηκε να αναβάλει την αποστολή αυτής τής επιστολής (Laurent 1971: 128 σημ. 2).

[←161]

Συρόπουλος 2.24: Καί οὗτοι μέν ἐπι τοῖς τοιούτοις ἀπεδήμησαν· οἱ δ΄ εἰς τόν Εὐγένιον ἀπελθόντες ἐπανῆλθον ὕστερον καί ἀνήγγειλαν τά προειρημένα. ὕστερον δέ μαθών ὁ πάπας τήν πρός τήν σύνοδον πρεσβείαν τοῦ βασιλέως, καί εἰδώς ὅτι πρός καταστροφήν αὐτοῦ ἔσται, εἰ ἐπιδημήσει καί ἡ τῶν ἀνατολικῶν σύνοδος πρός τούς ἐν τῇ Βασιλείᾳ, εὐθύς στέλλει ἐνταῦθα μετά γραμμάτων τόν Κορώνης Χριστόφορον καί συντίθεται πρός τό γενέσθαι ἐνταῦθα τήν σύνοδον. εὑρέθη οὖν καί ὁ πατριάρχης καί πάντες σχεδόν πρόθυμοι πρός τοῦτο· καί ἐζήτησεν ὁ Χριστόφορος, ἵνα ὁ ἐλευσόμενος λεγάτος καθίσῃ πρῶτος ἐν τῇ συνόδῳ, ἐπεί ὡς πρόσωπον ἔσται τοῦ πάπα καί τά δίκαια ἐκείνου, ἥτοι τά πρωτεῖα, ἔχειν ὀφείλει. ἐγένετο οὖν σκέψις περί τούτου καί βουλή μετά τῶν ἀρχιερέων καί τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ἑνώπιον τοῦ πατριάρχου, καί εὗρον καί ἀπό τινων συνοδικῶν καί ἔδειξαν ὅπως οὐ δεῖ τοῦτο γενέσθαι· ποῦ γάρ ἐγχωρεῖ καθημένου τοῦ γνησίου πατριάρχου ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτοῦ Ἐκκλησίᾳ, ἑτέρου τοποτηρητήν ὑπερέχειν αὐτοῦ, ὅπου γε οὐδέ ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ γέγονε τοῦτο, παρόντος ἐνταῦθα καί τοῦ Βιγιλλίου πάπα σωματικῶς;

[←162]

Κατά τον Laurent 1971: 128 σημ. 3, ο Συρόπουλος πρέπει να κάνει λάθος. Αν η αποστολή τού Χριστόφορου στην Κωνσταντινούπολη είχε αποφασιστεί από τον πάπα κατά την ανακοίνωση τής επαφής τού Ιωάννη Η΄ με τη Σύνοδο τής Βασιλείας, τότε ο παπικός απεσταλμένος έπρεπε να ξεκινήσει τον Δεκέμβριο τού 1433 ή τον Ιανουάριο τού 1434. Ο Χριστόφορος, που έφυγε τον Ιούλιο τού 1433, βρισκόταν στον Βόσπορο από το τέλος τού προηγούμενου καλοκαιριού και δεν επέστρεψε στην παπική κούρτη παρά μόνο μετά το Πάσχα τού επόμενου έτους (28 Μαρτίου 1434). Επομένως η απόφαση τού Ευγενίου Δ΄ ήταν πιο σίγουρα υποκινημένη από την είδηση, ότι οι τής Βασιλείας είχαν στείλει εν αγνοία του πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα αυτό προκύπτει από την παπική επιστολή τής 31ης Αυγούστου 1434 προς τη Σύνοδο τής Βασιλείας.

[←163]

Τον Ιταλό Κριστόφορο Γκαρατόνι. Κατά τον Laurent 1971: 128 σημ. 4, ο Συρόπουλος, για μία ακόμη φορά, δίνει στους χαρακτήρες τής ιστορίας του έναν τίτλο που απέκτησαν αργότερα. Όταν έφευγε για τον Βόσπορο, ο Χριστόφορος ήταν ακόμη μόνο γραμματέας τού πάπα Ευγένιου Δ΄ Τρεβιζάν. Στο παρελθόν (το 1427 και το 1428) είχε υπηρετήσει ως γραμματέας στην υπηρεσία τού Ενετού βαΐλου στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναμφίβολα έμαθε τα ελληνικά. Από εκεί πέρασε στην υπηρεσία τής παπικής κούρτης. Το αξίωμα τού επισκόπου τού δόθηκε μόλις στις 27 Φεβρουαρίου 1437. Μετά την ολοκλήρωση τής ένωσης στη Φλωρεντία, που υπήρξε σε μεγάλο βαθμό δικό του έργο, υπηρέτησε ως παπικός νούντσιος στην Ουγγαρία. Πέθανε σε μάχη εναντίον των Τούρκων, κατά πάσα πιθανότητα στο Κοσσυφοπέδιο (17 Αυγούστου 1448). Υπήρξε Καθολικός επίσκοπος Κορώνης στην Πελοπόννησο.

[←164]

Αυτή η παραχώρηση τού πάπα ως προς τον τόπο όπου θα διεξαγόταν η σύνοδος σηματοδοτούσε δραματική αλλαγή στην παπική πολιτική τής τελευταίας δεκαετίας. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην αυξανόμενη απομόνωση την οποία ένιωθε ο Ευγένιος Δ΄ στην Ιταλία και, χωρίς αμφιβολία περισσότερο, στις τεράστιες εμπλεκόμενες δαπάνες, οι οποίες θα βάρυναν το παπικο ταμείο (Laurent 1971: 129 σημ. 5).

[←165]

Η Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 553 και είναι επίσης γνωστή ως Β΄ Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως.

[←166]

Ο Βιγίλιος υπήρξε πάπας για δεκαοκτώ χρόνια από το 537 μέχρι το 555. Κατά τον Laurent 1971: 129 σημ. 7, ο πάπας Βιγίλιος ήταν πράγματι παρών στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια τής 5ης Οικουμενικής Συνόδου, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει σε αυτήν και συνεπώς δεν είχε καμία δυνατότητα να διεκδικήσει την προεδρία. Περίεργη λεπτομέρεια: Ο πρώτος λόγος για τον οποίο αρνήθηκε ήταν ο φόβος (τον οποίο ένιωσαν και οι Γραικοί στη Φερράρα, βλέπε πιο κάτω, κεφ. στ’ παρ. 18), ότι θα τον κατέβαλαν οι αριθμοί. Στα αιτήματα των τριών ανατολικών πατριάρχων που τον προέτρεπαν να έρθει και να συμμετάσχει στη σύνοδο, ο Βιγίλιος είχε απαντήσει: «Να συναντηθούμε σε ίσους αριθμούς!» (Aequo number conveniamus!)

[←167]

Συρόπουλος 2.25: Εἶτα μανθάνει τοῦτο ὁ βασιλεύς, καί ἐλθών εἰς τήν Παλατιανήν, συνάγει ἐκεῖσε ὀλίγους τινάς ἔκ τε τῶν ἀρχιερέων καί τῶν σταυροφόρων καί δημηγορεῖ ὅτι κατά τούς καιρούς καί πρός τά πράγματα ὀφείλουσι γίνεσθαι καί οἰκονομίαι. κατά τί οὖν συμφέρει, ἵνα διά προτίμησιν καθέδρας ἴσως ἐμποδισθῇ τοιοῦτον ἀγαθόν ἔργον; καί ἐπαινεῖ πλεῖστα τήν οἰκονομίαν καί προστίθησι περί ἑαυτοῦ, ὡς εἰ ἤδει κατορθώσων τι ἀγαθόν, συγκατέβαινεν ἄν καί τι τῶν τῆς βασιλείας ὑπεροχῶν. ἐπί τοιούτοις τοίνυν πλατυνθείς λόγοις ὁ βασιλεύς, κατέπεισε τούς ἐκεῖσε παρόντας ἐκ τοῦ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔστερξαν γενέσθαι τἀναντία ὧν εἶπον ἐνώπιον τοῦ πατριάρχου· ὅπερ ἀκούσας βαρέως ἔφερεν ὁ πατριάρχης καί δυσκόλως συνέπραττε τῷ βασιλεῖ. ἔγραψαν δ΄ οὖν ὅμως καί ἀπεκρίθησαν τῷ πάπᾳ μετά τοῦ Χριστοφόρου.

[←168]

Σταυροφόροι, όπως θα δούμε πιο κάτω, ονομάζονται εδώ οι ἐξωκατάκηλοι, οι λαϊκοί άρχοντες τής εκκλησίας.

[←169]

Ο Laurent 1971: 130 σημ. 1, σημειώνει ότι ο Συρόπουλος δεν λέει τίποτε για τη δεύτερη πρεσβεία τού Χριστόφορου, η οποία ήταν εξαιρετικά σύντομη (από τον Ιούλιο τού 1434 με επιστροφή στη Φλωρεντία στις 21 Ιανουαρίου 1435). Η πλήρης εξουσιοδότηση τού Χριστοφόρου για αυτή την αποστολή χρονολογείται στις 13 Ιουλίου 1434.

[←170]

Συρόπουλος 2.26: Οἱ μέντοιγε ἀπελθόντες πρός τήν σύνοδον τήν ἐν Βασιλείᾳ, προσεδέχθησαν καλῶς παρά τῶν ἐκεῖσε συνοδικῶν καί ἀνήγγειλαν αὐτοῖς τήν πρεσβείαν ἥν εἶχον. οἱ δέ ἐξελέξαντό τινας ἐξ αὐτῶν, οἵτινες καί συνήρχοντο ἰδίᾳ μετά τῶν ἡμετέρων καί ἤκουον τά ζητήματα, καί συνεβιβάζοντο μετ΄ ἀλλήλων· εἶτα ἔλεγον τά συμπεράσματα τῶν ζητηθέντων πρός τήν σύνοδον, καί ἐστέργοντο παρά πάντων· μετά δέ τῶν ἄλλων ἐζήτησαν τούς ἡμετέρους εἰπεῖν τό πόσοι ἐλεύσονται εἰς τήν σύνοδον ἐκ τῶν Γραικῶν· οἱ δέ εἶπον, ὅτι ἐλεύσονται ἄνθρωποι ἑπτακόσιοι, καί ἔστερξαν οἱ συνοδικοί ἵνα ποιήσωσι πάσας τάς ἐξόδους αὐτῶν. μετά γοῦν τό συμβιβασθῆναι εἰς πάντα τά ζητήματα καί στερχθῆναι παρ΄ ἐκείνων ἵνα ποιήσωσι ταῦτα, καί μετά τό περιστῆναι καί εἰς οὕς ἦν εἰκός τόπους γενέσθαι τήν σύνοδον (ἔστησαν γάρ τόπους μέν παραλίους τήν Καλάβριαν, τόν Ἀγκῶνα ἤ ἄλλην πόλιν παράλιον, Ἰταλικάς δέ τήν Βονωνίαν, τό Μεδιόλανον ἤ ἄλλην πόλιν ἐν Ἰταλίᾳ· ἐξω τῆς Ἰταλίας τήν Πούδαν ἐν τῇ Οὐγγαρία, τήν Βιάναν ἐν τῇ Αὐστρίᾳ καί τό ἔσχατον τήν Σαβαούδιαν, καί συνεφώνησαν ἵνα ποιήσωσι τήν σύνοδον, ἔνθα ἄν ἐκ τῶν εἰρημένων θελήσωσιν οἱ Γραικοί), μετά γοῦν τό γυμνασθῆναι καί στερχθῆναι πάντα, ἐζήτησαν ὅρκους τούς ἡμετέρους· καί οὗτοι ὤμοσαν, ὅτι ἐλεύσεται ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης ἀναμφιβόλως μετά καί τῶν συμπληρούντων τήν ἀνατολικήν Ἐκκλησίαν, εἴπερ ποιήσουσιν ἐκεῖνοι ὅσα συνεφώνησαν· χρυσόβουλλόν τε δεδώκασιν ἐπί τούτοις, ὅπερ εἶχον παρά τοῦ βασιλέως ἐπί βεβαιώσει τῶν ὀμωμοσμένων· εἰς ἅπερ πάλιν κἀκεῖνοι δεκρέτον μετά βούλλης μολυβδίνης πεποιήκασι καί ἑορτασίμως ἔλαβον τά παρά τῶν ἡμετέρων καί δεδώκασι τά ἴδια γράμματα.

[←171]

Το ταξίδι τους ήταν δραματικό. Ενώ ο ἐπίσκοπος Σουνδέσης Αντώνιος μπαρκάρισε από την Κωνσταντινούπολη στις 2 Δεκεμβρίου 1433 μεταφέροντας αυτοκρατορικό μήνυμα με ημερομηνία 28 Νοεμβρίου και έφτασε στη Βασιλεία στις 2 Μαΐου 1434, ο φρά Ἀλμπέρτος και οι τρεις απεσταλμένοι τού αυτοκράτορα δεν έφυγαν πριν από τα μέσα Ιανουαρίου ή κατ΄ άλλους πριν από τον Μάρτιο. Οι ταξιδιώτες ἐπεσαν σε δυνατή καταιγίδα στη Μαύρη Θάλασσα, υπήρξαν θύματα ληστείας στην Ουγγαρία, βρίσκονταν στη Βουδα στις 13 Μαΐου και έφτασαν στη Βασιλεία μόλις στις 12 Ιουλίου, αφού προηγουμένως ολοκλήρωσαν την αποστολή τους φτάνοντας στις 24 Ιουνίου στο Ουλμ, στον αυτοκράτορα Σίγκισμουντ (Laurent 1971: 130 σημ. 2).

[←172]

Κατά τον Laurent 1971: 130 σημ. 4, η συνοδική επιτροπή που ήταν επιφορτισμένη με την επαφή με τούς Γραικούς αριθμούσε μέχρι εννέα καρδινάλιους και περίπου σαράντα συνοδικούς. Τούς υποδέχθηκαν σε γενική συνάθροιση στις 19 Ιουλίου 1434 και ο Ισίδωρος μίλησε εξ ονόματος των τριών στις 24 τού μηνός.

[←173]

Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο συνολικός αριθμός των επτακοσίων είναι ο ίδιος με εκείνον που έδωσε η αντιπροσωπεία τής Βασιλείας στους Βυζαντινούς, ως σύνολο των επισκόπων που ήσαν παρόντες στη σύνοδο που τούς είχε διορίσει. Τελικά, σε αυτή τη μάζα των Ανατολικών που ήρθαν στην Ιταλία, ο αριθμός των επισκόπων, κληρικών ή μοναχών, που είχαν το δικαίωμα να είναι μέλη τής Συνόδου τής Ένωσης φαίνεται περιπαικτικά μικρός (Laurent 1971: 130 σημ. 5).

[←174]

Ξεκινώντας με 6.000 δουκάτα καταβλητέα μέσα σε δέκα μήνες. Έπρεπε επίσης να μισθωθεί στόλος, για να μεταφέρει στη Δύση και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη τούς ανακοινωθέντες 700 ταξιδιώτες, ενώ τελικά έπρεπε να διατεθεί ένα δεύτερο ποσό 15.000 δουκάτων για άμεσες δαπάνες (Laurent 1971: 130 σημ. 6).

[←175]

Στο κείμενο Βονόνιον.

[←176]

Στο κείμενο Μεδιόλανον.

[←177]

Στο κείμενο Πούδα.

[←178]

Στο κείμενο Βιάνα.

[←179]

Στο κείμενο Σαβαουδία.

[←180]

Χρυσόβουλλο: Γενικό όνομα για διάφορους τύπους εγγράφων που φέρουν τη χρυσή σφραγίδα (βούλλα) τού αυτοκράτορα. Αργότερα χρησιμοποιείται για να δηλώσει επίσημα έγγραφα, ακόμη και εκείνα που δεν φέρουν τέτοια βούλλα.

[←181]

Δεκρέτο: Από τη λατινική λέξη decretum (απόφαση). Εν προκειμένω το δεκρέτο Sicut pia mater (Ως στοργική μητέρα), που δημοσιεύθηκε στη 19η συνεδρίαση τής 7ης Σεπτεμβρίου 1434 (Laurent 1971: 131 σημ. 8).

[←182]

Κατά τον Laurent 1971: 131 σημ. 9, ο Συρόπουλος προσπερνά εδώ σιωπηλά τις διαπραγματεύσεις τής βυζαντινής πλευράς, που διεξάγονταν από τούς αδελφούς Δισύπατους ταυτόχρονα με τον πάπα και τη σύνοδο τής Βασιλείας (αυτοκρατορικές επιστολές τής 12ης Νοεμβρίου 1434).

[←183]

Συρόπουλος 2.27: Ἔστειλαν δ΄ ἐνταῦθα καί πρέσβεις τρεῖς ἱερωμένους, τόν φρά Ἰωάννην, τόν Ἱέρικον Μαγκέρ, καί τόν φρά Σίμωνα, δεδωκότες τούτοις καί ἀναλώματα ἱκανά καί δύναμιν καί ἐξουσίαν, ἵνα ἐξοικονομήσωσιν ἐνταῦθα πάντα τά πρός τήν συνάθροισιν τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου ἀνήκοντα, καί ὁ μέν εἷς ἐξ αὐτῶν στραφῇ πρός τήν Βασιλείαν καί οἰκονομήσῃ κάτεργα καί τζαγράτορας, ἵνα ἔλθωσιν ἐνταῦθα, καί τούς μέν καταλείψῃ εἰς φυλακήν τῆς Πόλεως, τόν δέ βασιλέα καί τόν πατριάρχην μετά καί τῶν λοιπῶν λάβωσι μετά τῶν κατέργων καί διασώσωσιν ἔνθα γενήσεται ἡ σύνοδος· οἱ δέ δύο τῶν πρέσβεων περιμένωσιν ἐνταῦθα καί παρέχωσι τάς ἐξόδους τῆς συνοδικῆς συναθροίσεως καί ἐπιμελῶνται ἵνα εὑρεθῶσιν ἕτοιμοι ἐνταῦθα ὅσοι εἰσί χρειώδεις πρός τήν σύνοδον ἀπελθεῖν, ὅταν ἐκεῖθεν τά κάτεργα ἔλθωσιν. ἦλθον τοίνυν οὗτοι ὁμοῦ μετά τῶν δηλωθέντων ἡμετέρων πρέσβεων φέροντες μεθ΄ ἑαυτῶν καί φλωρία ὀκτακισχίλια.

[←184]

Ἰωάννης τῆς Ραγούσας: Ο Δομινικανός θεολόγος Ιωάννης Στόικοβιτς, που γεννήθηκε στη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) περί το 1390/1395. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ Θεολογίας στη Σορβόννη στις 8 Νοεμβρίου 1420 και υπήρξε εκπρόσωπος αυτού τού πανεπιστημίου το 1422 στη σύνοδο τής Παβίας. Υπήρξε σύντροφος τού καρδινάλιου Ιουλιανού Τσεζαρίνι στη Γερμανία κατά τη διάρκεια τής εκστρατείας του εναντίον των Χουσιτών. Ο Τσεζαρίνι τον έστειλε στη Βασιλεία στις 25 Απριλίου 1431, για να προεδρεύσει μαζί με τον Παλομάρ στις πρώτες συνεδριάσεις τής συνόδου, μέχρι να φτάσει εκεί ο ίδιος (στις 9 Σεπτεμβρίου 1431). Παρέμεινε στη Βασιλεία και μετά την αναχώρηση τού Τσεζαρίνι για τη Βενετία και τη Φερράρα. Μετά την επιστροφή του από την Κωνσταντινούπολη πήρε από τη σύνοδο τής Βασιλείας τον τίτλο τού κατ΄ όνομα επισκόπου Άρτζες στη Βλαχία. Έγινε καρδινάλιος το 1442 από τον αντιπάπα Φέλιξ Ε΄ (Αμαιδέο τής Σαβοΐας), ο οποίος, την 1η Αυγούστου 1439, τον έκανε γραμματέα του. Παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη σχεδόν δυόμισι χρόνια, ζώντας κοντά στο μοναστήρι τής Αγίας Θεοδοσίας. Πέθανε στη Λωζάννη προς τα τέλη τού 1443 (Laurent 1971: 131 σημ. 10).

[←185]

Ἰέρικος Μαγκέρ: Ο Χάινριχ Μένγκερ, εφημέριος τής Κωνσταντίας και ειδικός επί των διαταγμάτων (decretorum doctor) ή νομοδιδάσκαλος κατά τον Σχολάριο, Œuvres, σελ. 414, που κάνοντας λάθος τον θεωρεί Γάλλο (φραντζίσκος): ὧν ὅ μέν εἷς ἐστι διδάσκαλος τῆς θεολογίας ἐκ τοῦ Ῥαουζίου, ὁ δέ δεύτερος νομοδιδάσκαλος Φραντζίσκος καί ὁ λοιπός βακαλάριος τῆς θεολογίας (Laurent 1971: 131 σημ. 11).

[←186]

Φρά Σίμων: Λανθασμένα ο Συρόπουλος τον καθιστά μοναχό, γεγονός που προκαλεί έκπληξη, καθώς τα βυζαντινά έγγραφα τον χαρακτηρίζουν ακριβώς ως πτυχιούχο στη θεολογία και εφημέριο τής Ορλεάνης. Βλέπε επίσης Σχολάριο, Œuvres, σ. 414, στην προηγούμενη σημείωση, που τον ονομάζει βακαλάριο τῆς θεολογίας και μπερδεύοντάς τον με τον Menger, προσθέτει: αλαμανός! Η Σύνοδος τής Βασιλείας τον έστειλε στη Ρώμη για να πετύχει τη συμφωνία τού Ευγενίου Δ΄ με το διάταγμα Sicut pia Mater (Σεπτέμβριος 1434). Πέθανε στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια τής εκεί αποστολής του (Laurent 1971: 131 σημ. 12).

[←187]

Στο κείμενο τζακράτορας, βλέπε πιο πάνω σημ. 79 αυτού τού κεφαλαίου.

[←188]

Έχοντας αναχωρήσει από τη Βασιλεία στις 24 Ιουνίου 1435 το βράδυ, επιβιβάστηκαν σε πλοίο περί τις 8 Αυγούστου όχι στη Βενετία, που μαστιζόταν από την πανούκλα, αλλά στην Πόλα και έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου. (Laurent 1971: 132 σημ. 1).

[←189]

Συρόπουλος 2.28: Καί μεθ΄ ἡμέρας τινάς εἶδον τόν πατριάρχην καί ἀνήνεγκαν τήν πρεσβείαν αὐτῶν μεμερισμένως τῆς πρός ἀλλήλους τιμῆς ἕνεκεν. καί ὁ μέν φρά Ἰωάννης εἶπεν, ὅπως· οἱ ἐν τῇ Βασιλείᾳ ἅπαντες ἔχουσι μεγάλην ἐπιθυμίαν ἰδεῖν γενομένην τήν ἕνωσιν καί εἰσίν ἕτοιμοι ἐπιμεληθῆναι καί πᾶσαν ἔξοδον ποιῆσαι πρός τό συνελθεῖν ἐκεῖσε τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην μετά καί τῶν λοιπῶν ἀνατολικῶν πατέρων, καί τούτου χάριν, ἔφη, ἔστειλαν καί ἡμᾶς, ἵνα συνεργήσωμεν καί ἐξοικονομήσωμεν πάντα τά λυσιτελέσοντα πρός τήν τοῦ θείου τούτου ἔργου ἑτοιμασίαν. ὁ δεύτερος εἶπεν, ὅπως ἐρχόμενοι πρός τό τοιοῦτον θεάρεστον ἔργον εἶχον καί γραμματικούς, ὡς ἡ χρεία τούτους ἀπῄτει καί ὑπηρέτας πολλούς· λοιμώδους δέ νόσου ἐν ταῖς τριήρεσιν ἐνσκηψάσης, ἀπέθανον καί οἱ πλείους τῶν ὑπηρετῶν καί οἱ γραμματικοί. ἐλυπήθησαν οὖν λίαν, ὅτι ἐστήρηνται καλῶν καί ἀναγκαίων ὑπηρετῶν καί οὐ μέλλουσιν ἔχειν τήν πρός τήν πρεσβείαν αὐτῶν ὑπηρεσίαν ὡς δεῖ. ὁ τρίτος εἶπεν, ὡς, εἰ γενήσεται ἕνωσις τῇ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ, εἰς πολύ καλόν ἔσται τοῦτο τῶν χριστιανῶν καί μεγάλως βοηθήσουσιν οἱ δυτικοί αὐθένται τοῖς ἀνατολικοῖς καί πολλή ὠφέλεια καί σύστασις ἀπό τῆς ἑνώσεως γενήσεται τοῖς Γραικοῖς. ταῦτα τοίνυν καί ἕτερά τινα τοῦ αὐτοῦ ἐχόμενα σκοποῦ ὡς ἐνῆν πλατύναντες εἶπον ἕκαστος.

[←190]

Ακριβώς τη δέκατη μέρα μετά την άφιξή τους, δηλαδή τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου. Η ακρόαση από τον αυτοκράτορα είχε πραγματοποιηθεί το προηγούμενο πρωί (Laurent 1971: 132 σημ. 2).

[←191]

Όπως συνέβη και κατά την ακρόαση στο παλάτι.

[←192]

Nullum scriptorem aut notarium habemus nobiscum, quia omnes quos nobiscum de Basilea duximus aut infirmi aut mortui in via remanserunt. Eπιστολή τού Ιωάννη Ραγούσας προς τη σύνοδο, 9 Φεβρουαρίου 1436 (Laurent 1971: 133 σημ. 4).

[←193]

Συρόπουλος 2.29: Ἀπεκριθη οὖν ὁ πατριάρχης ὅτι τό τῆς ἑνώσεως ἔργον ἐστί θεῖον τε καί ἐράσμιον, καί ἐφίεται καί αὐτός λίαν καί ἐπιθυμεῖ τούτου, εἴπερ εὐεργετήσει ὁ θεός γενέσθαι καλῶς· τί γάρ ἡδύτερον τῆς εἰρήνης καί τῆς ὁμονοίας τῶν χριστιανῶν; Διόπερ, ἔφη, ὡς ὁ ἐξ ἀρχῆς ἐμβαλών τό σκάνδαλον τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ καί διασχίσας αὐτήν μεγίστην καταδίκην εὑρήσει παρά τοῦ θεοῦ, καί νῦν δέ ὁ δυνησόμενος ἐπιμεληθῆναι καί συνεργῆσαι γενέσθαι ἕνωσιν ἀγαθήν καί θεάρεστον, εἰ εὐδοκήσοι ὁ θεός προβῆναι ταύτην κατά τήν ἀποδοχήν αὐτοῦ, μέγιστον εὑρήσει μισθόν παρά τοῦ θεοῦ. ὅθεν, ἔφη, πρόθυμός ἐστι πρός τό ἐπιμεληθῆναι καί συνεργῆσαι τήν τοῦ θείου ἔργου τούτου προχώρησιν· πλήν ἔδειξεν ὅπως ἔχει δυσχερῶς πρός τήν ἐκεῖσε ἀποδημίαν διά τε τήν ἀσθένειαν αὐτοῦ καί τό γῆρας καί τόν κόπον τῶν τοσούτων διαστημάτων, ἔτι δέ καί διά τούς ἐν τῷ πελάγει κινδύνους, προσθείς ὅτι καίτοι ὑμεῖς λυπεῖσθε διά ὑπηρέτας καί δούλους, οὕς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἀπεβάλεσθε, ἐμέ δέ οὐκ ἄξιον κρίνετε φείδεσθαι ἐμαυτοῦ, μήποτε καί ἐν τῷ πελάγει ῥιφθείς κατάβρωμα γένωμαι τῶν ἰχθύων; πρός δέ τάς ἐπαγγελίας καί τάς ὑποσχέσεις τῶν γενησομένων, εἶπεν εἶναι αὐτόν Θωμᾶν. τοιαῦτα καί ἕτερα παρόμοια τούτοις εἰπεῖν ὁ πατριάρχης, ἀλλά δή καί οἱ πρέσβεις, ὡς ἔδει, ἀπολογηθέντες ἀνεχώρησαν.

[←194]

Κατά τον Laurent 1971: 133 σημ. 5, ο σκεπτικισμός τού πατριάρχη έπρεπε να παρουσιαστεί με αυτή την ευκαιρία, είτε ήταν φανταστικός είτε αντανακλούσε την πραγματική κατάσταση τού μυαλού του εκείνη τη στιγμή.

[←195]

Κατά τον Laurent 1971: 134 σημ. 1, ο Συρόπουλος δεν λέει τίποτε για την ακρόαση που παραχώρησε την προηγούμενη μέρα ο αυτοκράτορας στους τρεις νούντσιους. Η ομιλία προς τον πατριάρχη που συνοψίζεται εδώ δεν διασώζεται.

[←196]

Συρόπουλος 2.30: Τούτοις δ΄ ἐξ Ἰταλίας ἐρχομένοις συνεπανῆλθε καί ὁ προειρημένος Κορώνης Χριστόφορος ἔχων ἔνδοσιν καί ἰσχύν παρά τοῦ πάπα, ἵνα, ὅπερ ἄν πράξῃ, στέργηται καί παρ΄ ἐκείνου· διεμηνύθη γάρ ὁ πάπας παρά τῆς συνόδου, ἵνα δι΄ οἰκείου τινός ἤ στέρξῃ καί ἀκολουθήσῃ ὅπερ ἄν οἱ συνοδικοί πράξωσιν ἐπί τῇ περί τῆς ἑνώσεως συνόδῳ, ἤ εἰ ἄλλο τι βούλεται, ποιήσωσι καθώς ἄν φανῇ καλόν τῇ συνόδῳ ἐκείνῃ. ἐπί τούτῳ γοῦν ἐστάλη ὁ Χριστόφορος καί τό μέν φαινόμενον ἦν, ἵνα συμπράξῃ καί ἀκολουθήσῃ τοῖς συνοδικοῖς, τό δ΄ ἀληθές, ἵνα ἐπιτηδείως ἀντιπράξῃ, εἰ δυνηθῇ. ἐσπούδασε γάρ τοῦτο πάνυ λαθραίως πρός τόν βασιλέα καί πρός τόν πατριάρχην μάλιστα, ἐπεί καί τότε φιλικώτερον μᾶλλον διετέθη πρός αὐτόν τε καί πρός τόν πάπαν ὁ πατριάρχης. καί ὑπέσχετο ἵνα ποιήσῃ ὁ πάπας τήν σύνοδον ἐνταῦθα. συνήργησεν οὖν λίαν ὁ πατριάρχης πρός τοῦτο· ἀλλ΄ ὁ βασιλεύς οὐδόλως παρεδέξατο αὐτό.

[←197]

Ο Χριστόφορος ενώθηκε πράγματι στο λιμάνι τής Πόλας με τούς εκπροσώπους τής συνόδου τής Βασιλείας, ταξίδεψε μαζί τους και αποβιβάστηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 24 Σεπτεμβρίου (Laurent 1971: 134 σημ. 2).

[←198]

Κατά τον Laurent 1971: 134 σημ. 3, ήταν ο Φρα Σίμων (Σιμόν Φρερόν) εκείνος στον οποίον ανατέθηκε, στις 15 Σεπτεμβρίου 1434, αυτή η αποστολή. Έφερε στον Ευγένιο Δ΄ το διάταγμα τής 7ης Σεπτεμβρίου και τού ζήτησε να το επικυρώσει. Η συνάντηση έλαβε χώρα στη Φλωρεντία όπου βρισκόταν ο πάπας από τις 23 Ιουνίου. Αναφέροντας ότι η σύνοδος ζήτησε από τον πάπα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ένα νούντσιο, που θα επιβεβαίωνε οτιδήποτε αποφάσιζαν οι αντιπρόσωποι τής Βασιλείας, ο Συρόπουλος παραπληροφορεί κατά Laurent, αφού δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο ούτε στα γράμματα που έφερε ο Φρερόν στον ανώτατο ποντίφηκα, ούτε στην απάντηση που τού έδωσε εκείνος στις 15 Νοεμβρίου 1434.

[←199]

Ο Ιωάννης τής Ραγούσας κατηγορεί τον Χριστόφορο Γκαρατόνι ότι μπέρδευε τα πάντα, πιέζοντας τούς Γραικούς να απαιτήσουν δύο πράγματα: την παρουσία τού πάπα στη μελλοντική σύνοδο και την επιλογή μιας πόλης στην οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν όλοι, υπονοώντας από την άλλη πλευρά ότι η Σύνοδος τής Bασιλείας δύσκολα θα μπορούσε να τηρήσει τις δεσμεύσεις της (Laurent 1971: 135 σημ. 4).

[←200]

Συρόπουλος 2.31: Μετά δέ τό ἐλθεῖν τούς ἡμετέρους πρέσβεις ἐνταῦθα, ἐλαλήθη ὅτι διῃρέθησαν οὗτοι ἐκεῖσε καί ἔπραξαν οἱ ἄρχοντες τά πλείω παραβλέψαντες τόν καθηγούμενον· ὅπερ ἐξεῖπε καί αὐτός πρός τε τόν πατριάρχην καί πρός τινας τῶν φίλων αὐτοῦ. διό καί ὁ πατριάρχης δυσχερῶς ἐδέχετο τά τῆς τοιαύτης πρεσβείας. Γνούς δέ ὁ βασιλεύς ὅτι πλατύνονται ταῦτα ὥρισε καί συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ἡγούμενοι καί πνευματικοί εἰς τόν πατριάρχην· ἦλθε δέ καί ὁ βασιλεύς καί ἐκάθισε μετά τοῦ πατριάρχου ἐν τοῖς δεξιοῖς κατηχουμενείοις· ἐκάθισαν δέ καί οἱ δηλωθέντες καί οἱ ἄρχοντες τοῦ πατριάρχου οἱ σταυροφόροι καί ὀλίγοι τῶν συγκλητικῶν. ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς ὅτι ἀκούω ὅπως λαλοῦνταί τινα κατά τῶν πραχθέντων ἐν τῇ Βασιλείᾳ παρά τῶν ἡμετέρων πρέσβεων· λέγουσι γάρ ὅτι τά λαληθέντα καί περιστάντα ἐκεῖσε οὐκ ἦσαν πάντα καί τοῖς τρισίν ἀρεστά, ἀλλ΄ εἰ καί ἀσύμφωνος ἦν ὁ εἷς ἐξ αὐτῶν, παρώφθη παρά τῶν δύο καί ἔπραξαν οὗτοι ὅσαπερ συνεφώνησαν. διό καί ἦλθον ἵνα ἐξετασθῇ τό περί τούτου παρρησίᾳ, ἵν΄ εἰδῶμεν ὅπως μέλλομεν πράξειν εἰς τό ἑξῆς. καί ὥρισε πρός τούς πρέσβεις, ἵνα διηγήσωνται κατά μέρος τά ἐκεῖσε παρακολουθήσαντα. εἶτ΄ ἀπιδών καί πρός τούς ἀκροατάς ἔφη, ὅτι εἰσί τινα ἐν ταῖς συμφωνίαις ἐξωτερικά καί πραγματικά, ἅτινα εἴπερ οὐκ εἴσι πεφυλαγμένα, προξενήσουσιν ἡμῖν βλάβην. τίς οὖν ἔνι χρεία ἵν΄ ἀκούητε περί κατέργων καί τζαγρατόρων καί ἄλλων τινῶν, ὧν προνοούμεθα εἰς ἀσφάλειαν ἡμῶν καί τῆς Πόλεως; κἀντεῦθεν διαδοθῆναι καί τοῖς ἐχθροῖς δῆλα γενέσθαι καί καθ΄ ἡμῶν αὐτούς κινηθῆναι; διό φαίνεταί μοι καλόν, ἔφη, ἵνα περί μέν τῶν τοιούτων μηδέν εἴπωσιν, ὡς μή ἀναγκαίων ἡμῖν ὄντων μηδέ πρός τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα συντελούντων· περί δέ τῆς ἐνεργείας καί μεταχειρίσεως αὐτῶν εἰπάτωσαν, δι΄ ἧς ἔπραξαν τά συμφωνηθέντα.

[←201]

Δεν επέστρεψαν όλοι μαζί. Ο Μανουήλ Δισύπατος επέστρεψε μέσω Ουγγαρίας με επιστολή τής συνόδου με ημερομηνία 30 Απριλίου 1435. Ο Ισίδωρος πήγε σύντομα στη Βενετία απ΄ όπου μπάρκαρε, ενώ οι άλλοι Γραικοί περίμεναν μέχρι τις αρχές Αυγούστου για να επιστρέψουν. Ίσως αυτή η διασπορά να επιδείνωσε την αίσθηση ότι υπήρχαν κάποιες διαφωνίες μεταξύ τους (Laurent 1971: 135 σημ. 5).

[←202]

Δεξιά κατηχουμενεῖα: Tο δεξί μέρος τού προνάρθηκα τής Αγίας Σοφίας. Κατά τον Laurent 1971: 135 σημ. 6, η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στον εξώστη τής εκκλησίας, εκεί όπου πραγματοποιούσε συχνά τις συνεδριάσεις της η πατριαρχική σύνοδος.

[←203]

Συρόπουλος 2.32: Διηγήσατο οὖν οὕτως ὁ μέγας στρατοπεδάρχης· ἀπερχομένων ἡμῶν καί ἐγγύς τῆς πόλεως Βασιλείας παραγενομένων, μαθόντες τοῦτο οἱ ἐν τῇ συνόδῳ ἔστειλαν ἐπισκόπους καί ἄλλους τινάς ἄρχοντας καί ἀπήντησαν ἡμῖν πρό τῆς πόλεως ὅσον ἥμισυ τῆς ἡμερησίας διάστημα καί προέπεμψαν ἡμᾶς μετά μεγάλης τιμῆς μέχρι καί τῆς κατοικίας, ἥν ἡτοίμασαν δι΄ ἡμᾶς. ἀνεπαύθημεν οὖν ἐκεῖσε· εἶτα ἦλθον καί ἔλαβον ἡμᾶς μετά τιμῆς καί παρεγενόμεθα εἰς τήν σύνοδον. ἀπενείμαμεν οὖν ἐκεῖσε τούς ἁρμοδίους χαιρετισμούς καί ἀπό τῆς ἁγίας βασιλείας σου καί ἀπό τοῦ δεσπότου μου τοῦ ἁγίου τοῦ πατριάρχου. ἐδώκαμέν τε καί τούς θείους σου ἐγγράφους ὁρισμούς καί τάς τιμίας πατριαρχικάς γραφάς. ἐδέξαντο οὖν ἡμᾶς ἀσπασίως καί φιλικῆς ὁμιλίας μετέδωκαν καί προθύμους ἑαυτούς πρός τήν ἕνωσιν ἔδειξαν. εἶτα εἴπομεν ὅπως ἔχομεν καί λόγους καί ἀναθέσεις πρός τό πρᾶγμα, καί ἐροῦμεν αὐτά ὅταν χρήζωσι· καί ἐπί τούτοις παρέπεμψαν ἡμᾶς εἰς τήν κατοῦναν καί ἀνεπαυόμεθα. αὐτοί δέ ἐξελέξαντό τινας ἐκ τῶν συνοδικῶν ἐν οἷς ἦσαν καί καρδηνάλιοι καί ἐπίσκοποι· ἀπέταξαν δέ καί τόπον καί ἡμέρας καί ἐγνώρισαν καί ἡμῖν ταῦτα, καί συνηρχόμεθα κοινῶς καί ἐλέγομεν τά ζητήματα ἅπερ εἴχομεν, καί ἠκούομεν καί τά παρ΄ ἐκείνῳν λεγόμενα. ἐσκέπτοντο οὖν καί ἐδίδουν ἡμῖν θεραπείας τῶν ζητημάτων, καί, εἰ ἐφαίνοντο ἡμῖν ἀρκεταί, ἐκοινοποιοῦντο ταύτας μετά τῆς καθόλου συνόδου καί οὕτως συνίστων καί ἐβεβαίουν ταύτας ἡμῖν· ὡσαύτως δέ καί ἡμεῖς ἐσκεπτόμεθα εἰς εἴ τι ἠκούομεν λεγόμενον ἤ διδόμενον ἡμῖν παρ΄ ἐκείνων, καί πᾶν ὅπερ ἤρεσε τοῖς τρισίν ὁμοφώνως, ἐκεῖνο ἀπελογούμεθα ἤ ἐδεχόμεθα. οὕτως οὖν ἐγίνετο εἰς ὅλα τά ζητήματα καί τάς ἀναθέσεις ἅς εἴχομεν, καί οὐ διεφωνήσαμεν κατά τι θεοῦ χάριτι. εἰ δέ τις ἔχει εἰπεῖν ἄλλως, εἰπάτω ἀνενδοιάστως· ἐγώ γάρ ἀναφέρω παρρησίᾳ ὅτι οὕτω τά ἐκεῖσε παρηκολούθησαν. μεθ΄ ὅ οὖν εὕρομεν θεραπείας πρός τούς ὁρισμούς καί τάς ἀναθέσεις ἅς εἴχομεν, τότε συνεβιβάσθημεν εἰς ταύτας τάς συμφωνίας ὅσαι διαλαμβάνονται ἐν τῷ δεκρέτῳ, καί ἐπί τούτοις ἐζήτησαν ἡμᾶς ὅρκους. ἐλειτούργησεν οὖν οὗτος ὁ σύν ἡμῖν τιμιώτατος παπᾶς κῦρ Ἰσίδωρος καί ὤμοσεν αὐτός τε καί ἡμεῖς, ὅτι, εἰ ποιήσουσιν ὅσα περιεστήσαμεν, ἀνυπερθέτως ἐλεύσεται ὁ βασιλεύς μετά τοῦ πατριάρχου καί τῆς τῶν ἀνατολικῶν συνόδου ἐκεῖσε. καί ἐπί τούτοις ἐδώκαμεν καί τό χρυσόβουλλον τῆς ἁγίας βασιλείας σου· καί οὕτως ὤμοσαν καί ἐκεῖνοι, καί ἑορτήν συνοδικήν ποιήσαντες, τετελεσμένον τό δεκρέτον ἡμῖν δεδώκασιν. οὐδέν οὖν ἐπράχθη τι ἄνευ τῆς βουλῆς τῶν τριῶν, οὐδέ ἔβλεπόν τινας ἐξ ἡμῶν ἰδίᾳ ἤ ἰδίως τις ἀφ΄ ἡμῶν ὡμίλει ἐκείνοις, ἀλλ΄ οἱ τρεῖς ἅμα καί ἐβλεπόμεθα καί ἐθεωροῦμεν ἐκείνους. πλήν οὗτος ὁ φρά Ἰωάννης προσήρχετο ἡμῖν συνεχῶς, καί πρῶτος πάντων ἀπήντησεν ἡμῖν καί ἐπεμελεῖτο καί ἐσπούδαζε θεραπεύειν καί οἰκονομεῖν τά πρός ἀνάπαυσιν ἡμῶν, καί αὐτόν εἴχομεν συνεργόν εἰς ὅπερ ἐν χρείᾳ ἡμῖν ἤρχετο καί πολλήν φιλίαν ὀφείλομεν αὐτῷ διά τήν ἀγάπην καί τήν ἐπιμέλειαν, ἥν ἐδείκνυεν εἰς ἡμᾶς. ἀλλά καί οὗτος κοινῶς ἔβλεπε καί ὡμίλει καί τοῖς τρισί καί οὐδένα μεμονωμένως. ταῦτα διηγησάμενος ὁ Παλαιολόγος ἔφη· εἰπάτωσαν καί οἱ λοιποί ὡς βούλονται. τότε συνωμολόγησε καί ὁ παπᾶς κῦρ Ἰσίδωρος ὡς οὕτως προέβησαν τά ἐκεῖσε ὡς ὁ Παλαιολόγος ἀνέφερε. τό αὐτό δέ εἶπε καί ὁ Δισύπατος, προσθείς ὅτι οὐδέ ἄλλο τι ἔχει τις παρά ταῦτα ἀνενεγκεῖν ἐπειδή οὕτως ἐπράχθησαν. τότε ὥρισεν ὁ βασιλεύς ὅτι φαίνεται ἄρα, ὡς ἐκ συμφώνου καί καλῶς ἔπραξαν οὗτοι καί οὐκ ἔχει τις κατηγορεῖν τῆς πρεσβείας αὐτῶν, οὐδέ ἔδει λαληθῆναι ἅπερ ἠκούσθησαν. ἤρξατο δέ εἰπεῖν τι καί ὁ πατριάρχης, ἐπεί δέ οὕτω πως συνέβη γελᾶσαι τόν βασιλέα, λυπηθείς εἰς τοῦτο ὁ πατριάρχης εἶπεν, ὡς ἐπεί ὁρῶ ἐμαυτόν εἰρωνευόμενον, παραιτοῦμαι λοιπόν καί ὅ ἐβουλόμην εἰπεῖν. ὁ δέ βασιλεύς εἶπεν αὐτῷ, ὅτι· νά ἔχω τήν εὐχήν σου, οὐδέν ἤκουσα τί εἶπες, οὐδ΄ ἐγέλασα δι΄ αὐτό, ἀλλά δι΄ ἄλλο τι ἐμειδίασα. ὡς κελεύεις οὖν, εἰπέ εἴ τι χρήζεις. ὁ δέ οὐκέτι ἠθέλησεν εἰπεῖν τι, καί ἅπαξ καί δίς ἀξιωθείς παρά τοῦ βασιλέως εἰπεῖν. ὕστερον δέ πάλιν εἶπεν ὁ Παλαιολόγος· ἡμεῖς οὕτως ἐπράξαμεν κοινῶς καί ὁμοφώνως καθώς ἀνεφέρομεν· εἰ δέ ἄλλως ἐλαλήθησαν, οὐκ ἔνι σφάλμα ἡμέτερον. καί ἐπί τούτοις διελύθη ὁ σύλλογος.

[←204]

Ο Δημήτριος Παλαιολόγος Μετοχίτης (βλέπε πιο πάνω, σημ. 133 αυτού τού κεφαλαίου), για τον οποίο έχει ήδη αναφερθεί ότι απέκτησε αργότερα το αξίωμα που τού δίνεται εδώ (Laurent 1971: 136 σημ. 1).

[←205]

Αυτές οι επιστολές ήσαν εκείνες, των οποίων η παράδοση είχε καθυστερήσει λόγω των ατυχιών που είχαν υποστεί οι κομιστές τους. Η χορήγηση πλήρους εξουσιοδότησης ήταν αντικείμενο ειδικού εγγράφου (Laurent 1971: 136 σημ. 3).

[←206]

Στο κείμενο κατούνα. Η λέξη χρησιμοποιείται από τον Συρόπουλο με δύο έννοιες: τού τόπου διαμονής και των αποσκευών.

[←207]

Ο Ιωάννης τής Ραγούσας.

[←208]

Κατά τον Laurent 1971: 137 σημ. 7, από το πλήρες του όνομα (Δημήτριος Παλαιολόγος Μετοχίτης) το τρίτο στοιχείο αποτελεί το πραγματικό του πατρώνυμο. Κατά πάσα πιθανότητα αυτός ο αξιωματούχος ήταν εγγονός ενός ομώνυμου, μεγάλου στρατοπεδάρχη το 1355. Ήταν επίσης απόγονος τού μεγάλου λογοθέτη Θεόδωρου και από τον τελευταίο τού Γεώργιου Μετοχίτη, ενός από τούς πιο ένθερμοι υποστηρικτές τής Ένωσης των Εκκλησιών υπό τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο.

[←209]

Συρόπουλος 2.33: Μετά δέ παραδρομήν ἡμερῶν ὀλίγων, συναθροίζει ἡμᾶς τούς σταυροφόρους ὁ πατριάρχης καί λέγει ὅπως ὁ βασιλεύς προστίθεται τοῖς ἐκ τῆς συνόδου ἐλθοῦσι καί βούλεται πρᾶξαι μετ΄ αὐτῶν καί στῆσαι τό ἀπελθεῖν καί ἡμᾶς ἐν τῇ Βασιλείᾳ. καί ἀναγκάζει ἔχειν καί αὐτόν συνεργοῦντα πρός τοῦτο καί ἀκολουθήσοντα· τό δέ φαίνεται αὐτῷ βαρύ καί πρός καταστροφήν ἀφορῶν μᾶλλον, καί οὐ πρός ἡμετέραν ὠφέλειαν. διόπερ καί δυσχεραίνει καί οὐ βούλεται τῷ βασιλεῖ συνεργεῖν. ἀλλ΄ εἰ καί ἀκούσει τι μή ἀρέσκον αὐτῷ, ἀντιβαίνειν τε καί ἀνθίστασθαι, καί μηκέτι πρᾴως ὑποφέρειν τά μελετώμενα. δι΄ ὅπερ ἐπεί οὐκ ἔχει πλέον θάρρος πρός ἄλλους τινάς εἰ μή πρός ἡμᾶς, τούτου χάριν λέγει καί πρός ἡμᾶς ταῦτα καί συμβουλεύεται καί ζητεῖ, ἵν΄ ἔχῃ μεθ΄ ἑαυτοῦ καί ἡμᾶς συνεργοῦντας αὐτῷ πρός ταῦτά τε καί συμπράττοντας. ἐπεί γοῦν ἀπεδεξάμεθα καί ἡμεῖς ταῦτα καί ηὐχαριστήσαμεν αὐτῷ καί παρεκινήσαμεν ἵνα, εἴπερ ὁδηγηθῇ ἐκ θεοῦ, γενναίως καί ἰσχυρῶς ἐνίσταται εἰς τά πρός σύστασιν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας συντείνοντα, καί οὕτω μέλλει ἔχειν καί ἡμᾶς συνεργοῦντας πρός ταῦτα καλῶς θεοῦ χάριτι, καί γενναίως ἀγωνιζομένους. εἶπεν αὖθις ὅτι ἤκουσεν ἐλεύσεσθαι τόν βασιλέα κατά τήν αὔριον ἐν τοῖσδε τοῖς μέρεσι βουλευσόμενον περί τῶν τοιούτων· διά τοῦτο ἐφάνη αὐτῷ καλόν εἰπεῖν, ἔφη, πρότερον τά δηλωθέντα πρός ἡμᾶς, ἵν΄ ἔχῃ καί ἡμᾶς ὁμογνώμονας, καί συμφώνους, καί εἰ γένηται χρεία συνεργήσωμεν αὐτῷ καί κατά τήν αὔριον καθώς ἐγχωρεῖ. ὑπεσχέθημεν οὖν καί ἡμεῖς καί ἐβεβαιώσαμεν τοῦτο.

[←210]

Κατά τον Laurent 1971: 137 σημ. 7, αυτή η σταθερότητα τού πατριάρχη, στην αρχή των διαπραγματεύσεων, στην άρνησή του να πάει στη Δύση, υπογραμμίζεται επίσης από τον Ιωάννη τής Ραγούσας στην επιστολή του προς τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι: et licet Patriarcha videretur ab initio aliqualiter durus.

[←211]

Συρόπουλος 2.34: Τῇ δ΄ ἐπιούσῃ, ἥ καί μετά τήν παρασκευήν ἦν, διεμηνύθη ὁ πατριάρχης, καί ἀπῆλθε σύν ἡμῖν εἰς τήν Νέαν. ὁ δέ βασιλεύς καί εἶδε τήν μητέρα αὐτοῦ τήν δέσποιναν, καί περί ὥραν δείλης ἦλθεν εἰς τήν Νέαν καί ἐκάθισεν ἐντός τοῦ θείου ναοῦ καί προσεκαλέσατο τόν πατριάρχην. ὁ δέ ἀπερχόμενος, καί παρ΄ ἡμῶν ὑπανεχόμενος, λέγει πρός ἡμᾶς· εἰ καί ἐκτός καρτερήσετε, ἀλλ΄ οὖν ἐγγύς που καθίσατε· ὁρῶ γάρ τεταραγμένον ἐμαυτόν καί διενοχληθησόμενον. διά τοῦτο θέλω ἵνα ἦτε ἐγγύς μου, καί εἴπερ λαλήσω γεγωνότερον, ἑτοίμως συνέλθητε. ἐκάθισεν οὖν ὁ πατριάρχης μετά τοῦ βασιλέως καί ἐβουλεύσαντο μόνοι· ἡμεῖς δέ ἐκτός καθήμεθα ἐγγύς τῆς τοῦ ναοῦ πύλης. εἶτα προσεκαλέσαντο τούς μεσάζοντας καί τόν μέγαν δομέστικον καί ἐβουλεύσαντο καί μετ΄ αὐτῶν· εἶτα καλοῦσι τούς ἀρχιερεῖς καί ἡμᾶς, καί εἰσήλθομεν ὁμοῦ μετά καί τῶν προειρημένων πρέσβεων, τοῦ τε Παλαιολόγου δηλονότι, τοῦ ἱερομονάχου, καί τοῦ Δισυπάτου, καί ἐκαθίσαμεν. καί λέγει ὁ βασιλεύς τῷ πατριάρχῃ· κελεύεις, εἰπέ, ὅπερ ἐστήσαμεν. εἶπεν οὖν ὁ πατριάρχης, ὅπως· οἱ ἐκ τῆς συνόδου ἐλθόντες τῶν Λατίνων πρέσβεις ἐζήτησαν ἵνα ἅπερ ἐπράχθησαν ἐν τῇ συνόδῳ καί ἐγράφησαν ἐν τῷ δεκρέτῳ λαληθῶσι καί ἐνταῦθα καί βεβαιωθῶσι καί παρ΄ ἡμῶν, ὡς ἄν ἔχωσιν ὁμολογουμένως τί ἄρα καί πράξωσιν εἰς ἅπερ ἀνετέθησαν. ἔνι γοῦν χρεία ἵνα ἀποταχθῶσί τινες οἱ μετ΄ ἐκείνων συνέρχεσθαι μέλλοντες καί ἀκούειν καί ἀπολογεῖσθαι εἰς τά παρ΄ ἐκείνων λεγόμενα. ἐτάχθη οὖν ἵνα πρός τοῦτο ὑπάρχωσιν οἱ δύο μεσάζοντες καί ὁ μέγας δομέστικος· ἐκ τῶν ἀρχιερέων ὁ Ἐφέσου κῦρ Ἰωάσαφ καί ὁ Ἡρακλείας κῦρ Ἀντώνιος· ἐκ τῶν σταυροφόρων, ὁ μέγας χαρτοφύλαξ καί ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης· ἐκ τῶν πνευματικῶν ὁ παπᾶς κῦρ Ματθαῖος καί ὁ παπᾶς κῦρ Γρηγόριος. καί οὗτοι οἱ ἡμέτεροι πρέσβεις, καί συνέρχησθε ἐν τῇ μονῇ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. ἤδη οὖν ἠκούσατε καί ἑτοιμάσθητε πρός τοῦτο. εἶτα ἐζήτησαν οἱ ἡμέτεροι ἀκοῦσαι καί τό δεκρέτον. ἀνεγνώσθη δέ καί ἠκούσαμεν ὅπως διελάμβανε καί τοῦτο μετά τῶν ἄλλων, ὅτι ἐσπούδασαν οἱ ἐν τῇ συνόδῳ καί διωρθώσαντο τήν νέαν αἵρεσιν τῶν Ποεμίων. ὡσαύτως δέ διορθοῦσιν ἤδη καί τήν παλαιάν τῶν Γραικῶν. ὅπερ καί πρό ἡμερῶν ἀκουσθέν δεινόν ἔδοξε πᾶσι, καί τότε δέ εἶπον ὅσα ἔδει πρός τοῦτο. εἶπε δέ ὁ βασιλεύς καί οἱ ἄρχοντες, ὡς· ἐπεί μέλλετε συνέρχεσθαι καί συζητεῖν μετ΄ ἐκείνων, θαρροῦμεν διορθωθῆναι καί αὐτό καί ἄλλα ὅσα προσήκει. καί ἐπί τούτοις ἐξήλθομεν.

[←212]

Η Νέα Ἐκκλησία, κοντά στο συγκρότημα τού Μεγάλου Παλατιού, εγκαινιάστηκε περί το 880 και καταστράφηκε περί το 1490. Ήταν μια από τις πιο φημισμένες εκκλησίες τής Πόλης, που εξαφανίστηκαν χωρίς ν΄ αφήσουν ίχνη.

[←213]

Μέγας δομέστικος: Το υψηλότερο στρατιωτικό αξίωμα στην ύστερη αυτοκρατορία. O Ανδρόνικος Παλαιολόγος Καντακουζηνός είχε αυτό το αξίωμα, από το 1431 μέχρι τουλάχιστον το 1447.

[←214]

Ο Μιχαήλ Βαλσαμών.

[←215]

Ο Σίλβεστρος Συρόπουλος.

[←216]

Παπᾶς κῦρ Ματθαῖος: Αναφέρεται και πάλι πιο κάτω. Κατά τον Laurent 1971: 140 σημ. 1, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να τον ταυτίσει με τον μεγάλο πρωτοσύγγελλο Ματθαίο ο οποίος, σύμφωνα με τον Ψευδο-Φραντζή, Patrologia Graeca 156, 732BC, είχε προσηλυτίσει και βαπτίσει έναν Εβραίο:
«Ο Εβραίος λοιπόν, έχοντας φωτιστεί από την ακτινοβολία τού Αγίου Πνεύματος και τα σοφά λόγια τού αυτοκράτορα και τού ιερομόναχου Ματθαίου, αναγνώρισε φανερά την Αγία Τριάδα και όλα τα δόγματα τής Ορθόδοξης πίστης, και έχοντας αναγεννηθεί με το άγιο βάπτισμα, μετονομάστηκε από Ξένος σε Εμμανουήλ»
(Λοιπόν, ἕνεκεν τῆς τοῦ παναγίου Πνεύματος αἴγλης καί τοῖς σοφοῖς ῥήμασι τοῦ αὐτοκράτορος καί τοῦ ἱερομονάχου Ματθαίου φωτισθείς ὁ Ἑβραῖος τήν ἁγίαν Τριάδα φανερῶς ὡμολόγησε καί πάντα τά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως δόγματα, καί τῷ θείῳ βαπτίσματι ἀναγεννηθείς ἀντί Ξένου Ἐμμανουήλ ἐπωνομάσθη).
Θα πέθαινε σύντομα, επειδή η θέση ήταν κενή την εποχή τής Συνόδου και ο αυτοκράτορας, όπως θα δούμε, την πρόσφερε στον εξομολογητή Γρηγόριο.

[←217]

Παπᾶς κῦρ Γρηγόριος: Ίσως ο ίδιος Γρηγόριος που αναφέρεται συχνά σε αυτά τα Απομνημονεύματα.

[←218]

Μονή Ἀναστάσεως: Η χρονολογία ίδρυσης αυτού τού χαμένου πια μοναστηριού τής Κωνσταντινούπολης είναι ασαφής. Υπήρχε τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα και σημειώνεται από τον Ρώσο προσκυνητή Αντώνιο από το Νόβγκοροντ. Κατά τη διάρκεια τής Λατινικής Αυτοκρατορίας τής Κωνσταντινούπολης (1204-1261), το μοναστήρι ανέλαβαν Λατίνοι εφημέριοι, τουλάχιστον μέχρι το 1232. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες τής Λατινοκρατίας η εκκλησία τού μοναστηριού έπεσε σε ερείπωση και καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Από διασωζόμενο έγγραφο προκύπτει ότι την ανακαίνιση πιστώνεται ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης, μέγας λογοθέτης και εκπρόσωπος τού Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στη Δεύτερη Σύνοδο τής Λυών (1274). Η αναφορά τού Συρόπουλου στη Μονή Αναστάσεως είναι η τελευταία διασωζόμενη. Φαίνεται λοιπόν ότι το μοναστήρι είχε επιζήσει μέχρι την πτώση τής Κωνσταντινούπολης το 1453. [John Thomas και Angela Constantinides Hero (επιμ.), Byzantine Monastic Foundation Documents, τομ. 1, Dumbarton Oaks Studies, 2000, σελ.1374-1382].

[←219]

Οι Βοημοί, οι Ποέμιοι τού Συρόπουλου, ήσαν τότε οπαδοί τού Γιαν Χους και αποκαλούνταν Χουσίτες. O Xους, που γεννήθηκε το 1373 στο Χούσινετς τής Βοημίας (σήμερα Τσεχίας), πέθανε στην πυρά ως αιρετικός το 1415, αμφισβητώντας δόγματα τής Καθολικής Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και εκείνα που αφορούσαν τη φύση, την οργάνωση και τις λειτουργίες μιας εκκλησίας. Υπήρξε ουσιαστικός πρόγονος τού προτεσταντικού κινήματος τού 16ου αιώνα και οι διδασκαλίες του επηρέασαν πολύ τα ευρωπαϊκά κράτη εκείνης τής εποχής. Μεταξύ των ετών 1420 και 1431 οι δυνάμεις των Χουσιτών κατανίκησαν πέντε διαδοχικές παπικές εκστρατείες εναντίον τους. Η εξέγερση και η άμυνά τους απέναντι στους Ρωμαιοκαθολικούς έμεινε γνωστή ως Πόλεμοι Χουσιτών.

[←220]

Quamobrem huius sanctae synodi ab initio suae congregationis praecipua cura fuit recens illud Bohemorum antiquumque Graecorum dissidium prorsus exstinguere: Laurent 1971: 140 σημ. 4.

[←221]

Συρόπουλος 2.35: Ἅμα δέ πρωΐ παρεγενόμην αὐτός εἰς τόν πατριάρχην καί ἀνέφερον, ὅτι ἐγώ τήν χθές ἤθελον ἵνα ἀναφέρω καί παρακαλέσω ὡς ἄν μοι εὐεργετήσητε τό μή συνέρχεσθαι εἰς τάς συνελεύσεις, ἅσπερ ὡρίσατε· ἵνα δέ μή δόξῃ ἀπαίδευτον, παρέλειψα τοῦτο κατ΄ ἐκείνην τήν ὥραν. νῦν δέ ἦλθον καί δέομαι καί παρακαλῶ, ἐλευθέρωσόν με τῶν τοιούτων συνελεύσεων· οὔτε γάρ βούλομαι, οὔτε προαιροῦμαι τοῖς τοιούτοις συμπλέκεσθαι. καθικέτευσα οὖν λίαν πρός τοῦτο· ὁ δέ πατριάρχης μᾶλλόν μοι ἐπετέθη ποιῆσαι τό ἀποταχθέν. παρέτυχον δέ ἐκεῖσε ὁ πνευματικός κῦρ Θεοφύλακτος καί ὁ μοναχός κῦρ Κάλλιστος ὁ Πρίγκιψ, οὕς καί ἤλπιζον συνεργούς εὑρεῖν πρός τό ἐμόν ζήτημα. οἱ δέ ὡς εἶδον τόν πατριάρχην λέγοντα ἰέναι με ἀπαραιτήτως εἰς ὅπερ ἐτάχθην, ἠνάγκασάν με κἀκεῖνοι ποιῆσαι τό προσταττόμενον.

[←222]

Πνευματικός Θεοφύλακτος: άγνωστος κατά τα άλλα (Laurent 1971: 140 σημ. 5).

[←223]

Κάλλιστος Πρίγκηψ: οι Πρίγκηπες περιλαμβάνονταν από τον 13ο αιώνα στις μεγάλες βυζαντινές οικογένειες. Προέρχονταν, όπως πολλοί άλλοι, από τη μωραΐτικη οικογένεια των Βιλλεαρδουΐνων, που ήσαν γνωστοί ως πρίγκηπες από τούς Έλληνες υπηκόους τους. Από τούς πιο επιφανείς από αυτούς στα τέλη τού 13ου αιώνα ήταν ο πατριάρχης Αντιοχείας Θεοδόσιος Δ΄. Τον 15ο αιώνα. αρκετοί Πρίγκηπες κατέλαβαν εξέχουσες θέσεις και μερικοί συνδέθηκαν με την αυτοκρατορική οικογένεια. Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα ο Νικηφόρος Πρἰγκηψ, αλληλογράφος τού Ιωάννη Ευγενικού, που ήταν συνάδελφος και φίλος τού Συρόπουλου (Λάμπρος, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά I, σελ. 166, 197, 203), καθώς και ένας ανώνυμος ο οποίος, από τον Μυστρά όπου απολάμβανε μεγάλης εύνοιας, αλληλογραφούσε με τον Σχολάριο (πρβλ. Scholarios, Œuvres, IV, σελ. 449). Εδώ Κάλλιστος είναι κατά πάσα πιθανότητα μοναστικό όνομα και θα ήταν μάταιο να επιδιώξουμε να τον προσδιορίσουμε ανάμεσα στους γνωστούς Πρίγκηπες (Laurent 1971: 140 σημ. 6).

[←224]

Συρόπουλος 2.36: Ὅμως ἐτάχθησαν ἡμέραι καί συνηρχόμεθα. ὁρισθέντες δέ συνήρχοντο μεθ΄ ἡμῶν καί κῦρ Δημήτριος Ἄγγελος ὁ Φιλομμάτης καί ὁ διδάσκαλος κῦρ Γεώργιος ὁ Σχολάριος καί ὁ φρά Μανοέλ ὡς μεταγλωττιστής. ἔλεγον οὖν πρός ἐκείνους οἱ μεσάζοντες μετά βουλῆς καί τῶν λοιπῶν ἡμετέρων καί ἀπελογοῦντο οἱ τῶν Λατίνων πρέσβεις. ἤρξαντο οὖν οἱ ἡμέτεροι καί ὡμίλησαν πρός ἐκείνους φιλικῶς καί εἶπον· τό ἔργον τοῦτο τῆς ἑνώσεώς ἐστι θεῖον καί ποθεινότατον καί ἐπιθυμοῦμεν καί ἡμεῖς ἰδεῖν τοῦτο, εἰ εὐδοκήσῃ ὁ θεός γενέσθαι καλῶς, καί ὑμεῖς πάλιν ὁμοίως ἐπιθυμεῖτε. καί τοῦτο δῆλον ἐξ ὧν καί ὑμεῖς ὑπέστητε πολλούς κόπους καί κινδύνους καί ἐξόδους κατηναλώσατε, ὡς ἄν ἔλθητε ἐνταῦθα καί καταβάλητε ἀρχήν ἀγαθήν ἐπί τῇ συνοδικῇ συναθροίσει καί διορθώσητε πᾶν τό λυσιτελοῦν πρός αὐτήν, καί ἐξ ὧν πάλιν ὁ αὐθέντης ἡμῶν ὁ ἅγιος βασιλεύς μετά συνεργίας τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου οὐδέν ἠμέλησε τῶν εἰς τήν ἐκείνου ἀφορώντων δύναμιν, ἀλλά καί εἰς τόν μακαριώτατον πάπαν τόν τε πρώην καί τόν νῦν πολλάκις ἔστειλε πρέσβεις, ἤδη δέ καί πρός τήν ὑμετέραν σύνοδον καί πολλάς ἐξόδους κατηνάλωσεν εἰς τάς τοιαύτας πρεσβείας καί ἄλλην πᾶσαν ἐπιμέλειαν ποιεῖται τήν πρός τό τοιοῦτον ἔργον ἀνήκουσαν. διά τοῦτο πρέπει ἵνα καί ἡμεῖς οἱ ἀφ΄ ἑκατέρου μέρους συνερχόμενοι σπουδάσωμεν πρός τήν τοιαύτην προχώρησιν, καί τούτου χάριν ἐτάχθημεν, ἵνα συναγώμεθα ἐνταῦθα καί σκεπτώμεθα περί τῶν ὀφειλομένων γενέσθαι πρός τήν συνάθροισιν τῆς οἰκουμενικῆς συνόδου, καί τήν ἐκεῖσε ἀποδημίαν καί αὖθις πρός τήν ἐνταῦθα ἐπάνοδον, καί διορθωθῇ εἴ τι ἐστίν ἐλλιπές ἤ θεραπείας δεόμενον ἐν τῷ δεκρέτῳ. χρή οὖν καί ἡμᾶς μετά φιλίας καί τιμῆς καί ἀγάπης λέγειν ἅπερ ἔχομεν εἰπεῖν πρός ὑμᾶς καί ἀκοῦσαι ἀφ΄ ὑμῶν, καί ὑμᾶς πάλιν ὁμοίως φιλικῶς τε καί ἀδελφικῶς δέχεσθαι τά παρ΄ ἡμῶν καί ἀπολογεῖσθαι καί θεραπεύειν τά δεόμενα διορθώσεως.

[←225]

Ο γραμματέας τού Ιωάννη Η΄ (Laurent 1971: 141 σημ. 7),

[←226]

Γεώργιος Σχολάριος (1400-1473): Καθολικός κριτής τῶν Ῥωμαίων (δικαστικό αξίωμα) και καθολικός σεκρετάριος τοῦ βασιλέως. Με τις ιδιότητες αυτές συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Μετά το 1444 και τον θάνατο τού Μάρκου Ευγενικού τέθηκε επικεφαλής τού αγώνα κατά τής Ένωσης των Εκκλησιών. Κατά την άλωση τής Κωνσταντινούπολης συνελήφθη από τούς Τούρκους και μεταφέρθηκε ως σκλάβος στην Αδριανούπολη. Ως Γεννάδιος υπήρξε μετά την άλωση ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1454-56, 1462-63, 1464-65).

[←227]

Φρά Μανουέλ: ίσως ο αδελφός. Εμμανουήλ τού Πέρα, τον οποίο η γενική συνέλευση τού τάγματός του, που συγκλήθηκε στη Λυών, όρισε στις 20 Μαΐου 1431 ως έφορο των σπουδαστών για το έτος 1431-1432 στην ακαδημία (studium) τής Περούτζια. Στην περίπτωση αυτή ο μοναχός πρέπει να επέστρεψε στο μοναστήρι του ή στον τόπο καταγωγής του. Η συμμετοχή του σε σχολεία τής Δύσης τού έδινε ίσως τα προσόντα για τον ρόλο τού διερμηνέα. (Laurent 1971: 141 σημ. 9),

[←228]

Κατά τον Laurent 1971: 142 σημ. 1, οι Λατίνοι διατύπωσαν τις πρώτες προτάσεις με τη μορφή τεσσάρων άρθρων, στα οποία οι Γραικοί απάντησαν με παρουσίαση πέντε σημείων. Ο Συρόπουλος διατήρησε μόνο δύο από αυτά, συμπεριλαμβανομένης τής εξομοίωσης των Γραικών με τούς αιρετικούς Βοημούς, η οποία παίρνει υπερβολική θέση στην αφήγησή του. Ο Laurent υπενθυμίζει ότι αυτή η υπόθεση των Βοημών «με τα πολυάριθμα και θανάσιμα λάθη» πρέπει να είχε έναν επίλογο στο Βυζάντιο, στις προσπάθειες να ενωθεί αυτή η αίρεση με την ανθενωτική παράταξη τής Εκκλησίας τής Κωνσταντινούπολης, παράταξη στην οποία ακριβώς ανήκε ο Συρόπουλος και τής οποίας υπέγραψε την επιστολή τού 1452 προς τούς Ουτρακουϊστές.

[←229]

Συρόπουλος 2.37: Ἀπεδέξαντο τούς τοιούτους λόγους καί οἱ συνοδικοί καί ἀπελογήσαντο μετ΄ εὐχαριστίας καί ἱλαρότητος ἀπολογίας ἁρμοδίας πρός οὕς ἤκουσαν λόγους. εἶτα εἶπον ὅπως εἰσίν ἕτοιμοι καταβαλεῖν καί ἐξόδους πρός τό σταλῆναι πρέσβεις οὗ ἄν δεήσοι διά τήν χρείαν τῶν ἐν τῇ συνόδῳ ἐλευσομένων, εἴπερ στερχθῶσι πρότερον παρά τοῦ βασιλέως καί τοῦ πατριάρχου πάντα τά ἐμπεριειλημμένα τῷ δεκρέτῳ. ὅθεν καί πρός τήν διάσκεψιν ἐχώρησαν τῶν ἐν τῷ δεκρέτω. καί εἶπον οἱ ἡμέτεροι πρός ἐκείνους, ὅτι ἐν τῷ προοιμίῳ λέγετε περί ἡμῶν, ὅτι ἔχομεν αἵρεσιν. λέγετε γάρ τήν νέαν αἵρεσιν τῶν Ποεμίων καί τήν παλαιάν τῶν Γραικῶν. καί πάνυ θαυμάζομεν πῶς λέγετε τοῦτο· τίς γάρ εἶπε ποτέ τοῦτο περί ἡμῶν, ἤ ποίαν αἵρεσιν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ μηδέν ὅλως παρεκβάντες ἤ παρασαλεύσαντές τι ἀπό τῶν ἀποστολικῶν καί συνοδικῶν καί πατρικῶν παραδόσεων; σκάνδαλον οὖν μέγαν προξενεῖ τό τοιοῦτον ἡμῖν, καί ζητοῦμεν πρό παντός ἄλλου θεραπείαν εἰς αὐτό. οἱ δέ ἀπελογήσαντο πρός τοῦτο ὅτι οὐ γέγονε μετά περιεργίας, ἀλλ΄ ἁπλῶς οὕτως ἐγράφη παρά τοῦ γραμματικοῦ· ἡμεῖς γάρ καί οἱ ἡμέτεροι πάντες οὔτε εἴπομέν ποτε περί ὑμῶν οὔτε λέγομεν νῦν, ὅτι ἔχετε αἵρεσιν, καί δυνάμεθα βεβαιῶσαι καί ἀνακηρῦξαι τοῦτο παρρησίᾳ εἰς ἐπήκοον πάντων, εἴγε βούλεσθε, καί ἔσται τοῦτο, ὡς νομίζομεν, ἀρκετή θεραπεία πρός ὑμᾶς, καί οὐ δεῖ σκανδαλίζεσθαι διά λάθος τοῦ γραμματικοῦ. εἶπον οὖν πρός ταῦτα οἱ μεσάζοντες, ὅτι οὐκ ἔστι θεραπεία ἥν λέγετε ποιῆσαι πρός ἡμᾶς λόγοις· ποῦ γάρ φανεῖται ἡ διά τῶν λόγων θεραπεία ἤ πῶς ἔσται ἡμῖν τίμιον, ὅταν δεξώμεθα τό δεκρέτον ὡς ἔχει, καί προτείνωμεν τοῦτο ὡς δικαίωμα ἡμῶν, αὐτό δέ συντάττει ἡμᾶς μετά τῶν Ποεμίων, τῶν ἐχόντων πολλάς καί κακίστας αἱρέσεις; καί κατά τί συμφέρει τοῖς ἡμετέροις καταδέξασθαι τοῦτο; ὡς γοῦν καί ταῦτα ἤκουσαν, ἀναστάντες μικρόν προῆλθον καί ἰδίᾳ ἱκανῶς ἐβουλεύσαντο. εἶτα ἐλθόντες καί καθίσαντες εἶπον, ὅτι· διαβεβαιούμεθα μεθ΄ ὅρκων ὡς οὐ γέγονε τοῦτο πανούργως, ἤ ἐπιτηδευτῶς, ἀλλ΄ ἔστι λάθος καί σφάλμα καί τό πλέον τοῦ σφάλματος ἀνάγεται εἰς τούς πρέσβεις ὑμῶν· αὐτοί γάρ ἦσαν ἐν τῇ συνόδῳ καί εἶδον καί τό δεκρέτον καί πρό τοῦ τελεσθῆναι καί μετά τό τελεσθῆναι, καί εἴπερ ἔλεγόν τι περί τούτου καί ἐζήτουν διόρθωσιν, εὐθέως ἄν διωρθοῦτο χωρίς λόγου τό τοιοῦτον· αὐτῶν δέ μή εἰπόντων ἐκεῖ τι καί ἡμῶν ἐλθόντων ἐνταῦθα μετά τούτου τοῦ δεκρέτου, οὐκ οἴδαμεν τίνα ἄλλην ἄν θεραπείαν ποιήσαιμεν. ἀξιοῦμεν δέ ὑμᾶς, σκέψασθαι καί εἴπατε ἄλλην θεραπείαν ἀρκετήν ὑμῖν, δυναμένην τε γενέσθαι καί παρ΄ ἡμῶν καί ἡμεῖς ταύτην διαπραξόμεθα. καί οὕτως διελύθη ὁ σύλλογος.

[←230]

Αυτές οι δηλώσεις διατυπώθηκαν γραπτώς και δόθηκαν στους Γραικούς. Οι απεσταλμένοι τής Συνόδου τής Βασιλείας εξήγησαν στη συνέχεια τη συμπεριφορά τους στους εντολείς τους (Laurent 1971: 144 σημ. 1).

[←231]

Συρόπουλος 2.38: Ἐξερχομένων δέ ἡμῶν, εἶπον οἱ ἡμέτεροι πρέσβεις ἰδίᾳ πρός ἡμᾶς, ὅτι αὐτοί μεγάλην ἰσχύν ἔχουσιν ἀπό τῆς συνόδου καί ὡς νομίζομεν κρατοῦσι καί βούλλας, καί εἰ ἐνστῆτε καλῶς, δύνανται δέ καί τό δεκρέτον μεταποιῆσαι καί βεβουλλωμένον αὐτό παραδοῦναι. ἐν δέ τῇ δευτέρᾳ συνελεύσει πάλιν οἱ περί τούτου κινοῦνται λόγοι μετά πολλῆς καί μεγάλης ἐνστάσεως τῶν ἡμετέρων. ἀπελογοῦντο δέ ἐκεῖνοι, ὅτι· οὔτε ἡμεῖς οὔτε οἱ ἐν τῇ συνόδῳ τῆς Βασιλείας ἔχομεν περί ὑμῶν τοιαύτην δόξαν, οἵαν νομίζετε λέγειν τό δεκρέτον, οὐδέ ἐγράφη μετά τοῦ σκοποῦ ὅν ὑμεῖς ὑπολαμβάνετε· πλήν ἐπεί οὕτως ἐγράφη, οὐκ ἔχομεν ἡμεῖς ἐν αὐτῷ ποιῆσαι ἐνταῦθα διόρθωσιν· δυνάμεθα δέ θεραπεῦσαι τοῦτο δι΄ ἑτέρου γράμματος καί γράψαι καί βεβαιῶσαι θεραπείαν, ὁποίαν ὑμεῖς ἄν ἐθελήσετε· ἥν καί ὑποσχόμεθα, εἶπον, στερχθῆναι καί παρά πάσης τῆς συνόδου. πολλῶν οὖν λόγων λαληθέντων ἀφ΄ ἑκατέρου μέρους, εἶπον οἱ ἡμέτεροι, ὅτι οὐκ ἔστιν ἄλλη θεραπεία πλήν αὐτή καί μόνη, ἥγουν ἵνα τό δεκρέτον μεταγραφῇ καί διορθωθῇ· οὐδέ γάρ ἀνεξόμεθα δέξασθαι τοῦτο τό αἵρεσιν διαφημίζον ἡμῖν. καί ἐπί τούτοις ἐξήλθομεν.

[←232]

Συρόπουλος 2.39: Ἐν δέ <γ>ε τρίτῃ συνελεύσει, ἐπεί πάλιν ὁ περί τούτου λόγος ἐξῃτήθη, ἀναγκασθέντες εἶπον ἐκεῖνοι, ὡς· ἡμεῖς εἴπομεν θεραπείας, ὅσας ἐνομίσαμεν εἶναι πρός ἀνάπαυσιν ὑμῶν· ἀλλ΄ ἐπεί οὐκ ἀρκεῖσθε εἰς ταύτας, ἀλλά ζητεῖτε ἵνα τό δεκρέτον αὐτό μεταποιηθῇ, εἴπερ εἴχομεν μεταγράψαι καί βουλλῶσαι τοῦτο ἐνταῦθα, εὐκόλως ἄν διορθούμεθα τοῦτο· ἐπει δέ, ὡς ὁ Κύριος οἶδεν, οὐ δυνάμεθα βούλλαν ἐνταῦθα ποιῆσαι, λέγομεν ἤδη, ἵνα γράψωμεν ἡμεῖς προοίμιον ἕτερον, ὁποῖον ἔσται πρός θεραπείαν καί τιμήν ὑμετέραν καί, εἰ ἀρέσει ὑμῖν, ἵνα μεταγράψωμεν τό δεκρέτον μετά τοῦ ἀρέσκοντος ὑμῖν προοιμίου, καί στείλωμεν αὐτό ἐν τῇ συνόδῳ μεθ΄ ἑνός ἐξ ἡμῶν τοῦ ἐκεῖσε ἀπελευσομένου, καί στερχθῇ καί βουλλωθῇ παρ΄ ἐκείνων, καί οὕτω στείλωσιν αὐτό πρός ἡμᾶς. ἤρεσε τοῦτο πᾶσι καί ἠρκέσθησαν· πλήν εἶπον, ὅτι ἡμεῖς δέ πῶς μέλλομεν πιστωθῆναι ὅτι στέρξει καί ἡ σύνοδος τό τοιοῦτον; εἶπον οὖν ἐκεῖνοι, ὅτι· ὑποσχόμεθα τοῦτο ἡμεῖς καί ἕτοιμοι ἐσμέν παρασχεῖν ὑμῖν πίστιν πρός τοῦτο ὁποίαν ἄν ἐθελήσετε, ὅτι χωρίς λόγου τινός στέρξει καί βεβαιώσει τοῦτο ἡ σύνοδος, ὅ καί ἔργοις αὐτοῖς ὄψεσθε τῇ τοῦ θεοῦ βοηθείᾳ. λοιπόν ἐπεί περιέστη τό περί τοῦ προοιμίου, σκεψώμεθα καί περί τῶν ἐν τῷ δεκρέτῳ ἑτέρων κεφαλαίων.

[←233]

Κατά τον Laurent 1971: 145 σημ. 3, στην εκδοχή Β τού χειρογράφου προστίθεται, ότι αν το προοίμιο που είχαν ξαναφτιάξει οι Λατίνοι δεν ικανοποιούσε τούς Γραικούς, οι τελευταίοι έπρεπε να γράψουν ένα, με το οποίο ο αυτοκράτορας θα δεσμευόταν, αλλά με τη μεγαλύτερη μυστικότητα.

[←234]

Συρόπουλος 2.40: Συνήλθομεν οὖν πολλάκις, καί ἦν ἡ σκέψις περί τῶν λοιπῶν κεφαλαίων. ὡς οὖν ἐθεωροῦμεν τούς ἄρχοντας συγκατατιθεμένους εὐκόλως σχεδόν εἰς πάντα, εἴπομεν πρός αὐτούς, ὅτι· τό περί τοῦ τόπου τῆς συνόδου φαίνεται ἡμῖν δυσχερές· εἰ γάρ θελήσουσιν αὐτοί ἑλκῦσαι τούς ἡμετέρους ἐν τῇ Βασιλείᾳ ἤ ἔτι καί ἐν τῇ Σαβαουδίᾳ, ἔνθα πολύ τό διάστημα, πῶς δυνήσεται ὁ πατριάρχης ἀσθενής ὤν ἤ ἀρχιερεῖς γέροντες καί ἀνίσχυροι ἀπελθεῖν ἐκεῖσε; εἶπον δέ πρός ἡμᾶς οἱ ἄρχοντες, ὅτι εἰ οὐ θελήσει ὁ πάπας παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ, κάλλιον ἡγεῖται ὁ βασιλεύς πορρωτέρῳ γενέσθαι τήν σύνοδον· ἀπέσται γάρ οὕτω καί ἡ τοῦ πάπα ὑπεροχή καί μετά πλείονος ἐλευθερίας πράξει ὁ βασιλεύς τά λυσιτελοῦντα αὐτῷ· ὁ δέ πατριάρχης καί οἱ γέροντες ἀπελεύσονται μετά ἀναπαύσεως. ὕστερον δέ ὅμως εἶπον πρός ἐκείνους καί περί τοῦ τόπου, καί ἀπελογήσαντο, ὅτι διά τοῦτο γράφονται ἐννέα τόποι, ἀφ΄ ὧν οἱ μέν εἴσιν ἐγγυτέρω, οἱ δέ πορρωτέρω, ἵνα ἐκλέξησθε ἐξ αὐτῶν καί γένηται ἡ σύνοδος ὅπου ἄν ἐθελήσετε. ἔδοξεν οὖν καλόν καί ἀφῆκαν τό περί τούτου, ἵνα ταχθῇ ὅταν μέλλωσιν οἱ ἡμέτεροι ἀπαίρειν ἐκεῖσε· τοῦτο δέ μόνον εἶπον ἐκείνοις γινώσκειν ὁμολογουμένως, ὡς οὐκ ἀπελεύσονται οἱ ἡμέτεροι ἐν τῇ Βασιλείᾳ.

[←235]

Κατά τον Laurent 1971: 145 σημ. 4, τέσσερα σε αριθμό ζητήματα σε υπόμνημα που δόθηκε στους απεσταλμένους τής συνόδου (Οκτώβριος 1435): (α) Αν η σύνοδος αποτύγχανε, οι Γραικοί θα επέστρεφαν χωρίς να ενοχληθούν με οποιονδήποτε τρόπο. (β) Η απουσία, παρακινούμενη ή όχι, Δυτικών ηγεμόνων και βασιλέων δεν θα εμπόδιζε τη Σύνοδο να ολοκληρώσει την πρόοδο των εργασιών της. (γ) Οι Γραικοί θα κινούνταν ελεύθερα στις πόλεις τής Ιταλίας. (δ) Αδικήματα που διαπράττονταν από τούς Γραικούς θα δικάζονταν και θα τιμωρούνταν από τούς Γραικούς.

[←236]

Όμως το συνοδικό κείμενο προέβλεπε τη Σαβοΐα ως πιθανό τόπο συνάντησης (βλέπε επόμενη σημείωση), ενώ ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι όριζε ακόμη και τη Γενεύη «που είναι διάσημη στη Σαβοΐα» (que in Sabaudia famosior est). Αλλά στον Ιωάννη τής Ραγούσας που τού το ανέφερε, ο αυτοκράτορας απάντησε ότι οι πρεσβευτές του είχαν καταλάβει ως Σαβοΐα αυτήν τού Πεδεμοντίου, όχι εκείνη των βουνών (Laurent 1971: 146 σημ. 1).

[←237]

«Κατονομαζόμενα μέρη είναι η Καλαβρία, η Αγκώνα, ή άλλος παραθαλάσσιος τόπος στην Ιταλία, η Μπολώνια, το Μιλάνο ή άλλη πόλη στην Ιταλία, η Βούδα στην Ουγγαρία, η Βιέννη στην Aυστρία και τέλος η Σαβοΐα» (Loca nominata sunt Calabria Ancona vel alia terra maritima, Bononia, Mediolanum vel alia civitae in Italia; extra Italiam Buda in Ungaria Vienna in Austria et ad ultimum Sabaudia). Σε αυτά τα επτά μέρη πρέπει να προστεθούν η Βασιλεία και η Αβινιόν, για τις οποίες οι Γραικοί δεν ήθελαν ούτε ν΄ ακούσουν (Laurent 1971: 146 σημ. 2).

[←238]

Ο πατριάρχης (επιστολές τής 11ης και 26ης Νοεμβρίου 1435) και ο αυτοκράτορας (επιστολή τής 26ης Νοεμβρίου) ήθελαν εκ των προτέρων να γνωρίζουν σε ποιες από τις προαναφερθείσες πόλεις μπορούσε να πάει πιο εύκολα ο πάπας, καθώς θεωρούσαν την παρουσία του απολύτως απαραίτητη (Laurent 1971: 147 σημ. 3).

[←239]

Συρόπουλος 2.41: Καί μεθ΄ ἡμέρας τινάς ἦλθον οἱ ἐκ τῶν ἡμετέρων ἐκλελεγμένοι πάντες εἰς τόν πατριάρχην κοινωσόμενοι περί τῶν λεγομένων καί στεργομένων ἐν τῷ δεκρέτῳ καί σκεψόμενοι κοινῶς, εἰ εὐκόλως ἔχουσι γενέσθαι τά τοιαῦτα, ἤ ἔχουσι καί δυσχέρειάν τινα. τότε γοῦν εἴπομεν ἐγώ τε καί ὁ πνευματικός ὁ κῦρ Ματθαῖος, ὅτι δύο τινά ὁρῶμεν ἡμεῖς δυσχερῆ· ἕν μέν ὅτι διαλαμβάνεται ἐν τῷ δεκρέτῳ ὡς εἴπερ ποιήσουσιν οἱ Λατῖνοι ὅσα ὑπόσχονται, ἵνα ἀπέλθῃ ὁ βασιλεύς μετά τοῦ πατριάρχου καί τῶν λοιπῶν ἡμετέρων ἐν τῇ συνόδῳ ἀπαραιτήτως, εἴτε μάχη ἔσται, εἴτε καί ἀγάπη. εἰ γοῦν γενήσεται μάχη, πῶς ἄν ἐξέλθῃ ὁ βασιλεύς καί μεθ΄ ἑτέρων καταλιπών τήν Πόλιν πολιορκουμένην, ὅπουγε εἰ καί ἀποδημῶν ἐτύγχανεν; ἔδει τότε πάντα καταλιπεῖν καί μετά σπουδῆς εἰς τήν Πόλιν παραγενέσθαι καί πρός φυλακήν αὐτῆς καί ἀσφάλειαν καί τῶν ἐχθρῶν ἀποσόβησιν ἀγωνίζεσθαι. ἕτερον δέ ὅτι, εἰ γένηται ἡ ἕνωσις, ἵνα ἐπανασώσωσιν ἡμᾶς ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων τε καί ἐξόδων, οὐ μήν δέ ὑπόσχονται ποιῆσαι τοῦτο καί εἰ οὐκ ἐπακολουθήσει ἡ ἕνωσις. τί οὖν θάρρος ἔχομεν πρός τήν ὑποστροφήν, εἰ οὐ γένηται ἡ ἕνωσις; πρός μέν οὖν τό πρῶτον ἀπεκρίθη ὁ μεσάζων ὁ Νοταρᾶς, ὅτι τοῦτο βεβουλευμένον ἐστί παρ΄ ἡμῶν καλῶς καί μᾶλλον συντελεῖ ἀπελθεῖν τότε τόν βασιλέα· μάχης γάρ οὔσης, ἀπελεύσεται ὁ βασιλεύς μετά ὀλίγων τινῶν καί μετά τῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες οὐδέ πρός φυλακήν τῆς Πόλεως συντελέσουσι· τίς γάρ βοήθεια ἔσται πρός πόλεμον ἀπό τῶν ἱερωμένων; ἀντί δέ τούτων καταλείψει ἐνταῦθα πλείονας ἀπό τῶν ἐλευσομένων οἵ καί πρός μάχην καί πόλεμον ἔσονται ἀναγκαῖοι καί ἁρμοδιώτεροι· καί ὅτι, εἰ μάχης οὔσης ἐξέλθοι ἐντεῦθεν ὁ βασιλεύς, ἐπιμελήσεται παντί τρόπῳ σταλῆναι ἐνταῦθα δύναμιν καί μεγάλως βοηθῆσαι τῇ Πόλει, καί ἄλλως δέ, εἰ τοῦτο ἴδοι ὁ ἐχθρός, συσταλήσεται καί πρός διαλλαγάς χωρήσει καί συμβιβάσεις, ὑπονοήσας ὅτι μέγα θάρρος ἔχει ὁ βασιλεύς καί ἐν τοιούτῳ καιρῷ ἀπεδήμησε. πρός δέ τό δεύτερον εἶπεν, ὅτι τοῦτο δεῖ ζητηθῆναι.

[←240]

Για πολλούς Δυτικούς, η κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης από τούς Τούρκους σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν αναπόφευκτη. Ο Αουρίσπα, που ζούσε εκεί, θεωρούσε ότι μόνο με θαύμα μπορούσε να σωθεί, ενώ ο Ιωάννης τής Ραγούσας έγραφε στις 10 Μαρτίου 1436 στη Σύνοδο τής Βασιλείας, ότι αν η σύνοδος αυτή σταματούσε να ασχολείται με τη Βυζαντινή Εκκλησία και έχανε το ενδιαφέρον της για την Ένωση των Εκκλησιών, η πτώση τής Κωνσταντινούπολης δεν θα αργούσε, με αποτέλεσμα η ίδια η Ουγγαρία να καταστρεφόταν σύντομα, περισσότερο απ’ όσο είχε καταστραφεί το 1435 (Laurent 1971: 147 σημ. 4).

[←241]

Συρόπουλος 2.42: Ἐν ἑτέρᾳ δέ συνελεύσει, εἶπον μέν καί περί ἄλλων τινῶν ζητημάτων· εἶπον δέ καί περί τοῦ δηλωθέντος κεφαλαίου τῆς ὑποστροφῆς. ἀπελογήσαντο δέ ἐκεῖνοι ὅτι ἡμεῖς θαρροῦμεν, ὡς, εἴπερ ἔλθητε, ἐκεῖσε σύν θεῷ γενήσεται καί ἡ ἕνωσις· διό οὐδέ πολύν λόγον ἐποιησάμεθα περί οὗ νῦν λέγετε, οὐδέ ἐφάνη καλόν ἡμῖν ἵνα λαληθῇ εἰς τούς πολλούς, ὅτι εἴπερ οὐ γένηται ἕνωσις, ὑποστρέφειν δεῖ ὑμᾶς μετά τῶν αὐτῶν ἐξόδων τε καί κατέργων· εἰ γάρ ἤκουον τοῦτό τινες τῶν ἐν τῇ συνόδῳ, ἐδυσχέραινον ἄν ἴσως ὡς ἐπ΄ ἀδήλοις τάς ἐξόδους καταβαλλόμενοι· οὐ γάρ εἰσι πάντες τῆς αὐτῆς προθυμίας καί εὐπορίας, καί ἀμελῶς ἄν διετίθεντο πρός τό ἔργον τοῦτο καί ὀκνηρῶς· ὀλίγοι δέ τινες ἐξ ἡμῶν καί οἱ κρείττονες οἴδασι καί στέργουσι τοῦτο, καί πληροφοροῦμεν ὑμᾶς ὅτι μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων καί τιμῆς ἐπανελεύσεσθε, εἴτε γένηται ἡ ἕνωσις, εἴτε καί μή. ἡμεῖς δέ εἴπομεν, ὅτι· οὐκ ἀναπαύει ἡμᾶς τοῦτο· οὐδέ γάρ ἐσμέν ἀρκετοί πρός τό λόγοις μόνον ὑμετέροις θαρρῆσαι καί μή γράφεσθαι τοῦτο ἐν τῷ δεκρέτῳ. εἶτα ἐζήτησαν ἐκείνους γρᾶψαι ὅπερ ὑπεσχέθησαν προοίμιον, καί ἔστησαν τοῦτο ποιῆσαι.

[←242]

Συρόπουλος 2.43: Ἐν δέ τῷ μεταξύ ὥρισεν ὁ βασιλεύς καί συνήλθομεν πρός αὐτόν οἱ δηλωθέντες ἐκλελεγμένοι· εἰσήχθησαν δέ μεθ΄ ἡμῶν καί ἕτεροι τῶν ἐκκρίτων ἀρχόντων καί ἐκαθίσαμεν. ἐρώτησεν οὖν ὁ βασιλεύς· πῶς φαίνονται ὑμῖν οἱ λόγοι τῶν συνοδικῶν, καί μέχρι τοῦ νῦν εἰς τί περιέστητε; ἀπελογήσαντο οἱ ἡμέτεροι, ὅτι οἱ λόγοι αὐτῶν δοκοῦσιν ἡμῖν καλοί· οὐκ οἴδαμεν δέ εἰ καί τά ἔργα τοῖς λόγοις ἀκολουθήσει. νῦν δέ περιέστημεν, ἵνα γράψωσι τό προοίμιον τοῦ δεκρέτου καί δῶσιν ἡμῖν καθώς ἔταξαν. εἶπεν ὁ βασιλεύς, ὅτι ὑμῖν δοκεῖ ἡ λέξις ἐκείνη δυσχερής καί ποιεῖσθε πολύν τόν περί ταύτης λόγον· ἐμοί δέ οὐ τοσοῦτον φαίνεται ἀναγκαῖον ἤ βαρύ· κατά τί γάρ ἐγγίζει ἤ λυμαίνεται ἡμᾶς τό λέγειν τήν σύνοδον πρός τούς ἰδίους αὐτῆς, ὅτι διορθοῖ αὕτη τήν αἵρεσιν τῶν Ποεμίων καί τῶν Γραικῶν; ἐκεῖνοι οἱ ἐν τῇ συνόδῳ ἠθέλησαν καυχήσασθαι πρός τούς ἰδίους, ὅτι κατορθοῦσι πολλά καί μεγάλα καί ἀξιέπαινα πράγματα καί μετά τῶν ἄλλων διώρθωσαν καί τήν αἵρεσιν τῶν Ποεμίων, καί ἤδη βούλονται διορθῶσαι καί τήν αἵρεσιν τῶν Γραικῶν. τί οὖν πρός ἡμᾶς, εἰ λέγουσι τοῦτο πρός τούς ἰδίους; ἐπεί οὐ πρός ἡμᾶς εἰσιν οἱ λόγοι, ἀλλά πρός τούς ἰδίους, καυχάσθωσαν καί λεγέτωσαν καθώς ἄν ἐθέλωσι πρός ἐκείνους. διό οὐκ ἐδόκει μοι ἀναγκαία ἡ πολλή περί τοῦ προοιμίου ἔνστασις· ὅμως ἐπεί ἔταξαν ἀμεῖψαι τοῦτο, φαίνεται καί ἐμοί καλόν, καί ὑπολαμβάνω, ὅτι ποιήσουσι τοῦτο καί κρεῖττον πρός ἡμετέραν ἀνάπαυσιν ἤ εἴπερ ἄν ἡμεῖς αὐτό ἐποιοῦμεν. ἐγώ μέν οὖν οὕτω νομίζω· μήποτε δέ ἴσως οὐκ ἀρέσει ἡμῖν τό γενησόμενον ὑπ΄ ἐκείνων, διά τούτου ἐφάνη μοι καλόν ἵνα συνέλθητε ἐνταῦθα καί συνθῆτε κοινῶς προοίμιον τό ἀναπαῦον ἡμᾶς, καί ἔχητε τοῦτο ἀνέκφορον καί φυλαττόμενον παρ΄ ὑμῖν· ἀπαιτήσητε δέ ἐκείνους τοῦτο ποιῆσαι ἀπαραιτήτως, καί εἰ μέν δώσουσιν ἐκεῖνοι προοίμιον καλόν καί ἀναπαῦον ἡμᾶς, τό ἡμέτερον μή φανερωθήτω· εἰ δέ τό ἐκείνων οὐκ ἀρέσει ὑμῖν, τότ΄ ἵνα δείξητε τό ἡμέτερον καί εἴπητε, ὅτι τοῦτο τό προοίμιον θέλομεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ. ἤρεσε τοῦτο πᾶσι καί ἀνήνεγκαν, ὅτι ὅρισόν τινας ἵνα καθίσωσιν ἰδίᾳ καί γράψωσι τοῦτο· ἐνταῦθα γάρ οὐ δυνήσενται τοῦτο ποιῆσαι συγχεόμενοι ὑπό τῶν πολλῶν. ὥρισεν οὖν τόν Ἐφέσου κῦρ Ἰωάσαφ, τόν μέγαν χαρτοφύλακα, τόν πάπαν κῦρ Ἰσίδωρον καί Ἄγγελον τόν Φιλομμάτην, καί ἐκάθισαν ἰδίᾳ καί συνέθηκαν προοίμιον.

[←243]

Συρόπουλος 2.44: Τῶν δέ λοιπῶν καθημένων ὡμίλει ὁ βασιλεύς χαριέντως, καί δημηγορῶν ἔφη καί τάδε, ὡς· εἰ ὁ θεός δοίη συναθροῖσαι ἡμᾶς καί συστῆσαι σύνοδον οἰκουμενικήν, παραγενομένους καί ἡμᾶς ἐκεῖσε καί κατά τό ἀνῆκόν μοι συνεργήσοντας, εἰ συναιρομένου θεοῦ ἕνωσις γένηται τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ καί ὁμοφωνήσωσι καί εἰρηνεύσωσιν οἱ χριστιανοί, μέγα πρᾶγμα ἔσται τοῦτο καί ἐξαίσιον κατά τόν παρόντα καιρόν. εἰρηκότων δέ τινων, ὅτι οὕτως ἔχει καί κατά πολύ ἔσται μέγα, καθώς ὁρίζεις, εἰ γένηται, εὐθύς ἀνθυπενεγκεῖν τοῦτον· οὐχ ἁπλῶς ἔσται μέγα, ἀλλά μεῖζον πάντων τῶν γεγονότων ἐν ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις, πλέον δέ καί αὐτοῦ τοῦ γεγονότος παρά τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου ἐν τῇ πρώτῃ συνόδῳ· ἐν γάρ τῷ καιρῷ τῆς πρώτής συνόδου, εἰρηνικῆς οὔσης τῆς καθόλου Ἐκκλησίας καί ὑγιῶς ἐχούσης περί τά δόγματα, ὁ Ἄρειος ἦν ἐναντίος καί ἀντιλέγων. εἶχε δέ μετ΄ αὐτοῦ καί εἴκοσιν ἤ τριάκοντα ἴσως, οἱ δέ λοιποί πάντες ἦσαν ὀρθόδοξοι· ἦν δέ καί ἡ αἵρεσις ὀλίγου καιροῦ· τριῶν γάρ χρόνων ἐντός ἤρξατό τε καί ἐκρίθη καί κατεδικάσθη. συνῆξεν οὖν ὁ βασιλεύς τούς ἐπισκόπους, οἵτινες ἦσαν πάντες ὁμογνώμονες καί ὀρθόδοξοι, καί κατεδίκασαν τόν Ἄρειον καί τούς περί ἐκείνου ὀλίγους ὄντας, καί πρό ὀλίγου καιροῦ τῆς αἱρέσεως αὐτῶν ἀρξαμένης. ἐν δέ τῷ παρόντι πολλοί μέν καί ἀναρίθμητοι σχεδόν οἱ πρός τήν ἐκείνων δόξαν ἑαλωκότες· ἀναλογίσθητε γάρ πόσοι εἰσίν ἄνθρωποι ἐν τοῖς γένεσι τῶν Ἰταλῶν, τῶν Ἀλαμανῶν, τῶν Ἰσπανῶν, τῶν Βρετανῶν καί πάντων τῶν δυτικῶν μερῶν, καί πόσοι ἐπίσκοποι ἐν αὐτοῖς καί μοναχοί καί διδάσκαλοι καί φιλόσοφοι καί γένη ἐπῃρμένα τε καί ὑπέρογκα. πολλοί δέ καί οἱ ἀπό τοῦ μέρους ἡμῶν οἱ τήν ἀρχαίαν καί ἡμετέραν δόξαν πρεσβεύοντες καί ἐκείνοις σχεδόν ἐξισούμενοι, ὅσον πρός ἀριθμόν· ἔχομεν γάρ καί ἡμεῖς τούς ἐγγύς ἡμῶν ἔν τε τῷ δυτικῷ μέρει καί τῷ ἀνατολικῷ, ἥτοι τά γένη τῶν Τραπεζουντίων, τῶν Ἰβήρων, τῶν Τζαρκασίων, τῶν Μιγκρελίων, τῶν Γότθων, τῶν Ῥώσων, τῶν Βλάχων, τῶν Σέρβων, τῶν ἐν ταῖς νήσοις, καί ἔτι τούς πατριάρχας μετά τῶν περί ἐκείνους. ἀκούω δέ καί ἐντός τῆς Αἰθιοπίας ἔνι γένος μέγα καί πολυάνθρωπον ὀρθόδοξον καί κατά πάντα τοῖς ἡμετέροις ἐξακολουθοῦν δόγμασιν· ἐν οἷς, ὡς νομίζω, δεῖ σταλῆναι καί πρέσβιν προσκαλεσόμενον καί αὐτούς εἰς τήν σύνοδον. πολλοί μέν οὖν, ὥσπερ ἔφην, καί οἱ ἡμέτεροι· πολυχρόνιον δέ καί τό σχῖσμα· πεντακοσίους γάρ ἔγγιστα χρόνους ἔχουσιν ἐμπαγέντες τῇ τοιαύτῃ δόξῃ. πόσον οὖν ἐστι τό τά τοσαῦτα γένη καί ἐπί τοσούτους διερρωγότα χρόνους συνάψαι τε καί ἑνῶσαι καί ὑπό μίαν Ἐκκλησίαν τούς καθόλου ἀποκαταστῆσαι; λίαν ἐστί τοῦτο μέγα, εἰ γενήσεται, καί ὑπερβαῖνον ἅπαντα ὁμοῦ τά ἐν πάσαις ταῖς οἰκουμενικαῖς γεγονότα συνόδοις· ἐλπίζομεν δέ, ἀφ΄ ὧν γράφουσιν ἡμῖν καί ἐξ ὧν ἀκούομεν, γενέσθαι σύν θεῷ τήν ἕνωσιν. εἰ γοῦν γένηται, εἰς πολλά μέλλομεν διορθώσειν τήν Ἐκκλησίαν ἐκείνην. εἶπέ μοι δέ καί ὁ βασιλεύς τῶν Ἀλαμανῶν, ὅτε εἰς ἐκεῖνον παρεγενόμην, ὅτι ἐπιμελήθητι ἵνα ποιήσῃς τήν ἕνωσιν· ἄν γάρ τοῦτο ποιήσῃς, αὐτός διορθώσεις καί τήν Ἐκκλησίαν ταύτην· εἰς πολλά γάρ παρεξῆλθον οἱ ἡμέτεροι, οἱ δέ τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἔχουσι καλλίονα τάξιν. εἰ οὖν ποιήσεις τήν ἕνωσιν, διορθώσεις καί τούς ἡμετέρους. εἶπέ μοι δέ καί ἕτερα πολλά ὑπέρ ἡμῶν, καί καλῶς οἶδα ἐγώ τόν ἀγαθόν ἐκείνου σκοπόν καί ὅσα ὑπέρ ἡμῶν βούλεται, εἴπερ γένηται ἡ ἕνωσις· μετά γάρ τῶν ἄλλων εἶπε ποιήσειν ἐμέ καί τῆς ἰδίας βασιλείας διάδοχον. ταῦτα δημηγορῶν ἔφη ὁ βασιλεύς μετά θυμηδίας πολλῆς.

[←244]

Αυτή η αίρεση όμως δεν εξαλείφθηκε, ενώ είναι γνωστό ότι η διάδοσή της, κυρίως μεταξύ των βαρβάρων εισβολέων, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό, μετά τη Σύνοδο τής Νικαίας, τη μοίρα τής Δυτικής Ευρώπης και τής Βόρειας Αφρικής (Laurent 1971: 150 σημ. 1).

[←245]

Τραπεζούντιοι: Οι υπήκοοι τής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας.

[←246]

Ίβηρες: Το 337 μ.Χ. ο βασιλιάς Μίριαν Γ΄ τής Ιβηρίας (Γεωργίας) τού Καυκάσου, σύγχρονος τού Μεγάλου Κωνσταντίνου, ανακήρυξε τον χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία τού κράτους, δίνοντας μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών και παίζοντας τελικά καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση τού ενοποιημένου γεωργιανού έθνους. Η αποδοχή τού χριστιανισμού από τον βασιλιά Μίριαν Γ΄ συνέδεσε αποτελεσματικά το βασίλειο με τη γειτονική Βασιλεία Ρωμαίων, η οποία άσκησε μεγάλη επιρροή στη Γεωργία για μια σχεδόν χιλιετία, προσδιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή τής πολιτιστική ταυτότητα.

[←247]

Κιρκάσιοι: Ο χριστιανισμός έφτασε και εξαπλώθηκε στον Καύκασο μεταξύ 4ου και 6ου αιώνα κάτω από την επιρροή τής Κωνσταντινούπολης και αργότερα μέσω των Γεωργιανών μεταξύ 10ου και 13ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου οι Κιρκάσιοι άρχισαν να δέχονται τον χριστιανισμό ως εθνική τους θρησκεία, αλλά χωρίς να τον υιοθετούν πλήρως, αφού στοιχεία των αρχαίων αυτόχθονων θρησκευτικών τους πεποιθήσεων εξακολουθούσαν να επιβιώνουν. Αργότερα, υπό την επίδραση των Τατάρων τής Κριμαίας και Οθωμανών κληρικών, οι Κιρκάσιοι (Τσερκέζοι) ασπάστηκαν το Ισλάμ.

[←248]

Μιγκρέλιοι: Άλλη ονομασία για τούς Λαζούς των παραθαλάσσιων περιοχών τής βορειοανατολικής Τουρκίας και τής γειτονικής Γεωργίας, που εκχριστιανίστηκαν νωρίς. Από τον 16ο αιώνα άρχισε ο εξισλαμισμός τους στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

[←249]

Γότθοι: Καθώς οι Γότθοι μετά τον 4ο αιώνα είχαν μετακινηθεί, οι Οστρογότθοι προς την Κεντρική και οι Βισηγότθοι προς τη Δυτική Ευρώπη, προφανώς ο αυτοκράτορας αναφέρεται εδώ στους απομείναντες Γότθους τής Κριμαίας. Η ηγεμονία Γοτθίας σχηματίστηκε μετά την 4η Σταυροφορία (1204) από τμήματα τού θέματος Χερσώνος τής αυτοκρατορίας, που δεν είχαν καταληφθεί από τούς Γενουάτες όπως ο Καφφάς (η αρχαία Θεοδοσία). Ο πληθυσμός τής Γοτθίας αποτελούσε μίγμα Ελλήνων, Γότθων Κριμαίας, Αλανών, Βουλγάρων, Κιπτσάκων και άλλων, που ήσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Επίσημη γλώσσα τής Γοτθίας ήταν η ελληνική. Τα εδάφη τής βρίσκονταν αρχικά υπό τον έλεγχο τής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας και αποτελούσαν πιθανώς μέρος τής κριμαϊκής κτήσης τής αυτοκρατορίας αυτής, τής ονομαζόμενης Περατείας.

[←250]

Ρώσοι: Το Χρονικό των Ρως αναφέρει ότι το έτος 987, ύστερα από διαβούλευση με τούς βογιάρους του, ο ηγεμόνας των Ρως τού Κιέβου Βλαδίμηρος ο Μέγας (βασ. 978-1015) έστειλε απεσταλμένους να μελετήσουν τις θρησκείες των διαφόρων γειτονικών εθνών. Για τούς μουσουλμάνους Βουλγάρους τού Βόλγα οι απεσταλμένοι ανέφεραν ότι δεν υπήρχε αγαλλίαση ανάμεσά τους, μόνο θλίψη και μεγάλη δυσοσμία. Ανέφεραν επίσης ότι το Ισλάμ ήταν ανεπιθύμητο, λόγω τής απαγόρευσης που επέβαλλε στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών και χοιρινού κρέατος. Ουκρανικές και ρωσικές πηγές περιγράφουν επίσης ότι ο Βλαδίμηρος διαβουλεύτηκε με Εβραίους απεσταλμένους και τούς ρώτησε για τη θρησκεία τους, αλλά τελικά την απέρριψε, λέγοντας ότι η απώλεια τής Ιερουσαλήμ αποτελούσε απόδειξη ότι είχαν εγκαταλειφθεί από τον Θεό. Τελικά ο Βλαδίμηρος κατέληξε στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Στις εκκλησίες των Γερμανών οι απεσταλμένοι του δεν βρήκαν καμία ομορφιά, αλλά στην Κωνσταντινούπολη, όπου τέθηκε σε εφαρμογή το πλήρες εκκλησιαστικό τελετουργικό για να τούς εντυπωσιάσει, βρήκαν το ιδανικό τους. Περιγράφοντας μια μαγευτική θεία λειτουργία στην Αγία Σοφία, ανέφεραν: «Δεν ξέραμε αν βρισκόμασταν στον ουρανό ή στη γη. Ούτε είχαμε ξαναδεί τέτοια απερίγραπτη ομορφιά». Ο Βλαδίμηρος εντυπωσιάστηκε από αυτή την περιγραφή των απεσταλμένων του, αλλά προσελκύστηκε ακόμη περισσότερο από τα πολιτικά οφέλη μιας συμμαχίας με την αυτοκρατορία.

Το 988, αφού κατέλαβε την πόλη Χερσόνησο (την αρχαιοελληνική αποικία, την «Πομπηία» τού Βορρά, τη Χερσώνα των χριστιανικών χρόνων, δίπλα στη σημερινή Σεβαστούπολη τής Κριμαίας), διαπραγματεύτηκε με τόλμη την επιστροφή τής με αντάλλαγμα το χέρι τής Άννας, αδελφής τού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ (Βουλγαροκτόνου, βασ. 976-1025). Ποτέ στο παρελθόν πορφυρογέννητη πριγκίπισσα δεν είχε παντρευτεί βάρβαρο και είχαν εντελώς απορριφθεί γαμήλιες προσφορές Γάλλων βασιλέων και Γερμανών αυτοκρατόρων. Φαινόταν λοιπόν αδύνατο να παντρευτεί η εικοσιεπτάχρονη πριγκίπισσα έναν ειδωλολάτρη Σλάβο. Ωστόσο ο Βλαδίμηρος βαφτίστηκε στη Χερσώνα, παίρνοντας το χριστιανικό όνομα Βασίλειος από φιλοφρόνηση προς τον αυτοκράτορα, τον μελλοντικό κουνιάδο του. Τη βάφτιση ακολούθησε ο γάμος του με την Άννα. Επιστρέφοντας στο Κίεβο θριαμβευτικά, κατέστρεψε τα παγανιστικά μνημεία και ίδρυσε πολλές εκκλησίες και μοναστήρια.

Αραβικές πηγές παρουσιάζουν διαφορετική ιστορία τού προσηλυτισμού τού Βλαδίμηρου. Το 987 ο Βάρδας Σκληρός και ο Βάρδας Φωκάς εξεγέρθηκαν εναντίον τού αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄. Οι δύο στασιαστές ένωσαν τις δυνάμεις τους, αλλά στη συνέχεια ο Βάρδας Φωκάς αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στις 14 Σεπτεμβρίου 987. Ο Βασίλειος Β΄ στράφηκε προς τούς Ρως τού Κιέβου για βοήθεια, παρά το γεγονός ότι τότε θεωρούνταν εχθροί. Ο Βλαδίμηρος συμφώνησε, με αντάλλαγμα έναν οικογενειακό δεσμό. Συμφώνησε επίσης να δεχτεί τον χριστιανισμό ως θρησκεία του και να εκχριστιανίσει τον λαό του. Όταν τακτοποιήθηκαν οι γαμήλιες ρυθμίσεις, ο Βλαδίμηρος έστειλε δύναμη 6.000 ανδρών στην αυτοκρατορία, που βοήθησαν να κατασταλεί η εξέγερση.

[←251]

Βλάχοι: Η ιστορία τού χριστιανισμού στην περιοχή ξεκινά στη ρωμαϊκή επαρχία τής Κάτω Μοισίας, όπου πολλοί χριστιανοί μαρτύρησαν στα τέλη τού 3ου αιώνα. Αποδεικτικά στοιχεία χριστιανικών κοινοτήτων έχουν βρεθεί σε πάνω από εκατό αρχαιολογικούς χώρους από τον 3ο και 4ο αιώνα. Ωστόσο οι πηγές από τον 7ο μέχρι τον 10ο αιώνα είναι τόσο σπάνιες, ωστε να φαίνεται ότι ο χριστιανισμός είχε εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου. Οι Βλάχοι (Ρουμάνοι) των μεσαιωνικών πηγών δανείστηκαν πολυάριθμους νοτιοσλαβικούς όρους, επειδή υιοθέτησαν τη λειτουργία στην παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα. Οι πρώτες ρουμανικές μεταφράσεις θρησκευτικών κειμένων εμφανίζονται τον 15ο αιώνα και η πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση τής Βίβλου δημοσιεύθηκε το 1688, επί Φαναριωτών ηγεμόνων. Την αρχαιότερη απόδειξη ότι υπήρχε Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιεραρχία στους Ρουμάνους βόρεια τού ποταμού Δούναβη αποτελεί παπική βούλα τού 1234. Στις περιοχές ανατολικά και νότια των Καρπαθίων, δύο μητροπολιτικές έδρες υπαγόμενες στον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως συγκροτήθηκαν μετά τη θέσπιση των δύο ηγεμονιών (Βλαχίας και Μολδαβίας) κατά τον 14ο αιώνα. Η ανάπτυξη τού μοναχισμού στη Μολδαβία είχε ιστορική σχέση με την αναβίωση τού κινήματος των Ησυχαστών κατά τον 14ο αιώνα και την ταυτόχρονη ανάπτυξη τής μοναστικής παράδοσης στην Ανατολική Ευρώπη.

[←252]

Σέρβοι: Οι Σέρβοι βαπτίστηκαν κατά τη διάρκεια τής βασιλείας τού αυτοκράτορα Ηρακλείου (610–641), ο οποίος έστειλε γέροντες από τη Ρώμη (πρεσβύτας ἀπό Ῥώμης), όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (βασ. 905-959) [Περί τῆς Διοικήσεως τῆς Αὐτοκρατορίας (De Administrando Imperio) 32]:
«Και αφού η σημερινή Σερβία και η Παγανία και η λεγόμενη χώρα των Ζαχλούμων και Τερβουνία και η χώρα των Καναλιτών βρίσκονταν υπό την εξουσία τού αυτοκράτορα των Ρωμαίων, και αφού αυτές οι χώρες είχαν ερημωθεί από τούς Αβάρους (γιατί αυτοί είχαν εκδιώξει από εκείνα τα μέρη τους Ρωμαίους που ζουν τώρα στη Δαλματία και στο Δυρράχιο), επομένως ο αυτοκράτορας εγκατέστησε αυτούς τους ίδιους Σέρβους σε αυτές τις περιοχές, και αυτοί υπάγονταν στον αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Και ο αυτοκράτορας έφερε γέροντες από τη Ρώμη και τους βάπτισε και τους δίδαξε να εκτελούν σωστά τα έργα τής ευσέβειας και τούς εξήγησε την πίστη των χριστιανών»
(Καί ἐπειδή ἡ νῦν Σερβλία καί Παγανία καί ἡ ὀνομασθεῖσα Ζαχλούμων χώρα καί Τερβουνία καί ἡ τῶν Καναλιτῶν ὑπό τήν ἐξουσίαν τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων ὑπῆρχον, ἐγένοντο δέ αἱ τοιαῦται χῶραι ἔρημοι παρά τῶν Ἀβάρων (ἀπό τῶν ἐκεῖσε γάρ Ῥωμάνους τούς νῦν ∆ελματίαν καί τό ∆υρράχιον οἰκοῦντας ἀπέλασαν), {καί} κατεσκήνωσεν ὁ βασιλεύς τούς αὐτούς Σέρβλους ἐν ταῖς τοιαύταις χώραις, καί ἦσαν τῷ βασιλεῖ Ῥωμαίων ὑποτασσόμενοι, οὓς ὁ βασιλεύς πρεσβύτας ἀπό Ῥώμης ἀγαγών ἐβάπτισεν, καί διδάξας αὐτούς τά τῆς εὐσεβείας τελεῖν καλῶς, αὐτοῖς τήν τῶν Χριστιανῶν πίστιν ἐξέθετο).
Το 733 ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος προσάρτησε το Ἰλλυρικόν στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αναστάσιο. Η συγκρότηση τού χριστιανισμού ως κρατικής θρησκείας ανατρέχει στην εποχή των χριστιανών ιεραποστόλων (αγίων) Κυρίλλου και Μεθοδίου, την εποχή τής βασιλείας τού Βασιλείου Α΄ (867-886), ο οποίος βάπτισε τούς Σέρβους κάποια στιγμή πριν από την αποστολή τού αυτοκρατορικού ναυάρχου Νικήτα Ορίφα στον ηγεμόνα Μουτιμίρ των Σέρβων, για βοήθεια στον πόλεμο εναντίον των Σαρακηνών το 869, αφού αυτός αναγνώρισε την επικυριαρχία τής αυτοκρατορίας. Σερβική επισκοπή (επισκοπή τής Ρας) ίσως είχε ιδρυθεί το 871 από τον Σέρβο ηγεμόνα Μουτιμίρ, με επικύρωση από τη Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως (879–80). Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι υιοθέτησαν τη λειτουργία στα παλαιά σλαβονικά, αντί για τα ελληνικά. Το 1019 συγκροτήθηκε η αρχιεπισκοπή Αχρίδας, ύστερα από την κατάκτηση τής Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από την Βασιλεία Ρωμαίων. Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου (Χιλαντάρ στα σέρβικα), το σερβικό ορθόδοξο μοναστήρι στο Άγιον Όρος, ιδρύθηκε το 1198 από τον πρώτο αρχιεπίσκοπο Σερβίας Άγιο Σάββα και τον πατέρα του, τον Σέρβο μεγάλο ηγεμόνα Στέφανο Νεμάνια, ο οποίος έγινε μοναχός εκεί. Ο Στέφανος Νεμἀνια (1113-1199), όταν συνασπίστηκε με το βασίλειο τής Ουγγαρίας, την Ενετική δημοκρατία και την Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ηττήθηκε από τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού το 1172 και συνελήφθη αιχμάλωτος. Στην Κωνσταντινούπολη ο Νεμάνια εκπαιδεύτηκε από τον Μανουἠλ κι έγινε φίλος του. Ορκίστηκε να μην επιτεθεί ποτέ ξανά στον Μανουήλ, ενώ ο αυτοκράτορας σε αντάλλαγμα αναγνώρισε τον Στέφανο και τούς απογόνους του ως νόμιμους μεγάλους ζουπάνους (ηγεμόνες) τής σερβικής Ράσκια.

[←253]

Πατριάρχαι Ἀνατολῆς: Οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.

[←254]

Στην Αἰθιοπία ο χριστιανισμός ανακηρύχθηκε επισήμως ως κρατική θρησκεία το 330. Με την εμφάνιση τού Ισλάμ τον 7ο αιώνα, οι χριστιανοί τής Αιθιοπίας απομονώθηκαν από τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. Ο επικεφαλής τής αιθιοπικής εκκλησίας διοριζόταν από τον πατριάρχη τής Κοπτικής Εκκλησίας τής Αιγύπτου, ενώ Αιθίοπες μοναχοί είχαν ορισμένα δικαιώματα στην εκκλησία τού Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ. Η Αιθιοπία ήταν η μοναδική περιοχή τής Αφρικής που επιβίωνε ως χριστιανικό κράτος ύστερα από την εξάπλωση τού Ισλάμ. Κατά τον Laurent 1971: 151 σημ. 4, ο Ιωάννης Η΄ σφάλλει εδώ από άγνοια, γιατί οι δογματικές διαφορές μεταξύ τής Ορθόδοξης και τής Αιθιοπικής Εκκλησίας είναι θεμελιώδεις. Οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι συνάντησαν τούς συνάδελφους τους από την Αιθιοπία στη Σύνοδο τής Κωνσταντίας το 1417 και αναμφισβήτητα είναι εκείνοι που έδωσαν στους Γραικούς τις πληροφορίες που αναφέρονται εδώ.

[←255]

Κατά τον Laurent 1971: 151 σημ. 6, ο αριθμός αυτός των πεντακοσίων ετών, τότε γενικά αποδεκτός, χρησιμοποιείται απλώς για εντυπωσιασμό, αφού επί τής ουσίας δεν είναι συμβατός με τα ιστορικά δεδομένα. Το σχίσμα τού 867 (Φώτιος) απείχε σχεδόν εξακόσια χρόνια, ενώ εκείνο τού 1054 (Μιχαήλ Κηρουλάριος) απείχε σχεδόν τετρακόσια. Ακόμη πιο εκπληκτικό είναι ότι ο πάπας σε ομιλία του στη σύνοδο προσδιόρισε την απόσταση από το σχίσμα σε 437 χρόνια, απόσταση την οποία ο Αγαλλιανός, Διάλογοι, σελ. 622 στρογγυλεύει σε 440: μετά τό σχίσμα τεσσαράκοντα πρός τοῖς τετρακοσίοις ἔτη παρῆλθον ἤδη

[←256]

Βλέπε πιο πάνω, κεφ. β’ παρ. 12, την αναφορά στην επίσκεψη-αστραπή που έκανε ο Ιωάννης Η΄ στον αυτοκράτορα τής Γερμανίας. Φαίνεται ότι ο Σίγκισμουντ είχε δώσει διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις τόσο στον αυτοκράτορα όσο και στους απεσταλμένους του. Για ν΄ αποφασίσει για τη Δύση, η μεγάλη ελπίδα τού αυτοκράτορα, που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν σίγουρα να συναντήσει γύρω από τον Γερμανό μονάρχη τούς κύριους Καθολικούς ηγεμόνες και να συζητήσει καλύτερα μαζί τους ένα σχέδιο αντι-τουρκικής άμυνας. Όμως, για να μπορέσει να γίνει αυτό, τουλάχιστον εν μέρει, ήταν απαραίτητο να επιλέξει ανοιχτά ο Ιωάννης Η΄ τη Σύνοδο τής Βασιλείας εναντίον τού πάπα, πράγμα που φρονίμως πίστευε ότι δεν μπορούσε να κάνει (Laurent 1971: 151 σημ. 7).

[←257]

Συρόπουλος 2.45: Ἐν τούτοις ἦλθον καί οἱ γράψαντες τό προοίμιον· καί ἀναγνωσθέν ἀρεστόν ἐφάνη πᾶσι, καί ἐξήλθομεν μετά τῆς περί τούτου προειρημένης παραγγελίας. ἔπειτα συνήλθομεν μετά καί τῶν ἐκ τῆς συνόδου, καί ἔδωκαν ἐκεῖνοι προοίμιον πάντῃ τοῦ προτέρου παρηλλαγμένον, ὅπερ ἤρεσεν ἡμῖν κατά πάντα καί ἐδεξάμεθα. ἐχώρησαν δέ οἱ ἡμέτεροι καί πρός ἄλλους τινάς λόγους, μεθ΄ ὧν εἶπον καί περί τοῦ πάπα, ὅτι ἔνι χρεία, ἵνα ἐπιμεληθῆτε, ὅπως ἄν ἔλθῃ κἀκεῖνος ἔνθα γενήσεται ἡ σύνοδος ἤ στείλῃ τοποτηρητάς καί ὑπάρχητε ἡνωμένοι μετ΄ ἐκείνου καί ὁμογνώμονες· εἰ γάρ καί ἔτι ἔχετε διενέξεις καί ὀχλήσεις μετ΄ ἐκείνου, οὐκ ἐλεύσονται ἐκεῖσε οὔτε ὁ βασιλεύς οὔτε οἱ ἡμέτεροι. καί ἔτι εἶπον, ὅτι θέλομεν ἵνα ἔχωμεν σάλβο κοντοῦκτο ἀφ΄ ὑμῶν καί ἀπό τῶν αὐθεντῶν ἑκάστης πόλεως καί ἐπαρχίας, ἵνα καί ἐν τῷ ἀπέρχεσθαι εἰς τήν σύνοδον καί ἐν τῷ ὑποστρέφειν ἐκεῖθεν ἔχωσι πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν οἱ ἡμέτεροι ἀκωλύτως διέρχεσθαι καί καρτερεῖν καί ἀποδημεῖν ὅτε βούλονται. εἴπομεν δέ πάλιν καί περί τοῦ κεφαλαίου τῆς ὑποστροφῆς. περί μέν οὖν τοῦ πάπα ἀπελογήσαντο, ὅτι· φροντίζομεν καί ἡμεῖς τοῦτο ποιῆσαι, καί οὐ γενήσεται ἄλλως, εἰ μή ὡς ὑμεῖς λέγετε· μᾶλλον μέν οὖν ἡμεῖς λέγομεν ὅτι κατά πᾶσαν ἀνάγκην ἔσται ὁ πάπας ἐν τῇ συνόδῳ· διαμηνυσόμεθα γάρ τῷ Χριστοφόρῳ καί ἐλεύσεται ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει καί ὄψεσθε ὅπως τοῦτο κατανεύσομεν. περί τοῦ σάλβο κοντοῦκτο εἶπον, ὅτι δίκαιόν ἐστι καί μετά σκέψεως γενήσεται καί τοῦτο. περί δέ τῆς ὑποστροφῆς εἶπον καί αὖθις, ὡς· οὐ δεῖ ποιεῖσθαι ὑμᾶς πολύν λόγον· λέγομεν γάρ καί πληροφοροῦμεν ὑμᾶς, ὅτι καί ἐλεύσεσθε καί ὑποστρέψετε μετά τιμῆς πολλῆς καί ἀγάπης καί ἐλευθερίας καί ἐξόδων καί κατέργων ἡμετέρων, εἴτε γένηται ἕνωσις εἴτε καί μή. καί μηδέν ἔχετε λογισμόν περί τούτου. ἡμεῖς οὖν οὐδαμῶς ἠρκούμεθα εἰς τούς λόγους, ἀλλ΄ ἐζητοῦμεν γραφῆναι τό περί τούτου. ἐκ δέ τῶν μεσαζόντων ὁ μέν Νοταρᾶς ἔλεγεν ἀεί τά πρός ἐκείνους πράως καί φιλικῶς· ὁ δέ Καντακουζηνός εἴς τινα μέν ἐφαίνετο πρᾶος πρός ἐκείνους, εἰς δέ τά πλείω γενναῖος καί καλός ἀπαιτητής, ἐν οἷς ἡ χρεία τοῦτο ἀπῄτει καί εἴς τινα οὐκ ἀπεδέχετο τάς οἰκονομίας τοῦ Νοταρᾶ. εἶπεν οὖν καί ἐν τῷ παρόντι ζητήματι μετά τάς ἀπαιτήσεις καί τούς λόγους ἐκείνων, ὅτι ἐμοί οὐ δοκοῦσιν ἀρκετοί οἱ λόγοι, οὕς λέγουσιν· ὅμως ἐγώ οὐκ ἀπελεύσομαι εἰς τήν σύνοδον, καί ποιείτωσαν ὡς θέλουσιν.

[←258]

Στο κείμενο σάλβο κοντοῦκτο, ακριβώς το λατινικό salvo conducto (ασφαλής διέλευση).

[←259]

Συρόπουλος 2.46: Ἐν ἑτέρᾳ δέ συνελεύσει ἦλθε καί ὁ Χριστόφορος, καί ἀπῄτησαν ἐκεῖνον οἱ συνοδικοί τήν ἀπό τοῦ πάπα συγκατάθεσιν εἰς ἅ πράττουσι περί συναθροίσεως τῆς συνόδου, καί ἵνα εἴπῃ, εἰ ἔχει λόγους παρ΄ ἐκείνου ὅτι ἐλεύσεται καί ἐκεῖνος ἐν τῇ συνόδῳ. ἡ οὖν ἀρχή τῆς ἀπολογίας τοῦ Χριστοφόρου οὐκ ἤρεσεν αὐτοῖς καί εὐθύς ἔσκωψαν ἐκεῖνον, καί εἶπον λόγους σκληρούς πλείστους καί πλήρεις θυμοῦ καί ἐπί τοσοῦτον ἐστενοχώρησαν αὐτόν, ὅτι ἐδέετο ὕστερον καί παρεκάλει καί ἔλεγε στέργειν πάντας τά παρ΄ ἐκείνων γινόμενα καί ἀγράφως καί ἐγγράφως καί καθώς ἄν ἐθέλωσιν αὐτόν τοῦτο ὑποσχεθῆναι. οἱ δέ οὐδόλως παρεδέχοντο αὐτόν, ἀλλά σκληροῖς λόγοις ἀεί ἔβαλλον. ὁ δέ ἀναγκαζόμενος ἔλεγεν, ὅτι οὐκ εἶπόν τι κακόν πρός αὐτούς ἤ ἐναντίον· ἐν ὅσῳ δέ λέγω ὅτι στέργω πάντα ὅσα ποιοῦσι, καί ὑπόσχομαι στέργειν ταῦτα καί τόν πάπαν καί ἐγγράφως τοῦτο ἤδη πιστώσομαι, οὐκ οἶδα τί ἄν ἕτερον εἴποιμι, ἤ τί ἄλλο ζητοῦσιν ἀπ΄ ἐμοῦ. οἱ δέ κατεφρόνησαν τούτου καί ἠγέρθησαν μετά θυμοῦ. ἐλυπήθησαν δέ καί πρός τούς μεσάζοντας καί εἶπον, ὅτι ἡμεῖς εἴχομεν γραμματικούς καί ἀπέθανον ἐν τῇ ὁδῷ, ἠθελήσαμεν δέ λαβεῖν γραμματικόν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ καί ἔχειν αὐτόν ἐν ταῖς συνελεύσεσιν· ὑμεῖς δέ οὐκ ἐνεδώκατε ἡμῖν ἔχειν γραμματικόν, καί ἔνι τοῦτο εἰς ἡμᾶς βαρύ. εἰ γάρ εἴχομεν νῦν, εὐθύς ἄν ἔγραφε καί ἐποιοῦμεν προτέστον, καί οὔτε αὐτός οὔτε ὁ πάπας ἐποίει ἄν ἄλλο παρ΄ ὅ ἡμεῖς ἠθέλομεν. εἶπον οὖν πρός ταῦτα οἱ μεσάζοντες, ὅτι ἡμεῖς ὅσα εἴπομεν καί ὅσα ἠκούσαμεν ἀφ΄ ὑμῶν, θέλομεν ἵνα ὦσι πεφυλαγμένα· πῶς οὖν ἐμέλλομεν ἔχειν ξένον ἄνθρωπον πρός ὅν οὐκ εἴχομεν πληροφορίαν εἰς λόγους μυστηριώδεις, ἵνα φαυλίζῃ τούτους εἰς πολλούς; οἱ δέ εἶπον, καί πῶς ὑμεῖς ἔχετε γραμματικόν τόν Ἄγγελον, ἡμᾶς δέ οὐκ εἰάσατε ἔχειν; ἀπεκρίθησαν, ὅτι· ὁ Ἄγγελος οὐκ ἔνι τῶν τυχόντων, ἀλλ΄ ἔστιν εἷς τῶν καλῶν καί ἐκκρίτων ἀρχόντων, καί ὅταν δι΄ ἀναγκαῖά τινα ἔχῃ ὁ βασιλεύς μεθ΄ ἑαυτοῦ τέσσαρας τούς κρείττονας ἄρχοντας, ἔστι καί αὐτός εἷς μετ΄ ἐκείνων. ὡρίσθη οὖν παρά τοῦ βασιλέως παρεῖναι καί ἐνταῦθα ὡς εἷς τῶν ἐκλελεγμένων, καί οὐχ ὡς γραμματικός. εἶπον δέ ἐκεῖνοι· ἀλλ΄ ἡμεῖς ἐν ἑτέρᾳ συνελεύσει ληψόμεθα καί γραμματικόν· χωρίς γάρ τούτου οὐκ ἐλευσόμεθα. εἶπον οὖν οἱ ἄρχοντες· εἰ θέλετε νῦν ἔχειν γραμματικόν περί οὗ λέγετε ἤδη, οὐ κωλύομεν.

[←260]

Το ίδιο παράπονο εξέφρασαν και στους εντολείς τους, με αίτημα να τούς στείλουν νοτάριο, καλό γραφέα, όπως μπορούσε να βρεθεί μόνο στο Πέρα. Όλο το προσωπικό που είχαν πάρει από τη Βασιλεία έμεινε στον δρόμο. Μερικοί πέθαναν, άλλοι αρρώστησαν (Laurent 1971: 154 σημ. 1).

[←261]

Στο κείμενο προτέστον από την αντίστοιχη λατινική λέξη protestum (διαμαρτυρία).

[←262]

Πάλι ο Δημήτριος Άγγελος Φιλομμάτης. Προφανώς δεν ήταν συνηθισμένος γραμματέας, κρίνοντας μόνο από την οικογένειά του (βλέπε πιο πάνω, σημ. 20 αυτού τού κεφαλαίου) και τις εμπιστευτικές αποστολές που τον έκαναν τον έμπιστο άνθρωπο τού αυτοκράτορα (Laurent 1971: 154 σημ. 2).

[←263]

Συρόπουλος 2.47: Τῇ δέ ὑστεραίᾳ συνήλθομεν ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τοῦ Βάσου, ἐχόντων τῶν συνοδικῶν καί γραμματικόν μεθ΄ ἑαυτῶν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. εἶπεν οὖν ὀλίγους τινάς λόγους, καί εὐθύς ἐνεφάνισεν ὁ Χριστόφορος ἔγγραφον οἰκειόχειρον διαλαμβάνον ἀρκούντως καί πεπλατυσμένως, ὅπως ἔχει πᾶσαν ἄδειαν καί ἔνδοσιν ἀπό τοῦ πάπα, ἵνα συνεργήσῃ καί αὐτός τοῖς συνοδικοῖς εἰς εἴ τι ἄν ἐθέλωσι, καί στέρξῃ καί αὐτός ὡς ἀπό τοῦ πάπα πᾶν, ὅπερ ἄν ποιήσωσιν. ἤδη οὖν στέργει αὐτός πάντα τά παρ΄ αὐτῶν πραττόμενα, καί στέρξει ταῦτα καί ὁ πάπας ἀναμφιβόλως, ὡς καί αὐτός πληροφορεῖ τοῦτο. ἔδοξεν οὖν πᾶσιν ἰσχυρόν τε καί ἀρκετόν τό γράμμα, ὅπερ ὁ Χριστόφορος ἔδωκεν. οἱ δέ ἔλαβον μέν καί τοῦτο πλήν οὐκ ἠρκέσθησαν, ἀλλ΄ εἶπον τῷ γραμματικῷ, ὅν ἔφερον, καί ἔγραψεν ἅπερ ἐκείνοις ἤρεσεν. ἐπεί δέ εἴδομεν καί ἡμεῖς συμπεραινόμενα τά τοῦ δεκρέτου, ἐπετέθημεν ἐκείνοις περί τῆς ὑποστροφῆς, ἵνα δηλονότι προστεθῇ τό «καί εἰ οὐ γένηται ἕνωσις, ἐπανασώσωσι τούς ἡμετέρους ἐνταῦθα μετά τῶν αὐτῶν κατέργων καί ἐξόδων». οἱ δέ πάλιν λόγοις μέν ἔλεγον τοῦτο, γράψαι δέ οὐκ ἤθελον, μόλις δέ ποτε εἶπον γράψαι καί δοῦναι ἡμῖν δι΄ ἰδίου αὐτῶν γράμματος· ἡμεῖς δέ οὐκ ἠθελήσαμεν τοῦτο, ἀλλ΄ ἐζητήσαμεν γραφῆναι ἐν τῷ δεκρέτῳ· οἱ δέ οὐκ ἠθέλησαν.

[←264]

H Μονή Βάσου στον Κεράτιο αποτελούσε ιδιωτική περιουσία τής μητέρας τού αυτοκράτορα (1390) Ιωάννη Ζ΄ (για τον οποίο βλέπε σημ. 56 στο επόμενο κεφάλαιο γ΄). Καταστράφηκε κατά τη διάρκεια τής πολιορκίας τού 1453.

[←265]

Συρόπουλος 2.48: Ὡς οὖν ἠναγκάσαμεν αὐτούς σχεδόν πάντες διά πολλῶν λόγων καί εἴπομεν· ἐπειδή ὑπόσχεσθε τοῦτο, μέλλει δέ μεταγραφῆναι καί τό δεκρέτον καί μεταποιεῖτε καί τό προοίμιον· λοιπόν τίνος χάριν οὐ θέλετε προσθεῖναι καί τοῦτο; εἶπον· οὐ δυνάμεθα τοῦτο ποιῆσαι. εἴπομεν οὖν· καί πῶς τό μέν προοίμιον μετεποιήσατε, τοῦτο δέ λέγετε οὐ δύνασθε προσθεῖναι; πρός γοῦν τοῦτο εἶπον ἐκεῖνοι, ὅτι· τό μέν προοίμιόν ἐστιν ἐκτός τῆς ὑποθέσεως· οὐδέ γάρ ἄπτεται τῶν ζητημάτων καί τῶν κεφαλαίων· διό οὐδέ ἀποφαίνεται περί ἐκείνου ἡ σύνοδος, καί ἐν τούτῳ εἴχομεν ἄδειαν μεταποιῆσαι αὐτό. εἰς δέ τά κεφάλαια ἀποφαίνεται ἡ σύνοδος· ἔνθα δέ ἀποφαίνεται ἡ σύνοδος, οὐδείς ἔχει ἄδειαν μεταποιῆσαι ἤ προσθεῖναι μίαν κεραίαν. καί εὐθύς λέγει ὁ Καντακουζηνός μετά σφοδροῦ ζήλου πρός τόν Ἰωάννην· σύ μέν λέγεις ὅτι ἔνθα ἀπεφήνατο ἡ σύνοδος ὑμῶν, ἥτις ἔνι μερική καί οὐδέ ἀξίωμα ἔχει ὡς πρός τάς οἰκουμενικάς συνόδους, ὅτι οὐδείς ἔχει ἄδειαν προσθεῖναι μίαν κεραίαν· εἰς δέ τό ἅγιον σύμβολον, ὅπερ ἐβεβαίωσαν ἅπασαι αἱ οἰκουμενικαί σύνοδοι καί εἰς ὅ ἀπεφήναντο μήτε προσθεῖναι μήτε ἀφελεῖν, προσεθήκατε. λοιπόν λέγω καί ἐγώ· ἀνάθεμα τοῖς προστεθηκόσιν ἐν τῷ ἁγίω συμβόλῳ. εἶτα εἶπεν ὁ Ἄγγελος, ὅτι μετά θελήματος τῶν κυρίων μου τῶνδε ἐρῶ πρός ὑμᾶς βραχέα τινά περί τούτου. ὑμεῖς ἔφητε ὅτι τό προοίμιόν ἐστιν ἐκτός τῆς ὑποθέσεως. ἐγώ δέ λέγω μᾶλλον ὅτι τό προοίμιον περιέχει πᾶσαν τήν ὑπόθεσιν· πᾶν γάρ προοίμιον συνοπτικῶς διαλαμβάνει καί περιέχει πᾶσαν τήν ὑπό τοῦ καθόλου λόγου δηλωθησομένην καί ἐπεξεργασθησομένην ὕλην, καί οὗτός ἐστιν ὁ σκοπός παντός προοιμίου καί τούτου χάριν ἐπενοήθη, ἵνα δι΄ ὀλίγου καταλαμβάνωνται τά ἐφεξῆς διά πολλῶν ῥηθησόμενα· τό γάρ προοίμιον πρός τήν καθόλου ὑπόθεσιν λόγον ἐπέχει κεφαλῆς καί ὥσπερ ἡ κεφαλή ἡνωμένη ἐστί τῷ καθόλου σώματι, καί δηλωτική καί συστατική τούτου καί κυριωτέρα, οὕτω καί τό προοίμιον κυριώτερόν ἐστι καί τιμιώτερον πάντων τῶν ἐφεξῆς κεφαλαίων, καί ὁ τοῦτο μεταποιῶν πολλῷ μᾶλλον μεταποιήσει τά ἐφεξῆς, εἴγε βούλεται. ἐπεί οὖν καί ὑμεῖς μετεποιήσατε τό προοίμιον, εὐκόλως ἔχετε προσθεῖναι καί ὅ λέγομεν καί ζητοῦμεν ἵνα ποιήσητε τοῦτο. Πολλῆς οὖν ζητήσεως περί τούτου γεγονυίας καί πρίν καί μετά τούτους τούς λόγους, ἐκεῖνοι εἶπον ὅτι ἀδύνατον ἔνι προστεθῆναι τοῦτο ἐν τῷ δεκρέτῳ. ἐπεί δέ μέλλομεν ποιῆσαι σάλβο κοντοῦκτο, ἐν ἐκείνῳ προσθήσομεν καί τοῦτο καθώς λέγετε. ἔκτοτε οὖν συνῆλθον ἰδίως καί συνέθηκαν τό σάλβο κοντοῦκτο, καθώς ἤρεσε καί τοῖς ἡμετέροις, καί ἔγραψαν καί αὐτό καί τό δεκρέτον μετά τοῦ νέου προοιμίου ἐν βεμβράναις, μόνου τοῦ βουλλωθῆναι δεόμενα παρα τῆς συνόδου. ἐτάχθη δέ καί ὁ Ἱέρικος Μαγκέρ ἀπελθεῖν ἐν τῇ συνόδῳ καί ἐξοικονομῆσαι, καί στεῖλαι ταῦτα βεβουλλωμένα.

[←266]

Ακριβολογώντας, έγραψαν το κείμενο τής άδειας ασφαλούς διέλευσης και το έβαλαν, στις 25 Νοεμβρίου 1435, σε δήλωση με την οποία δεσμεύονταν να την επικυρώσει η σύνοδος και να πάρουν πανομοιότυπα έγγραφα από τούς ηγεμόνες με τούς οποίους οι Γραικοί θα έρχονταν σε επαφή, τόσο στο ταξίδι μετάβασης όσο και σε εκείνο τής επιστροφής, Όπως θα δούμε πιο κάτω (κεφ. γ’ παρ. 3), κράτησαν τον λόγο τους (Laurent 1971: 156 σημ. 1).

[←267]

Έδωσαν επίσης στους Γραικούς το κείμενο τής βούλλας τής Συνόδου διορθωμένο, με γραπτή δέσμευση, ότι θα το παρουσίαζαν δεόντως σφραγισμένο από τούς πατέρες τής Βασιλείας το αργότερο όταν τα αναμενόμενα πλοία θα έφταναν στην Κωνσταντινούπολη (Laurent 1971: 157 σημ. 2).

[←268]

Συρόπουλος 2.49: Ἐν ὅσῳ δέ τά δηλωθέντα ἐλέγοντό τε καί ἐπράττοντο, παρεγίνοντο καί οὗτοι οἱ ἐκ Βασιλείας πρέσβεις καί ἔβλεπον καί ὡμίλουν τῷ πατριάρχῃ καί παρεκίνουν αὐτόν συνθέσθαι πρός τό εἰς τήν σύνοδον ἀπελθεῖν· ὁ δέ ἀνεβάλλετο καί ἀνένευεν. ὅτε δέ εἶδον καί αὐτοί συμπεραινόμενα τά λαληθέντα, τότε ἐπετέθησαν τῷ πατριάρχῃ καί ἐζήτησαν ἵνα πληροφορηθῶσιν ὡς ὁμολογουμένως ἐλεύσεται ἐν τῇ συνόδῳ· ὁ δέ προβαλλόμενος πάλιν τήν ἀσθένειαν αὐτοῦ καί τό γῆρας ἀνεβάλλετο. μετά δέ τούς πολλούς λόγους καί τήν ἐπίθεσιν αὐτῶν, εἶπεν, ὡς εἴπερ ἐπιδημήσει ὁ πάπας ἐν τῇ συνόδῳ, ἐλεύσομαι καί ἐγώ. εἶπον οὖν ἐκεῖνοι, ὅτι ἡμεῖς τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου ζητοῦμεν ἔχειν ἐκεῖσε, καί τήν σήν ἐπιδημίαν περί πλείστου ποιούμεθα· ὁ δέ πάπας ἔνι ἰδικός μας καί ἔχομεν αὐτόν. ἔφη δέ ὁ πατριάρχης· καί πῶς ἔχετε αὐτόν, ὅπουγε ἐγώ οἶδα ὡς οὐκ ἐλεύσεται ἐν τῇ συνόδῳ; εἶπον δέ αὐτοί, ὅτι ἐλθέτω ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου ἀπαραιτήτως, ἡμεῖς δέ κατά πᾶσαν ἀνάγκην ἕξομεν πάπαν ἐν τῇ συνόδῳ. καί εἶπεν ὁ πατριάρχης, ὅτι τοῦτο πάλιν ἐστί κάλλιον, ὅτι δι΄ ἐμέ ἵνα ἔχητε αὐτόν, ἤ ἄλλον πάπαν. οὐκ ἐλεύσομαι ἐγώ μετά τοιούτων λόγων. τότε εἶπον ἐκεῖνοι, ὅτι πληροφοροῦμεν τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου, ὅτι αὐτός ὁ πάπας ἐλεύσεται ἐν τῇ συνόδῳ ἀπαραιτήτως. καί οὕτω συνέθετο καί ὁ πατριάρχης ἀπελθεῖν εἰς τήν σύνοδον.

[←269]

Βλέπε τον συνολικό απολογισμό όλων αυτών των διαπραγματεύσεων σε επιστολή τού Σχολάριου (Scholarios, Œuvres, IV, σ. 414).

[←270]

Ο πατριάρχης θεωρούσε απαραίτητη την παρουσία τού πάπα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στον Menger, που έφευγε για τη Δύση, έδινε ρητή εντολή, για να διασφαλίσει ότι θα είναι αποτελεσματικός (Laurent 1971: 157 σημ. 4).

[←271]

Συρόπουλος 2.50: Τούτων δέ τελεσθέντων πάντων, εἶπον πρός ἐκείνους οἱ ἡμέτεροι, ὅτι τό πρίν διαλαμβανόμενον ἐν τῷ προοιμίω διεφημίσθη εἰς πολλούς ἅμα τό ἐλθεῖν ὑμᾶς, ἔτι μηδέ ἡμῶν εἰδότων ἀκριβῶς τοῦτο· νῦν δέ πάλιν κηρυχθήσεται ὅπως συνεθέμεθα ἀπελθεῖν εἰς τήν σύνοδον. μήποτε οὖν δόξῃ τοῖς πολλοῖς ὅτι κατεδεξάμεθα ἀπελθεῖν καί ποιῆσαι σύνοδον μετά τῶν λεγόντων περί ἡμῶν ὅτι ἔχομεν αἵρεσιν, καί ἔσται τοῦτο εἰς μεγάλην ὕφεσιν ἡμῶν καί κατάγνωσιν, θέλωμεν ἵνα προσκαλεσώμεθα, καί ἐκ τῶν ἡμετέρων τινάς καί ἐκ τῶν Γενουιστῶν καί ἐκ τῶν Βενετίκων καί ἐκ τῶν Κατελάνων καί τῶν Ἀγκωνιτιάνων, καί ἀναγνωσθῇ τό νέον προοίμιον καί εἴπητε πρός πάντας, ὅτι ἐπειδή εἶχε τό πρῶτόν τινας λέξεις μή οὔσας εἰς ἀνάπαυσιν καί τιμήν ἡμῶν, ἠργήσατε παντελῶς ἐκεῖνο καί ἐγράψατε τό παρόν, καί οὕτως ἀνεπαύθημεν καί ἡμεῖς καί συνεβιβάσθημεν ἀπελθεῖν εἰς τήν σύνοδον μετα τῶν συμφωνιῶν τῶν ἐν τῷ δεκρέτῳ διαλαμβανομένων. ἔστερξαν τοῦτο καί οἱ συνοδικοί. καί ἐν μιᾷ Κυριακῇ συνήχθησαν προσκληθέντες πολλοί τῶν ἡμετέρων καί τῶν δηλωθέντων γενῶν ἐν τῷ ναῷ τῆς ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. ἀνεγνώσθη οὖν τό προοίμιον, καί εἶπε καί ὁ φρά Ἰωάννης εἰς ἐπήκοον πάντων ὅσα ἦσαν εἰς ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῶν ἡμετέρων· εἶπε δέ καί ὁ μεσάζων ὁ Νοταρᾶς ὀλίγα τινά σύμφωνα καί ἀκόλουθα τούτοις, καί οὕτως ἐτελέσθη τό δεκρέτον μετά τῆς συνεργίας τῶν συνοδικῶν· ὅπερ λαβών ὁ προειρημένος μετά καί τοῦ σάλβο-κοντούκτου καί ἑτέρων γραμμάτων βασιλικῶν τε καί πατριαρχικῶν, πρός τήν σύνοδον ἀπεδήμησεν. ὡσαύτως δέ καί ὁ Χριστόφορος εἰς τόν πάπαν ἀπῆλθεν.

[←272]

Δηλαδή από τις κοινότητες δυτικών που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη.

[←273]

Την ημέρα τού Αγίου Ανδρέα (30 Νοεμβρίου 1435) κατά τον Ιωάννη τής Ραγούσας. Με την ευκαιρία αυτή πραγματοποιήθηκε επίσημη ανταλλαγή εγγράφων. Οι Γραικοί έδωσαν στους πρεσβευτές τής Συνόδου ένα χρυσόβουλλο και πατριαρχικές επιστολές (τώρα χαμένες), ενώ οι τελευταίοι έστειλαν το αναθεωρημένο διάταγμα και την υπογεγραμμένη και σφραγισμένη άδεια ασφαλούς διέλευσης (Laurent 1971: 158 σημ. 3).

[←274]

Ναός Ἀναστάσεως: Βλέπε πιο πάνω, σημ.184 για μοναστήρι Αναστάσεως.

[←275]

Ο Henri Menger, τον οποίο ο Σχολάριος, Œuvres, IV, σελ. 414, κακώς αποκαλεί ξανά Γάλλο (φραντζίσκος):
ὧν ὅ μέν εἷς ἐστι διδάσκαλος τῆς θεολογίας ἐκ τοῦ Ῥαουζίου, ὁ δέ δεύτερος νομοδιδάσκαλος Φραντζίσκος καί ὁ λοιπός βακαλάριος τῆς θεολογίας.
Ο Menger έφυγε από την Κωνσταντινούπολη στις 1 ή 2 Δεκεμβρίου 1435, για να βρεθεί στη Βενετία στις 2 Ιανουαρίου 1436 «ζωντανός αλλά όχι υγιής» (vivus sed non sanus). Η αναφορά του ενώπιον τής συνόδου έγινε στις 21 Φεβρουαρίου τού επόμενου έτους. Ως προφύλαξη, για να μη συμβεί κάποιο ατύχημα στον Menger, ο Ιωάννης τής Ραγούσας έστειλε δύο Γραικούς στη σύνοδο στις αρχές Μαρτίου, αλλά περιπλανήθηκαν στον δρόμο (Laurent 1971: 159 σημ. 5).

[←276]

Δεν επέστρεψε μόνος και μάλλον με αυτή την ευκαιρία οι δύο αδελφοί τού Ιωάννη Δισύπατου, ο Γεώργιος και ο Μανουήλ, στάλθηκαν στον πάπα Ευγένιο Δ΄ (Laurent 1971: 159 σημ. 9).

error: Content is protected !!
Scroll to Top