Σημειώσεις Κεφαλαίου 3
- [←1]
-
Συρόπουλος 3: Τμῆμα Γον. Ἐν ᾧ περί τῶν γραμμάτων τῆς τοποτηρήσεως τῶν πατριαρχῶν, καί ὅπως ἐσκέπτοντο περί τῶν διαλέξεων, καί ὅπως μετά τό ἐλθεῖν τά τοῦ πάπα κάτεργα ἦλθον καί τῆς συνόδου· διό καί συνεβούλευον πάντες ἵνα παύσῃ ἡ τῶν ἡμετέρων ἀποδημία· ὁ δέ βασιλεύς μετά τοῦ πατριάρχου περιέστησαν, καί ἐγένετο ἡ πρός τόν πάπαν ἀποδημία. ἀπομνημονευμάτων γ.
- [←2]
-
Συρόπουλος 3.1: Ὅσα μέν οὖν ἐξ ἀρχῆς περί τῆς ἑνώσεως παρά τοῦ θαυμαστοῦ καί ἀοιδίμου βασιλέως ἐγένοντο, καί ὅπως ἐκεῖνος περί τοιούτων ἐπραγματεύσατο, καί ὁποίαν αὖθις ἀρχήν ὁ μετ΄ ἐκεῖνον κατεβάλετο περί συστάσεως τῆς συνόδου, ὁ λόγος φθάσας ἐδήλωσεν. ἅ δ΄ ἐφεξῆς ἐλέγοντό τε καί ἐπράττοντο, οἱ μέν εἰδέναι ταῦτ΄ ἐφιέμενοι καί λέγειν καί γράφειν ἐπιζητοῦσιν, ὁ δέ λόγος ὀκνεῖ καί ἀναβάλλεται βραχέα μέν εἰπεῖν προθέμενος, πρός δέ τό μῆκος τῶν λεγομένων ἀμηχανῶν· παρατρέχειν μέν γάρ τινα ἐξ ὧν οἶδεν οὐ βούλεται, ἐπεί τοῦτό γε ὑπέσχετο ἐξ ἀρχῆς, καί ἄλλως οὐδέ τῷ λέγοντι τό τίμιον περισωθήσεται, πολλῶν ὄντων τῶν εἰδότων καί μαρτυρησόντων τά παραλειφθησόμενα· τό δέ καί πάντα λεπτομερῶς διηγεῖσθαι, ἀδολεσχίαν ἡγεῖται μακράν καί ἐναντίαν τῆς ἰδίας αὐτοῦ προαιρέσεως. διό τάς μέν ἑκατέρωθεν ὑπερβολάς χαίρειν ἐῶν, μέσην δ΄ ὡς οἷόν τε βαδίζων καί τῶν καιριωτέρων ἐφαπτόμενος δηλώσει τά γεγονότα.
- [←3]
-
Όπως σημειώνει ο Laurent 1971: 160 σημ. 1, δεν διαθέτουμε μια σε βάθος μελέτη για την πολιτική τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου απέναντι στη Ρώμη. Λατίνοι όπως ο Pierre de Digne και Γραικοί όπως ο Μανουήλ Δισύπατος εκθειάζουν τον ζήλο αυτού τού μονάρχη να πραγματοποιήσει την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αυτά είναι επίσημα σχόλια κατ΄ ανάγκη ενδιαφερομένων. Ωστόσο παραμένει προφανές ότι ο Μανουήλ Β΄, ειλικρινής ή όχι υποστηρικτής τής Ένωσης των Εκκλησιών, ήξερε ότι η πραγματοποίησή της θα συναντούσε αμείωτη αντίθεση από τον κλήρο.
- [←4]
-
Συρόπουλος 3.2: Ὁ τοίνυν δηλωθείς φρά Ἰωάννης τῇ Κωνσταντίνου πόλει ἐναπολειφθείς ἐκάθητο μετά τοῦ λοιποῦ συνοδικοῦ πρέσβεως, ἐκδεχόμενος τά γράμματα ἐκ τῆς συνόδου ἐσφραγισμένα· οὕτω γάρ βεβουλευμένον ἦν ἐξ ἀρχῆς. μεταξύ δέ τοῦ καιροῦ τέθνηκεν ὁ εἷς τῶν πρέσβεων, τῷ θανατικῷ καί αὐτός συναρπασθείς, καί μόνος ὁ Ἰωάννης ἐναπελείφθη, ὅς καί φίλος ἐγεγόνει τῷ πατριάρχῃ καί συχνῶς προσήρχετο καί ὡμίλει μετ΄ αὐτοῦ· ὁ δέ πατριάρχης, εἰ καί συνέθετο ἀπελθεῖν εἰς τήν σύνοδον, ὡς δεδήλωται, ἀλλ΄ οὖν καί ἔτι δυσχεραίνων ἐφαίνετο πρός τήν ἀποδημίαν καί τά πρός ἀποφυγήν αὐτῆς, εἰ ἐνεδέχετο, μελετῶν ὡς ἐδόκει. ὁ γοῦν Ἰωάννης νουνεχής ἀνήρ ὤν καί ποικίλος καί καταλαβών τόν πατριάρχην χαίροντα τῇ φιλοδοξίᾳ καί τῇ τιμῇ καί τῇ δοκούσῃ εὐκοσμίᾳ, μετήρχετο αὐτόν λόγοις καί τρόποις, οἷς ἔβλεπεν αὐτόν χαίροντα, καί ὑπέσχετο, ὡς, εἰ παρεγένετο ἐν ταῖς Γαλίαις ὁ πατριάρχης, μεγάλως τιμηθήσεται, καί δοξασθήσεται παρά πάντων τῶν ἐκεῖσε, καί μάλιστα παρά τῶν ἐν τῇ συνόδῳ, καί δωροφορήσουσιν αὐτῷ πάντες, καί τοῖς λόγοις καί τοῖς βουλεύμασιν αὐτοῦ ἐξακολουθήσουσιν, ὡς κρείττονος τῶν ἐκεῖσε, καί ὄντος, καί φανησομένου. τοῖς γοῦν τοιούτοις λόγοις πεισθείς ὁ πατριάρχης, ἤ φενακισθείς εἰπεῖν ἀληθέστερον, ὁ πρίν δυσχεραίνων, ὕστερον μεταβληθείς, πρόθυμος ἐγεγόνει πρός τήν ἀποδημίαν, καί κατά μικρόν πρός ταύτην παρεσκευάζετο.
- [←5]
-
Ο δάσκαλος Simon Fréron από το Παρίσι πέθανε από την πανούκλα στις 21 Ιουλίου 1436. Ο αρχηγός τής αποστολής του, ο Ιωάννης τής Ραγούσας, έστειλε ειδική αναφορά στη Σύνοδο τής Βασιλείας για τον θάνατο, στην οποία περιέγραφε τις εξαιρετικές τιμές που απέδωσαν οι Γραικοί στον αποθανόντα. Όσο για τον ίδιο, όφειλε τη σωτηρία του μόνο στην απομόνωσή του από την τρομερή επιδημία, φεύγοντας στα νησιά και τα δάση: «και στις δύο πόλεις (Βυζάντιο και Πέρα-Γαλατά) πλησιάζει η τρομερή φωτιά τής επιδημίας» (utriusque civitatis igne pestis horribiliter accessus). Επέστρεψε στην Πόλη γύρω στις 2 Σεπτεμβρίου, τη μέρα που έφτασαν στην πρωτεύουσα οι γαλέρες τής Βενετίας. Ο Σχολάριος, που έχασε δύο ανιψιούς, δήλωνε ότι η πανούκλα δεν λυπήθηκε κανέναν. Βλέπε Scholarios, Œuvres, IV, σ. 416 (Laurent 1971: 161 σημ. 2).
- [←6]
-
Κατά τον Laurent 1971: 161 σημ. 3, μπορούμε εύκολα να το καταλάβουμε αυτό, μαθαίνοντας ότι και οι δύο ήσαν Βούλγαροι. Η γοητεία την οποία εξέπεμπε ο Ιωσήφ Β΄ εντυπωσίαζε τόσο τον Ιωάννη τής Ραγούσας, που κάποιες φορές παρέμενε συνεχώς επί τέσσερις ή πέντε ώρες συνομιλώντας με εκείνον που αποκαλούσε «πληρέστατο και τελειότατο ηλικιωμένο» (completissimum et perfectissimum senem).
- [←7]
-
Έτσι ο Ιωάννης τής Ραγούσας δεν σταμάτησε να προετοιμάζει τον Ιωσήφ Β΄ και τούς ανθρώπους του, αν όχι για τη Βασιλεία, την οποία αρνιόταν αμετάκλητα ο αυτοκράτορας, τουλάχιστον για την Αβινιόν ή τη Σαβοΐα. Ο όρος Γαλίαις τού κειμένου προσδιορίζει, μεταξύ άλλων, τις χώρες που βρίσκονται ακριβώς πέρα και δυτικά από τις Άλπεις (Laurent 1971: 162 σημ. 1).
- [←8]
-
Συρόπουλος 3.3: Ἐνιαυτοῦ δ΄ ἐγγύς παρωχηκότος, ἔφθασαν σταλέντα τά γράμματα παρά τῆς συνόδου ἐσφραγισμένα, καί εὐθύς ὁ βασιλεύς ἤρξατο φροντίζειν περί συναθροίσεως τῆς συνόδου καί πρέσβεις ἐκλέγεται καί γράμματα γράφονται βασιλικά τε καί πατριαρχικά καί ἐκ τοῦ Ἰωάννου φλωρία λαμβάνει καί ἐξόδους παρέχει τοῖς πρέσβεσι καί κανίσχια πρός οὕς αἱ πρεσβεῖαι. καί εἰς μέν Τραπεζοῦντα καί Ἰβηρίαν στέλλει κῦρ Ἀνδρόνικον τόν Ἰάγαριν, ὅς καί ἀπελθών καί τούς ἐκεῖσε ἐξοικονομήσας, ἔφερε μεθ΄ ἑαυτοῦ, ἐκ μέν τῆς Ἰβηρίας ἐπισκόπους δύο καί πρέσβιν ἔνα ἐκ τῶν ἀρχόντων τοῦ βασιλέως, ἐκ δέ τῆς Τραπεζοῦντος τόν μητροπολίτην καί ἕτερον πρέσβιν τοῦ βασιλέως. εἰς δέ τήν Μολδοβλαχίαν ἀνέθηκαν τῷ μητροπολίτῃ πρό ὀλίγου ἀπελθόντα ἐκεῖσε, καί ὕστερον πάλιν ἔγραψαν πρός αὐτόν τε καί τόν αὐθέντην καί ἦλθον ἐνταῦθα ὁ μητροπολίτης τε καί πρέσβις ὁ Νεάγογις καί ὁ πρωτοπαπᾶς. Ὁμοίως ἀνέθηκαν καί τῷ Ῥωσίας πρό μικροῦ χειροτονηθέντι καί ἀπελθόντι μετά τοῦ Γουδέλη ἵνα ἴδωσι καί ἐξοικονομήσωσι τούς ῥηγάδας καί λάβωσιν ἐξ ἐκείνων πρέσβεις καί ἐπισκόπους καί ἐνδημήσωσιν εἰς τήν σύνοδον, ὅ καί πεποιήκασιν. εἰς δέ τόν δεσπότην Σερβίας ἀνέθηκαν τῷ γυναικαδέλφῳ αὐτοῦ τῷ μεγάλῳ δομεστίκῳ τῷ Καντακουζηνῷ, πρός αὐτόν ἀπερχομένῳ, καί εἶπε πολλά περί τούτου τῷ δεσπότῃ· ὁ δέ οὔτε πρέσβιν στεῖλαι, οὔτε γράψαι ἠθέλησεν. εἰς δέ τούς πατριάρχας ἔστειλε Παῦλον τόν Μακροχέρην μετά γραμμάτων βασιλικῶν τε καί πατριαρχικῶν, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους ὁ βασιλεύς οὕς ἤθελεν· ὅς καί ἀπελθών, καί κατά τό ἐγχωροῦν παρακινήσας καί ἐξοικονομήσας ἐκείνους γράμματα ἔφερε πρός τε τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην καί ἕτερα γράμματα τοποτηρήσεων διεκόμισε πρός τούς τοποτηρητάς, οὕς ἐκ τῶν ἐνταῦθα ἐκεῖνοι ἀποκατέστησαν. ὁ μέν γάρ Ἀλεξανδρείας ἐποίησε τοποτηρητάς ἑαυτοῦ τόν Ἡρακλείας κῦρ Ἀντώνιον καί κῦρ Μάρκον τόν Εὐγενικόν, ἱερομόναχον τότε τυγχάνοντα· ὁ δέ Ἀντιοχείας τόν Ἐφέσου Ἰωάσαφ καί τόν πνευματικόν Γρηγόριον· ὁ δέ Ἱεροσολύμων τόν Σάρδεων κῦρ Διονύσιον καί τόν Ῥωσίας κῦρ Ἰσίδωρον, ἱερομονάχους καί αὐτούς τότε τυγχάνοντας.
- [←9]
-
Στην πραγματικότητα θα μεσολαβούσαν πολλά ακόμη χρόνια. Η αναμονή ήταν τόσο μεγάλη, που τον προηγούμενο Μάρτιο ο πατριάρχης, γράφοντας στη Σύνοδο τής Βασιλείας, είχε εκφράσει κάποιαν έκπληξη για τη βραδύτητα των διαπραγματεύσεων. Τώρα τα αναμενόμενα έγγραφα (διάταγμα και ἀδεια ασφαλούς διέλευσης) έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη «τον μήνα Φεβρουάριο, όταν άρχιζε η Σαρακοστή» (de mense februarii, circa carnis privium), δηλαδή γύρω στις 13 Φεβρουαρίου 1437, δεκατέσσερις μήνες μετά την αναχώρηση τού Menger (βλέπε πιο πάνω, σημ. 25 κεφαλαίου β’). Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι μια πρώτη επιστολή είχε φτάσει από τη Βασιλεία στις 6 Σεπτεμβρίου 1436, αλλά είχε ικανοποιήσει μόνο τον αποδέκτη της, τον Ιωάννη τής Ραγούσας, στον οποίο έφερνε νέες οδηγίες, με την πλήρη έγκριση τής Συνόδου για τις ρυθμίσεις που είχαν γίνει (Laurent 1971: 162 σημ. 2).
- [←10]
-
Καταρχάς, υπάρχει η νέα πρεσβεία προς τον Ευγένιο Δ΄ και τη σύνοδο, υπεύθυνος για την οποία ήταν ο Ιωάννης Δισύπατος αφενός και ο Μανουήλ Ταρχανειώτης Βουλλωτής αφετέρου. Οι αυτοκρατορικές και πατριαρχικές επιστολές που τούς παραδόθηκαν έχουν ημερομηνία 20 Νοεμβρίου 1436 (Laurent 1971: 162 σημ. 3).
- [←11]
-
Το ποσό που ζήτησαν από τούς Λατίνους γι΄ αυτή τη νέα πρεσβεία –500 δουκάτα ανά πρεσβευτή– φαινόταν υπερβολικό στον Ιωάννη τής Ραγούσας, ο οποίος ωστόσο το πλήρωσε, για να αποτρέψει τις μηχανορραφίες τού παπικού απεσταλμένου Χριστόφορου. Μια δεύτερη έκκληση προς την τράπεζα τής Βασιλείας έγινε στα μέσα Μαΐου 1437, για να καλυφθούν οι δαπάνες για την άφιξη τριών ανατολικών πατριαρχών ή των εκπροσώπων τους. Στην πραγματικότητα γνώριζαν ήδη στον Βόσπορο πριν από τις 13 Φεβρουαρίου, ότι οι Άραβες θα απαγόρευαν κάθε αναχώρηση και γι΄ αυτό δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επιλέξουν τούς αντικαταστάτες τους από τον βυζαντινό κλήρο (Laurent 1971: 162 σημ. 4).
- [←12]
-
Στο κείμενο κανίσχια. Κανίσχιον είναι το μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο. Κάνιστρο γεμάτο δώρα. Εδώ δώρα.
- [←13]
-
Η αυτοκρατορία τής Τραπεζοῦντος, το κράτος που ιδρύθηκε με την άλωση τής Πόλης από τούς Λατίνους το 1204, δεν επανεντάχθηκε στην αυτοκρατορία με την ανακατάληψη τής Πόλης από την αυτοκρατορία τής Νίκαιας το 1261. Τα δύο κράτη λειτούργησαν παράλληλα και συνεργαζόμενα για δυόμιση περίπου αιώνες κι έπεσαν στους Οθωμανούς διαδοχικά: η Κωνσταντινούπολη το 1453 και η Τραπεζούς το 1461.
- [←14]
-
Κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα Ἰβηρία ονομαζόταν η χώρα που κάλυπτε τα νότια και ανατολικά τμήματα τής σημερινής Γεωργίας, βόρεια τής Αρμενίας. Το βασίλειο τής Ιβηρίας ήταν από τα πρώτα κράτη που προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό, ήδη από το 327. Και φυσικά η μονή Ιβήρων τού Αγίου Όρους ιδρύθηκε το 980 από Καυκάσιους Ίβηρες και όχι από Ισπανούς.
- [←15]
-
Ἀνδρόνικος Ἰάγαρις: Βυζαντινός διπλωμάτης, τού οποίου η παλαιότερη γνωστή αναφορά γίνεται εδώ. Θα συνοδεύσει τον αυτοκράτορα στη σύνοδο, όπου θα εκπληρώσει τα καθήκοντα τού δευτέρου μεσάζοντος. Μετά τη σύνοδο επέστρεψε στη Δύση και εργάστηκε για την ενίσχυση τής Ένωσης των Εκκλησιών, ενώ ανέλαβε και χωρίς αποτέλεσμα αποστολές προς τούς Τούρκους, επισκεπτόμενος και τον Μουράτ Β΄ (Laurent 1971: 162 σημ. 5).
- [←16]
-
Τη στιγμή τής σύναψης τής ένωσης ο Συρόπουλος (βλέπε πιο κάτω, κεφ. θ’ σημ. 26) αναφέρει μόνο έναν επίσκοπο, χωρίς να λέει τι απέγινε ο άλλος. Το χειρόγραφο Β επιβεβαιώνει ότι η αντιπροσωπεία τής Γεωργίας, η οποία έπρεπε να ήταν μεγάλη, περιλάμβανε δύο επισκόπους, συγκεκριμένα ένα μητροπολίτη και έναν επίσκοπο σύμφωνα με τα Ελληνικά Πρακτικά (Hofmann, Acta, σελ. 12) (Laurent 1971: 163 σημ. 6).
- [←17]
-
Τον Θεοδόσιο.
- [←18]
-
Τον Μακροδούκα, που κατονομάζεται πιο κάτω (κεφ. θ’, παρ. 26), μεγάλο λογαριαστή τής αυτοκρατορίας τής Τραπεζούντας, με ακολουθία τεσσάρων ατόμων. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο πάπας είχε εισέλθει σε απευθείας επαφή το 1434 με τον αυτοκράτορα Τραπεζούντας, σε σχέση με την προγραμματισμένη Ένωση των Εκκλησιών (Laurent 1971: 163 σημ. 9).
- [←19]
-
Ο μητροπολίτης Γρηγόριος, ο Πολεανίνης τής αρχης τού βιβλίου, έλαβε από τον πάπα Ευγένιο Δ΄ στις 11 Μαρτίου 1436 άδεια ασφαλούς διέλευσης, που τού επέτρεπε να επιστρέψει στη χώρα του ύστερα από τη θεαματική προσχώρησή του στον Καθολικισμό. Πέθανε εκεί σύντομα ή αμφισβητήθηκε, επειδή, την ίδια χρονιά, η Μολδαβική Εκκλησία παρέλαβε από την Κωνσταντινούπολη νέο ποιμένα, τον Δαμιανό, που ήρθε στον Βόσπορο συνοδευόμενος από υψηλόβαθμο αξιωματούχο και πήγε στη σύνοδο (Laurent 1971: 163 σημ. 10).
- [←20]
-
Χαμένες επιστολές (Laurent 1971: 163 σημ. 11).
- [←21]
-
Ηγεμόνες Μολδαβίας την περίοδο 1435-1443 ήσαν ο Στέφανος Β΄ μαζί με τον αδελφό του Ηλία Α΄. Ηγεμόνας Βλαχίας την περίοδο 1436-1442 ήταν ο Βλάντ Β΄, γνωστός ως Βλαντ Ντράκουλ (Βλάντ ο Δράκος). Δεδομένου ότι ο Βλαντ ήταν φιλοκαθολικός, η αναφορά τού κειμένου στον ηγεμόνα Μολδοβλαχίας εννοεί μάλλον τον ηγεμόνα Μολδαβίας.
- [←22]
-
Ο Κωνσταντίνος, που θα υπογράψει το διάταγμα τής Συνόδου τής Φλωρεντίας ως αντιπρόσωπος τού Δαμιανού (Laurent 1971: 163 σημ. 13).
- [←23]
-
Ο προσφάτως τότε χειροτονηθείς Ρωσίας Ἰσίδωρος ήταν Έλληνας που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1385. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη, έγινε μοναχός και αργότερα ηγούμενος τής μονής τού Αγίου Δημητρίου. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το 1434 ο Ισίδωρος στάλθηκε στη Βασιλεία από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, ως μέλος τής πρεσβείας που ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την εκεί σύνοδο. Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη συνέχισε να παίρνει μέρος σε όλες τις προετοιμασίες για την ένωση των εκκλησιών. Το 1437, όπως περιγράφεται στο κείμενο, ο Ισίδωρος διορίστηκε μητροπολίτης Κιέβου και Μόσχας από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, πιθανώς για να φέρει σε επαφή τη Ρωσική Ορθόδοξη εκκλησία με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και να εξασφαλίσει την προστασία τής Κωνσταντινούπολης απέναντι στους επελαύνοντες Τούρκους. Ο μεγάλος πρίγκηπας τής Μόσχας Βασίλειος Β΄ (1425-62) αντιμετώπισε τον νέο μητροπολίτη με εχθρότητα και τού επέτρεψε να συμμετάσχει στη σύνοδο μόνο αφού πήρε την υπόσχεση ότι θα επέστρεφε με άθικτες τις αρχές τού θείου νόμου και τη σύνθεση τής ιερής εκκλησίας. Ο Ισίδωρος ξεκίνησε με μεγάλη ακολουθία στις 8 Σεπτεμβρίου 1437, πέρασε από τη Ρίγα (τώρα στη Λετονία) και το Λύμπεκ (τώρα στη Γερμανία) κι έφτασε στη Φερράρα στις 15 Αυγούστου 1438. Καθ΄ οδόν η ρωσική ακολουθία του προσβλήθηκε πολύ από τη φιλική του συμπεριφορά απέναντι στους Λατίνους.
- [←24]
-
Αν και η Μάχη τού Κοσσυφοπέδιου (1389) θεωρείται γενικά ως τέλος τού μεσαιωνικού σερβικού κράτους, το Δεσποτάτο Σερβίας επιβίωσε για 70 ακόμη χρόνια και βίωσε πολιτιστική και πολιτική αναγέννηση κατά το πρώτο μισό τού 15ου αιώνα, πριν κατακτηθεί από τούς Οθωμανούς το 1459. Ο αναφερόμενος εδώ δεσπότης Σερβίας ήταν ο Γεώργιος (Τζούρατζ) Μπράνκοβιτς (βασ. 1427-1456).
- [←25]
-
Ο μέγας δομέστικος είχε εκφράσει την επιθυμία να πάει στον δεσπότη τής Σερβίας για προσωπικές του υποθέσεις και γι΄ αυτόν τον λόγο είχε ο αυτοκράτορας την ευκαιρία να τού αναθέσει αυτή την αποστολή. Ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος Καντακουζηνός ήταν γαμπρός τού Γεωργίου Μπράνκοβιτς, σύζυγος τής αδελφής του Ειρήνης Καντακουζηνής (Laurent 1971: 164 σημ. 1).
- [←26]
-
Στους Ορθόδοξους πατριάρχες Aλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Τα πατριαρχεία αυτά, μαζί με εκείνα τής Ρὠμης και τής Κωνσταντινούπολης, ήσαν τα πέντε αρχαία πατριαρχεία τού χριστιανισμού. Η εκκλησία τής Ρώμης είχε βρεθεί από τη μια πλευρά τού σχίσματος και τα υπόλοιπα αρχαία πατριαρχεία από την άλλη.
- [←27]
-
Αναγνωρίζεται ως «ευγενής άνδρας» (vir egregious) και αναφέρεται ως απεσταλμένος σε πρεσβεία τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο τού 1422 στην Ιταλία, ιδιαίτερα στον δούκα Τζιοβάνι-Φραντσέκο Γκονζάγκα τής Μάντουα, για να τού εξηγήσει την επισφαλή κατάσταση τής αυτοκρατορίας μετά την πολιορκία που είχε υποστεί η Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού (Laurent 1971: 165 σημ. 3).
- [←28]
-
Χαμένες επιστολές που στάλθηκαν το φθινόπωρο τού 1436 (Laurent 1971: 165 σημ. 4).
- [←29]
-
Ο Μακροχέρης επέστρεψε την 1η Μαρτίου 1437. Έφερε μόνο επιστολές, αφού οι αραβικές αρχές απαγόρευσαν στους πατριάρχες να φύγουν (Laurent 1971: 165 σημ. 5).
- [←30]
-
Συρόπουλος 3.4: Ἐπανελθόντος οὖν τοῦ Παύλου καί τά γράμματα διακομίσαντος, ἀποδόντος δέ καί τῷ πατριάρχῃ τά πρός αὐτόν πιττάκια τῶν δηλωθέντων πατριαρχῶν, ἰδών ὁ πατριάρχης τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν χωρισθέντα καί ἀποκαταστάντα ἐκεῖσε, δεινόν ἡγήσατο ὡς μή ἔχων καί αὐτός εἴδησιν περί τῶν προσώπων, καί τῷ βασιλεῖ διεμηνύσατο μετά τε τοῦ μεγάλου χαρτοφύλακος καί ἐμοῦ, ὅτι· ὁρῶ ἐμαυτόν περιφρονούμενον, καί οὐκ οἶδα πῶς γίνεται τοῦτο· εἰ γάρ καταφρονοῦμαι, πῶς ἔσομαι παρακολουθῶν ἤ συμπράττων ἐν οἷς ἄν δέοι κἀμέ συνεργεῖν; ἰδού γάρ φαίνεται ὅτι ἐντεῦθεν ἐτυπώθησαν οἱ τοποτηρηταί. ἔδει οὖν ἔχειν κἀμέ τήν περί τούτων εἴδησιν· οὐδέ γάρ ἀποδημῶν ἐτύγχανον οὐδέ ἐκώλυέ τι τό εἰδέναι με περί τούτων· ἴσως δέ καί συμφέρον ἦν ἄν μᾶλλον· συνεβούλευον γάρ ἄν τι καί αὐτός ἐν τούτοις συμβουλῆς ἄξιον. νῦν δέ κατελείφθην ὡς μή κριθείς ἄξιος εἰδέναι περί τῶν τοιούτων, καί εἰ θελήσω τυχόν καί αὐτός ἡμετέρους τοποτηρητάς ποιῆσαι καί εἰς τήν σύνοδον στεῖλαι, τίνας ἐκλέξομαι, ἐπεί ταῦτα τά πρόσωπα ἐλήφθησαν παρά τῶν πατριαρχῶν; πολλαχόθεν οὖν μοι δοκεῖ λυπηρόν τό τοιοῦτον. ὁ δέ βασιλεύς ἀπελογήσατο, ὅτι· οὐκ ἐτυπώθησαν ἐντεῦθεν τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν οὐδέ ἡ ἡμετέρα βουλή ἐξελέξατο. ἀλλ΄ ὅτε ἀπήρχετο ὁ πρέσβις, ἐνεθυμήθημεν ὅτι εἰ οὐκ ἔχουσιν οἱ πατριάρχαι στεῖλαι ἐκεῖθέν τινας, πάντως ἐξετάσουσι περί τά ἐνταῦθα, καί εἴπομεν ἁπλῶς τῷ πρέσβει, ὅτι εἰ ἐρωτήσουσιν, εἰπέ ὅσους οἶδας ἐκκρίτους τῶν ἡμετέρων. εἶπεν οὖν πολλούς, καί ἐκ τῶν πολλῶν ἐξελέξαντο ἐκεῖνοι τούς δηλωθέντας. παρ΄ ἐκείνων οὖν ἐγένετο ἡ ἐκλογή, καί οὐ παρ΄ ἡμῶν, καί οὐ δεῖ λυπεῖσθαι περί τούτου τόν πατριάρχην. τό δέ λέγει ὅτι οὐχ εὑρήσει στεῖλαι τοποτηρητήν, σιγησάτω· ἅπαξ γάρ μοι ἔταξεν ἐλθεῖν εἰς τήν σύνοδον, διό καί ἐλεύσεται· οὐκέτι γάρ ἔχει δίκαιον ἀνακαλέσασθαι τοῦτο.
- [←31]
-
Πιττάκιον: Γράμμα, σημείωμα.
- [←32]
-
Συρόπουλος 3.5: Ἐπεί δέ οἱ πατριάρχαι ὑπετύπουν τούς τοποτηρητάς ἐν τοῖς γράμμασιν, ὅπως ὀφείλουσι περί τῆς ἑνώσεως διατεθῆναι (ἔγραφον γάρ ὅτι, ἐάν γένηται νομίμως καί κανονικῶς, καί κατά τάς παραδόσεις τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, καί μηδέν τι προστεθῇ τῇ πίστει ἤ ἀμειφθῇ ἤ καινοποιηθῇ, οὕτως ἵνα στέρξωσι καί αὐτοί καί συντεθῶσι τῷ γενησομένῳ), μαθών ταῦτα ὁ φρά Ἰωάννης καί ζητήσας καί ἰδών τά γράμματα, ἀνέδραμεν εὐθύς εἰς τόν βασιλέα καί εἶπεν, ὅτι· τά τοιαῦτα γράμματα, εἰ φανῶσιν ἐν τῇ συνόδῳ, μεγάλως σκανδαλίσουσι τούς ἐκεῖ, καί ἐγώ μετά τοιούτων γραμμάτων οὐκ ἐλεύσομαι εἰς τήν σύνοδον· εἰ γάρ εἰμι ἐνταῦθα ὡς ἐκείνων ἐπίτροπος, παρέχω δέ καί τάς ἐξόδους τῶν ἐκεῖσε ἀπελευσομένων, εἶτα οὐ φροντίσω περί τῶν γραμμάτων τῶν φανησομένων ἐκεῖσε, ἵνα ὑπάρχωσι πρός ἀνάπαυσιν καί τιμήν τῆς συνόδου, τί ἐροῦσιν ἐκεῖνοι πρός ἐμέ; τί δέ ἀπολογήσομαι ἐγώ πρός ἐκείνους; οὐ γάρ διά γραμμάτων ὑποτυποῦν χρή τούς τοποτηρητάς, ὅτι, εἰ οὕτω γένηται, ἵνα στέργωσιν, εἰ δ΄ ἄλλως, μή στέργωσιν, ἀλλ΄ ἁπλῶς οὕτω καί ἐλευθέρως διδόναι αὐτοῖς ἄδειαν στέργειν πᾶν ὅπερ ἄν φανῇ καλόν κοινῶς πάσῃ τῇ συνόδῳ· διορθωθήτω δή τό περί τούτου ὡς ἐγώ εἰσηγοῦμαι· ἄνευ γάρ τοιαύτης διορθώσεως οὐδέ τῇ ἁγίᾳ βασιλείᾳ σου συμβουλευσαίμην ἄν ἔγωγε παραγενέσθαι ἐν τῇ συνόδῳ.
- [←33]
-
Σύμφωνα με την αναφορά τού Ιωάννη τής Ραγούσας, οι εν λόγω επιστολές έδιναν στους τοποτηρητές των πατριαρχών περιορισμένες μόνο εξουσίες και, επιπλέον, συμπεριλάμβαναν εκφράσεις προσβλητικές για την Καθολική Εκκλησία και την Αγία Έδρα. Ο αυτοκράτορας καθυστερούσε έναν ολόκληρο μήνα, μέχρι τις 3 Απριλίου (Laurent 1971: 166 σημ. 1).
- [←34]
-
Συρόπουλος 3.6: Πείθεται τούτοις ὁ βασιλεύς, καί σκεψάμενος τήν περίληψιν τοῦ γράμματος τῆς τοποτηρήσεως, ἐντεῦθεν ἐκτίθησι κατά τό αὐτῷ τε καί τῷ φρά Ἰωάννῃ δοκοῦν, καί στέλλει τοῦτο τοῖς πατριάρχαις μετά μοναχοῦ Θεοδοσίου τοῦ Ἀντιόχου, ἀναθείς αὐτῷ καί λόγους, οὕς ἤθελε, γράψας δ΄ εἰς πλάτος καί τοῖς πατριάρχαις, ὅτι· τά μέν γράμματα τῶν τοποτηρήσεων γραφήτωσαν ἴσα κατά πάντα τῷ νῦν στελλομένῳ παρ΄ ἡμῶν διά τό τίμιον καί τῆς συνόδου καί τῶν τοποτηρητῶν καί ὑπογραφήτωσαν παρ΄ ὑμῶν· οὕτω γάρ καί ἡ τάξις ἀπαιτεῖ γράφεσθαι ταῦτα. γινώσκετε δέ ὡς ἡμεῖς οὐδέν ἄλλο ποιήσομεν, εἰ μή ὅπερ ἐγράψατε καί ὑμεῖς· οὐδέ γάρ μεταποιῆσαί τι βουλόμεθα ἤ παρασαλεῦσαι, ἀφ΄ ὧν παρελάβομεν ἀπό τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἁγίων καί διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέ προσθεῖναί τι τούτοις ἤ ἀφελεῖν, ἐξ ὧν κατέχομεν καί πιστεύομεν μέχρι τοῦ νῦν καί πρεσβεύομεν, ἀλλ΄ ἐμμενοῦμεν τούτοις ἀνενδοιάστως. μή οὖν ἐνοχλήτω ὑμῖν ἕτερός τις λογισμός, ἀλλά ποιήσατε τά γράμματα καθώς γράφομεν, ἔπειδή ἔχετε πληροφορίαν, ὡς οὐδέ ἡμεῖς ποιήσομεν ἄλλο παρό βούλεσθε. μετά τοιούτων γραμμάτων καί λόγων ἀπελθών ὁ Ἀντίοχος πείθει τούς πατριάρχας· οἱ δέ ἐνέδωκαν μεταγραφῆναι τά γράμματα τῶν τοποτηρήσεων ἴσα τῷ ἐντεῦθεν σταλέντι. μετέγραψαν οὖν καί ἐτέλεσαν ταῦτα, ἐνήλλαξαν δέ καί τά πρόσωπα τῶν τοποτηρητῶν καί διεκόμισε αὐτά ὁ Ἀντίοχος, καί ἠρκέσθησαν εἰς αὐτά ὁ βασιλεύς τε καί ὁ φρά Ἰωάννης. Τοιαύτας προκαταστάσεις παρεῖχεν ἡμῖν ὁ δεφένστωρ τῶν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας δογμάτων.
- [←35]
-
Θεοδόσιος Ἀντίοχος: Άγνωστος κατά τα άλλα. αν και ανήκει σε οικογένεια που εκπροσωπείται ευρέως στη βυζαντινή προσωπογραφία. Αυτός ο αγγελιοφόρος αναχώρησε στο πρώτο μισό τού Απριλίου 1437 (Laurent 1971: 166 σημ. 2).
- [←36]
-
Σύμφωνα με την εκδοχή Β τού χειρογράφου, η επιστροφή τού Αντιόχου θα συνέπεσε με την άφιξη τού παπικού στόλου, την οποία το εδώ χειρόγραφο Α τοποθετεί στο τέλος Σεπτεμβρίου 1436. Το ίδιο χειρόγραφο επιβεβαιώνει από την άλλη πλευρά, ότι τα ονόματα των τοποτηρητών άλλαξαν μετά τον θάνατο τού μητροπολίτη Εφέσου Ιωάσαφ, οπότε ο αρχιερέας αυτός θα είχε πεθάνει πριν από την αναχώρηση τού Αντιόχου για την αποστολή του (μέσα Απριλίου), αφού δεν πρέπει να υπήρχε άλλος τρόπος για να ενημερωθούν εγκαίρως οι ενδιαφερόμενοι πατριάρχες (Laurent 1971: 166 σημ. 3).
- [←37]
-
Κατά τον Laurent 1971: 167 σημ. 4, ο Συρόπουλος αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ιωάννης τής Ραγούσας συνεργάστηκε στη σύνταξη των επιστολών ή τουλάχιστον ενέκρινε τούς όρους. Ωστόσο με βάση τη μαρτυρία τού ίδιου τού απεσταλμένου τής Βασιλείας, ο αυτοκράτορας έστειλε τα έγγραφα χωρίς να το γνωρίζει ο Ιωάννης, ο οποίος ενημερώθηκε μόνο εκ των υστέρων.
- [←38]
-
Εδώ δεφένστωρ, αλλού δεφένδωρ, από την αντίστοιχη λατινική λέξη Βλέπε και σημ. 26 κεφαλαίου η΄.
- [←39]
-
Συρόπουλος 3.7: Ὅτε δέ τούς πρέσβεις ἔστειλεν ὁ βασιλεύς πρός τε τούς πατριάρχας καί εἰς τήν Ἰβηρίαν, ἔστειλε καί πρός τόν πάπαν κῦρ Μανουήλ τόν Βουλλωτήν, ἵνα δώσῃ αὐτῷ εἴδησιν ὅπως ὁ βασιλεύς ἑτοιμάζεται ἐλθεῖν ἐν τῇ συνόδῳ, καί ἐλεύσεται χωρίς λόγου τινός μετά τοῦ πατριάρχου καί τῆς συνόδου τῶν ἀνατολικῶν κατά τόν καιρόν τοῦδε τοῦ ερχομένου χειμῶνος, ἵνα καί ὁ πάπας πρός τοῦτο ὑπάρχῃ ἕτοιμος. ἔστειλε δέ καί πρός τήν ἐν Βασιλείᾳ σύνοδον κῦρ Ἰωάννην τόν Δισύπατον, ἵνα δείξῃ καί τοῖς ἐκεῖσε, ὅπως ἑτοιμάζεται ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης καί οἱ λοιποί οἱ εἰς τήν σύνοδον ἐλευσόμενοι, καί ἵνα διά παρακινήσεως τοῦ Δισυπάτου ἐπιμεληθῶσι κἀκεῖνοι στεῖλαι τά κάτεργα, ὥστε φθάσαι ἐνταῦθα κατά τόν τοῦ μετοπώρου καιρόν· τότε γάρ εὑρήσουσι πάντας ἑτοίμους πρός τό εἰσελθεῖν εἰς τά κάτεργα, καί δι΄ αὐτῶν παραγενέσθαι εἰς τήν σύνοδον. ἐπί τούτοις οὖν, ὡς ἐδόκει, ἐστάλη ὁ Δισύπατος πρός τήν σύνοδον, ἐπεί καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν συνοδικῶν συνεβιβάσθη, καί ἐκεῖνοι ἔδωκαν καί τήν ἔξοδον, ἥν ὁ Ἰωάννης διεκόμισε, δι΄ ἧς συνήχθησαν καί οἱ συνελθόντες. ὁ δέ ἀπῆλθε μέν πρός τήν σύνοδον καί λόγους, οὕς ἤθελεν, εἶπεν ἐκεῖ, καθώς ἐφάνη ἀπό τοῦ πράγματος· ὅπως δέ ἐκεῖθεν πρός τόν πάπαν μετέβη κἀκεῖνον διήγειρε πρός τό στεῖλαι κάτεργα καί ἐξόδους καί μετά τοῦ πάπα τήν μελετωμένην γενέσθαι σύνοδον, οὔτε οἴδαμεν, οὔτε εἰπεῖν ἔχομεν, ἐπεί καί τοῖς πᾶσιν ἄπορον ἔδοξε τοῦτο, πλήν εἰ καί δυστέκμαρτον ἦν, ἀλλ΄ οὖν οὕτω προέβη ὡς προϋπέθετο ὁ Δισύπατος, εἰ δέ βούλει, ὡς παρεπρέσβευσε.
- [←40]
-
Μανουήλ Ταρχανειώτης Βουλλωτῆς: Καταγόταν από οικογένεια η οποία εμφανίστηκε στη δημόσια ζωή τής αυτοκρατορίας προς το τέλος τού 14ου αιώνα. Ένας κλάδος τής οικογένειας πλούτισε και εισήλθε στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα καταλαμβάνοντας θέσεις στην αυλή. Δημιούργησαν επίσης γαμήλια συμμαχία με τη γνωστή οικογένεια των Ταρχανειώτη, όπως δείχνει το δεύτερο επώνυμο τού Μανουήλ από τη μητέρα του (Laurent 1953, 63-64). Όντας από τούς πιο ολοκληρωμένους και επιτυχημένους πρεσβευτές κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών διαπραγματεύσεων για τη σύνοδο, ο Μανουήλ Βουλλωτής τιμήθηκε από τον πάπα για τις υπηρεσίες του (Laurent 1971: 167 σημ. 5). Προς το τέλος τής συνόδου τής Φλωρεντίας έκανε ομολογία πίστης, που δείχνει ότι ήταν συγκλητικός, ή, τουλάχιστον, τού είχαν δοθεί δικαιώματα ανώτερου αξιωματούχου, καθώς και η δυνατότητα να εκφράσει τη γνώμη του στο ζήτημα τής ένωσης (Laurent 1953, 65).
- [←41]
-
Ἰωάννης Δισύπατος: βλέπε σημ. 135 στο προηγούμενο κεφάλαιο β΄. Κατά τον Laurent 1971: 168 σημ. 2 ο Συρόπουλος και ο Ιωάννης τής Ραγούσας συμφωνούν και επιβεβαιώνουν ότι στον Βουλλωτή και τον Δισύπατο είχαν ανατεθεί δύο ξεχωριστές αποστολές: ο ένας να πάει στον πάπα και ο άλλος στη Σύνοδο τής Βασιλείας. Στην πραγματικότητα ενεργούσαν σύμφωνα με τις από 20 Νοεμβρίου 1436 οδηγίες που είχαν, οι οποίες προσδιόριζαν, ότι σε περίπτωση που η Σύνοδος τής Βασιλείας δεν φαινόταν να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τον τόπο, τον χρόνο και τη χρηματοδότηση τής μελλοντικής συνόδου, τότε έπρεπε να αναζητήσουν συμφωνία με τον πάπα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Βουλλωτής, κατονομαζόμενος ή όχι από τον συνάδελφό του, πήγε στη Βασιλεία και εκεί μαζί, βλέποντας ότι η σύνοδος δεν εκπληρούσε τις δεσμεύσεις της και λαμβάνοντας υπόψη τη διαίρεση των μελών της σε δύο τμήματα, αποφάσισαν να ασχοληθούν με την Αγία Έδρα, την οποία επισκέφθηκαν συνοδευόμενοι από αντιπροσωπεία συνοδικών πατέρων που εκπροσωπούσαν τη μειοψηφία. Με αυτόν τον τρόπο παρέμειναν στη γραμμή τής αποστολής τους και δεν μπορούμε να τούς κατηγορήσουμε ότι την εγκατέλειψαν. Μάλιστα ο αυτοκράτορας καθόλου δεν αισθάνθηκε κάτι τέτοιο. Επομένως η εδώ κρίση τού Συρόπουλου για τον Δισύπατο είναι άδικη.
- [←42]
-
Συρόπουλος 3.8: Ἐν ὅσῳ δέ οἱ δηλωθέντες πρέσβεις ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον, ὁ βασιλεύς σκοπόν ἔθετο συναθροῖσαι τούς ἐλλογίμους τῶν ἡμετέρων καί σκέψασθαι πόθεν ἄν εἴη ἁρμοδιώτερον ἄρξασθαι τῶν πρός Λατίνους λόγων καί πῶς μέλλουσι προβαίνειν αἱ διαλέξεις. ὥρισεν οὖν καί συνήχθησαν ὁ Ἐφέσου καί ὁ Ἡρακλείας, οἱ ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας οἱ σταυροφόροι, πνευματικός ὁ κῦρ ὁ Γρηγόριος καί ἱερομόναχος κῦρ Μάρκος ὁ Εὐγενικός· παρῆν δέ καί ὁ βασιλεύς μετά τῶν μεσαζόντων καί διδασκάλου τοῦ Σχολαρίου καί τοῦ Κριτοπούλου. ὥρισεν οὖν ὁ βασιλεύς, ὅτι· ἐπεί ἐστείλαιμεν πρέσβεις πρός οὕς εἴχομεν χρείαν ὥστε ἐπιδημῆσαι εἰς τήν σύνοδον, καί ἐκδεχόμεθα ἵνα μετ΄ ἐκείνων καί ἡμεῖς ἀπέλθωμεν εἰς τήν Ἰταλίαν, εἰ ὁ θεός εὐδοκήσοι, ἴσως μέν ὁ καιρός ἐκεῖνος καί τά πράγματα διδάξουσιν ἡμᾶς ἀκριβέστερον τότε πόθεν ἄν ἀρξώμεθα καί πῶς πρός Λατίνους διαλεξώμεθα· ἀλλ΄ ἵνα μή πάντῃ ἀργοί τόν καιρόν ζημιώμεθα, ἔδοξέ μοι καλόν ἵνα καί ἀπό τοῦ νῦν σκεπτώμεθα περί τούτου καί προγυμναζώμεθα εἰς τά περί ὧν ἡ τοιαύτη ἀπαιτεῖ ὕλη. ἤδη οὖν χάριν τούτου συνήχθητε καί εἰπάτω ἕκαστος τό δοκοῦν αὐτῷ. εἶπεν οὖν πρῶτος ὁ Καντακουζηνός ὁ μεσάζων, ὅτι· ἐμοί δοκεῖ καλόν ἵνα ὁ ταχθησόμενος τούς πρός ἐκείνους ποιεῖσθαι λόγους εἴπῃ ἡμερῶς καί φιλικῶς μετά τῆς προσηκούσης κατασκευῆς καί τιμῆς καί οἰκονομίας ὅτι τό αἴτιον τοῦ σχίσματος ἐγένετο ἀπό τῆς ἐν τῷ συμβόλῳ προσθήκης. διορθωθήτω γοῦν τό περί τούτου, καί οὕτω προχωρήσομεν καί εἰς τούς ἐφεξῆς λόγους. εἶπον δέ καί οἱ ἄλλοι, οἱ μέν τά αὐτά, οἱ δέ ἕτερα.
- [←43]
-
Κριτόπουλος: Κατά τον Laurent 1971: 169 σημ. 3, πρόκειται για τη μοναδική αναφορά σε αυτόν τον λόγιο, ο οποίος συνδεόταν επίσης με τον Μάρκο Ευγενικό και τον Γεώργιο Σχολάριο. Αν ήταν ο Γεώργιος Κριτόπουλος, εραστής τής αστρονομίας, θα ήταν μεγάλης ηλικίας, γιατί εκείνος ανήκε στην προηγούμενη γενιά. Θα μπορούσε επίσης να είναι ο γιατρός, τον οποίο βλέπουμε στον Μοριά μετά την πτώση τής Κωνσταντινούπολης, μαζί με τον δεσπότη Θωμά Παλαιολόγο, τού οποίου τα παιδιά, που ήσαν πρόσφυγες μαζί του στην Ιταλία, είχε αναλάβει ο Βησσαρίων μετά τον θάνατο τού πατέρα τους. Βλέπε Ψευδο-Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 992 B:
«Γι΄ αυτό χρειάζεται να το φροντίζει αυτό η ευγένειά σου, μαζί με τον άρχοντα Κριτόπουλο, τον γιατρό, τώρα που έχετε αναλάβει τη φροντίδα των αφεντόπουλων»
(Δι΄ αὐτό εἶναι χρεία νά φροντίζῃ ἡ εὐγένειά σου μετά τοῦ ἀρχόντου τοῦ Κριτοπούλου τοῦ ἰατροῦ τοῦτο, ὁποῦ κατά τό παρόν ἔχετε τήν φροντίδα τῶν αὐθεντοπούλων).Κατά τον Laurent ό.π., είναι εκπληκτικό που δεν βρίσκουμε σε αυτή την παρέα και τον Ιωάννη Αργυρόπουλο, που είχε τον βαθμό τού γερουσιαστή και λόγω τής μόρφωσής του θα ήταν διορισμένος σε τέτοια καθήκοντα, ιδιαίτερα αν έλαβε στη συνέχεια μέρος στη σύνοδο τής Φλωρεντίας, όπως αναφέρει ο Δούκας, Historia Byzantina, CSHB (Βόννη 1834), 31, 213-214]:
«Ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος, υπόδειγμα μόρφωσης στην αρχαία ελληνική γραμματεία και τούς κανόνες των οικουμενικών συνόδων, ο Νικαίας Βησσαρίων και ο Ρωσίας Ισίδωρος ήσαν οι πιο μορφωμένοι από τούς αρχιερείς, καθώς και ο μέγας χαρτοφύλαξ Βαλσαμών ο αρχιδιάκονος. Από την πλευρά των κοσμικών ήσαν ο Γεμιστός από τη Λακεδαιμονία, ο δικαστής Γεώργιος Σχολάριος και ο Αργυρόπουλος. Αυτοί υπερασπίζονταν τις θέσεις των Ρωμιών στις συζητήσεις, ενώ υπήρχαν πολλοί που υπερασπίζονταν τις θέσεις των Λατίνων»
(Ὁ Ἐφέσου Μάρκος ἐν Ἑλληνικοῖς μαθήμασιν καί ὁρίοις τῶν ἁγίων συνόδων κανών καί στάθμη ἀπαρέκβατος. Ὁ Βησσαρίων Νικαίας καί ὁ Ῥωσίας Ἰσίδωρος. Οὗτοι δέ ἦσαν οἱ λογιώτεροι τῶν ἀρχιερέων, καί μέγας χαρτοφύλαξ ὁ Βαλσαμών καί ἀρχιδιάκονος. ἀπό δέ τῆς συγκλήτου ὁ Γεμιστός ἐκ Λακεδαιμονίας, Γεώργιος ὁ σχολάριος καί καθολικός κριτής, καί Ἀργυρόπουλος· οὗτοι δέ ἦσαν οἱ μετέχοντες λόγου, ἐκ μέρους δέ καί Ῥωμαϊκοῦ μαθήματος· ἀπό δέ τοῦ μέρους τῶν Λατίνων πολλοί).Κατά τον Laurent ό.π., αν ο Αργυρόπουλος βρισκόταν στη Φλωρεντία, τότε θα ήταν πολύ νέος για να παίξει αρκετά προφανή ρόλο.
- [←44]
-
Συρόπουλος 3.9: Τότε δή καί ὁ διδάσκαλος ὁ Σχολάριος λόγον ἀνέγνω συμβουλευτικόν, ὅν ἔφθασεν ἤδη ἐκμελετήσας, σαφῶς ἄγαν καί συνετῶς, ὅς καί ἐπῃνέθη παρά πάντων ὡς ἄριστα συγγεγραμμένος καί τά τῆς κρείττονος συμβουλῆς εἰσηγούμενος, ἐν ᾧ μετά τῶν ἄλλων τῶν πολλῶν τῶν σοφῶν τε καί γενναίων καί καλλίστων ἐπιχειρημάτων διείληπτο καί τοῦτο τεῖνον εἰς τόν βασιλέα. ὡς· εἰ μέν προϋπετέθη τό ἐξετασθῆναι τήν δόξαν κατά τό ἐγχωροῦν ἀκριβέστατα, καί πᾶν ὅπερ ἄν Θεοῦ δίδοντος σαφῶς καί ἀριδήλως διά ῥητῶν τῶν τῆς ἐκκλησίας διδασκάλων ἀποδειχθῇ καί ἀβιάστως ἀποφανθῇ συνοδικῶς, στερχθῇ τοῦτο παρά πάντων ἀνενδοιάστως παρ΄ ἐκείνων τε καί παρ΄ ἡμῶν, καί μηδεμία τις διαφορά καταλειφθῇ, οὕτω χρή καί τήν σύνοδον καλῶς συνελθεῖν καί πρός τήν Ἰταλίαν ἀφικέσθαι καί ἀγωνιστικῶς ἐξετᾶσαι καί ἀποδεῖξαι περί ὧν ἄν δεήσοι· εἰ δέ πρόκειται πρός οἰκονομίαν τινά χωρῆσαι ἑνωτικήν, περισσόν ἐστι τό καί τήν ἁγίαν βασιλείαν σου καί τόν ἅγιον τόν πατριάρχην καί τούς λοιπούς κόπους καί κινδύνους ὑποστῆναι καί ἐξόδους πλείστας ὑπέρ τούτου ἀναλωθῆναι μηδέν τι τῇ πατρίδι ἤ τῷ κοινῷ συμβαλουμένας· οἰκονομικήν γάρ ἕνωσιν δυνατόν ἐστι γενέσθαι καί διά πρέσβεων τριῶν ἡ τεττάρων ἐκεῖσε παραγενομένων, καί τοῦτο ἴσως ἔσται καί τῇ πατρίδι λυσιτελέστερον.
- [←45]
-
Κατά τον Laurent 1971: 170 σημ. 1, η ομιλία αυτή δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα (Œuvres Complètes) τού Σχολάριου (8 τόμοι, Παρίσι 1928-1936) και ίσως έχει χαθεί. Ωστόσο είναι πιθανό να παραμένουν κάποια στοιχεία τής σε κάποιο από τα τρία υπομνήματα που παρουσίασε ο Σχολάριος στους συμπατριώτες του για να τούς παροτρύνει να ενωθούν. Βλέπε πιο κάτω, κεφ η΄, παρ. 40.
- [←46]
-
Κατά τον Laurent 1971: 170 σημ. 2, ακριβώς όπως είχε γίνει στη Σύνοδο τής Λυών (1274). Ο τρόπος θα ήταν βέβαια περισσότερο σύμφωνος με τις συστάσεις τού Μανουήλ Β΄, αλλά αν οι συνομιλίες είχαν ως αποτέλεσμα την ένωση, θα είχαν κάνει τη δουλειά των αντιπάλων ακόμη πιο εύκολη, όπως και την εποχή τού Μιχαήλ Η΄. Φαίνεται ότι οι αξιωματούχοι τού Ιωάννη Η΄ απέρριψαν αυτήν την ταχεία διαδικασία.
- [←47]
-
Συρόπουλος 3.10: Ἤρεσεν οὖν πᾶσι σχεδόν καί ἡ τοιαύτη συμβουλή ὡς ἀρίστη. ὅμως δέ μετά πολλούς λόγους τοιούτους ἔδοξε καλόν, ἵνα ἀναγινώσκηται τό βιβλίον τοῦ ἁγίου τοῦ Καβάσιλα, καί ἐξ ἐκείνου ἐκλέγωνται καί σκέπτωνται ἐν οἷς δεῖ. ἀνεδέξαντο οὖν τόν τοιοῦτον ἀγῶνα ὁ ἱερομόναχος κῦρ Μάρκος ὁ Εὐγενικός καί ὁ δηλωθείς Σχολάριος, καί συνήρχοντο ἐνώπιον τοῦ βασιλέως μετά καί ὀλίγων τινῶν ἐκ τῶν προειρημένων καί ἐσκέπτοντο καί ἐγύμναζον τά ζητήματα, καί περί συναγωγῆς βιβλίων ἐφρόντιζον, ὧν τά μή εὑρισκόμενα ἐνθάδε ἐκ τοῦ Ἁγίου Ὄρους εὑρεῖν ἤλπιζον. διό καί ἔστειλαν ἐκεῖσε τόν ἡγούμενον τοῦ Καλέως ἱερομόναχον κῦρ Ἀθανάσιον, ἵνα προσκαλέσηται τούς κρείττονας τῶν ἐκεῖσε, φέρῃ δέ καί βιβλία ὅσα ἐζητοῦντο. ὁ δέ βιβλίον μέν οὐ διεκόμισεν, ἔφερε δέ μόνον δύο ἱερομονάχους, Μωϋσῆν ἐκ τῆς Λαύρας καί Δωρόθεον ἐκ τοῦ Βατοπεδίου, ὡς δῆθεν τοποτηρητάς πάντων τῶν Ἁγιορειτῶν.
- [←48]
-
Ο Laurent 1971: 170 σημ. 4, σημειώνει ότι ο Συρόπουλος κατονομάζει τον Νείλο Καβάσίλα τέσσερις φορές, δύο φορές με τον τίτλο τού ἁγίου και δύο άλλες φορές χωρίς αυτόν τον τίτλο. Από την άλλη πλευρά, η εκδοχή Β τού χειρογράφου παραλείπει τον τίτλο τού ἁγίου παντού. Τι μπορούμε να συμπεράνουμε από αυτό; Μήπως ότι το πρωτότυπο δεν τον είχε και ότι αποτελεί παράτυπη μάλλον προσθήκη τού Αγαλλιανού; Η υπόθεση δεν φαίνεται αδύνατη, εκτός αν δίνουμε στον όρο ἅγιος το πιο γενικό νόημα που έχει όταν τον εφαρμόζουμε στους επισκόπους –ο Καβάσίλας ήταν επίσκοπος– ή και στους απλούς νεκρούς ή ακόμη και σε ζωντανούς μοναχούς (Petit, Documents, XVII, σελ. 481). Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει κανένα ίχνος, ούτε στη βιβλιογραφία ούτε στην εικονογραφία, ότι ο Νείλος Καβάσιλας αναγνωρίστηκε ως ἅγιος, παρά τον εξαιρετικό έπαινο που τού προσφέρει μια πρόσφατη έκδοση τού Συνοδικοῦ τής Ορθοδοξίας (Gouillard, Synodikon, σελ. 89-111). Ο Σχολάριος, που τον κατονομάζει 15 φορές στον τόμο ΙΙΙ των Έργων του, δεν τού δίνει ποτέ αυτόν τον τίτλο, αλλά τον αποκαλεί εναλλακτικά μακάριος, ἱερώτατος, εκεῖνος, επίθετα που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε οποιονδήποτε μητροπολίτη. Από την άλλη πλευρά, οι αντι-Λατίνοι πολέμιοι, που αντιστρατεύονταν το διάταγμα τής Συνόδου τής Φλωρεντίας και κατέφευγαν στην τότε κυρίαρχη εξουσία τού Νείλου, τηρούν την ίδια σιωπή. Ο τίτλος τού ἁγίου μπορεί μόνο, στην καλύτερη περίπτωση, να μαρτυρεί την προσωπική λατρεία που ο Συρόπουλος ή ο αντιγραφέας του Αγαλλιανός έτρεφαν για τον υπερασπιστή τής Ορθοδοξίας.
- [←49]
-
Η µονή Καλέως ή Καλέα ή Καλλίου ή Καυλέως, η οποία στα τέλη τού 12ου αιώνα ήταν γνωστή ως Άγιος Αντώνιος ή µονή τού κυρ Αντωνίου, ιδρύθηκε από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιο Β΄ (893-901). Κατά την Άλωση τού 1204 η µονή Καλέως λεηλατήθηκε από τούς Σταυροφόρους.
- [←50]
-
Καλέως Ἀθανάσιος: Σύμφωνα με τον Συρόπουλο (βλέπε παρ. 24 αυτού τού κεφαλαίου), ο ηγούμενος αυτός ορίστηκε να πάρει μέρος στη σύνοδο τής Ιταλίας. Αν συμμετείχε, τότε είτε ήταν ο μοναδικός ηγούμενος που δεν υπέγραψε το διάταγμα τής ένωσης, είτε είναι το ίδιο άτομο με εκείνον που υπογράφει ως Αθανάσιος, πρώην ηγούμενος μονής Περιβλέπτου (Laurent 1971: 171 σημ. 7).
- [←51]
-
Μωϋσῆς Μεγίστης Λαύρας: Μέλος τής Συνόδου Φλωρεντίας και υπογράφων την τελική απόφαση.
- [←52]
-
Βατοπεδίου Δωρόθεος: Ομοίως. Η υπογραφή του, που απουσιάζει από το κείμενο των Ελληνικών Πρακτικών, εμφανίζεται στο κάτω μέρος τού πρωτοτύπου τού διατάγματος τής Ένωσης (Laurent 1971: 171 σημ. 9).
- [←53]
-
Συρόπουλος 3.11: Ἐν τούτοις ἐσκέπτοντο καί περί προσώπων ἁρμοδίων πρός τήν σύνοδον ἀφικέσθαι, καί, τινός περί τοῦ ἱερομονάχου κῦρ Νείλου τοῦ Ταρχανειώτου εἰρηκότος ὡς χρησίμου πρός τήν σύνοδον ὄντος, ἔφη ὁ βασιλεύς· δειλιῶ μήποτε εὑρεθῇ τι καλογέριν καί φωνήν τινα ρίψῃ ἐκεῖσε, ἥτις μεγάλην ἡμῖν προξενήσει βλάβην. ἐντεῦθεν οὖν ἔδει στοχάζεσθαι τούς συνετούς τίνα σκοπόν εἶχεν ὁ βασιλεύς, καί ὅπως εἰ ᾔδει γενναῖόν τι ἐνυπάρχον τοῖς ἡμετέροις, οὐκ ἄν εἰς τοσοῦτον κρημνόν ὤθει τήν Ἐκκλησίαν. ἐν ὅσῳ δέ αὗται αἱ γυμνασίαι ἐγίνοντο, τέθνηκεν ὁ Ἐφέσου κῦρ Ἰωάσαφ.
- [←54]
-
Νεῖλος Ταρχανειώτης: λόγιος ιερομόναχος τού 15ου αιώνα. Κατά τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο έγραψε εναντίον των καινοτομιών των Λατίνων.
- [←55]
-
Ἐφέσου Ἰωάσαφ: Κατά τον Laurent 1971: 172 σημ. 2, ο θάνατος αυτού τού μητροπολίτη πρέπει να τοποθετηθεί περί τα μέσα Απριλίου 1437.
- [←56]
-
Συρόπουλος 3.12: Περί δέ τά τελη τοῦ σεπτεμβρίου μηνός ἔφθασαν ἐνταῦθα τά τοῦ πάπα κάτεργα τέσσαρα, μεθ΄ ὧν ἦλθεν καί ὁ Δισύπατος καί ὁ Βουλλωτής καί λεγάτος τοῦ πάπα, καί σύν αὐτῷ πρέσβεις ἐπίσκοποι τρεῖς, ὁ Κορώνης Χριστόφορος, ὁ Πορτουγάλλου καί ὁ [Δίγνης]. μετά δέ τῶν κατέργων τούτων ἦλθε καί ὁ πανευτυχέστατος τῶν τότε δεσπότης κῦρ Κωνσταντῖνος ἐκ τῆς Πελοποννήσου, ἐπί τῷ ὡς ἐπίτροπος εὑρίσκεσθαι ἐν τῇ Πόλει ἀποδημοῦντος τοῦ βασιλέως (οὕτω γάρ αὐτός διωρίσατο) καί οἱ τζαγράτορες ἐκ τῆς Κρήτης. εἰ δέ τινες καί ἐκ τῶν ἀπαισίων οἰωνῶν περί τῶν μελλόντων μαντεύονται, ἐξῆν ἄν αὐτοῖς καί περί τοῦ προκειμένου στοχάζεσθαι· ἅμα γάρ τῷ στῆναι τάς τριήρεις ἐν τῷ λιμένι καί χαλᾶν τά πρυμνήσια, εὐθύς σεισμός ἐγένετο μέγας, καί θεομηνίαν οἱ συνετώτεροι τοῦτο ἡγήσαντο. ἐκ δή τούτου καί τῶν λόγων ἀνεμνήσθησάν τινες κῦρ Δημητρίου τοῦ Χρυσολωρᾶ, οὕς πρό τριάκοντα χρόνων εἴρηκεν. ἐκεῖνος γάρ φιλόσοφος ὤν καί περί τήν ἀστρονομικήν ἀσχολούμενος ἐπιστήμην, ἄλλως δέ καί φίλος τυγχάνων τοῦ σοφοῦ βασιλέως κῦρ Μανουήλ, ἦλθεν εἰς αὐτόν ἐκ τῆς Θεσσαλονίκης πρέσβις σταλείς παρά τοῦ βασιλέως κῦρ Ἰωάννου τοῦ μετονομασθέντος κῦρ Ἰωσήφ μοναχοῦ. εἰς οὖν τά βασίλεια διατρίβων καί οὗτος καί παριστάμενος ἐν ἀρίστῳ τοῦ βασιλέως μετά καί ἄλλων ἀρχόντων κατά τό ἔθος ἠρωτήθη παρ΄ αὐτοῦ, εἰ ἐκ τῆς ἐπιστήμης εὗρέ τι καί ἔχει εἰπεῖν γενησόμενον. ὁ δέ ἀνέφερεν ὅτι εὗρεν ὡς ὁ ἕβδομος Παλαιολόγος μέλλει ποιήσειν τήν μετά τῶν Λατίνων ἕνωσιν καί μέλλει γενέσθαι καί πολύ κακόν εἰς τούς χριστιανούς. ὡς οὖν ἤκουσε τούτων ὁ βασιλεύς, εἶπε· τό μέν ἕν ἤθελον ἴσως ἀκοῦσαι, τό δέ ἕτερον οὐδέ ἀκοῦσαι ἤθελον· ἔσται δέ πρός τοῦτο ὁ ἀνεψιός μου· ἐκεῖνος γάρ ἐστιν ἕβδομος. καί εἶπεν ὁ Χρυσολωρᾶς· οὐκ ἔστιν ὁ αὐθέντης μου ὁ ἀνεψιός σου, ἀλλ΄ ὁ αὐθέντης μου ὁ υἱός σου ὁ βασιλεύς. εἶπε δέ ὁ βασιλεύς· ἐπεί οὐκ ἔσομαι ἐγώ εἰς αὐτό, ἔστω ὁ βουλόμενος. ταῦτα μέν οὖν ὡς τεκμήρια τῶν γενησομένων ἐσημειώθησαν· ὁ δέ λόγος χωρείτω πρός τήν διήγησιν.
- [←57]
-
Ανακριβής περιγραφή κατά τον Laurent 1971: 172 σημ. 4. Οι διάφορες αυτές προσωπικότητες έφτασαν σε δύο ομάδες και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1437 μια πρώτη «ελαφρά» γαλέρα φάνηκε έξω από την Κωνσταντινούπολη και την επόμενη μέρα κατέβαιναν από αυτήν οι επισκόποι Πόρτο, Δίγνης (Digne) και Κορώνης, τούς οποίους υποδέχθηκε ο αυτοκράτορας λίγες ημέρες αργότερα στη μονή Αγίου Ιωάννη στην Πέτρα. Αμέσως διαδόθηκε ότι οι τρεις αυτοί αρχιερείς έρχονταν στο όνομα τού συμφιλιωμένου πάπα και τής Συνόδου τής Βασιλείας, πράγμα που γέμισε χαρά τον Ιωάννη τής Ραγούσας, τον οποίο οι υπόλοιποι αντιμετώπιζαν ως συν-πρεσβευτή. Τα τρία άλλα πλοία, «πολύ μεγάλες γαλέρες», διοικούσε ο Αντόνιο Κοντουλμέρ, ανιψιός τού πάπα. Πάνω τους βρίσκονταν ο λεγάτος Μαρκ Κοντουλμέρ, άλλος συγγενής τού Ευγενίου Δ΄, και ο Νικόλαος Κουζάνος (Nicolas de Cues), τον οποίο δεν αναφέρουν τα χειρόγραφα. Αποβιβάστηκαν στην πρωτεύουσα μόλις στις 24 Σεπτεμβρίου. Βλέπε Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, στήλη 1045D-1046Α:
«Στις 5 Σεπτεμβρίου 6946 [1437] ο αφέντης μου [κυρ Κωνσταντίνος] κι εγώ πήγαμε από την Πάτρα στον Εύριπο [Νεγκροπόντε] από τη στεριά και μπήκαμε σε ενετική γαλέρα στην Κάρυστο, στο κάστρο τής Εύβοιας [Ευρίπου]. Μάλιστα πάνω σε αυτή τη γαλέρα ήταν και ο Μάρκος, κάποτε εφημέριος τής Πάτρας όταν τής επιτεθήκαμε, ο οποίος είχε τώρα διοριστεί παπικός λεγάτος από τον πάπα Ευγένιο που ήταν συγγενής του, καθώς και απεσταλμένος στον αυτοκράτορα. Στις 24 τού ίδιου μήνα Σεπτεμβρίου φτάσαμε στην Πόλη»
(Καί τῇ ε-ῃ Σεπτεβρίου τοῦ μ-ου ἔτους διέβημεν ἀπό τής Πάτρας διά τῆς στερεᾶς εἰς τόν Εὔριπον μετά τοῦ αὐθεντός μου λέγω, καί ἐσέβημεν εἰς κάτεργον Βενέτικον ἀπό τό καστέλλιον τῆς Εὐρίπου τήν Κάρυστον. Ἐν ᾧ δή κατέργῳ ἦν καί ὅ ποτε μέν ἐν τῇ Πάτρᾳ κανόνικος Μάρκος, ὅταν ἀπήλθομεν κατ΄ αὐτῆς, γεγονώς δέ λεγάτος παρά τοῦ πάπα Εὐγενίου τοῦ συγγενοῦς αὐτοῦ καί παρ΄ ἐκείνου καί ἀποκρισιάριος εἰς τόν βασιλέα. Καί τῇ κδ-ῃ τοῦ αὐτοῦ μηνός Σεπτεβρίου ἀπεσώθημεν εἰς τήν Πόλιν).
- [←58]
-
Ο Ἰωάννης Δισύπατος. βλέπε σημ. 135 στο προηγούμενο κεφάλαιο β΄.
- [←59]
-
Ο Μανουήλ Βουλλωτῆς. Βλέπε πιο πάνω σημ. 32 σε αυτό το κεφάλαιο.
- [←60]
-
Ο Αρχιεπίσκοπος Ταρεντέζ (Tarantasiensis) Μαρκ Κοντουλμέρ, ο ίδιος στον οποίο, όντας τότε μόνο εφημέριος τής Εκκλησίας τής Πάτρας, ανατέθηκε από τούς προκρίτους αυτής τής πόλης να διερευνήσει τις προθέσεις τού δεσπότη Κωνσταντίνου, που βρισκόταν στα περίχωρα με τα στρατεύματά του. Πρόσφυγας στη Δύση μετά την κατάληψη τής Πάτρας από τούς Γραικούς (Μάιος 1429), έγινε διαδοχικά επίσκοπος Αβινιόν (1432-1433), αρχιεπίσκοπος Ταρεντέζ (1433-1438), πατριάρχης Γκράντο (1438-1445) και πατριάρχης Αλεξανδρείας (1444-1451). Η επιστολή τού διορισμού του ως λεγάτου έχει ημερομηνία 15 Ιουλίου 1437 (Laurent 1971: 172 σημ. 5).
- [←61]
-
Τώρα πια ο Χριστόφορος ήταν επίσκοπος, έχοντας χειροτονηθεί στις 27 τού περασμένου Φεβρουαρίου (Laurent 1971: 173 σημ. 7).
- [←62]
-
Πορτουγάλλου στο κείμενο. Ο Αντόνιο Μαρτίνεζ ντε Τσάβες, επίσκοπος τού Πόρτο στην Πορτογαλία (από το 1423). Αναχώρησε από τη Μπολώνια στις 9 Ιουλίου 1437, απέπλευσε από τη Βενετία με τον συνάδελφό του από τη Digne και τον Χριστόφορο στις 26 Ιουλίου, για να βρεθεί στην Κρήτη στις 15 Αυγούστου, όπου η νηοπομπή έμεινε τέσσερις ημέρες (Laurent 1971: 173 σημ. 8).
- [←63]
-
Το όνομα τής πόλης παραμένει κενό στο χειρόγραφο δεξιά, αλλά γνωρίζουμε από τα λατινικά έγγραφα ότι ήταν ο Πιέρ ντε Βερσέιγ, επίσκοπος Digne, πόλης ανατολικά τής Αβινιόν και βόρεια τής Μασσαλίας. Αυτό ήταν υπεύθυνος να αναφέρει στον πάπα γι΄ αυτή την αποστολή, καθήκον που εκπλήρωσε κατά τη διάρκεια ακρόασης την 1η Μαρτίου 1438. Ήταν επίσης, κατά τη διάρκεια τής συνόδου, λεγάτος τού πάπα στην αυλή τής Βουργουνδίας, όπου βρισκόταν την 1η Μαΐου 1438. Η Σύνοδος τής Βασιλείας θα τον δίκαζε την άνοιξη (Laurent 1971: 173 σημ. 9).
- [←64]
-
Ο δεσπότης Μορέως Κωνσταντῖνος, τέταρτος γιος τού Μανουήλ Β΄, αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ και τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου (Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, 1449-1453). Έχοντας κληθεί στην πρωτεύουσα από τον αδελφό του, τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄, για να τον αντικαταστήσει ως επικεφαλής τού κράτους στη διάρκεια τής απουσίας του, ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κάρυστο τής Εύβοιας, για να επιβιβαστεί, την 1η Σεπτεμβρίου, σε ένα από τα πλοία τού παπικού στόλου ο οποίος, ευρισκόμενος καθ ΄οδόν προς Κωνσταντινούπολη, σταμάτησε εκεί. Με έκπληξη συνάντησε εκεί τον Μαρκ Κοντουλμέρ, τον οποίο είχε εξαπατήσει οκτώ χρόνια νωρίτερα. Βλέπε πιο πάνω Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, στήλη 1045 D, 1046 Α στη σημ. 44 (Laurent 1971: 173 σημ. 10).
- [←65]
-
Βαλλιστές: Πολεμιστές εφοδιασμένοι με μηχανικά τόξα (βαλλίστρες), τζαγράτορες στο κείμενο τού Συρόπουλου. Βλέπε και σημ. 79 στο προηγούμενο κεφάλαιο β΄. Στην Κωνσταντινούπολη έφτασαν 300, αριθμός που προβλεπόταν στις συμφωνίες (Laurent 1971: 173 σημ. 11).
- [←66]
-
Ο Laurent 1971: 173 σημ. 12, σημειώνει ότι αν ο συγχρονισμός είναι σωστός, θα υπήρχε βίαιος σεισμός στις 3 ή 24 Σεπτεμβρίου 1437, που δεν αναφέρεται πουθενά. Συνεχίζει γράφοντας ότι είναι λάθος να αμφισβητείται η πραγματικότητα αυτού τού σεισμού καθώς και εκείνων που αναφέρονται εδώ από την άλλη πλευρά, επειδή η συχνότητα αυτών των φαινομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπληκτική για κάποιον που έχει ζήσει λίγο στην Κωνσταντινούπολη ή στη Θράκη. Ο Συρόπουλος θα μπορούσε μόνο να υπερβάλλει την ένταση τού σεισμού, για να το παρουσιάσει καλύτερα ως αποτέλεσμα θεϊκού θυμού. Αυτό όμως είναι απλώς υπόθεση.
- [←67]
-
Δημήτριος Χρυσολωράς: Γεννήθηκε περί το 1350 και πέθανε μετά το 1416. Ήταν λόγιος κληρικός, θεολόγος, φιλόσοφος, αστρονόμος και πολιτικός, που υπηρέτησε τούς αυτοκράτορες. Ήταν επίσης συγγενής (όχι αδελφός) τού διάσημου ανθρωπιστή Μανουήλ Χρυσολωρά (βλέπε σημ. 47 κεφαλαίου β΄). Η πρὠτη του αποστολή στην υπηρεσία τού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (βασ. 1341-1376) ήταν η συμμετοχή του σε πρεσβεία προς τον Οθωμανό σουλτάνο Μουράτ Α΄. Κατά τη δεκαετία τού 1390 είχε υπηρετήσει στην αυλή τού Ιωάννη Ζ΄ (για τον οποίο βλέπε σημ. 56 πιο κάτω) στη Σηλυβρία. Κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού τού Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου στη Δύση (Δεκέμβριος 1399-Ιούνιος 1403) βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη με τον Ιωάννη Ζ΄ και διατηρούσε αλληλογραφία με τον Μανουήλ. Λίγο μετά την επιστροφή τού Μανουήλ, στις 28 Ιουλίου 1403, εκφώνησε ευχαριστήρια ομιλία για την πρώτη επέτειο τής Μάχης τής Άγκυρας (ήττα και σύλληψη τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ από τον Ταμερλάνο, βλέπε σημ. 56 πιο κάτω). Από τότε και μέχρι τον Σεπτέμβριο τού 1408 ήταν μεσάζων (βλέπε σημ. 5 κεφαλαίου β΄) τού Ιωάννη Ζ΄ στη Θεσσαλονίκη. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, στην υπηρεσία τού Μανουήλ Β΄. Τελευταίο επακριβώς χρονολογημένο γεγονός στη ζωή του ήταν η συμμετοχή του, ως εκπρόσωπος τού αυτοκράτορα, στη σύνοδο που εξέλεξε πατριάρχη τον Ιωσήφ Β΄ τον Απρίλιο-Μάιο τού 1416 (βλέπε πιο πάνω, κεφ. β’ παρ. 3 των Απομννημονευμάτων). Αντίθετα με τον Μανουήλ Χρυσολωρά, διαφωνούσε με την Ένωση των Εκκλησιών. Έγραψε 100 περίπου ανέκδοτες επιστολές προς τον αυτοκράτορα (Εἰς τόν αὐτοκράτορα κύριν Μανουήλ τόν Παλαιολόγον ἐπιστολαί ρ΄), οι οποίες αποτελούν σημαντική πηγή για την ιστορία τής περιόδου.
- [←68]
-
Ο Ἰωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1292–1383) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γιος τού Μιχαήλ Καντακουζηνού, διοικητή τού Μορέως. Υπήρξε στενός φίλος τού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου (βασ. 1328-1341) κι ένας από τούς κύριους υποστηρικτές του στη σύγκρουσή του με τον παππού του Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (βασ. 1282-1328). Το 1328, με την άνοδο τού Ανδρόνικου Γ΄ στον θρόνο, ανατέθηκε στον Ιωάννη η ανωτάτη διοίκηση των υποθέσεων. Όταν πέθανε ο αυτοκράτορας το 1341, ο Ιωάννης Καντακουζηνός παρέμεινε αντιβασιλέας και φρουρός τού γιου τού αυτοκράτορα, τού Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, που ήταν τότε 9 ετών. Παρά την αφοσίωσή του προς τον ανήλικο αυτοκράτορα και τη μητέρα του, την Άννα τής Σαβοΐας, η φιλία του με τον αποθανόντα αυτοκράτορα είχε προκαλέσει τη ζήλια τού πατριάρχη και τού πρώην προστατευόμενού του Αλέξανδρου Απόκαυκου, καθώς και την παράνοια τής βασίλισσας, που τον υποπτευόταν ως σφετεριστή. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Καντακουζηνός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τον Μοριά, οι εχθροί του βρήκαν την ευκαιρία ν΄ ανακηρύξουν αυτοκράτορα τον ανήλικο Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και να διατάξουν τη διάλυση τού στρατού τού Καντακουζηνού. Όταν τα νέα έφτασαν στα στρατεύματα τής Θράκης στο Διδυμότειχο, αυτά ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Καντακουζηνό, πράγμα που σήμαινε την έναρξη εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό και στην αντιβασιλεία τής Κωνσταντινούπολης με επικεφαλής την Άννα τής Σαβοΐας, τον Απόκαυκο και τον πατριάρχη. Ο εμφύλιος κράτησε έξι χρόνια και κατά τη διάρκειά του οι αντιμαχόμενοι προσκαλούσαν σε βοήθεια τούς Σέρβους, τούς Βούλγαρους και τούς Οθωμανούς Τούρκους, ενώ μίσθωναν και τις υπηρεσίες κάθε είδους μισθοφόρων και τυχοδιωκτών. Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός κατάφερε να οδηγήσει τον πόλεμο σε ευνοϊκή γι΄ αυτόν κατάληξη μόνο με τη βοήθεια των Οθωμανών Τούρκων, με τούς οποίους είχε έρθει σε συμφωνία. Το 1347 εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και υποχρέωσε τούς αντιπάλους του σε ρύθμιση, με την οποία γινόταν συναυτοκράτορας με τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο και μόνος διοικητής όσο εκείνος ήταν ανήλικος. Το 1353 έκανε συναυτοκράτορα τον γιο του Ματθαίο Καντακουζηνό. Κατά τη διάρκεια αυτής τής περιόδου η αυτοκρατορία, που είχε ήδη κατακερματιστεί και περιοριστεί σε στενά όρια, δεχόταν επιθέσεις από κάθε πλευρά. Υπήρξε πόλεμος με τούς Γενουάτες και ιδιαίτερα με την αποικία τους στον Γαλατά, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη. Ξέσπασε και πόλεμος με τούς Σέρβους, οι οποίοι εκείνη την εποχή εγκαθίδρυαν εκτεταμένη αυτοκρατορία στα βορειοδυτικά σύνορα. Τέλος υπήρχε και η επικίνδυνη συμμαχία με τούς Οθωμανούς Τούρκους, οι οποίοι περί το τέλος τής βασιλείας τού Καντακουζηνού εγκαταστάθηκαν μόνιμα για πρώτη φορά στην Ευρώπη, περνώντας από την Καλλίπολη στη Θράκη. Ο Καντακουζηνός ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να καλεί σε βοήθεια αλλοδαπούς στις συγκρούσεις του και καθώς δεν είχε χρήματα για να τούς πληρώσει, τούς παρείχε τη δικαιολογία τής αρπαγής περιοχών τής αυτοκρατορίας. Οι οικονομικοί περιορισμοί που είχε επιβάλει δυσαρεστούσαν από καιρό τούς υπηκόους του και μια ισχυρή παράταξη προτιμούσε πάντοτε τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο. Όταν λοιπόν ο τελευταίος εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 1354, η επιτυχία του υπήρξε εύκολη. Ο Καντακουζηνός αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου πήρε το όνομα Ιωσήφ. Πέθανε στην Πελοπόννησο και τάφηκε από τούς γιους του στον Μυστρά. Το 1367 ως Ιωσήφ ορίστηκε εκπρόσωπος τής Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας στις διαπραγματεύσεις με τον Παύλο Σμύρνης, τον τότε Λατίνο Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, σε προσπάθεια επανασυμφιλίωσης τής Ανατολικής Ορθόδοξης με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Συμφώνησαν να συγκαλέσουν οικουμενική σύνοδο, με τη συμμετοχή τού πάπα, όλων των πατριαρχών και των επισκόπων και αρχιεπισκόπων των ανατολικών και δυτικών εκκλησιών. Tο σχέδιο αυτό απορρίφθηκε από τον πάπα Ουρβανό Ε΄ (1362-1370) και δεν οδήγησε πουθενά.
- [←69]
-
Η απάντηση αυτή τού Δημητρίου Χρυσολωρά, που δεχόταν ως διάδοχο τού Μανουήλ Β΄ τον γιο του, τον Ιωάννη Η΄, όχι τον ανηψιό του, τον Ιωάννη Ζ΄, συνδέεται με το παρακάτω συνοπτικό ιστορικό.
Ο Μανουήλ Β΄ δεν ήταν πρωτότοκος γιος τού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄. Πρωτότοκος ήταν ο Ανδρόνικος Δ΄. Ο Ανδρόνικος, αν και υπήρξε συναυτοκράτορας με τον πατέρα του από τις αρχές τής δεκαετίας τού 1350, εξεγέρθηκε όταν ο Οθωμανός σουλτάνος Μουράτ Α΄ εξανάγκασε τον Ιωάννη Ε΄ σε υποτέλεια το 1373. Ο Ανδρόνικος Δ΄ είχε συμμαχήσει με τον γιο τού Μουράτ, τον Σαβτζί μπέη, ο οποίος επίσης επαναστάτησε εναντίον τού πατέρα του. Οι δύο εξεγέρσεις απέτυχαν. Ο Μουράτ Α΄ τύφλωσε τον γιο του και απαίτησε από τον Ιωάννη Ε΄ να τυφλώσει τον Ανδρόνικο Δ΄, αλλά ο Ιωάννης Ε΄ τον τύφλωσε από το ένα μόνο μάτι.
Τον Ιούλιο τού 1376 οι Γενουάτες βοήθησαν τον Ανδρόνικο να δραπετεύσει από τη φυλακή, απ΄ όπου πήγε κατευθείαν στον σουλτάνο Μουράτ Α΄ και συμφώνησε να τού επιστρέψει την Καλλίπολη σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή του. Η Καλλίπολη είχε ανακαταληφθεί από την αυτοκρατορία πριν δέκα χρόνια, με τη βοήθεια τού Αμαδαίου ΣΤ΄, κόμη τής Σαβοΐας. Ο σουλτάνος πρόσφερε στρατιωτική δύναμη, με την οποία ο Ανδρόνικος μπόρεσε ν΄ αναλάβει τον έλεγχο τής Κωνσταντινούπολης, να συλλάβει και να φυλακίσει τον πατέρα του Ιωάννη Ε΄ και τον αδελφό του Μανουήλ.
Ωστόσο ο Ανδρόνικος έκανε το λάθος να ευνοήσει τούς Γενουάτες υπερβολικά, παραχωρώντας τους την Τένεδο. Ο κυβερνήτης τού νησιού αρνήθηκε να το παραδώσει και το μεταβίβασε το 1377 στη Βενετία. Την ίδια χρονιά ο Ανδρόνικος Δ΄ έστεψε συναυτοκράτορα τον νεαρό του γιο Ιωάννη Ζ΄. Όμως το 1379 ο Ιωάννης Ε΄ και ο Μανουήλ δραπέτευσαν στον σουλτάνο Μουράτ και με τη βοήθεια των Ενετών ανέτρεψαν τον Ανδρόνικο στη διάρκεια εκείνης τής χρονιάς. Οι Ενετοί επανέφεραν στον θρόνο τον Ιωάννη Ε΄ και τον Μανουήλ. Ο Ανδρόνικος κατέφυγε στον γενουάτικο Γαλατά, μένοντας εκεί μέχρι το 1381, όταν έγινε και πάλι συναυτοκράτορας και διάδοχος τού θρόνου, παρά την προηγούμενη προδοσία του. Στον Ανδρόνικο Δ΄ δόθηκε επίσης η πόλη τής Σηλυβρίας ως προσωπική επικράτεια. Ωστόσο ο Ανδρόνικος πέθανε εκεί το 1385, πριν από τον πατέρα του, χωρίς να κυβερνήσει ποτέ ως νόμιμος αυτοκράτορας.
Το 1390 ο γιος τού Ανδρόνικου Δ΄ και εγγονός τού Ιωάννη Ε΄, ο Ιωάννης Ζ΄, σφετερίστηκε τον θρόνο για λίγο, αλλά γρήγορα ανατράπηκε. Την ίδια χρονιά ο Ιωάννης Ε΄ διέταξε την ενίσχυση τής Χρυσής Πύλης στην Κωνσταντινούπολη. Με την ολοκλήρωση των έργων ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄, γιος τού Μουράτ Α΄, απαίτησε από τον Ιωάννη Ε΄ την αποξήλωση αυτών των νέων έργων, απειλώντας με πόλεμο και με τύφλωση τού γιου του Μανουήλ, τον οποίο κρατούσε αιχμάλωτο. Ο Ιωάννης Ε΄ συμμορφώθηκε στην εντολή τού σουλτάνου, αλλά λέγεται ότι υπέφερε από αυτή την ταπείνωση και πέθανε αμέσως μετά στις 16 Φεβρουαρίου 1391. Τον Ιωάννη Ε΄ διαδέχθηκε στον θρόνο ο γιος του Μανουήλ Β΄.
Το 1399, ύστερα από πέντε περίπου χρόνια πολιορκίας τής Κωνσταντινούπολης από τον σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ έφυγε για να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια στη Δυτική Ευρώπη. Άφησε ως αντιβασιλέα για να υπερασπίζεται την πρωτεύουσα τον ανηψιό του Ιωάννη Ζ΄, τον γιο τού Ανδρόνικου Δ΄. Ο Ιωάννης Ζ΄ εκπλήρωσε καλά τις υποχρεώσεις του, ελπίζοντας σε θαύμα, το οποίο συνέβη όταν ο Βαγιαζήτ Α΄ νικήθηκε από τον Ταμερλάνο στη Μάχη τής Άγκυρας (20 Ιουλίου 1402).
Την ήττα ακολούθησε εμφύλιος πόλεμος στο οθωμανικό σουλτανάτο, καθώς οι αντιμαχόμενοι Οθωμανοί πρίγκηπες αναζητούσαν την ειρήνη και τη φιλία τής αυτοκρατορίας των Ρωμιών. Εκμεταλλευόμενος αυτή την περίοδο οθωμανικής αδυναμίας, ο Ιωάννης Ζ΄ διαπραγματεύθηκε συνθήκη που εξασφάλιζε την επιστροφή τού μεγαλύτερου μέρους τής τουρκοκρατούμενης ακτής στην ευρωπαϊκή πλευρά τής Προποντίδας, καθώς και ειδική παραχώρηση τής Θεσσαλονίκης, δεσπότης τής οποίας ήταν στο παρελθόν ο Μανουήλ Β΄, πριν από την κατάληψή της από τούς Τούρκους το 1387. Με την επιστροφή τού Μανουήλ Β΄ από το εξωτερικό, o Ιωάννης Ζ΄ τού επέστρεψε ευσυνείδητα την εξουσία και τού επιτράπηκε ν΄ αποσυρθεί στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε προσφάτως παραχωρηθεί στην αυτοκρατορία. Κυβέρνησε εκεί ως ημι-ανεξάρτητος ηγεμόνας για το υπόλοιπο τής ζωής του (1403-1408), χρησιμοποιώντας τον τίτλο «αυτοκράτωρ Θεσσαλίας».
- [←70]
-
Συρόπουλος 3.13: Οἱ τοίνυν ἡμέτεροι πρέσβεις ἐλθόντες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, ὡς ὁ πάπας συνεβιβάσθη μετά τῆς ἐν Βασιλείᾳ συνόδου καί ἡνώθησαν καί οἱ πλείονες τῶν ἐπισκόπων συνῆλθον καί εἰσί μετά τοῦ πάπα, ἄλλοι δ΄ ἀπῆλθον εἰς τά ἴδια καί ἡ σύνοδος ἔπαυσε, ἔχει δέ τό κρατος καί τήν ἰσχύν πᾶσαν ὁ πάπας· διό καί τά κάτεργα καί τάς ἐξόδους ἔστειλεν, ἵνα μετ΄ ἐκείνου ουγκροτηθῇ ἡ οἰκουμενική σύνοδος. τά αὐτά δέ καί τῷ πατριάρχῃ ἀνέφερον καί πρός πάντας σχεδόν διεφήμισαν, καί μάλιστα ὁ πρός τήν σύνοδον πρέσβις σταλείς ὁ Δισύπατος. ἦλθον δέ καί οἱ δηλωθέντες ἐπίσκοποι ὡς πρέσβεις καί εἶδον τόν πατριάρχην κατά τό ἔθος καί εἶπον ταῦτα ἅπερ καί οἱ ἡμέτεροι προεκήρυξαν, καί ἐζήτουν ἑτοιμάζεσθαι τόν πατριάρχην πρός τόν κατάπλουν. εἶχον δέ καί τόν ἐκ τῆς συνόδου ἐνταῦθα περιμείναντα φρά Ἰωάννην μεθ΄ ἑαυτῶν, ὅς ἰδών τούς δύο ἐπισκόπους γνωρίμους ἐκ τῶν συνοδικῶν ὄντας καί μή εἰδώς ἀκριβῶς ὅπως προσετέθησαν τῷ πάπᾳ, τοῖς λόγοις ἐκείνων πεισθείς, πρός δέ καί γράμμασιν ἐκεῖθεν αὐτῷ σταλεῖσιν ἐξαπατηθείς, συνηγόρησε καί αὐτός καί ἐβεβαίωσε τούς λόγους τῶν ἐπισκόπων καί πρός τήν ἀποδημίαν ἐκίνει τόν πατριάρχην. ὁ δέ λεγάτος, ὅτ΄ ἐκ τῶν τριήρεων ἐκβάς πρός τήν ἑτοιμασθεῖσαν αὐτῷ οἰκίαν ἀπήρχετο μετά τιμῆς καί ἀρχόντων βασιλικῶν, προηγεῖτο μέν αὐτοῦ σταυρός, αὐτός δέ διήρχετο εὐλογῶν ἀδεῶς τούς παρατυχόντας, ὅπερ βαρύ μέν ἔδοξε πᾶσι, καί τινες τῷ πατριάρχῃ περί τούτου ἀνήγγειλαν· ὁ δέ οὐκ ἠθέλησε λόγον τινά ποιήσασθαι περί αὐτοῦ, ἀλλ΄ ὁ μεσάζων ὁ Νοταρᾶς συνετῶς ἄγαν τοῦ εὐλογεῖν ἐπέσχεν αὐτόν.
- [←71]
-
Το καλοκαίρι τού 1437 η επαναστατική παράταξη είχε κατορθώσει να ελέγχει απολύτως τη σύνοδο τής Βασιλείας. Έτσι στις 31 Ιουλίου 1437, σε αντίθεση με την επιθυμία τού καρδινάλιου Ιουλιανού Τσεζαρίνι, τού καρδινάλιου Θερβάντες και τού αυτοκράτορα Σίγκισμουντ, διατάχθηκε ο πάπας να εμφανιστεί ενώπιον τής συνόδου και να δώσει εξηγήσεις για την ανυπακοή του, ενώ την 1η Οκτωβρίου τού ίδιου έτους καταγγέλθηκε ως απειθής. Ο πάπας Ευγένιος Δ΄ αντέδρασε σε αυτές τις υπερβολές εκδίδοντας στις 18 Σεπτεμβρίου την παπική βούλλα Doctoris gentium (Διδάσκαλος των εθνών), στην οποία δήλωνε, ότι αν οι συνοδικοί δεν εγκατέλειπαν αυτές τις μεθόδους και δεν περιορίζονταν στην εξέταση τής βοημικής υπόθεσης για περιορισμένο αριθμό ημερών, τότε η σύνοδος θα μεταφερόταν στη Φερράρα. Η σύνοδος απάντησε στις 19 Οκτωβρίου επανεπιβεβαιώνοντας την ανωτερότητα τής γενικής συνόδου απέναντι στον πάπα. Ο καρδινάλιος Ιουλιανός Τσεζαρίνι έκανε μια τελευταία προσπάθεια επανασυμφιλίωσης, αλλ΄ απέτυχε. Συνοδευόμενος λοιπόν απ΄ όλους τούς καρδιναλίους πλην τού Αρλατένσης (Λουϊ Αλεμάν) και από τούς περισσότερους επισκόπους έφυγε από τη Βασιλεία και συνάντησε τον πάπα στη Φερράρα, όπου η σύνοδος είχε οριστικά μεταφερθεί με παπική βούλλα τού Ευγενίου Δ΄ στις 30 Δεκεμβρίου. Από δω και πέρα η σύνοδος τής Βασιλείας έπρεπε να θεωρείται σχισματική. Το μεγαλύτερο μέρος τής Χριστιανικής Δύσης παρέμεινε νομιμόφρον στον πάπα και στη σύνοδο τής Φερράρας. Η Αγγλία, η Καστίλλη και Αραγωνία, το Μιλάνο και η Βαυαρία αποκήρυξαν τη σύνοδο τής Βασιλείας, ενώ η Γαλλία και η Γερμανία, παρότι αναγνώριζαν τον Ευγένιο Δ΄, προτίμησαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση.
- [←72]
-
Τούς υποδέχτηκαν με μεγάλη λαμπρότητα στην Αγία Σοφία. Ο επίσκοπος Κορώνης χαιρέτισε το εκκλησίασμα εξ ονόματος τού πάπα κι εκείνος τής Δίγνης εκ μέρους τής Συνόδου. Πρέπει να ήταν η 16η Σεπτεμβρίου (Laurent 1971: 175 σημ. 4).
- [←73]
-
Ο αυτοκράτορας είχε ήδη υποδεχτεί τούς επισκόπους Κορώνης, Πόρτο και Δίγνης στη μονή Αγίου Ιωάννη τής Πέτρας στις 15 Σεπτεμβρίου. Οι απεσταλμένοι από τη Βασιλεία φαίνεται ότι είχαν την ακρόασή τους αργότερα (Laurent 1971: 175 σημ. 5).
- [←74]
-
Κατά τον Laurent 1971: 175 σημ. 6, ο Ιωάννης τής Ραγούσας δικαιολόγησε τη συνεργασία του και τα λόγια του συμφωνούν με τις προθέσεις που τού αποδίδει ο Συρόπουλος.
- [←75]
-
Συρόπουλος 3.14: Ὁ μέν οὖν βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης πρός τήν ἀποδημίαν παρεσκευάζοντο· οἱ δέ ἀρχιερεῖς συνήχθησαν εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν κελεύσματι βασιλικῷ τε καί πατριαρχικῷ, καί ὀλίγοι μέν ἦσαν πρός τόν κατάπλουν πρόθυμοι, οἱ πλείους δ΄ ἠξίουν καί καθικέτευον εἰς τάς ἰδίας ἐκκλησίας προσμένειν, μήποτε διά τήν πρός τούς Λατίνους ἐπιδημίαν ἤ τῶν ἐκκλησιῶν αὐτῶν ἤ τῆς ἰδίας ζωῆς στερηθῶσιν· ἅ δή καί ἐς ὕστερον γέγονε. τότε δή καί αὐτός δίς τε καί τρίς ἠξίωσα καί ἠδεήθην τοῦ μεσάζοντος τοῦ Νοταρᾶ, ἵνα ἀνενέγκῃ καί παρακαλέσῃ τόν βασιλέα, καί εὐεργετήσῃ μοι τό καταλειφθῆναι ἐνταῦθα, ὅς καί τῷ βασιλεῖ περί τούτου ἀνενεγκών μετά καί τινων εὐλόγων αἰτιῶν προσθείς, ὅτι· ἔστι καί ἐνταῦθα χρεία ἵνα τό καθολικόν κριτήριον ἐνηργῆται, παύσεται δέ, εἰ αὐτός ἀπέλθῃ, ἐπεί οὐκ ἔχομεν ἄλλον ἴσον αὐτῷ προσθεῖναι, οἱ γάρ ὄντες μετ΄ αὐτοῦ ὀλίγην εἴδησιν ἔχουσι πρός τό κρίνειν, ὁ βασιλεύς οὐδόλως κατένευσε τῇ δεήσει, ἀλλ΄ εἴρηκεν, ὡς· οὐ αὐτόν, οὔτ΄ ἄλλον ἴσον τῷ μεγάλῳ ἐκκλησιάρχῃ καταλείψομεν ἐνθάδε· περί δέ τοῦ κριτηρίου οὗ ποιοῦμαι πολύν λόγον, ἔφη· οὐδέ γάρ παράδοξον, εἰ καί ἐλάττῳ τινά εὑρήσετε ὑμεῖς, καί διενεργῆται τό κριτήριον μέχρις ἄν ἔλθομεν. ὡς οὖν ἔμαθον ταῦτα καί οὐδέ παρά τοῦ πατριάρχου εὗρον ἔνδοσίν τινα ἤ συγγνώμην, ἐξ ἀνάγκης καί ἄκων ἡτοιμαζόμην ὁ δείλαιος, ὡς μή ὤφελον.
- [←76]
-
Κατά τον Laurent 1971: 176 σημ. 1, πρόκειται για υπερβολική δήλωση τη συγκεκριμένη στιγμή, δηλαδή το 1445, όταν ο Συρόπουλος έγραφε τα Απομνημονεύματά του, επειδή οι περισσότεροι από τούς υπογράψαντες, που επέστρεψαν στις επαρχίες τους, δεν ανησυχούσαν για κάτι, τουλάχιστον μέχρι το 1453. Έτσι στις 10 Ιουνίου 1440 δέκα μητροπολίτες έψαλαν τη λειτουργία τής Πεντηκοστής στην Αγία Σοφία, μνημονεύοντας τον πάπα. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που είχαν προαχθεί σε επισκόπους μεταξύ των ετών 1440 και 1453 υπέφεραν από τούς αντιπάλους τής Ένωσης, ενώ έπρεπε να δώσουν και εγγυήσεις υπογράφοντας το διάταγμα τής Φλωρεντίας. Ωστόσο, γράφοντας αυτό, ο Συρόπουλος ήταν κάπως προφήτης, γιατί ο πατριάρχης Ισίδωρος Β΄ (1456-1462), ο οποίος, πριν από την πτώση τής αυτοκρατορίας, όντας μοναχός, είχε αγωνιστεί σκληρά μαζί με τον Σχολάριο εναντίον τής φιλολατινικής πολιτικής τής εξουσίας, είχε καταδικάσει και εκδιώξει όχι μόνο τούς επισκόπους που είχαν μετανοήσει μετά την επιστροφή τους από την Ιταλία και οι οποίοι, όπως ο Νικομηδείας Μακάριος, αναλάμβαναν επικεφαλής τής αντιπολιτευόμενης παράταξης, αλλά και απλούς κληρικούς, των οποίων το μόνο έγκλημα ήταν ότι είχαν συνοδεύσει τον πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ στη Δύση.
- [←77]
-
Φαίνεται ότι ο Συρόπουλος είχε επίσης ορισμένες νομικές ικανότητες και υπηρετούσε ως δικαιοφύλαξ, αφού ως μέγας ἐκκλησιάρχης και δικαιοφύλαξ υπογράφει στην απόφαση (όρο) τής συνόδου (Ὅρος τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς έν Φλωρεντίᾳ γενομένης, στο Concilium Florentinum Documenta et Scriptores, Series B, Volumen V, Pontificium Institutum Orientalium Studiorum, Ρώμη 1953, σελ. 487). Τα καθήκοντα τού δικαιοφύλακος περιλάμβαναν υποθέσεις εκκλησιαστικού χαρακτήρα, αλλά απαιτούσαν γνώσεις αστικού και εκκλησιαστικού δικαίου.
- [←78]
-
Συρόπουλος 3.15: Ἡμέραι παρῆλθον περίπου τάς πεντεκαίδεκα μετά τήν ἐνθάδε τῶν κατέργων ἐπιδημίαν, καί ἀγγελία τις ἦλθεν ὅτι ἔρχονται κάτεργα ἐκ τῆς συνόδου καί ἔφθασαν εἰς τήν Χίον· εἶπον δέ τοῦτο οἱ ἡμέτεροι πρός τούς ἐκ τοῦ πάπα ἐλθόντας. ἐκεῖνοι δε, ἀλλά δή καί ὁ Δισύπατος, εἶπον ὅτι· ψεῦδός ἐστι τοῦτο· ἡμεῖς γάρ οἴδαμεν, ὡς οὐκ ἐλεύσονται κάτεργα ἐκ τῆς συνόδου. μετά δέ τήν τοιαύτην διαλαλίαν, τεσσάρων ἤ πέντε παρελθουσῶν ἡμερῶν, ἤδη ἐφάνησαν ἐρχόμενα τά κάτεργα τέσσαρα. ὡς οὖν ἐπληροφορήθη τοῦτο ὁ καπιτάνος τῶν παπικῶν κατέργων, ὅς καί ἀνεψιός ἦν τοῦ πάπα, Κουντλουμέρης καλούμενος, ἐβουλήθη πόλεμον μετ΄ ἐκείνων συνάψαι. μαθών δέ ταῦτα ὁ βασιλεύς, τά μέν τῆς συνόδου κάτεργα προσέταξε στῆναι περί τόν τοῦ Ὑψωμαθείου αἰγιαλόν, τῷ δέ Κουντλουμέρῃ διωρίσατο παύσασθαι τῆς ὁρμῆς καί τῆς βουλῆς, ἥν ἐβουλεύσατο ποιῆσαι κατά τῶν συνοδικῶν· μηδέ γάρ ἐξεῖναι αὐτῷ μάχεσθαι καί πολέμους συνάπτειν εἰς τόπον βασιλικόν. ὁ δέ οὐκ ἐπείσθη, ἀλλά διεμηνύσατο τῷ βασιλεῖ, ὅτι ὁρισμόν ἔχει παρά τοῦ πάπα, ἵνα πολεμήσῃ ὅπου ἄν εὕρῃ τά κάτεργα τῆς συνόδου, καί, εἰ δυνηθῇ, καταδύσῃ καί ἀφανίσῃ αὐτά. ἀλλά καί οἱ συνοδικοί ταῦτα ἀκούσαντες πρός πόλεμον παρεσκευάζοντο. οὕτως ἦσαν ἀληθῆ ἅπερ καί ὁ λεγάτος καί ὁ Κουντλουμέρης καί οἱ τοῦ πάπα ἐπίσκοποι καί οἱ ἡμέτεροι πρέσβεις ἔλεγον. ὥρισε γοῦν ὁ βασιλεύς, ὅτι· εἰ εὕρισκες αὐτά ἀλλαχοῦ, ἐποίεις ἄν ὅπερ ἤθελες· νῦν δέ εἰς τόν ἐμόν τόπον, καί μάλιστα ἐν τῷ ἡμετέρῳ λιμένι, οὐδείς ἔχει ἄδειαν πολέμους συνάπτειν. μόλις οὖν διά πολλῶν λόγων καί μηνυμάτων κατέπεισε τόν Κουντλουμέρην καί ἡσύχασε· καί μετά μίαν ἡμέραν ὥρισε καί ἦλθον τά συνοδικά εἰς τόν Κυνηγόν.
- [←79]
-
Λάθος αριθμός κατά τον Laurent 1971: 177 σημ. 3, γιατί αφού οι παπικές γαλέρες έφτασαν στις 24 Σεπτεμβρίου, εκείνες τής συνόδου δεν έπρεπε να φτάσουν πριν από τις 14 Οκτωβρίου, ενώ βρίσκονταν κάτω από τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης από τις 3 Οκτωβρίου. Στην πραγματικότητα ο στολίσκος τής συνόδου μπήκε στα νερά τού Βοσπόρου ένα μήνα μετά την άφιξη τής πρώτης νηοπομοπής και μόνο εννέα μέρες μετά την έλευση τής δεύτερης.
- [←80]
-
Τα ίδια λόγια ειπώθηκαν από την πλευρά τού επισκόπου Κορώνης, που «επιβεβαίωσε με βεβαιότητα» (certitudinaliter affirmabant): «Τα πλοία τής συνόδου δεν θα έρθουν και η σύνοδος θα παραβιάσει την υπόσχεσή της» (Laurent 1971: 177 σημ. 4).
- [←81]
-
Συγκεκριμένα τέσσερις μεγάλες γαλέρες και μία ελαφρά (quatuor galee magne et una parva, Laurent 1971: 177 σημ. 5).
- [←82]
-
Ο Ἀντόνιο Κοντουλμέρ είχε διοριστεί στις 6 Ιουλίου 1437 από τον θείο του, τον πάπα Ευγένιο Δ΄, γενικός διοικητής των τεσσάρων παπικών γαλερών, που είχαν ναυλωθεί γι΄ αυτή την αποστολή (Laurent 1971: 177 σημ. 6).
- [←83]
-
Κατά τον Laurent 1971: 177 σημ. 7, την ίδια αποφασιστικότητα και την ίδια επιμονή δείχνει και η αναφορά τού Ιωάννη τής Ραγούσας, ενώ ο Ροντρίγκο ντε Μπράγκα παρουσιάζει ιστορία ουσιαστικά πανομοιότυπη με εκείνη τού Συρόπουλου. Ο Κοντουλμέρ προσπάθησε μάταια να εμπλέξει στη ναυμαχία μια γαλέρα τής Φλωρεντίας, πόλης συμμάχου τού πάπα, αλλά η γαλέρα κρύφτηκε και διέφυγε στο Πέρα.
- [←84]
-
Γιαλός Ὑψωμαθείου: Η παραλία τής Προποντίδας στην περιοχή τής Μονής Στουδίου, στη νοτιοδυτική άκρη τής περιτειχισμένης Κωνσταντινούπολης. Η συνοικία ονομάζεται σήμερα Σαμάτυα (ελλ. Ψαμάθεια).
- [←85]
-
Σύμφωνα με τούς απεσταλμένους τής Βασιλείας, την εντολή στον Κοντουλμέρ να βυθίσει τα πλοία τής συνόδου δεν την έδωσε ο πάπας αλλά η Βενετία. Άλλωστε η πλήρης εξουσιοδότηση τού Ευγενίου Δ΄ προς τον διοικητή δεν περιέχει τίποτε τέτοιο. Από την άλλη πλευρά, όπως υποδεικνύει ο Rodrigo de Braga, είναι πιθανό να είχε ο Κοντουλμέρ την εντολή να εμποδίσει τούς αντιπάλους του να βγουν από τα πλοία τους (Laurent 1971: 177 σημ. 9).
- [←86]
-
Ο Λιμήν Κυνηγοῦ βρισκόταν στον Κεράτιο κόλπο, βόρεια από το Φανάρι.
- [←87]
-
Συρόπουλος 3.16: Ἐξῆλθον οὖν οἱ ἐκ τῆς συνόδου πρέσβεις ἐπίσκοποι δύο καί γραμματικοί καί ὁ καπιτάνος αὐτῶν μετά καί ἑτέρων ἀρχόντων, καί εἶδον τόν βασιλέα·ἦλθον δέ οἱ αὐτοί καί πρός τόν πατριάρχην καί εἶπον, ὅτι· ἡμεῖς ἐποιήσαμεν ὅσα εἴχομεν ἐν ταῖς συμφωνίαις ἡμῶν· ἐδώκαμεν γάρ καί τάς πρώτας ἐξόδους, ἐκομίσαμεν δέ νῦν καί τάς λοιπάς πρός οἰκονομίαν ὑμῶν καί τά κάτεργα ἐντός τοῦ συμπεφωνημένου καιροῦ, καί γράμματα καί βούλλας ἐλάβομεν ἀπό τῶν ῥηγῶν τε καί τῶν αὐθεντῶν, ἵνα διέρχησθε διά τῶν τόπων αὐτῶν μετά πάσης ἀγάπης καί ἀναπαύσεως καί τιμῆς. καί ἀνοίξαντες ἕν κιβώτιον, μεστόν ἔδειξαν τοῦτο γραμμάτων τε καί βουλλῶν· δι΄ ἅ, εἶπον, ὀφείλετε καί ὑμεῖς μεθ΄ ἡμῶν πρός τήν σύνοδον παραγενέσθαι. συνῆν δέ αὐτοῖς καί ὁ Ἰωάννης καί τήν ἀπάτην ὡμολόγησεν, ἥν ἠπατήθη παρά τῶν τοῦ πάπα πρέσβεων, καί ἠξίου καί αὐτός μή τάς πρός τήν σύνοδον ἀθετῆσαι συνθήκας. ἔκτοτε γοῦν οἱ μέν τοῦ πάπα ἐζήτουν ἀπελθεῖν τούς ἡμετέρους μετ΄ αὐτῶν πρός τόν πάπαν, οἱ δ΄ αὖ ἐκ τῆς συνόδου ἀνθεῖλκον πρός ἑαυτούς. καί λόγοι πολλοί μεταξύ τούτων ἐγένοντο.
- [←88]
-
Αναχωρώντας από τη Βασιλεία στις 28 Φεβρουαρίου 1437, η πρεσβεία περιλάμβανε τέσσερις επισκόπους: τον Ιωάννη τού Λύμπεκ, τον Ντελφίνο τής Πάρμας, τον Λούις Αμαράλ τού Βιζέου στην Πορτογαλία και τον Λουδοβίκο τής Λωζάννης, που είχαν διοριστεί στις 25 τού ίδιου μήνα. Για τη χρηματοδότηση αυτού τού ταξιδιού η σύνοδος διοργάνωσε ειδικές αποστολές σε διάφορες πόλεις τής Δύσης, όπως στις Βρυξέλλες. Στην πραγματικότητα ο πρώτος από αυτούς τούς επισκόπους φαίνεται ότι παρέμεινε στην Αβινιόν, όπου βρισκόταν μαζί με τούς συντρόφους του στις 6 Απριλίου. Ο δεύτερος προχώρησε μέχρι τη Γένουα όπου, αφού εφοδιάστηκε στις 18 Αυγούστου, στην περιοχή τού μοναστηριού τού Saint-Benigne, αρνήθηκε να επιβιβαστεί. Οι άλλοι δύο ανέβηκαν σε μία από τις τέσσερις γαλέρες που αποτελούσαν τον στολίσκο και αναχώρησαν αμέσως μετά (Laurent 1971: 178 σημ. 2).
- [←89]
-
Ο Νικόντ ντε Μεντόν, κυβερνήτης τής Νίκαιας (Νις) εξ ονόματος τού δούκα Αμεδαίου Η΄ τής Σαβοΐας, που πήρε στις 19 Νοεμβρίου 1436 σε μεγάλη τελετή, από τα χέρια τού καρδινάλιου Ιουλιανού Τσεζαρίνι, το λάβαρο τής Εκκλησίας και το σκήπτρο τού ναυάρχου. Αναλάμβανε να διατηρεί έτοιμες τις γαλέρες που ήταν απαραίτητες για τη μεταφορά στην Ανατολή τής συνοδικής πρεσβείας, καθώς και σώματος τριακοσίων τοξοτών που θα προσλαμβάνονταν στην Κρήτη. Αναλάμβανε επίσης να φέρει στη Δύση τούς Γραικούς που είχαν οριστεί γι΄ αυτόν τον σκοπό. Ωστόσο οι προετοιμασίες στα λιμάνια τής Προβηγκίας υπήρξαν μακροχρόνιες και γεμάτες περιπέτειες (Laurent 1971: 178 σημ. 3).
- [←90]
-
Οι Πατέρες τής Βασιλείας φαίνεται ότι ήθελαν να εντυπωσιάσουν τούς Γραικούς, στέλνοντάς τους πλούσια και λαμπρή πρεσβεία. Μεταξύ των επισήμων ήσαν ο εκπρόσωπος τού βασιλιά τής Γαλλίας Πιέρ ντυ Μπουά, ο πρεσβευτής τού βασιλιά τής Αραγωνίας Νίκολας Καρμπονέλ και ομάδα αρχόντων. Ο Νικόντ ντε Μεντόν εκπροσωπούσε τον δούκα τής Σαβοΐας. (Laurent 1971: 178 σημ. 4).
- [←91]
-
Ο στόλος βρισκόταν κάτω από τα τείχη τής Κωνσταντινούπολης στις 3 Οκτωβρίου, αλλά δεν μπήκε στο λιμάνι μέχρι την επόμενη μέρα το μεσημέρι, ξεκινώντας με πομπή που κανένας δεν είχε ξαναδεί. Την επόμενη μέρα, σύμφωνα με την αναφορά των επισκόπων τού Βιζέου και τής Λωζάννης και την επιστολή τού Ροντρίγκο ντε Μπράγκα, ο αυτοκράτορας χορήγησε μια πρώτη ακρόαση στα μέλη τής πρεσβείας, αφού όμως πρώτα δέχτηκε τούς πρέσβεις Νικόντ ντε Μεντόν εκ μέρους τού δουκα τής Σαβοΐας και Πιέρ ντυ Μπουά εκ μέρους τού βασιλιά τής Γαλλίας. Ακολούθησαν οι επισκόποι, οι οποίοι όμως στις 6 και 8 Οκτωβρίου είχαν τη δυνατότητα να εξηγήσουν πλήρως το αντικείμενο τής αποστολής τους. Ο επίσκοπος τής Λωζάννης Λουί ντε λα Παλούντ υπεραπίστηκε την υπόθεση τής συνόδου, χωρίς να μπορέσει, παρά τις ελκυστικές προσφορές, να πείσει τον αυτοκράτορα, ο οποίος είχε ήδη συνδεθεί με τούς απεσταλμένους τού πάπα. (Laurent 1971: 179 σημ. 5).
- [←92]
-
Περιγραφή τής επίσημης ακρόασης η οποία, για ακόμη μία φορά, πραγματοποιήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου στην Αγία Σοφία, ενώπιον πλήθους ανθρώπων και κληρικών. Οι παρατηρήσεις που αναφέρει ο Συρόπουλος πρέπει να έγιναν κατά τη διάρκεια μιας επακόλουθης ιδιωτικής επίσκεψης. Ένα περιστατικό φαίνεται ότι σημάδεψε αυτή την ακρόαση. Σύμφωνα με τον επίσκοπο Δίγνης, όταν οι τής Βασιλείας θέλησαν να μιλήσουν για την Προειδοποίηση (Monitorium) τής Συνόδου εναντίον τού πάπα, ο πατριάρχης, με θέλοντας ν΄ ακούσει τίποτε, σιώπησε τον διερμηνέα (Laurent 1971: 179 σημ. 6).
- [←93]
-
Ο επίσκοπος Κορώνης Χριστόφορος, σε επιστολή στις 20 Οκτωβρίου 1437 προς τον πάπα, υπογραμμίζει την αλλαγή στάσης τού Ιωάννη Ραγούσας, την οποία ο ίδιος εξηγεί σε δική του έκθεση (Laurent 1971: 179 σημ. 7).
- [←94]
-
Συρόπουλος 3.17: Μετά γοῦν τῶν ἄλλων εἶπον καί τοῦτο, ὅτι οὐκ ἔχουσιν οἱ ἐκ τῆς συνόδου δοῦναι τάς ἐξόδους, ὅσας οἱ ἐκ τοῦ πάπα πρός τήν οἰκονομίαν τῶν ἐκεῖσε ἀφιξομένων παρέχουσιν. ἐδίδουν γάρ οὗτοι φλωρία πεντακισχίλια· οἱ δ΄ ἐκ τῆς συνόδου τοῦτο ἀκούσαντες ἔδειξαν πρός τινας τῶν ἀρχόντων χιλιάδας εἴκοσιν, ἅς καί παρεῖχον διά τήν οἰκονομίαν, καί μάλαγμα ἐπέκεινα φλωρίων χιλιάδων δέκα, καί γράμματα ἅπερ εἶχον ἐπιτροπικά λαβεῖν ὅσα χρήζουσιν ἐκ τοῦ Γαλατᾶ. ὅτι δέ ὑστέρησαν κατά τόν καιρόν, ἔλεγον, ὅτι· οὕτως ἡμῖν ἔφη ὁ Δισύπατος, ὅτι· ἀποδέχεται ὁ βασιλεύς ἵνα εὑρεθῆτε εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν κατά τον ὀκτώβριον μετά τό συναχθῆναι καί τόν οἶνον ἐντός, μήποτε, ἐλθόντων ὑμῶν πρότερον, γένηται μάχη καί ἐναπολειφθῶσι τά εἰσοδήματα ἔξω. κατά γοῦν τήν εἰσήγησιν ἐκείνου ἡμεῖς μέν ἠρξάμεθα ἑτοιμάζειν τά κάτεργα μετά τήν ἑορτήν εὐθύς τῶν ἁγίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου· αὐτός δέ προαπῆλθεν εἰς τόν πάπαν καί κατεσκεύασεν ὅσα ἤθελεν.
- [←95]
-
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Ραγούσας ο Χριστόφορος, που είχε επώδυνα μαζέψει 8.000 φλουριά, έφτασε να πει ότι η Σύνοδος τής Βασιλείας δεν θα μπορούσε να προσφέρει τα 30.000 που χρειάζονταν. Σημειώνει επίσης ότι ο παπικός νούντσιος είχε δύο αποφασισμένους οπαδούς μεταξύ των Γραικών: τον ηγούμενο Ισίδωρο (τον μελλοντικό μητροπολίτη Κιέβου) και τον Μανουήλ Δισύπατο (Laurent 1971: 179 σημ. 8).
- [←96]
-
Σύμφωνα με τούς ίδιους τούς απεσταλμένους τής συνόδου, ο Ιωάννης Ραγούσας θα είχε δώσει τις ίδιες συμβουλές, δηλαδή να γνωρίζουν ότι ήταν απαραίτητο να περιμένουν μέχρι να ολοκληρωθεί η συγκομιδή. Μάλιστα ο τελευταίος σημειώνει στην αναφορά του τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσε να προσφέρει αυτή η καθυστέρηση: «Μετά τη συγκομιδή των φρούτων και των σταφυλιών, επειδή την εποχή τού χειμώνα η πόλη θα παραμένει πιο ελεύθερη και ασφαλής από την πολιορκία των Τούρκων» (tum per frugum et vinorum recollectionem, tum quia civitas liberior remaneret et securior ab obsidione Turcorum tempore hyemis, Laurent 1971: 180 σημ. 1).
- [←97]
-
Η κακή διάθεση που αποπνέει εδώ ο Συρόπουλος για τον Ιωάννη Δισύπατο ταυτίζεται με τις επικρίσεις των Πατέρων τής Συνόδου τής Βασιλείας, που αμφισβήτησαν ότι οι δηλώσεις του ανταποκρίνονταν στις οδηγίες τού αυτοκράτορα του. Μάλιστα ο απεσταλμένος είχε δηλώσει στις 17 Ιουλίου 1437 στη σύνοδο, ότι οι Γραικοί την αναγνώριζαν μόνο στον βαθμό που την διηύθυναν οι διορισμένοι από τον πάπα πρόεδροι και όχι εκείνοι τής ίδιας τής συνέλευσης (Laurent 1971: 180 σημ. 2).
- [←98]
-
Συρόπουλος 3.18: Ὡς οὖν ταῦτα οἱ ἡμέτεροι ἐθεώρουν, ἔλεγον σχεδόν πάντες, ὅτι οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἀπελθεῖν εἰς τήν Ἰταλίαν κατά τόν παρόντα καιρόν, καί οὐδέ ἔχει αἰτιάσασθαι αὐτόν, ἕν ὁποιονοῦν μέρος· ἔχει γάρ αἰτίαν νόμιμον καί εὐλογωτάτην εἰπεῖν, ὅτι· ἐπειδή ἔχομεν συμφωνίαν ἵνα ὑπάρχωσιν ὅ τε πάπας καί ἡ σύνοδος ἡνωμένοι καί οὕτως ἵνα ἔλθωμεν καί ἡμεῖς εἰς τήν οἰκουμενικήν σύνοδον, ἐκεῖνοι δέ εἰσίν ἐσχισμένοι καί πρός ἀλλήλους μάχονται, ἄπιτε καί ὑμεῖς καί εἰρηνευσάτωσαν πρῶτον ἐκεῖνοι καί ἑνωθήτωσαν, καί τότε ἐλευσόμεθα καί ἡμεῖς. συνεβούλευον οὖν καί πολλοί ταῦτα τῷ βασιλεῖ καί παρά τοῦ Θεοῦ γεγονέναι τόν τοιοῦτον ἐμποδισμόν ἔλεγον. ἔστεργον δέ ταῦτα καί οἱ συνοδικοί. ἀλλ΄ ὁ βασιλεύς οὐκ ἠθέλησε παραδέξασθαι τά τοιαῦτα.
- [←99]
-
Συμφωνία που έγινε και υπογράφηκε στη Βασιλεία μεταξύ των Γραικών και τής Συνόδου, στην οποία ο πάπας είχε δώσει, στις 20 Ιουλίου 1437, την πλήρη συγκατάθεσή του, με βάση την οποία οι Λατίνοι έπρεπε να δεσμευτούν εκ των προτέρων για την αποκατάσταση τής μεταξύ τους ένωσης (Laurent 1971: 181 σημ. 3).
- [←100]
-
Παρόμοια γράφονται και στην αναφορά τού Ιωάννη τής Ραγούσας, αλλά όχι σε εκείνες των επισκόπων Βιζέου και Λωζάννης. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ιωάννης τής Ραγούσας πήρε τα συγχαρητήρια τής συνόδου για τον τρόπο με τον οποίο είχε διεξαγάγει τις μακρές και άτυχες διαπραγματεύσεις του (Laurent 1971: 181 σημ. 4).
- [←101]
-
Συρόπουλος 3.19: Ὡς δέ εἶδον οἱ συνοδικοί συντιθέμενον τόν βασιλέα καί τόν πατριάρχην ἀπελθεῖν πρός τόν πάπαν, εἶπον, ὅτι· ἡμεῖς λέγομεν περιμένειν τά κάτεργα ἡμῶν ἐνταῦθα μέχρι καί μηνῶν ἕξ δι΄ ἡμετέρων ἐξόδων· χρησάσθω δέ τούτοις καί ὁ βασιλεύς εἴ που θελήσειε, καί στειλάτω πρός τόν πάπαν καί πρός τήν σύνοδον πρέσβιν· δύναται γάρ ἐντός τούτου τοῦ καιροῦ ἀπελθεῖν καί ὑποστρέψαι. καί εἰ μέν ὁ πρέσβις ἐλθών πληροφορήσει ὅτι εἰρήνευσαν, οὕτω καί πρός Ἰταλίαν ἀπελθέτω ὁ βασιλεύς· εἰ δ΄ ἐκεῖνοι οὐκ εἰρηνεύσουσιν, ἡμεῖς μέν τότε ἀπελευσόμεθα, καί ὁ βασιλεύς οἴκοι καθήσθω. ἀλλά καί ὁ δηλωθείς Ἰωάννης εἰς τον πατριάρχην ἐλθών εἶπεν, ὅτι· ἐγώ προσέμεινα ταύτῃ τῇ Πόλει ἐπέκεινα τῶν δύο χρόνων καί ἀγαπῶ καί τό συμφέρον τῆς σῆς ἁγιότητος καί τοῦ βασιλέως καί τῆς Πόλεως. εἰ οὖν καί πρότερον τάς ἐξόδους κατεβαλόμην ἐγώ, δι΄ ὧν καί οἱ ἐνταῦθα συνῆλθον, καί παρεκίνουν καί τήν ἡμῶν πρός τήν σύνοδον ἐπιδημίαν, ἀλλά νῦν αἰδούμενος καί τήν ἀγάπην καί τήν ἀναδοχήν, ἥν εὗρον ἀφ΄ ὑμῶν, καί τό συμφέρον ὑμῖν πεποιούμενος, συμβουλεύω ὅτι οὐ συμφέρει ὑμῖν κατά τόν παρόντα καιρόν πρός ἡμᾶς ἤ πρός τόν πάπαν παραγενέσθαι. τά αὐτά οὖν ἀνέφερον πρῶτον πρός τόν βασιλέα, καί νῦν δέ πρός τήν μεγάλην ἁγιωσύνην σου, ὡς φίλον ὑμῶν.
- [←102]
-
Κατά τον Laurent 1971: 181 σημ. 5, πουθενά δεν υπάρχει ίχνος τέτοιων δηλώσεων, ούτε στα γραπτά τού Ιωάννη τής Ραγούσας ούτε αλλού.
- [←103]
-
Συρόπουλος 3.20: Ἐν τούτοις ἔφθασε καί ὁ Δισύπατος κῦρ Μανουήλ παρά τοῦ βασιλέως Σιγισμούντου σταλείς, καί διά τεσσαράκοντα ἡμερῶν ἐκ τῆς Οὐγγρίας διά τε τῆς Σερβίας καί Μακεδονίας σπουδαίως ἐλθών καί προκινδυνεύσας (ἑαυτόν) ἵνα φθάσῃ καί ἐξαγγείλῃ τήν συμβουλήν τοῦ τῶν Ἀλαμανῶν βασιλέως· ἐκεῖνος γάρ, ὁ καί πρότερον, ὡς δεδήλωται, παρακινῶν καί διεγείρων τόν βασιλέα ἡμῶν πρός τό σπουδάσαι ποιῆσαι τήν ἕνωσιν, παρ΄ οὗ καί οὗτος μεγίστων ἀγαθῶν καί ἀμοιβῶν ἀπολαύσειν ἤλπιζε, συνεβούλευσε νῦν καί γράμμασι καί λόγοις διά τοῦ Δισυπάτου μή πρός τούς Λατίνους ἀπελθεῖν κατά τόν παρόντα καιρόν. ἀλλ΄ ὡς ἔοικεν, οὕτως ἐγκατελείφθημεν, ὥστε ὁρῶντες μή βλέπειν καί ἀκούοντες μή συνιέναι, μήποτε καί συνετῶς ἐνστάντες τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν ἄσπιλον διασώζοιμεν.
- [←104]
-
Μανουήλ Δισύπατος: Αδελφός τού Ιωάννη και τού Γεώργιου, είχε ήδη πάρει μέρος σε πρεσβεία στην παπική κούρτη. Ακολούθησε τον αυτοκράτορα στην Ιταλία και αργότερα, τον Φεβρουάριο τού 1448, διαπραγματεύτηκε με τον βασιλιά τής Νάπολης τον γάμο μιας από τις κόρες του με τον μελλοντικό Κωνσταντίνο ΙΑ΄, τότε ακόμη δεσπότη τού Μοριά.
- [←105]
-
Στις 5 Ιουλίου 1437 ο Σίγκισμουντ έκανε γνωστή τη σκέψη του, που ήταν αντίθετη με τα σχέδια των Βυζαντινών. Αντιτασσόταν στη διεξαγωγή τής συνόδου στην Ιταλία και ιδιαίτερα στη Φλωρεντία, προσθέτοντας ότι όλοι σχεδόν οι βασιλείς και οι ηγεμόνες που εκπροσωπούνταν στη Βασιλεία ήσαν τής γνώμης αυτής. Εξαιρουμένων τής Αβινιόν και τής Βασιλείας, που δεν τις ήθελαν οι Βυζαντινοί, σκεφτόταν να προτείνει τη Βούδα. Ο Ιωάννης Η΄, ο οποίος ενδιαφερόταν ουσιαστικά για την παρουσία τού Γερμανού αυτοκράτορα, θα είχε συναινέσει. Όμως ο πάπας δεν επέμενε μόνο να μην εγκαταλείψει την ιταλική χερσόνησο, αλλά αρνήθηκε να αφήσει στον Σίγκισμουντ, ο οποίος τον ρώτησε, τη φροντίδα για την επιλογή τής πόλης στην οποία θα συγκαλούνταν η σύνοδος. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πιθανό ο Γερμανός μονάρχης να είχε αλλάξει γνώμη και να είχε συμβουλεύσει τούς Γραικούς να μην κινηθούν. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι, ακόμη κι αν δεν είχε πεθάνει τόσο σύντομα, δεν θα είχε πάει στη Φερράρα. Είχε όμως μεσολαβήσει στους Ενετούς στις 18 Φεβρουαρίου 1437, αν και με περιορισμένη επιτυχία, για να πουλήσουν τέσσερα πλοία για τη μεταφορά των Γραικών (Laurent 1971: 182 σημ. 1).
- [←106]
-
Συρόπουλος 3.21: Οἴμοι ὅτι οὐδ΄ ἀμυδρῶς γοῦν ἐκτραγωδῆσαι τήν ἐμπεσοῦσαν ἡμῖν τῶν δεινῶν συμφοράν ἔξεστιν, ἐπεχομένης καί τῆς χειρός καί τῆς γλώττης τῷ μεγέθει τῶν δυσχερῶν καί τῇ ἀνοίᾳ τε καί αἰσχύνῃ τοῦ γένους· οὕτω γάρ εἰπεῖν εὐπρεπέστερον· οὐ μόνον γάρ αἱ τῶν πολλῶν χριστιανῶν καί τῶν φίλων, ἀλλά καί αἱ τῶν ἐχθρῶν συμβουλαί συνεφώνουν. τοῦ γάρ Ἀσάν κῦρ Παύλου πρέσβεως σταλέντος τότε πρός τόν Ἀμηρᾶν, εἶπον αὐτῷ οἱ βεζήριδες· τί ἔνι τό κατεπεῖγον τόν βασιλέα καί ἀπέρχεται πρός τούς Λατίνους; εἰ ἔχει τινά ἀνάγκην, εἰπάτω ταύτην, καί ὁ αὐθέντης θεραπεύσει ταύτην· κρείττονα θεραπείαν εὑρήσει ἀπό τοῦ αὐθέντου παρό ἀπό τῶν Λατίνων, καί πλέον συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἡ φιλία τοῦ Ἀμηρᾶ ἤπερ ἡ τῶν Λατίνων. παραιτησάσθω οὖν τήν πρός Λατίνους ἀποδημίαν καί εὑρήσει ὅπερ ἄν ζητήσῃ παρά τοῦ αὐθέντου. ἀλλά προέβαινεν ὅ ἀπέκειτο, καί πάντων αἱ συμβουλαί ὡς οὐδέν ἐλογίζοντο. τάς μέν οὖν τῶν συνοδικῶν συμβουλάς καί τά κάτεργα τούτων παρῃτήσαντο καί ἀπέπεμψαν, μεθ΄ ὧν καί ὁ φρά Ἰωάννης ἀπεδήμησεν, οἱ δέ ἡμέτεροι παρεσκευάζοντο μετά τῶν ἐκ τοῦ πάπα κατέργων ἐκπλεῦσαι.
- [←107]
-
Παῦλος Ἀσάν: Aρχικά διπλωμάτης στην υπηρεσία τού Βυζαντίου, στη συνέχεια διοικητής τής πρωτεύουσας κατά τη διάρκεια τής συνόδου, πήγε αργότερα στην Πελοπόννησο με τον αδελφό τού Ιωάννη Η΄, τον Δημήτριο, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Θεοδώρα τον Απρίλιο τού 1441, όπως γράφει ο Σφραντζής, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1048C: «Την ίδια μέρα ο Παύλος Ασάν, παίρνοντας την κόρη του Θεοδώρα Ασάνινα, έφυγε από την Πόλη, πήγε στη Μεσημβρία και την έδωσε ως νόμιμη σύζυγο στον δεσπότη κυρ Δημήτριο» (Καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ λαβών τήν αὑτοῦ θυγατέραν Ἀσανῖναν τήν Θεοδώραν Παῦλος ὁ Ἀσάνης ἔφυγεν ἀπό τῆς Πόλεως καί ἦλθεν εἰς τήν Μεσέμβριαν καί δέδωκεν αὐτήν εἰς νόμιμον γυναῖκα τῷ δεσπότῃ κύρ ∆ημητρίῳ). Πέθανε λίγο αργότερα την ίδια χρονιά [Σφραντζής ό.π. 1049Α]: «Κατά τη διάρκεια τού οποίου μήνα [Ιανουαρίου] ο Παύλος Ασάν έπαθε φοβερό εγκεφαλικό επεισόδιο και πέθανε» (Ἐν ᾧ μηνί [Ἰαννουαρίῳ] καί ἀποπληξίᾳ δεινῇ περιπεσών Παῦλος ὁ Ἀσάνης ἐναπέψυξεν).
- [←108]
-
Κατά τον Ψευδο-Φραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1047ΒC πρέσβης δεν ήταν ο Παύλος Ασάν αλλά ο Ανδρόνικος Ιάγαρις (Ίαγρος):
«Όταν αποφάσισε να αναχωρήσει για τη σύνοδο, στάλθηκε πρέσβυς στον αμηρά ο Ανδρόνικος Ιάγαρις, να αναφέρει αυτό σε εκείνον ως δήθεν σε φίλο και αδελφό. Κι εκείνος απάντησε: «Δεν μου φαίνεται ότι είναι καλό να πάει και να κουραστεί τόσο και να ξοδέψει την περιουσία του. Κι έπειτα, ποιο θα είναι το κέρδος; Εδώ είμαι εγώ υπέρ του, αν χρειάζεται χρήματα για έξοδα και εισόδημα και οτιδήποτε άλλο για ικανοποίησή του, είμαι έτοιμος να τον ικανοποιήσω». Και γινόταν πολλή συζήτηση και σκέψη, αν έπρεπε να ικανοποιηθεί η επιθυμία τού αμηρά ή να αναχωρήσουν αυτοί για τη σύνοδο. Έγινε όμως εκείνο που ήθελε ο αυτοκράτορας ή μάλλον η κακή μας τύχη»
(ὡς ἔκρινεν, ἵνα ἀπέλθῃ εἰς τήν σύνοδον, ἐστάλη πρός τόν ἀμηρᾶν πρέσβυς Ἀνδρόνικος ὁ Ἴαγρος, δηλῶσαι τοῦτο πρός ἐκεῖνον ὡς τάχα φίλον καί ἀδελφόν. Κακεῖνος ἀπεκρίνατο, ὅτι οὐ φαίνεταί μοι καλόν εἶναι, ἵνα ὑπάγῃ καί τοσοῦτον μοχθήσῃ καί καταναλώσῃ τόν βίον αὐτοῦ καί μετέπειτα τί τό κέρδος; Ἰδού ἐγώ ὑπέρ αὐτοῦ, εἰ χρείαν ἔχει χρημάτων δι΄ ἔξοδον καί εἴσοδον καί ἄλλο τι πρός θεραπείαν αὑτοῦ, ἕτοιμός εἰμι θεραπεῦσαι αὐτόν. Καί ἐγένετο πολύς λόγος καί βουλή, πότερον γένηται τό τοῦ ἀμηρᾶ θέλημα, ἢ ἀπελθεῖν αὐτούς εἰς τήν σύνοδον. Ὅμως ἐγένετο, ὅπερ ἤθελεν ὁ βασιλεύς ἢ μᾶλλον ἡ κακή τύχη).
Δεν είναι δυνατόν να πρόκειται για δύο διαφορετικές πρεσβείες, αφού τα ίδια ακριβώς λόγια αναφέρονται και στις δύο περιπτώσεις.
- [←109]
-
Πρβλ. Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1047:
«Ένα άλλο συμβάν που επιβεβαιώνει την άποψη τού αξιομνημόνευτου πατέρα του είναι το παρακάτω. Όταν [ο κυρ Ιωάννης] αποφάσισε να φύγει για τη σύνοδο, στάλθηκε ο Ανδρόνικος Ιάγαρις ως πρέσβης στον σουλτάνο [Μουράτ], για να τον ενημερώσει για αυτό, δήθεν ως φίλος και αδελφός. Και ο σουλτάνος απάντησε ως εξής: «Δεν μου φαίνεται καλή ιδέα να πάει, να μπει σε τόσους κόπους και να ξοδέψει τόσα χρήματα. Για να κερδίσει τι; Εδώ είμαι εγώ. Αν χρειάζεται ασημένια νομίσματα για έξοδα και εισόδημα ή οτιδήποτε άλλο για τη συντήρησή του, είμαι έτοιμος να τον εξυπηρετήσω». Ακολούθησε μεγάλη συζήτηση, αν έπρεπε να γίνει δεκτή η σύσταση τού σουλτάνου ή να αναχωρήσουν για τη σύνοδο. Και έγινε εκείνο που ήθελε ο αυτοκράτορας ή μάλλον εκείνο που ήθελε η κακή μας τύχη»
(Ἕτερον βεβαιοῦν τήν ποτε βουλήν τοῦ ἀοιδίμου πατρός αὐτοῦ. Ὡς ἐστάθη, ἵνα ἀπέλθῃ εἰς τήν σύνοδον, ἐστάλη εἰς τόν ἀμηρᾶν ἀποκρισιάρης Ἀνδρόνικος ὁ Ἴαγρος, δηλῶσαι τοῦτο πρός ἐκεῖνον ὡς τάχα φίλον καί ἀδελφόν. Κἀκεῖνος ἀπελογήσατο, ὅτι „οὐδέν μοι φαίνεται καλόν νά ὑπάγῃ νά κοπιάσῃ τοσοῦτον καί νά ἐξοδιάσῃ καί τί νά κερδίσῃ; Ἰδού ἐγώ, καί ἐάν ἔχῃ χρείαν καί ἄσπρων δι΄ ἔξοδον καί εἰσόδημα καί ἄλλο τι πρός θεραπείαν αὐτοῦ, ἕτοιμός εἰμι νά τόν θεραπεύσω”. Καί ἐγένετο πολύς λόγος καί βουλή, πότερον νά γένηται τό τοῦ ἀμηρᾶ, ἢ νά ἀπέλθωσιν εἰς τήν σύνοδον. Καί ἐγένετο, ὅπερ ἤθελεν ὁ βασιλεύς ἢ μᾶλλον ἡ κακή τύχη).
- [←110]
-
Ο αυτοκράτορας έστειλε στις 25 Οκτωβρίου 1437 στους επισκόπους Βιζέου και Λωζάννης, που είχαν καταφύγει στο Πέρα, επιστολή με την οποία ανακοίνωνε την απόφασή του να πάει στον πάπα και όχι στη σύνοδο, που δεν είχε εκπληρώσει τις μέχρι τότε δεσμεύσεις της. Αλλά αυτή η απόφαση είχε ληφθεί πριν από κάποιο διάστημα, επειδή από τις 20 Οκτωβρίου ο Χριστόφορος είχε ήδη ενημερώσει τον πάπα (Laurent 1971: 183 σημ. 5).
- [←111]
-
Το πλοίο που τον πήρε, σήκωσε άγκυρα την 1η Νοεμβρίου ή στις 2 Νοεμβρίου σύμφωνα με άλλη αναφορά. Η γαλέρα που μετέφερε τούς εκπροσώπους τής συνόδου, αναγκασμένη από τον άνεμο και θαλασσοταραχή να προσεγγίσει στη Χίο στις 8 τού μηνός, επιτάχθηκε από τούς νησιώτες για να πολεμήσει εναντίον των πειρατών. Οι ταξιδιώτες έφυγαν στις 22 Νοεμβρίου με γενουάτικο πλοίο. Αποβιβάστηκαν στο Μονακό στις 15 Δεκεμβρίου και τούς υποδέχθηκαν επίσημα στη Βασιλεία στις 19 Ιανουαρίου 1438. Κατά τη διάρκεια τής αναγκαστικής παραμονής τους στη Χίο, τον Πέρο Ταφούρ, που είχε ναυαγήσει στην ακτή τού νησιού, έσωσε από τη θάλασσα ο επίσκοπος τού Βιζέου. Η αφήγηση που έφτιαξε ο Καταλανός τυχοδιώκτης για τη συνάντησή τους δεν συμφωνεί σε όλα τής τα σημεία με εκείνες τού διασώστη του και τού Ιωάννη τής Ραγούσας (Laurent 1971: 183 σημ. 6).
- [←112]
-
Συρόπουλος 3.22: Ἐκ τῶν ἐν τῇ Πόλει τοίνυν συναθροισθέντων ἀρχιερέων προσκαλεσάμενος ὁ πατριάρχης ἰδίως τούς κρείττονας πρός τήν σύνοδον ἑτοιμάζεσθαι, ἀπελθεῖν κατεσκεύασε καί αὐτούς, μήτε τοῦ πατριάρχου βουλευσαμένου μετ΄ αὐτῶν ἤ πρότερον, ὡς ἐχρῆν, ἤ καί νῦν, εἰ συμφέρει καί εἰ πᾶσιν ἀρέσκει πρός Λατίνους ἀπελθεῖν καί περί δογμάτων ἀγωνίζεσθαι, μήτε τῶν ἀρχιερέων αἰτησαμένων βουλεύσασθαι καί εἰδέναι εἰ ἐπί συμφέροντι ἔσται τοῦτο τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας· εἰ γάρ οὗτοι οἱ τό κρεῖττον μέρος ὄντες τῆς συνόδου καί πλείονα τήν ἰσχύν ὅσον ἀπό τοῦ σχήματος καί τῆς τάξεως διασώζοντες, βουλήν περί τῶν τοιούτων ἐζήτουν, εἴχομεν ἄν καί ἡμεῖς τά δέοντα συνεισενέγκειν· ἐπεί δέ οἱ ἀδελφοί οὐκ ἀπῄτησαν μετά τοῦ σφῶν ἀδελφοῦ βουλεύσαθαι, πῶς οἱ υἱοί τῷ πατρί ἐζήτουν βουλεύεσθαι; καί εἰ οἱ ἀδελφοί εἵποντο, ἐξ ἀνάγκης παρείποντο καί οἱ υἱοί ἑκόντες ἀέ κοντί γε θυμῷ κατά τόν ποιητήν, ἤ μᾶλλον εἰπεῖν παρείποντο τῷ ποιμένι ὡς ἄρνες.
- [←113]
-
Από το ἑκών ἀέκοντί γε θυμῷ. Ὁμήρου Ἰλιάς, δ΄ 43.
- [←114]
-
Συρόπουλος 3.23: Τότε καί ἀρχιερεῖς ἐχειροτονήθησαν, ὁ κῦρ Μάρκος Ἐφέσου, ὁ κῦρ Διονύσιος Σάρδεων, καί ὁ κῦρ Βεσσαρίων Νικαίας, ἵν΄ ὡς πρόκριτοι παρῶσιν ἐν τῇ συνόδῳ. ἐκ γοῦν τῶν ἀρχιερέων, ὅσους ἐξελέξατο ὁ πατριάρχης καί παρεγένοντο εἰς τήν σύνοδον, εἰσίν οὗτοι· ὁ Ἐφέσου, ὁ Τραπεζοῦντος, ὁ Ἡρακλείας, ὁ Κυζίκου, ὁ Σάρδεων, ὁ Νικομηδείας, ὁ Νικαίας, ὁ Τορνόβου, ὁ Μονεμβασίας, ὁ Λακεδαιμονίας, ὁ Ἀμασείας, ὁ Μιτυλήνης, ὁ Σταυρουπόλεως, ὁ Μολδοβλαχίας, ὁ Ῥόδου, ὁ Μελενίκου, ὁ Δράμας, ὁ Γάννου, ὁ Δρίστρας, ὁ Ἀγχιάλου· ἦλθε δ΄ ἐκεῖσε καί ὁ Ῥωσίας μετά καί ἑνός ἐπισκόπου. οὗτοι οὖν ἀπῆλθον καί παρῆσαν ἐν τῇ συνόδῳ· τούς δέ λοιπούς τῶν προσκληθέντων καί εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐλθόντων ἀρχιερέων κατέλιπεν ἐνταῦθα ὁ πατριάρχης, μήτε τίνος χάριν προσεκλήθησαν εἰπών πρός αὐτούς καί διά τί οὐκ ἀπέρχονται καί μετ΄ αὐτοῦ, μήτε γνώμας δοῦναι περί τοῦ προκειμένου ἀπαιτήσας αὐτούς.
- [←115]
-
Σάρδεων Διονύσιος: Eξέχον μέλος τού μοναστικού περιβάλλοντος τής πρωτεύουσας, διεκπεραίωσε μία τουλάχιστον διπλωματική αποστολή στον Μοριά το 1436, για να συμβιβάσει τούς δύο αδελφούς-δεσπότες, τον Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο. Πρβλ Σφραντζή, Χρονικόν, Patrologia Graeca 156, 1045C:
«Το έτος 6945 [Σεπτέμβριος 1436-Σεπτέμβριος 1437], ο αυτοκράτορας έστειλε πρεσβευτές στον Μοριά τον ευγενή ιερομόναχο Διονύσιο, που έγινε αργότερα μητροπολίτης Σάρδεων, και τον Γεώργιο Δισύπατο. Κατάφεραν να ειρηνεύσουν εν μέρει τους αδελφούς. Τελικά έφτασε κι άλλη πρεσβεία από τον αυτοκράτορα, ο ιερομόναχος και πνευματικός Γρηγόριος, εκείνος που έγινε αργότερα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και ο Γεώργιος Δισύπατος για δεύτερη φορά. Πέτυχαν έναν συμβιβασμό: ο αφέντης μου, ο δεσπότης κυρ Κωνσταντίνος, θα επέστρεφε στην Πόλη, ενώ οι δεσπότες κυρ Θεόδωρος και κυρ Θωμάς θα παρέμεναν στον Μοριά»
(Τῷ με-ῳ ἔτει καί ἀποκρισιαρίων ἀποσταλέντων παρά τοῦ βασιλέως, -ἦσαν δέ ὁ καλός κἀγαθός Διονύσιος ἱερομόναχος, ὁ χρηματίσας καί μητροπολίτης Σάρδεων, καί Δισύπατος Γεώργιος,- τήν μάχην ἀπό μέρους κατεπράϋναν. Τέλος δέ πάλιν ἄλλων ἐλθόντων ἀποκρισιαρίων τοῦ βασιλέως, Γρηγορίου ἱερομονάχου καί πνευματικοῦ, τοῦ χρηματίσαντος ὕστερον καί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, καί αὐτοῦ δή πάλιν Γεωργίου τοῦ Δισυπάτου, συνεβίβασαν, ἵνα ὁ μέν αὐθέντης μου δεσπότης κύρ Κωνσταντῖνος ἀπέλθῃ καί ἔνι εἰς τήν πόλιν, ὁ δέ κύρ Θεόδωρος καί κύρ Θωμᾶς οἱ δεσπόται εἰς τόν Μορέαν).
Όπως θα δούμε πιο κάτω (κεφ. ε΄ παρ. 1) ο Διονύσιος θα πεθάνει στη Φερράρα κατά τη διάρκεια τής συνόδου.
- [←116]
-
Ἐφέσου: Ο Μάρκος Ευγενικός (1393-1445). Από το 1304 η Έφεσος (σήμερα Έφες, απέναντι από τη Σάμο) είχε κατακτηθεί από το εμιράτο τού Αϊδινιού (Αϊντίν).
- [←117]
-
Τραπεζοῦντος: Ο Δωρόθεος. Η Τραπεζούς (σήμερα Τράμπζον) παρέμενε πρωτεύουσα τής ομώνυμης αυτοκρατορίας μέχρι το 1461, όταν κατακτήθηκε από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ Πορθητή.
- [←118]
-
Ἡρακλείας: Ο Αντώνιος. που ήταν επίσκοπος όχι τής Ηράκλειας Ποντικής (σήμερα Καραντενίζ Ερεγλί) αλλά τής Ηράκλειας Περίνθου (σήμερα Μάρμαρα Ερεγλισί, δηλαδή Ηράκλεια Προποντίδας), η οποία απέχει οδικά από την Κωνσταντινούπολη 120 περίπου χιλιόμετρα. Όπως διαβάζουμε πιο κάτω στον Συρόπουλο [τμήμ. ιβ, κεφ. στ], μετά την επιστροφή τους στην Κωνσταντινούπολη απέδρασε, περπάτησε νύχτα-μέρα και δεν σταμάτησε πουθενά μέχρι να φτάσει στο Τζούρουλο (σήμερα Τσορλού στην Ανατολική Θράκη), που απέχει 30 περίπου χιλιόμετρα από την Ηράκλεια Πέρινθο (Μάρμαρα Ερεγλισί), στην οποία προφανώς κατευθυνόταν ο Αντώνιος, αφού η Ηράκλεια Ποντική βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά, ανατολικά τής Κωνσταντινούπολης.
- [←119]
-
Κυζίκου: Ο Μητροφάνης. Η Κύζικος (σήμερα Μπαλκίζ κοντά στην Αρτάκη/Έρντεκ) είχε πέσει στους Οθωμανούς τού εμίρη Ορχάν μετά το 1335.
- [←120]
-
Σάρδεων: Ο Διονύσιος. Οι Σάρδεις (σήμερα Σαρτ βορειοανατολικά τής Σμύρνης), καθώς και ολόκληρη η κοιλάδα τού Καΰστρου, είχαν περάσει με συνθήκη από το 1306 στους γαζήδες (ιερούς πολεμιστές) τού Οσμάν, ιδρυτή τού οίκου των Οθωμανών.
- [←121]
-
Νικομηδείας: Ο Μακάριος. Η Νικομήδεια (σήμερα Ιζμίτ στον ανατολικό μυχό τής Προποντίδας) είχε πέσει στους Οθωμανούς τού εμίρη Ορχάν από το 1337.
- [←122]
-
Νικαίας: Ο Βησσαρίων (1403-1472). Η Νίκαια τής Βιθυνίας (σήμερα Ιζνίκ) είχε πέσει στους Οθωμανούς τού εμίρη Ορχάν από το 1331.
- [←123]
-
Τουρνόβου: Ο Ιγνάτιος. To Τούρνοβο (σήμερα Βέλικο Τούρνοβο στη βόρεια Βουλγαρία) είχε πέσει στους Οθωμανούς τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ Κεραυνού (Γιλντιρίμ) από το 1393.
- [←124]
-
Μονεμβασίας: Ο Δοσίθεος. Η Μονεμβασία ανήκε στην αυτοκρατορία μέχρι την άλωση τού Μοριά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ Πορθητή το 1460.
- [←125]
-
Λακεδαιμονίας: Ο Μεθόδιος. Ο Μυστράς ήταν η πρωτεύουσα τού δεσποτάτου Μορέως μέχρι το 1460.
- [←126]
-
Αμασείας: Ο Ιωάσαφ. Η Αμάσεια (σήμερα Αμάσυα στην ενδοχώρα τού Πόντου), που είχε αρχικά κατακτηθεί από τούς Τουρκομάνους Ντανισμέντ εμίρηδες ήδη από το 1075 και στη συνέχεια είχε προσαρτηθεί στο σουλτανάτο των Ρουμ Σελτζούκων τού Ικονίου, είχε περάσει στους Οθωμανούς τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ από το 1391.
- [←127]
-
Μυτιλήνης: Ο Δωρόθεος. Η Μυτιλήνη βρισκόταν στην κατοχή των Γενουατών από το 1354. Είχε παραχωρηθεί στον Γενουάτη τυχοδιώκτη Φραντσέσκο Γκαττελούζο από τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά του στην εκθρόνιση τού συναυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Κατακτήθηκε από τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ Πορθητή το 1462.
- [←128]
-
Σταυρουπόλεως: Ο Ησαΐας. Η Σταυρούπολη ήταν η αρχαία Αφροδισιάς τής Καρίας, στη θέση τού σημερινού τουρκικού χωριού Γκέϋρε, 230 περίπου χιλιόμετρα νοτιοανατολικά τής Σμύρνης, 100 χιλιόμετρα ανατολικά τής ακτής και 80 περίπου χιλιόμετρα δυτικά τής Λαοδίκειας (Ντενιζλί). Την εποχή τού βιβλίου ανήκε στο σουλτανάτο των Οθωμανών.
- [←129]
-
Μολδοβλαχίας: Ο Δαμιανός. Η επισκοπή Μολδαβίας και Μπουκοβίνα στο Ιάσι ιδρύθηκε το 1386 και αναγνωρίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1401. Η επισκοπή αυτή ενώθηκε το 1872 με την επισκοπή Ουγγρο-Βλαχίας και σχημάτισαν τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
- [←130]
-
Ρόδου: Ο Ναθαναήλ. Η Ρόδος είχε καταληφθεί από τούς Καθολικούς Ιωαννίτες Ιππότες το 1309. Παραδόθηκε στους Οθωμανούς τού σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄ τού Μεγαλοπρεπούς το 1522.
- [←131]
-
Μελενίκου: Ο Ματθαίος. Το Μελένικο (σήμερα Mέλνικ στη νοτιοδυτική Βουλγαρία, κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα) είχε πέσει στους Οθωμανούς τού σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄ από το 1395.
- [←132]
-
Δράμας: Ο Δοσίθεος. Η Δράμα είχε πέσει στους Οθωμανούς τού Μουράτ Α΄ από το 1383.
- [←133]
-
Γάννου: Ο Γεννάδιος. Η Γάννος (σήμερα Γκαζικιόϊ στη βόρεια ακτή τής Προποντίδας) είχε κατακτηθεί, μαζί με ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, από τούς Οθωμανούς τού Μουράτ Α΄ πριν από το 1370.
- [←134]
-
Δρίστρας: Ο Κάλλιστος. Η Δρίστρα (σήμερα Σιλίστρα, επί τού Δούναβη, στη βορειοανατολική Βουλγαρία) είχε πέσει στους Οθωμανούς τού Βαγιαζήτ Α΄ περί το 1400.
- [←135]
-
Ἀγχιάλου: Ο Σωφρόνιος. Η Αγχίαλος (σήμερα Πομόριε στη βουλγαρική ακτή τής Μαύρης Θάλασσας) εξακολουθούσε τότε ν΄ ανήκει στην αυτοκρατορία. Έπεσε στους Οθωμανούς με την άλωση τής Πόλης το 1453.
- [←136]
-
Ο Ἰσίδωρος (βλέπε σημ. 19 αυτού τού κεφαλαίου) είχε χειροτονηθεί λίγο πριν. Αυτός ο ιεράρχης και οι εκατό περίπου άνθρωποι που αποτελούσαν την ακολουθία του και εκείνη τού άρχοντα που εκπροσωπούσε τον Μεγάλο Δούκα τής Μόσχας Βασίλειο Α΄ (1425-1462), έφτασαν στη Φερράρα στις 18 Αυγούστου (ή στις 20 σύμφωνα με άλλη πηγή), ύστερα από περιπετειώδες ταξίδι, περιγραφή τού οποίου έχει αφήσει ένας ανώνυμος συγγραφέας (Laurent 1971: 184 σημ. 3).
- [←137]
-
Ο Ἀβραάμ επίσκοπος Σούζνταλ, που υπέγραψε στα ρωσικά το διάταγμα τής ένωσης. Ο Laurent 1971: 184 σημ. 4, σημειώνει ότι γρήγορα εξαπλώθηκε η φήμη, ότι ο Ισίδωρος, ο προϊστάμενος τού Αβραάμ, άσκησε πάνω του βία για να τον εξαναγκάσει να υπογράψει, πράγμα που άλλοι θεωρούν αδύνατο, δεδομένου ότι αποδεικνύεται ότι ο Ισίδωρος πριν από οποιαδήποτε πρωτοβουλία συμβουλευόταν την αντιπροσωπεία του. Από την άλλη πλευρά είναι βέβαιο, ότι επιστρέφοντας στη χώρα του ο Αβραάμ προώθησε σκληρή εκστρατεία εναντίον τής ένωσης τής Φλωρεντίας.
- [←138]
-
Οι επίσκοποι τής ανατολικής εκκλησίας που πήραν μέρος στη σύνοδο ανήκαν σε δύο κατηγορίες. Από τη μια μεριά ήσαν εκείνοι που είχαν πραγματικό ποίμνιο και επισκοπή σε πόλεις ή περιοχές που δεν είχαν ακόμη κατακτηθεί από τούς Οθωμανούς (για παράδειγμα οι Τραπεζούντος, Μονεμβασίας, Λακεδαιμονίας, Ρωσίας κλπ.), ενώ από την άλλη υπήρχαν κατ΄ όνομα επίσκοποι κατακτημένων πόλεων (για παράδειγμα Εφέσου, Σάρδεων, Νικομηδείας, Νικαίας κλπ.).
- [←139]
-
Συρόπουλος 3.24: Ἐκ δέ τῶν ἀρχόντων τῆς Ἐκκλησίας ὁ μέγας σακελλάριος, ὁ μέγας σκευοφύλαξ, ὁ μέγας χαρτοφύλαξ, ὁ μέγας ἐκκλησιάρχης, ὁ καί τῶν παρόντων συγγραφεύς, ὁ πρωτέκδικος, ὁ νομοφύλαξ, καί οἱ ἑξῆς ὀφφικιάλιοι ἄρχοντες πάντες σχεδόν πλήν τοῦ ἱερομνήμονος, κατασχούσης αὐτόν ἐνταῦθα νόσου πολυημέρου καί δυσθεραπεύτου· ἐκ δέ τῶν ἱερομονάχων ὁ πνευματικός κῦρ Γρηγόριος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Παντοκράτορος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Καλέως, ὁ ἡγούμενος τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἱερομόναχος ὁ κῦρ Παχώμιος, ἱερομόναχος ὁ κῦρ Μωϋσῆς ἐκ τῆς Λαύρας, ἱερομόναχος ὁ κῦρ Δωρόθεος ἐκ τοῦ Βατοπαιδίου. οὗτοι ἦσαν οἱ ἐκ τοῦ μέρους τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας τήν σύνοδον ἐκπληροῦντες καί οὐ πλείους. παρῆσαν δέ καί οἱ λοιποί ἄρχοντες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς εἴρηται, καί ψάλται καί πᾶς ὁ κλῆρος σχεδόν, καί τινες ἱερομόναχοι καί μοναχοί. Τούτοις τοίνυν καί τοῖς λοιποῖς παρεκελεύσατο ὁ πατριάρχης τοῖς μέν δι΄ ἑαυτοῦ, τοῖς δέ καί δι΄ ἑτέρων ἑτοιμασθῆναι ἀρχοντικῶς καί ἐντίμως ἀπελθεῖν πρός τήν Ἰταλίαν, ὡς οὕτως ἀποδεχομένου τοῦ βασιλέως.
- [←140]
-
Με σπάνιες εξαιρέσεις, κανένας από τούς εκκλησιαστικούς άρχοντες δεν κατονομάζεται σε αυτό το έργο (Laurent 1971: 184 σημ. 5).
- [←141]
-
Μέγας σακελλάριος: Αξιωματούχος υπεύθυνος για τη διαχείριση τής σακέλλης, δηλαδή τού ταμείου τού πατριαρχείου. Εδώ ο Μανουήλ Χρυσοκόκκης.
- [←142]
-
Μέγας σκευοφύλαξ: Ο υπεύθυνος για τη φύλαξη των ιερών σκευών. Εδώ ο Θεόδωρος Ξανθόπουλος. Φαίνεται ότι πέθανε ξαφνικά πριν την πτώση τής Κωνσταντινούπολης (1453), τη στιγμή που άρχιζε να «μετανοεί», όπως παρατηρεί ο Scholarios, Œuvres, III, σ. 395.
- [←143]
-
Μέγας χαρτοφύλαξ: Ο υπεύθυνος για τα έγγραφα και τα αρχεία τού Πατριαρχείου. Εδώ ο Μιχαήλ Βαλσαμών. Κατά τον Laurent 1971: 184 σημ. 8, στη διάρκεια μισού αιώνα, στο πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης υπήρχαν τουλάχιστον τρεις αξιωματούχοι με αυτό το όνομα: α) Ο ιερέας και μέγας σκευοφύλαξ, ο οποίος το 1380 εκπλήρωσε διπλωματική αποστολή στη Ρωσία. β) Ένας διάκονος ο οποίος, από τουλάχιστον τον Φεβρουάριο τού 1394 μέχρι και μετά το 1400, ήταν διαδοχικά πρωτονοτάριος, πρωτέκδικος και μέγας χαρτοφύλαξ. γ) Ο εδώ διάκονος, ο οποίος στις 28 Ιανουαρίου 1429, ήταν ακόμη μόνο μέγας ἐκκλησιάρχης. Ήταν μέγας χαρτοφύλαξ κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού στην Ιταλία και θα παρέμενε τέτοιος μέχρι το 1453. Η πολιορκία τής Κωνσταντινούπολης πρέπει να υπήρξε μοιραία γι΄ αυτόν, επειδή δεν επανεμφανίζεται στη σκηνή. Τη θέση του στο πατριαρχείο πήρε ο Αγαλλιανός κατά τη διάρκεια τής αποκατάστασης τής Ορθοδοξίας, τής οποίας ποτέ δεν έπαψε να είναι ένθερμος υπερασπιστής.
- [←144]
-
Μέγας εκκλησιάρχης: Εδώ ο Σίλβεστρος Συρόπουλος.
- [←145]
-
Πρωτέκδικος: Εκκλησιαστικός δικαστής, αρμόδιος για την υπεράσπιση υπόπτων για αδικήματα. Εδώ ο Γεώργιος Καππάδοξ, που πέθανε στο ταξίδι τής επιστροφής (βλέπε πιο κάτω, κεφ. ια΄ παρ. 18).
- [←146]
-
Νομοφύλαξ: Εδώ ο Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός τού Μάρκου Ευγενικού.
- [←147]
-
Ὀφφικιάλιοι: Αξιωματούχοι, από την αντίστοιχη λατινική λέξη (officium-ὀφφίκιον). Το χειρόγραφο γράφει «καί οἱ ἑξῆς ὀφφικιάλιοι…» και ο Laurent μεταφράζει «με λίγα λόγια, όλοι οι επίσημοι άρχοντες…» (en somme tous les archontes…). Φαίνεται πιο πιθανό ότι ο Συρόπουλος έγραφε «καί οἱ ἕξ ὀφφικιάλιοι ἄρχοντες, πάντες σχεδόν πλήν τοῦ ἱερομνήμονος», αφού έξι άρχοντες έχει μόλις αναφέρει.
- [←148]
-
Ἱερομνήμων: Ο Θεόδωρος Αγαλλιανός, που γεννήθηκε πάνω-κάτω με την είσοδο τού 15ου αιώνα, χειροτονήθηκε διάκονος το 1425 και είχε από το 1437 το αξίωμα τού ιερομνήμονος, το οποίο διατηρούσε μέχρι το 1454. Ο Αγαλλιανός είχε οριστεί να πάρει μέρος στο ταξίδι στην Ιταλία, αλλά πάσχοντας από ουρική αρθρίτιδα (ποδάγρα) αρρώστησε στις 14 Σεπτεμβρίου, καθώς κατευθυνόταν σε πομπή στην Αγία Σοφία για μια φιλο-λατινική τελετή. Η ασθένεια τον έριξε στο κρεβάτι και τον βασάνισε τόσο πολύ, που εύκολα θα μπορούσε να τον θεωρήσει κανείς ως νεκρό ἄταφο (Patrinellis Agallianos, σελ. 951), μέχρι την ημέρα μετά την αναχώρηση των άλλων για τη Βενετία, οπότε τα πόδια του ανέκτησαν την ευελιξία τους! Είδε, φυσικά, σημάδι από τον ουρανό ότι η εκκλησιαστική ένωση, που θα ολοκληρωνόταν, θα ήταν ψεύτικη μόνο ένωση. Επίσης, αφού ανέλαβε, με εντολή τού πατριάρχη, τις αρμοδιότητες τού μεγάλου χαρτοφύλακα για γάμους κατά τη διάρκεια τής απουσίας τού τελευταίου στην Ιταλία, υπήρξε μετά την επιστροφή των συνοδικών στην Κωνσταντινούπολη ένας από τούς πιο πείσμονες ανθενωτικούς. Προς το 1468 έγινε μητροπολίτης Μηδείας με το όνομα Θεοφάνης. Πέθανε μεταξύ 1470 και 1474 (Laurent 1971: 185 σημ. 11).
- [←149]
-
Πνευματικός κῦρ Γρηγόριος: ο Γρηγόριος Μελισσηνός, που θα γινόταν μέγας πρωτοσύγκελλος κατά τη διάρκεια τής συνόδου (βλέπε πιο κάτω, κεφ. ζ΄ παρ. 30) και πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως την περίοδο 1443-1450 ως Γρηγόριος Γ΄ Μάμμας.
- [←150]
-
Ἡγούμενος τοῦ Παντοκράτορος: ο Γερόντιος, που θα υπέγραφε το διάταγμα τής ένωσης και θα απέσυρε αργότερα την υπογραφή του με επιστολή προς τον αυτοκράτορα εναντίον τής συνόδου τής Φλωρεντίας.
- [←151]
-
Ἡγούμενος τοῦ Καλέως: ο Αθανάσιος τής σημ. 39 αυτού τού κεφαλαίου.
- [←152]
-
Ἡγούμενος τοῦ ἁγίου Βασιλείου: ο ιερομόναχος Γερμανός, ο οποίος θα υπέγραφε το διάταγμα τής ένωσης, αλλά για τον οποίο δεν υπάρχει άλλη αναφορά στο έργο τού Συρόπουλου. Κατά τον Σχολάριο, Œuvres, III, σελ. 195, αργότερα «μετενόησεν».
- [←153]
-
Ἱερομόναχος κῦρ Παχώμιος: αυτός ο ιερωμένος θα υπέγραφε το διάταγμα τής ένωσης ως ηγούμενος τού Αγίου Παύλου, θα διατηρούσε τις απόψεις του και θα προαγόταν σε μητροπολίτη Αμασείας. Με την ιδιότητα αυτή θα τού ανετίθετο από τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο το 1445 διπλωματική αποστολή στη Βενετία, τη Ρώμη και τη Βουργουνδία. Καθαιρέθηκε από τούς Τούρκους μετά το 1453 και διορίστηκε το 1469 από τη Ρώμη ως ουνίτης επίσκοπος Καφφά. Πέθανε καθ΄ οδόν στις 27 Μαΐου 1470. Ο Σχολάριος, Œuvres, III, σελ. 195, αναγνωρίζει ότι ο Παχώμιος «ἐνέμεινεν», δηλαδή παρέμεινε πιστός στη Σύνοδο τής Φλωρεντίας.
- [←154]
-
Ο Μωϋσῆς τῆς Μεγίστης Λαύρας και ο Δωρόθεος τοῦ Βατοπαιδίου θα υπογράψουν επίσης το διάταγμα τής ένωσης, αλλά θα «μετανοήσουν» (Σχολάριος, Œuvres, III, σελ. 195) Ήσαν αντιστοίχως εκκλησιάρχες στα μοναστήρια τους και είχαν το καθήκον να τα εκπροσωπούν.
- [←155]
-
Όπως διαβάζουμε σε άλλο σημείο τού βιβλίου, το δεκρέτο προέβλεπε την κάλυψη των δαπανών ταξιδιού και διαμονής επτακοσίων ατόμων.
- [←156]
-
Συρόπουλος 3.25: Ἐν ἐκείναις δέ ταῖς ἡμέραις καθημένου τοῦ πατριάρχου καί τά πρός τήν ἀποδημίαν διεξιόντος, παρόντων καί ἐκ τῶν ἀρχιερέων τινῶν, πρός δέ καί ἡμῶν, καί πάντων δεινήν ἡγουμένων τήν μετά τῶν Λατίνων συνέλευσιν καί συζήτησιν καί δειλιώντων μή καί περί τήν ζωήν αὐτῶν τινες κινδυνεύσωσιν, ὁ πατριάρχης μηδεμίαν ἡμᾶς ἔχειν δειλίαν παρηγγυᾶτο· ἔλεγε γάρ πολύ θάρρος ἔχειν καί πληροφορίαν καί ἀπό γραμμάτων καί ἀπό λόγων τῶν ἐρχομένων ἐκεῖθεν. ὡς· ἀπελθόντων ἡμῶν ἐκεῖσε σύν Θεῷ ὑποδέξονται πάντας μετά πολλῆς τιμῆς καί ἀγάπης καί μεγάλως θεραπεύσουσιν ἡμᾶς καί ἕξομεν πᾶσαν ἄδειαν καί ἐλευθερίαν λέγειν ἅπερ ἄν ἐθέλωμεν, καί ἀποδείξομεν τήν ἡμετέραν δόξαν τῇ τοῦ Χριστοῦ χάριτι καθαρωτάτην καί λαμπροτάτην, καί ὅσον εἰς τά περί τῆς δόξης διδάσκαλοι ἐκείνων φανήσονται οἱ ἡμέτεροι. <θαρρῶ δέ ὅτι> καί πεισθήσονται καί στέρξουσι τήν ἡμετέραν δόξαν καί οὕτως ἑνωθησόμεθα. πόσων οὖν ἀγαθῶν καί στεφάνων ἄξιοι ἐσόμεθα, εἰ τοσοῦτον ἀγαθόν δι΄ ἡμῶν γένηται, συναιρομένου Θεοῦ; εἰ δέ τό ἡμέτερον οὐ στέρξουσι, πάλιν ὑποστρέψομεν λαμπροί λαμπρῶς Θεοῦ χάριτι κηρύξαντες τήν ἀληθῆ δόξαν καί τήν ἡμῶν κρατύναντες Ἐκκλησίαν καί μηδέν τι τῆς ἀληθείας παρασαλεύσαντες. εἰ δέ καί πρός βίαν χωρήσουσιν, ἡμεῖς μέν οὐδόλως τῆς πατρίου καί ὑγιοῦς ἡμῶν δόξης ἐκκλινοῦμεν κατά τι, κἄν βασάνους ἡμῖν ἐπαγάγωσιν, ἀλλά πάντ΄ ἄν ὑποσταίημεν, ἤ παρασαλεῦσαί τι ὧν παρελάβομεν ἔκ τε τῶν ἁγίων καί οἰκουμενικῶν συνόδων καί τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας διδασκάλων, καί ἤ μαρτυρικῶς τελειωθησόμεθα, ἤ μάρτυρες ἐσόμεθα τῇ προαιρέσει· καί τί κρεῖττον ἔσται τοῦ γενέσθαι με ὡς τόν ἅγιον Γεώργιον, ἤ ὡς τόν ἅγιον Δημήτριον; ὁπότερον δ΄ ἄν ἐκ τῶν τριῶν γένοιτο, μεγάλην δόξαν καί τιμήν καί σωτηρίαν ψυχικήν ἡμῖν προξενήσει. διό λέγω, ἵνα δῶμεν τήν πρός τό θεῖον ἔργον τοῦτο προαίρεσιν καί προθυμίαν ἡμῶν τῷ Θεῷ καί καταφρονήσωμεν καί κόπων καί κινδύνων ὑπέρ αὐτοῦ, κἀκεῖνος δώσει τήν ἔκβασιν τοῦ πράγματος ἐπί τῷ ἡμετέρῳ συμφέροντι. ἀλλ΄ ὅμως οἴδατε ὅτι ἐγώ ἤμην ὁ δυσχεραίνων ἀεί πλέον πάντων ἐπί τοῖς τοιούτοις, καί μηδόλως συντιθέμενος πρός τό ἀφικέσθαι ἐς Ἰταλίαν· νῦν δέ ὁρᾶτε πῶς παρέβλεψα πᾶσαν δυσχέρειαν καί δειλίαν, καί ἐγενόμην πρόθυμος εἰς αὐτό. νομίζω οὖν εἶναι καί τοῦτο τό Θεοῦ.
- [←157]
-
Συρόπουλος 3.26: Ταῦτα εἶπε καί εἰς πολλούς καί πολλάκις ἑτοιμαζόμενος καί πρός τήν ἀποδημίαν διεγείρων ἡμᾶς· καί ἀπελευσόμεθα, ἔλεγε, καί ὑποστρέψομεν νικηταί τροπαιοῦχοι. ἀλλά καί τοῖς μή προαιρουμένοις ἤ καί τοῖς δυσχεραίνουσιν ἀκολουθῆσαι αὐτῷ σφοδρῶς ἠπείλει καί τά δεινότατα κατ΄ αὐτῶν ἔλεγε πράξειν, εἰ μή ἕποιντο· τοῖς δέ λέγουσι μή δύνασθαι ἀπελθεῖν διά τό περιπεσεῖν χρέεσιν ἔφασκε· μᾶλλον ἐλθέτωσαν, ἵν΄ ἐκεῖθεν καί τά χρέα αὐτῶν ἀποφλήσωσιν. εἰπόντος δέ τοῦ Ἡρακλείας· ἰδού ἀπέρχεται ἡ μεγάλη ἁγιωσύνη σου, λοιπόν ἀκολουθοῦμέν σοι καί ἡμεῖς· ἐπεί δέ ἐσμεν καλόγηροι, δεῖ καί καλογηρικῶς ἀποδημῆσαι ἡμᾶς μετά τῶν ῥάσων καί τῶν μανδύων καί καλογήρων, καθώς ἔχομεν. τί δεῖ ἡμῖν ἀρχοντικῶν καί φιλοτίμων παρασκευῶν; ὁ πατριάρχης ἔφη πρός αὐτόν· καλῶς λέγεις, εἴπερ ἤθελεν οὕτω ὁ βασιλεύς· ἀλλ΄ ἐκεῖνος θέλει ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἀπέλθῃ ἐκεῖσε ἐντίμως· φησί γάρ, ὡς· εἰ μέν ἐντίμως ἐκεῖσε φανῇ, τιμηθήσεται καί παρ΄ ἐκείνων καί ἡμῖν τίμιον ἔσται· εἰ δέ πενιχρῶς ὀφθῇ, καταφρονηθήσεται καί ὡς οὐδέν παρ΄ ἐκείνοις λογισθήσεται. καί εἶπεν ὁ Ἡρακλείας· λοιπόν δότε ἡμῖν ἐξόδους ἱκανάς, ἵν΄ ἑτοιμασθῶμεν, ὡς θέλετε.
- [←158]
-
Μανδύας: σήμα αξιοπρέπειας και επισκοπικής λειτουργίας με τα τέσσερα κομμάτια τετράγωνου υφάσματος (πώματα) που στόλιζαν τις γωνίες. Πιο κάτω (κεφ. ζ’ παρ. 28), ένα τυπικό επεισόδιο απεικονίζει καλά αυτή την πτυχή των θεσμών (Laurent 1971: 188 σημ. 2).
- [←159]
-
Καλόγεροι: κάθε επίσκοπος ή υψηλός εκκλησιαστικός αξιωματούχος συνοδευόταν στα ταξίδια του από έναν ή δύο μοναχούς, που παρακολουθούσαν τις αποσκευές του και φρόντιζαν για τον εξοπλισμό. Οι πλουσιότεροι είχαν επιπλέον υπηρέτες, όπως ο μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος και άλλοι (Laurent 1971: 188 σημ. 3).
- [←160]
-
Ο Laurent 1971: 188 σημ. 4, λέει ότι ο πατριάρχης είχε δίκιο και παραθέτει την κρίση ενός Λατίνου παρατηρητή:
«Οι Γραικοί φορούσαν μεταξωτά ρούχα ελληνικού τύπου, πολύ πλούσια, ενώ και ο τρόπος των ελληνικών ρούχων φαινόταν πολύ πιο σοβαρός και αξιοπρεπής από εκείνον των Λατίνων αρχιερέων»
(I Greci con abiti di seta al modo greco molto richi, e la maniera degli abiti greci pareva assai più grave e più degna che quella de΄ Prelati latini).
- [←161]
-
Συρόπουλος 3.27: Ὁ δέ πατριάρχης παρεκελεύσατο ἑτοιμασθῆναι καί τά ἱερά σκεύη πάντα τῆς ἁγιωτάτης μεγάλης ἐκκλησίας. δυσχεραινόντων δέ ἡμῶν καί ἐπί τούτῳ καί λεγόντων· τίς ἡ χρεία τῶν τοσούτων ἱερῶν σκευῶν; ἤ ἐν ποίας τραπέζης μεγέθει ἁπλωθήσονται τά τοιαῦτα ἱερά τραπεζόφορα; ἤ κατά τί συμφέρει κινδυνεύειν καί ταῦτα και, εἰ συμβῇ τι, παραχωρήσει Θεοῦ, ζημιωθῆναι τήν Ἐκκλησίαν καί στερηθῆναι τοσούτων καί τοιούτων ἱερῶν κειμηλίων; εἶπεν ὁ πατράρχης, ὅτι· δώσουσιν ἡμῖν ἕν μοναστήριον, ἐν ᾧ ἔσται καί ναός μέγας, κἀκεῖ χρήσιμα φανοῦνται ἡμῖν ταῦτα τά ἱερά· θαρρῶ δέ ὅτι διακομίσομεν ἐνταῦθα πάλιν αὐτά καί μετά προσθήκης· εἰ δέ ἕτερόν τι συμβῇ, συγκινδυνευέτω ἡμῖν καί αὐτά. ἀλλά καί πρό τοῦ θαλαττίων κινδύνων αὐτά τε καί ἡμᾶς πειραθῆναι, τήν πεῖραν ἔλαβον ταῦτα τοῦ ναυαγίου, ἐπί ξηρᾶς ἔτι εὑρισκόμενα ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ· τρία γάρ τῶν σαθρωθέντων ἱερῶν ῥιπιδίων, ἀντί τοῦ ἑδρασθῆναι καί εὐτρεπισθῆναι, ὡς καί τά λοιπά ηὐτρεπίσθησαν, πρός τό ἐπί τῆς ἁγίας τραπέζης τίθεσθαι καί τά ζωοποιά καί φρικτά καί ἄχραντα περικαλύπτειν καί ῥιπίζειν μυστήρια κατά τόν τύπον τῶν θείων ἑξαπτερύγων τῶν τῷ Θεῷ παρισταμένων καί ταῖς πτέρυξι τά πρόσωπα καί τούς πόδας ἑαυτῶν κατακαλυπτόντων, τά δέ εἰς διβάμβουλον μετεσκευάσθησαν, τῆς μορφῆς τῶν ἑξαπτερύγων ἀποπτάσης ἤ ἀπελαθείσης εἰπεῖν ἐξ αὐτῶν, καί ἀντί τοῦ θείᾳ ἐναποτίθεσθαι τραπέζῃ, ὡς ἱερόν ἀνάθημα, τό δέ λαμπαδουχοῦν περιάγεσθαι ὧδε κακεῖσε, καί ὡς ἔτυχεν ἀποτίθεσθαι καί ῥιπτεῖσθαι. προοίμιον εἶπεν ἄν τις τοῦτο τῆς ὅσον οὕπω γενησομένης παρεκτροπῆς τοῦ καθαροῦ καί ἀκιβδήλου τῆς Ἐκκλησίας δόγματος καί τῆς καταστροφῆς τῆς ἐκ τῆς ἀδιαφορίας τῶν προστατῶν φεῦ αὐτῇ ἐπακολουθησάσης.
- [←162]
-
Στο κείμενο ἁγιωτάτη μεγάλη ἐκκλησία είναι η Αγία Σοφία.
- [←163]
-
Ριπίδιον: Ειδικό αντικείμενο (σαν βεντάλια) που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι διάκονοι για να διώχνουν τυχόν έντομα που πετούσαν επάνω από το άγιο ποτήριο, την ώρα τής αγίας αναφοράς.
- [←164]
-
Διβάμβουλον: Μεγάλος κηροστάτης, όπου κατά τις αυτοκρατορικές τελετές καιγόταν μεγάλη λαμπάδα μπροστά στον αυτοκρατορικό θρόνο, η οποία συμβόλιζε την «Ἐλέῳ Θεοῦ» βασιλεία τού αυτοκράτορα.
- [←165]
-
Συρόπουλος 3.28: Ἀλλά καί ὁ βασιλεύς τούς πολλούς ἐκείνους χρυσίνους λαβών, οὕς ὁ Ῥωσίας κῦρ Φώτιος τῷ Παντοκράτορι Χριστῷ ἀφιέρωσεν, εἰς ἰδίας ἐχρήσατο οἰκονομίας καί ἐξ αὐτῶν χρυσόπαστον ἐπίβλημα τῷ ἰδίῳ κοιτῶνι κατεσκεύασε καί ταῖς τῶν ὀχημάτων αὐτοῦ ἐφεστρίσι χρυσόπαστα σκέπη μετά χρυσορροΐσκων, ἵν΄ οὕτω πομπεύων ἐν Ἰταλοῖς μέγας βασιλεύς παρ΄ ἐκείνων νομίζοιτο. τοιούτοις ἐξιτηρίοις δώροις δεξιώσασθαι τό θεῖον οἱ ἡγεμόνες ἡμῶν ηὔξαντο, ὅτε τῆς Κωνσταντίνου ἐξέλθοιεν. οὕτως ὁ κρατῶν τῷ Παντοκράτορι ἀπεδίδου τά εὐχαριστήρια, καίτοι γε καί παρακλήσεις ἔψαλλον παμπληθεί ἔν τε τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ καί ἐν τῇ σεβασμίᾳ μονῇ τῶν Ὁδηγῶν καί ταῖς ἐν ταῖς ὑμνωδίαις αἰτήσεσι προσέθηκαν τό· ἔτι δεόμεθα ὑπέρ εἰρήνης, εὐοδώσεως, διορθώσεως καί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ. ἡμεῖς δ΄ ἐλέγομεν, ὡς· ὁ καταφρονηθείς Παντοκράτωρ πῶς ἄν οἴει εὐοδῶσαι τάς πραξεις τῶν τά αὐτοῦ ὑφελομένων; εἰ δέ μέμφοιτό μοί τις ὡς καθαπτομένῳ τινῶν, μή τῆς ἐμῆς προαιρέσεως ἴδιον λογιζέσθω τοῦτο· τῶν γάρ διαπραξαμένων, οὐ τοῦ διηγουμένου, τό πταῖσμα τυγχάνει.
- [←166]
-
Φώτιος Ρωσίας: Βλέπε πιο πάνω σημ. 106 κεφαλαίου β΄.
- [←167]
-
Μονή Παντοκράτορος: Μοναστήρι μέσα στην πόλη (βλέπε κεφ. δ’ σημ. 113). Απομένει να προσδιοριστούν οι δεσμοί που ενώνουν τον μητροπολίτη Ρωσίας, Πελοποννήσιο στην καταγωγή, με αυτό το μοναστήρι. Ίσως ήταν μοναχός εκεί, ακόμη και ηγούμενος, γιατί την εποχή τής προαγωγής του ζούσε συνήθως στην Κωνσταντινούπολη (Laurent 1971: 189 σημ. 9).
- [←168]
-
Κατά τον Laurent 1971: 190 σημ. 1, αυτό το απόσπασμα φαίνεται να δείχνει μια πρακτική αυτοκρατορικής τελετής η οποία, πριν από μεγάλα ταξίδια, οδηγούσε τον ηγεμόνα στην Οδηγήτρια για τις προσευχές τού ταξιδιού. Πιθανώς η πομπή ξεκινούσε από την Αγία Σοφία ή κατέληγε εκεί.
- [←169]
-
Η Μονή Ὁδηγῶν (επίσης Μονή τής Παναγίας τής Οδηγήτριας) στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε κατά την παράδοση από την Αγία Πουλχερία (399-453), κόρη τού αυτοκράτορα Αρκάδιου. Ξαναχτίστηκε από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867), αλλά μόνο λίγα ερείπια παραμένουν ορατά κοντά στο πάρκο Γκιούλχανε, κάτω από την Αγία Σοφία.
- [←170]
-
Συρόπουλος 3.29: Οἱ δέ ἐκ τοῦ πάπα ἐπετίθεντο τοῖς ἡμετέροις πρός τήν ἐξέλευσιν κατεπείγοντες καί τάς πεντεκαίδεκα χιλιάδας τῶν φλωρίων εἰς τά βασίλεια διεκόμισαν, καί ὁ βασιλεύς διεμηνύσατο τῷ πατριάρχῃ, ἵνα λάβῃ τάς ἕξ χιλιάδας, καί διανείμῃ τῇ Ἐκκλησίᾳ τῇ εἰς τήν σύνοδον ἀπερχομένῃ. ὁ δέ πατριάρχης ἀπεκρίθη δι΄ ἡμῶν, ὅτι· πολλάκις ὥρισεν ἡ ἁγία βασιλεία σου ἵνα ἑτοιμασθῶσιν οἱ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ἀρχοντικῶς καί ἐντίμως· νῦν δέ ὁρίζεις ἵνα λάβωσι τάς ἕξ χιλιάδας. τίσιν οὖν ἀρκέσουσιν αὗται πρός οἰκονομίας ἐντίμους, τῇ ἐμῇ ἰδιότητι, σύν τοῖς ἐν τῷ κελλίῳ μου, τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἤ τοῖς ἄρχουσι τῆς Ἐκκλησίας; πῶς oἰκονομηθήσονται δι΄ αὐτῶν ὡς δεῖ καί ἀρχοντικῶς; ἤ τίνος χάριν ἀπό τῶν πεντεκαίδεκα χιλιάδων τάς ἕξ ληψόμεθα; ὁ καθόλου ἀγών τῆς τοιαύτης πράξεως πρός τήν Ἐκκλησίαν ἔσται καί εἰς αὐτήν ἀναδραμεῖται καί ἡ ἀνάγκη καί τῶν λόγων καί τῶν ἔργων. ἐχρῆν οὖν καί τά πλείω τῶν φλωρίων περιελθεῖν εἰς αὐτήν. ἀλλ΄ ὅμως ἐγώ ἤμην ὁ συμβουλεύσας καί συνεργήσας ἀπελθεῖν ἡμᾶς εἰς τόν πάπαν· νῦν οὖν ἐπεί τοιαύτη δόσις ἐστί, δεῖ με λοιπόν μεταβάλλοντα παραγενέσθαι ζητεῖν πρός τήν σύνοδον, μᾶλλον δέ μηδέ ἀπελθεῖν ὅλως, μήτε πρός τόν πάπαν, μήτε πρός τήν σύνοδον.
- [←171]
-
Το ποσό αυτό προβλεπόταν στη συμφωνία τού Σεπτεμβρίου 1434. Όμως η πληρωμή του δεν είχε γίνει από τούς απεσταλμένους τής συνόδου, πράγμα που θα χρησιμοποιούσε ο αυτοκράτορας απέναντι στον Ιωάννη τής Ραγούσας, για να αιτιολογήσει την άρνησή του να επιλέξει τη Σύνοδο τής Βασιλείας (Laurent 1971: 190 σημ. 3).
- [←172]
-
Συρόπουλος 3.30: Ἀπεκριθη πρός ταῦτα ὁ βασιλεύς· θαυμάζω πῶς λέγει οὕτως ὁ πατριάρχης· ἡμεῖς οὐκ ἐποιήσαμεν παρείσπρακτόν τι εἰς τόν τοιοῦτον μερισμόν· ἐδώκαμεν γάρ τῷ ἀδελφῷ μου τῷ δεσπότῃ τάς δισχιλίας, καί οὐκ ἔχει τις εἰπεῖν ὅτι ἐδώκαμεν αὐτῷ πολλά, ἤ ὅτι περισσόν ἐστι τό ἐλθεῖν καί αὐτόν μεθ΄ ἡμῶν, ἀλλά καί ὀλίγα εἰσί πρός οἰκονομίαν αὐτοῦ· καί πάντες οἴδασιν ὅτι ἀνάγκη ἐστί ἐλθεῖν καί αὐτόν μεθ΄ ἡμῶν. ἐδώκαμεν καί χίλια τοῖς ἀποκρισιαρίοις· ἦν δέ καί αὐτό ἀναγκαῖον. ἐναπελείφθησαν καί αἱ δώδεκα χιλιάδες, καί ἐμερίσαμεν αὐτάς ἐπίσης, καίτοιγε ὀλιγώτερα ἔδει δοῦναι τῇ Ἐκκλησίᾳ· ἡμεῖς γάρ ἔχομεν πολλάς ἐξόδους. τίς δέ ἡ χρεία ἐλθεῖν ἐκ τῆς Ἐκκλησίας πολλούς καί ἀχρείους; ἐλθέτωσαν ὀλιγώτεροι καί ἀναγκαῖοι, καί ἔσται αὐτή ἡ ἔξοδος ἀρκετή. μεμνῆσθαι δέ χρή καί τῶν ἐν τῷ δεκρέτῳ· ἔταξαν γάρ ἐκεῖσε τρέφειν ἑπτακοσίους, καί οὐ μή θρέψωσιν ἕνα περισσότερον τούτων. δεῖ οὖν εἶναι ἐντεῦθεν ὀλιγωτέρους, ὅτι ἐλεύσονται ἐκεῖ μετά τοῦ Ῥωσίας πολλοί. οὐ προσήκει δέ καί τῷ πατριάρχῃ λέγειν μή ἐλθεῖν εἰς τήν σύνοδον· μόλις γάρ ἄν ἔδει αὐτόν μή συνακολουθῆσαί μοι εἰς τήν σύνοδον ἀπιόντι, ὅτε ἑώρα με εἰς ἑτέραν μετατιθέμενον δόξαν. πρός δέ ταῦτα εἶπε καί ὁ μεσάζων Καντακουζηνός, ὅτι· ὁ αὐθέντης ἡμῶν ὁ βασιλεύς οὐ ταῦτα μόνον, ἀλλά καί οἴκοθεν καταναλίσκει πολλά· ἐκ τῶν ἰδίων γάρ ἑτοιμάζει καί τό κάτεργον αὐτοῦ καί ἄλλα τινά, ἅπερ ἀναγκάζεται ἔχειν πρός τήν τοιαύτην ὁδόν, καί οὐκ ἦσαν ἁρμόδιοι νῦν πρός τόν βασιλέα οὗτοι οἱ λόγοι τοῦ πατριάρχου οὐδ΄ εὐπρεπεῖς, ὡς οὐδ΄ ἐμοί ἦν ἄν εὐπρεπές, εἰ τούς ἐπί σκηνῆς ἐκμιμουμένους ἐν ἀγορᾷ.
- [←173]
-
Αυτή η αναγκαιότητα οφειλόταν αναμφισβήτητα στην ταραγμένη φύση τού νεότερου αδελφού, ο οποίος, παίζοντας καλά το τουρκικό χαρτί, θα προξενούσε στη συνέχεια τη χειρότερη αμηχανία στον αυτοκράτορα αδελφό του. Ένα σύντομο χρονικό που αναφέρεται στην αναχώρηση των Γραικών, δηλώνει ρητά ότι ο Δημήτριος πάρθηκε μαζί ὡς ἐπίβουλον τῆς Πόλεως (Laurent 1971: 190 σημ. 5).
- [←174]
-
Ἀποκρισιάριοι: Οι απεσταλμένοι, οι πρεσβευτές.
- [←175]
-
Από τούς 700 Γραικούς (επίσημος αριθμός σύμφωνα με την άδεια ασφαλούς διέλευσης τού Ευγενίου Δ΄), οι οποίοι ήρθαν από την Ανατολή για τη σύνοδο, εκτιμώνται σε 200 εκείνοι που αποτελούσαν την ακολουθία τού πατριάρχη. Σε σύγκριση με τούς 500 που βρίσκονταν γύρω από τον αυτοκράτορα, ο αριθμός αυτός φαίνεται σχετικά μικρός και η παρατήρηση τού Ιωάννη Η΄ μάλλον πρόχειρη. Ο αριθμός αυτός των επτακοσίων καθορίζεται επίσης στο παράρτημα τού διατάγματος Sicut pia Mater τής Συνόδου τής Βασιλείας (Laurent 1971: 191 σημ. 6).
- [←176]
-
Εκατό άτομα, όπως προαναφέρθηκε (σημ. 112 αυτού τού κεφαλαίου).
- [←177]
-
Συρόπουλος 3.31: Ὡς οὖν εἴπομεν ταῦτα τῷ πατριάρχῃ, πάλιν ἐκεῖνος διεμηνύσατο μεθ΄ ἡμῶν, ὅτι· ἐπεί ἐμερίσθησαν οὕτως ὡς ὁρίζει ἡ ἁγία βασιλεία σου, ἐγώ δέ οὐ δύναμαι, οὐδέ πρέπει μοι ἀπελθεῖν μετά ὀλιγωτέρων, ἐπειδή καί οἱ λόγοι καί οἱ ἀγῶνες πρός τήν Ἐκκλησίαν καί ἀπό τῆς Ἐκκλησίας γενήσονται — αὐτός γάρ οὐδέ ἰανιτζάρους παραιτεῖ, καί ἐγώ πῶς οὐκ ἄν ἀπέλθω μετά τῆς ἐμῆς τάξεως —λοιπόν ὅρισον ἵνα ἔχω ἐγώ ἐξ αὐτῶν ὅσον ἄν σοι φανῇ ἀρκετόν καί ἁρμόδιον πρός οἰκονομίαν ἐμοῦ τε καί τῶν ἐν τῷ κελλίῳ μου, ἐπεί πολλήν ἔξοδον ἀναγκασθήσομαι ἔχειν καί ἐν τῷ κατέργῳ, καί πολλοί ἐκ τῶν ἐν αὐτῷ πρός τήν ἐμήν ἀποβλέψουσι φιλοτιμίαν. ὅρισον δέ καί ἐκ τῶν ἀρχόντων σού τινας, καί μερισάτωσαν τά λοιπά πρός τούς ἀρχιερεῖς καί τούς ἄρχοντας τῆς Ἐκκλησίας καί τούς ἀλλους τούς μεθ΄ ἡμῶν ἐρχομένους.
- [←178]
-
Στο κείμενο ἰανιτζάρους. Είναι ενδιαφέρον ότι για την προσωπική φρουρά τού αυτοκράτορα χρησιμοποιείται τουρκικής προέλευσης λέξη. Οι γενίτσαροι ή γιανίσαροι (τουρκικά γενίσερι, νέοι στρατιώτες) ήσαν επίλεκτα οθωμανικά σώματα, που συγκροτούνταν από αιχμαλώτους πολέμου και παιδιά χριστιανικών οικογενειών.
- [←179]
-
Συρόπουλος 3.32: Μαθών δέ ταῦτα πάλιν ὁ βασιλεύς δι΄ ἡμῶν, ἀπηγόρευσε μέν τό ἐπιστῆσαί τινας πρός τόν μερισμόν· ὥρισε δέ ὅτι· εἴς τινας τῶν ἀρχιερέων, οἵτινές εἰσιν εὔποροι, οὐ χρεία ἐστί δόσεως πρός αὐτούς· ἔχουσι γάρ τινες εἰσόδημα κατ΄ ἔτος ὑπέρπυρα χίλια, καί συνῆξαν πολλά, ἐπεί πρό πολλῶν χρόνων ἐγένοντο ἀρχιερεῖς. ἐκείνοις γοῦν οὐ προσήκει λαβεῖν τι ἀπό τῆς παρούσης δόσεως, ἀλλ΄ ὀφείλουσι μᾶλλον αὐτοί δοῦναι οἴκοθεν τοῖς μή εὐποροῦσιν· ἤ εἰς ποίαν ἄλλην χρείαν εὐλογωτέραν ἤ ἀναγκαιοτέραν ἤ εὐσεβεστέραν καταναλώσουσιν ἅπερ συνῆξαν; δοθήτωσαν οὖν τά φλωρία τοῖς λοιποῖς τοῖς μή δυναμένοις οἴκοθεν ἑτοιμαισθῆναι, καί οὕτως ἔσονται ἀρκετά. εἶτα διέκρινεν ὁ βασιλεύς, ἵνα λάβῃ ὁ πατριάρχης τά χίλια φλωρία καί ποιήσῃ ὡς θέλει μετά τῶν ἐν τῷ κελλίῳ αὐτοῦ· τά δέ πεντακισχίλια μερίσωσιν εἰς τούς λοιπούς. ἀλλ΄ ὅμως καί μετά τούς τοιούτους λόγους τοῦ βασιλέως τοῖς πλουσιωτέροις τῶν ἀρχιερέων ἐδόθησαν καί πλείονα φλωρία, τοῖς δ΄ ἐνδεεστέροις ἐλάττονα. ὅτε δέ καί ὁ πνευματικός ὁ κῦρ Γρηγόριος διεμηνύθη ἑτοιμασθῆναι, εἶπεν, ὅτι· οἶδα ὡς πολλά δεινά συναντήσουσι καί τοῖς εἰς τήν σύνοδον ἀπιοῦσι καί τοῖς ἐνταῦθα καταλειφθησομένοις. εἰ οὖν θέλουσι κἀμέ συνεκδημεῖν καί συναλγεῖν τοῖς κάμνουσιν ἀπελεύσομαι. εἶτα εἶπε καί πρός τινα φίλον, ὅτι· κάλλιον ἔσται εἰ καταλείψουσιν ἐμέ ἐνθάδε· εἰ γάρ ἐκεῖσε ἀπέλθω, ἅπαν δεινόν ἐργάσομαι. τοῦ δέ εἰπόντος· καί τίνος χάριν οὐτωσί φής; μᾶλλον ἐλθέ καί ποίησον πᾶν καλόν. ὁ δ΄ αὖθις εἶπε· λέγω ἵνα γινώσκητε ὅτι ποιήσω πᾶν κακόν. τοῦτο δέ ἦν προαναφώνησίς τις ὡς ἔοικε, τῶν ἐς ὕστερον γεγονότων. εἶτα μηνύσατο ὁ βασιλεύς καί ὁ πατριάρχης τοῖς τοποτηρηταῖς μετ΄ ἐμοῦ τε καί τοῦ Χρυσοκεφάλου ἵνα ἀναδέξωνται τήν τοποτήρησιν τῶν πατριαρχῶν, καί ἐδώκαμεν αὐτοῖς καί τά γράμματα, τοῦ μέν Ἀλεξανδρείας τῷ Ἡρακλείας, τοῦ δ΄ Ἀντιοχείας τῷ πνευματικῷ κυρίῳ Γρηγορίῳ μετά τοῦ Ῥωσίας, ὄτε ἐνδημήσει, καί τοῦ Ἱεροσολύμων τῷ Ἐφέσου καί τῷ Σάρδεων, καί ἔστερξαν καί ἐδέξαντο ταῦτα. μετά δέ τήν διανομήν τῶν φλωρίων ἡτοιμάσθησαν πάντες καί τήν προθεσμίαν ἐξεδέχοντο τῆς ἀποδημίας. προσήκει λοιπόν καἰ τινα τῶν γεγονότων ἐν τῇ διαποντίῳ ὁδῷ προσθεῖναι τῷ διηγήματι.
- [←180]
-
Χρυσοκέφαλος: Aυτοκρατορικός αξιωματούχος, ονομαζόμενος Ιωάννης, αναφέρεται πιο κάτω (κεφ. δ’, παρ. 43 και 44) με το ίδιο αξἰωμα. Ένας συνονόματος Ιωάννης Χρυσοκέφαλος αναφέρεται ως αντιγραφέας σε μη προσδιοριζόμενη ημερομηνία. Πάνω απ΄ όλους ένας άλλος Χρυσοκέφαλος, ο Ματθαίος, γονέας σχεδόν σίγουρα, εμφανίζεται στις αρχές τού 15ου αιώνα ως συνδεόμενος με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ (Laurent 1971: 194 σημ. 1).
- [←181]
-
Αυτή η υπόθεση των τοποτηρητών των πατριαρχών, που επανεξετάστηκε τρεις ή τέσσερις φορές, συντήρησε τη διαφωνία μεταξύ των κύριων μητροπολιτών, μέχρις ότου ο θάνατος τού Σάρδεων Διονυσίου, επέτρεψε στον αυτοκράτορα να ηρεμήσει τούς πιο δύσπιστους.