Κεφάλαιο 7

<-6. Οι συνεδριάσεις τής Συνόδου στη Φερράρα 8. Η Σύνοδος στη Φλωρεντία->

Κεφάλαιο 7: Το αδιέξοδο τής Συνόδου στη Φερράρα

Έδωσαν όμως
στις 12 Ιανουαρίου
2.412 φλουριά
για τέσσερις μήνες
και απαιτούσαν
να μπούμε στον δρόμο
για τη Φλωρεντία.

Περιεχόμενα κεφαλαίου1

Εδώ περιέχονται τα σχετικά με το σταμάτημα των διαλέξεων καθώς και εκείνα που ειπώθηκαν γι΄ αυτό. Και ότι επέστρεψε ο αυτοκράτορας από το μοναστήρι στη Φερράρα. Και για τη μετάβαση από τις διαλέξεις για την προσθήκη σ΄ εκείνες για το δόγμα. Και για τη μετάβαση από τη Φερράρα στη Φλωρεντία.

1. Πρεσβεία στη Φλωρεντία για διαπραγμάτευση τής μεταφοράς2

Αλλά καλό θα ήταν να περιγράψουμε και τα σχετικά με τη μετάβαση στη Φλωρεντία και τον τρόπο με τον οποίον αυτή προπαρασκευαζόταν υπογείως.3 Αυτοί που μάς οδήγησαν εκεί, βλέποντας, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ότι ο Εφέσου, ο Ηρακλείας και ο νομοφύλακας προσπάθησαν να διαφύγουν, καταλαβαίνοντας ότι δεν το έκαναν για κανέναν άλλο λόγο, αλλά επειδή πρόβλεψαν την επικείμενη διαστροφή τής σωστής μας πίστης, σκέφτηκαν και συμφώνησαν με τον πάπα4 να μάς εξορίσουν όσο πιο μακριά γινόταν, ώστε κανένας άλλος να μη μπορούσε στο μέλλον να διαφύγει. Αυτό έγινε φανερό από την εξέλιξη των πραγμάτων. Έστειλε λοιπόν ο πάπας5 τον ιερομόναχο Αμβρόσιο, ο οποίος ήταν πονηρός και πανούργος, καλυπτόταν κάτω από το πρόσχημα τής ευσέβειας,6 είχε αρκετή ελληνική παιδεία και τού ήταν απόλυτα αφοσιωμένος. Ο Αμβρόσιος πήγε στη Φλωρεντία και συμφώνησε με τούς Φλωρεντινούς7 να πάει ο πάπας εκεί και να συνεχίσει τη σύνοδο. Από τούς δικούς μας είχε μαζί του τον ιερομόναχο Μακάριο τον Κρητικό.8 Καθώς λοιπόν είχαν φὑγει και δεν τούς βλέπαμε, αναρωτιόμασταν πού άραγε είχαν πάει. Ὀταν πέρασαν πολλές ημέρες, ρωτήσαμε τον πατριάρχη. Αυτός μάς είπε:

«Στη Φλωρεντία υπάρχουν ελληνικά βιβλία, πολλά, καλά και απαραίτητα για την παρούσα εργασία μας. Συμφωνήσαμε λοιπόν, να τούς δώσουμε κι εμείς κάποιο δικό μας βιβλίο αν χρειαστούν και αντίστοιχα πάλι να μάς δώσουν κι εκείνοι. Γι΄ αυτόν τον λόγο πήγε ο παπάς Μακάριος με τον Αμβρόσιο στη Φλωρεντία. Για να βρει και να μάς φέρει τα βιβλία που χρειαζόμαστε».

Πέρασε έτσι διάστημα περισσότερο από δύο μήνες και όταν γύρισαν, ούτε οι ίδιοι, ούτε εκείνοι που τούς έστειλαν ανέφεραν ξανά οτιδηποτε για βιβλία.9

2. Οι κληρικοί ζητούν από τον πατριάρχη να αντιταχθεί στη μεταφορά10

Αλλά οι διαλέξεις σταμάτησαν και ο αυτοκράτορας επειγόταν να πείσει τούς αρχιερείς να εγκαταλείψουν τις συζητήσεις για την προσθήκη και ν΄ αρχίσουν διαλέξεις για το δόγμα. Προσπαθούσε να θέλξει, να συμβουλεύσει και να προσελκύσει στη δική του επιθυμία, άλλους ο ίδιος κι άλλους μέσω αγγελιοφόρων. Παράλληλα πήγαιναν καθημερινά στον πατριάρχη το πρωί ο Χριστόφορος και μετά το μεσημέρι ο Ανδρέας, κάποτε και ο Αμβρόσιος όταν βρισκόταν εκεί, κι έτσι συζητούσαν διαδοχικά με τον πατριάρχη. Ακούγαμε λοιπόν, ὅτι προσπαθούσαν να πείσουν κι αυτόν για τη μετάβαση στη Φλωρεντία. Εμείς στενοχωριόμασταν για τα συμβαίνοντα και πηγαίνοντας καθημερινά στον πατριάρχη γκρινιάζαμε για την απραξία μας, για την παρατεταμένη απουσία μας από την πατρίδα και για την έλλειψη των αναγκαίων. Εναντιωνόμασταν μάλιστα με κάθε τρόπο στη μετάβαση στη Φλωρεντία, λέγοντας ότι αυτή δεν θα μάς ωφελούσε σε τίποτε, αλλά μάλλον θα μάς έβλαπτε πολύ. Με πολλά λοιπόν λόγια, από τη μια μεριά περιγελαστικά και σκληρά, αλλά από την άλλη δίκαια και πάντοτε με ευλάβεια, τον παρακαλούσαμε να παρεμποδίσει τη μετάβαση. Καταναλώναμε πολύ ώρα σε αυτά, μιλώντας διαδοχικά ο ένας ύστερα από τον άλλο, διεκτραγωδώντας όλοι με τον ίδιο τρόπο τα κακά τής μετάβασης ως φοβερά, διαφωνώντας με αυτήν και λέγοντας όσα πιστεύαμε για να την εμποδίσουμε.

Ύστερα λοιπόν από τα πολλά λόγια σιωπούσαμε, περιμένοντας απάντηση από τον πατριάρχη. Κι εκείνος δεν απαντούσε τίποτε, ούτε γρύ, προσποιούμενος αδυναμία. Γιατί ήταν πραγματικά άρρωστος. Από τις 10 Αυγούστου, έχοντας πέσει σε αρρώστια, παλεύοντας με αλλεπάλληλες ασθένειες και ταλαιπωρούμενος από τεταρταίο πυρετό, δεν επανήλθε ποτέ στη συνηθισμένη του υγεία, μέχρι τη στιγμή που έχασε τη ζωή του. Αλλά όμως, ακόμη κι έτσι, μπορούσε να λέει και να μιλά, όταν ήθελε. Σ΄ εμάς όμως δεν έδινε στην αρχή καμία απάντηση. Γι΄ αυτό αγανακτώντας σηκωνόμασταν και φεύγαμε από εκεί, πολύ δυσαρεστημένοι με τη σιωπή του. Ξαναπηγαίναμε την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη. Και λέγαμε πάλι τα ίδια, δυσφορούσαμε για τη μετάβαση, αναρωτιόμασταν για την ωφέλειά της, δεν βρίσκαμε καμία ωφέλεια, προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να την αποτρέψουμε και τον παρακαλούσαμε να φροντίσει για την επιστροφή μας στην πατρίδα. Και ύστερα από τα πολλά λόγια και τα παρακάλια, σωπαίναμε.

3. Ο άρρωστος πατριάρχης δηλώνει ότι αγνοεί τα πάντα11

Πρόσφατα όμως, μάς παρατήρησε αργά ο πατριάρχης και μάς κατέκρινε λέγοντας:

«Δεν είστε χριστιανοί, δεν είστε καλοί άνθρωποι. Δεν έχετε γνώση και συνείδηση, δεν βλέπετε την αρρώστια μου για να με λυπηθείτε. Εγώ βλέπω να προχωρά η νύχτα και δεν ξέρω αν θα με βρει ζωντανό η μέρα. Φτάνει η μέρα και δεν πιστεύω ότι θα την περάσω ζώντας κι εσείς λέτε ότι σκοπεύω να πάω παραπέρα. Άραγε με ποια δύναμη ή υγεία θα μπορέσω να προχωρήσω; Δεν ντρέπεστε να λέτε τέτοια πράγματα; Από ποιούς τα ακούτε αυτά; Εγώ δεν ξέρω τίποτε για πιο πέρα μετάβαση, ούτε μού μίλησε κανένας γι΄ αυτήν».

Κι όταν αποκρινόμασταν,

«από πολλούς λέγονται και ακούγονται αυτά»,

έλεγε πάλι:

«Καθένας έχει το δικαίωμα να λέει αυτό που θέλει. Μέχρι τώρα δεν γνωρίζω, ούτε μού είπε κανείς γι΄ αυτό που λέτε. Ασχολούμαι με την αρρώστια μου και δεν φροντίζω εγώ για τη μετάβαση, επειδή ούτε να την καταφέρω μπορώ».

4. Μάταια προσέγγιση τού αυτοκράτορα για επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη12

Φεύγαμε λοιπόν ύστερα από αυτά, ενώ έχοντας μαζευτεί πολλές φορές και για πολλές ημέρες ενώπιον τού πατριάρχη και αφού τα διεκτραγωδήσαμε και ακούσαμε από αυτόν πάλι τα ίδια, στο τέλος υποχώρησε και είπε:

«Μού φαίνεται καλό να πάτε στον αυτοκράτορα και ν΄ αναφέρετε ότι ούτε εγώ μπορώ πια να παραμένω εδώ άπρακτος και να ταλαιπωρούμαι. Γιατί επείγομαι και από την αρρώστια μου και από πολλά άλλα να φύγω από εδώ. Ούτε οι δικοί μας αρχιερείς, λέω, και οι άρχοντες τής Εκκλησίας μπορούν να βρίσκονται μακριά από την πατρίδα και τούς συγγενείς και να ταλαιπωρούνται εδώ. Γι΄ αυτό απαιτώ κι εγώ και παρακαλούν κι αυτοί την αγία βασιλεία σου, να φροντίσεις να βρεθεί κάποιος τρόπος να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Ας πάει λοιπόν κάποιος από τούς αρχιερείς μαζί με τον μεγάλο εκκλησιάρχη και ας τα αναφέρουν αυτά στον αυτοκράτορα».

Κι όταν το κάναμε, ο αυτοκράτορας δυσφόρησε πολύ με <αυτά> τα λόγια μας και μάς επέπληξε λέγοντας:

«Ποιοι λένε και υποκινούν αυτού τού είδους τα πράγματα; Τι έχουμε πετύχει εδώ και θέλετε να φύγουμε; Ακόμη τίποτε δεν πετύχαμε. Άραγε αυτό μόνο θέλατε; Να έλθουμε εδώ και να επιστρέψουμε άπρακτοι; Πού το θυμηθήκατε; Πώς άραγε σκοπεύουμε να κάνουμε κάτι καλό, αν όχι με πολλή σκέψη και παραμονή εδώ; Όταν τσαπίζετε τα αμπέλια σας, δεν λέγετε ότι τα τσαπίσατε όπως να΄ ναι, για να επιστρέψετε σύντομα στην πόλη, αλλά προστάζετε να τα σκάψουν καλά και με φροντίδα. Στο συγκεκριμένο όμως ζήτημα, πώς είναι δυνατό να κάνουμε κάτι καλό, έτσι εύκολα, όπως να΄ ναι, χωρίς πολλή σκέψη, χωρίς μεγάλη προσοχή και μεγαλύτερη συμβουλή; Άρα τίποτε δεν μπορεί να γίνει καλά, παρά μόνο με καθυστέρηση. Φύγετε λοιπόν, περιμένετε και σταματήστε αυτά τα λόγια».

Αναγκαστικά λοιπόν καθόμασταν σιωπηλοί.

5. Υποδείξεις τού ανώτατου και μεσαίου κλήρου προς τον πατριάρχη για τον ίδιο σκοπό13

Ύστερα από μερικές ημέρες, αγανακτώντας για την τόσο μεγάλη αδράνεια και καθυστέρηση, προσπαθούσαμε πάλι να πούμε τα προαναφερθέντα και μάς αντιμετώπιζε ο πατριάρχης ακριβώς όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Ύστερα από παρακάλια πολλών ημερών, μάς έστελνε με καλά δήθεν λόγια στον αυτοκράτορα κι εκείνος πάλι μάς επέκρινε, στενοχωριόταν και μάς έδιωχνε με τα προαναφερθέντα λόγια. Αυτά υποφέραμε τούς δύο μήνες14 κατά τούς οποίους είχαν σταματήσει οι διαλέξεις.

Ο αυτοκράτορας έστειλε τότε τον κυρ Ιωάννη τον Δισύπατο να διαπραγματευθεί με τούς Φλωρεντινούς για να τού χορηγήσουν άδεια ελεύθερης διέλευσης,15 ώστε ν΄ αναχωρήσει μαζί μας για τη Φλωρεντία και πάλι να φεύγει από εκεί, όποτε ήθελε, ανεμπόδιστα. Πράγμα που έκαναν, χωρίς να το μάθει κανένας από εμάς.

Οι άρχοντες τής Εκκλησίας, οι τής τρίτης πεντάδας και κατώτεροι, θεωρώντας ότι είχαμε παρακαλέσει πολλές φορές τον πατριάρχη παρόντων και μερικών αρχιερέων και δεν βγάλαμε τίποτε, όταν αναγκάστηκαν κι αυτοί, πέρασαν απ΄ όλους τούς αρχιερείς, ιδιαίτερα από τούς πρώτους και τιμιότερους, και τούς παρακάλεσαν να πάνε όλοι μαζί να παρακαλέσουν και ν΄ αναγκάσουν τον πατριάρχη, να μιλήσει στον αυτοκράτορα και να μάς ελευθερώσει από την ταλαιπωρία στο εξωτερικό. Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι στην πατριαρχική κατοικία και είπαν:

«Βλέπουμε ότι δεν θα γίνει εδώ κάποια διόρθωση. Γιατί έγιναν και οι διαλέξεις και είπαν οι δικοί μας και πολλά και ισχυρά, αλλά οι Λατίνοι δεν ανέχονται να πειστούν, γι΄ αυτό και σταμάτησαν και οι διαλέξεις. Ποια ωφέλεια υπάρχει λοιπόν παραμένοντας εδώ αδρανείς και υποφέροντας, όταν μάλιστα κινδυνεύει και η Πόλη, η πατρίδα μας; Ποιος ξέρει άραγε αν θελήσει ο Αμηράς να επιτεθεί στην Πόλη την ερχόμενη άνοιξη;»

Είπαν λοιπόν λόγια πολλά και αναγκαία στον πατριάρχη, ότι

«είναι ανάγκη να υπάρξει πρόνοια υπέρ τής Πόλης ώστε να μην κινδυνεύσει αυτή και καταλήξει η εδώ άφιξή μας, που έχει δήθεν γίνει προς όφελος τής Πόλης, ν΄ αποβεί τελικά εναντίον της από απερισκεψία».

Τού ζήτησαν λοιπόν και τον παρακάλεσαν, να φρόντιζε όσο μπορούσε με τον αυτοκράτορα.

6. Διορισμός επιτροπής για να μεταφέρει στον αυτοκράτορα τα παράπονα τού κλήρου16

Κι ο πατριάρχης δέχτηκε δήθεν με ευχαρίστηση τα προαναφερθέντα, έλεγε ότι τα ίδια σκεφτόταν και ο ίδιος, ότι είχε την ίδια επιθυμία και γνώμη, και είπε:

«Μού φαίνεται καλό να πάτε εσείς οι πιο ηλικιωμένοι και σεβάσμιοι στον αυτοκράτορα και να τού πείτε ως δικά μου και ως δικά σας αυτά που είπατε τώρα σε μένα. Λοιπόν πηγαίνετε, ο Τραπεζούντος, ο Ηρακλείας, ο Μονεμβασίας, ο Κυζίκου, ο Λακεδαιμονίας, ο Μολδοβλαχίας, ο μέγας χαρτοφύλαξ και ο μεγάλος εκκλησιάρχης. Κι ας γίνει αυτό μετά το μεσημέρι».

Οι άλλοι συμφώνησαν, αλλά ο Τραπεζούντος είπε:

«Δεν μπορώ να πάω, συγχώρα με».

Τον πίεσε λοιπόν ο πατριάρχης λέγοντας:

«Να σε σώσει ο Θεός, μη λείψεις από αυτή την αντιπροσωπεία».

Κι εκείνος έλεγε:

«Με εμποδίζει η αρρώστια των ποδιών μου. Ίσα-ίσα μπόρεσα και ήρθα μέχρι εδώ».

Και τού είπε πάλι:

«Κόπιασε λίγο, να σε σώσει ο Θεός. Δώσε την προθυμία σου και θα σού δώσει ο Θεός τη δύναμη. Στο ζητώ κι εγώ προσωπικά. Κάνε το, για να σωθείς».

Συμφωνήσαμε λοιπόν εκεί, να συγκεντρωθούμε μετά το γεύμα και να πάμε στον αυτοκράτορα. Αλλά εκείνος πρόφτασε και ήρθε στον πατριάρχη και ήταν μαζί του μέχρι το απόγευμα.

7. Συνάντηση αρχιερέων και πατριάρχη17

Την επομένη ήρθαν οι αρχιερείς στον πατριάρχη και ρώτησαν αν είχε αναφέρει στον αυτοκράτορα εκείνα που είχαν συζητήσει. Κι αυτός είπε:

«Λέγαμε για κάποια άλλα πράγματα. Μάλιστα μού είπε ο αυτοκράτορας ότι συγκεντρώθηκαν χτες και οι άρχοντές του και κατέληξαν στην ίδια σχεδόν απόφαση. Είναι και ο αυτοκράτορας έτοιμος γι΄ αυτήν».

Είπαν λοιπόν στον πατριάρχη:

«Έπρεπε να πει και η μεγάλη αγιοσύνη σου εκείνα τα οποία συζητήσαμε κι εμείς».

Κι εκείνος είπε:

«Αυτό δεν μού φάνηκε καλό. Καλύτερο είναι να πάτε και να τα πείτε εσείς. Γιατί και ο αυτοκράτορας έτσι αποδέχεται την παρακίνηση των περισσοτέρων».

Τού απάντησαν λοιπόν:

«Καταλαβαίνουμε απ΄ όσα αναφέρεις, ότι είπατε εκείνα πους συζητήθηκαν και είναι περιττό να πάμε στον αυτοκράτορα».

Και ο πατριάρχης:

«Είπα μερικά πράγματα, αλλά όχι όλα. Καλό είναι λοιπόν να πάτε και να τα πείτε όλα εσείς. Να το κάνετε μετά το γεύμα».

Και πίεσε πάλι τον Τραπεζούντος, επίμονα όπως και πριν, να πάει απαραίτητα μαζί μας.

8. Ακρόαση των ιδίων από τον αυτοκράτορα18

Πήγαμε λοιπόν και είπαμε στον αυτοκράτορα τα προαναφερθέντα, μακρηγορώντας με πολλά και καλά λόγια. Και τού ζητήσαμε να φροντίσει για συμπαράσταση και βοήθεια τής Πόλης, η οποία θα γινόταν μάλιστα με τη δική μας επιστροφή. Γιατί δεν βλέπαμε ότι θα γινόταν κάποια διόρθωση των εσφαλμένων στους Λατίνους.

Ο πρόθυμος λοιπόν για την αποκατάσταση αυτοκράτορας, όπως έλεγε ο πατριάρχης, βρέθηκε πολύ οργισμένος και γεμάτος θυμό εναντίων εκείνων που έλεγαν αυτού τού είδους τα πράγματα και μάλιστα εναντίον των πρώτων αρχιερέων και είπε με βαριά φωνή:

«Για ποιον λόγο ήρθαμε εδώ; Για να επιστρέψουμε άπρακτοι; Πού τα θυμηθήκατε αυτά; Πόσον καιρό έχουμε εδώ; Πόσες ομιλίες είπαν οι δικοί μας; Ακόμη δεν είπαν τίποτε για το δόγμα. Με τόσο λίγα λόγια και σε τόσο λίγο καιρό νομίζατε ότι θα διορθωνόταν σχίσμα τόσο πολλών ετών; Δεν έπρεπε να ειπωθούν από εσάς αυτού τού είδους τα πράγματα, αλλά ακόμη κι αν ακούγατε να τα λένε άλλοι απερίσκεπτα, εσείς έπρεπε μάλλον να επιπλήξετε και να μαζέψετε αυτούς που τα λένε».

Και με τέτοια ειρωνικά και δυσάρεστα λόγια μάς έδιωξε όλους. Λυπήθηκαν λοιπόν πολύ οι αρχιερείς με τον πατριάρχη, θεωρώντας ότι αυτό έγινε επίτηδες.

9. Νέες παραινέσεις προς τον πατριάρχη19

Κι εμείς πάλι ταλαιπωρούμασταν από την αδράνεια, τα βάζαμε με τον πατριάρχη και τού λέγαμε:

«Αν θέλεις, δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτε εδώ ο αυτοκράτορας, ούτε να προχωρήσει στις συζητήσεις για το δόγμα, αν επιμείνει η μεγάλη αγιοσύνη σου σε αυτό, όπως πρέπει. Οφείλεις λοιπόν να επιμείνεις γενναία, επειδή στο ζήτημα τού δόγματος έχουν κάποια συμμαχία από τούς δυτικούς πατέρες, όπως νομίζουν και όπως ακούμε από μερικούς. Στο ζήτημα τής προσθήκης δεν έχουν και πρέπει εμείς να παραμείνουμε σε αυτό. Αν λοιπόν επιμείνει στη διαφωνία η μεγάλη αγιοσύνη σου, θα έχεις και τούς αρχιερείς κι εμάς μαζί σου».

Αφού λοιπόν είπαμε πολλές φορές αυτά και κάποια αντίστοιχα στον πατριάρχη, εκείνος αποκρίθηκε:

«Καλά λέτε, αυτό πρέπει να κάνω, αν έχω και τούς άλλους στο πλευρό μου. Φοβάμαι όμως, μήπως διαφωνήσω, εγκαταλειφθῶ μόνος και βλάψω τον εαυτό μου, χωρίς να βοηθήσω την Εκκλησία. Γιατί γνωρίζω τούς αρχιερείς και ξέρω ότι μόλις τούς γνέψει ο αυτοκράτορας, αμέσως θα στραφούν προς εκείνον».

10. Αδιαφορία και αναισθησία τού αυτοκράτορα που ασχολείται πάντοτε με το κυνήγι20

Περνούσε λοιπόν ο καιρός έτσι κι εμείς εξαντληθήκαμε, έχοντας πει πολλά και πολλές φορές, χωρίς να έχουμε πετύχει τίποτε. Ο αυτοκράτορας βρισκόταν ακόμη στο μοναστήρι έξω από τη Φερράρα. Υπέφεραν λοιπόν κι αυτοί που βρίσκονταν εκεί μαζί του, αφού στερούνταν μέσα στον χειμώνα τα απαραίτητα. Επίσης και οι μοναχοί και οι χωρικοί, που βλάπτονταν και ζημιώνονταν από την παρουσία των πολλών και από τον συνωστισμό που προκαλούσε. Υπέφεραν και οι δικοί μας, που δεν ήταν εύκολο να δουν τον αυτοκράτορα και να πάρουν κάποια βοήθεια από αυτόν. Γιατί πάλι δεν λεγόταν τίποτε για την καταβολή τού σιτηρέσιου.

Ειδοποιήθηκε λοιπόν ο αυτοκράτορας από τον μαρκήσιο να βγει από εκεί, γιατί οι γεωργοί στενοχωριούνταν βλέποντας τα χωράφια τους να καταπατούνται και να φθείρονται από εκείνους που καταδίωκαν τα θηράματα. Διαμαρτύρονταν λοιπόν στον μαρκήσιο. Πριν από αυτό τον είχαν καλέσει και ο πάπας και ο πατριάρχης να έλθει και να βρίσκεται στο παλάτι, ώστε να φροντίζονταν καλύτερα τα εκκλησιαστικά και οι διαλέξεις. Κι εκείνος δεν καμπτόταν από την ταλαιπωρία των δικών του, ούτε προβληματιζόταν από τις μομφές των άλλων, ούτε υποχωρούσε στα μηνύματα τού μαρκήσιου, ούτε πειθόταν από τα λόγια τού πάπα ή τού πατριάρχη. Αλλά αγνοώντας τα όλα, παρέμενε στο μοναστήρι και ασχολιόταν με το κυνήγι.21

11. Περιστατικό και φιλονικία που προκλήθηκε από τον γιο τού στρατιώτη Νοβάκου22

Αργότερα συνέβη και ξέσπασε φιλονικία ανάμεσα στους γιούς τού στρατιώτη Νοβάκου και σε νέον που ήταν καλόγερος στο μοναστήρι. Κι από τα λόγια ήρθαν στα χέρια. Στον καλόγερο προστέθηκαν ως σύμμαχοι κι άλλοι από το μοναστήρι και στον Νοβάκο άλλοι από τη δική του ομάδα, οι οποίοι προκάλεσαν στον καλόγερο τραύματα που αιμορραγούσαν. Όταν το είδαν αυτό οι καλόγεροι κι αφού δεν μπόρεσαν να διαλύσουν ή να καταστείλουν την αναταραχή, έτρεξε ένας από αυτούς και σήμανε με την καμπάνα συναγερμό.23 Έσπευσαν αμέσως εκεί περισσότεροι από πενήντα ένοπλοι άνδρες και γέμισε το μοναστήρι άνδρες και όπλα. Όταν το άκουσε ο αυτοκράτορας, θορυβήθηκε και ρώτησε τον ηγούμενο:

«Πώς έγινε και μαζεύτηκαν τόσοι οπλισμένοι;»

Κι εκείνος απάντησε:

«Οι καλόγεροι είδαν την αναταραχή να επεκτείνεται κι έσπευσαν να τη διαλύσουν. Καθώς όμως δεν το κατόρθωσαν, έτρεξε ένας από αυτούς και σήμανε συναγερμό χωρίς να συμφωνούν οι υπόλοιποι και χωρίς να γνωρίζω εγώ τίποτε. Αυτοί που συγκεντρώθηκαν κατοικούν κοντά στο μοναστήρι και συνηθίζουν, όταν ακούν συναγερμό, να σπεύδουν αμέσως με τα όπλα τους. Ήρθαν λοιπόν όπως συνηθίζουν και νάτοι, φεύγουν πάλι».

Εκείνοι λοιπόν έφυγαν, αλλά ο αυτοκράτορας, όταν είδε το γεγονός, διέταξε αμέσως και μετέφεραν τις αποσκευές24 στη Φερράρα, ενώ ήρθε κι αυτός. Έτσι τελικά η φασαρία που προκάλεσε ο γιος τού Νοβάκου έφερε το αποτέλεσμα που δεν είχαν φέρει τα αιτήματα τού μαρκήσιου, τού πατριάρχη και τού πάπα. Κι έτσι ο αυτοκράτορας βγήκε από το μοναστήρι και ήρθε στη Φερράρα.

12. Συνάντηση των Γραικών κληρικών στην κατοικία τού πατριάρχη25

Ο πατριάρχης μάζεψε τούς αρχιερείς αλλά κι εμάς και τούς ηγουμένους και πρότεινε απόφαση λέγοντας:

«Δεν νομίζω ότι μάς συμφέρει να καθόμαστε έτσι αδρανείς και να περιμένουμε ν΄ ακούσουμε κάτι από τούς Λατίνους. Εκείνοι βρίσκονται στον δικό τους τόπο και ζουν με τον τρόπο που θέλουν, αλλά οι δικοί μας ταλαιπωρούνται στην ξενιτιά και πιέζονται από τη φτώχια. Πρέπει λοιπόν ν΄ αποφασίσουμε τί πρέπει να κάνουμε για το δικό μας συμφέρον».

Είπαμε λοιπόν στον πατριάρχη:

«Αυτό που προτείνει η μεγάλη αγιοσύνη σου είναι πολύ καλό. Κι εμείς το ζητήσαμε πολλές φορές και δεν το βρήκαμε. Αλλά τώρα, αφού και σε σένα φαίνεται καλό, πες πρώτος και την απόφαση που φαίνεται κατάλληλη στη μεγάλη αγιοσύνη σου, γιατί είναι φανερό ότι έχεις καταλήξει σε απόφαση και γι΄ αυτόν τον λόγο μάς προσκάλεσες. Ύστερα θα μιλήσουμε κι εμείς».

Είπε λοιπόν ο πατριάρχης:

«Γνωρίζω ότι στο θέμα τής προσθήκης οι δικοί μας είπαν πράγματα πολλά και ισχυρά, σχεδόν αναντίρρητα, ενώ απέδειξαν ότι δεν έπρεπε να προστεθεί αυτή στο σύμβολο τής πίστεως. Από την άλλη πλευρά όσα είπαν οι Λατίνοι είναι σαθρά και ανίσχυρα. Γι΄ αυτό μού φαίνεται καλό να σταθούμε εδώ και να δηλώσουμε μέσω δικού μας αγγελιοφόρου στον πάπα και σε αυτούς που είναι μαζί του:

"Οι δικοί μας απέδειξαν με πολλές και συνοδικές πράξεις, καθώς και με ρητά αγίων πατέρων, ότι δεν έπρεπε εσείς να προσθέσετε στο σύμβολο τής πίστεως και γι΄ αυτόν τον λόγο ζητάμε ν΄ αφαιρεθεί η προσθήκη. Αν δεν γίνει αυτό, τότε δεν θα προχωρήσουμε παραπέρα. Αλλά μετά την αφαίρεση, θα προχωρήσουμε αν θέλετε και στην εξέταση τού δόγματος. Αν εσείς δεν αφαιρέσετε την προσθήκη, εμείς δεν θα συζητήσουμε για κανένα άλλο θέμα, αλλά θα επιστρέψουμε στον τόπο μας".

Αν λοιπόν στο θέμα αυτό τοποθετηθούμε με κατάλληλο και σταθερό τρόπο, τότε θ΄ αναγκαστούν ή ν΄ αφαιρέσουν τώρα την προσθήκη, αν σκοπεύουν ποτέ να την αφαιρέσουν, ή να μάς βοηθήσουν ν΄ ανακαλύψουμε τον σκοπό που έχουν οι ίδιοι καί να καταλάβουμε τι πρέπει να κάνουμε στη συνέχεια. Πρέπει επίσης να τούς θέσουμε και προθεσμία δεκαπέντε ημερών, μέσα στην οποία ή παίρνουμε αυτό που ζητάμε και προχωράμε παραπέρα ή δεν το παίρνουμε κι ετοιμαζόμαστε για την επιστροφή».

Ύστερα είπαν και οι υπόλοιποι πολλά για το θέμα αυτό και εξετάστηκαν και οι πιθανές αντιρρήσεις. Η απόφαση τού πατριάρχη άρεσε σε όλους. Μόνο ο Νικαίας δεν συμφωνούσε κι έλεγε:

«Πρέπει να γίνουν διαλέξεις στο θέμα τού δόγματος, στο οποίο μπορούμε να πούμε πολλά και καλά και δεν πρέπει να φοβόμαστε τούς Λατίνους. Στο θέμα τής προσθήκης ο Καβάσιλας γράφει τέσσερα φύλλα,26 ενώ οι δικές μας ομιλίες στο ίδιο φτιάχνουν ολόκληρο βιβλίο. Στο θέμα τού δόγματος, όπου αυτός γράφει ολόκληρο βιβλίο, άραγε δεν θα μπορέσουμε κι εμείς να πούμε πολλά και καλά;»

Στους άλλους άρεσαν τα λόγια τού Νικαίας, ενώ εκείνος διαμαρτυρόταν, λέγοντας ότι έπρεπε να συζητήσουμε και για το δόγμα. Όμως αγνόησαν τα λόγια τού Νικαίας, πήραν όλοι το μέρος τής άποψης τού πατριάρχη και την επικύρωσαν.

Τότε είπε ο πατριάρχης:

«Επειδή αρέσει σε όλους σας αυτή η απόφαση και συμφωνείτε, ας αναφερθεί και στον αυτοκράτορα, για να έχουμε κι εκείνον σύμφωνο και συνεργό μας».

Πρόσταξε λοιπόν τον Μυτιλήνης και μένα να φύγουμε και να τα αναφέρουμε λεπτομερώς στον αυτοκράτορα κι αν τού φαινόταν καλή η απόφαση, όπως φάνηκε σε όλους, να την επικύρωνε ο ίδιος και να τη δήλωνε μέσω κάποιου στον πάπα. Κι αν δεν ήθελε να το κάνει αυτό, τότε να το έκανε η Εκκλησία.

13. Η αντίδραση τού αυτοκράτορα27

Όταν λοιπόν φύγαμε εμείς και αναγγείλαμε στον αυτοκράτορα αυτά που θεώρησαν σωστά ο πατριάρχης και όλη η Εκκλησία, τότε εκείνος απάντησε:

«Τι είναι αυτή η απόφαση; Ποιος τούς είπε ν΄ αποφασίσουν; Εγώ πού ήμουν; Από ποιόν είχαν άδεια ν΄ αποφασίσουν; Έπρεπε να ήμουν κι εγώ εκεί στη συζήτηση, ή <αν> δεν ήταν αυτό απαραίτητο, έπρεπε τουλάχιστον να ρωτήσουν κι εμένα. Δηλαδή μού λένε ότι αυτό που είπαν εκείνοι είναι απόφαση κι έτσι βγαίνει μια απόφαση; Ή μήπως έπρεπε να είμαι κι εγώ παρών, ν΄ ακούσω αυτούς που μιλούν και τούς λόγους για τούς οποίους λένε ότι πρέπει να γίνει αυτό κι αν υπάρξουν κάποιες διαφωνίες να εξεταστούν κι αυτές και να καταλήξουμε σ΄ εκείνο που πρέπει να πράξουμε; Κατ΄ αρχήν εγώ δεν δέχομαι ως απόφαση αυτό που έκαναν εκείνοι, επειδή δεν είχαν ούτε δική μου άδεια ούτε συγκατάθεση ν΄ αποφασίσουν. Επίσης λέω ότι όχι μόνο δεν θα μεταφέρω αυτό που λένε στον πάπα, αλλά και θα εναντιωθώ με κάθε τρόπο, αν τού το μεταφέρουν εκείνοι».

Έπειτα πρόσθεσε:

«Γιατί δεν θέλουν να προχωρήσουν σε διαλέξεις στο θέμα τού δόγματος; Τι τούς εμποδίζει; Για ποιόν λόγο ήρθαμε εδώ; Δεν μαζευτήκαμε για να εξετάσουμε το δόγμα; Δεν καταλαβαίνετε ότι αν επιστρέψουμε χωρίς να έχουμε πει τίποτε για το δόγμα, τότε οι ίδιοι θα επιβεβαιώσουμε οπωσδήποτε ότι το δόγμα των Λατίνων είναι σωστό; Δηλαδή όσα ειπώθηκαν για το ότι δεν έπρεπε να γίνει η προσθήκη στο σύμβολο τής πίστεως, θα είναι ακατανόητα; Αφού λοιπόν ήρθαμε εδώ, είναι ανάγκη να εξετάσουμε το δόγμα».

14. Ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψή του, αντίθετη με εκείνη τού αυτοκράτορα28

Άρχισε λοιπόν ο Μυτιλήνης να συμφωνεί με τον αυτοκράτορα. Εγώ παρέμενα σιωπηλός και ο αυτοκράτορας, κατεβάζοντας τούς τόνους, άρχισε να διευρύνει τη συζήτηση βρίσκοντας συνεργό και τον Μυτιλήνης. Ρωτούσε λοιπόν:

«Και τι είναι αυτό που εμποδίζει εκείνους που δεν θέλουν να προχωρήσουμε στο θέμα τού δόγματος;»

Κι ο Μυτιλήνης είπε:

«Τίποτε δεν εμποδίζει. Αν διατάξει η αγία βασιλεία σου να συγκεντρωθούμε μπροστά σου και να μιλήσεις για το θέμα αυτό, θα το κάνουμε».

Κι ο αυτοκράτορας:

«Ήθελα να΄ ξερα, άραγε τι λένε εκείνοι που δεν θέλουν να προχωρήσουμε στην εξέταση τού δόγματος;»

Αφού λοιπόν επανερχόταν συνεχώς στο ίδιο ερώτημα και αποτεινόταν κυρίως σε μένα που παρέμενα σιωπηλός κι έφερνα δυσκολία, αναγκάστηκα ν΄ απαντήσω:

«Οι δικοί μας ξέρουν ότι στο θέμα τής προσθήκης, αν και ανέπτυξαν πολλά κατάλληλα και ισχυρά επιχειρήματα, δεν πέτυχαν τίποτε. Τί άραγε ισχυρότερο θα μπορούσε να βρεθεί από τις συνοδικές αποφάσεις, που αναθεματίζουν εκείνους που προσθέτουν ή αφαιρούν από το σύμβολο τής πίστεως; Λένε λοιπόν ότι αν στο ζήτημα αυτό, στο οποίο είχαμε τόση αναντίρρητη ισχύ, εκείνοι πλάθουν αντίθετα επιχειρήματα και νομίζουν ότι μιλούν σωστά και ισχυρίζονται ότι δεν αφορούν αυτούς οι παραπάνω συνοδικές αποφάσεις, τότε, αν προχωρήσουμε στο ζήτημα τού δόγματος, όπου, όπως ακούμε, καυχιόνται ότι τα επιχειρήματά τους υποστηρίζονται και από τα λόγια δυτικών αγίων, ενώ εμείς δεν γνωρίζουμε ακόμη με ποιόν τρόπο υποστηρίζονται, τότε αφενός εκείνοι θα πουν όσα θέλουν να πουν και αφετέρου, έχοντας την εξουσία και τη δύναμη από τον πάπα, θα διακηρύξουν παντού ότι απέδειξαν πλήρως ότι η πίστη τους είναι υγιής, χωρίς μέχρι τώρα να έχουν αποδείξει τίποτε. Δεν ντρέπονται να το λένε αυτό και μάλιστα υπερβολικά. Γιατί λοιπόν να ντραπούν να το διακηρύξουν; Εμείς από την άλλη πλευρά ό,τι κι αν πούμε θα θεωρηθεί από εκείνους τίποτε και θα βρεθούμε να μην έχουμε πετύχει τίποτε, επειδή δεν έχουμε αυτόν που θ΄ αποφασίσει τι είναι σωστό και τι λάθος. Απ΄ όσα λοιπόν γνωρίζω ο ίδιος, αυτό είναι που εμποδίζει. Ίσως άλλοι θα μπορούσαν να πουν και περισσότερα».

15. Απάντηση και διαβεβαιώσεις τού αυτοκράτορα29

Σε αυτά απάντησε ο αυτοκράτορας:

«Και τι μάς πειράζει, αν εκείνοι πουν ότι απέδειξαν πλήρως αυτό που λένε, χωρίς να έχουν αποδείξει τίποτε; Ας πουν οι δικοί μας όσα κατάλληλα και ισχυρά επιχειρήματα έχουν και αν μεν πειστούν κι εκείνοι, θα έχουμε κερδίσει υπερβολικό κέρδος. Κι αν δε θελήσουν να πειστούν, αυτό δεν θα μάς βλάψει. Γιατί δεν θα μάς υποχρεώσουν. Ακόμη κι αν ασκήσουν βία, δεν μπορούν να μάς υποχρεώσουν ν΄ αλλάξουμε τη γνώμη μας. Γιατί ίσως στο σώμα μπορεί ν΄ ασκηθεί βία, αλλά κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί ν΄ αλλάξει γνώμη».

Τότε είπα εγώ:

«Ωστόσο από αυτό θα επακολουθήσουν άλλα. Γιατί αν γίνουν διαλέξεις και μακρηγορήσουν οι Λατίνοι σε αυτές, όπως συνηθίζουν, και διακηρύξουν οι επιλεγμένοι ότι απέδειξαν επαρκώς και λαμπρώς ότι η δική τους πίστη είναι υγιής, τότε δεν θ΄ αφήσουν να συνεχίζεται η συζήτηση επ΄ άπειρον, αλλά θα σπεύσουν να καταλήξουν σε συμπέρασμα και θα ζητήσουν ψηφοφορία. Ακόμη κι αν δεν θελήσουν και οι δικοί μας να γνωμοδοτήσουν και να συμφωνήσουν με εκείνους, ωστόσο όλοι εκείνοι θα βγάλουν απόφαση, ότι αυτά που λένε οι Λατίνοι είναι υγιή και ορθόδοξα, ενώ θα μάς κατακρίνουν ότι δεν πειθαρχούμε σ΄ εκείνους».

Και ο αυτοκράτορας είπε:

«Αλλά ούτε αυτό μάς κάνει κακό. Γιατί δεν θα πρόκειται για συνοδική απόφαση. Εγώ θα θεωρήσω ότι υπάρχει απόφαση οικουμενικής συνόδου, μόνο όταν συμφωνήσουν και τα δύο μέρη. Ό,τι ειπωθεί χωρίς συμφωνία από ένα από τα δύο μέρη, δεν θα το θεωρήσω απόφαση οικουμενικής συνόδου».

Και είπα εγώ:

«Καλά προστάζει η αγία βασιλεία σου. Γιατί ούτε από εμάς θα θεωρηθεί αυτό απόφαση κανονική και δίκαιη, ούτε ακόμη κι αν μάς υποβάλει σε αφορισμό ο πάπας. Φροντίζουμε γι΄ αυτό, όμως φοβόμαστε άλλο. Γιατί αν ακολουθήσουν εκείνα που προανέφερα, η αγία βασιλεία σου ούτε γαλέρες έχεις εδώ, ούτε χρήματα, για να μάς ξαναφέρεις στην Κωνσταντινούπολη. Μια γαλέρα μόνο θα μπορέσεις ν΄ αρματώσεις και λίγους μόνο θα πάρεις σε αυτήν, ενώ οι πολλοί θα διασκορπιστούν, μπαίνοντας σε όποια εμπορικά πλοία βρουν, που θα τούς ξαναφέρουν στην Πόλη. Αν λοιπόν θελήσει ο πάπας να μάς αποκηρύξει ως αιρετικούς και να προτρέψει τούς περαστικούς να μάς συλλαμβάνουν επειδή δεν πειθαρχούμε σε αυτόν και στη δική του σύνοδο, ποιος άραγε θα μπορέσει να φτάσει στην Κωνταντινούπολη, αφού δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιστρέψουμε, παρά μόνο μέσα από λατινικά πλοία, τόπους και γένη;»

Πρόσταξε λοιπόν ο αυτοκράτορας:

«Μη σάς απασχολεί κανένα από αυτά που λες. Γιατί εγώ δεν περιμένω να γίνει τίποτε από εκείνα που υπονοείτε. Αλλά ακόμη κι αν γίνει, μπορώ και πάλι να σάς επαναφέρω στην Πόλη».

Στη διάρκεια όλων αυτών, ο Μυτιλήνης συμφωνούσε με τον αυτοκράτορα. Ύστερα ζήτησα να μεταφέρω κάποια απάντηση στον πατριάρχη και ο αυτοκράτορας είπε:

«Θα έλθω εγώ και θα τού απαντήσω».

Και ύστερα από αυτά βγήκαμε.

16. Ο Γεμιστός γνωστοποιεί τη γνώμη του30

Ήρθε λοιπόν ύστερα από μια μέρα και μίλησε με τον πατριάρχη, μόνοι οι δύο τους για αρκετή ώρα, ενώ δεν γινόταν καμιά αναφορά στην προαναφερθείσα απόφαση. Αλλά ο αυτοκράτορας έσπευσε ακόμη περισσότερο, τόσο ο ίδιος όσο και με κάποιους άλλους, να πείσει τούς αρχιερείς να περάσουν στις διαλέξεις για το δόγμα. Όταν το έμαθε ο σοφός Γεμιστός, το ανέφερε και στον αυτοκράτορα και στον πατριάρχη, ενώ έλεγε και σε όλους εμάς:

«Δεν είναι σωστό να προχωρήσουμε έτσι απλά κι όπως να΄ ναι στις διαλέξεις για το δόγμα, αλλά πρέπει να συγκεντρωθούν οι δικοί μας ιδιαιτέρως, να σκεφτούν και να επεξεργαστούν εκείνα που θα ειπωθούν από τούς Λατίνους. Γιατί γνωρίζουν μερικοί δικοί μας όσα έχουν να πουν εκείνοι και μπορούν να μιλήσουν, να υπερισχύσουν σε αυτά και να πουν καλύτερα. Ας ακούσουν λοιπόν τα ισχυρά επιχειρήματα των Λατίνων και ας προχωρήσουν να τα ανατρέψουν. Κι αν μεν μπορούν οι δικοί μας να πουν ισχυρότερα επιχειρήματα και πιστεύουν πραγματικά ότι θ΄ ανατρέψουν τα δικά τους, τότε να προχωρήσουν σε διαλέξεις. Αν όμως δουν ότι υπερισχύουν εκείνοι σε αυτά, να μην προχωρήσουν σε διαλέξεις, αλλά να σκεφτούν με ποιον άλλο τρόπο θα κατορθώσουν αυτό που μάς συμφέρει».

17. Ο Γεμιστός στην κατοικία τού πατριάρχη31

Και ο πατριάρχης προσκάλεσε ιδιαιτέρως τον Γεμιστό, προσποιήθηκε ότι αμφέβαλλε για εκείνα που λένε και οι Λατίνοι και οι δικοί μας για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος και τού είπε:

«Εσύ είσαι δάσκαλος και σοφός και γνωρίζεις καλά τα ζητήματα αυτά και από τη μακροχρόνια πείρα και από τις μελέτες σου σε αυτά. Επιπλέον είσαι και γέρος32 και καλός άνθρωπος και βάζεις πάνω απ΄ όλα την αλήθεια. Γι΄ αυτό μού φάνηκε καλό να σε προσκαλέσω ιδιαιτέρως, να με ενημερώσεις για εκείνα που αμφιβάλλω. Πες μου λοιπόν καθαρά, να σε σώσει ο Θεός, ποιο από τα δύο σου φαίνεται αληθέστερο;»

Αποκρίθηκε λοιπόν ο Γεμιστός:

«Δεν πρέπει ν΄ αμφιβάλλει κανένας από εμάς για εκείνα που λένε οι δικοί μας. Γιατί έχουμε πρώτα τη διδασκαλία από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό κι έπειτα και από τον απόστολο. Αυτά είναι τα θεμέλια τής πίστης μας, στα οποία εδράζονται όλοι οι δικοί μας διδάσκαλοι. Επειδή λοιπόν οι διδάσκαλοί μας στηρίζονται πάνω στα θεμέλια τής πίστης και δεν παρεκκλίνουν καθόλου, ενώ τα θεμέλια είναι σαφέστατα, δεν πρέπει κανένας ν΄ αμφιβάλλει για εκείνα που λένε. Κι αν αμφιβάλλει κάποιος γι΄ αυτά, δεν γνωρίζω πού μπορεί να στηρίξει την πίστη του.

Μάλιστα ούτε εκείνοι που έχουν διαφορά με εμάς δεν αμφιβάλλουν γι΄ αυτό που κατέχει και κηρύσσει η Εκκλησία μας. Γιατί κι εκείνοι ομολογούν ότι αυτό που λέμε εμείς είναι καλό και αληθέστατο, ενώ αγωνίζονται ν΄ αποδείξουν ότι και τα δικά τους συμφωνούν με τα δικά μας. Δεν πρέπει λοιπόν κανένας τής δικής μας Εκκλησίας ν΄ αμφιβάλλει για το δικό μας δόγμα, όταν μάλιστα ούτε εκείνοι με τούς οποίους έχουμε διαφορά δεν αμφιβάλλουν γι΄ αυτό.33 Όσο για το δικό τους δόγμα, δεν είναι αδικαιολόγητο ν΄ αμφιβάλλει κάποιος. Αυτό ίσως χρειάζεται εξέταση και απόδειξη. Γιατί είναι εντελώς διαφορετικό από το δικό μας».

Τέτοια και πολύ περισσότερα και ισχυρότερα είπε στον πατριάρχη και τον διαβεβαίωσε ότι δεν έπρεπε ν΄ αμφιβάλλει κανείς για το δόγμα που πιστεύει η δική μας Εκκλησία για την εκπόρευση τού Αγίου Πνεύματος.

18. Άποψη τού Γεμιστού για μια πρόταση τού αυτοκράτορα34

Αλλά και όταν γίνονταν οι διαλέξεις περί τού καθαρτηρίου πυρός, έχοντας μαζευτεί πολλοί από εμάς ενώπιον τού αυτοκράτορα κι ενώ λοιπόν ο αυτοκράτορας αγόρευε λέγοντας ότι

«Πρέπει να βγάλουμε τις προλήψεις από το μυαλό μας και ούτε τη λατινική άποψη να θεωρούμε επισφαλή, ούτε να συμφωνούμε με τη δική μας ως ασφαλή, αλλά ν΄ αμφιβάλλουμε ταυτόχρονα και για τις δύο μέχρι να εξεταστούν, ώστε εκείνο που θα βρεθεί από τη συνοδική εξέταση και απόφαση, εκείνο να οφείλουμε να δεχόμαστε ως αληθές και αναμφίβολο»,

όντας παρών τότε και ο Γεμιστός, όταν τα άκουσε αυτά, είπε προς εμάς και ιδιαίτερα προς τον Νικαίας:

«Όσα χρόνια γνωρίζω τον αυτοκράτορα, δεν άκουσα από αυτόν τίποτε χειρότερο από εκείνο που είπε τώρα. Γιατί αν αμφιβάλλουμε για την άποψη τής δικής μας Εκκλησίας, ούτε να πιστεύουμε πρέπει εκείνα που αυτή διδάσκει. Τι άραγε χειρότερο θα μπορούσε να υπάρχει από αυτό;»

19. Η απόφαση τού αυτοκράτορα. Η φυγομαχία τού Ηρακλείας35

Αλλ΄ ας επιστρέψουμε στο προκείμενο. Πέρασαν μερικές ημέρες και ο αυτοκράτορας θέλησε να συγκεντρώσει τούς δικούς μας, να προετοιμάσει το έδαφος και να τούς τραβήξει θέλοντας και μη στην πραγματοποίηση των διαλέξεων για το δόγμα. Ο ίδιος ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να πάει στον πατριάρχη. Κάλεσε λοιπόν εκείνον, που έφυγε το σούρουπο με φορείο και διανυκτέρευσε εκεί, ενώ νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε κι εμείς, έχοντας προσκληθεί στον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα. Προχωρούσαμε εγώ και ο πρωτέκδικος, μαζί με τον Ηρακλείας και άλλους αρχιερείς. Είπαμε λοιπόν στον Ηρακλείας καθ΄ οδόν:

«Ορίστε, τώρα υπάρχει μπροστά μας αγώνας, επειδή θέλουν ν΄ αποσιωπηθεί το ζήτημα τής προσθήκης και να συζητήσουν για το δόγμα. Γι΄ αυτό είναι σωστό να επιλέξουμε το πιο πρόσφορο και συμφέρον. Επειδή λοιπόν βλέπουμε ότι οι Λατίνοι μάς ζητούν να παρατήσουμε τις ομιλίες για την προσθήκη, στις οποίες δεν μπορούν ν΄ αντιπαλαίψουν αποτελεσματικά, είναι φανερό ότι πρέπει κι εμείς να επιμείνουμε μάλλον σε αυτές τις ομιλίες ως ασφαλέστατο φρούριο και να μην παραδώσουμε στους αντιπάλους τη δική μας ακρόπολη. Ακόμη περισσότερο πρέπει η μεγάλη αγιοσύνη σου ν΄ αγωνιστεί και να επιμείνει υπέρ εκείνου που συμφέρει τη δική μας Εκκλησία και ως τοποτηρητής τού Αλεξανδρείας, πρόεδρος των υπερτίμων, πρώτος μητροπολίτης, μεγαλύτερος σε ηλικία, μορφωμένος και σεβάσμιος από πολλές απόψεις.36 Αν λοιπόν η μεγάλη αγιοσύνη σου αντισταθεί όπως πρέπει, θα βρεις σύμφωνους τούς περισσότερους από τούς αρχιερείς και πάνω απ΄ ολους εμάς».

Κι ο Ηρακλείας είπε:

«Τι είναι αυτά που λέτε άνθρωποι τού Θεού; Δεν γνωρίζετε τις πράξεις και τις επιθυμίες τού αυτοκράτορα; Εκείνος είχε χτες τον πατριάρχη μαζί του μέχρι τα μεσάνυχτα. Συσκέφτηκαν και αποφάσισαν εκείνο που ήθελαν. Και θα κάνουν αυτό που αποφάσισαν, είτε το θέλουμε είτε όχι. Προσκάλεσαν τώρα κι εμάς για να μάς παραπλανήσουν. Τι θα πούμε λοιπόν εμείς σε αυτά τα ζητήματα; Ό,τι κι αν πούμε θα θεωρηθεί τίποτε, ενώ εκείνοι θα κάνουν εκείνο που θέλουν».

20. Ο συγγραφέας επιμένει να πείσει τον Ηρακλείας37

Κι εγώ τού είπα:

«Γνωρίζουμε κι εμείς, δέσποτα άγιε, τις επιθυμίες και τις πράξεις τού αυτοκράτορα. Στα ζητήματα που έχουν σχέση με την εξουσία του, ας κάνει ό,τι επιθυμεί. Αλλά τα παρόντα ζητήματα είναι εκκλησιαστικά και συνοδικά και δεν υπόκεινται σε αυτόν. Αν λοιπόν δεν έχει όλους εμάς σύμφωνους σ΄ εκείνο που επιθυμεί, δεν θα μπορέσει να κάνει εκείνα που είχε την πρόθεση να κάνει. Μη λες λοιπόν, πως ό,τι κι αν πούμε θα θεωρηθεί τίποτε. Αντίθετα, ακόμη κι αν πουν κάτι εκείνοι, ή σπεύσουν να κάνουν κάτι, εσύ πες τη γνώμη που έχεις για το ζήτημα καθαρά και με παρρησία και θα σε ακολουθήσουν πολλοί. Και ή θα εμποδιστεί η απόφαση την οποία αποφάσισαν ιδιαιτέρως και θα εφαρμοστεί η απόφαση των πολλών ως καλή και συμφέρουσα, ή θα παραβλέψουν την απόφαση των πολλών, όπως κι εσύ είπες, και θα κάνουν αυτό που νομίζουν.

Κι αν γίνει αυτό, πρώτον, θα έχετε καθαρή τη συνείδηση και δεν θα χρειάζεται ν΄ απολογείστε στον Θεό και στους ανθρώπους ότι με κάποιο αντάλλαγμα ή από δειλία αποσιωπήσατε εκείνο που θεωρούσαμε ότι ήταν συμφέρον για την Εκκλησία τού Χριστού. Έπειτα, όταν σάς προσκαλέσουν σε άλλη σύσκεψη, θα έχετε το δικαίωμα να πείτε ότι επειδή μάς ζητάτε σύσκεψη, αλλά αγνοείτε αυτό που λέμε και κάνετε αυτό που θέλετε, είναι εντελώς άσκοπο να πούμε κι εμείς κάτι στη σύσκεψη. Γι΄ αυτά λοιπόν είναι αναγκαίο, να πει η μεγάλη αγιοσύνη σου, οι υπόλοιποι κι εμείς μαζί σας, εκείνο που θα δούμε ότι συμφέρει τη δική μας Εκκλησία. Και σε κάθε περίπτωση θα κερδίσουμε ένα από τα δύο: ή να γίνει εκείνο που αποφάσισε το σύνολο και ν΄ αδρανήσει εκείνο που είχε αποφασιστεί ιδιαιτέρως, ή να μη μάς τραβούν πέρα-δώθε, αφού θα έχουν καταλάβει εκείνοι που μάς τα κάνουν αυτά, ότι ξέρουμε κι εμείς να προστατεύουμε την τιμή και το αξίωμά μας».

Μόλις λοιπόν άκουσε αυτά ο Ηρακλείας, είπε:

«Καλά λες. Θ΄ αντισταθούμε υπέρ εκείνου που συμφέρει την Εκκλησία και μακάρι να έχουμε κι άλλους μαζί μας».

21. Η σύσκεψη των Γραικών κληρικών στον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα38

Συγκεντρωθήκαμε λοιπόν στον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα κι ενώ καθόμασταν όπως να΄ ναι και μιλούσαμε με τούς εκεί, μέχρι να προσκληθούμε να μπούμε στον αυτοκράτορα, όπου όλοι γνωρίζαμε ποιο θα ήταν το αντικείμενο τής σύσκεψης, είπε ο Γεμιστός:

«Η σημερινή μέρα θα φέρει ή θάνατο ή ζωή».

Και ύστερα από λίγο μπήκαμε στον αυτοκράτορα και καθήσαμε, χωρίς να είναι κανένας από τούς άρχοντες μαζί μας, έχοντας έτσι αποφασιστεί, όπως προαναφέρθηκε. Άρχισε λοιπόν ο αυτοκράτορας και αγόρευσε:

«Χρειάζεται», είπε, «να συζητήσουμε για το δόγμα. Άλλωστε γι΄ αυτό ήρθαμε στην Ιταλία, για να εξετάσουμε όλα τα ζητήματα που μάς χωρίζουν από τούς Λατίνους και πάνω απ΄ όλα το μεγαλύτερο και πιο αποφασιστικό, δηλαδή το ζήτημα τού δόγματος. Γιατί σε αυτό περιέχεται και το ζήτημα τής προσθήκης και τα δύο αυτά είναι ένα. Εγώ τα χώρισα σε δύο, αλλά απ΄ όλους σαν ένα παρουσιάζονταν. Δεν πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε το ένα μέρος και ν΄ αφήσουμε το άλλο χωρίς εξέταση. Γιατί με αυτόν τον τρόπο θα προκαλέσουμε στους ίδιους τούς εαυτούς μας μεγάλη επίκριση και καταδίκη, ότι έχοντας υποστεί πόνους, κινδύνους και ταλαιπωρίες, τόσο από το μεγάλο ταξίδι όσο και από τη μακροχρόνια παραμονή μας στο εξωτερικό κι έχοντας βάλει σε μεγάλα έξοδα εκείνους που μάς έφεραν εδώ. Αυτά τα πράγματα ζητούνταν πάντοτε, από τις ημέρες τού σχίσματος, αλλά μέχρι τώρα δεν μπόρεσαν να γίνουν. Τώρα λοιπόν, που ενάντια σε κάθε ελπίδα δίνεται σ΄ εμάς η ευκαιρία, άραγε δεν θα θελήσουμε να εξετάσουμε αυτό το δόγμα, πράγμα για το οποίο έχουμε έρθει εδώ; Γιατί με τον τρόπο που προχώρησαν τώρα οι διαλέξεις, αν αφήσουμε το δόγμα χωρίς εξέταση, θα το επιβεβαιώνουμε με κάποιον τρόπο. Γιατί στις διαλέξεις όπου εξετάστηκε αν ήταν σωστό να προσθέσουν στο σύμβολο, υποστηρίξαμε την άποψη, ότι ακόμη κι αν ήταν σωστό εκείνο που προστέθηκε, δεν έπρεπε παρ΄ όλα αυτά να προστεθεί. Αν λοιπόν, μετά τις διαλέξεις εκείνες, δεν πούμε τίποτε για το δόγμα, θα φανούμε ότι αφήνουμε την άποψη εκείνη ως σωστή, πράγμα που θα επιβεβαιώσει τις δικές τους απόψεις. Επίσης θα φανεί ότι δεν έχουμε να πούμε ισχυρά επιχειρήματα υπέρ τού δόγματός μας. Όλα αυτά θα έχουν ως αποτέλεσμα μομφές, κατηγορίες και επιπλήξεις εναντίον μας, εναντίον ολόκληρου τού δικού μας γένους και όλων όσοι ακολουθούν τη δική μας Εκκλησία και μάλιστα δικαιολογημένα».

Αγορεύοντας εκτεταμένα με τέτοια επιχειρήματα, ο αυτοκράτορας προετοίμασε το έδαφος για την υποστήριξη τής άποψης ότι έπρεπε να προχωρήσουμε στις διαλέξεις για το δόγμα.

22. Η αιτιολογημένη ψήφος των κληρικών39

Έπειτα πήραν τον λόγο ο Ρωσίας και ο Νικαίας και μακρηγόρησαν υπέρ τής ίδιας άποψης, ιδιαίτερα ο Νικαίας, συμφωνώντας με τον αυτοκράτορα. Ύστερα από πολλές ομιλίες και τη σχετική επιχειρηματολογία, πρόσταξε ο αυτοκράτορας:

«Αρκετά ειπώθηκαν για τη διασάφηση τού ζητήματος. Ας δώσουν γνώμες».

Και είπαν οι αρχιερείς:

«Ας πει ο πατριάρχης τη γνώμη του πρώτος».

Κι ο πατριάρχης είπε:

«Πρώτα γνωμοδοτήστε εσείς με τη σειρά σας. Ύστερα θα πω κι εγώ τη δική μου γνώμη».

Κι εκείνοι απάντησαν:

«Τώρα μιλάμε για τα δόγματα τής Εκκλησίας τού Χριστού και στα ζητήματα αυτά πρώτη οφείλει να μιλήσει η μεγάλη αγιοσύνη σου και να μιλήσουμε εμείς ύστερα από σένα. Η σειρά στην οποία αναφέρεσαι ισχύει για άλλου είδους συζητήσεις».

Κι εκείνος ίσως δεν αποδέχθηκε το παραπάνω, όμως μίλησε πρώτος και είπε την εξής γνώμη:

«Βλέπω τούς Λατίνους ότι είναι άνθρωποι εριστικοί, κενόδοξοι και αμετάπειστοι. Αυτό ακριβώς το κεφάλαιο τής προσθήκης είναι ισχυρό υπέρ μας. Και είπαν οι δικοί μας λόγια πολλά, καλά και γενναία σε αυτό. Αλλά οι Λατίνοι δεν προβληματίζονται από τα λόγια των δικών μας, ούτε θέλουν να πειστούν από την αλήθεια. Τι λοιπόν ελπίζουμε ότι θα βρούμε από αυτούς, αν μεταβούμε σε άλλο κεφάλαιο; Γι΄ αυτό δεν μού φαίνεται καλό να εγκαταλείψουμε εκείνο που είναι ισχυρό υπέρ μας, δηλαδή τις ομιλίες για την προσθήκη, και να περάσουμε στο ζήτημα τού δόγματος. Αυτή είναι η δική μου γνώμη, ας πουν και οι υπόλοιποι. Έπειτα, αφού ακούσω τις απόψεις όλων, αν χρειαστεί πάλι να πω κάτι, θα το πω».

Έπειτα ρωτήθηκε ο Ηρακλείας και είπε:

«Εγώ λοιπόν θα νόμιζα ότι είναι καλύτερο και μάλλον μάς συμφέρει να μην αφήσουμε καθόλου τις ομιλίες περί προσθήκης και να μη μεταπέσουμε σ΄ εκείνες περί τού δόγματος. Αλλά αν φανεί καλό να γίνουν διαλέξεις για το δόγμα, θ΄ ακολουθήσω κι εγώ. Ακούω όμως ότι αποφασίστηκε να πάμε στη Φλωρεντία. Είναι λοιπόν κι αυτό πολύ για εμάς και χρειάζεται προηγουμένως να γνωρίζουμε ακριβώς αν θα φύγουμε, όπως ακούμε, ή όχι και στη συνέχεια να σκεφτούμε για τις διαλέξεις».

Και είπε αμέσως ο αυτοκράτορας:

«Όχι δέσποτα, όχι. Σταμάτα αυτά τα λόγια, γιατί δεν γνωρίζουμε τίποτε τέτοιο. Πες τη γνώμη σου».

Κι εκείνος είπε:

«Ακούμε ότι ο πάπας σχεδιάζει πράγματι ν΄ αναχωρήσει στη Φλωρεντία. Λένε επίσης ότι και η αγία βασιλεία σου συμφώνησες ν΄ αναχωρήσουμε για εκεί. Γι΄ αυτό χρειάζεται να γνωρίζουμε και για το θέμα αυτό».

Κι ο αυτοκράτορας είπε αμέσως:

«Να έχω την ευχή σου, για τον πάπα δεν γνωρίζω, αλλά για μένα να ξέρεις, ότι μέχρι τώρα δεν μού είπε κανείς τίποτε για το θέμα αυτό. Αν αναχωρήσει ο πάπας και ζητήσει κι από εμάς να τον ακολουθήσουμε, εσείς εδώ είστε, θα το ακούσετε, θα συσκεφτείτε και αν φανεί σε όλους μας καλό και πρέπον, ίσως γίνει έτσι. Αν δεν μάς αρέσει, δεν θα γίνει. Γιατί τώρα είστε εδώ εσείς οι ίδιοι και δεν θα μπορείτε να κατηγορείτε κάποιον πρέσβη, ότι έχει κάνει κάτι αντίθετο με τη γνώμη σας. Αλλά θα κάνετε εσείς οι ίδιοι, με τη δική σας θέληση, εκείνο που σάς συμφέρει. Ας σταματήσει λοιπόν η συζήτηση για το θέμα αυτό, επειδή ούτε εγώ γνωρίζω. Πες τη γνώμη σου».

Είπε λοιπόν ο Ηρακλείας:

«Λοιπόν, αν φανεί καλό, ας συζητήσουν για το δόγμα».

Στη συνέχεια ζήτησαν γνώμη από τον πνευματικό κι εκείνος είπε:

«Ας πουν οι υπόλοιποι και θα πω κι εγώ όταν θέλω».

Ζήτησαν από τον Εφέσου και είπε:

«Επειδή, όπως λένε, καλό θα είναι να προχωρήσουμε στις περί δόγματος διαλέξεις, λέω κι εγώ, αν φανεί καλό, ας γίνει αυτό».

Έπειτα μίλησε ο Ρωσίας και συμφώνησε με κάθε τρόπο να γίνει αυτό. Ύστερα από εκείνον ο Πνευματικός είπε:

«Εγώ ακολουθώ τη γνώμη τού Αγίου Εφέσου. Αν είπε κάτι εκείνος, το ίδιο λέω κι εγώ».

Ύστερα μίλησαν οι υπόλοιποι αρχιερείς και συμφώνησαν όλοι να γίνουν οι περι τού δόγματος διαλέξεις. Το ίδιο μάλιστα είπαν ο μεγάλος σακελλάριος και ο μεγάλος σκευοφύλακας, ενώ ο μεγάλος χαρτοφύλακας είπε επιφυλακτικά τη δική του γνώμη, αλλά δεν συμφώνησε να γίνουν διαλέξεις περι τού δόγματος.

23. Ο συγγραφέας αντιτάσσεται στις διαλέξεις για το δόγμα40

Όταν ρωτήθηκα κι εγώ, είπα τα εξής:

«Γνωρίζω ότι θα υπερισχύσει η ψήφος των περισσοτέρων. Αλλά επειδή η γνώμη καθενός είναι αβίαστη, ενώ όταν με ρωτούν οφείλω να πω καθαρά τη γνώμη μου για το ζήτημα, λέω λοιπόν ότι γνωρίζουμε ακριβώς και καταλάβαμε ότι οι Λατίνοι είναι εριστικοί και αμετάπειστοι σε όλα. Αυτό το θέμα τής προσθήκης είναι πολύ ισχυρό υπέρ μας, όπως φάνηκε από τις συνοδικές αποφάσεις και από άλλα ρητά των αγίων. Αν λοιπόν σε αυτό, στο οποίο πρόσφεραν οι δικοί μας τόσες αδιάψευστες αποδείξεις, προς τις οποίες δεν έχουν τίποτε ισχυρό ν΄ αντιτάξουν, όμως συρράπτουν απαντήσεις, τις προτείνουν ως αποδείξεις και θριαμβολογούν «το αποδείξαμε λαμπρά, ευδιάκριτα, ξεκάθαρα και σαφέστατα» και στεφανώνουν τούς εαυτούς τους ως νικητές με πλήθος τέτοιων χαρακτηρισμών, αν προχωρήσουμε τώρα στα περί τού δόγματος, όπου έχουν και κάποια τεκμηρίωση από δυτικούς αγίους, όπως κομπάζουν, άραγε τι δεν θα πουν εναντίον των δικών μας, ανακηρύσσοντας νικητές τούς εαυτούς τους, βοηθούμενοι και από τη δύναμη τής δικής τους εξουσίας, χωρίς να έχουμε εμείς τον διαιτητή τής αλήθειας; Γι΄ αυτό, αν και πριν αρχίσουν οι διαλέξεις για την προσθήκη είχα κι εγώ προστεθεί σ΄ εκείνους που έλεγαν ότι έπρεπε ν΄ αρχίσουν οι διαλέξεις από το δόγμα, τώρα που γνώρισα ακριβέστερα τις διαθέσεις των αντιπάλων, δεν λέω πια να συζητήσουμε για το δόγμα».

Κι όταν ο αυτοκράτορας ρώτησε:

«Και μέχρι πότε λες να συζητάμε γι΄ αυτά;»

είπα:

«Μέχρι να καταλήξουμε σε συμπέρασμα γι΄ αυτό. Γιατί θα φανούμε άξιοι πολλών επικρίσεων, όταν ούτε στο περί καθαρτηρίου, ούτε στο περί των φωνών, ούτε τώρα στο περί τής προσθήκης καταλήγουμε σε συμπέρασμα, όταν μάλιστα προηγήθηκαν πολλές συζητήσεις και αγώνες σε αυτά. Και θα προσφέρουμε πολλά γέλια και στους ίδιους τούς Λατίνους, ότι θέτοντας τα ζητήματα και αναλαμβάνοντας αγώνες, παραιτούμαστε στο τέλος από τα συμπεράσματα και περνάμε σε άλλα ζητήματα».

Κι ο αυτοκράτορας είπε:

«Μού φαίνεται πιο αναγκαίο να κρατηθεί το συμπέρασμα αυτού τού ζητήματος για άλλη χρονική στιγμή, η οποία νομίζω θα μάς συμφέρει πολύ».

Ακολούθησε τη δική μου γνώμη και ο πρωτέκδικος, ενώ ύστερα από εμάς μίλησαν οι ηγούμενοι και ακολούθησαν τις γνώμες των αρχιερέων. Δηλαδή εκτός από τον πατριάρχη41 και εμάς τούς τρεις, όλοι συμφώνησαν να προχωρήσουμε στις διαλέξεις περί τού δόγματος και επικυρώθηκε η σχετική απόφαση, με τον αυτοκράτορα να λέει και πάλι:

«Μάς συμφέρει πολύ να παραμένει μετέωρο το συμπέρασμα για την προσθήκη».

24. Επίπληξη τού Ηρακλείας από τη μειοψηφία42

Ύστερα από αυτά, βγήκαμε από τον τόπο διαμονής τού αυτοκράτορα δυσαρεστημένοι για το γεγονός, και κατακρίναμε τον Ηρακλείας λέγοντας:

«Αυτά σού ζητήσαμε; Μάλλoν αυτή ήταν η γνώμη σου για το ζήτημα και ίσως νόμιζε η μεγάλη αγιοσύνη σου ότι ο πατριάρχης θα πει και θα κάνει εκείνο που αποφάσισε μαζί με τον αυτοκράτορα. Τώρα όμως ο πατριάρχης είπε καλή γνώμη. Έπρεπε λοιπόν ν΄ ακολουθήσεις κι εσύ τη γνώμη του, ενώ αν έλεγε κάτι αντίθετο ο πατριάρχης, έπρεπε να πεις τη γνώμη που γνωρίζουμε ότι είχες για το θέμα αυτό».

Και είπε ο Ηρακλείας:

«Κι εγώ τα ίδια είπα με τον πατριάρχη».

Και τού είπαμε:

«Πώς είπες τα ίδια; Μήπως δεν μίλησε ο πατριάρχης εναντίον των διαλέξεων για το δόγμα, ενώ εσύ υποχώρησες;»

Και είπε:

«Δεν άκουσα καλά τι είπε ο πατριάρχης».

Τού είπαμε λοιπόν:

«Τώρα πια δεν θα έχουμε το θάρρος να πούμε κάτι στον πατριάρχη».

Όταν ο αυτοκράτορας έλεγε ότι δεν γνώριζε τίποτε για τη μετάβαση στη Φλωρεντία, είχε σταλμένο εκεί τον κυρ Ιωάννη Δισύπατο, ο οποίος επέστρεψε τότε ύστερα από τρεις ημέρες,43 φέρνοντας στον αυτοκράτορα την άδεια ασφαλούς διέλευσης από τούς Φλωρεντινούς.

25. Ο αυτοκράτορας προτείνει την αποδοχή τής μεταφοράς τής συνόδου στη Φλωρεντία44

Πέρασαν δύο μέρες από την άφιξη τού Δισυπάτου και μαζευτήκαμε όλοι στον πατριάρχη με προσταγή τού αυτοκράτορα. Ήρθε και ο ίδιος και είδε τον πατριάρχη ιδιαιτέρως. Έπειτα μάς συγκέντρωσε όλους ο αυτοκράτορας και κάθησε σε άλλη αίθουσα. Και ανέφερε:

«Τα πράγματα έγιναν δύσκολα για τον πάπα, γιατί αφενός τα εισοδήματά του από μακρινούς τόπους έχουν περιοριστεί και αφετέρου αλώθηκαν δύο πόλεις του από τον Νικολό Πιτζινή45 και στερείται χρημάτων ο πάπας,46 με αποτέλεσμα να μη μπορεί να μάς παράσχει ούτε το σιτηρέσιο. Μάς καθυστερεί λοιπόν οδοιπορικά πέντε μηνών και υποφέρετε κι εσείς και οι δικοί μας όλοι.

Δεν βρήκε από πουθενά αλλού βοήθεια παρά μόνο από τη Φλωρεντία. Γιατί οι Φλωρεντινοί είναι καλοί άνθρωποι και πλούσιοι και συμφώνησαν με τον πάπα,47 αν μεταφερθεί η σύνοδος στην πόλη τους να τον βοηθήσουν στις δαπάνες, να τού δανείσουν και να τον διευκολύνουν. Ζητά λοιπόν ο πάπας να πάμε στη Φλωρεντία μαζί του. Αν τον ακολουθήσουμε, υπόσχεται να μάς καλύψει τα έξοδα με επαρκή και λαμπρό τρόπο για την επάνοδό μας στην Κωνσταντινούπολη. Θα εξασφαλίσει να σταλεί μαζί μας μεγάλη βοήθεια για την Πόλη και θα κάνει όλα τα καλά για τη δική μας διευκόλυνση και τιμή. Θα μάς δώσει επίσης εδώ και το σιτηρέσιο, όσο μάς οφείλεται.

Εμείς λοιπόν γι΄ αυτόν τον λόγο βγήκαμε από τη χώρα μας και περιφρονήσαμε τόσο πολλούς κινδύνους και κόπους και στενοχώριες, ώστε να πετύχουμε κάτι καλό και ωφέλιμο για την πατρίδα. Τώρα που το βρίσκουμε, πρέπει να φροντίσουμε όλοι να επιτευχθεί. Όσοι από εσάς είναι γέροντες και νιώθουν ότι δεν θ΄ αντέξουν τον κόπο τής οδοιπορίας, χρειάζεται κι αυτοί να σηκωθούν και να υπομείνουν κόπο τεσσάρων ή πέντε ημερών, προκειμένου να κερδίσουμε το συμφέρον τής πατρίδας. Για να μιλήσουμε ακριβέστερα, ούτε τεσσάρων ημερών κόπο δεν θα υποστείτε. Γιατί για δύο μέρες θα ταξιδέψετε σε ποτάμια, καθισμένοι μέσα σε πλοία και αναπαυόμενοι όσο θέλετε, ενώ για άλλες τρεις θα διανύσετε την πορεία έφιπποι με μεγάλη άνεση. Σκεφτείτε λοιπόν και αποφασίστε, αν είναι σωστό και επαινετό για κόπο τριών ημερών να παραβλέψουμε το συμφέρον τής πατρίδας και να επιστρέψουμε με άδεια χέρια και άπρακτοι, έχοντας μάταια υποστεί το τόσο μεγάλο θαλάσσιο ταξίδι, τούς κινδύνους τούς οποίους συναντήσαμε και τη μακροχρόνια ταλαιπωρία».

Λέγοντας αυτά και άλλα αντίστοιχα, απαιτούσε τη μετάβαση στη Φλωρεντία. Και οι αρχιερείς δυσφορούσαν τόσο για το μήκος τού ταξιδιού, όσο και για τη νέα καθυστέρηση που θα συνέβαινε και προσπαθούσαν να εμποδίσουν τη μετάβαση.

Ο αυτοκράτορας έλεγε ότι το μήκος τού ταξιδιού ήταν μιάμιση μέρα, όσο από την Κωνσταντινούπολη στην Ηράκλεια:48

«Λέμε ότι είναι τρεις ημέρες, επειδή το ταξίδι θα γίνει αργά για δική σας ανάπαυση. Δεν θα υπάρξει καμία καθυστέρηση, επειδή φτάνοντας εκεί θα προχωρήσουμε αμέσως σε διαλέξεις και γρήγορα θα βγει συμπέρασμα για εκείνα που θα συζητήσουμε. Μέχρι τη μέρα τής γιορτής τού Αγίου Γεωργίου θα είμαστε έτοιμοι για την επάνοδο. Μάλιστα από εκεί θα φύγουμε μάλλον πιο εύκολα και γρήγορα. Γιατί η απόσταση τής Φλωρεντίας από το πέλαγος είναι εξήντα μίλια.49 Έχουν εκεί τις γαλέρες οι Φλωρεντινοί, θα τις διαθέσουν εύκολα με έξοδα τού πάπα και θα φύγουμε για την πατρίδα. Δεν χρειάζεται λοιπόν να στενοχωριέστε ούτε για την απόσταση, που είναι αντίστοιχη με εκείνη τής Κωνσταντινούπολης από την Ηράκλεια. Γιατί ακόμη και ο πιο γέρος και ασθενής από εσάς εύκολα θα πήγαινε από την Πόλη στην Ηράκλεια, ενώ μεγάλο μέρος τού ταξιδιού θα πραγματοποιηθεί εδώ με πλοίο. Αλλά ούτε για καθυστέρηση χρειάζεται να στενοχωριέστε. Γιατί το χρονικό διάστημα μέχρι τού Αγίου Γεωργίου δεν είναι μεγάλο».

26. Αντίσταση επισκόπων και πίεση τού αυτοκράτορα50

Διαφωνούσαν λοιπόν προς αυτά μερικοί από τούς αρχιερείς και είπε ο Ηρακλείας:

«Επειδή οι Φλωρεντινοί ως καλοί άνθρωποι θέλουν να βοηθήσουν τον πάπα, ας δώσουν σε αυτόν τα χρήματα για τα έξοδα και ας καταλήξουμε εδώ στο συμπέρασμα στο οποίο θα οδηγηθούμε».

Ο αυτοκράτορας απάντησε:

«Οι Φλωρεντινοί θα δανείσουν στον πάπα μόνο αν μεταβεί στη Φλωρεντία και κάνει εκεί τη σύνοδο. Διαφορετικά δεν θα τού δανείσουν. Τι άραγε μπορεί να κάνει για εμάς ο πάπας, όταν δεν βρίσκει από αλλού να δανειστεί; Ορίστε, μάς καθυστερούν σιτηρέσιο πέντε μηνών και όχι μόνο δεν έχει να μάς το δώσει, αλλά ούτε μπορεί να παράσχει τα μελλοντικά οδοιπορικά μας καθώς και τις δαπάνες για την επάνοδό μας. Με ποιον άραγε άλλο τρόπο θα προνοήσουμε εμείς για τούς εαυτούς μας, αν δεν ακολουθήσουμε τον πάπα; Αυτός υπόσχεται ότι μόλις συναινέσουμε και συμφωνήσουμε ν΄ αναχωρήσουμε για τη Φλωρεντία, θα μάς δώσει εδώ και το καθυστερούμενο σιτηρέσιο των πέντε μηνών και τις δαπάνες τού ταξιδιού για τη μετάβασή μας στη Φλωρεντία. Και θα φροντίσει εκεί, ώστε να παίρνει καθένας το σιτηρέσιο όταν θέλει από το ταμείο,51 χωρίς να ζητά τίποτε από τον πάπα. Να στέλνει καθένας τον δικό του υπηρέτη στο ταμείο, είτε με τη συμπλήρωση τού μήνα, είτε γύρω στα μέσα τού μήνα, είτε και κάθε βδομάδα, και να παίρνει από εκεί το σιτηρέσιο όπως επιθυμεί ο καθένας».

27. Η μεταφορά αποφασίζεται52

Επειδή λοιπόν δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να διαφωνούν με τις φαινομενικά εύλογες πιθανολογίες τού αυτοκράτορα, υποχώρησαν όλοι, ώστε να γίνει αυτό που προσταζόταν. Έπειτα έστειλε ο αυτοκράτορας να πάρουν και τη γνώμη τού πατριάρχη, επειδή εκείνος βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο, όντας άρρωστος. Συναίνεσε λοιπόν και ο ασθενής πατριάρχης ν΄ αναχωρήσει για τη Φλωρεντία, αλλά είπε:

«Ζητώ ως προσωπικό μου αίτημα από τον πάπα, ακόμη κι αν όλοι φύγουν από εκεί για να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, να μην το κάνω κι εγώ αυτό, αλλά να με γυρίσει ο πάπας πίσω στη Βενετία».

Αφού λοιπόν τα είπαν αυτά σ΄ εκείνους που είχαν φέρει τη γνώμη τού πάπα, είπε ο αυτοκράτορας:

«Αυτό ζητά ο πατριάρχης και ίσως είναι δυνατό να εκπληρωθεί η επιθυμία του. Αλλά, να έχω την ευχή του, άσκοπο είναι αυτό που ζητά. Γιατί από εκεί θα φύγουμε με κάθε ευκολία».

Συμφωνήθηκε λοιπόν και επικυρώθηκε η μετάβαση στη Φλωρεντία.

28. Αντίδραση επισκόπων στην εντολή να πάρουν μαζί τις επίσημες ενδυμασίες53

Ο αυτοκράτορας κάλεσε τον αδελφό του τον δεσπότη να έλθει από τη Βενετία και να μεταβεί μαζί του στη Φλωρεντία. Γιατί ο δεσπότης, επειδή δεν άντεχε τις περιφρονήσεις τού αυτοκράτορα, όπως όταν, όπως προαναφέρθηκε, τον είχε αφήσει έξω να περιμένει έφιππος περισσότερες από έξι ώρες, ενώ ο ίδιος συσκεπτόταν με τον πατριάρχη, αναχώρησε στη Βενετία και ειδοποίησε ότι δεν ήθελε να επιστρέψει, πράγμα που έβαλε σε σκέψεις τον αυτοκράτορα. Γι΄ αυτό ο αυτοκράτορας, χρησιμοποιώντας τον πατριάρχη ως συνεργό και στέλνοντας και ένορκη βεβαίωση, με δυσκολία κατόρθωσε να τον πείσει να επιστρέψει. Κι ο πατριάρχης πρόσταξε τούς αρχιερείς να ετοιμάζονται για την οδοιπορία και να στείλουν τα περιττά πράγματα στη Βενετία, παίρνοντας μαζί τους στον δρόμο λίγα και αναγκαία καθώς και τα επίσημα άμφια, επειδή, όπως είπε,

«θα γίνει και η ένωση εκεί».

Μόλις το άκουσαν αυτό, σκανδαλίστηκαν ὄσοι ήσαν παρόντες (γιατί δεν ήσαν όλοι) και είπαν πολλά σκληρά λόγια. Τότε είπε και ο Αγχιάλου:

«Τι είναι αυτό που ακούσαμε; Ξέρουμε καλά ότι οι Λατίνοι δεν θα μεταπειστούν καθόλου να τροποποιήσουν κάτι από εκείνα που πιστεύουν. Πώς άραγε θα γίνει η ένωση, αν δεν έχουν ήδη συναινέσει οι δικοί μας να συμφωνήσουμε εμείς στα δικά τους; Γι΄ αυτό λοιπόν μάς οδήγησαν εδώ; Για να προδώσουμε και την ευσέβειά μας γι΄ αυτά τα καλύματα;54 Εγώ θα τα βγάλω από τις αποσκευές μου και θα τα δώσω, για να μη χάσω και την ψυχή μου γι΄ αυτή την ένωση που ακούω ότι θα γίνει».

Και προκάλεσαν μεγάλη ταραχή αυτός και άλλοι σ΄ εκείνο το ζήτημα. Τότε είπε και ο Γεμιστός:

«Άραγε τώρα φάνηκε βαρύ στους αρχιερείς, που άκουσαν ότι θα γίνει η ένωση και γι΄ αυτό θα πρέπει να πάρουν μαζί τους τις επίσημες ενδυμασίες; Κατά τη γνώμη μου, αφού συγκατατέθηκαν για τη μετάβαση στη Φλωρεντία και για τις συζητήσεις περί δόγματος, πρέπει να φύγουν για εκεί όχι κουβαλώντας, αλλά φορώντας τις επίσημες ενδυμασίες».

29. Νέα παρέμβαση τού αυτοκράτορα55

Την επομένη συγκεντρώθηκαν στο πατριαρχείο οι περισσότεροι αρχιερείς, οι πρώτοι και μεγαλύτερης ηλικίας, και ζήτησαν να δουν τον πατριάρχη. Κι εκείνος δεν τούς επέτρεψε να μπουν, ισχυριζόμενος ότι ήταν άρρωστος. Όταν κάθονταν εκεί, είπαν λόγια πολλά, όμοια με τα προαναφερθέντα, και αναχώρησαν. Μόλις έμαθε γι΄ αυτά ο αυτοκράτορας, ήρθε την επόμενη μέρα στο πατριαρχείο, έχοντας προστάξει από πριν να βρίσκονται εκεί όλοι όσοι συγκροτούσαν τη δική μας δήθεν ανατολική σύνοδο. Πρώτα είδε τον πατριάρχη. Έπειτα, αφού βγήκε από εκεί και κάθησε ιδιαιτέρως μαζί μας, ρώτησε:

«Τι είναι αυτό που σάς σκανδαλίζει και σάς κάνει να ταράζεστε και να λέτε ανάρμοστα πράγματα, όπως ακούω;»

Απάντησαν οι πρώτοι των αρχιερέων:

«Ο πατριάρχης μάς είπε να πάρουμε μαζί μας τα αρχιερατικά μας άμφια στη Φλωρεντία, επειδή εκεί θα γίνει η ένωση. Και τάραξε πολύ τις συνειδήσεις μας. Γιατί ξέρουμε ότι οι Λατίνοι δεν θα μετακινηθούν καθόλου από εκείνο που πιστεύουν. Θα γίνει λοιπόν τιποτένια ένωση, αν παραμείνουν οι Λατίνοι σ΄ εκείνα που πιστεύουν. Αυτό είναι που μάς ανησυχεί και ζητάμε να μάθουμε: Πώς και για ποιον λόγο θα πάμε στη Φλωρεντία;».

Και ο αυτοκράτορας απάντησε σε αυτά:

«Εγώ δεν γνωρίζω αν θα γίνει ή όχι η ένωση. Γιατί λέω ότι δέχομαι ότι είναι καλό να γίνει αυτή και την ίδια στάση χρειάζεται να έχετε όλοι. Ωστόσο δεν γνωρίζω ακόμη αν θα γίνει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το είπε αυτό ο πατριάρχης. Γιατί δεν το γνωρίζω από κάποιον από τούς εδώ παρόντες, ούτε από Γραικό, ούτε από Λατίνο. Γιατί ούτε εκείνοι ούτε εμείς γνωρίζουμε ακόμη αν θα γίνει. Το μόνο που δεν γνωρίζω, είναι αν το έχει από θεϊκή αποκάλυψη. Δεν πρέπει λοιπόν να ταράζεστε από τα λόγια τού πατριάρχη, επειδή είναι άγνωστο ακόμη. Χρειάζεται όμως ν΄ αναχωρήσετε για τη Φλωρεντία, να συζητήσετε απαραίτητα για το δόγμα και να εξεταστεί καλά το ζήτημα. Κι ας γίνει εκείνο που θ΄ αποδειχθεί από την εξέταση και την αντιπαράθεση των επιχειρημάτων».

30. Επίπληξη τού Εφέσου από τον αυτοκράτορα56

Είπε λοιπόν ο Εφέσου:

«Επειδή πρόκειται να συζητήσουμε για το δόγμα, πρέπει να σκεφτούμε εμείς εδώ και να δώσει καθένας τη δική του γνώμη, να δούμε ποια άποψη έχει καθένας για το δόγμα. Κι αν τούς έχω όλους ομογνώμονες και γνωρίζω τις απόψεις τους, τότε θα δώσω τον αγώνα. Αν όμως δεν έχω τις απόψεις όλων, τότε ας κάθομαι απλώς κι εγώ όπως οι υπόλοιποι».

Δεν πρόλαβε ο Εφέσου να ολοκληρώσει τα λόγια του και αμέσως ο πνευματικός, αφού στράφηκε προς τον αυτοκράτορα, είπε με θυμό:

«Δεσπότη μου άγιε, τον έκανες αυτόν και έξαρχο τής συνόδου; Αν είναι έτσι, πρόσταξε, για να γνωρίζουμε όλοι ότι βρισκόμαστε κάτω από αυτόν. Από πού άραγε έχει την άδεια ν΄ απαιτεί αυτού τού είδους τα πράγματα;»

Κάποια παρόμοια είπε και ο Νικαίας. Έπειτα πρόσταξε ο αυτοκράτορας:

«Πώς απαιτείς εσύ τις γνώμες; Ποιος σού έχει δώσει αυτή την εξουσία; Ούτε ο πατριάρχης δεν έχει την άδεια ν΄ απαιτεί γνώμες εδώ. Κι εσύ πώς το απαιτείς, όντας ισότιμος με τούς υπόλοιπους αρχιερείς; Εγώ δεν σ΄ έκανα έξαρχο. Αλλά και έξαρχος αν ήσουν, ούτε τότε έπρεπε να ζητάς τέτοια πράγματα. Γιατί πριν εξεταστεί το ζήτημα και ακουστούν τα επιχειρήματα των διαφωνούντων και αντιμετωπιστούν καλά και διευκρινιστούν όλα τα σχετικά με τα ζητήματα αυτά, ποιες άραγε γνώμες θα εκφράσουν εκείνοι που δεν θα έχουν ακούσει τα επιχειρήματα;»

Λέγοντας λοιπόν αυτά και κάποια άλλα παρόμοια, επικρίνοντας και παρατηρώντας μαζί με τον Εφέσου και τούς υπόλοιπους, προστάζοντας να σταματήσουν αυτού τού είδους οι συζητήσεις, στο τέλος είπε:

«Θα φύγουμε για τη Φλωρεντία και θα κάνουμε διαλέξεις, όπως υποσχεθήκαμε. Και θα γίνει αυτό που θα δώσει ο Θεός. Αυτά λοιπόν να έχετε στο νου σας και να ετοιμάζεστε και σταματήστε να λέτε άσκοπα πράγματα».

Τότε είπε ο πνευματικός:

«Καιρός είναι δεσπότη μου, να με ευεργετήσεις όπως πρόσταξες. Όπως ανέφερα πριν από καιρό στη αγία βασιλεία σου, όταν ήθελες να με ευεργετήσεις κι έλεγα ότι θα δεχτώ την ευεργεσία σου την κατάλληλη ώρα, να, τώρα έφτασε η ώρα».

Τον ευεργέτησε λοιπόν ο αυτοκράτορας με το αξίωμα57 τού μεγάλου πρωτοσυγκέλλου, ώστε να έχει και από αυτό μεγαλύτερη επιρροή.

31. Οι Γραικοί λαμβάνουν τα καθυστερούμενα τού σιτηρέσιου58

Και οι αρχιερείς, επειδή ούτε έτσι μπόρεσαν να κατορθώσουν κάτι, συμφώνησαν χωρίς τη θέλησή τους κι ετοιμάζονταν αναγκαστικά.

Τότε ακριβώς, όταν πληροφορήθηκε ο πάπας ότι συμφώνησαν όλοι να τον ακολουθήσουν στη Φλωρεντία, έδωσε το σιτηρέσιο. Γιατί μέχρι τότε, αν και φώναζαν όλοι και το ζητούσαν πιεζόμενοι από τη φτώχεια, σαν ασήμαντες φωνές, σαν άδειοι ήχοι ακούγονταν από τούς Λατίνους οι παρακλήσεις των φτωχών. Αν λοιπόν και μάς οφειλόταν σιτηρέσιο πέντε μηνών και είχαν πει ότι θα το έδιναν ανελλιπώς, έδωσαν όμως στις 12 Ιανουαρίου59 2.412 φλουριά για τέσσερις μήνες και απαιτούσαν να μπούμε στον δρόμο για τη Φλωρεντία.

32. Επίσημη ανακοίνωση τής μεταφοράς. Αναχώρηση τού πάπα για Φλωρεντία60

Είπαν επίσης οι Λατίνοι:

«Επειδή η σύνοδος μετατίθεται σε άλλον τόπο, πρέπει να διακηρυχθεί αυτό στην εκκλησία στην οποία έγινε και η πρώτη ανακήρυξη».

Συνέταξαν λοιπόν μικρό έγγραφο61 και όταν μαζεύτηκαν όλοι στον ναό τής επισκοπής, το διάβασαν. Έγραφε ότι μετατίθεται η σύνοδος λόγω τής επιδημίας. Η επιδημία όμως είχε σταματήσει πριν από δύο μήνες.62 Τόσο ειλικρινείς ήσαν. Στις 16 λοιπόν Ιανουαρίου βγήκε ο πάπας και κατευθυνόταν στη Φλωρεντία. Φροντίζοντας λοιπόν να πάει από άλλο δρόμο, έστειλε από τον ένα όλους τούς δικούς του και τα πράγματά του,63 πηγαίνοντας ο ίδιος από άλλο, εξορμώντας ως ο τυχών άγνωστος στη Φλωρεντία, με εικοσιοκτώ άνδρες,64 φοβούμενος εναντίον του σχέδια ο μακαριότατος.65

33. Ελιγμοί τού αυτοκράτορα για την εξασφάλιση τής αναχώρησης κάποιων επισκόπων66

Έπειτα ετοιμαζόταν και ο αυτοκράτορας και πρόσταξε:

«Να ετοιμαστούν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αρχιερείς να έλθουν μαζί μου, για να τούς εξασφαλίσουμε ξεκούραστο ταξίδι».

Όταν το άκουσαν αυτό, οι περισσότεροι αρχιερείς ζητούσαν ν΄ αναχωρήσουν μαζί με τον αυτοκράτορα. Έγραψα λοιπόν ένα-ένα τα ονόματα εκείνων που ήθελαν ν΄ αναχωρήσουν, τα ανέφερα στον αυτοκράτορα και τούς δέχτηκε. Ξαναπήγα την επόμενη μέρα και ανέφερα στον αυτοκράτορα ότι ήσαν έτοιμοι, όταν πρόσταζε. Και ο αυτοκράτορας είπε:

«Οι άρχοντες δεν δέχονται τούς πολλούς. Γιατί λένε ότι τούς τέσσερις ή πέντε πρώτους, όπως τούς Τραπεζούντος, Εφέσου, Ηρακλείας, Μονεμβασίας, Κυζίκου και ίσως κάποιον άλλο, θα τούς ξεκουράσουν ως φίλους και πατέρες τους. Δεν έχουν όμως τη διάθεση να ξεκουράζουν ξένους και άγνωστους σε αυτούς. Εμπόδισε λοιπόν εσύ αυτούς που περισσεύουν κι ας έλθουν όσοι είπαμε, που θ΄ αναπαύονται καλά».

Τα έλεγε αυτά επειδή φοβόταν μήπως αποδράσουν μερικοί από αυτούς, επειδή και στον μαρκήσιο έστειλε μήνυμα εκείνες τις ημέρες, ενώ διακήρυξε:

«Όποιος δεχτεί Γραικό σε πλοίο του που φεύγει για τη Βενετία, το πλοίο θα πυρποληθεί».

Να λοιπόν και ο δεύτερος περιορισμός μας.

34. Ο πατριάρχης φεύγει πρώτος67

Ύστερα από αυτά έστειλε μήνυμα ο πατριάρχης στον αυτοκράτορα ζητώντας ν΄ αναχωρήσει πρώτος. Και ο αυτοκράτορας αποκρίθηκε:

«Έτσι ορίστηκε, ν΄ αναχωρήσω πρώτα εγώ και το συμφωνήσαμε και με τον πάπα. Δεν πρέπει λοιπόν να κάνουμε διαφορετικά».

Στενοχωρήθηκε ο πατριάρχης και είπε:

«Η εκκλησία οφείλει να προηγείται παντού και σε αυτήν ανήκουν τα πρωτεία, αλλά ο αυτοκράτορας κάνει τα αντίθετα. Το έκανε και στη Βενετία, ενώ και τώρα εδώ το ίδιο θέλει να κάνει. Ορίστε, τεμαχίστηκε ο Χριστός».

Μαθαίνοντάς τα ο αυτοκράτορας από τον μεγάλο πρωτοσύγκελλο, γιατί αυτός τον πληροφόρησε, συμβιβάστηκε ν΄ αναχωρήσει πρώτος ο πατριάρχης. Επίσης στις 25 Ιανουαρίου έδωσαν σ΄ εμάς όλους, εκτός από τον πατριάρχη, από δύο φλουριά στον καθένα για να εφοδιαστούμε για το ταξίδι,68 συνολικά 340 φλουριά. Πλήρωσαν επίσης αυτοί τα ναύλα των πλοίων και τη μίσθωση των αλόγων.

35. Μετάβαση τού κλήρου των Γραικών στη Φλωρεντία69

Κατά το απόγευμα τής 26ης τού μηνός μπήκε ο πατριάρχης μαζί με τούς αρχιερείς και όλους εμάς στα πλοία και ταξιδεύοντας όλη τη νύχτα και την επόμενη μέρα φτάσαμε στο τέλος τού ποταμού και μείναμε εκεί μέσα στα πλοία δύο μέρες, περιμένοντας άλογα. Όταν ήρθαν, προχωρήσαμε με αυτά για τρεις ώρες και διανυκτερεύσαμε σε κάστρο. Την επόμενη μέρα πάλι, προχωρώντας για πέντε ώρες, φτάσαμε στη Φαέντζια.70 Μείναμε λοιπόν κι εκεί μερικές ημέρες, περιμένοντας71 και άλλα άλογα από τη Φλωρεντία. Όταν ήρθαν, προχωρώντας με αυτά για τρεις ημέρες φτάσαμε στη Φλωρεντία στις 7 Φεβρουαρίου προς το σούρουπο, το Σάββατο τής Απόκρεω. Όμως το πλήθος των δυσκολιών στο ταξίδι δεν με αφήνει να τις διεκτραγωδήσω, επειδή θέλω να είμαι συνοπτικός.

36. Είσοδος πατριάρχη και αυτοκράτορα στη Φλωρεντία72

Διέμεινε λοιπόν ο πατριάρχης για τέσσερις ημέρες σε μοναστήρι, που βρισκόταν κοντά κι έξω από την πύλη τής Φλωρεντίας, καταβεβλημένος από την κούραση και την αρρώστια. Έπειτα ήρθαν οι άρχοντες τής Φλωρεντίας,73 τον έβαλαν74 στην πόλη και τον συνόδευσαν με τιμή και ήχους σαλπίγγων μέχρι το σπίτι που είχε ετοιμαστεί γι΄ αυτόν, ενώ χτυπούσαν γιορταστικά και όλες οι καμπάνες μέχρι την άφιξή του στο σπίτι. Έπειτα ήρθε ο αυτοκράτορας στις 14 Φεβρουαρίου και διανυκτέρευσε κι αυτός στο προαναφερθέν μοναστήρι. Στις 15 τού μηνός, που ήταν Κυριακή τής Τυροφάγου,75 ετοιμάστηκαν οι άρχοντες τής Φλωρεντίας και περί την δεύτερη ώρα μετά το μεσημέρι αναχώρησαν για να βάλουν τον αυτοκράτορα στην πόλη και να τον οδηγήσουν στο παλάτι που είχαν ετοιμάσει γι΄ αυτόν.76

Είχαν μαζευτεί όλοι, άνδρες και γυναίκες, για την υποδοχή,77 το θέαμα και την ψυχαγωγία. Κι έβλεπες αρχόντισσες να χορεύουν, άλλες να κάθονται με λαμπρότητα στα πάνω δωμάτια και στα κεραμίδια, γιατί στη Φλωρεντία βαδίζουν και κάθονται άφοβα πάνω στα κεραμίδια, άλλες λαμπρά ετοιμασμένες να έχουν πιάσει στα τρίστρατα τα μέρη με την καλύτερη θέα, για να δουν την αυτοκρατορική πομπή. Σε όλα τα σημεία είχε στηθεί χαρούμενη γιορτή για την είσοδο τού αυτοκράτορα. Αλλά η μέρα, που από το πρωί και μέχρι την έκτη ώρα μετά το μεσημέρι ήταν λαμπρότατη και λουζόταν από τον ήλιο, μετά την τρίτη ώρα σκυθρώπιαζε και σκοτείνιαζε, καθώς σύννεφα σκέπαζαν τις ακτίνες τού ήλιου. Και όταν άρχισε ο αυτοκράτορας να προχωράει προς την Φλωρεντία, άρχισε να ψιχαλίζει, να δυναμώνει ολοένα, ενώ όταν πέρασε ο αυτοκράτορας την πύλη τής πόλης, ξέσπασε ραγδαία βροχή και οι άνθρωποι έτρεχαν από τούς δρόμους να μπουν στα σπίτια και να κρυφτούν. Περνούσε λοιπόν ο αυτοκράτορας την πόλη καταβρεχόμενος, έχοντας δύο καρδιναλίους να προχωρούν δίπλα του, ενώ από πάνω του υπήρχε χρυσοΰφαντος ουρανός που έσταζε κι αυτός ή, για να το πω καλύτερα, που βρεχόταν κι έβρεχε. Κι έτρεχε να φτάσει στην οικία που τού είχε δοθεί και να ξεφύγει από τη βίαιη και σφοδρή νεροποντή. Ούτε λοιπόν οι ήχοι από τις καμπάνες, ούτε οι μουσικές των σαλπίγγων πρόσφεραν κάποιαν απόλαυση στους παρευρισκόμενους ή στους θεατές. Αλλά η γιορτή για την είσοδο τού αυτοκράτορα στην πόλη μετατράπηκε σε ζοφερή και αγιόρταστη, αφού η έντονη νεροποντή78 είχε διαλύσει από ώρα τη γιορτινή συγκέντρωση.

<-6. Οι συνεδριάσεις τής Συνόδου στη Φερράρα 8. Η Σύνοδος στη Φλωρεντία->
error: Content is protected !!
Scroll to Top