<-11. Άφιξη στη Βενετία και επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη | Επίλογος-> |
Κεφάλαιο 12: Οι διαμάχες ενωτικών και ανθενωτικών στην Κωνσταντινούπολη
Ο Θεός θα μάς απαλλάξει
από τούς φόβους και τούς κινδύνους
που μάς απειλούν απ΄ έξω
και θα μάς διαφυλάξει αβλαβείς,
όπως έκανε πολλές φορές
και όπως κάνει πάντοτε,
τόσο για εμάς
όσο και για την πόλη αυτή.
Περιεχόμενα κεφαλαίου1
Εδώ περιέχονται πώς μάς συμβούλευσε ο αυτοκράτορας να ενωθούμε με τούς συναδέλφους μας κληρικούς που είχαν παραμείνει εδώ και πώς έκανε πατριάρχη τον κυρ Μητροφάνη. Και πώς απομακρυνθήκαμε εμείς από αυτόν, βλέποντας ότι δεν φρόντιζε για τη διόρθωση τής Εκκλησίας. Και πώς έσπευσε ο αυτοκράτορας να μάς επισκεφτεί για να βρεθούν τρόποι ενωτικοί. Κι εμείς δεν ενδώσαμε, αλλά καθόμασταν ιδιωτεύοντας.
1. Οι κληρικοί τής Αγίας Σοφίας μποϊκοτάρουν εκείνους που υπέγραψαν2
Ο αυτοκράτορας λοιπόν είχε καταβληθεί από την απροσδόκητη λύπη και για πολλές ημέρες δεν έβγαινε από το παλάτι και δεν φρόντιζε καθόλου για τα εκκλησιαστικά. Κι εμείς, όσοι είμασταν άρχοντες τού κλήρου τής μεγάλης τού Θεού εκκλησίας, μαζί και με τούς κάτω από εμάς, μαζευόμασταν πάλι στη μεγάλη εκκλησία. Κατά την πρώτη εβδομάδα των Νηστειῶν είμασταν παρόντες σε όλες τις ιερές τελετές, όπως προέβλεπε η αρχαία τάξη μας. Παρόντες ήσαν επίσης και οι κληρικοί που είχαν παραμείνει εδώ και οι οποίοι κατείχαν την εκκλησία και μάς έβλεπαν με περιφρόνηση. Όταν έφτασε η γιορτή τής Ορθοδοξίας,3 καταλαβαίνοντας ότι αν θέλαμε να λειτουργήσουμε, θα προκαλούνταν σύγχυση, αποχωρήσαμε εκείνο το Σάββατο και την Κυριακή. Έπειτα συνεχίσαμε και πάλι να πηγαίνουμε σύμφωνα με την τάξη που είχαμε, αλλά οι πνευματικοί, οι ηγούμενοι και οι ιερείς μάς απέφευγαν όλοι ως λατινίσαντες.
2. Παρέμβαση τού αυτοκράτορα4
Στη διάρκεια λοιπόν τής τρίτης εβδομάδας των Νηστειῶν5 κάλεσε ο αυτοκράτορας εμάς τούς σταυροφόρους και ρώτησε:
«Γιατί δεν φροντίζετε και δεν λειτουργείτε εσείς και οι δικοί σας στη μεγάλη εκκλησία; Αυτό δεν είναι καλό και δεν επιτρέπω να παραμελείτε».
Εμείς απαντήσαμε:
«Η αμέλεια δεν οφείλεται σ΄ εμάς, αλλά στους άρχοντες που είχαν παραμείνει εδώ.6 Αποχωρήσαμε γιατί μάς αποφεύγουν. Την Κυριακή τής Ορθοδοξίας λειτούργησαν μαζί με τον άρχοντα των μοναστηριών και τον άρχοντα των αντιμινσίων, επειδή εκείνοι δεν έχουν δεχτεί την ένωση, αλλά εμάς δεν μάς δέχτηκαν, γι΄ αυτό δεν λειτουργήσαμε».
Ρώτησε λοιπόν ο αυτοκράτορας:
«Και ποιος το έκανε αυτό;»
Και είπε στον Σακελλίου:7
«Γιατί λειτούργησαν οι δύο εκείνοι, αλλά αυτοί όχι; Έπρεπε ή να λειτουργήσουν κι αυτοί μαζί τους ή να μη λειτουργήσουν ούτε εκείνοι. Δεν θέλω να ξαναγίνουν τέτοια πράγματα, αλλά να ενωθείτε και να λειτουργείτε».
Είπαμε λοιπόν:
«Πώς θα λειτουργήσουμε μαζί, όταν μάς αποφεύγουν;»
Κι ο αυτοκράτορας πρόσταξε:
«Μού φαίνεται καλό να δει ο μεγάλος χαρτοφύλαξ κάποιους από αυτούς, τούς πιο εύκολους και ευπειθείς, να τούς παρακινήσει και να τούς πείσει να λειτουργήσει μαζί τους μια Κυριακή. Και μιαν άλλη πάλι Κυριακή να κάνει το ίδιο με άλλους ο μεγάλος εκκλησιάρχης. Μιαν άλλη άλλος κι έτσι θα ενωθείτε. Απορώ όμως γι΄ αυτούς. Για τι πράγμα νομίζουν άραγε ότι διαμαρτύρονται; Γιατί εγώ αποδέχομαι ήδη την ένωση, ενώ την αποδέχονται και οι αρχιερείς και θα ψηφίσουν και πατριάρχη εκείνον που θ΄ αποδέχεται την ένωση. Όταν λοιπόν αυτοκράτορας, πατριάρχης και αρχιερείς αποδέχονται την ένωση, τι άραγε θα κατορθώσουν εκείνοι που εναντιώνονται σε αυτήν; Όμως εσείς φροντίστε όπως είπαμε και να λειτουργείτε στην εκκλησία».
3. Ο συγγραφέας και οι κληρικοί τής συνόδου λειτουργούν. Οι άλλοι απέχουν8
Είδαμε λοιπόν κάποιους, τούς το είπαμε, πείστηκαν όσο ήταν δυνατό και την Κυριακή τής Σταυροπροσκυνήσεως9 λειτούργησε ο μεγάλος χαρτοφύλαξ μαζί με άλλους από εκείνους που ήσαν μαζί μας στη σύνοδο. Αλλά δεν λειτούργησε ούτε ο εφημέριος, ούτε άλλος κανένας από εκείνους που υποτίθεται ότι είχαν πειστεί. Απλά υποκρίθηκαν. Έπειτα, αφού μάς εξαπάτησαν, το σταμάτησαν κι αυτό, παράτησαν εντελώς την Εκκλησία και λειτουργούσαν εκείνοι που ήσαν μαζί μας.
Κάναμε και τις γιορτές τής Μεγάλης Εβδομάδας10 με εκείνους που ήσαν μαζί μας. Από τότε όμως ο μεγάλος χαρτοφύλαξ κι εγώ θέλαμε να τα σταματήσουμε όλα και να ιδιωτεύσουμε. Βλέποντας και την αριθμητική ανεπάρκεια των ανθρώπων στην εκκλησία και ότι ούτε ο πάπας μνημονευόταν, ούτε η απόφαση τής συνόδου διαβάστηκε, ούτε γινόταν κάποια άλλη καινοτομία, πηγαίναμε και φροντίζαμε για τα ζητήματα τής εκκλησίας και λειτουργούσαμε όταν το απαιτούσαν οι γιορτές, θεωρώντας ότι ήταν συμφέρον να το κάνουμε αυτό, μέχρι να υπάρξει πατριάρχης, νομίζοντας ότι ίσως τότε γινόταν κάποια διόρθωση.
4. Σύγκληση συνόδου με σκοπό την εκλογή πατριάρχη11
Πέρασαν έτσι μήνες, ο Φεβρουάριος, ο Μάρτιος, ο Απρίλιος και ο μεν αυτοκράτορας παραμέλησε τα εκκλησιαστικά, γιατί δεν είπε κάτι περισσότερο γι΄ αυτά σε κανέναν, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη στηρίζονταν περισσότερο, περιφρονούσαν αυτά που είχαν γίνει στη σύνοδο και αποσιωπούσαν τη μνημόνευση τού αυτοκράτορα. Εμείς δυσφορούσαμε, επειδή δεν είχαμε σπάσει γρήγορα τον δεσμό μας με την ένωση. Κι ο αυτοκράτορας, όταν αναγκάστηκε, θέλησε να κάνει πατριάρχη. Πρώτα λοιπόν πρόσταξε κάποιους άρχοντες και είδαν τον Εφέσου και τού ζήτησαν και τον πίεσαν να συμφωνήσει να γίνει πατριάρχης. Όταν είδαν ότι εκείνος δεν το δεχόταν καθόλου, πρόσταξε ο αυτοκράτορας να γίνει ψηφοφορία.
Από τον Εφέσου δεν ζήτησαν να λάβει μέρος στην ψηφοφορία, επειδή τον εύρισκαν να έχει απομακρυνθεί απ΄ όλους όσοι συμμετείχαν στη σύνοδο. Τον Ηρακλείας όμως τον ανάγκασαν, επειδή ούτε εκείνος επιθυμούσε να είναι παρών. Γιατί έλεγε σε κάποιους από εκείνους που συνομιλούσαν μαζί του:
«Αυτό που έγινε στη Φλωρεντία είναι κακό, ολέθριο, φθορά τής ορθόδοξης πίστης κι έγινε με τη βία. Κακώς έκανα κι εγω που υπέγραψα, αλλά πιέστηκα. Πρέπει να κοπεί αυτό το χέρι που υπέγραψε».12
Και άλλα τέτοια έλεγε στους φίλους του. Γι΄ αυτό ούτε στην ψηφοφορία ήθελε να πάει. Τού το απαίτησαν όμως και τον παρακίνησαν, ιδιαίτερα ο μεγάλος χαρτοφύλαξ. Γιατί εκείνος τον συμβούλευσε:
«Έλα μάλλον και πες στη σύνοδο αυτά που λες ιδιωτικά».
Αφού συγκεντρώθηκαν στον ναό των Αγίων Αποστόλων και οι υπόλοιποι αρχιερείς για να ψηφίσουν, ήρθε κι αυτός και τούς είπε:
«Δεν ήρθα εδώ για να ψηφίσω, αλλά για να σάς πω αυτά που θέλω. Λέω λοιπόν ότι εγώ κατά τα γεγονότα στη Φλωρεντία ούτε λέγοντας τη γνώμη μου συμφώνησα με εσάς που υποστηρίξατε την ένωση, όπως κι εσείς γνωρίζετε, ούτε συμφώνησα με το γεγονός ως υγιές. Ούτε συμφώνησα με τη θέλησή μου. Γιατί αν και δεν ήθελα, δεν γνωρίζω πώς υπέγραψα την απόφαση. Πιστεύω όμως ότι εκείνα που περιλαμβάνονται σε αυτήν είναι αντίθετα με την παράδοση τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού και ξένα με τη δική μας Εκκλησία. Και από τότε, έχοντας βάρος στη συνείδησή μου, φθειρόμουν, στενοχωριόμουν σαν να πιεζόμουν από πολύ μεγάλο φορτίο και αναζητούσα τρόπο να το βγάλω από πάνω μου. Τώρα λοιπόν ευχαριστώ τον Θεό που με αξίωσε να σάς δω συγκεντρωμένους, να πω εκείνα που ήθελα και ν΄ αποτινάξω ενώπιόν σας το βάρος. Κατά συνέπεια λέω τώρα ότι το ξεφορτώνομαι και ο ίδιος εμπράκτως, ότι μάλλον ούτε συμφώνησα με την ένωση, την απόφαση και τα περιλαμβανόμενα σε αυτήν και τα εγκαταλείπω ως ασύμφωνα και αταίριαστα με την αρχαία παράδοση τής αγίας καθολικής Εκκλησίας μας. Προσφέρω επίσης τον εαυτό μου στη Εκκλησία ως υπεύθυνο, επειδή υπέγραψα κάτι που δεν έπρεπε να υπογράψω».
Και αφού είπε κι άλλα τέτοια, σιώπησε.
5. Επιλογή των τριών ονομάτων που θα ψηφιστούν13
Άρχισαν λοιπόν οι αρχιερείς να διαλέγουν και να ψηφίζουν πρόσωπα και πάνω απ΄ όλα θέλησαν να δώσουν τις ψήφους τους στον Ηρακλείας, αλλά εκείνος δεν ήθελε. Γιατί όλοι έλεγαν,
«καλό είναι να τού δώσουμε την ψήφο μας, ας τη δώσουμε»,
αλλά εκείνος έλεγε:
«Αφήστε με, σάς παρακαλῶ, γιατί δεν θα γίνω πατριάρχης. Εσείς εγκρίνετε την ένωση κι εγώ δεν την εγκρίνω. Πώς άραγε μπορώ να γίνω πατριάρχης, όταν δεν εγκρίνω την ένωση;»
Αφού λοιπόν τού το ζήτησαν πολλές φορές και άκουσαν τα ίδια από αυτόν, είπαν ο Νικαίας14 και ο Μυτιλήνης:
«Επειδή τού το ζητήσαμε και δεν θέλει, αλλά ούτε εγκρίνει την ένωση, είναι άσκοπο να τον πιέζουμε. Ας προχωρήσουμε στην εκλογή άλλων προσώπων».
Και επέλεξαν τον Τραπεζούντος, τον Κυζίκου και τον ηγούμενο τού Βατοπαιδίου, τον ιερομόναχο κυρ Γεννάδιο.15 Δέχτηκε λοιπόν ο αυτοκράτορας τις ψήφους, αλλά δεν ενέκρινε ότι δεν είχαν βάλει και τον Ηρακλείας. Τού ανέφεραν ότι ο ίδιος επέμενε να μην είναι στον κατάλογο. Και τού είπαν όσα άκουσαν και είπαν.
Κι ο αυτοκράτορας είπε ότι δεν έπρεπε να τούς εμποδίσουν τα λόγια εκείνου. Έπρεπε να τον βάλουν στην ψηφοφορία και θα φρόντιζε ο ίδιος τι θα γινόταν. Έπειτα, όταν εξέτασε τα προταθέντα ονόματα, απέκλεισε τον αγιορείτη16 και ανέθεσε στον μεγάλο πρωτοσύγκελλο και στον κυρ Γεώργιο τον Δισύπατο να εξετάσουν τον Τραπεζούντος, αν συμφωνούσε με την ένωση. Πήγαν λοιπόν και τού είπαν πολλά λόγια υπέρ τής ένωσης, ότι έγινε με καλό τρόπο, ότι ήταν αναγκαία, ότι ήταν απαραίτητο να την υποστηρίζουν όλοι και ότι όφειλε να την υποστηρίζει και ο ίδιος και ζήτησαν απάντηση σε αυτά. Και ο Τραπεζούντος, απαντώντας αναλυτικά στα επιχειρήματά τους, είπε σε γενικές γραμμές:
«Ούτε καλή μου φαίνεται η ένωση αυτή, ούτε ότι έγινε καλά. Γι΄ αυτό δεν μπορώ να την εγκρίνω».
Κι όταν προσπάθησαν να τον πείσουν με πολλά λόγια και πρόσθεσαν ότι αν συμφωνούσε με την ένωση και πληροφορούσε τον αυτοκράτορα μέσω αυτών, θα τον έκανε αμέσως πατριάρχη, εκείνος απάντησε:
«Αν η Εκκλησία ήταν ειρηνική, ομονοούσαν όλοι και δεν την τάραζε καμιά ζάλη, θα δεχόμουν το πατριαρχείο. Αλλά τώρα, μέσα σε τόση σύγχυση και διχόνοια τής Εκκλησίας, μού είναι αδύνατο να το δεχτώ, ακόμη κι αν ίσως συμφωνούσα με την πραγματοποιηθείσα ένωση. Πόσο μάλλον που ούτε καλή μου φαίνεται, ούτε ευσεβής, ούτε έγινε σύμφωνα με τον Θεό αυτή η ένωση, ούτε την δέχονται όλοι, ούτε εγώ. Αυτά απαντώ και κάνετε ό,τι νομίζετε ότι χρειάζεται. Γιατί από μένα δεν θα βρείτε τίποτε περισσότερο».
6. Ο επίσκοπος Κυζίκου Μητροφάνης εκλέγεται πατριάρχης17
Μόλις λοιπόν τα ανέφεραν αυτά στον αυτοκράτορα, πρόσταξε να δουν τον Κυζίκου και να εξετάσουν κι αυτόν για τα ίδια ζητήματα. Αυτά γίνονταν κρυφά, για να μην ξέρει ούτε ο ένας από τούς υποψήφιους ότι είδαν τον άλλο, αλλά να μην ξέρουν γι΄ αυτά τα πράγματα ούτε εκείνοι που θα ψήφιζαν ή οποιοιδήποτε άλλοι. Ήλθαν λοιπόν και στον Κυζίκου και τού είπαν εκείνα που είχαν πει και στον Τραπεζούντος και τον ρωτούσαν αν συμφωνεί με την ένωση. Και ο Κυζίκου απάντησε:
«Επειδή εμείς κάναμε την ένωση, οφείλουμε εμείς πάνω απ΄ όλους να την υποστηρίζουμε. Και την υποστηρίζουμε».
Τότε ρώτησαν:
«Πες μας αν πρόκειται να την υποστηρίζεις και στο μέλλον».
Κι εκείνος είπε:
«Μα αν δεν επρόκειτο να την υποστηρίζουμε πάντοτε, θα ήταν άσκοπο να κάνουμε την ένωση».
Τότε τον επαίνεσαν και τον ευχαρίστησαν που απάντησε πρακτικά και καλά και τού είπαν:
«Όσα είπε η μεγάλη αγιοσύνη σου πρέπει να γραφούν και να τα υπογράψεις».
Κι εκείνος είπε:
«Αν χρειάζεται, γράψτε τα».
Τα έγραψε λοιπόν αμέσως ο μεγάλος πρωτοσύγκελλος όπως ήθελε και τα υπέγραψε ο Κυζίκου. Κι εκείνοι τα πήγαν και τα ανέφεραν στον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας, ακόμη και μετά από αυτή τη δουλειά και τη λύση που βρέθηκε, αφού σκέφτηκε ποιο ήταν το σωστό, πρόσταξε να φτιαχτούν κλήροι. Έφτιαξαν λοιπόν δύο, όπου στον ένα έγραψαν το όνομα τού Τραπεζούντος και στον άλλο τού Κυζίκου. Μάλιστα όπως είπαν μερικοί, και στους δύο έγραψαν το όνομα τού Κυζίκου, στον ένα «ο κυρ Μητροφάνης» και στον άλλο «ο Κυζίκου». Τούς σφράγισαν και τούς έβαλαν πάνω στην αγία τράπεζα.18 Λειτούργησε ο μεγάλος πρωτόπαπας και μετά τη λειτουργία πήρε τον ένα από τούς δύο κλήρους κι έδωσε να τον προσκομίσουν στον αυτοκράτορα.19 Όταν ανοίχτηκε, βρέθηκε να έχει το όνομα τού Κυζίκου, εκείνου που υποσχόταν να υποστηρίζει την ένωση. Έπειτα πήραν και τον άλλο σφραγισμένο. Αμέσως λοιπόν τον ειδοποίησε ο αυτοκράτορας, προκειμένου να ετοιμαστεί και να δεχτεί το μήνυμα.20
Οι κλήροι και η απόφαση τού πατριαρχείου για τον Κυζίκου έγιναν την Κυριακή τού Τυφλού.21 Έτυχε να συμβεί κι αυτό. Μόλις έγινε πατριάρχης αυτός ο Κυζίκου, όταν χειροτόνησε τον πρώτο μητροπολίτη (κι αυτός ήταν ο Χερσώνος),22 ειπώθηκαν τα λόγια: «Αν τυφλός οδηγεί τυφλό, θα πέσουν και οι δύο σε χαντάκι». Το σημείωσαν κι αυτό μερικοί, όπως σημείωσαν και τα συμβάντα στη Φλωρεντία με τον ίδιο τον Κυζίκου, τα οποία έχουν αναφερθεί στην αρχή τού προηγούμενου κεφαλαίου.23
7. Ο συγγραφέας παρουσιάζεται στον νέο πατριάρχη και παίρνει διαβεβαιώσεις24
Ο υποψήφιος λοιπόν ετοιμαζόταν με βιασύνη, ενώ άρχισαν να τον επισκέπτονται όλοι ως πατριάρχη. Πήγαμε κι εμείς, ο μεγάλος χαρτοφύλαξ κι εγώ, και τον είδαμε μαζί. Τού αναφέραμε ότι είχαμε δεχτεί με χαρά εκείνο που είχε συμβεί σε αυτόν, τού είπαμε πολλά επαινετικά και παρακλητικά λόγια και τού θυμίσαμε τη φιλία μας που προερχόταν από τούς προγόνους και τούς γονείς μας. Επίσης ότι σκοπεύαμε να τον έχουμε πατριάρχη, αφέντη, πατέρα και φίλο μας, αν φρόντιζε να διορθώσει την Εκκλησία. Κι ότι αν γινόταν αυτό, θα είμασταν κι εμείς πρόθυμοι υπηρέτες και συνεργάτες του. Αλλά ότι χωρίς αυτό ήταν αδύνατο να τον ακολουθήσουμε.
Αποδέχθηκε λοιπόν όσα τού είπαμε και επαίνεσε τούς γονείς μας, εμάς προσωπικά και τον σκοπό που είχαμε για την εκκλησιαστική διόρθωση, για την οποία είπε:
«Φροντίζω κι εγώ. Θα προσκαλέσω και τον Εφέσου και τον Ηρακλείας να συζητήσουμε και αν δεν συμφωνήσουμε όλοι να ενωθούμε και να λειτουργήσουμε μαζί, ούτε εγώ θα λειτουργήσω. Να ξέρετε ότι δεν πρόκειται να κάνω τίποτε διαφορετικό από αυτό που σάς λέω».
Τον ευχαριστήσαμε λοιπόν γι΄ αυτά και με την άδειά του αποχωρήσαμε. Αλλά και μερικοί από τούς αρχιερείς τού μίλησαν για το θέμα με τον ίδιο τρόπο με εμάς και τα ίδια απάντησε και σε εκείνους. Γι΄ αυτό και μείναμε κοντά του, περιμένοντας τη διόρθωση. Δεν ξέραμε όμως ότι είχε δώσει υπόσχεση στον αυτοκράτορα να υποστηρίζει την ένωση. Γιατί αυτό ακούστηκε αργότερα, ύστερα από καιρό.
8. Ειδοποίηση τού νέου πατριάρχη από τον αυτοκράτορα και εγκατάστασή του25
Ετοιμάστηκε λοιπόν ο Κυζίκου και δέχτηκε το μήνυμα. Προσκάλεσε επίσης και τον Τραπεζούντος και τον Ηρακλείας να είναι παρόντες στο μήνυμα, αλλά δεν ήρθαν. Την Τετάρτη λοιπόν, τη μέρα που σταματά26 η γιορτή τής Αγίας τού Χριστού Αναστάσεως, η οποία ήταν και 4η Μαΐου, ήρθε στο παλάτι και εγκαταστάθηκε από τον αυτοκράτορα ως πατριάρχης.27 Είμασταν κι εμείς παρόντες και στο μήνυμα και στην τελετή εγκατάστασης,28 ενώ τον συνοδεύσαμε και στο πατριαρχείο. Ήταν επίσης παρών και ο λατινεπίσκοπος τού πάπα, ο Χριστόφορος, ο οποίος σε όλη τη διαδρομή βρισκόταν κοντά, στα δεξιά τού πατριάρχη, χωρίς ν΄ απομακρύνεται. Κι αυτό προξενούσε στον λαό μεγαλύτερη μομφή και αποστροφή για τον πατριάρχη, που αποδεχόταν έτσι τον λατινισμό. Ο λαός δεχόταν την ευλογία τού πατριάρχη με μεγάλη δυσαρέσκεια, ενώ μερικοί πισωπατούσαν για να μη βλέπουν την ευλογία του. Θα προσθέσω κι ένα μικρό αφήγημα, για να δείξω τον θερμό ζήλο αυτού τού ευσεβούς και χριστιανικότατου λαού προς την ορθοδοξία, αφήγημα που είναι χαριτωμένο κι από άλλες απόψεις.
9. Μικρή περιπέτεια ιερέα που παρακολούθησε την πομπή τού νέου πατριάρχη29
Ένας ιερέας ήθελε να δει πώς γίνεται η επίσημη τελετή εγκατάστασης τού νέου πατριάρχη. Το όνομά του ήταν Θεοφύλακτος. Δανείστηκε λοιπόν άλογο (γιατί δεν είχε δικό του), ήρθε στο παλάτι και αφού είδε την τελετή εγκατάστασης, ήρθε μαζί μας μέχρι το πατριαρχείο. Έπειτα γύρισε στο σπίτι του και την ώρα τού εσπερινού σήμανε (γιατί ήταν η γιορτή τής Αναλήψεως), αλλά κανένας δεν ήρθε στην εκκλησία του. Το ίδιο έγινε και στον όρθρο. Πάλι κανένας δεν ήρθε. Περίμενε και την ώρα τής λειτουργίας, να τού φέρει κανείς λειτουργία και δεν έφεραν,30 γι΄ αυτό δεν λειτούργησε. Αγανάκτησε λοιπόν, πήγε σ΄ εκείνους που συνήθιζαν να εκκλησιάζονται και τούς ρωτούσε γιατί δεν ήρθαν στην εκκλησία, σε μέρα που ήταν μάλιστα γιορτινή.
Κι εκείνοι τού έλεγαν:
«Γιατί ακολούθησες κι εσύ τον πατριάρχη και λατίνισες».
Έλεγε λοιπόν ο ιερέας:
«Και πώς λατίνισα; Εγώ πήγα απλώς να δώ τη τελετή την οποία δεν είχα δει ποτέ. Ούτε φόρεσα άμφια, ούτε έψαλα, ούτε έκανα κάτι ιερατικό. Πώς λοιπόν λατίνισα;»
Κι εκείνοι είπαν:
«Ανακατεύτηκες όμως με τούς λατινίσαντες, περπατούσες μαζί τους μπροστά από τον λατινόφρονα πατριάρχη κι έφτανε σε σένα η ευλογία του».
Τότε κουράστηκε να τούς παρακαλάει με ένορκες υποσχέσεις ότι δεν θα πήγαινε με τον πατριάρχη ή με εκείνους που τον προσέγγιζαν. Και μόνο τότε μπόρεσε να τούς πείσει να μαζεύονται πάλι στην εκκλησία. Αν και το παραπάνω προστέθηκε στην αφήγηση σαν κάποιου είδους καρύκευμα, ωστόσο μπορούν και από αυτό να συμπεράνουν εκείνοι που θέλουν, τη διάθεση που έχει, με τη χάρη τού Θεού, αυτός ο χριστιανικότατος λαός για τα υγιή δόγματα τής Εκκλησίας και πόσο αποστρέφεται και μισεί τα νόθα και τα ξένα.
10. Ο συγγραφέας διαχωρίζεται από τον πατριάρχη31
Ο πατριάρχης καθόταν στο πατριαρχείο και πηγαίναμε κι εμείς σε αυτόν με το αξίωμα που είχαμε και προηγουμένως. Όταν πλησίαζε η γιορτή τού Αγίου Πνεύματος και ετοιμαζόταν να λειτουργήσει, βλέποντας εμείς ότι δεν φρόντιζε για τη διόρθωση, όπως έλεγε, απομακρύνθήκαμε από αυτόν. Λειτούργησε λοιπόν την Κυριακή τής Πεντηκοστής και ούτε ο Τραπεζούντος, ούτε ο Εφέσου, ούτε ο Ηρακλείας λειτούργησαν μαζί του. Κάποιοι άλλοι αρχιερείς επίσης δεν ήθελαν να λειτουργήσουν μαζί του, αλλά όταν το εμαθε ο αυτοκράτορας, τούς παρακάλεσε με λόγια πολλά και λειτούργησαν. Εκείνη ακριβώς τη μέρα απέδρασε ο Εφέσου κι έφυγε στην Προύσα και από εκεί στην Έφεσο. Με τον ίδιο τρόπο και ο Ηρακλείας, βγαίνοντας από τη Χρυσή Πύλη,32 περπατώντας νύχτα και μέρα δεν σταμάτησε πουθενά,33 μέχρι να φτάσει στο Τζούρουλο.34
Κάλεσαν εμάς στο παλάτι μετά τη λειτουργία, έχοντας δει ότι δεν λειτουργήσαμε. Είχε μάλιστα τύχει εκείνη τη μέρα να έχουμε πιει και οι δύο καθαρτικό φάρμακο,35 και ούτε ο μεγάλος χαρτοφύλαξ γνώριζε για μένα, ούτε εγώ για εκείνον. Επειδή όμως έτσι είχε συμβεί, δεν πήγαμε.
Τη Δευτέρα τού Αγίου Πνεύματος, πηγαίνοντας πολύ πρωί, μάθαμε ότι ο αυτοκράτορας είχε πάει για κυνήγι. Συναντήσαμε τον μεσάζοντα Καντακουζηνό και μαθαίνοντας από αυτόν την αιτία τής πρόσκλησής μας, τού είπαμε ότι δεν είχαμε μπορέσει να πάμε, επειδή είχαμε πιεί το φάρμακο. Για το συγκεκριμένο ζήτημα τού είπαμε τα εξής:
«Εμείς ταχθήκαμε στην αγιότατη μεγάλη εκκλησία και υπηρετήσαμε κι αυτήν και τούς πατριάρχες κατά τη δύναμή μας. Την ακολουθήσαμε και στην Ιταλία και δεν θ΄ αναφέρουμε πόσους κινδύνους και ταλαιπωρίες υποστήκαμε. Όμως κι εκεί φροντίζαμε, όσο μπορούσαμε, για την Εκκλησία μας, την πατρίδα και το γένος μας, όντας υπάκουοι και πειθαρχικοί στις εντολές τού αυτοκράτορα και τού πατριάρχη. Όταν όμως είδαμε τούς δικούς μας να ταρακουνούν με τη θέλησή τους το δόγμα τής δικής μας Εκκλησίας και να γκρεμίζουν το καθαρό της ύψος, αντισταθήκαμε, δεν υποχωρούσαμε, ούτε προσχωρήσαμε στη γνώμη εκείνων που πρόδιδαν τα δικά μας. Γι΄ αυτό και αποβληθήκαμε από τις συνεδριάσεις από τον αυτοκράτορα. Αφού λοιπόν τα ολοκλήρωσαν όλα όπως ήθελαν και συνέταξαν την απόφαση, μάς πίεζε για λόγο που δεν γνωρίζουμε ο Φιλανθρωπινός, με αυτοκρατορική εντολή, να υπογράψουμε και ν΄ αφήσουμε τα πολλά, τόσο εκείνα που είπαμε και μεταφέρθηκαν στον αυτοκράτορα, καθώς κι εκείνα που ακούσαμε. Πιεστήκαμε τόσο πολύ, που υπογράψαμε ακόμη και χωρίς τη θέλησή μας. Από τότε λοιπόν το είχαμε βάρος στη συνείδησή μας και θέλαμε να ιδιωτεύσουμε. Συμμετείχαμε όμως στα πράγματα, επειδή ούτε η απόφαση διαβάστηκε, ούτε ο πάπας μνημονεύτηκε, περιμένοντας να γίνει και κάποια εκκλησιαστική διόρθωση. Τώρα πια, μη αντέχοντας να κουβαλάμε το βάρος στη συνείδησή μας, παραιτηθήκαμε και από το αξίωμα που είχαμε στο πατριαρχείο, από την τιμή και πρόοδο που μάς πρόσφερε αυτό, καθώς και από οτιδήποτε άλλο περιερχόταν σ΄ εμάς από αλλού. Υποβάλαμε τούς εαυτούς μας σε αδράνεια, ώστε ιδιωτεύοντας έτσι να παρακαλέσουμε τον Θεό να μάς προσφέρει έλεος και να μάς συγχωρήσει αυτό το μεγάλο σφάλμα και φοβερό παράπτωμα στο οποίο πέσαμε ακόμη και χωρίς τη θέλησή μας. Αυτά είναι τα δικά μας, τα οποία θ΄ αναφέρουμε και στον αφέντη μας τον αυτοκράτορα όταν προστάξει, όπως και τώρα τα αναφέραμε στη δική σου ενδοξότητα, ενώ θα τα επιβεβαιώσουμε και με έργα, όπως θα δείξει ο καιρός».
Ο μεσάζων τα άκουσε αυτά με ενόχληση και όταν τελειώσαμε, είπε:
«Ειλικρινά, λυπάμαι πολύ, αφενός επειδή είστε απαραίτητοι, μορφωμένοι, χρήσιμοι και καλοί άνθρωποι και αν τηρήσετε αυτά που λέτε θα σάς χάσει και η Εκκλησία και η πολιτεία, πράγμα που είναι βαρύ, αφετέρου επειδή θα προκαλέσετε και στα πράγματα σύγχυση και μεγάλη ζημιά».
Μακρηγόρησε πολύ στο ζήτημα τής σύγχυσης και τής αδυναμίας τής Πόλης κι έσπευσε να μάς εμποδίσει από εκείνο που είχαμε την πρόθεση να κάνουμε. Στο τέλος πρόσθεσε:
«Σκεφτείτε καλά, προσέχετε μην κάνετε τίποτε απερίσκεπτο ή χωρίς να το μελετήσετε, και ύστερα μετανιώσετε».
Κι εμείς είπαμε:
«Το έχουμε σκεφτεί καλά εδώ και καιρό και δεν θα μετανιώσουμε, αλλά είμαστε έτοιμοι να υποστούμε δήμευση, περιορισμό, εξορία και οτιδήποτε άλλο προστάξει ο αφέντης μας ο αυτοκράτορας».
Εκείνος μάς είπε πάλι συμβουλευτικά πολλά επιχειρήματα για να μάς εμποδίσει κι έτσι μάς άφησε να φύγουμε.
11. Ο συγγραφέας εξηγεί στον πατριάρχη τη στάση του36
Την επομένη πήγαμε και στον πατριάρχη και τού είπαμε:
«Εμείς και πριν υπηρετούσαμε την Εκκλησία τού Θεού, όσο περνούσε από το χέρι μας. Και μετά την επάνοδο από την Ιταλία φροντίζαμε όσο ήταν δυνατό, παραβιάζαμε και τις συνειδήσεις μας, μαζεύαμε και τούς υπόλοιπους και πραγματοποιούσαμε τις τελετές τής Εκκλησίας, για να μην αδρανήσει εντελῶς. Περιμέναμε και τη διόρθωση, όπως αναφέραμε στη μεγάλη αγιοσύνη σου πριν δεχτείς το μήνυμα τού πατριαρχείου. Και είχαμε δεχτεί, εφόσον γινόταν διόρθωση, να υπάρχουμε και πάλι ως άρχοντες τής Εκκλησίας, ως γιοί σου και ως φίλοι σου και να διεκπεραιώνουμε και τα εκκλησιαστικά και τα ζητήματα τής μεγάλης αγιοσύνης σου πολύ περισσότερο και καλύτερα από πριν. Τώρα όμως, επειδή δεν έγινε διόρθωση, δεν μπορούμε πια να λειτουργήσουμε μαζί σου και να συμπράξουμε με εκείνους που συμφωνούν με την ένωση. Γι΄ αυτό τα παρατήσαμε όλα και ούτε στη γιορτή ήρθαμε, ούτε θα έλθουμε στο μέλλον, αλλά θα παραμείνουμε στα σπίτια μας ιδιωτεύοντας, για να παρακαλούμε και τον Θεό για εξιλέωση τού σφάλματός μας και δεν συγκρουόμαστε με κανένα μέρος. Ήρθαμε λοιπόν να σε προσκυνήσουμε, να σού τα αναφέρουμε αυτά και ν΄ αποχωρήσουμε».
12. Η αντίδραση τού πατριάρχη37
Ο πατριάρχης τα δέχτηκε βαριά και είπε:
«Δεν μού φαίνονται καλά αυτά που λέτε. Για ποιον λόγο παραιτείστε από τον κλήρο και από το αξίωμά σας; Αυτό δεν είναι καλό. Περιμένετε, παραμείνετε στο αξίωμα που έχετε, προσέξτε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Εγώ θέλω να σάς έχω κοντά μου ως καλούς, χρήσιμους και τίμιους ανθρώπους, ενώ γνωρίζω και τη γνώση, τη συνείδηση και την πείρα που έχετε στα πράγματα, μεγαλύτερη απ΄ όλους τούς άλλους. Και μαζί σας έχω το θάρρος να κάνω εκείνα που απαιτεί η τάξη τού πατριαρχείου. Αν λοιπόν δεν σάς έχω κοντά μου, δεν ξέρω τι θα μπορέσω να κάνω. Γι΄ αυτό ζητώ και επιμένω να το σκεφτείτε και να το μελετήσετε καλύτερα και να μην απομακρυνθείτε από εμάς».
Κι εμείς είπαμε:
«Το μελετήσαμε καλά, ύστερα από πολυήμερη σκέψη αποφασίσαμε αυτό που σού αναφέραμε και δεν θα κάνουμε διαφορετικά».
Τότε είπε ο πατριάρχης:
«Λοιπόν, έπρεπε να το πείτε και σε μένα αυτό από την αρχή. Γιατί αν το ήξερα, θα καθόμουν κι εγώ στο κελλί μου».
Και απαντήσαμε:
«Η μεγάλη αγιοσύνη σου δεν θα εμποδιζόταν για εμάς, αλλά εμείς στο αναφέραμε αυτό πριν δεχτείς το μήνυμα».
Ομολόγησε λοιπόν ο πατριάρχης:
«Πραγματικά, μού τα είχατε πει για το θέμα αυτό, αλλά δεν ήξερα ότι σκοπεύατε να παραιτηθείτε αμέσως. Τώρα εγώ δεν δέχομαι την παραίτησή σας, αλλά λέω και ζητώ να έρχεστε εδώ σύμφωνα με την τάξη την οποία είχατε. Κι αν δεν έρχεστε, εγώ δεν θα σάς αφήσω, αλλά θα σάς ειδοποιήσω και θα σάς προσκαλέσω και δύο, τρεις και πολλές φορές και πιστεύω ότι πάλι θα είστε μαζί μας».
Ήταν απόγευμα Τρίτης όταν μάς τα έλεγε αυτά. Και την Τετάρτη το πρωΐ, μόλις άρχισε η σύνοδος, είπε:
«Πρόσφατα ήρθαν εδώ ο μεγάλος χαρτοφύλαξ και ο μεγάλος εκκλησιάρχης και παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους.38 Γι΄ αυτό, όταν υπάρχει εδώ κάποιο ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα τού μεγάλου χαρτοφύλακα, να το διεκπεραιώνετε εσείς».
Περίμενε λοιπόν ο μεγάλος σακελλάριος39 να τελειώσει ο πατριάρχης την ομιλία του, για να τον ευχαριστήσει αμέσως και να το δεχτεί. Αλλά τον πρόλαβε ο μεγάλος σκευοφύλαξ.40 Γιατί πριν καλά τελειώσει την ομιλία του ο πατριάρχης, είπε αυτός:
«Όπως προστάζεις δεσπότη μου άγιε, πολλά τα έτη σου, εγώ θ΄ αναλάβω αυτή την υπηρεσία».
Υπέγραψε λοιπόν εκείνη τη μέρα δύο διαζύγια. Κι εμείς από τότε απομακρυνθήκαμε και δεν κάναμε πια τίποτε. Ευχαριστούσαμε σε αυτό μόνο τον πατριάρχη, ότι μάς απάλλαξε από λόγια, διαφωνίες και απαντήσεις, επειδή δεν θυμήθηκε καθόλου εκείνα που μάς έλεγε κι ούτε μάς ζήτησε την παραμικρή κουβέντα.
13. Ο συγγραφέας και ο μεγάλος χαρτοφύλακας καλούνται στο παλάτι41
Ύστερα από λίγες ημέρες ειδοποιηθήκαμε εμείς οι δύο με βασιλική εντολή και πήγαμε στο παλάτι. Και αφού μάς πήραν παράμερα οι μεσάζοντες, μάς είπαν:
«Δεν είναι καλό αυτό που κάνετε. Έχετε απομακρυνθεί από τον πατριάρχη, έχετε παραιτηθεί από την Εκκλησία και την τάξη σας και σκανδαλίζετε και τούς άλλους για την ένωση. Εσείς την κάνατε αυτή. Εσείς υπογράψατε και την απόφαση και οφείλετε να συμφωνείτε με αυτά, να καθοδηγείτε και τούς άλλους και να εργάζεστε πρόθυμα για να υπάρξει συναίνεση σε αυτά. Αν πιστεύατε ότι δεν γινόταν καλά η ένωση, εκεί έπρεπε να το πείτε, πριν γίνει η ένωση και ν΄ αγωνιστείτε για να γίνει καλά. Από τη στιγμή όπως που έγινε αυτή όπως έγινε και μεταφέρθηκε εδώ, τι νόημα έχει να μιλάτε εσείς ή άλλοι γι΄ αυτήν; Γι΄ αυτό πρέπει κι εσείς, ως φρόνιμοι και καλοί άνθρωποι, να φροντίσετε για το συμφέρον τής πατρίδας, για την τιμή τού γένους, ν΄ αφήσετε τα σκάνδαλα και να είστε ειρηνικοί και ενωμένοι με τον πατριάρχη».
Είπαν κι άλλα πολλά λόγια που αποσκοπούσαν στο ίδιο. Αλλ΄ απαντήσαμε:
«Ούτε την ένωση κάναμε εμείς, ούτε με την απόφαση συμφωνήσαμε. Τα έκαναν αυτά εκείνοι που απεδέχονταν τον λατινισμό κι εμείς αποβληθήκαμε με βασιλική εντολή και διαταχθήκαμε να σιωπούμε».
Και διηγηθήκαμε αυτά που επακολούθησαν εκεί για εμάς, όπως έχουν προαναφερθεί.
«Γι΄ αυτό», είπαμε, «ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να συμφωνούμε με την ένωση, ούτε ν΄ απαντάμε για εκείνα που έγιναν. Φροντίζουμε γι΄ αυτό που συμφέρει την ψυχή μας. Και γι΄ αυτόν τον λόγο επιλέξαμε να ιδιωτεύσουμε και να ζήσουμε απομονωμένοι».
Είπαν λοιπόν οι μεσάζοντες:
«Τα πράγματα εκεί έγιναν όπως έγιναν και ούτε εμείς λέμε ότι έγιναν καλά. Όμως, επειδή πήγατε εκεί, ήταν ανάγκη να υπάρξει κάποια συγκατάβαση, κάποιος συμβιβασμός, με τον οποίο θα ήταν δυνατό να είμαστε ενωμένοι. Αν λοιπόν τα πράγματα δεν έγιναν καλά εκεί, ας σκεφτούμε τώρα εμείς εδώ πώς έπρεπε να γίνουν και ας φροντίσουμε να βρούμε τον καλύτερο τρόπο, τον οποίο θα δεχτούν ίσως και εκείνοι. Και αν τον βρούμε, θα είμαστε και με εκείνους ειρηνικοί και ενωμένοι. Ζητάμε λοιπόν να πείτε κι εσείς συμβουλεύοντας κάποιον τρόπο, με τον οποίο θα μπορέσουμε να ενωθούμε καλά».
Κι εμείς είπαμε:
«Επειδή τα παρατήσαμε όλα και ιδιωτεύουμε, δεν έχουμε κάτι να πούμε ούτε γι΄ αυτό που ρωτάτε. Θα βρουν όμως εκείνοι που φροντίζουν γι΄ αυτά τα ζητήματα».
Και οι μεσάζοντες είπαν:
«Μη μιλάτε έτσι, γιατί δεν είστε τυχαίοι, αλλά είστε καλοί άρχοντες και χρήσιμοι, και πολίτες και πρακτικοί, και πρώτοι τής εκκλησιαστικής τάξης, και εσείς μάλλον οφείλετε να φροντίζετε γι΄ αυτά τα ζητήματα. Γιατί ακόμη κι αν έχετε παραιτηθεί απ΄ όλα, οφείλετε να συμβουλεύετε για εκείνο που θεωρείτε συμφέρον για την πατρίδα και την Εκκλησία. Πείτε λοιπόν. Τι νομίζετε γι΄ αυτά που λέμε;»
Και είπαμε εμείς:
«Δεν μπορούμε να βρούμε τέτοιον καλό ενωτικό τρόπο. Αν τον βρει κάποιος και τον ακούσουμε και μάς αρέσει, θα πούμε ότι είναι καλός τρόπος».
Τότε είπαν οι μεσάζοντες:
«Επειδή εσείς δεν λέτε κάτι, λοιπόν θα πούμε εμείς εκείνο που θεωρούμε καλό και αβλαβές. Για τη συνοδική απόφαση δεν λέμε τίποτε. Γιατί παραμένει κατά κάποιον τρόπο σαν αδρανής. Για τη μνημόνευση όμως ρωτάμε: δεν σάς φαίνεται καλός τρόπος, αν μνημονεύεται μόνο ο πάπας και είμαστε ενωμένοι μέσα από τη μνημόνευση αυτή; Απλά λόγια είναι η μνημόνευση, τα λέει ο διάκονος και με τα λόγια αυτά είμαστε ενωμένοι, χωρίς να ταρακουνάμε κάτι από τα δόγματά μας ή ν΄ αλλάζουμε κάποιο από τα έθιμά μας».
Εμείς απαντήσαμε:
«Το ζήτημα τής μνημόνευσης είναι σοβαρό. Γιατί μνημονεύονται στις Εκκλησίες εκείνοι που είναι ομόδοξοι και κοινωνικοί προς την ίδια Εκκλησία. Οι ακοινώνητοι δεν μνημονεύονται, ούτε έχει άδεια κάποιος από τούς ιερωμένους να εύχεται στην εκκλησία υπέρ ενός ακοινώνητου. Και ο πάπας είναι ακοινώνητος. Πώς λοιπόν θα μνημονεύεται ο ακοινώνητος μαζί με τούς κοινωνικούς;»
Τότε είπε ο μεσάζων Νοταράς:
«Το ζήτημα αυτό τού πάπα δεν είναι μνημόνευση, γιατί δεν εύχονται υπέρ εκείνου, αλλά μια κουβέντα λέει μόνο ο διάκονος, το ΄Ευγενίου τού μακαριοτάτου πάπα΄, και ούτε εκείνος εύχεται, ούτε ζητά από άλλους ευχή υπέρ τού πάπα».
Και είπα εγώ:
«Το ζήτημα των διπτύχων είναι μεγαλύτερο από κάθε μνημόνευση. Γιατί τα μεν άλλα απαιτούν ευχή από εκείνους που ακούν και από εκείνους που βρίσκονται έξω από το ιερό βήμα, αλλά τα δίπτυχα δεν απαιτούν ευχή από τούς εξωτερικούς. Ο ίδιος ο πατριάρχης λέει πρώτα «μνήσθητι κύριε πάσης επισκοπής ορθοδόξων, των ορθοτομούντων τον λόγον τής δικής σου αληθείας», δηλαδή εύχεται πρώτα ο πατριάρχης υπέρ των ορθοτομούντων. Κι αμέσως μετά, παίρνοντας τον λόγο ο διάκονος, κηρύσσει διαπεραστικά ποιοι είναι οι ορθοτομούντες. Απαριθμεί λοιπόν τον δικό μας πατριάρχη και τούς πατριάρχες τής Ανατολής ως ορθοτομούντες. Ορθοτομώ σημαίνει αποκόπτω τα νόθα, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος.42 Και ο πάπας δεν αποκόπτει, αλλά εισάγει μάλλον τα νόθα. Αν λοιπόν κηρυσσόταν το όνομα τού πάπα μαζί με εκείνα των πατριαρχών τής Ανατολής, ένα από τα δύο θα συμπεραινόταν αναγκαστικά: Ή ότι ορθοτομεί ο πάπας και δεν ορθοτομούν οι ανατολικοί, επειδή έχουν διαφορά στο άρθρο τής εκπόρευσης τού Αγίου Πνεύματος, άρθρο το οποίο είναι ένα από τα άρθρα τής πίστης και δεν συμφωνούν με τον πάπα στο δόγμα που πιστεύει για το θέμα αυτό ο πάπας. Ή ορθοτομούν οι ανατολικοί και ο πάπας δεν ορθοτομεί. Πώς λοιπόν είναι ευσεβές ή λογικό με κάποιον τρόπο, να μνημονεύονται στη θεία μυσταγωγία, να συνδέονται και να ενώνονται σαν να συμφωνούν, άνθρωποι που λένε τα αντίθετα; Αλλά το μεγαλύτερο και φοβερότερο είναι ότι και ο δέκατος κανόνας των Αγίων Αποστόλων λέει ότι «αν κάποιος συνεύχεται μαζί με ακοινώνητο ακόμα και σε σπίτι, ν΄ αφορίζεται κι αυτός».43 Ο πατριάρχης λοιπόν δεν συνεύχεται, αλλά υπερεύχεται τού πάπα. Και προσέξτε πόσο διαφέρει το να υπερεύχεται κανείς από το να συνεύχεται. Μεγάλο είναι αυτό και εντελώς ξένο με την ορθόδοξη Εκκλησία μας».
Είπε λοιπόν ο Νοταράς:
«Μακάρι να τα είχαμε προβλέψει αυτά και να καταργούσαμε εντελώς τα δίπτυχα από τη λειτουργία, πριν ετοιμαστούμε ν΄ αναχωρήσουμε για την Ιταλία».
Έπειτα, αφού μάς είπαν κι άλλα πολλά προτρεπτικά, να συγκεντρωνόμαστε και πάλι όπως και πριν και να είμαστε μαζί με τον πατριάρχη, στο τέλος πρόσθεσαν:
«Απαιτούμε να σκεφτείτε και να βρείτε καλό τρόπο, με τον οποίο θα είμαστε ενωμένοι. Γιατί θα ειδοποιηθείτε και θα έρθετε πάλι εδώ».
Ύστερα από αυτά, μάς άφησαν να φύγουμε.
14. Νέα κλήση των ίδιων στο παλάτι. Νέες εξηγήσεις44
Πέρασαν περισσότερες από δέκα μέρες και αφού ειδοποιηθήκαμε και πάλι με βασιλική εντολή, πήγαμε στο παλάτι. Μάς παρέλαβαν οι μεσάζοντες και αφού καθήσαμε ιδιαιτέρως, μάς ρώτησαν αρχικά αν είχαμε βρει κάποιον καλό τρόπο για την ένωση. Όταν άκουσαν ότι δεν είχαμε βρει, είπαν πολλά συμβουλευτικά και θελκτικά λόγια για να συμφωνήσουμε στην ένωση. Και για τη μνημόνευση είπαν:
«Είναι καλή και όχι βλαβερή, όπως λέτε. Γιατί σκεφτήκαμε κι εμείς για το θέμα αυτό και βρίσκουμε ότι δεν μάς βλάπτει καθόλου».
Και καθώς δεν μάς εύρισκαν καθόλου να υποχωρούμε στη δική τους επιθυμία, αλλά και να εναντιωνόμαστε μάλιστα, έγιναν πιο σκληροί απέναντί μας, λέγοντας και πιο άγρια λόγια. Και μάς χλεύαζαν για την υπογραφή τής απόφασης, ενώ περισσότερο μάς κορόϊδευε και μάς χλεύαζε ο Καντακουζηνός. Κι απαντήσαμε εμείς:
«Γνωρίζει ο Θεός με ποιον τρόπο και από ποιους έγιναν αυτά, ποιοι ήσαν οι συνεργοί αυτής τής βλαβερής ένωσης και ποιοι την αποτίναζαν αλλά δεν κατόρθωσαν να την αποκρούσουν. Και θα πληρώσει ανάλογα με την αξία των πράξεών τους όσους τα έκαναν και πρώτα εμάς, αν είμαστε οι υπαίτιοι. Όμως λέμε ότι πράξαμε άσχημα και διαθέτουμε τούς εαυτούς μας ως υπεύθυνους σε δήμευση, περιορισμό, εξορία και σε ό,τι άλλο προστάξει ο αυτοκράτορας ως αφέντης».
Κι εκείνοι είπαν:
«Αφήστε τα αυτά. Γιατί δεν προστάζει ο αυτοκράτορας αυτά που λέτε, αλλά δέχεται να είστε ειρηνικοί και ενωμένοι με τον πατριάρχη και μεταξύ σας. Γιατί αυτό είναι καλό και συμφέρον και πρέπει να φροντίσετε κι εσείς γι΄ αυτό».
Καθώς δεν βρήκαν από εμάς κάποια συγκατάβαση, μάς άφησαν και γυρίσαμε στα σπίτια μας. Καθόμασταν λοιπόν από τότε, χωρίς να συμμετέχουμε πουθενά, ζώντας με την αδράνεια και ζητώντας και περιμένοντας από τον Θεό διόρθωση τής Εκκλησίας.
15. Συγνώμη τού συγγραφέα που μίλησε για τον εαυτό του45
Κι εγώ, όπως μού ζήτησαν οι φίλοι, αφού διηγήθηκα, όσο μπορούσα, τόσο εκείνα που έγιναν πριν από τη σύνοδο, αλλά και εκείνα που έγιναν στην ίδια τη σύνοδο στην Ιταλία, λέγοντας και κάποια λίγα μετά την επιστροφή, ήδη θέτω τέρμα στα γραφόμενα, ευχαριστώντας τον Θεό για εκείνα που μού έχει πει με αλήθεια και επάρκεια, κάνοντάς μου το δώρο να τα απομνημονεύσω καλά και να τα παραδώσω γραμμένα. Για εκείνα όμως που περιέγραψα ελλιπώς και απλοϊκά, ζητώντας συγνώμη από τούς φίλους, σημειώνω ότι αποτόλμησα μια τέτοια συγγραφή όχι με δική μου πρωτοβουλία, αλλά αφού παρακλήθηκα πολλές φορές από αυτούς και πείστηκα από τα λόγια τους. Γι΄ αυτό οφείλουν και να με συγχωρήσουν για εκείνα που ξέχασα και παρέλειψα, καθώς και για εκείνα τα οποία στο παρόν παρουσιάζονται εσφαλμένα. Όταν μάλιστα ούτε σε όλα μπορούσα να είμαι παρών, ούτε είχα τη δυνατότητα να τα διατηρώ όλα στη μνήμη μου. Ωστόσο τα πιο αναγκαία και τα πιο αποφασιστικά δεν έχουν παραλειφθεί από τη διήγηση.
Κι αν διηγήθηκα και κάποια δικά μου, αυτό δεν είναι αδικαιολόγητο. Γιατί το απαιτούσε το αντικείμενο των πράξεων και των λόγων, επειδή είναι κι αυτά μέρη των συνολικών πράξεων και συμπλεγμένα κάπως με τα προηγούμενα και τα επόμενα. Σε αυτές τις περιπτώσεις το προηγούμενο τραβά το επόμενο, κι εκείνο πάλι το ύστερα από αυτό, ενώ εκείνος που παραλείπει οποιοδήποτε μέρος καταστρέφει ολόκληρο το βιβλίο. Ήταν λοιπόν ανάγκη να περιγράψω και τα γεγονότα που ακολούθησαν εδώ, τα οποία ήσαν πολλά και αναγκαία. Αλλά επειδή είναι πολλοί εκείνοι που τα γνωρίζουν, επειδή έγιναν εδώ και σε λίγους χρειάζεται να υπενθυμιστούν, ενώ έχουν τη δυνατότητα να τα περιγράψουν πολύ καλύτερα από μένα, το αφήνω αυτό σ΄ εκείνους που μπορούν.
16. Ο Σωτήρας δεν θα επιτρέψει να εδραιωθεί η Ένωση46
Τούτο μόνο θα προσθέσω στο διήγημα, σαν είδος πρόβλεψης και κατά κάποιον τρόπο κορωνίδας τού λόγου. Ελπίζω στα φιλάνθρωπα σπλάγχνα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού, εκείνου που με το τίμιο αίμα του διέσωσε τη δική του Εκκλησία άσπιλη και ακηλίδωτη και τη διατηρεί μέχρι τώρα καθαρή και πάνω απ΄ όλες τις συμφορές που φουντώνουν κατά καιρούς. Είμαι βέβαιος ότι δεν θα παραβλέψει ο πανοικτίρμων και εύσπλαγχνος την Εκκλησία του, όταν αυτή βρίσκεται σε τρικυμία και κινδυνεύει, αλλά θα τη διορθώσει, θα τη στηρίξει και θα την επιβεβαιώσει στην αρχαία της κατάσταση ακόμη περισσότερο από πριν. Νομίζω επίσης ότι ούτε εκείνους που αγωνίζονται υπέρ αυτής με ειλικρίνεια και με όλη την ψυχή τους θα τούς αφήσει ποτέ να καταδικαστούν ή να μπουν σε πειρασμό ή να πάθουν κάτι κακό, όσο αγωνίζονται καλά υπέρ αυτού και συνιστούν τη διδασκαλία τού Σωτήρα μας Χριστού. Και τα πιστεύω αυτά από τα πολλά εμπόδια που έβαλε από την αρχή ο Θεός για να μη γίνει η σύνοδος, αν ήθελαν να τα πάρουν υπόψη τους και οι δικοί μας. Αλλά κι όταν αυτή έγινε, έκοβε ο Θεός και αφαιρούσε εκείνα που βοηθούσαν την πραγματοποίηση τής ένωσης.
17. Τα επτά εμπόδια που απέτρεψαν την ενίσχυση τής Ένωσης47
Και πρώτα παρέδωσε στον θάνατο στην Ιταλία τον πατριάρχη κυρ Ιωσήφ, που συναίνεσε κι αυτός και διακήρυξε να γίνει η ένωση, αλλά ύστερα από λίγο αρπάχτηκε από τον θάνατο και δεν πρόλαβε ούτε να υπογράψει ούτε να εμφανιστεί με τα επίσημα ενδύματα (στην τελετή τής ένωσης). Αυτός είχε διεισδυτική σκέψη, ήταν πολύ σεβάσμιος, προκαλούσε φόβο, κι αν ζούσε, θα πρόσφερε εκεί μεγάλη συμβολή στην ένωση. Μάλιστα αν επέστρεφε κι εδώ, πολύ λίγοι θα μπορούσαν ν΄ απομακρυνθούν από την επιρροή του.
Δεύτερον, ο θάνατος τής δέσποινας,48 εξαιτίας τού οποίου ο αυτοκράτορας, κυριευμένος από τη λύπη, άφησε ν΄ αντιμετωπίζονται χωρίς προσοχή τα ζητήματα τής ένωσης, με αποτέλεσμα να χάνουν την επιρροή τους, ενώ εκείνοι που επέμεναν στο ορθόδοξο και πατερικό δόγμα επιβεβαιώνονταν μάλλον και στηρίζονταν.
Τρίτον, η κρυφή αναχώρηση49 από την Πόλη τού Εφέσου και τού Ηρακλείας. Γιατί κι αυτό φόβισε τον ηγεμόνα, ότι αν προσπαθούσε να πιέσει κάποιους υπέρ τής ένωσης, θ΄ αναγκάζονταν κι άλλοι ν΄ αποδράσουν.
Τέταρτον, η αναχώρηση από εδώ τού δεσπότη κυρ Δημητρίου50 και η σύγκρουση την οποία είχε με τον αυτοκράτορα, η οποία θα εξελισσόταν σε πόλεμο, όπως νόμιζαν κάποιοι.51 Και η διαφωνία την οποία είχε πάντοτε ο δεσπότης, παίρνοντας το μέρος τού ορθόδοξου και πατερικού δόγματος.52 Αυτά αναχαίτιζαν την ορμή τού αυτοκράτορα για την προώθηση εκείνων που όφειλε κι έπρεπε να κάνει για την πραγματοποίηση τής ένωσης.
Πέμπτον, ότι αγανάκτησε ο πατριάρχης, επειδή περνούσε αρκετός καιρός και ούτε μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή τον λατινισμό, όπως αποδεχόταν, ούτε να τον ανατρέψει. Έφυγε λοιπόν από το πατριαρχείο και καθόταν στην κάμαρά του. Περνούσε η Μεγάλη Σαρακοστή και τού έλεγαν πολλοί από τούς άρχοντες53 να πάει στο πατριαρχείο, για να μην παραμένει η Εκκλησία αδρανής. Κι εκείνος έλεγε:
«Αν δεν διορθώσει την Εκκλησία ο αυτοκράτορας, δεν θα έλθω στο πατριαρχείο».
Κι εννοούσε ως διόρθωση τής Εκκλησίας την υπεράσπιση τού λατινισμού. Όταν έφτασε η Μεγάλη Εβδομάδα, τού έστειλε μήνυμα ο αυτοκράτορας ν΄ αναχωρήσει για το πατριαρχείο. Κι εκείνος τον ειδοποίησε:
«Πρώτα ας διορθώσει η αγία βασιλεία σου την Εκκλησία και τότε θα πάω κι εγώ σε αυτήν, διαφορετικά δεν θα πάω καθόλου».
Έπειτα έστειλε τούς μεσάζοντες και τον ειδοποίησε μέσω αυτών:
«Πήγαινε τώρα στην εκκλησία σου, κάνε τις γιορτές και μετά το Πάσχα θα φροντίσω αμέσως γι΄ αυτή τη διόρθωση τής Εκκλησίας που λες».
Ήρθαν λοιπόν οι μεσάζοντες και τα είπαν αυτά στον πατριάρχη κι εκείνος τούς απάντησε:
«Πρώτα διορθώστε την Εκκλησία και ύστερα θα πάω αμέσως».
Κι εκείνοι είπαν:
«Τώρα είναι Μεγάλη Εβδομάδα και όλοι βρίσκονται στην ακολουθία τής εκκλησίας. Δεν επιτρέπεται λοιπόν τέτοιες ημέρες να γίνονται σύνοδοι και συζητήσεις. Αλλά προστάζει ο αυτοκράτορας και σού υποσχόμαστε κι εμείς, ότι μετά την Κυριακή τού Πάσχα, τη Δευτέρα και τις επόμενες ημέρες, έργο τού αυτοκράτορα δεν θα είναι άλλο, παρά μόνο η διόρθωση τής Εκκλησίας. Απαιτούμε λοιπόν να πας στην εκκλησία, να κάνεις τις γιορτές και μετά την Κυριακή τής Λαμπρής θα δεις αμέσως και θα ικανοποιηθείς από την επιμέλεια τού αυτοκράτορα για τη διόρθωση τής Εκκλησίας».
Αφού λοιπόν πιέστηκε σε αυτά, πήγε ο πατριάρχης κι έκανε τις γιορτές, ενώ διακηρυσσόταν παντού:
«Ορίστε, ο αυτοκράτορας μετά το Πάσχα θα κάνει κάθε αναγκαίο για να εφαρμόσει την ένωση».
Απειλές και φόβοι εκτοξεύονταν από εκείνους που υποστήριζαν την ένωση, ενάντια σ΄ εμάς που αντιστεκόμασταν.
Τη μέρα μάλιστα τού Μεγάλου Σαββάτου, λίγο πριν από το σούρουπο, απέδρασε από την Πόλη ο κυρ Παύλος Ασάν, παίρνοντας μαζί και τη θυγατέρα του,54 την οποία οδήγησε στον δεσπότη κυρ Δημήτριο και την ένωσε μαζί του ως νόμιμη σύζυγο.55 Από αυτό προκλήθηκε λοιπόν εδώ μεγάλη σύγχυση και ξέχασαν τις υποσχέσεις και την προθεσμία για την ένωση. Έπειτα έγινε και μάχη με τον δεσπότη,56 η οποία οδήγησε να ξεχαστεί η υπεράσπιση τής ένωσης.
Έκτον, ότι μετά τη συνδιαλλαγή και ειρήνη με τον δεσπότη, επειδή είχε περάσει πολύς καιρός και ο πατριάρχης πάντοτε ζητούσε από τον αυτοκράτορα να κάνει τη διόρθωση, ενώ ο αυτοκράτορας αμελούσε, αφού αγανάκτησε πάλι ο πατριάρχης, πήγε και πίεσε πολύ τον αυτοκράτορα κι έλεγε:
«Δεν πρόκειται ν΄ απομακρυνθώ από το παλάτι, μέχρι να πάρω απόφαση διόρθωσης».
Πήγε λοιπόν στη μονή τού Προδρόμου και καθόταν πάλι κοντά στο παλάτι. Επίσης και οι δικοί του μαζεύονταν και πίεζαν να τεθεί σε εφαρμογή η ένωση. Τότε πρόσταξε ο αυτοκράτορας και παρουσιαστήκαμε κι εμείς ενώπιόν του, παρόντος και τού πατριάρχη. Πρώτα μάς επέκρινε και μάς παρατήρησε που δεν υποστηρίζαμε την ένωση. Έπειτα πρόσταξε:
«Δεν δέχομαι να περνούν τα ζητήματα τής Εκκλησίας έτσι όπως πέρασαν. Ήθελα να γίνει η διόρθωση μέσα σε λίγες ημέρες από την επιστροφή μας από την Ιταλία. Εμποδιστήκαμε όμως σε αυτό από κάποια περιστατικά και από τη μάχη. Τώρα λοιπόν, επειδή με τη βοήθεια τού Θεού ξεπεράστηκαν τα προβλήματα και δεν υπάρχει κάτι να μάς εμποδίζει, θέλω από σήμερα και μέσα σε δεκαπέντε μέρες να γίνει η διόρθωση τής Εκκλησίας. Είναι ανάγκη να τεθεί τέρμα στα σκάνδαλα».
Κι εμείς απαντήσαμε:
«Μόνοι μας δεν μπορούμε να πούμε τίποτε άλλο, παρά μόνο να παραμείνουμε στο αρχαίο δόγμα τής Εκκλησίας, όπως παραμέναμε με τη χάρη τού Θεού. Για εκείνο που προστάζει η αγία βασιλεία σου, πρέπει να μαζευτούν οι αρχιερείς όλης τής επαρχίας και τότε να γίνει αυτό που θα φανεί καλό σε όλους από κοινού».
Κι ο αυτοκράτορας είπε με θυμό και οργή:
«Εσείς πάντοτε προχωράτε σε αναβολές και επικαλείστε άλλα προβλήματα. Γι΄ αυτό μιλάτε και για τούς αρχιερείς τής επαρχίας. Ποιοι θα έλθουν;57 Ούτε ο Θεσσαλονίκης58 θα έλθει, ούτε ο Σερρών,59 ούτε ο Αδριανούπολης.60 Αλλά κι αν έρχονταν, λίγα θα πρόσφεραν στην παρούσα ανάγκη. Γιατί γνωρίζουμε τη δυναμη τού λόγου τους. Όμως είναι και ο Μεσημβρίας και ο Αγχιάλου61 κι αυτοί είναι εύκολο να έλθουν μέσα στις δεκαπέντε μέρες».
Και πρόσταξε τούς μεσάζοντες:
«Πείτε να τούς γράψουν και στείλτε και στρατιωτικό, για ν΄ αναχωρήσει και να τούς φέρει πολύ γρήγορα. Γιατί θέλω», είπε, «μέσα σε δεκαπέντε μέρες να τελειώσει η διόρθωση τής Εκκλησίας».
Πρόσταξε λοιπόν με θυμό και αυστηρότητα να γίνουν αυτά ταχύτατα. Και πάλι μάς επέκρινε και μάς παρατήρησε και βγήκαμε με βαρυθυμία. Αλλά πριν φτάσει η προθεσμία των δεκαπέντε ημερών, πρόλαβε η δέκατη τρίτη και άρπαξε τον πατριάρχη. Γιατί αυτός, μόλις επέστρεψε από το παλάτι στο πατριαρχείο, έπεσε αμέσως σε αρρώστια και την 1η Αυγούστου 1443,62 τού έτους 6951 από κτίσεως κόσμου,63 απεβίωσε έχοντας πατριαρχήσει κακώς για τρία χρόνια και τρεις μήνες. Κι από τότε έμεινε πάλι αδρανής η διόρθωση που είχε αποφασιστεί, αν και είχαν έλθει και οι προαναφερθέντες αρχιερείς.
Έβδομον, ότι όταν ήλθε εδώ ο λεγάτος και ανηψιός τού πάπα Ευγένιου με εικοσιπέντε γαλέρες,64 εκείνοι που υποστήριζαν την ένωση συμπεριφέρονταν εναντίον μας με μεγάλη ορμή. Κι εκτόξευαν εναντίον μας φόβους και πολλές απειλές, νομίζοντας ότι είχαν στα χέρια τους πραγματοποιημένη τη διόρθωση τής ένωσης. Αλλά εκείνο που ζητούσε ο λεγάτος, ν΄ ανεβαίνει έφιππος στο παλάτι και να ξεπεζεύει εκεί που ξεπέζευε και ο αυτοκράτορας, καθώς και η διαφωνία τού αυτοκράτορα σε αυτό,65 λόγω τής οποίας καθυστέρησε πολύ καιρό ο λεγάτος να πάει στον αυτοκράτορα, άμβλυνε και την ορμή τού λεγάτου και την προθυμία των υποστηρικτών τής ένωσης, ενώ έκανε και τούς δικούς μας πιο ισχυρούς στη διαφωνία. Και ύστερα από αυτά, όταν κατέληξαν σε συμφωνία,66 δεν μπόρεσαν να θέσουν σε εφαρμογή την ένωση, όπως έλπιζαν εκείνοι που φρόντιζαν γι΄ αυτήν.
Αυτά λοιπον είναι τα μεγαλύτερα και κυριότερα εμπόδια τα οποία παρουσιάζονταν, κάθε φορά που συσκέπτονταν και προσπαθούσαν να θέσουν σε εφαρμογή και να υπερασπιστούν την ένωση. Υπήρξαν όμως και άλλα67 εκείνη την εποχή αλλά και αργότερα, λιγότερο γνωστά ίσως, αλλά πολύ περισσότερα και πιο σημαντικά.
18. Τελική ελπίδα68
Μάλιστα όλα αυτά συνέβαιναν με το θέλημα τού Θεού, όπως νομίζω, και από τα οποία έχω πειστεί, ότι δεν θα επιτρέψει ποτέ ο Θεός να τεθεί σε εφαρμογή η φλωρεντινή ένωση, ούτε θ΄ αφήσει να πέσουν πειρασμοί πάνω σ΄ εκείνους που αγωνίζονται υπέρ τής Εκκλησίας για την αγαθότητα τού Θεού και μόνο με τον τρόπο που εκείνος δέχεται. Αλλά θα διορθώσει καλά και την Εκκλησία του και θα την αποκαταστήσει στο αρχαίο της και δικό μας πατροπαράδοτο δόγμα. Θα στηρίξει, θα επιβεβαιώσει και θ΄ αναδείξει νικητές εκείνους που αγωνίζονται υπέρ αυτού τού δόγματος, θα διαλύσει μάλιστα και θ΄ ανατρέψει τη φαινομενική αλλά όχι πραγματική ένωση και θα προστατέψει και θα διατηρήσει ειρηνική και χωρίς εσωτερικά προβλήματα την Εκκλησία του ο Κύριος και Θεός μας. Θα μάς απαλλάξει επίσης από τούς φόβους και τούς κινδύνους που μάς απειλούν απ΄ έξω και θα μάς διαφυλάξει αβλαβείς, όπως έκανε πολλές φορές και όπως κάνει πάντοτε, τόσο για εμάς όσο και για την Πόλη αυτή, με την ανείπωτη φιλανθρωπία και αγαθότητά του.
<-11. Άφιξη στη Βενετία και επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη | Επίλογος-> |